ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΘΕΤΙΣ ΑΓΚΑΣΤΙΝΙΩΤΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 176/20, 10/10/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΘΕΤΙΣ ΑΓΚΑΣΤΙΝΙΩΤΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 176/20, 10/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 176/20)

10 Οκτωβρίου, 2025

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος,

ν.

     ΘΕΤΙΣ ΑΓΚΑΣΤΙΝΙΩΤΟΥ,

Εφεσίβλητης/Αιτήτριας,

ν.

  ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

______________________

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Καμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.

Καμία εμφάνιση για τους Καθ’ ων η Αίτηση (Κ.Ο.Α.).

______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής που εκδικάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, αποτέλεσε η νομιμότητα της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού, με την οποία προήχθη η εφεσείουσα στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού (Κλ. Α8-9+1) από την 1/1/2018, αντί της αιτήτριας, εφεσίβλητης στην παρούσα έφεση.  

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο αφού εκδίκασε την προσφυγή, εξέδωσε ακυρωτική απόφαση, με την οποία κατέληξε ότι έπασχε ακυρότητας τόσο η σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή υπέρ της εφεσείουσας,  όσο και η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που την υιοθέτησε και εξέδωσε την επίδικη απόφαση προαγωγής.

 

Στην ενώπιον μας έφεση η εφεσείουσα προβάλλει μόνο ένα λόγο έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζει πως εσφαλμένα, πεπλανημένα, αντινομικά, χωρίς δέουσα αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία, αντιφατικά και αντίθετα στη νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως πάσχουσα την υπέρ της εφεσείουσας σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή, επειδή κατά την κρίση του τα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου δεν συνεκτιμήθηκαν ως προς τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης, έτσι ώστε να σταθμιστούν και να αξιολογηθούν, ως επιτάσσει η νομολογία, αποφεύγοντας την απόδοση υπερβολικής βαρύτητας κι αποδίδοντας έκδηλη υπεροχή στον κατέχοντα, όπως έγινε εν προκειμένω και ότι ο Αν. Γενικός Διευθυντής, σύστησε ως καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος, στη βάση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, πράγμα ανεπίτρεπτο, αφού παραβιάζει το ίσο μέτρο κρίσεως.

 

Προβάλλει περαιτέρω συναφώς, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιφατικά προς την κρίση του ότι «τα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου δεν συνεκτιμήθηκαν ως προς τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης, έτσι ώστε να σταθμιστούν και να αξιολογηθούν, ως επιτάσσει η νομολογία», έκρινε ότι ο Αν. Γενικός Διευθυντής απέδωσε στα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους «υπερβολική βαρύτητα» και «έκδηλη υπεροχή στον κατέχοντα» αυτά, δηλαδή στο ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Τέλος, υποστηρίζεται στο ίδιο πλαίσιο, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάσθηκε στην κρίση του για πάσχουσα σύσταση, εσφαλμένα και πεπλανημένα, από την νομολογία που ορίζει ότι η κατοχή πρόσθετων προσόντων «δεν αποδεικνύ(ει) έκδηλη υπεροχή του κατέχοντα», ενώ η εν λόγω αναφορά της νομολογίας αποτελεί απάντηση στους ισχυρισμούς αιτητών, οι οποίοι προβάλλουν την κατοχή πρόσθετων προσόντων ως έκδηλη υπεροχή τους έναντι ενδιαφερόμενων προσώπων, στην προσπάθεια τους να αποδείξουν, ως έχουν υποχρέωση, έκδηλη υπεροχή έναντί τους. Τέτοια όμως υποχρέωση δεν έχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ως εσφαλμένα φαίνεται να του εναποθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο.   

 

Καταγράφουμε αρχικά το κανονιστικό πλαίσιο, δηλαδή το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, που είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο δημοσίευσης της κενής θέσης το 2017, ως ακολούθως:

 

«Σχέδιο Υπηρεσίας για το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού

 

Ι. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ: (Θέση Προαγωγής).

 

Εγκεκριμένη Μισθοδοτική Κλίμακα: A8 & A9 (Συνδ. Κλίμακες)

   

Καθήκοντα και ευθύνες:

 

(α)     Υπεύθυνος για την οργάνωση, διεύθυνση και εύρυθμη λειτουργία αρχείου του Οργανισμού.

        

(β)    Μεριμνά για την εξασφάλιση του απαιτούμενου εξοπλισμού γραφείου για τον Οργανισμό, καθώς και για τη συντήρησή και καλή λειτουργία του εξοπλισμού τούτου και την καταχώρηση του στα σχετικά βιβλία.

 

(γ)     Διεξάγει αλληλογραφία, εκτελεί διοικητικά καθήκοντα και χειρίζεται θέματα προσωπικού, όπως ήθελε ανατεθεί σ’ αυτόν.

 

(δ)     Εποπτεύει, καθοδηγεί, ελέγχει και εκπαιδεύει κατώτερο προσωπικό.

 

(ε)     Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα που θα του ανατεθούν.

 

                   Απαιτούμενα προσόντα:

 

(1)      Δεκαεξαετής τουλάχιστον υπηρεσία από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7 της θέσης Γραφέα ή στην προηγούμενη θέση Γραφέα, 1ης τάξης.

 

(2)      Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.»    

 

Μελετώντας τον δικαστικό φάκελο, καθώς και τα παραρτήματα στην ένσταση, διαπιστώνουμε πως πράγματι ο Αν. Διευθυντής έκρινε πως η κατοχή πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων αφορούσε όλες τις υποψήφιες για προαγωγή, πλην μίας. Θεώρησε όλα αυτά τα κατεχόμενα πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς να αναφερθεί εξειδικευμένα στο καθένα από αυτά. «Ωστόσο», όπως καταγράφει στη σύστασή του, που αποτελεί μέρος του Πρακτικού της επίδικης απόφασης, «συγκρίνοντας τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι υποψήφιες Μαρία Παπαγεωργίου και Μ.Μ.Π., υπερτερούν των υπολοίπων συνυποψηφίων τους σε πρόσθετα προσόντα καθ’ ότι σε αντίθεση με τις υπόλοιπες υποψήφιες για την θέση, τόσο η Μαρία Παπαγεωργίου όσο και η Μ.Μ.Π. είναι κάτοχοι Πτυχίων Bachelor». Στη συνέχεια προέβη σε σύγκριση των δύο αυτών υποψηφίων, επιλέγοντας να συστήσει την εφεσείουσα αντί της Μ.Μ.Π., καθ’ ότι η εφεσείουσα κατείχε πέραν από το Πτυχίο («Bachelor») και άλλα πρόσθετα προσόντα και υπερείχε αυτής. Ανέφερε πως κατείχε Higher in Public Relations, δυο Διπλώματα και ένα Bachelor, ενώ η δεύτερη υποψήφια ένα Δίπλωμα και ένα Bachelor. Δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η ημερομηνία διορισμού της εφεσείουσας στην προηγούμενη θέση ήταν μεταγενέστερη άλλων υποψηφίων, όπως και σε σχέση με την εφεσίβλητη Θέτις Αγκαστινιώτου, αλλά η ίδια ήταν αρχαιότερη δύο άλλων υποψηφίων. Θεώρησε ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα των συνυποψηφίων της εφεσείουσας «δεν αντισταθμίζει την υπεροχή της σε προσόντα». Και καταλήγει στην σύστασή του ως ακολούθως:

 

«Άλλωστε η απόκτηση πρόσθετου προσόντος που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας καταδεικνύει ζήλο, μάθηση, ικανότητα, αξία καθώς και ευρύτητα γνώσης και αντίληψης στην Υπηρεσία και η κάτοχος αυτού παρέχει τις υπηρεσίες της και με βάση τα πρόσθετα προσόντα που έχει αποκτήσει. Ως εκ τούτου η αρχαιότητα των υπόλοιπων υποψηφίων δεν μπορεί να αντισταθμίσει και να παραγνωρίσει αυτό το γεγονός. Στην κρίση μου επίσης έλαβα υπόψη την αποδοτικότητα τόσο σε ποιότητα εργασίας όσο και σε δυσκολία διεκπεραίωσης διαφόρων εργασιών που εκτέλεσαν όλα αυτά τα χρόνια οι υποψήφιες.

 

Η Μαρία Παπαγεωργίου είναι η καταλληλότερη να προαχθεί τόσο λόγω της υπεροχής της σε αποδοτικότητα και δυσκολία στα διάφορα καθήκοντα που της ανατέθηκαν αλλά και επειδή τα προσόντα της συνάδουν και είναι σχετικά με το Σχέδιο Υπηρεσίας και άμεσα συνυφασμένα με τα αναβαθμισμένα καθήκοντα που προτίθεται το Διοικητικό Συμβούλιο να αναθέσει στο προαχθέν συγκεκριμένο άτομο. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η Μαρία Παπαγεωργίου υπερτερεί των συνυποψηφίων της σε προσόντα και είναι καταλληλότερη για την προαγωγή στην υπό κρίση θέση.»  

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστηρίζει πως η σύσταση ήταν καθόλα νόμιμη και εντός των επιτρεπτών ορίων της εξουσίας του Αν. Διευθυντή, ο οποίος βάσει της νομολογίας βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση να κρίνει ποιος από τους υποψηφίους είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή.

 

Δεν έχουμε εντοπίσει λάθος στην εκκαλούμενη δικαστική απόφαση. Είναι ο Κανονιστικός νομοθέτης που προσδιορίζει αν ακαδημαϊκό προσόν θα αποτελεί πλεονέκτημα, για τον υποψήφιο που το κατέχει. Τα πρόσθετα προσόντα προσμετρούν προσδίδοντας υπεροχή στον κάτοχό τους όταν στα κριτήρια σύγκρισης (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) οι υποψήφιοι είναι ίσοι και τα πρόσθετα αυτά προσόντα κρίνονται σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, με παράθεση βεβαίως της αιτιολογίας μιας τέτοιας κρίσης.

 

Ορθά παρατέθηκε πρωτόδικα από το Δικαστήριο απόσπασμα από την απόφαση Πούρος ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, σύμφωνα με το οποίο εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία των πρόσθετων προσόντων, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική, ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή όπως αν τα πρόσθετα προσόντα δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Αυτό που έκρινε ως παράλειψη το Δικαστήριο, και ορθά, ήταν η παράλειψη του Αν. Διευθυντή να εκτιμήσει την σχετικότητα των πρόσθετων προσόντων της εφεσείουσας με τα καθήκοντα της θέσης. Πράγματι είχε αναφέρει στην σύστασή του ότι τα πρόσθετα προσόντα που κατείχαν οι υποψήφιες (πλην μίας), ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Πέραν της γενικής κρίσης σε σχέση με την άποψή του περί υπεροχής της εφεσείουσας λόγω πρόσθετων προσόντων, τέτοιας που να υπερσκελίζεται η υπεροχή σε αρχαιότητα κατά δύο σχεδόν έτη άλλης υποψήφιας που επίσης κρίνεται πως κατέχει και αυτή πρόσθετα προσόντα (αλλά όχι Bachelor), απαιτείτο αιτιολογία της κρίσης για την σχετικότητα των πρόσθετων προσόντων με τα καθήκοντα της επίδικης προς πλήρωση θέσης. Τέτοια αιτιολογία δεν υπήρξε. Οι αναφορές δε του συνηγόρου της εφεσείουσας στο Περίγραμμα αγόρευσής του, στα καθήκοντα της θέσης, όπως προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας, που κατά την άποψή του αιτιολογούν την κρίση του Αν. Διευθυντή  για τη σχετικότητα, δεν μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη αιτιολογίας στην σύσταση του Αν. Διευθυντή.

 

Περαιτέρω διαπιστώνουμε πως η απόκτηση των πρόσθετων προσόντων από την εφεσείουσα, κρίθηκε από τον Αν. Διευθυντή ως υπεροχή της σε αξία («η κατοχή τους καταδεικνύει ζήλο, μάθηση, ικανότητα, αξία καθώς και ευρύτητα γνώσης και αντίληψης στην Υπηρεσία και η κάτοχος αυτού παρέχει τις υπηρεσίες της και με βάση τα πρόσθετα προσόντα που έχει αποκτήσει»), στην οποία όμως αξία όλες οι υποψήφιες κρίθηκαν βάσει των θεσμοθετημένων κριτηρίων καθόλα εξαίρετες και βεβαίως ίσες.

 

Περαιτέρω κρίνουμε πως δεν καταρρίφθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης σε σχέση με την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η σύσταση έπασχε επειδή προσδόθηκε υπεροχή στην συστηθείσα εφεσείουσα λόγω των καθηκόντων που της ανατέθηκαν («Στην κρίση μου επίσης έλαβα υπόψη την αποδοτικότητα τόσο σε ποιότητα εργασίας όσο και σε δυσκολία διεκπεραίωσης διαφόρων εργασιών που εκτέλεσαν όλα αυτά τα χρόνια οι υποψήφιες. Η Μαρία Παπαγεωργίου είναι η καταλληλότερη να προαχθεί τόσο λόγω της υπεροχής της σε αποδοτικότητα και δυσκολία στα διάφορα καθήκοντα που της ανατέθηκαν […])»*

 

Είναι φανερό πως αποδόθηκε υπεροχή στην εφεσείουσα, λόγω της διεκπεραίωσης δυσκολότερων καθηκόντων που της ανατέθηκαν, εννοείται έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.

 

Αυτό που πρέπει να σχολιαστεί είναι πως η αξιολόγηση της αξίας των υπαλλήλων γίνεται διαχρονικά μέσω των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων και εκεί είναι που οφείλει η αρμόδια αρχή να αξιολογήσει υπέρτερα, σε συγκεκριμένα τουλάχιστο κριτήρια αξιολόγησης, τον υπάλληλο εκείνο που αποδίδει καλύτερα τόσο σε ποιότητα εργασίας όσο και σε ικανότητα διεκπεραίωσης δύσκολων εργασιών που του ανατίθενται. Σε αντίθετη περίπτωση, η σύσταση για σκοπούς προαγωγής εύκολα θα μπορούσε να υποβαθμίσει τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία με την αιτιολογία της ποιοτικότερης εκτέλεσης από τον υποψήφιο που συστήνεται για προαγωγή διαφόρων εργασιών και μάλιστα δυσκολότερων, σε σχέση με τους άλλους. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με παράβαση του ίσου μέτρου κρίσεως, κρίση που θα πρέπει να έχει ως μέτρο τις υπηρεσιακές εκθέσεις, όπως υποδεικνύεται και από το Δικαστήριο πρωτόδικα, με αναφορά και στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.

 

Υπό τις περιστάσεις της ρητής δήλωσης των άλλων διαδίκων, εφεσίβλητης και καθ’ ων η αίτηση στο στάδιο πριν την ακρόαση, ότι δεν θα λάβουν μέρος στη δίκη, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.    

  

 

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ



 

Απόσπασμα από τη σύσταση του Αν. Διευθυντή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο