ANDREW-LEWIS PARTON κ.α. v. MAΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΜΟΥ ΤΟΦΑΡΙΔΗ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 303/2015, 18/11/2025
print
Τίτλος:
ANDREW-LEWIS PARTON κ.α. v. MAΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΜΟΥ ΤΟΦΑΡΙΔΗ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 303/2015, 18/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                      ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 303/2015

 

 

18 Νοεμβρίου, 2025

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    ANDREW-LEWIS PARTON

2.    MARK BLADON

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1 & 2/

Διά ανταπαιτήσεως Ενάγοντες

 

ν.

 

1.    MAΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

          ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΜΟΥ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                 2.   ΜΑΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                 3.   ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΟΦΑΡΙΔΗΣ

                                                                   Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες/ Διά ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 306/2015

 

 

1.    MAΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

          ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΜΟΥ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                 2.   ΜΑΡΙΑ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                 3.   ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΟΦΑΡΙΔΗΣ

                                                                             Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1 & 2/

Διά ανταπαιτήσεως Ενάγοντες

.

ν.

 

1.    ΓΕΩΡΓΙΑ Κ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ  

      ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ή

      ΤΤΟΟΥΛΗ ΚΥΝΗΓΟΣ

2.   ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

      ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΓΙΑΤΖΙΗ

      ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΩΣ ΝΟΜΙΜΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΩΝ

      ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ή

      ΤΤΟΟΥΛΗ ΚΥΝΗΓΟΣ

Εφεσίβλητοι//Ενάγοντες/

Διά ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 307/2015

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων/Εναγόμενος 6

ν.

 

1.    MAΡΙΑΣ ΤΟΦΑΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

          ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΜΟΥ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                2.   ΜΑΡΙΑΣ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                3.   ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΦΑΡΙΔΗ

                                                                             Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

-------------------------

Πολ.Έφ 303/15

Α. Λύτρας για Μ. Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσείοντες

Κ. Χατζηϊωάννου, για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για εφεσίβλητους

 

Πολ. Έφ. 306/15

Κ. Χατζηϊωάννου, για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για εφεσείοντες

Κ. Μουτσουρής, για εφεσίβλητους αρ. 1

 

Πολ. Έφ. 307/15

Δ. Παπαμιλτιάδους (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσείοντα

Κ. Χατζηϊωάννου., για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για εφεσίβλητους

--------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από τον  Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι υπό εξέταση τρεις πολιτικές εφέσεις, καταχωρίστηκαν από τα διάδικα μέρη στην αγωγή αρ. 1047/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου και συνεκδικάστηκαν. Προσβάλλουν από διάφορες απόψεις, την απόφαση του Προέδρου που την εξεδίκασε, αναλόγως του ποιος είναι ο εφεσείων και πώς θεωρεί ότι επηρεάζεται από αυτή, δυσμενώς.  Η αγωγή προέκυψε ως αποτέλεσμα της κατάστασης που δημιουργήθηκε το 1974 εξαιτίας της τουρκικής εισβολής, ειδικά, σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στην κατεχόμενη πόλη και την επαρχία της Αμμοχώστου, καθώς, επίσης, του ελεύθερου μέρους αυτής.  Ανάλογη κατάσταση δημιουργήθηκε σε σχέση και με την ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στην πόλη και την επαρχία της Κερύνειας. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε, πλέον, πρόσβαση στα κτηματολογικά γραφεία των εν λόγω πόλεων, τα οποία και καταργήθηκαν, προς το σκοπό αντιστοίχισης των καταγραφών στα ευρισκόμενα σε αυτά κτηματικά αρχεία, με τις ακίνητες ιδιοκτησίες εντός των ορίων των πιο πάνω επαρχιών. Εξού και η θέσπιση του περί Επαρχιακών Κτηματολογικών Γραφείων Αμμοχώστου και Κερύνειας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1984, Ν.44/1984, όπως έχει τροποποιηθεί, ο Νόμος 44/1984, με τον οποίο τούτο κατέστη δυνατό.

 

Συγκεκριμένα, με τον πιο πάνω νόμο εξουσιοδοτήθηκε ο Διευθυντής του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο Διευθυντής, να διατάξει την ετοιμασία και υιοθέτηση νέων αρχείων σε σχέση με τις ακίνητες ιδιοκτησίες που βρίσκονται εντός των πιο πάνω επαρχιών, (άρθρο 4).  Τούτο επιτεύχθηκε μέσω της προβλεφθείσας σε αυτόν διαδικασίας.  Το αποτέλεσμα ήταν η έκδοση από το Διευθυντή, πιστοποιητικού εγγραφής για κάθε τέτοια ιδιοκτησία, με την επιφύλαξη ότι, «Οιονδήποτε πιστοποιητικόν εγγραφής εκδιδόμενο υπό του Διευθυντού επί τη βάσει του άρθρου τούτου, είναι προσωρινό και θα αποτελεί κατά τεκμήριο τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου, εν σχέσει προς το οποίο εξεδόθη», άρθρο 10(3).  Περαιτέρω, προβλέφθηκε ότι, σε σχέση με τα ακίνητα αυτά θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί  Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, και του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965, καθώς, επίσης, οι διατάξεις οποιωνδήποτε άλλων νόμων αφορώντων σε ακίνητη ιδιοκτησία, (άρθρο 11). Όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, οι πιο πάνω πρόνοιες επέτρεψαν την  αγοραπωλησία ακινήτων, γεγονός που συνέβαλε και στη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της επαρχίας της ελεύθερης Αμμοχώστου.

 

Η βασική διαφορά στην πιο πάνω αγωγή, αποκαλύφθηκε εξαιτίας συγκεκριμένης συναλλαγής αγοράς ακίνητης ιδιοκτησίας, στην οποία δύο άγγλοι, οι εναγόμενοι 1 και 2 και εξ ανταπαιτήσεως ενάγοντες σε σχέση με όλους τους άλλους διάδικους, είχαν προβεί από τους εναγόμενους 4 και 5.  Επρόκειτο για  το ακίνητο υπ’  αρ. εγγραφής [   ], φύλλο/σχέδιο [   ], τμήμα [   ], τεμάχιο [   ] που αφορούσε σε χωράφι, το ακίνητο, ευρισκόμενο εντός των ορίων του Δήμου Παραλιμνίου.  Όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, από το 1958 αποτελούσε ιδιοκτησία της ενάγουσας  Αναστασίας Σίμου Τοφαρίδη, η οποία το 1987 επιχείρησε να το μεταβιβάσει στα παιδιά της, ενάγοντες 2 και 3, ανά ½ μερίδιο.  Η μεταβίβαση δεν ολοκληρώθηκε. Είχε διαπιστωθεί από το οικείο κτηματολογικό γραφείο ότι το ακίνητο ήταν διαφιλονικούμενο καθότι διεκδικείτο από την περιουσία του αποβιώσαντα, πριν από πολλά χρόνια, Μιχαήλ Χριστοδούλου, άλλως Ττοουλή Κυνηγό. Στη συνέχεια, το 1994, αυτό δηλώθηκε από την εγγονή του τελευταίου, εναγόμενη 3, δυνάμει των σχετικών προνοιών του Νόμου 44/1984,  ότι αποτελούσε ιδιοκτησία του. Σε τούτο φαίνεται να συνέβαλε το γεγονός ότι το ακίνητο εφάπτετο κτημάτων του Μιχαήλ Χριστοδούλου και τύγχανε γεωργικής εκμετάλλευσης από μέλη της οικογένειας του.

 

Δεδομένης της πιο πάνω κατάστασης πραγμάτων σε σχέση με το ακίνητο, το 1999 οι εναγόμενοι 4 και 5, ενεργώντας υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου, πώλησαν το ακίνητο στους εναγόμενους 1 και 2 και διένειμαν το προϊόν της πώλησης στους κληρονόμους του.  Οι εναγόμενοι 1 και 2 το ανέπτυξαν οικοδομικά, με την κατασκευή σε αυτό δύο κατοικιών.  Στην πορεία, όμως, αποκαλύφθηκε ότι το ακίνητο ανήκε στην Αναστασία και ότι από λάθος είχε δηλωθεί ως ιδιοκτησία του Μιχαήλ Χριστοδούλου, συνεπεία των προαναφερθεισών συνθηκών ως προς την εκμετάλλευσή του.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώριση, στις 10.10.2008, της προαναφερθείσας αγωγής, αρχικά από την Αναστασία, προσωπικά.  Μετά το θάνατό της ανέλαβε την προώθηση της η ενάγουσα 1, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της, ενώ η ίδια απαιτούσε και προσωπικά, όπως και ο ενάγοντας 3, υπό την ιδιότητα τους ως κληρονόμοι της.  Συγκεκριμένα, ζητούσαν την έκδοση δηλωτικής απόφασης με την οποία να αναγνωριζόταν το πιο πάνω ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου.  Συγχρόνως, ζητούσαν την έκδοση διατάγματος το οποίο να ακύρωνε την εγγραφή στο όνομα των εναγομένων 1 και 2, καθώς, επίσης, διαταγή για την επανεγγραφή του ως μέρος της περιουσίας της Αναστασίας και παρεμπόδιση τους να επεμβαίνουν σε αυτό. 

 

Για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, κατηύθυναν τις απαιτήσεις τους εναντίον διαφόρων προσώπων, όπως θεώρησαν αναγκαίο, πρωτίστως, των εναγομένων 1 και 2, ως των τελικών ιδιοκτητών του ακινήτου, δυνάμει αγοράς, ως έχει προαναφερθεί. Δευτερευόντως, εναντίον της εναγομένης 3, η οποία είχε δηλώσει το ακίνητο ως μέρος της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου, δυνάμει του Ν. 44/1984, αν και τελικώς  εγκαταλείφθηκε σε σχέση με αυτή λόγω μη επίδοσης, και τέλος εναντίον των εναγομένων 4 και 5 προσωπικά και ως διαχειριστών της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου, των πωλητών του ακινήτου στους εναγομένους 1 και 2.  Επιπρόσθετα, στο κλητήριο ένταλμα περιέλαβαν και τον Γενικό Εισαγγελέα εκ μέρους της Δημοκρατίας, ως εναγόμενο 6, προφανώς για το λόγο ότι η διαφορά σχετιζόταν με διαδικασίες του Κτηματολογίου.  Σημειώνεται, πως παρά τη συμπερίληψη στο κλητήριο ένταλμα και των εναγομένων 3, 4, 5 και 6, δεν ζητείτο από την Αναστασία και στη συνέχεια τη διαχειρίστρια της περιουσίας της, ενάγουσα 1, οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με αυτούς.  Από την πλευρά τους, οι εναγόμενοι 1 και 2, πέραν της υπεράσπισης τους στην πιο πάνω απαίτηση, οι ίδιοι ανταπαίτησαν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, εναγομένου 6, αποζημιώσεις για αμέλεια που επέδειξαν οι λειτουργοί του Κτηματολογίου, ώστε να καταλήξει να εγγραφεί το ακίνητο στο όνομα τους, καθώς, επίσης, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο τυχόν να απέδιδε προς όφελος τους. 

 

Δεδομένων των πιο πάνω εκατέρωθεν απαιτήσεων και υπερασπίσεων, βεβαίως, διεξήχθη ακρόαση, κατά την οποία προσφέρθηκε μαρτυρία δια ζώσης ενώ κατατέθηκε και σωρεία εγγράφων. Τα πιο πάνω αναφερθέντα γεγονότα προέκυψαν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και αποτελούν μέρος των ουσιωδών ευρημάτων του Δικαστηρίου.  Αυτά καθόριζαν, συγχρόνως, τη φύση της υπό εξέταση απαίτησης της Αναστασίας και ειδικά, ότι αποτελούσε ιδιοκτησιακή διαφορά, η οποία ορθώς εξετάστηκε στο πλαίσιο αγωγής, όπως επιτάσσει η σχετική νομολογία, (βλ. Δ/ντής Τμημ. Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. Σταύρου κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 711).  Επίσης, αναδείκνυαν ότι η απαίτηση των εναγομένων 1 και 2 για αποζημιώσεις, εναντίον της Δημοκρατίας, ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου 44/1984.  

 

Σε συνάρτηση με την εξέταση που ακολουθεί, πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της απόφασής του, διαπίστωσε πως οι ενάγοντες 2 και 3 δεν είχαν, προσωπικά, αγώγιμο δικαίωμα στην υπόθεση και έτσι η απαίτηση τους απερρίφθη.  Επομένως, η απόφαση του σε σχέση με την πλευρά αυτή, αφορούσε μόνο την ενάγουσα 1.  Επίσης, διαπίστωσε πως δεν αποδείχθηκε η εναγόμενη 3 να είχε ενεργήσει δόλια κατά την υποβολή της δήλωσης, δυνάμει του Νόμου 44/1984, που οδήγησε στην εγγραφή του ακινήτου, ως μέρος της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου.  Τέλος, αποφάσισε πως και οι εναγόμενοι 4 και 5, διαχειριστές της περιουσίας του εν λόγω αποβιώσαντος, ουδέποτε έλαβαν γνώση της προαναφερθείσας δήλωσης ιδιοκτησίας.  Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται, συναφώς, πως όταν σε κάποιο στάδιο απεβίωσε ο εναγόμενος 5, τη θέση του, με την ίδια αρίθμηση, κατέβαλε ο Πρωτοκολλητής του εν λόγω Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως διαχειριστής, pendente lite.  

 

Το Δικαστήριο, αιτιολογώντας την απόφαση του, στη βάση των ευρημάτων του, ανωτέρω, παρατήρησε πως ενώπιον του είχε το πρωτότυπο του τίτλου ιδιοκτησίας που εκδόθηκε το 1958 και συνιστούσε, ορθώς, κατά την άποψη του, τεκμήριο ότι το ακίνητο αποτελούσε ιδιοκτησία της Αναστασίας.  Στη βάση της συλλογιστικής αυτής, ανέφερε στις σελίδες 42 έως 43 της απόφασής του και το εξής:  «Δεν βρίσκω λόγο γιατί τα αδιαμφισβήτητα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Αναστασίας θα πρέπει να μετατραπούν σε χρήμα και να εκτοπισθούν προς όφελος προσώπων στη θέση των Εναγομένων 1 και 2.  Εφόσον τίθεται ζήτημα αποζημίωσης με παραμέτρους που αφορούν την υπαιτιότητα που μπορεί να έχει το πρόσωπο στο δόλο ή λάθος που διαπιστώθηκε, δεν βρίσκω δικαιολογία στην προτίμηση της πλευράς του καλή τη πίστη και έναντι ανταλλάγματος αγοραστή έναντι της πλευράς του νόμιμου εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη που, εξ αντικειμένου, δεν μπορεί να σχετίζεται με τον υπαίτιο δόλο.»

 

Επομένως, το Δικαστήριο, μη έχοντας οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το ακίνητο αποτελούσε ιδιοκτησία της Αναστασίας, διέταξε την ακύρωση της εγγραφής του στα ονόματα των εναγομένων 1 και 2 και την επανεγγραφή του ως μέρος της περιουσίας της, αφού αυτή είχε αποβιώσει, στο μεταξύ.  Έτσι έδωσε προτεραιότητα στο εν λόγω ιδιοκτησιακό δικαίωμα της Αναστασίας.  Σημειώνεται πως, η πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά στο πλαίσιο των εφέσεων που έχουν καταχωριστεί.  Συγχρόνως, αφού εξέτασε την ανταπαίτηση των εναγομένων 1 και 2,  επεδίκασε προς όφελος τους και εναντίον της Δημοκρατίας αποζημιώσεις ύψους €63.336,98, όπως αυτές είχαν προκαθοριστεί, πλέον νόμιμο τόκο.  Συνίσταντο από διάφορα ποσά που αυτοί είχαν καταβάλει στους εναγόμενους 4 και 5, ως διαχειριστές της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου, για την αγορά από αυτούς του ακινήτου.  Το Δικαστήριο, έκρινε ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ήταν τα αναίτια μέρη των συνεπειών της δήλωσης, ανωτέρω, που είχε καταθέσει η εναγόμενη 3 και στη βάση αυτή, επεδίκασε υπέρ  τους και εναντίον της Δημοκρατίας το πιο πάνω ποσό, κατ’  εφαρμογή, του άρθρου 12(α) και (β)[1] του πιο Νόμου 44/1984.  Τούτο προβλέπει, μεταξύ άλλων ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως εγγραφής, μεταβίβασης ακινήτου η οποία επιτεύχθηκε από λάθος και το επηρεαζόμενο πρόσωπο υπέστη ζημιά λόγω της τέτοιας ακυρώσεως, το πρόσωπο αυτό δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο προς το σκοπό έκδοσης αποφάσεως, κατά πόσο έχει δικαίωμα σε αποζημίωση και για τον καθορισμό της.  Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο, αποφάσισε τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή της υπόθεσης προς όφελος των εναγομένων 1 και 2 και σε βάρος της Δημοκρατίας.

 

Η Δημοκρατία, ουσιαστικά, είναι το μόνο χαμένο μέρος στην υπόθεση αυτή, ενώ το Δικαστήριο απένειμε στα επιτυχόντα μέρη, δηλαδή στην ενάγουσα 1 υπό την πιο πάνω ιδιότητα της και στους εναγόμενους 1 και 2, τις θεραπείες που αναφέρονται πιο πάνω. Τέλος, σε σχέση με τον αποβιώσαντα Μιχαήλ Χριστοδούλου, διαπίστωσε ότι το ακίνητο ουδέποτε αποτελούσε μέρος της περιουσίας του, γι’ αυτό και η αγωγή εναντίον των εναγομένων 4 και 5, υπό την πιο πάνω ιδιότητά τους, απερρίφθη.  Το Δικαστήριο εξέδωσε, συγχρόνως, τις ανάλογες διαταγές για τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών.

 

Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, πλην των εναγομένων 4 και 5, καταχώρισαν έφεση, γι’  αυτό και οι υπό εξέταση εφέσεις είναι τρεις, ενώ στην πρώτη και στην τρίτη, αριθμητικά, υπάρχει και αντέφεση, εκ μέρους της περιουσίας της Αναστασίας, αντιπροσωπευόμενης από τη διαχειρίστρια της, ενάγουσα 1.  Η πιο πάνω αριθμητική σειρά είναι, βέβαια, τυχαία.  Επομένως, παίρνοντας τις εφέσεις με τη σειρά που οι εφεσείοντες είχαν ως διάδικοι την αγωγή, εξετάζεται πρώτα η Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2015 της ενάγουσας 1, με την οποία προβάλονται δύο λόγοι. Με τον πρώτο λόγο γίνεται εισήγηση ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 4 και 5, διαχειριστών της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου.  Προσθέτουν δε ότι, η απόρριψη της συνιστούσε επιβράβευση τους, καθότι ήταν  αυτοί που πώλησαν το ακίνητο, ιδιοκτησία της Αναστασίας, στους εναγόμενους 1 και 2.    Εκ των πραγμάτων η θέση, ανωτέρω, εκ μέρους της ενάγουσας 1, δεν είναι ορθή. Το Δικαστήριο διαπίστωσε, δικαιολογημένα, πως οι εν λόγω εναγόμενοι, εφεσίβλητοι, δεν γνώριζαν ότι το ακίνητο, κατά τον ουσιώδη χρόνο της πώλησης του, δεν αποτελούσε μέρος της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου.  Απέκλεισε να είχε τέτοια γνώση ακόμα και η εναγόμενη 3, η οποία προέβη στη δήλωση για να καταχωριστεί το ακίνητο στο νέο κτηματικό αρχείο, ως μέρος της περιουσίας του εν λόγω αποβιώσαντος.   

 

Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή σε σχέση με τους εναγόμενους 4 και 5, ουδόλως επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα της Αναστασίας στο ακίνητο. Καμιά άλλη πλευρά, άλλωστε, δεν αμφισβήτησε την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, ορθώς, απέρριψε την αγωγή, σε σχέση τους εναγόμενους 4 και 5, διαπιστώνοντας, συγχρόνως, με βάση τα ευρήματα του ότι, ουσιαστικά,  δεν ήταν και αναγκαίοι διάδικοι, για συμπερίληψη τους σε αυτή.  Επομένως, δικαιολογείτο και η διαταγή για τα έξοδα υπέρ της εναγομένης 4 και εναντίον της ενάγουσας 1, υπό την πιο πάνω ιδιότητα της.  Ειδικά, αφού δεν απεδείχθη και η δικογραφημένη θέση της τελευταίας για υπαιτιότητα της εναγομένης 4, στη βάση αμέλειας, σε σχέση με τη δήλωση του ακινήτου ως μέρος της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου.  Η τελευταία πιο πάνω πτυχή, αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, ώστε και οι δύο λόγοι να κρίνονται ανεδαφικοί, γεγονός που οδηγεί στην απόρριψη της έφεσης, στο σύνολο της. 

 

Όσον αφορά την Πολιτική Έφεση 303/2015 εκ μέρους των εναγομένων 1 και 2, αυτή περιορίστηκε δραστικά.  Από τους 12 λόγους έφεσης αποσύρθηκαν οι έξι και παρέμειναν οι υπόλοιποι.  Ειδικά,  με τους λόγους 1 και 2, προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε θέμα συνταγματικότητας του άρθρου 14 του Νόμου 44/1984, με αναφορά στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, μάλιστα, όταν τούτο δεν είχε δικογραφηθεί από οποιοδήποτε διάδικο μέρος. Είναι, όμως, γεγονός ότι η εν λόγω εξέταση δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση στην απόφαση του.   Το Δικαστήριο, τελικώς, ενέκρινε την ανταπαίτηση των εναγομένων 1 και 2  εναντίον της Δημοκρατίας, ως εναγόμενου 6, στη βάση των προνοιών του άρθρου 12 του προαναφερθέντος νόμου και επεδίκασε αποζημιώσεις  προς όφελος τους και εναντίον της, όπως έχει ήδη αναφερθεί.  Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι άνευ αντικειμένου, οπότε η  εξέταση τους θα ήταν επί ματαίω.

 

Με τους επόμενους δύο λόγους, 7 και 8, προσβάλλονται τα διατάγματα του Δικαστηρίου  για κατεδάφιση των κατοικιών που οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν ανεγείρει εντός του ακινήτου, καθώς, επίσης, η διαταγή με την οποία τους απαγορευόταν να εισέρχονται σε αυτά.  Από τη στιγμή, όμως, που αυτοί ουδέποτε αμφισβήτησαν την απόφαση του Δικαστηρίου ότι το ακίνητο αποτελεί ιδιοκτησία της περιουσίας της Αναστασίας, χωρίς να αναγνωρίζεται σε αυτούς οποιοδήποτε δικαίωμα κατοχής ή χρήσης του, η διαταγή για κατεδάφιση των κατοικιών και η παρεμπόδιση τους να εισέρχονται σε αυτό, αποτελεί διαταγή που εκδόθηκε ως εκ των ων  ουκ άνευ, ακριβώς, για τη διασφάλιση του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας της Αναστασίας, στο ακίνητο.

 

Όσον αφορά το λόγο έφεσης 10, προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία οι εναγόμενοι 1 και 2 καταδικάστηκαν στα έξοδα σε σχέση με την ανταπαίτηση τους, εναντίον της ενάγουσας 1.  Είναι, όμως, γεγονός ότι η συγκεκριμένη ανταπαίτηση των εναγομένων 1 και 2, δικαιολογημένα απερρίφθη, αφού δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόδειξη, η Αναστασία και στην πορεία η ενάγουσα 1, να παρέστησαν οτιδήποτε προς αυτούς όσον αφορά την ιδιοκτησία του ακινήτου και δη ότι τούτο αποτελούσε μέρος της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου.  Ειδικά η Αναστασία δεν γνώριζε ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν αγοράσει το ακίνητο από τους εναγόμενους 4 και 5, όταν η πράξη αυτή λάμβανε χώρα.  Επομένως, αφού δεν δικαιολογείτο η ανταπαίτηση εναντίον της Αναστασίας και στη συνέχεια εναντίον της περιουσίας της, ορθώς, οι εναγόμενοι 1 και 2 καταδικάστηκαν στα έξοδα προς όφελος της.

 

Τέλος με το λόγο έφεσης 11, τίθεται θέμα λανθασμένης ερμηνείας από το Δικαστήριο των προνοιών του Νόμου, Κεφ. 224 και του Νόμου 44/1984.  Ουδεμία αναφορά γίνεται, ωστόσο, είτε στο σώμα του λόγου αυτού, είτε στην αιτιολογία που τον υποστηρίζει, ως προς το σκοπό που θα εξυπηρετούσε η εξέταση της προβαλλόμενης θέσης, ανωτέρω.  Για την ακρίβεια, ο συγκεκριμένος λόγος χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία, στερούμενος οποιουδήποτε περιεχομένου.  Επομένως, κανένας από τους πιο πάνω λόγους έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει. 

 

Με την αντέφεση προβάλλονται εκ μέρους της ενάγουσας 1, επτά λόγοι σε σχέση με επί μέρους θέματα και πτυχές της υπόθεσης που σχετίζονταν με τους εναγόμενους 1 και 2.  Συγκεκριμένα, υποβάλλονται οι ακόλουθες επιμέρους θέσεις: ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν προέβη σε ευρήματα ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 γνώριζαν πως το ακίνητο διεκδικείτο από την ενάγουσα 1 και ότι ενήργησαν δόλια για την απόκτηση του, (λόγοι 1 και 3), ότι εσφαλμένα δεν ακύρωσε τη μεταβίβαση στο όνομα τους επειδή αυτοί δεν είχαν εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που είχε θέσει το Υπουργικό Συμβούλιο προς τούτο, (λόγος 2), ότι λανθασμένα απέρριψε την προσωπική αγωγή των εναγόντων 2 και 3, (λόγος 4), ότι δεν επεδίκασε αποζημιώσεις για δαπάνες εμπειρογνωμόνων, (λόγος 5), ότι δεν αποφάσισε την επιδίκαση αποζημίωσης που τυχόν να δικαιούτο η ενάγουσα 1, προς όφελος της περιουσίας της Αναστασίας, (λόγος 6) και τέλος ότι καθοδηγήθηκε λανθασμένα όσον αφορά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, παραλείποντας να εκδώσει διαταγή τύπου Bullock, σε σχέση με τα έξοδα προς όφελος της εναγομένης 4 και εναντίον της ενάγουσας 1, (λόγος 7). 

 

Κατ’  αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου κατέληξε υπέρ της περιουσίας της Αναστασίας, εκπροσωπούμενης από την ενάγουσα 1, ώστε να ήταν αδιάφορο για την τελευταία, κατά πόσο οι εναγόμενοι 1 και 2 γνώριζαν ότι το ακίνητο αποτελούσε ιδιοκτησία της Αναστασίας.  Συγχρόνως, παραμένει το γεγονός ότι η ενάγουσα 2 προσωπικά και ο ενάγοντας 3, κληρονόμοι και οι δύο της Αναστασίας, δεν είχαν ουσιαστικό λόγο στην υπόθεση.  Ό,τι τους ενδιέφερε, προσωπικά, ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου να αποδώσει το ακίνητο στην υπό διαχείριση περιουσία της Αναστασίας, ώστε αυτοί να ωφεληθούν, πιθανόν, ως κληρονόμοι της.  Αυτή είναι η απάντηση στους πρώτο, τρίτο και τέταρτο λόγους, ανωτέρω. Όσον αφορά την τήρηση των προϋποθέσεων που είχε θέσει το Υπουργικό Συμβούλιο για την απόκτηση από τους εναγομένους 1 και 2 του ακινήτου και την αξιοποίηση του, τούτο ήταν θέμα του Υπουργικού Συμβουλίου να το εξετάσει ως το αρμόδιο προς τούτο διοικητικό όργανο του Κράτους, ώστε  ο δεύτερος λόγος, να στερείται ερείσματος.  Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται, συγκεκριμένα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέδωσε ειδικές αποζημιώσεις που αποδείχθηκαν, ήτοι δαπάνες για τον ειδικό γραφολόγο και τον εμπειρογνώμονα, εκτιμητή, μαρτυρία η οποία δόθηκε χωρίς ένσταση.  Εμφανώς, πρόκειται για γενικόλογη εισήγηση, ώστε να μην γίνεται αντιληπτό προς όφελος ποιου και σε ποιο πλαίσιο δόθηκε η εν λόγω μαρτυρία και ποιος πιθανό θα δικαιούτο να αξιώσει τις εν λόγω δαπάνες.  Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο έπρεπε να είχε προβεί σε εύρημα όσον αφορά το ύψος της αποζημίωσης που πιθανόν να δικαιούτο η περιουσία της Αναστασίας, αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα για επανεγγραφή του ακινήτου, ως μέρος της περιουσίας της. Είναι και στην περίπτωση αυτή πρόδηλο, ότι θα επρόκειτο για εντελώς αχρείαστη άσκηση, δεδομένης της έκδοσης διατάγματος για επανεγγραφή του ακινήτου, ως μέρος της περιουσίας της Αναστασίας.   

 

Τέλος, ούτε και ο έβδομος λόγος είναι δυνατό να επιτύχει.  Το θέμα των εξόδων σε σχέση με την εναγόμενη 4 έχει κριθεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2015.  Οποιαδήποτε άλλη προσέγγισή του είναι ασυμβίβαστη με ό,τι έχει ήδη λεχθεί εκεί.  Υπενθυμίζεται, ωστόσο,  ότι η προσθήκη της εναγομένης 4 ως διάδικου στην αγωγή, όπως έχει διαπιστωθεί από τα αναμφισβήτητα γεγονότα, ουδόλως δικαιολογείτο, αφού αυτή σε καμία αντιπαράθεση δεν είχε έρθει με οποιοδήποτε άλλο διάδικο στην υπόθεση· ενώ τελικώς και καμία ευθύνη δεν της έχει αποδοθεί.  Μάλιστα, σε σημείο ώστε η προσθήκη της ως εναγομένης, να ήταν εκ των πραγμάτων περιττή.

 

Η Πολιτική Έφεση Αρ. 307/2015, η τελευταία στη σειρά, υποβλήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.  Με αυτή προβάλλονται τέσσερις λόγοι έφεσης.  Με τον πρώτο λόγο τίθεται  θέμα ότι δεν ήταν αναγκαία η εξέταση από το Δικαστήριο της συνταγματικότητας του άρθρου 14 του Νόμου 44/1984 υπό το πρίσμα του Άρθρου 23 του Συντάγματος.  Είναι τούτο ορθό, αφού το Δικαστήριο, τελικώς, δεν βασίστηκε στο πιο πάνω άρθρο για την απόφαση του. Όπως έχει διαπιστωθεί και στο πλαίσιο της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 303/2015, η  διενεργηθείσα σχετικά εξέταση, δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία, ούτε είχε τελικά οποιοδήποτε ρόλο στην κατάληξη του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης να μην έχει ουσιαστικό έρεισμα για να δικαιολογείται η εξέταση του.

 

Στη συνέχεια, με το δεύτερο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δε διαπίστωσε ότι υπήρξε αμέλεια από μέρους της Αναστασίας και ειδικά όταν αυτή γνώριζε από νωρίς πως το ακίνητο, μέρος της περιουσίας της, είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου, στο πλαίσιο της δήλωσης που είχε γίνει από την εναγόμενη 3, δυνάμει του Νόμου 44/1984.  Εμφανώς, παραβλέπεται ότι το ακίνητο διεκδικήθηκε από την Αναστασία στο πλαίσιο ιδιοκτησιακής διαφοράς, όταν τούτη αποκαλύφθηκε πλήρως μετά από σχετική έρευνα.  Εν πάση περιπτώσει, δεν τίθεται και θέμα παραγραφής του ιδιοκτησιακού δικαιώματος της, όπως τούτο είχε αποκρυσταλλωθεί μέσα από την πρωτόδικη απόφαση.  Έπειτα, η κρίση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου, δεν φαίνεται να αφορά τη Δημοκρατία, η οποία ουδόλως επηρεάζεται από τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου για  αποκατάσταση της αλήθειας και των πραγμάτων, όσον αφορά την ιδιοκτησία του εν λόγω ακινήτου.  Η Δημοκρατία, προφανώς, προσετέθη ως διάδικος στην αγωγή, ώστε ο Διευθυντής να εφαρμόσει τυχόν διαταγές του Δικαστηρίου που θα τον αφορούσαν, όπως αυτή που, τελικώς, εκδόθηκε για επανεγγραφή του ακινήτου ως μέρος της περιουσίας της Αναστασίας.  

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαταγή του Δικαστηρίου να ακυρώσει την εγγραφή του ακινήτου επ’  ονόματι των εναγομένων 1 και 2 και να διατάξει την επανεγγραφή του ως μέρος της περιουσίας της Αναστασίας.    Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο διαπίστωσε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ακίνητο αποτελούσε ιδιοκτησία της Αναστασίας, και με το θάνατο της περιήλθε στην περιουσία της, η απόφαση του να το αποδώσει σε αυτήν, δικαιολογείτο πλήρως. Απέδωσε έτσι δικαιοσύνη μεταξύ της περιουσίας της Αναστασίας και των εναγομένων 1 και 2, ειδικά, με δεδομένη και την απόφαση του να επιδικάσει συμφωνηθείσες αποζημιώσεις υπέρ των τελευταίων δύο, δυνάμει του άρθρου 12 του Νόμου 44/1984.

 

Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα τής επί μέρους απόφασης του Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας, με διαταγή που εξέδωσε στις 20.10.2015.  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εξουσία του να ενεργήσει, ως ανωτέρω.  Όπως εξήγησε, ενήργησε στο πλαίσιο άσκησης διακριτικής εξουσίας για την απονομή δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο τομέα, μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.  Ουδόλως αδικήθηκε η Δημοκρατία από τη συγκεκριμένη διαταγή όταν, μάλιστα, δεν αμφισβητήθηκε εκ μέρους της, η απόφαση για την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος των εναγομένων 1 και 2, κατ’  επιταγή του άρθρου 12 του Νόμου 44/1984.  Επομένως, και η υπό εξέταση έφεση δεν είναι δυνατό να επιτύχει, στο σύνολο της.

 

Όπως έχει αναφερθεί, καταχωρίστηκε αντέφεση εκ μέρους της ενάγουσας 1 και στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής έφεσης.   Από το περιεχόμενο των τριών λόγων που καταγράφονται σε αυτή, διαπιστώνεται ότι είναι ακριβώς οι ίδιοι με τους λόγους έφεσης 5, 6 και 7 που προβάλλονται με την Πολιτική Έφεση αρ. 306/2015 και έχουν ήδη εξεταστεί. Επομένως η εκ νέου ενασχόληση μαζί τους και εδώ, καθίσταται εκ των πραγμάτων περιττή.  Επομένως, η συγκεκριμένη αντέφεση απορρίπτεται. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι τρεις εφέσεις αποτυγχάνουν και  απορρίπτονται, όπως και οι αντίστοιχες αντεφέσεις.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, υπενθυμίζεται ότι τα θέματα που ηγέρθηκαν σε αυτές ήταν συμπλεκόμενα και έτσι εξετάστηκαν συγχρόνως, στην ίδια ακρόαση.  Στην κάθε μια δε από τις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 303/2015 και 307/2015 υπήρχε και αντέφεση, η οποία απορρίφθηκε όπως προηγουμένως και η σχετική έφεση ώστε να έχουν προκύψει έξοδα και υπέρ και εναντίον και των δύο ίδιων αντιδικούντων μερών σε κάθε μια από τις εν λόγω δύο εφέσεις.  Η διαπίστωση αυτή οδηγεί δικαιολογημένα σε απόφαση για τη μη επιδίκαση εξόδων στις πιο πάνω εφέσεις και στις αντίστοιχες αντεφέσεις τους καθώς μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι τα έξοδα της κάθε έφεσης ακυρώνονται από τα έξοδα στην αντίστοιχη αντέφεση. 

 

Όσον αφορά την Πολιτική Έφεση Αρ.306/2015, αυτή απερρίφθη, ώστε να δικαιολογείται η επιδίκαση εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης, εναγομένης 4, ως διαχειρίστριας της περιουσίας του Μιχαήλ Χριστοδούλου, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500.-  πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

 

Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

/γκ



[1] 12. Τηρουμένων των προνοιών του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, όπου συμφώνως των προνοιών του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου ή του άρθρου 30 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, θα εφαρμόζωνται επιπροσθέτως και αι ακόλουθοι διατάξεις:

 

(α) Εάν λόγω της υπό του Διευθυντού ακυρώσεως οιασδήποτε εγγραφής εις το Μητρώον Εγγραφής ή ακυρώσεως οιασδήποτε εγγραφής μεταβιβάσεως ή υποθήκης ακινήτου ή εγγραφής μεταβιβάσεως υποθήκης διά τον λόγον ότι αι εν λόγω εγγραφαί, αναλόγως της περιπτώσεως, επετεύχθησαν ή εγένοντο διά δόλου ή λάθους, και υπάρχει ισχυρισμός από οιονδήποτε επηρεαζόμενον πρόσωπον ότι τούτο υπέστη ζημίαν λόγω της τοιαύτης ακυρώσεως, ή λόγω της μη ακυρώσεως συμφώνως των προνοιών του άρθρου 14 κατωτέρω, το επηρεαζόμενον τούτο πρόσωπον δύναται να αποταθή εις το Δικαστήριον προς τον σκοπόν εκδόσεως αποφάσεως κατά πόσον τούτο κέκτηται δικαίωμα αποζημιώσεως.

(β) Εάν το Δικαστήριον αποφασίση βάσει της υπαρχούσης μαρτυρίας ότι το επηρεαζόμενον πρόσωπον κέκτηται δικαίωμα αποζημιώσεως, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία υποχρεούται εις την πληρωμήν αποζημιώσεως το ύψος της οποίας καθορίζεται εις εκάστην περίπτωσιν υπό του Δικαστηρίου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο