PERIM LEYLA VEFKIOGLU HAKKI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤEΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 22/2021, 24/10/2025
print
Τίτλος:
PERIM LEYLA VEFKIOGLU HAKKI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤEΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 22/2021, 24/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3((δ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)                                   

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ.  22/2021

(Υποθ. Αρ. 50/2016)

 

24 Οκτωβρίου, 2025

 

(Τ. OIKONOMOY, Δ, ΣΤ.  ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ., Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.)

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

PERIM LEYLA VEFKIOGLU HAKKI,

 

                                                                             Εφεσείουσας,

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤEΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

                                                                             Εφεσίβλητης.

 

 

― ― ― ― ―

 

Κ. Πατσαλίδου (κα),  για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα

Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη  

― ― ― ― ―

Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

                                                 --------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.  Η Εφεσείουσα κατάγεται από την Τουρκία και αφίχθηκε στην Κύπρο από το Λονδίνο στις 20.10.2013, οπότε της επιτράπηκε η παραμονή της ως επισκέπτρια μέχρι τις 3.11.2013.

 

          Με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 27.6.2014, η Εφεσείουσα ζήτησε όπως της επιτραπεί να υποβάλει αίτηση για άδεια παραμονής στη Δημοκρατία.  Το αίτημα της εγκρίθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και με επιστολή ημερ. 20.10.2014 προς το δικηγόρο της, η Εφεσείουσα κλήθηκε να υποβάλει το αίτημα της για άδεια παραμονής, όπως και έπραξε στις 13.7.2015, το οποίο εν τέλει απορρίφθηκε με επιστολή ημερ. 22.7.2015.

 

          Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 30.6.2015, με την οποία υποβλήθηκε εκ νέου αίτημα.  Αυτό επίσης  απορρίφθηκε με επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 11.11.2015, με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομ. 30/06/2015, με την οποία ζητάτε ανανέωση άδειας διαμονής για την αλλοδαπή, και να σας ενημερώσω ότι αυτή απορρίπτεται, καθότι η αλλοδαπή διαμένει σε μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.»

         

Η Εφεσείουσα προσέβαλε την νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερ. 11.11.2015, με την καταχώριση της Προσφυγής αρ. 50/2016.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, κατέληξε πως υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, ουδόλως παραβιάζεται το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί Προασπίσεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως και το Άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων ή το Άρθρο 6.2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, κατέληξε πως δεν παραβιάζονται ούτε οι αρχές της αναλογικότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης. 

 

          Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε  στην απόρριψη της Προσφυγής και στην επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

          Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση τριών (3) λόγων Έφεσης.

 

          Ειδικότερα, εισηγείται πως είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση – η οποία λήφθηκε στη βάση των προνοιών του  Άρθρου 18ΥΣT(β) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, ΚΕΦ. 105 - δεν αντίκειται α) στην αρχή της ισότητας (1ος και 2ος λόγος Έφεσης) και β) στην αρχή της αναλογικότητας, δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης (3ος λόγος Έφεσης).

 

          Προχωρούμε στην σωρευτική εξέταση του 1ου και 2ου λόγου Έφεσης, στα πλαίσια των οποίων η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε πως εσφαλμένα, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν λήφθηκαν υπόψη από την Εφεσίβλητη, οι αδιαμφισβήτητες ειδικές περιστάσεις της Εφεσείουσας, που συνίσταντο στο ότι αυτή είναι σύζυγος Κύπριου πολίτη και από 1.5.2004 Ευρωπαίου πολίτη, τουρκοκυπριακής καταγωγής, ο οποίος είναι αδειοδοτημένος δικηγόρος που ασκεί τη δικηγορία και στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και καταβάλλει στη Δημοκρατία εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με αυτόν η Εφεσείουσα παντρεύτηκε σε περιοχή που ελέγχεται από τη Δημοκρατία και απέκτησε ένα τέκνο που έλαβε την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας.

 

Προέβαλε τον ισχυρισμό πως, στη βάση αυτών των δεδομένων, δεν είναι δυνατό να αποκλείεται η Εφεσείουσα από το δικαίωμα της χορήγησης άδειας παραμονής, λόγω του ότι διαμένει με τον σύζυγο της σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.   Η εξομοίωση της Εφεσείουσας – με τις ως άνω ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις – με πρόσωπα που επίσης δεν διαμένουν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, αλλά σε σχέση με αυτά,  δεν ισχύουν οι ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, αποτελεί αυθαίρετη, δυσμενή διάκριση σε βάρος της Εφεσείουσας, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, του Άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν.13(ΙΙΙ)/2002, του Άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Ν.14/1969 και του Άρθρου 6.2. της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των εισηγήσεων της Εφεσείουσας, ως και την αντίθετη θέση της Εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει την ορθότητα της Πρωτόδικης απόφασης. 

 

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί το Άρθρο 18ΥΣΤ(β) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, ΚΕΦ. 105, το οποίο ορίζει ως ακολούθως:

 

«18ΥΣΤ. Για την έκδοση, τροποποίηση ή ανανέωση ενιαίας άδειας πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

(α) ……………………………………………………………………….

 

(β) ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι κάτοχος έγκυρης άδειας διαμονής στη Δημοκρατία, εάν υποβάλλει αίτηση αυτοπροσώπως, με διεύθυνση διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές∙»

 

Η έννοια του όρου «ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές» καθορίζεται από το Άρθρο 2 του ΚΕΦ. 105 ως:

…………………………………………………………………………….

«ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές" σημαίνει εκείνες τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις  οποίες η κυβέρνηση της Δημοκρατίας ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο∙»

 

Από τις πιο  πάνω νομοθετικές διατάξεις, -  ιδιαίτερα τη  λέξη «πρέπει» - προκύπτει σαφώς επιτακτική υποχρέωση της Εφεσίβλητης να διαπιστώσει ότι ικανοποιούνται  σωρευτικά οι προβλεπόμενες από το πιο πάνω Άρθρο προϋποθέσεις, προκειμένου να εκδώσει διοικητική πράξη συγκεκριμένου περιεχομένου.  Πρόκειται δηλ. για «δέσμια αρμοδιότητα» διοικητικού οργάνου, εν προκειμένω του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, το οποίο εκδίδει  διοικητική πράξη που περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση, την οποία προκαθορίζουν οι κανόνες αυτοί, μόνο εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν σωρευτικά οι προβλεπόμενες από το Νόμο  πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του.

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης της ημερ. 30.6.2015,  διέμενε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, σύμφωνα και με τα συνοδευτικά έγγραφα της αίτησης της, όπου καταγράφεται διεύθυνση διαμονής της στις κατεχόμενες περιοχές. 

 

          Συνακόλουθα, στα πλαίσια της πιο πάνω επιτακτικής υποχρέωσης της Εφεσίβλητης να ικανοποιηθεί,  με βάση το Άρθρο 18ΥΣΤ του ΚΕΦ. 105, ότι πληρείται μεταξύ άλλων, και η παρ. (β) (ανωτέρω), οι ειδικές περιστάσεις που αυτή επικαλείται, ουδόλως μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, ώστε να παρακαμφθεί στην ουσία η απαιτούμενη προϋπόθεση.

 

          Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας, πως αυτές οι ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις της, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν διαμένει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν δικαιολογούν τον αποκλεισμό της από το δικαίωμα της χορήγησης άδειας παραμονής.  Ούτε και μας βρίσκει σύμφωνους  η εισήγηση της πως η εξομοίωση της Εφεσείουσας,  με άλλα πρόσωπα που επίσης  δεν διαμένουν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όμως δεν περιβάλλονται με τις άνω προσωπικές περιστάσεις, αποτελεί αυθαίρετη, δυσμενή διάκριση σε βάρος της, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια.

 

          Αποτελεί πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αρχή της ισότητας απαγορεύει τη δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων και απαγορεύει, επίσης την εξομοίωση και ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές πραγματικές ή νομικές συνθήκες (βλ, Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931Σωτηριάδης ν. Θεοφυλάκτου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 56).

 

           Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνουμε πως ουδόλως εγείρεται ζήτημα δυσμενούς διάκρισης σε βάρος της Εφεσείουσας.  Αποτελεί αντικείμενο δικαστικής γνώσης ότι λόγω της Τουρκικής Εισβολής του 1974 στη χώρα μας και της συνεχιζόμενης έκτοτε κατοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί των κατεχόμενων εδαφών της.  Σύμφωνα με σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, αποτελεσματικό έλεγχο στις κατεχόμενες περιοχές ασκεί η Τουρκία, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης κατοχής του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα Τουρκικά στρατεύματα (βλ. Loizidou v. Turkey, Application (merits), 18 December 1996, par. 56, ECHR Rep. 1996 -IV).  Το ακόλουθο απόσπασμα από την παρ. 56 της απόφασης Loizidou (ανωτέρω), είναι σχετικό:

 

«It is not necessary to determine whether, as the applicant and the Government of Cyprus have suggested, Turkey actually exercises detailed control over the policies and actions of the authorities of the "TRNC". It is obvious from the large number of troops engaged in active duties in northern Cyprus (see paragraph 16 above) that her army exercises effective overall control over that part of the island. Such control, according to the relevant test and in the circumstances of the case, entails her responsibility for the policies and actions of the "TRNC" (see paragraph 52 above). Those affected by such policies or actions therefore come within the "jurisdiction" of Turkey for the purposes of Article 1 of the Convention (art. 1).»

         

Συνακόλουθα, όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε:

 

«Η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει σε κάποια από τις πιο πάνω περιπτώσεις αφού η επίμαχη πρόνοια δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε συμπτωματική αλλά επιβάλλει μία προϋπόθεση που, υπό τις κρατούσες συνθήκες σε αυτή τη χώρα, κρίνεται εύλογη αν όχι επιβεβλημένη. Η δε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της αιτήτριας σε σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο που διαμένει στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία δείχνει, ακριβώς, ότι δεν είναι δυνατό δύο διαφορετικές, σε πραγματικά γεγονότα περιπτώσεις, να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης.»

 

Καταλήγουμε, συνεπώς, πως ο Νόμος δεν εισάγει οποιαδήποτε αυθαίρετη διάκριση ή οποιαδήποτε διάκριση που άμεσα ή έμμεσα να εμπίπτει στο πλαίσιο της απαγόρευσης των διακρίσεων όπως αυτό έχει τεθεί από το Άρθρο 28.2 του Συντάγματος, το Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το Άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απαιτεί, απλώς, το νομικά, εννοιολογικά και πραγματιστικά αυτονόητο: 

 

Ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας δύναται μόνο, εξ αντικειμένου, εκ των πραγμάτων να χορηγεί άδειες παραμονής μόνο στο έδαφος που βρίσκεται υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της, και όπου, περιπλέον, εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο (Πρωτόκολλο Αρ. 10 για την Κύπρο, C-420/07, Μελέτιος Αποστολίδης ν. David Charles Orams κ.α., 28.4.2009), από το οποίο κατ’ εξοχήν δεσμεύεται, με βάση το σημαντικό για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση Άρθρο 1Α του Συντάγματος, ήτοι «τις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές».

 

Στις «μη ελεγχόμενες περιοχές», στο κατεχόμενο μέρος της πατρίδας μας, όπου και η διεύθυνση που καταχώρισε η Εφεσείουσα στην αίτηση της για διαμονή στην Κύπρο, έλεγχο ασκεί ο στρατός της Τουρκίας μέσω της υποτελούς διοίκησης που εγκαθίδρυσε και, εν πάση περιπτώσει, η κυβέρνηση της Δημοκρατίας εκ των πραγμάτων δεν ασκεί έλεγχο ώστε να εφαρμόζει αποτελεσματικά τους νόμους της και το ευρωπαϊκό κεκτημένο και ειδικά τη νομοθεσία που έχει σχέση με αλλοδαπούς. 

 

Πρωτοδίκως η διάκριση επί της οποίας η πλευρά της εφεσείουσας στήριξε το επιχείρημα περί άνισης μεταχείρισης ήταν μεταξύ υπηκόου τρίτης χώρας που είναι νυμφευμένη με κύπριο υπήκοο, αλλά δεν διαμένει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (ως είναι η περίπτωση της εφεσείουσας), και υπηκόου τρίτης χώρας που είναι νυμφευμένη με κύπριο υπήκοο και διαμένει στις ελεγχόμενες υπό τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Στην κατ’ έφεση διαδικασία οι όροι της διάκρισης μεταβλήθηκαν μεταξύ της εφεσείουσας με τα ιδιαίτερα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε σύγκριση με άλλα πρόσωπα που επίσης δεν διαμένουν στη μη ελεγχόμενες περιοχές, όμως δεν ισχύουν για αυτά οι εν λόγω περιστάσεις. Τοιουτοτρόπως ενώπιόν μας αναδείχθηκαν ως διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ προσώπων που δεν διαμένουν στις ελεγχόμενες περιοχές, οι προσωπικές περιστάσεις εκάστου, ενώ πρωτοδίκως, το διαφοροποιητικό στοιχείο ήταν ο τόπος διαμονής τους και στη βάση αυτή ήταν που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε πως δεν τίθεται θέμα δυσμενούς διάκρισης της Εφεσείουσας  με τα ιδιαίτερα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε σύγκριση με άλλα πρόσωπα που επίσης δεν διαμένουν στις μη ελεγχόμενες περιοχές, όμως δεν ισχύουν γι’ αυτά οι εν λόγω περιστάσεις, ως είναι η εισήγησή της ενώπιόν μας. Τούτο γιατί όπως αναφέραμε πιο πάνω, η επιτακτική υποχρέωση της Εφεσίβλητης για αυστηρή τήρηση της παρ. β του πιο πάνω Άρθρου, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις της.  Κρίνουμε πως δεν πρόκειται για εξομοίωση προσώπων με διαφορετικές πραγματικές συνθήκες, αλλά αντίθετα, ενιαία και όμοια αντιμετώπιση εκ του Νόμου, όλων των προσώπων που δεν διαμένουν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ανεξαρτήτως των προσωπικών τους περιστάσεων.

 

          Τέλος, σημειώνουμε ότι το γεγονός πως η Εφεσείουσα δεν καταγράφει στην αίτησή της διεύθυνση διαμονής της στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, αναιρεί το ίδιο το αίτημα της για χορήγηση άδειας παραμονής της στη Δημοκρατία, με δεδομένο πάντοτε το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι δυνατό να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στις περιοχές που κατέχονται από τουρκικά στρατεύματα. Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Η προϋπόθεση που τίθεται στον Νόμο για διαμονή στη Δημοκρατία σχετίζεται με τη φύση του ιδίου του αιτήματος που αφορά σε διαμονή στη Δημοκρατία. Αναιρείται και ακυρώνεται το ίδιο το αίτημα να διαμείνει κάποιος στη Δημοκρατία όταν δεν διαμένει σε αυτήν. Δεν πρόκειται για ένα δικαίωμα που μπορεί να δοθεί σε κάποιον γενικά και αόριστα αλλά ακριβώς με σκοπό τη διαμονή του εν λόγω προσώπου στη Δημοκρατία.»

 

 

          Για όλα τα πιο πάνω οι 1ος και 2ος λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. 

 

          Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης μας, απορριπτέος είναι και ο 3ος λόγος Έφεσης.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ουδόλως παραβιάστηκαν οι αρχές της αναλογικότητας, δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, φυσικής δικαιοσύνης και καλής πίστης, εφόσον η Εφεσίβλητη έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση στη βάση των ρητών και επιτακτικών προνοιών του Νόμου.  Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι παραβιάστηκαν οι πιο πάνω αρχές διότι η αίτηση της απορρίφθηκε, παρά το γεγονός ότι είχε αρχικά ενημερωθεί γραπτώς με επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 20.10.2014 ότι το αίτημα του δικηγόρου της είχε εγκριθεί και είχε κληθεί να υποβάλει σχετική αίτηση, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Ό,τι είχε εγκριθεί από την Εφεσίβλητη με την επιστολή της ημερ. 20.10.2024, ήταν το αίτημα της Εφεσείουσας να της επιτραπεί να υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας παραμονής στη Δημοκρατία και όχι η ικανοποίηση του αιτήματος, το οποίο κατ’ εκείνο το χρόνο δεν είχε καν υποβληθεί.  Το γεγονός ότι της είχε επιτραπεί να υποβάλει το αίτημα της, δεν σημαίνει ότι εκ προοιμίου αυτό είχε κιόλας εγκριθεί.  Στη βάση των προνοιών του Άρθρου 18ΥΣΤ(β) του ΚΕΦ. 105 ανωτέρω, δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία σε υπηκόους τρίτης χώρας, παρά μόνο προσδοκία μέσω της υποβολής αίτησης και σωρευτικής ικανοποίησης των προϋποθέσεων που το εν λόγω Άρθρο τάσσει.

 

          Σημειώνουμε ότι η θέση για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν προωθήθηκε.  Εν πάση περιπτώσει η αρχή αυτή αποτελεί ένα «κεντρικό δικανικό μηχανισμό για τον έλεγχο των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων»,  ο οποίος «λειτουργεί ως εγγύηση διανοητικής και δικανικής διαφάνειας κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.» (Ε. Βενιζέλος, Κεφάλαιο 12: Η αρχή της αναλογικότητας ως δικανικός μηχανισμός ελέγχου των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων, σε Ε. Βενιζέλος, Το Ελληνικό Σύνταγμα, Τομ.1, 2025, σελ. 247 και 258).  Αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης αλλά βρίσκει έρεισμα και το Άρθρο 21.3 του Συντάγματος (Nordit Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 67/2022, ημερ. 4.3.2024) η οποία υπεισέρχεται όταν διαπιστώνεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Εν προκειμένω, έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως το Άρθρο 18ΥΣΤ δεν εισάγει αυθαίρετη διάκριση.  Πρόκειται για ρύθμιση επί ανομοίων. 

 

          Συνακόλουθα και ο 3ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος. 

 

          Η Έφεση απορρίπτεται. 

 

          Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος της Εφεσείουσας ύψους €4.000.

 

                                                                            

Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                         

                                                                            

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

                                                                            

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

         

 

 

 

 

 

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο