ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(δ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 72/21)
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ)
12 Νοεμβρίου, 2025
ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ
Εφεσείων/Αιτητής
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΤΗΡΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση
____________________
Αίτηση επαναφοράς ημερ. 9.5.2025
Ρ. Βραχίμης, για Ρ. Βραχίμης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα -Αιτητή
Σ. Πλατής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους – Καθ’ ων η Αίτηση
---------------------------
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
--------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ. Η Αίτηση του Εφεσείοντα (στο εξής ο Αιτητής) αποσκοπεί στην επαναφορά της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεσης.
Η Αίτηση βασίζεται στο Μέρος 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στον Κανονισμό 3 του περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023, (6/2023), στον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, στην νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του δικηγόρου Ροβέρτου Βραχίμη ημερ. 9.5.2025, δεόντως εξουσιοδοτημένου να εκπροσωπεί τον Αιτητή και να χειρίζεται την Έφεση εκ μέρους του.
Όπως αναφέρει στην Ένορκη δήλωση του, στις 5.12.2024, στο στάδιο της προδικασίας της Έφεσης, το Εφετείο έδωσε οδηγίες για να καταχωριστεί το περίγραμμα γραπτής αγόρευσης του Αιτητή εντός 60 ημερών, δηλ. μέχρι τις 5.2.2025. Ωστόσο, αυτό δεν κατέστη δυνατόν, λόγω φόρτου εργασίας και οικονομικών εκκρεμοτήτων.
Ειδικότερα, ανέφερε πως ο ίδιος δεν είχε εργαστεί κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Τον Ιανουάριο του 2025 είχε αναλάβει τον χειρισμό σοβαρής υπόθεσης φόνου εκ προμελέτης και είχε εξαντλήσει τις επισκέψεις του στις Κεντρικές Φυλακές μόνο σε σχέση με την υπόθεση φόνου και όχι για την υπόθεση του Αιτητή, o οποίος τότε ήταν κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής είχε εκκρεμείς οικονομικές οφειλές προς το γραφείο του, ζήτημα που σχετίζετο άμεσα με την συνέχιση της εκπροσώπησης του.
Τον Μάρτιο 2025, ο Αιτητής αποφυλακίστηκε και όταν περί τα μέσα Απριλίου 2025 ο ίδιος επικοινώνησε τελικά με τον Αιτητή, αυτός του έδωσε οδηγίες για να προωθήσει την Έφεση και να καταχωρίσει άμεσα αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης περιγράμματος. Αφού του εξήγησε και τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε στη φυλακή, ανέλαβε να πληρώσει τις οφειλές του. Ωστόσο, τον Απρίλιο 2025 απουσίαζε από το γραφείο λόγω των πασχαλινών διακοπών, αλλά και λόγω ασθένειας του, με αποτέλεσμα να μην καταχωρίσει αίτηση για παράταση χρόνου. Ως εκ τούτου, στις 9.5.2025 καταχώρισε την παρούσα αίτηση, αφού πληροφορήθηκε στις αρχές Μαΐου 2025, ότι η Έφεση στις 28.3.2025 είχε ήδη απορριφθεί λόγω της μη καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης του Αιτητή. Καταχώρισε δηλ. την παρούσα αίτηση μετά πάροδο τριών και πλέον μηνών από τη λήξη της προθεσμίας στις 5.2.2025, εντός της οποίας όφειλε να καταχωρίσει το περίγραμμα γραπτής αγόρευσης του Αιτητή.
Η Αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των Εφεσίβλητων (στο εξής Καθ’ ων η Αίτηση) η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Φοίβου Χριστοφίδη, ημερ. 5.6.2025. Είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση πως οι προβαλλόμενοι με την παρούσα Αίτηση λόγοι δεν δικαιολογούν την επαναφορά της Έφεσης.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις.
Ο Κανονισμός 3 του περί των Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023 (6/2023) ορίζει πως:
«3. Το Εφετείο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας θα εφαρμόζει τις πρόνοιες του Μέρους 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.»
Σύμφωνα δε, με τον Κανονισμό 2, «Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας» σημαίνει τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023».
Οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 41 στο οποίο παραπέμπει ο Κανονισμός 3 (ανωτέρω) και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, περιλαμβάνονται στον Κανονισμό 41.18, ο οποίος ορίζει ως ακολούθως:
«41.18 Παράλειψη καταχώρισης περιγραμμάτων αγόρευσης
(1) Αν ο εφεσείων παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης, η έφεση απορρίπτεται. Αν υπάρχει αντέφεση εφόσον έχει καταχωριστεί περίγραμμα αγόρευσης για την αντέφεση, αυτή ορίζεται για ακρόαση.
(2) Αν ο εφεσίβλητος παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης, η έφεση ορίζεται για ακρόαση και ο εφεσίβλητος δε δικαιούται να ακουστεί κατά την ακρόαση της έφεσης.
(3) Αν ο εφεσίβλητος παραλείψει να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης υπέρ της αντέφεσης, αυτή απορρίπτεται.
(4) Στο τέλος εκάστου μηνός, ο Πρωτοκολλητής του Εφετείου ετοιμάζει κατάλογο των εφέσεων στις οποίες οι διάδικοι παρέλειψαν να καταχωρίσουν περιγράμματα αγορεύσεων και θέτει τον κατάλογο ενώπιον του αρμοδίου Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται του θέματος.
(5) Έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή του εφεσιβλήτου ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.»
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό, πως το δικαίωμα επαναφοράς θα πρέπει να εξισορροπείται με το δικαίωμα του διάδικου να τύχει διάγνωσης των δικαιωμάτων του μέσα σε εύλογο χρόνο.
Στην υπόθεση Ρουβανιάς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 191, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε απορρίψει αιτήσεις για επαναφορά Εφέσεων, οι οποίες είχαν απορριφθεί λόγω μη καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης, με βάση τον Κανονισμό 13(ε) των περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, ο οποίος, σημειώνουμε, είναι πανομοιότυπος με τον Κανονισμό 41.18 (ανωτέρω).
Σύμφωνα με την υπόθεση Ρουβανιάς (ανωτέρω):
«Ο κανονισμός αυτός αποτελεί απόηχο της απόφασης Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν. Μαρούλας Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι η δικαιοδοσία αυτή περιορίζεται "στις περιπτώσεις όπου η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το άρθρ. 30.3(β) του Συντάγματος».
Παράλληλα, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Grand Metropolitan Co v. Evans (C.A.) (1992) 1 W.L.R. 1191, δόθηκε έμφαση στην αναγκαιότητα τήρησης των προθεσμιών σαν στοιχείο λειτουργίας της δικαιοσύνης. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ρουβανιάς (ανωτέρω) είναι σχετικό:
«Ο διάδικος δεν μπορεί κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No. 2) Co. Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:
Τhe court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded."
Το κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα". Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Τελευταία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, κρίναμε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δικηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς.
Δεν μπορεί το λάθος που έγινε σε αυτή την περίπτωση, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, να θεωρηθεί σαν δικαιολογητικός λόγος για επαναφορά. Μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού. Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Ό,τι συνέβη εδώ δεν εμπίπτει στο κριτήριο επαναφοράς που έθεσε ο κανονισμός. Ούτε καν στο κριτήριο της Grand Metropolitan, ανωτέρω, στην περίπτωση που ίσχυε.
Στην υπόθεση Ξενοφών Ξενοφώντος ν. Γεώργιου Χ''Αράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221, που αποφασίστηκε μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού κανονισμού, παρόμοιο επιχείρημα απορρίφθηκε. Όπως ανέφερε ο Αρτεμίδης Δ., που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου:
"Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ' αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα" που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία."
Το παράπονο ότι οι εφεσείουσες δεν θα έχουν την ευκαιρία να ακουσθούν δεν είναι δικαιολογημένο. Απλώς διότι την άφησαν να περάσει ανεκμετάλλευτη όταν τους παρασχέθηκε. Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να κλείσουμε με την παρατήρηση στην Cyprus Import Corporation Ltd., ανωτέρω:
"Η απόρριψη της έφεσης ήταν το αποτέλεσμα των δικών της παραλείψεων και το επακόλουθο της εφαρμογής των σχετικών θεσμικών διατάξεων."»
Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά καθιερωμένες αρχές, κρίνουμε πως στην προκειμένη περίπτωση, τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή επικαλείται ως λόγους επαναφοράς της Έφεσης, δεν δικαιολογούν το αίτημα του. Ο κατ’ επίκληση φόρτος εργασίας του δικηγόρου του Αιτητή, αλλά και οι οικονομικές οφειλές του Αιτητή προς τον δικηγόρο του, ουδόλως συνιστούν λόγο «πέραν των δυνάμεων του Εφεσείοντα», εφόσον, αδιαμφισβήτητα δεν αποτελούν «εξαιρετικό, έκτακτο, ή σπάνιο συμβάν, απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου», όπως αποφασίστηκε ανωτέρω. Ούτε και θα μπορούσε να λεχθεί πως η επέλευση των λόγων αυτών, δεν οφείλεται στην «συνήθη ανθρώπινη λειτουργία». Αντίθετα, πρόκειται για λόγους που εντάσσονται στο σύστημα λειτουργίας του δικηγορικού γραφείου του δικηγόρου του Αιτητή και στον τρόπο ορθού προγραμματισμού και χειρισμού υποθέσεων που αυτός αναλαμβάνει, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του πελάτη του. Το ίδιο ισχύει και για τις κατ’ ισχυρισμό οικονομικές οφειλές του Αιτητή προς το δικηγόρο του, ζήτημα που εντάσσεται στις επαγγελματικές σχέσεις δικηγόρου και πελάτη, ως και στις εκατέρωθεν υποχρεώσεις τους, οι οποίες, αδιαμφισβήτητα δεν συνιστούν λόγους «πέραν των δυνάμεων του Εφεσείοντα»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, προς ενίσχυση της θέσης του, παρέπεμψε το Δικαστήριο στην απόφαση του ΕΔΔΑ Savvides v. Cyprus (Appl. No. 14195/15) ημερ. 14.12.2021, η οποία αφορούσε την άρνηση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, να εξετάσει την Έφεση του Αιτητή στην ουσία της, λόγω της διαπιστωθείσας παρατυπίας στον τίτλο της ειδοποίησης έφεσης, την οποία και απέρριψε. Το ΕΔΔΑ αποφάσισε πως επρόκειτο για φορμαλιστική προσέγγιση εκ μέρους του Εφετείου, να θεωρήσει πως, λόγω της διαπιστωθείσας παρατυπίας, δεν υπήρχε ενώπιον του Έφεση. Ως εκ τούτου έκρινε πως ο Αιτητής είχε δυνανάλογα εμποδισθεί στην πρόσβαση του προς το Δικαστήριο εξαιτίας της υπερβολικά φορμαλιστικής προσέγγισης του Εφετείου και συνεπώς διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης που προστατεύει το δικαίωμα των πολιτών, στα πλαίσια διαπίστωσης των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους, να τυγχάνουν δίκαιας δίκης. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι από τις παρ. 31 και 34 είναι σχετικό:
«31. The absence of a specialised form for appeals to the Family Court of Appeal was a factor taken into account by the domestic courts in subsequent case-law (see paragraphs 20 and 21 above) which seems, at least implicitly, to acknowledge that the absence of a specialised form may have been conducive to the error. The domestic courts concluded in these subsequent cases that it would be too formalistic to consider that an appeal did not exist on account of such error. In this connection, the Court notes the subsequent creation of Form 2, currently used for appeals to the Family Court of Appeal (see paragraph 18 above).
34. The foregoing considerations enable the Court to conclude that in the present case, the applicant was disproportionately hindered in his access to a court owing to the excessively formalistic approach followed by the Family Court of Appeal.»
Όπως σημειώνεται στην εν λόγω απόφαση του ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Χέυς ν. Φιλιππίδης Έφ.αρ. 41/2015 ημερ. 18.2.2020, ECLI:CY:DOD:2020:6, το Οικογενειακό Εφετείο είχε ήδη αποστεί από την προηγούμενη φορμαλιστική προσέγγιση, ως αποκλείουσα στην πράξη, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός της παρούσας υπόθεσης με τα γεγονότα και όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Savvides (ανωτέρω). Τούτο γιατί στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος απόρριψης της Έφεσης, δεν συνίστατο σε οποιαδήποτε τυπική παρατυπία στον τίτλο της Έφεσης, αλλά σε παράλειψη του Εφεσείοντα να καταχωρίσει περίγραμμα αγόρευσης εντός της καθορισθείσας προθεσμίας από το Εφετείο και για λόγους, όπως εξηγήσαμε, που ουδόλως ανάγονται σε λόγους πέραν των δυνάμεων του Αιτητή.
Η κατάληξη μας αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη της Αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσιβλήτων και σε βάρος του Εφεσείοντα, ύψους €1.000.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/Α.Λ.Ο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο