ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(δ) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 97/21)
19 Νοεμβρίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Εφεσίβλητο/Καθ΄ ου η αίτηση
_________________
Δ. Ιωαννίδης για Θεόδωρο Μ. Ιωαννίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια.
Ειρ. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Σ. Μαϊμάρη, Χρ. Ευθυμίου (κα) και Φ. Σταύρου (κα), Ασκούμενους Δικηγόρους εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Εφεσίβλητο/Καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο.
_________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εκπόνησε με άλλο πρόσωπο κοινή διδακτορική διατριβή και υπέβαλε αίτηση στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) για αναγνώριση του τίτλου σπουδών που απέκτησε από Αγγλικό πανεπιστήμιο. Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. απέρριψε την αίτηση καθώς και την αίτηση επανεξέτασης που υπέβαλε η εφεσείουσα. Η τελευταία, καταχώρησε αίτηση ακύρωσης η οποία απορρίφθηκε. Η απόφαση αυτή είναι που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθολογικό να γίνει αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση.
Γεγονότα
Η εφεσείουσα, στις 2.4.2018, υπέβαλε αίτηση στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση του τίτλου σπουδών «Doctor in Professional Studies/Clinical Dietetics, Nutrition Sciences and Health Education», που της απονεμήθηκε από το Middlesex University του Ηνωμένου Βασιλείου ως τίτλου ισότιμου προς διδακτορικό δίπλωμα.
Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., κατά την εξέταση της αίτησης για αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου, σε συνεδρία του ημερ. 12.10.2018, έκρινε ότι χρειάζονταν επιπρόσθετες διευκρινίσεις αφού δεν φαινόταν ξεκάθαρα από τη διδακτορική διατριβή η συμβολή της εφεσείουσας. Έτσι, αποφασίστηκε όπως ζητηθεί από αυτή να προσκομίσει βεβαίωση από το πανεπιστήμιο στην οποία να αναφέρονται αναλυτικά τα ακόλουθα: (i) ποια ήταν ακριβώς η συνεισφορά της στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής και (ii) ποιο μέρος αυτής έχει εκπονηθεί από κοινού. Σε απάντηση των πιο πάνω αποστάλθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ημερ. 14.11.2018.
Ακολούθως, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε συνεδρία του ημερ. 16.11.2018, αφού έλαβε γνώση των επιπρόσθετων στοιχείων που προσκομίστηκαν, έκρινε ότι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα πριν τη λήψη σχετικής απόφασης. Συνεπώς, αποφασίστηκε όπως αποσταλεί επιστολή σε τρία δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου, και δη στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ.) και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, με την οποία να ζητείται να εξηγήσουν ποια πρακτική ακολουθούν στις περιπτώσεις κοινής διδακτορικής διατριβής. Στη συνέχεια αποστάλθηκε σχετική επιστολή, ημερ. 29.11.2018, στα πιο πάνω πανεπιστήμια με την οποία ζητούσαν τα πιο πάνω.
Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το ΤΕ.ΠΑ.Κ., με επιστολές τους ημερ. 30.11.2018 και 13.12.2018, αντίστοιχα, ενημέρωσαν το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ότι οι κανονισμοί σπουδών τους δεν προβλέπουν την εκπόνηση κοινής διδακτορικής διατριβής. Το δε Πανεπιστήμιου Κύπρου, με επιστολή του ημερ. 12.12.2018, ενημέρωσε το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ότι το θέμα της εκπόνησης κοινής διδακτορικής διατριβής ουδέποτε τέθηκε ενώπιον της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και ως καταγράφεται σ’ αυτήν ότι: «Η διεθνής πρακτική και η κοινή λογική υποδεικνύουν ότι, prima facie, η εκπόνηση κοινής διδακτορικής διατριβής δεν είναι αποδεκτή. Ο/Η διδακτορικός/ή φοιτητής/τρια καλείται να εκπονήσει πρωτότυπη διατριβή η οποία να αποτελεί σημαντική συμβολή στο οικείο γνωστικό αντικείμενο. Δεν θεωρώ ότι μια διατριβή που εκπονείται με πάνω από ένα άτομο ικανοποιεί τη βασική προϋπόθεση της αναγνωρίσιμα πρωτότυπης συνεισφοράς του συγγραφέα της διατριβής στην επιστημονική γνώση. Ωστόσο η Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών θα ελέγξει το θέμα σε βάθος και θα επανέλθει». Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον των πρωτόδικου Δικαστηρίου το Πανεπιστήμιο Κύπρου δεν επανήλθε, ούτε και ζητήθηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. να το πράξει.
Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε συνεδρία του ημερ. 20.12.2018, αφού έλαβε γνώση των πιο πάνω επιστολών, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα της εφεσείουσας για αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου σπουδών από το Πανεπιστήμιο του Middlesex με τη μέθοδο Work Based Learning, ως τίτλου ισότιμου προς διδακτορικό δίπλωμα διότι «… η απόκτηση διδακτορικού τίτλου με την εκπόνηση κοινής διδακτορικής διατριβής δεν προβλέπεται από τους Κανονισμούς των Δημόσιων Πανεπιστημίων της Κύπρου, και, συνεπώς δεν πληρούνται οι πρόνοιες του κανονισμού 3.-(3)(α) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999 έως το 2015».
Την επόμενη ημέρα, και δη στις 21.12.2018, παραλήφθηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. επιστολή του Πανεπιστημίου Middlesex η οποία ήταν σχετική με την αίτηση της εφεσείουσας. Την ίδια μέρα το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε συνεδρία του, αφού εξέτασε τα επιπρόσθετα στοιχεία που προσκομίστηκαν, διαπίστωσε ότι δεν πρόσθεταν οτιδήποτε που να δικαιολογεί αλλαγή της απόφασης του ημερ. 20.12.2018. Η τελευταία αυτή απόφαση κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 15.1.2019.
Στη συνέχεια, η εφεσείουσα στις 12.2.2019 υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης. Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., κατά τη συνεδρία του ημερ. 22.3.2019, την εξέτασε καθώς και τα επιπρόσθετα στοιχεία που υποβλήθηκαν. Διαπίστωσε ότι δεν προέκυπτε οτιδήποτε που να δικαιολογεί αλλαγή της απόφασης που έλαβε στις 21.12.2018, και έτσι, για τους ίδιους λόγους, απέρριψε την αίτηση επανεξέτασης. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 18.4.2019.
Η εφεσείουσα, με αίτηση ακύρωσης, αμφισβήτησε την τελευταία αυτή απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν κατωτέρω την απέρριψε.
Η Πρωτογενής και η δευτερογενής Νομοθεσία που διέπει το επίδικο ζήτημα
Στο στάδιο αυτό, κρίνουμε ορθό να γίνει αναφορά στις σχετικές διατάξεις του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996 (Ν. 68(1)/1996 - στο εξής «ο Νόμος»). Το άρθρο 13 αυτού έχει ως εξής:
«(1) Το Συµβούλιο αποφασίζει για την ισοτιµία ή την ισοτιµία και αντιστοιχία, αφού µελετήσει –
(i) παρόµοια προηγούµενη περίπτωση ή και αφού λάβει υπόψη τεκµηριωµένη ιδίαν γνώση ή και αφού σταθµίσει τις εισηγήσεις των Ανεξάρτητων Κριτών που τυχόν έχουν ζητηθεί και ληφθεί, ή και κατά πόσο, κατά την κρίση του, απαιτούνται πρόσθετα µαθήµατα·[1]
(ii) τα αποτελέσµατα ειδικών εξετάσεων, τις οποίες εξετάσεις αναθέτει σε αναγνωρισµένα εκπαιδευτικά ιδρύµατα της Κύπρου ή άλλα αναγνωρισµένα ευρωπαϊκά πανεπιστήµια.
(2)(α) Για την αναγνώριση της ισοτιµίας ή της ισοτιµίας και αντιστοιχίας ενός τίτλου σπουδών ως µέτρο κρίσης λαµβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας των δηµόσιων πανεπιστηµίων της ∆ηµοκρατίας ή των άλλων δηµόσιων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα µε την περίπτωση.
(β) Σε περίπτωση που δεν παρέχεται τίτλος της ίδιας ειδικότητας από τα πιο πάνω εκπαιδευτικά ιδρύµατα, ως µέτρο κρίσης λαµβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας αναγνωρισµένων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε προτεραιότητα της Ελλάδας.
(3) Τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιµίας ή ισοτιµίας και αντιστοιχίας καθορίζονται µε Κανονισµούς».
Σχετικοί επίσης είναι και οι περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών ως τροποποιήθηκαν (στο εξής «ο Κανονισμός»).
Ο Κανονισμός 3 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«(1)(α) Για την αναγνώριση ενός τίτλου σπουδών ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο αντίστοιχος τίτλος του Πανεπιστήμιου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα με την περίπτωση.
(β) στην περίπτωση που δεν υπάρχει αντίστοιχος τίτλος των πιο πάνω εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου, ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο αντίστοιχος τίτλος των δημόσιων ανώτερων και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ελλάδας·
(γ) στην περίπτωση που δεν υπάρχει αντίστοιχος τίτλος των πιο πάνω εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης της Ελλάδας ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο αντίστοιχος τίτλος αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης άλλων χωρών και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(δ) Το Συμβούλιο δύναται να αναθέτει σε αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κύπρου ή σε άλλα αναγνωρισμένα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια τη διοργάνωση ειδικών εξετάσεων για τους αιτητές με σκοπό την αναγνώριση ισοτιμίας ή ισοτιμίας και αντιστοιχίας.
…..
(3) (α) Αναγνώριση ισοτιμίας χορηγείται, αν
(i) Η διάρκεια των σπουδών, η διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης και οι όροι αξιολόγησης, προαγωγής και αποφοίτησης των σπουδαστών πληρούν τις απαιτήσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης της Κύπρου. Ως προς τη διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης, εξαίρεση από τα πιο πάνω αποτελούν ιδρύματα τύπου ‘ανοικτού πανεπιστημίου’ (open university), ‘σπουδών εξ αποστάσεως’ (distance learning) και ‘εξωτερικών πτυχίων’ (external degrees), νοουμένου ότι- - το ίδρυμα που προσφέρει τέτοιου τύπου εκπαίδευση έχει πρόγραμμα σπουδών για το σκοπό αυτό, - ολόκληρη η διαδικασία προσφοράς τέτοιου τύπου προ- γράμματος γίνεται μόνο από το ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο, και - η αξιολόγηση, προαγωγή και αποφοίτηση γίνονται με βάση διαφανείς και αδιάβλητες διαδικασίες.…».
Η πρωτόδικη απόφαση
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκανε αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση καθώς και στις πρόνοιες του Κανονισμού 3, έκρινε ότι ορθά το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., κατά τη συνεδρία του ημερ. 12.10.2018, ζήτησε την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων προκειμένου να διαπιστωθεί η συνεισφορά της εφεσείουσας στην εκπόνηση της διατριβής. Επισήμανε δε ότι όφειλε να εξετάσει τον τρόπο απόκτησης διδακτορικού τίτλου, που παρέχεται από τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου και η αναζήτηση απαντήσεων από εκπαιδευτικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασίλειου, είναι εκτός των προνοιών της δευτερογενούς νομοθεσίας. Πρόσθετα, έκρινε ότι ορθά το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. απευθύνθηκε προς τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου. Ενόψει τούτου, προχώρησε και εξέτασε την νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης και αποφάνθηκε πως δεν υπήρχε αναγκαιότητα αναζήτησης πρόσθετων στοιχείων, προκειμένου να καταλήξει το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στο ερώτημα που αντιμετώπιζε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επισήμανε δε ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν από τα τρία πιο πάνω πανεπιστήμια ήταν οι ίδιες και με βάση αυτές δεν ήταν δυνατή η εκπόνηση κοινής διδακτορικής διατριβής, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε χορήγηση διδακτορικού τίτλου σπουδών.
Εν κατακλείδι, διαπιστώθηκε πως το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. «… ορθά και εντός της διακριτικής του εξουσίας, εφαρμόζοντας τις σχετικές κανονιστικές διατάξεις, το Συμβούλιο αναζήτησε και έλαβε τις θέσεις των δημόσιων πανεπιστημίων της Κύπρου και συνέλεξε όλα τα απαραίτητα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που νομιμοποιείτο να αναζητήσει».
Πρόσθετα δε, απορριπτέος κρίθηκε και ο ισχυρισμός της εφεσείουσας πως το Συμβούλιο είχε υποχρέωση να συγκαλέσει το Συμβούλιο Ανεξάρτητων Κριτών για τη μελέτη της αίτησης ενόψει των προνοιών του Κανονισμού 6(4)[2]. Ως αναφέρθηκε, επαφίεται στην διακριτική του ευχέρεια η παραπομπή θέματος στους ανεξάρτητους κριτές και δεν αποτελεί υποχρέωση και εξάλλου δεν υποδείχθηκαν από την εφεσείουσα λόγοι για παραπομπή της αίτησης σ’ αυτούς.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση ακύρωσης απορρίφθηκε.
Λόγοι έφεσης
Η εφεσείουσα, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με συνολικά 5 λόγους έφεσης. Ειδικότερα, προβάλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε :
(i) ότι ορθά το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ ενήργησε αποδεχόμενο τις απαντήσεις των τριών δημόσιων πανεπιστημίων και ότι δεν χρειαζόταν η αναζήτηση πρόσθετων στοιχείων προκειμένου να καταλήξει στο ερώτημα που αντιμετώπιζε για αποδοχή της διδακτορικής διατριβής της εφεσείουσας (λόγος έφεσης αρ. 1) και λανθασμένα έλαβε υπόψη μόνο τις απαντήσεις των πιο πάνω πανεπιστημίων (λόγος έφεσης αρ.4).
(ii) ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ορθά στηρίχθηκε μόνον στις διατάξεις του Κανονισμού 3(1)(α). Ως αναφέρεται εφόσον τα τρία πανεπιστήμια από τα οποία ζητήθηκαν πληροφορίες δεν είχαν αντίστοιχο τίτλο όφειλαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(1)(β) να λάβουν ως μέτρο κρίσης τον αντίστοιχο τίτλο των δημόσιων ανώτερων και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ελλάδας και στην περίπτωση που δεν υπήρχε αντίστοιχος τίτλο των πιο πάνω εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να λάβουν ως μέτρο κρίσης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(1)(γ), τον αντίστοιχο τίτλο αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης άλλων χωρών και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (λόγος έφεσης αρ. 2). Ενόψει των πιο πάνω, ως προβάλλεται, λανθασμένα κρίθηκε ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. προχώρησε σε δέουσα έρευνα σε σχέση με τον τίτλο της εφεσείουσας (λόγος έφεσης αρ. 3).
(iii) σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(4) είναι στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. η παραπομπή της αίτησης σε ανεξάρτητους κριτές (λόγος έφεσης αρ. 5).
Εξέταση λόγων έφεσης
Ενόψει της σχετικότητάς τους οι λόγοι έφεσης 1 έως 4, ως έχουν προσδιοριστεί ανωτέρω, θα συνεξεταστούν αφού έχουν ως πυρήνα την μη δέουσα έρευνα από την αρμόδια αρχή και αφού σχετίζονται και με το νομικό πλαίσιο που στηρίζει την πράξη.
Αναφορικά με το ζήτημα της δέουσας έρευνας, οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Στην Aristidou v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ 249/19, ημερ. 15.11.2024 υιοθετήθηκε ο λόγος της Ράφτη v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ 345 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: « …η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447)».
Όπως δε έχει επισημανθεί στην ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ v. Παπαγεωργίου Ε.Δ.Δ 32/20 ημερ. 11.12.2024 «αναμφίβολα και εγγενώς μια έρευνα κρίνεται εάν είναι επαρκής και συναφώς κατά πόσον η πλάνη είναι ουσιώδης με βάση το νομικό πλαίσιο που στηρίζει την πράξη και το κριτήριο που τίθεται ανάλογα με την εξεταζόμενη περίπτωση είναι η συναφής Νομοθεσία (βλ. Evzonas Hotel Co. Ltd v. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Ε.Δ.Δ.153/19, ημερ.4.10.24)».
Εν προκειμένω ο Νόμος είναι σαφής. Καθορίζει ότι για την αναγνώριση της ισοτιμίας ή της ισοτιμίας και αντιστοιχίας ενός τίτλου σπουδών ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας των δημόσιων πανεπιστημίων της Δημοκρατίας ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση που δεν παρέχεται τίτλος της ίδιας ειδικότητας από τα πιο πάνω εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε προτεραιότητα της Ελλάδας (Βλ. άρθρο 13(2)(α) και (β) του Νόμου). Σχετικός επίσης είναι και ο Κανονισμός ο οποίος περιέχει παρόμοιες πρόνοιες(Βλ. άρθρο 3(1)(α)(β)(γ)).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το πρόβλημα φαίνεται να ξεκινά από το ερώτημα που τέθηκε στα τρία δημόσια πανεπιστήμια. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ, σε συνεδρία του ημερ. 16.11.2018, έκρινε ότι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα πριν τη λήψη σχετικής απόφασης. Με επιστολή, ημερ. 29.11.2018, ζήτησε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το ΤΕ.ΠΑ.Κ. και το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου να ενημερώσουν «….ποια πρακτική ακολουθείται…σε περίπτωση κοινής διδακτορικής διατριβής», χωρίς αναφορά σε τίτλο της ίδιας ειδικότητας. Τα τρία πανεπιστήμια απάντησαν στο ερώτημα που τέθηκε ως αναφέρεται πιο πάνω. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου ανάφερε, μεταξύ άλλων, ότι «.. η Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών θα ελέγξει το θέμα σε βάθος και θα επανέλθει». Εν προκειμένω, δεν λήφθηκε ως μέτρο κρίσης ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας των δημόσιων Πανεπιστήμων της Δημοκρατίας και στην περίπτωση που δεν παρείχαν τότε να λάβουν ως μέτρο κρίσης τον τίτλο της ίδιας ειδικότητας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προτεραιότητα της Ελλάδας.
Και κάτι ακόμη, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ αποφάσισε, να απευθυνθεί σε τρία δημόσια πανεπιστήμια - για να αποφασίσει για ότι αποτελούσε ζητούμενο - εκ των οποίων το ένα του δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι θα επανέλθει. Δεν επανήλθε και το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ ουδέν έπραξε.
Εν προκειμένω, η έρευνα δεν ήταν δέουσα υπό τις περιστάσεις και συνακόλουθα, τα περί του αντιθέτου σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένα. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 1 έως 4 επιτυγχάνουν.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη, η οποία σφραγίζει το αποτέλεσμα της υπό κρίση έφεσης, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και τον λόγο έφεσης αρ. 5 για σκοπούς πληρότητας ενόψει της απόφασης ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ v. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ 32. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επισήμανε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(4) είναι στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. η παραπομπή της αίτησης σε ανεξάρτητους κριτές ενόψει του δεσμευτικού λόγου της πιο πάνω απόφασης.
Στην απόφαση Ιωαννίδου (ανωτέρω), πράγματι εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα. Οι εκεί εφεσείοντες κατ’ επίκληση των προνοιών του άρθρου 7 του Νόμου και των προνοιών του Κανονισμού 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99, εισηγήθηκαν πως η παραπομπή αιτήσεων στις Επιτροπές Κρίσεως από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., γιατί, καθώς ισχυρίστηκαν, το άρθρο 7 του Νόμου παρέχει στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δικαίωμα καταρτισμού τέτοιων επιτροπών και όχι επιβαλλόμενη υποχρέωση. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε εσφαλμένη την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση. Επισήμανε τα ακόλουθα σχετικά:
«Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1) (ανωτέρω) σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.
Η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστά επιβαλλόμενη από το νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ. Η δυνητική ευχέρεια που παρέχεται στο ΚΥΣΑΤΣ με βάση τον κανονισμό 6(9) να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης αντιδιαστέλλεται από την υποχρεωτική μελέτη των αιτήσεων κλπ. που προβλέπει ο κανονισμός 6(1) και η οποία προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του νόμου (ανωτέρω) όπου η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση».
Η απόφαση Ιωαννίδου (ανωτέρω) κρίθηκε με βάση το νομικό καθεστώς που βρισκόταν σε ισχύ κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο. Ακολούθως, επήλθαν τροποποιήσεις στον βασικό Νόμο και έχει διαμορφωθεί με τον τρόπο που εκτίθεται ανωτέρω και δεν χρήζει επανάληψης. Τα άρθρα 4 (1)(δ) και (ε)[3], 7, 10(2)[4], 13(1)(i) του Νόμου και ο Κανονισμός 6(4)[5], ως τροποποιήθηκαν, μετά την έκδοση της απόφασης στην Ιωαννίδου (ανωτέρω), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η παραπομπή αιτήσεων σε ανεξάρτητους κριτές από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια και συνεπώς, ορθό ήταν το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρά την μη σε βάθος ανάλυση του.
Το πιο πάνω συμπέρασμα, δεν μεταβάλλεται λόγω των προνοιών του Κανονισμού 8(1)(α) ο οποίος διαλαμβάνει ότι «το Συμβούλιο για σκοπούς επανεξέτασης ορίζει δύο τουλάχιστον Ανεξάρτητους Κριτές…» ενόψει των όσων ρητά διαλαμβάνει η πρωτογενής Νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 11 του Νόμου, ως τροποποιήθηκε από τον Ν. 30(1)/2015, αναφέρεται στην διαδικασία επανεξέτασης και τα εδάφια 2 και 3 αυτού διαλαμβάνουν ότι «το Συµβούλιο δύναται, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του εξουσίας, όπου αιτιολογηµένα κρίνει αυτό αναγκαίο, να ζητήσει την υποβολή ξεχωριστών τεκµηριωµένων εισηγήσεων από δύο τουλάχιστον Ανεξάρτητους Κριτές: Νοείται ότι, οι Ανεξάρτητοι Κριτές από τους οποίους τυχόν ζητούνται ξεχωριστές τεκµηριωµένες εισηγήσεις είναι διαφορετικά πρόσωπα από αυτά που εξέτασαν κατά πρώτον το υπό κρίση θέµα.
(3) Το Συµβούλιο, αφού µελετήσει τις ξεχωριστές εισηγήσεις που τυχόν έχουν ζητηθεί και ληφθεί από τους Ανεξάρτητους Κριτές, αποφαίνεται τελικά για το θέµα και πληροφορεί σχετικά τον αιτητή». (Η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Οι Κανονιστικές διοικητικές πράξεις εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου και συνήθως θέτουν κανόνα ή κανόνες δικαίου. Ιεραρχικά έπονται του Νόμου και δεν μπορούν να τον τροποποιούν ή να αντίκεινται σε διατάξεις αυτού.
Έτσι, ο λόγος έφεσης αρ. 5 απορρίπτεται.
Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει για τους λοιπούς λόγους έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση, ομού με τη σχετική διαταγή για έξοδα, παραμερίζονται. Η προσβαλλόμενη απόφαση της αρμόδιας αρχής παραμερίζεται.
Τα έξοδα της έφεσης καθώς και τα πρωτόδικα έξοδα, εκ συνολικού ποσού €5.500, πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Η φράση « ή και αφού λάβει υπόψη τεκμηριωμένη ιδίαν γνώση» δεν είναι ενσωματωμένη στην Κυπριακή Πηγή Νομικής Πληροφόρησης Cylaw.
[2] «Το Συμβούλιο δύναται όπου κρίνει αναγκαίο να παραπέμψει μια αίτηση σε δύο τουλάχιστον ανεξάρτητους κριτές, των οποίων το γνωστικό αντικείμενο είναι συναφές με τον υπό εξέταση τίτλο σπουδών, ένας εκ των οποίων ορίζεται συντονιστής, και οι οποίοι μελετούν και υποβάλλουν στο Συμβούλιο, ο καθένας ξεχωριστά, την εισήγησή τους».
[3] «4. —(1) Το Συµβούλιο έχει τις ακόλουθες αρµοδιότητες: … (δ) Καταρτίζει και διατηρεί Μητρώο Ανεξάρτητων Κριτών στο οποίο περιλαµβάνονται εγνωσµένου κύρους Καθηγητές, Αναπληρωτές Καθηγητές και Επίκουροι Καθηγητές από ∆ηµόσια Πανεπιστήµια στη ∆ηµοκρατία ή/και αναγνωρισµένα πανεπιστήµια του εξωτερικού. (ε) Αποφαίνεται σε οποιοδήποτε θέµα, λαµβάνοντας, όπου κρίνει τούτο αναγκαίο, ξεχωριστές τεκµηριωµένες εισηγήσεις από δύο τουλάχιστον ανεξάρτητους κριτές και πληροφορεί σχετικά τον αιτητή».( Η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου).
[4] «10.— (2) Στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, το Συµβούλιο δύναται, όπου κρίνει αναγκαίο, να παραπέµψει την αίτηση σε δύο τουλάχιστον Ανεξάρτητους Κριτές, των οποίων το γνωστικό αντικείµενο είναι συναφές µε τον υπό εξέταση τίτλο σπουδών και οι οποίοι µελετούν και υποβάλλουν στο Συµβούλιο, ο καθένας ξεχωριστά, την τεκμηριωμένη εισήγησή τους». (Η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου).
[5] « Το Συμβούλιο, δύναται όπου κρίνει αναγκαίο να παραπέμψει μια αίτηση σε δύο τουλάχιστον ανεξάρτητους κριτές, των οποίων το γνωστικό αντικείμενο είναι συναφές με τον υπό εξέταση τίτλο σπουδών, ένας εκ των οποίων ορίζεται συντονιστής, και οι οποίοι μελετούν και υποβάλλουν στο Συμβούλιο, ο καθένας ξεχωριστά, την εισήγησή τους» .(Η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο