Άνθιμος Κωνσταντίνου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ.1/2025, 20/11/2025
print
Τίτλος:
Άνθιμος Κωνσταντίνου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ.1/2025, 20/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(δ) ΤΟΥ Ν.33/1964

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΑΝΕΚΔΙΚΑΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΦΕΣΗΣ Ή ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

(Αίτηση Αρ.1/2025)

 

20 Νοεμβρίου 2025

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

Αναφορικά με την καταδικαστική απόφαση στην Ποινική Υπόθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Αρ.20482/2023, ημερ.28.11.2024

 

 

Μεταξύ:

Άνθιμος Κωνσταντίνου,

Αιτητής,

ν.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Καθ΄ ης η Αίτηση

____________________

 

Ε. Μάνουλος για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Π. Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

_____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022, Ν.145(Ι)/2022,  παραχωρήθηκε από 1.7.2023[1] νέα δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 9(3)(δ)[2] να «αποφασίζει για την επανεκδίκαση από το Εφετείο ή από το πρωτόδικο δικαστήριο ποινικής δικαιοδοσίας, αναλόγως της περιπτώσεως, εκδικασθείσας ποινικής υπόθεσης για την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση, είτε σε πρώτο βαθμό και τελεσίδικα είτε κατ’ έφεσιν, επί τη βάσει νέων στοιχείων ή γεγονότων, τα οποία κατά την κρίση του ενδεχομένως να ανατρέπουν, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση».

 

Η παρούσα είναι η πρώτη αίτηση που καταχωρίστηκε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας αυτής, σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη της ισχύος των σχετικών τροποποιήσεων.

Ο Αιτητής αντιμετώπιζε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού αριθμό κατηγοριών με κυριότερες τις κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 έως 2020, τις οποίες και παραδέχτηκε.  Την 24.11.2024 του επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή της φυλάκισης των 13 ετών.  Ο Αιτητής δεν εφεσίβαλε την ποινή που του επιβλήθηκε.

 

Ο Αιτητής ήταν ο κατηγορούμενος 1 στην υπόθεση.  Ο συγκατηγορούμενος του, κατηγορούμενος 2, είχε σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας παραδεχτεί και αυτός αριθμό κατηγοριών, κατά παράβαση των ιδίων νόμων, και του είχαν επιβληθεί, την 26.2.2024, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή της φυλάκισης των 12 ετών.

 

Το παράπονο του Αιτητή είναι ότι μετά που επιβλήθηκε στον ίδιο ποινή, ο συγκατηγορούμενος του θεάθηκε από μέλη της οικογένειας του (του Αιτητή) να κυκλοφορεί ελεύθερος.  Ο δικηγόρος του Αιτητή, στο στάδιο που αγόρευε για μετριασμό της ποινής του, είχε αναφέρει ότι είχε πληροφόρηση ότι, μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης του Αιτητή, ο κατηγορούμενος 2 θα αφηνόταν ελεύθερος, αλλά ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα είχε δηλώσει ότι δεν υφίστατο τέτοια συμφωνία σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2 και απέρριψε τον ισχυρισμό του δικηγόρου του Αιτητή.

 

Είναι η θέση του Αιτητή ότι στην περίπτωση που κατά την επιμέτρηση της ποινής του, λαμβανόταν υπόψη ότι ο συγκατηγορούμενος του θα αφήνετο ελεύθερος, η ποινή που θα επιβαλλόταν στον ίδιο θα ήταν μικρότερη.  Προέκυψαν, δηλαδή, νέα στοιχεία και γεγονότα τα οποία ενδεχομένως να ανατρέπουν την απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το εύρος της ποινής που του επέβαλε.

 

Στην ένσταση που καταχώρισε ο Γενικός Εισαγγελέας, υποστηρίζεται με σχετικές ένορκες δηλώσεις ότι ο κατάδικος (κατηγορούμενος 2) εκτίει κανονικά την ποινή του και ότι ουδέποτε του χορηγήθηκε άδεια εξόδου, παρά μόνο, κατόπιν εγκρίσεως, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, μεταφέρθηκε εκτός φυλακών με συνοδεία, σε προγραμματισμένες επισκέψεις σε ιατρούς.

 

Προέχει, όμως, η εξέταση ζητήματος δικαιοδοσίας, που εγείρεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, κατά πόσο δηλαδή η περίπτωση καλύπτεται από το νόμο, εφόσον δεν αφορά εκδικασθείσα ποινική υπόθεση στην οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση, αφού ο Αιτητής είχε παραδεχτεί τις κατηγορίες στις οποίες του επιβλήθηκε η ποινή.

 

Για να ασκήσει το Ανώτατο Δικαστήριο την εξουσία του δυνάμει του άρθρου 9(3)(δ) και να αποφασίσει «για την επανεκδίκαση», προϋπόθεση είναι ότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί εκδίκαση.  Η επανεκδίκαση θα πρέπει να είναι «εκδικασθείσας ποινικής υπόθεσης», στην οποία «εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση».

 

Η λέξη «εκδικάζεται» ή «εκδικάστηκε» χρησιμοποιείται πολλές φορές για να υποδηλώσει ότι μια ποινική υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη ή αποπερατώθηκε, ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτό γίνεται ή έγινε.  Ακόμη, χρησιμοποιείται η λέξη «καταδικάστηκε» σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε σε κάποιον, «ο Α. καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση», ανεξάρτητα του κατά πόσο είχε ομολογήσει ενοχή ή κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροάσεως και του επιβλήθηκε ποινή.  Ωστόσο, αυτό που ενδιαφέρει είναι η σημασία των λέξεων στο πλαίσιο του νόμου που ρυθμίζει την ποινική διαδικασία, με ιδιαίτερη μνεία στη φράση «για την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση».

 

Στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.155, αναφέρεται στο άρθρο 68(1) ότι:

 

«Αν ο κατηγορούμενος ομολογήσει ενοχή και το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι αυτός αντιλήφθηκε το χαρακτήρα της απάντησης του, αυτό προχωρεί ωσάν ο κατηγορούμενος να είχε καταδικαστεί με απόφαση του Δικαστηρίου».

 

 

Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο, πέραν του να ικανοποιηθεί ότι ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε το χαρακτήρα της ομολογίας ενοχής του, δεν ασκεί άλλη δικαστική κρίση.  Ούτε βέβαια εκδίδει καταδικαστική απόφαση.  Απλά προχωρεί στη διαδικασία με τον ίδιο  τρόπο, όπως στην περίπτωση που θα είχε κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο με καταδικαστική απόφαση.  Διακρίνονται οι δύο περιπτώσεις, η ομολογία ενοχής και η καταδικαστική απόφαση.  Όπως θα δούμε πιο κάτω, με αναφορά στα άρθρα 132, 133 και 135 του Κεφ.155, υπάρχει η έννοια της καταδίκης στη βάση ομολογίας, διακριτή όμως από την καταδίκη στη βάση απόφασης.

 

Επιχειρηματολόγησε ο Αιτητής ότι στο άρθρο 68(1) «ο νομοθέτης εξομοιώνει ρητώς τη διαδικασία της παραδοχής με την πλήρη καταδίκη επί της ουσίας».  Είναι ορθό ότι η διαδικασία που ακολουθείται είναι σχεδόν η ίδια, είτε ο κατηγορούμενος παραδεχτεί, είτε καταδικαστεί μετά από ακρόαση (στην τελευταία περίπτωση δεν απαγγέλλονται γεγονότα, τα οποία προκύπτουν από την καταδικαστική απόφαση) ωστόσο στην περίπτωση παραδοχής δεν εκδίδεται καταδικαστική απόφαση, αλλά το Δικαστήριο προχωρεί «ωσάν ο κατηγορούμενος να είχε καταδικαστεί με απόφαση του Δικαστηρίου».  (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Η κρίση ενοχής με απόφαση προβλέπεται στο άρθρο 47 του Κεφ.155, που, στην έκταση που εδώ αφορά, προνοεί ότι:

 

«Τηρουμένων των εξουσιών αναβολής της ακροαματικής διαδικασίας υπόθεσης όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό, κάθε Δικαστήριο, κατά τη δίκη οποιουδήποτε προσώπου, είτε αθωώνει αυτό και για αυτό το απαλλάσσει είτε το καταδικάζει και επιβάλλει σε αυτό τέτοια ποινή όπως προβλέπεται από το νομοθέτημα δυνάμει του οποίου καταδικάζεται και όπως απαιτούν τα περιστατικά της υπόθεσης:».

 

 

Η αναφορά στο άρθρο 47 «κατά τη δίκη οποιουδήποτε προσώπου», με αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή του κατηγορούμενου ή την καταδίκη του, παραπέμπει στην ακροαματική διαδικασία η οποία περιγράφεται στο άρθρο 74, με κύριο γνώρισμα την προσαγωγή μαρτυρίας, κατά κύριο λόγο με την κλήση μαρτύρων.

 

Είναι σαφές από τον τίτλο της Αίτησης, αλλά και το περιεχόμενο και την επιχειρηματολογία επί της ουσίας του παραπόνου του Αιτητή, ότι αυτή αναφέρεται στην απόφαση ημερ.28.11.2024 με την οποία του επιβλήθηκε ποινή.  Και τούτο παρά το ότι επιχειρηματολογεί ότι η καταδικαστική εναντίον του απόφαση «περιλαμβάνει την αποδοχή της παραδοχής του από το Δικαστήριο, τη διαπίστωση ενοχής, την καταδίκη και την επιβολή ποινής».  Άλλωστε, η Αίτηση του δεν αγγίζει την ενοχή του στα αδικήματα για τα οποία του επιβλήθηκε ποινή, την οποία ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση.

 

Η έννοια της καταδίκης ως το στάδιο που σηματοδοτεί την ενοχή του κατηγορούμενου προσώπου, διακριτό από το επόμενο στάδιο της επιβολής της ποινής, αναδύεται και από τις διατάξεις των άρθρων 132 και 133 του Κεφ.155, που αφορούν στο δικαίωμα καταχώρισης έφεσης, κατά της καταδίκης ή και εναντίον της ποινής.  Επίσης από τις πρόνοιες του άρθρου 135 του Κεφ.155, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα έφεσης μετά από ομολογία ενοχής,  ότι:

 

«Πρόσωπο το οποίο βρέθηκε ένοχο και καταδικάστηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο βάσει ομολογίας ενοχής δικαιούται μόνο να ζητήσει άδεια για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-

 

(α) κατά της ποινής εκτός αν η ποινή είναι καθορισμένη από το νόμο

 

(β) κατά της καταδίκης για το λόγο ότι τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στο Κατηγορητήριο ή το Κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο τα οποία αυτός παραδέχτηκε δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα».

 

 

   Καθοριστική είναι η φράση «καταδικαστική απόφαση» στο άρθρο 9(3)(δ) των Νόμων.  Καταδικαστική απόφαση δεν είναι η απόφαση επιβολής ποινής.  Καταδικαστική απόφαση είναι η απόφαση που εμπεριέχει την κρίση του Δικαστηρίου, στη βάση των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη, περιλαμβανομένων τυχόν παραδεκτών γεγονότων, ως προς το κατά πόσο το κατηγορούμενο πρόσωπο διέπραξε οιοδήποτε από τα αδικήματα που του καταλογίζονται με το κατηγορητήριο.  

 

Καταλήγουμε ότι η αναφορά στο άρθρο 9(3)(δ) των Νόμων σε περίπτωση «εκδικασθείσας ποινικής υπόθεσης για την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση», καθορίζει ότι η δικαιοδοσία του αφορά και καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας.  Ουσιαστικά με την αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(δ)  τίθεται υπό αμφιβολία η ορθότητα «εν όλω ή εν μέρει» της κρίσης του Δικαστηρίου αναφορικά με την ενοχή του κατηγορούμενου.  Όχι γιατί ήταν εσφαλμένη στη βάση των δεδομένων που είχαν παρουσιαστεί κατά τη δίκη, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης, αλλά στη βάση «νέων στοιχείων ή γεγονότων», δηλαδή στοιχείων ή γεγονότων που δεν είχαν παρουσιαστεί κατά τη δίκη. 

 

Το άρθρο 9(3)(δ) αναφέρεται και σε επανεκδίκαση από το Εφετείο, ενδεχομένως για να καλύψει την περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος είχε αθωωθεί και απαλλαχτεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε ένοχος κατ’ έφεση, οπόταν η καταδικαστική απόφαση είναι του Εφετείου, στη βάση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης πρωτόδικα.  Η πτυχή αυτή του άρθρου 9(3)(δ) δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει περισσότερο ενόψει των δεδομένων της ενώπιον μας Αίτησης.

 

Καταλήγουμε ότι το άρθρο 9(3)(δ) των Νόμων δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως του Αιτητή, όπου υπήρξε ομολογία ενοχής και δεν εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της Αίτησης και ότι ο Αιτητής εκτίει μακροχρόνια ποινή φυλάκισης, δεν θα προβούμε σε διαταγή εξόδων.

 

 

 

 

 

                                                               Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                               Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 

                                                               Ε. Εφραίμ, Δ.



[1]    Βλ. τον περί Απoνoμής της Δικαιoσύνης (Πoικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Νόμο του 2022, Ν. 223(Ι)/2022.

[2]    Σήμερα οι περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμοι του 1964 έως 2025.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο