ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(δ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/21)
5 Δεκεμβρίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΙΟΥΝΑΝΑΣ ΤΣΑΜΟΥΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσας,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΜΕΣΩ,
ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων.
_________________
Π. Μαυρής, για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Ι. Κοτζιάπασιη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
_________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα αντιτίθεται στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.6.21, με την οποία απορρίφθηκε η Προσφυγή 617/17 («η Προσφυγή»), κατά της απόφασης των Εφεσίβλητων να μην αποδεχθούν την αίτηση του αποβιώσαντα πατέρα της - Βλαδίμηρου Σωτηριάδη («ο αιτητής») - ημερομηνίας 11.6.08 για λήψη δημόσιου βοηθήματος.
Δυο λόγια για τα γεγονότα, ως τούτα προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση, τη δικογραφία και τον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1).
Ο αιτητής καταγόταν από τη Γεωργία. Είχε Ελληνική υπηκοότητα, με τη σύζυγο του να κατάγεται επίσης από τη Γεωργία. Το ζεύγος απέκτησε δύο παιδιά, εκ των οποίων το ένα βρίσκεται στο εξωτερικό και το άλλο, η Εφεσείουσα, να διαμένει και να εργάζεται στην Κύπρο. Ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος την 11.6.08, με εξαρτώμενη τη σύζυγο του. Η αίτηση εγκρίθηκε την 25.11.08 με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία υποβολής της. Σε επαναξιολόγηση των δεδομένων, οι Εφεσίβλητοι διαπίστωσαν πως ο αιτητής δεν είχε εξασφαλίσει δελτίο μόνιμης διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ η σύζυγος βρισκόταν στην Κύπρο με το καθεστώς της «επισκέπτριας» και ήταν δηλωμένη ως εξαρτώμενη της Εφεσείουσας, η οποία αποδέχθηκε να αναλάβει την ευθύνη συντήρησης της. Τούτων δοθέντων, θεωρήθηκε ότι λανθασμένως είχε εγκριθεί η παροχή δημοσίου βοηθήματος στο ζεύγος, αφού δεν πληρούνταν οι απαιτήσεις των άρθρων 3(2)-3(4) του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/06 («N.96(I)/06»). Η παροχή του βοηθήματος τερματίστηκε από την 1.11.11, με τον αιτητή να ειδοποιείται σχετικώς. Την 11.2.13 ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος με εξαρτώμενη την σύζυγο του. Στην αίτηση, είχε επισυνάψει βεβαίωση στην οποία αναφερόταν ότι παρουσίαζε συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας, ενώ η σύζυγος δεν έδωσε στοιχεία που να δικαιολογούν την παροχή βοηθήματος ως άνεργη ή ασθενής. Την 22.7.13 οι Εφεσίβλητοι απέρριψαν την αίτηση, ειδοποιώντας και πάλι σχετικώς τον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 25.7.13. Την 14.10.13 ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο (Προσφυγή 6285/13), ζητώντας ακύρωση της απόφασης. Οι Εφεσίβλητοι, ύστερα από μελέτη της υπόθεσης, ανακάλεσαν το περιεχόμενο της επιστολής 25.7.13 και προχώρησαν σε επανεξέταση της αίτησης. Η προσφυγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Κατά την επανεξέταση, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, οι Εφεσίβλητοι διαπίστωσαν πως το ζεύγος δεν πληρούσε τις προαναφερθείσες νομοθετικές πρόνοιες καθότι ο αιτητής ουδέποτε εργάστηκε στην Κύπρο ή αιτήθηκε την εξασφάλιση παραμονής στη Δημοκρατία με σκοπό την άσκηση εργασίας. Κατά συνέπεια, ως εξέλαβαν οι Εφεσίβλητοι, δεν απέκτησε ιδιότητα μισθωτού ή αυτοαπασχολουμένου ώστε ο ίδιος και η σύζυγος του να έχουν δικαίωμα παροχής δημόσιου βοηθήματος. Δόθηκαν οδηγίες για σχετική ενημέρωση του αιτητή περί της νέας διοικητικής απόφασης. Μετά από έρευνα, φάνηκε πως εκ παραδρομής τούτος δεν είχε λάβει τη σχετική ενημέρωση. Την 6.2.17 ο αιτητής ενημερώθηκε με διπλοσυστημένη επιστολή. Δυστυχώς, απεβίωσε την 1.3.17, με την Εφεσείουσα να υποβάλλει την Προσφυγή ως διαχειρίστρια της περιουσίας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, στο πλαίσιο προδικαστικής ένστασης των Εφεσίβλητων, ότι η Εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος, αφού το δημόσιο βοήθημα, ως αποφάνθηκε, παρέχεται κατά τον Ν.95(Ι)/06 για την κάλυψη των βασικών και ειδικών αναγκών του αιτούντα. Κατ’ ακολουθίαν, κατέταξε το δικαίωμα ως προσωποπαγές, αποδέχθηκε την ένσταση και απέρριψε την Προσφυγή.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερεις λόγους έφεσης καταλογίζοντας στο Διοικητικό Δικαστήριο νομική και πραγματική πλάνη (λόγοι έφεσης 1, 2 και 4), καθώς και ένδεια αιτιολογίας (λόγος έφεσης 3).
Εξετάσαμε όσα μας τέθηκαν. Σε αυτά, εντάσσονται και τα επιμελή περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης σωρευτικώς, εφόσον είναι κατ’ ουσίαν αλληλένδετοι.
Οι κρίσιμες πρόνοιες του Ν.95(Ι)/06 διαλαμβάνουν τα πιο κάτω (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες άλλες ακολουθούν):
«3.[...]
(2) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:
(α) έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία και ο οποίος διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος ασκεί το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας ή για την άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας ή που διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου, και ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι Ευρωπαίοι πολίτες οι οποίοι δεν διατηρούν την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου και οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα διαμονής τους στη Δημοκρατία προκειμένου να αναζητήσουν εργασία, για όσο χρονικό διάστημα αναζητούν εργασία, δεν έχουν δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα.
(4) Σε κάθε ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για περίοδο άνω των τριών μηνών,
(β) απέκτησε το δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία διότι απέδειξε ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του ή λόγω παρακολούθησης σπουδών, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, και
(γ) στη συνέχεια απώλεσε τους πιο πάνω αναφερόμενους πόρους με αποτέλεσμα τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί του πόροι να μην επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου».
Στη βάση των ως άνω διατάξεων, εξάγεται ότι το περί ου ο λόγος δημόσιο βοήθημα παρέχεται για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του ίδιου του αιτητή. Τούτο, διακρίνει την περίπτωση από εκείνες που απασχόλησαν, για παράδειγμα, τη δικαστική σκέψη στην Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 327 και στην Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 166/19, ημ. 21.10.24, τις οποίες προέταξε η Εφεσείουσα.
Επομένως, το προσωποπαγές του πράγματος - διότι περί τέτοιου πρόκειται - σφραγίζει και την κατάληξη, με ορθή επί του προκειμένου την πρωτόδικη προσέγγιση επί της ουσίας .
Σε ό,τι αφορά στις αιτιάσεις της Εφεσείουσας πως η πρωτόδικη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας - με παρεπόμενο τον επηρεασμό της δίκαιης δίκης - αυτές μας βρίσκουν αποκλίνοντες με κάθε σεβασμό..
Μπορεί η πρωτόδικη απόφανση να μην αποτυπώθηκε σε πολυσέλιδο κείμενο, πλην όμως ο λόγος της ήταν σαφής και πλήρης επί όσων προβλημάτισαν.
Τούτο, προκύπτει από το σύνολο της απόφασης αλλά και πιο εξειδικευμένα από τη δικαστική αποτίμηση των κρίσιμων γεγονότων και την πραγμάτευση των εφαρμοζόμενων νομολογιακών αρχών, όπως και από τη συνοδό διαφοροποίηση τους αναφορικώς προς τα επίμαχα ζητήματα, ως τα είχε προωθήσει και ερμηνεύσει η Εφεσείουσα με αναφορά και σε σχετική νομολογία.
Είπε και τα εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«[...] Προτεραιότητα εξέτασης έχει η προδικαστική ένσταση που εγείρει ο καθ' ου η αίτηση με την οποία εισηγείται ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος. Το ζήτημα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο το δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα είναι προσωποπαγές ή πραγματοπαγές.
Τέτοια ζητήματα εξετάστηκαν στα πλαίσια θανάτου του αιτητή εκκρεμούσης προσφυγής όπου αποφασίστηκε ότι η συνέχιση της δίκης δεν είναι δυνατή εφόσον το αντικείμενο αυτής είναι προσωποπαγές (βλ. Chrysostomides v. Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397 και Georgiou v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1571).
Ο Στασινόπουλος στο σύγγραμμα «Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων», 1951, αναφέρει τα πιο κάτω:
«Κατά κανόνα, αι διοικητικαί πράξεις δέον να θεωρώνται προσωποπαγείς, υπό την έννοιαν ότι ισχύουν μόνον έναντι του προσώπου, επ' ονόματι του οποίου εξεδόθησαν, ουχί δ' έναντι των καθολικών ή ειδικών διαδόχων αυτού. Η έναντι των διαδόχων τούτων ισχύς της πράξεως αποτελεί εξαίρεσιν. Προσωποπαγείς πράξεις είναι οι διορισμοί δημοσίων υπαλλήλων, αι άδειαι ασκήσεως επαγγελμάτων, τελούντων υπό αστυνομικήν του κράτους εποπτείαν, ως η άδεια λειτουργίας εργοστασίου, η άδεια συστάσεως φαρμακείου, η άδεια ιδρύσεως κλινικής κλπ., εφ' όσον οι νόμοι δεν προβλέπουν ειδικάς λύσεις, ως και γενικώς πάσα πράξις, διά την έκδοσιν της οποίας ελήφθησαν υπ' όψιν στοιχεία και προϋποθέσεις συνδεδεμέναι προς το πρόσωπον, επ' ονόματι του οποίου εξεδόθη. Διά του θανάτου του προσώπου τούτου, λήγει η ισχύς της πράξεως, τα δ' έννομα αποτελέσματα αυτής δεν είναι δυνατόν να συνεχισθώσιν έναντι των ειδικών ή καθολικών διαδόχων του προσώπου τούτου.»
Η υπό κρίση προσφυγή αφορά δημόσιο βοήθημα που παρέχεται, σύμφωνα με τον Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, Ν. 95(Ι)/2006, για την κάλυψη των «βασικών και ειδικών» αναγκών του αιτούντα. Συνεπώς, πρόκειται για αμιγώς προσωποπαγές δικαίωμα για το οποίο η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον. Η αναφορά της αιτήτριας σε δικαστικές αποφάσεις αφορά προσφυγή που ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο που απεβίωσε στο μεταξύ. Η παρούσα διαφέρει εφόσον ουδέποτε ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο».
Ας μην λησμονείται εξάλλου - και αυτά παρατίθενται εδώ ως ένα κατά βάσιν απόσταγμα της νομολογίας - ότι δεν υπάρχουν στερεότυπα στον τρόπο σύνταξης των δικαστικών αποφάσεων ή κάποια αυστηρώς προδιαγεγραμμένη αρχιτεκτονική δομή ή συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής. Αυτό, αναμφιβόλως, δεν αποκλείει, κατά περίπτωση, την πιθανότητα το όποιο φαινομενικά ιδιόρρυθμο ή ανορθόδοξο αυτής, να επιδράσει στη δικαιότητα της δίκης ή σε άλλα δικαιώματα του εκάστοτε επηρεαζόμενου. Το κρισίμως επιδιωκόμενο ωστόσο είναι να αποκαλύπτονται στην απόφαση οι αξιολογικές εκείνες διεργασίες που οδήγησαν στη δικαστική κρίση ώστε τούτη όχι μόνο να καταδεικνύει δεόντως την αιτιολογία για το αποτέλεσμα και την ετυμηγορία αλλά την ίδια στιγμή να παρέχει και την αντικειμενική δυνατότητα εφετειακού ελέγχου της ορθότητας της. Έχει λοιπόν τη σημασία του ο Δικαστής να είναι θωρακισμένος ως προς τον τρόπο που επιλέγει να εκφράσει την απόφαση του. Τούτο, συγκροτεί και δείγμα δικαστικής ανεξαρτησίας και αυτονομίας, με την κάθε περίπτωση να κρίνεται, εννοείται, στα δεδομένα της.
Έτσι πράχθηκε εδώ, όπου καμιά πτυχή των όσων εισηγήθηκε επί της υπό συζήτηση θεματικής η Εφεσείουσα δεν θα μπορούσε λελογισμένως να οδηγήσει σε αποδοχή των όσων διατείνεται .
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η απόφαση των Εφεσίβλητων επικυρώνεται.
Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €3.700,00, υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/μκε
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο