ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ v. ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΔΑΜΟΥ ΣΕΝΕΚΚΗ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 315/2015, 316/2015, 19/11/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ v. ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΔΑΜΟΥ ΣΕΝΕΚΚΗ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 315/2015, 316/2015, 19/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ              

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 315/2015

 

19 Νοεμβρίου, 2025

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εφεσείουσα/Αποζημιούσα Αρχή

ν.

 

1.  ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΔΑΜΟΥ ΣΕΝΕΚΚΗ

                                        2.  ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

                                                               Εφεσίβλητοι

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εφεσείουσα/Αποζημιούσα Αρχή

ν.

 

                                      1.   ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

2.  ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΝΩΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

Εφεσίβλητοι

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 316/2015

 

1.  ΣΤΕΛΛΑ ΑΔΑΜΟΥ ΣΕΝΕΚΚΗ

                                         2.  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

                                                               

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εφεσίβλητη/Αποζημιούσα Αρχή

ν.

                                      1.   ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

2.  ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΝΩΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

Εφεσείοντες

ν.

                                                               

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εφεσίβλητη/Αποζημιούσα Αρχή

Αντ. Μελάς, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα στην Π.Ε. 315/2015 και εφεσίβλητη στην Π.Ε. 316/2015

Κ. Ευαγγέλου (κα) για Χρίστος Πουτζιουρής & Σία ΔΕΠΕ και για Δειλινός & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους στην 315/2015 και εφεσείοντες στην 316/2015

--------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.  Στις 15.4.2005, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης τεσσάρων τεμαχίων γης, ευρισκομένων εντός των ορίων της κοινότητας Λιβαδιών, όπως ήταν τότε, της επαρχίας Λάρνακας. Ένα χρόνο μετά, στις 12.4.2006, εκδόθηκε και το σχετικό διάταγμα για την απαλλοτρίωση τους.    Η όλη διαδικασία διεξήχθη, δυνάμει των προνοιών του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/1962, όπως έχει τροποποιηθεί, ο Νόμος 15/1962.

 

Η πιο πάνω απαλλοτρίωση αφορούσε, συγκεκριμένα, τα ακίνητα υπ΄ αριθμό εγγραφής [   ], [   ] και [   ], τεμάχια [   ], [   ] και [   ], αντίστοιχα, ιδιοκτησία ανά ½ μερίδιο, εξ αδιαιρέτου, των απαιτητών στην παραπομπή αρ. 58/2011.  Επίσης, αφορούσε, το ακίνητο υπ’ αριθμό εγγραφής [   ], τεμάχιο [   ], ιδιοκτησία ανά ½ μερίδιο, εξ αδιαιρέτου, των απαιτητών στην παραπομπή αρ. 57/2011. Τα εν λόγω  τέσσερα τεμάχια, εμφανίζονταν στο φύλλο/σχέδιο [   ], τμήμα [   ] και μεταξύ τους συναποτελούσαν ένα μεγαλύτερο τεμάχιο γης, επί του οποίου θα ανεγειρόταν το Περιφερειακό Λύκειο Λιβαδιών.

 

Προς το σκοπό καθορισμού της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, για τα πιο πάνω απαλλοτριωθέντα τεμάχια, καταχωρίστηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας από τους απαιτητές εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως η αποζημιούσα αρχή, οι προαναφορόμενες δύο παραπομπές.  Ο Πρόεδρος που επιλήφθηκε σε ακρόαση των συνενωθέντων, όπως προέκυψε, εν λόγω δύο παραπομπών, αποφάσισε μέσα από την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία, τα ποσά τα οποία οι αιτητές δικαιούντο να λάβουν, ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου, δεν βρήκε σύμφωνη την αποζημιούσα αρχή, όσον αφορά τον καθορισμό των εμβαδών των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων, παρά την εκ συμφώνου κατατεθείσα μαρτυρία για το πιο πάνω θέμα.   Συνακόλουθα, καταχώρισε την Πολιτική Έφεση αρ. 315/2015. Από την πλευρά τους οι απαιτητές, θεωρώντας ότι δεν τους ικανοποιούσε η επιδικασθείσα προς όφελος τους αποζημίωση, καταχώρισαν την Πολιτική Έφεση αρ. 316/2015.   Κατά το στάδιο της ακρόασης των πιο πάνω δύο εφέσεων, ο συνήγορος εκ μέρους της αποζημιούσας αρχής, απέσυρε την Πολιτική Έφεση αρ. 315/2015, η οποία και απερρίφθη, χωρίς διαταγή για έξοδα.  Επομένως, η διαδικασία της ακροάσεως συνέχισε σε σχέση με την Πολιτική Έφεση αρ. 316/2015, αφού αποσύρθηκε ο τέταρτος λόγος σε αυτή, ο οποίος και απερρίφθη.  Τελικώς, η ακρόαση διεξήχθη για τους εναπομείναντες τρεις λόγους έφεσης. 

 

Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλουν ότι, το Δικαστήριο λανθασμένα έδωσε σημασία, όσον αφορούσε τον καθορισμό της αξίας των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων, μόνο στις συγκριτικές πωλήσεις στις οποίες αφορούσαν τα τεμάχια [   ], [   ] και [   ], αποκλείοντας το συγκριτικό τεμαχίου [   ]. Επιπρόσθετα, με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλουν ότι, το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ως αξία για τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια, έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το ποσό των €65.- ανά τ.μ., παραγνωρίζοντας ότι ο πραγματικός μέσος όρος της αξίας  των πιο πάνω συγκριτικών τεμαχίων ήταν €67,74.-, ανά τ.μ.. Τέλος, με τον τρίτο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου να αποδώσει τόκο προς 3% αντί 9% ετησίως επί της καταβλητέας αποζημίωσης.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εξέτασε ενδελεχώς τις προαναφερθείσες συγκριτικές πωλήσεις και τα όσα σχετικά είχε θέσει ενώπιον του ο εκτιμητής της κάθε πλευράς.  Ειδικά, όσον αφορά το θέμα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, έκαμε δεκτή τη θέση της εκτιμήτριας η οποία κατέθεσε εκ μέρους της αποζημιούσας αρχής.  Τούτο, παρά το γεγονός ότι το συγκριτικό τεμάχιο [   ] βρισκόταν στην ίδια πολεοδομική ζώνη με τα υπόλοιπα συγκριτικά τεμάχια, ώστε να προοριζόταν για οικιστικό. Το συγκεκριμένο τεμάχιο, εμβαδού 12.041 τ.μ., όταν πωλήθηκε το Φεβρουάριο του 2005, εκτιμήθηκε από το Κτηματολόγιο, προφανώς, προς το σκοπό υπολογισμού των μεταβιβαστικών τελών, στο ποσό των €114,93.- ανά τ.μ., δεδομένου και του γεγονότος ότι εφάπτετο δρόμου ο οποίος οδηγούσε προς την κοινότητα Λιβαδιών.  Ανάλογα, ψηλή αξία υιοθέτησε και ο εκτιμητής εκ μέρους των εφεσειόντων, αναπροσαρμόζοντας την στο ποσό των €103,43.- ανά τ.μ.. 

 

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά του συγκριτικού τεμαχίου [   ], αποδέχθηκε τη θέση η οποία εκφράστηκε εκ μέρους της αποζημιούσας αρχής, ότι αυτό πωλήθηκε στην πιο πάνω τιμή, για το λόγο ότι κατά το χρόνο της πώλησης του προοριζόταν ως εμπορικό ακίνητο.  Συγκεκριμένα, θα ανεγειρόταν σε αυτό υπεραγορά.  Η πιο πάνω προοπτική να οδήγησε ώστε αυτό να πωλήθηκε σε μεγαλύτερη τιμή από ότι τα άλλα συγκριτικά, που προορίζονταν για οικιστικούς σκοπούς, παρουσιάζεται καθόλα λογική.  Επομένως, ορθά ο ευπαίδευτος Πρόεδρος κατέληξε ότι, υπό τις δεδομένες περιστάσεις το τεμάχιο [   ] δεν ήταν συγκρίσιμο για τον καθορισμό της εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης των υπό αναφορά απαλλοτριωθέντων τεμαχίων.  Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει. 

 

Ακολουθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.    Το Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, καθόρισε την τιμή πώλησης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων στο ποσό των €65.- ανά τ.μ.  Η πλευρά των εφεσειόντων διαφώνησε, με δεδομένο ότι ο μέσος όρος της τιμής πώλησης των τριών συγκριτικών τα οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ήταν €67.74.- ανά τ.μ.  Με το δεύτερο λόγο έφεσης, επικρίνεται η υιοθέτηση από το Δικαστήριο της πιο πάνω μικρότερης αξίας   ανά τ.μ.  Το Δικαστήριο, όπως αναφέρει στην απόφασή του, σχετικά, καθοδηγήθηκε ως προς την πιο πάνω  πτυχή από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 1342.  Στη σελίδα 1347, του τόμου στον οποίο δημοσιεύεται η ως άνω απόφαση, αφού επισημαίνεται ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας, υποδεικνύεται ότι το Δικαστήριο, ως εκ τούτου, έχει εξουσία να καθορίζει το ίδιο τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, χωρίς να δεσμεύεται από τις εισηγήσεις των εκτιμητών.  Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ασκώντας την πιο πάνω εξουσία, έκρινε ότι η αξία πώλησης ανά τ.μ. των επιδίκων κτημάτων έπρεπε να ήταν πιο κοντά σε αυτή του συγκριτικού τεμαχίου [   ].  Όπως εξήγησε, εφάπτοντο και τα δύο δημόσιου δρόμου και τα επίδικα προορίζοντο για την ανέγερση σε αυτά σχολείου.  Τα χαρακτηριστικά του τεμαχίου [   ], ήταν ίδια με αυτά των επίδικων τεμαχίων και η τιμή πώλησης, προσαρμοσθείσα χρονικά, υπολογίστηκε στο ποσό των €63.08.- ανά τ.μ.  Το Δικαστήριο, ασκώντας την πιο πάνω εξουσία του, τελικώς, καθόρισε την τιμή των επίδικων τεμαχίων στην αξία των €65.- ανά τ.μ.  Η προσέγγιση του κρίνεται ορθή και, επομένως, απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο, λανθασμένα επεδίκασε τόκο επί της καταβλητέας αποζημίωσης στο ποσοστό του 3% ετησίως, από την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ η τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 10(ιδ) του Νόμου 15/1962, ο ομώνυμος τροποποιητικός Νόμος 61(Ι)/2014. Συγκεκριμένα, με την πιο πάνω τροποποίηση, μειώθηκε το επιτόκιο σε σχέση με καταβλητέα αποζημίωση από 9% ετησίως σε 3% ετησίως. Προβάλλεται δε, εκ μέρους των εφεσειόντων ότι η καταβλητέα αποζημίωση, έπρεπε να συνεχίσει να φέρει τόκο προς 9% ετησίως και μετά την πιο πάνω τροποποίηση, μέχρι την πληρωμή της.

 

Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι η πιο πάνω πρόνοια, ως προς το επιτόκιο τύγχανε εφαρμογής από την ημέρα που ο εν λόγω τροποποιητικός νόμος τέθηκε σε ισχύ, σε σχέση και με απαλλοτριώσεις για τις οποίες δεν είχε ακόμα πληρωθεί η καταβλητέα αποζημίωση, παρόλο ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά ως προς τούτο στον ίδιο τον τροποποιητικό νόμο.  Επομένως, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι θα κατεβάλλετο τόκος σε ποσοστό 3% ετησίως σε τέτοιες απαλλοτριώσεις, ως ανωτέρω. 

 

Κατ’ αρχάς, να λεχθεί ότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει για την καταβολή τόκου σε σχέση με καταβλητέα αποζημίωση. Υπάρχει πρόνοια, ως προς τούτο,  στο άρθρο 10(ιδ) του Νόμου 15/1962.  Όπως δε αυτή είχε κατά το χρόνο δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης των επίδικων ακινήτων, σε περίπτωση μη καταβολής τής καταβλητέας αποζημίωσης όπως προβλέπεται στο Άρθρο 23(4)(γ) του Συντάγματος, αυτή θα έφερε τόκο προς 9% ετησίως.  Με την τροποποίηση της πιο πάνω πρόνοιας, με τον προαναφερθέντα τροποποιητικό νόμο, το ποσοστό του τόκου μειώθηκε στο 3% ετησίως. 

 

Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη μείωση του επιτοκίου, ουδόλως επηρεάζει δυσμενώς το ουσιαστικό δικαίωμα σε αποζημίωση συνεπεία της αποζημίωσης.  Ο δικαιούχος τέτοιας αποζημίωσης συνεχίζει να δικαιούται σε τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού, στο ποσοστό και από το χρόνο που έχει προβλέψει ο Νομοθέτης, εν τη σοφία του. Τούτο έχει την έννοια ότι,  στον καθορισμό του νέου μειωμένου επιτοκίου, προφανώς, λήφθηκαν υπόψη οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, ώστε ο δικαιούχος να αποζημιώνεται επαρκώς για την περίοδο που στερείται του ποσού της αποζημίωσης, χωρίς, συγχρόνως, να καταβάλλεται αδικαιολόγητα υψηλό επιτόκιο επ’  αυτού, σε βάρος των οικονομικών του Κράτους με ό,τι τούτο θα σήμαινε περαιτέρω για το δημόσιο συμφέρον.  Επομένως, ορθά το Δικαστήριο καθόρισε το επιτόκιο στο 3% ετησίως από την εφαρμογή του προαναφερθέντος τροποποιητικού Νόμου.  Ως εκ τούτου ούτε και ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Κατά συνέπεια, επεδικάζονται έξοδα υπέρ της αποζημιούσας αρχής και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500.-, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο