ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΑΝΑΣ ΤΟΥΜΠΑ, ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. 41/2021, ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/2025, 8/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΑΝΑΣ ΤΟΥΜΠΑ, ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. 41/2021, ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/2025, 8/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.

 

(ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/2025)

 

8 Οκτωβρίου, 2025.

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, 

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ,

ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ TOY 2023

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΑΝΑΣ ΤΟΥΜΠΑ, ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. 41/2021

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. 41/2021

 

____________________

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

____________________

 

A. Αιμιλιανίδης μαζί με Θ. Κουσπή (κα), για τους Αιτητές.

Π. Βασιλείου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη

  και θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.

_____________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Η πρόνοια του άρθρου 37(3) του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/1997 (στο εξής «ο Νόμος»), ήταν το αντικείμενο εξέτασης στην απόφαση του Εφετείου Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Γενικής Λογίστριας της Δημοκρατίας 2. Υπουργείου Οικονομικών v. Άνας Τούμπα, στα πλαίσια εξέτασης της ΕΔΔ 41/2021, ημερ. 29 Μαϊου, 2025.  Το εν λόγω άρθρο διαλαμβάνει:

 

«37.–(1)  Σύνταξη χήρας καταβάλλεται στην επιζώσα σύζυγο από το θάνατο του συζύγου της μέχρι το θάνατο της.

 

(2)    Σύνταξη χήρας δε χορηγείται αν η χήρα ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της.  Αν, μετά τη χορήγηση σύνταξης η χήρα ξαναπαντρευτεί, η σύνταξη τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου.

 

(3)    Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, δε λαμβάνεται υπόψη γάμος που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος.

         (ο τονισμός του Δικαστηρίου)

 

Νοείται ότι, εάν ο θανών είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτησή του και ακολούθως αυτός νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγος του θεωρείται ως χήρα για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.»

 

Είναι αναγκαία η παράθεση ενός σύντομου ιστορικού της υπόθεσης.  Η Αιτήτρια, με προσφυγή της ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, προσέβαλε, ως άκυρη, την άρνηση της Αρμόδιας Αρχής να της χορηγήσει σύνταξη χηρείας από το Επαγγελματικό Σχέδιο Συντάξεων των Κρατικών Υπαλλήλων, ως χήρα συνταξιούχου κρατικού υπαλλήλου.  Ο σύζυγος της Αιτήτριας αφυπηρέτησε την 1.2.1986 και ο γάμος τους τελέστηκε μεταγενέστερα της αφυπηρέτησής του, στις 11.12.2000.  O σύζυγος της απεβίωσε το 2016.

 

Η απόρριψη του αιτήματος, στις 30.3.2016, βασίστηκε στο άρθρο 37(3) του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με το οποίο, ως ανωτέρω λέχθηκε, δεν λαμβανόταν υπόψη, για σκοπούς καταβολής σύνταξης χηρείας, γάμος που τελέστηκε μετά που ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος.

Το Διοικητικό Δικαστήριο, επικαλούμενο, κυρίως, την απόφαση Dias (ανωτέρω), δικαίωσε την Αιτήτρια, αποφασίζοντας ότι η πρόνοια του άρθρου 37(3) του Νόμου είναι αντισυνταγματική, καθώς πλήττει την αρχή της ισότητας, εφαρμόζοντας διαφορετικά κριτήρια μεταξύ ομοιογενών καταστάσεων.

 

Στην Dias (ανωτέρω) επιζητείτο η κήρυξη, ως αντισυνταγματικού, του περί Λαχείων Νόμου, ο οποίος παρείχε, κατ’ εξαίρεση, δικαίωμα διεξαγωγής λαχείων στο Ρ.Ι.Κ..  Το αίτημα των εκεί Εφεσειόντων απορρίφθηκε, διότι δεν υπήρχε διάταξη που να επιτρέπει την παραχώρηση παρόμοιας άδειας σε άλλους ραδιοσταθμούς.  Διακηρύχθηκε, με τον λόγο της ως άνω απόφασης πως η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.  Και δεν θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πώς ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στον Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο, πλέον, του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.

 

Ουσιαστικά, εκείνο που καθιερώθηκε, με την ανωτέρω απόφαση, είναι πως, το Δικαστήριο, στην πορεία κρίσης ενός νόμου ως συνταγματικού ή όχι, δεν επιτρέπεται να νομοθετεί.

 

Το Εφετείο, ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε η υπόθεση μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Ε.Μ., ακύρωσε την πρωτόδικη κρίση.  Αποφάσισε, σχολιάζοντας τα λεχθέντα, από το Διοικητικό Δικαστήριο, πως - και αυτό είναι που βάλλεται από την Ατήτρια – «η εμβέλεια της Dias United Public Co Ltd (ανωτέρω), δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου η νομοθεσία δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως διάταξη και άρα ο συνταγματικός έλεγχος του νομοθετήματος από το Δικαστήριο θα μετατρέπετο σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας, ως η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Επεκτείνεται και σε περιπτώσεις όπου από τη γενική ρύθμιση ενός νομοθετήματος επιζητείται η διαγραφή είτε επιφυλάξεων είτε φράσεων, έτσι ώστε η κήρυξή τους ως αντισυνταγματική να αφήνει τη γενική ρύθμιση ανέπαφη.»

 

Συνέχισε, τονίζοντας πως τα ανωτέρω απαντούν και στη θέση της Αιτήτριας ότι, αν δεν υπήρχε η εξαίρεση του άρθρου 37(3) του Νόμου, θα ενέπιπτε στην ευνοϊκή γενική ρύθμιση του άρθρου 37(1) και θα δικαιούτο σύνταξης.  Κατέληξε δε, πως «… η Dias United Public Co Ltd (ανωτέρω) καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του αναθεωρητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας ή τροποποιώντας νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να δημιουργείται ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα.  Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή των νομοθετημάτων.»

Η κρινόμενη αίτηση καταχωρήθηκε δυνάμει του άρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64, με την οποία, η Αιτήτρια, επικαλείται ότι, με την εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου προκύπτουν νομικά θέματα «…. τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση της πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας κατά την υπ’ αυτού ενασκούμενη αναθεωρητική δικαιοδοσία, και επί των οποίων χρειάζεται παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.»

 

Η ως άνω γενική καθολική διατύπωση των νομικών θεμάτων εξειδικεύτηκε στην αίτηση και στο παράρτημα Α΄ αυτής, στην ερμηνεία της απόφασης Dias Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και στο ερώτημα εάν η εμβέλεια αυτής επεκτείνεται σε περιπτώσεις στις οποίες «η ειδική διάταξη που αντίκειται προς την αρχή της ισότητας εισάγει εξαίρεση από μια γενική ρύθμιση που ρυθμίζει το επίδικο ζήτημα, κατά τρόπο ώστε με τον παραμερισμό της ο δικαστής να δύναται να επεκτείνει αυτόματα το πεδίο εφαρμογής της γενικής διάταξης η οποία θα ισχύσει εξ αρχής, χωρίς παρεκκλίσεις, ωσάν ο νομοθέτης να μην είχε παρεμβάλει την αντισυνταγματική εξαίρεση». 

 

Προτού εξετάσουμε τις εκατέρωθεν προτεινόμενες θέσεις, υπενθυμίζουμε τις πρόνοιες του άρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/1964, το οποίο αποτελεί το έρεισμα της υπό εξέτασης Αίτησης, και το οποίο παρέχει στην Αιτήρια το δικαίωμα να επικαλείται την τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, προνοώντας πως:

 

«9(2)  Από την 1η Ιουλίου, 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ………….

 

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκούμενη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω υποβαλλομένη αίτηση δέον

 να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου αποκαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.»

 

Ενασχόληση με το εν λόγω άρθρο έγινε μεταξύ άλλων αποφάσεων στην Αίτηση αρ. 2/23, αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην Ε.Δ.Δ. 04/19, ημερ. 31.1.2024, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Για τους λόγους αυτούς, η δικαιοδοσία που παρέχεται από το πιο πάνω Άρθρο θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και το πεδίο εφαρμογής του θα πρέπει να αντικρίζεται υπό το πρίσμα της εγγενούς ιδιότητας και της συνταγματικής αποστολής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Έργο του οποίου, εξ ορισμού, είναι ο καθορισμός και η διαμόρφωση αρχών δικαίου.  Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε διολίσθηση, προσδίδοντάς του δικαιοδοσία τριτοβάθμιου δικαστηρίου προς έλεγχο των αποφάσεων Εφετείου, καλούμενο να κρίνει επί όλου του φάσματος τη δευτεροβάθμια απόφαση.  Η παροχή άδειας στη βάση του προαναφερθέντος Άρθρου 9(2)(γ) δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εκδοθείσας απόφασης.  Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου.  Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του επίμαχου Άρθρου, αντικριζόμενου, ως ήδη λέχθηκε, υπό το πρίσμα της συνταγματικής υπόστασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.»

 

Η προωθούμενη, από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Αιτήτριας, θέση επικεντρώνεται στην προσέγγιση περί λανθασμένης ερμηνείας, της οποίας έτυχε η απόφαση Dias (ανωτέρω), από το Εφετείο, το οποίο, κατ’ ισχυρισμό, παρερμήνευσε τον λόγο της, με τρόπο ο οποίος οδηγεί σε παράβαση της αρχής της ισότητας, όπως αυτή θεμελιώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.  Είναι, συνεπώς, η εισήγηση του, ότι η λανθασμένη ερμηνεία της απόφασης, αναπόφευκτα, παρερμηνεύει αυτήν καθ’ εαυτή την πρόνοια του Άρθρου 28 του Συντάγματος

 

Υποστήριξε, περαιτέρω, ο συνήγορος της Αιτήτριας, πως η πελάτιδα του δεν ζήτησε τη συμπλήρωση ή αναμόρφωση της νομοθεσίας με απαίτηση για προσθήκη θετικής διάταξης, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής της εμβέλειας της Dias (ανωτέρω) ή αλυσιτέλεια.

 

Ότι, τέλος, η παρ. 3 του άρθρου 37 μπορεί, σαφώς, να διαχωριστεί από την υπόλοιπη νομοθετική διάταξη, χωρίς να αλλοιώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο πυρήνας του Νόμου και χωρίς να αλλοιώνονται οι σκοποί του.

Δεν ετίθετο, επομένως, ζήτημα εφαρμογής της Αρχής της Dias (ανωτέρω), αλλά, αντιθέτως, ενέπιπτε στην αρχή της απόφασης Papaxenofontos and others v. Republic (1982) 3 CLR 1037.  Αρχή, την οποία, το Εφετείο, δεν εξέτασε καν, επιρρίπτοντας σφάλμα στην κρίση του.

 

Επικαλέστηκε, προς επίρρωση της εισήγησής του, την πρόσφατα δοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Π.Κούρτελλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Αίτηση αρ. 16/2024, ημερ. 5.5.2025.

 

Στον αντίποδα των εισηγήσεων της Αιτήτριας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενδιαφερόμενου Μέρους αντιτείνει πως δεν πληρούνται οι θεσμοθετημένες προϋποθέσεις του Άρθρου 9(2)(γ) για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.  Υποδεικνύει πως, αφού με την Αίτηση προβάλλεται η εσφαλμένη, υπό του Εφετείου, ερμηνεία της αρχής που καθιέρωσε η απόφαση Dias (ανωτέρω), δεν δύναται να δοθεί άδεια για τέτοιο λόγο.  Πουθενά, συμπληρώνει, στο άρθρο 9(2)(γ) δεν προνοείται, ως προϋπόθεση για χορήγηση άδειας, η τυχόν εσφαλμένη εφαρμογή δικαστικής απόφασης.

 

Έχουμε, με προσοχή, ενδιατρίψει στις εισηγήσεις των μερών, καθώς και στα τεθέντα, ενώπιόν μας, δικογραφημένα στοιχεία και δεδομένα.

 

Παραθέσαμε, πιο πάνω, τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αναλαμβάνει δικαιοδοσία, μία από τις οποίες είναι η ανάγκη ορθής ερμηνείας νομοθετικής διάταξης.  Μπορεί το ζήτημα να είναι νομικό, δηλαδή η ερμηνεία νομοθετικής διάταξης, όπως υποδεικνύει ο κ. Αιμιλιανίδης, όμως, στην κρινόμενη περίπτωση, δεν εμπίπτει σε καμιά από τις προβλεπόμενες διατάξεις.  Εδώ δεν επιχειρείται η ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 37(3) του Νόμου – η πρόνοια της οποίας είναι σαφής – αλλά η ερμηνεία της απόφασης Dias (ανωτέρω) και η εφαρμογή της στην κρινόμενη περίπτωση. Όπως προκύπτει από την Αίτηση και τη γενικότερη επιχειρηματολογία του, η παρερμηνεία της Dias (ανωτέρω), καθιστά, κατ’ ισχυρισμό του, αναγκαία την ερμηνεία του Άρθρου 28 του Συντάγματος.  Όμως, και αυτό είναι σημαντικό, το Εφετείο δεν εξέτασε και δεν ερμήνευσε το Άρθρο 28 του Συντάγματος.  Ασχολήθηκε με την εμβέλεια της Dias (ανωτέρω) και κατέληξε, μέσα από τη διεργασία της ερμηνείας, τόσο αυτής, όσο και άλλων, μεταγενέστερων της, στην κρίση για το λανθασμένο συμπέρασμα, στο οποίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε. 

 

Έγινε προσπάθεια, στα πλαίσια της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας, να τεθεί, προς εξέταση, το νομικό ζήτημα της διαφοροποίησης από πάγια νομολογία, καθώς και θέμα δημοσίου συμφέροντος.  Τέτοια, όμως, νομικά θέματα δεν εγέρθηκαν με τον δέοντα τρόπο στην Αίτηση, κατά παράβαση του σχετικού άρθρου, όπως και νομολογιακά ερμηνεύτηκε, το οποίο απαιτεί συγκεκριμενοποίηση της πάγιας νομολογίας, από την οποία, το Εφετείο, διαφοροποιήθηκε, και εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο εξυπηρετείται, ούτε αναφέρει «…. τους πλήρεις λόγους, καθώς και τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία προς χορήγηση της άδειας.»

Ουσιαστικά, δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις αρχές που αναλύθηκαν και εξειδικεύτηκαν στην απόφαση Ροτσίδου στην Αίτηση αρ. 3/2023, ημερ. 20.11.2023, ECLI:CY:AD:2023:D33.  Η μόνη θέση που προωθήθηκε ήταν η επέκταση της εμβέλειας της απόφασης Dias (ανωτέρω) και η, κατ’ ισχυρισμό, παρερμηνεία αυτής.

 

Συνεπώς, δεν προκύπτει, από την απόφαση του Εφετείου, τέτοιο νομικό θέμα, το οποίο να τυγχάνει εξέτασης από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Εφετείο, σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας την Dias (ανωτέρω), αλλά και άλλες, μεταγενέστερες αυτής, ήχθη στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα του, με το οποίο δεν εξέφρασε οιoνδήποτε διαφορετικό κανόνα δικαίου, η εξέταση του οποίου να εμπίπτει στο έργο του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Ούτε η παραπομπή στην Κούρτελλος (ανωτέρω) βοηθά την Αιτήτρια, αφού υπάρχει σαφής διαφοροποίηση από την κρινόμενη, καθώς, στην πρώτη, επιζητείτο, και έγινε, ερμηνεία συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, η ορθή ερμηνεία της οποίας ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή του σχετικού νόμου.

Είναι διάχυτη στην αίτηση και στην προσφερθείσα επιχειρηματολογία, πως επιζητείται η κρίση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου επί της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου.  Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εισηγήσεις ότι «το Εφετείο παρερμήνευσε την εμβέλεια της αρχής της απόφασης Dias, σε αντίθεση με το Διοικητικό Δικαστήριο», ότι «δεν επρόκειτο για συγκεκριμένη αυτοτελή διάταξη εξαίρεσης που μπορούσε να διασπαστεί από το υπόλοιπο μέρος του Νόμου, ζήτημα που δεν εξέτασε καν το Εφετείο», ότι «ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο», «δεν προκύπτει αντίθετα ούτε από την απόφαση του Εφετείου πως δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ο Νόμος αν διασπαστεί το εδάφιο 3 του άρθρου που, έτσι κι αλλιώς, ευχέρεια μπορεί να διακριθεί από το υπόλοιπο νομοθέτημα» και ότι λανθασμένα ερμηνεύτηκε και η απόφαση Kωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267, από το Εφετείο. 

 

Αποδίδονται, ουσιαστικά, μέσω της Αίτησης, σφάλματα και παραλείψεις και προτείνονται οι κατ’ ισχυρισμό ορθές, δικονομικά και ερμηνευτικά ακολουθητέες προσεγγίσεις. Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη της απόφασης του Εφετείου και χωρίς να γνωματεύουμε αν το άρθρο 37(3) του Νόμου εισάγει ή όχι άνιση μεταχείριση, κρίνουμε πως το διατυπωθέν νομικό ερώτημα δεν εμπίπτει σε καμία από τις θεσμοθετημένες προϋποθέσεις του άρθρου 9(2)(γ).  Αποτελεί συγκεκαλυμένη έφεση για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου, κάτι που εκφεύγει του δικαιοδοτικού μας πλαισίου.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται. 

 

Επιδικάζονται έξοδα €3.000 υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

                                                           

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

                                                      ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                      Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

                                                      Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

                                                      Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/μσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο