(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 118/2024)
20 Νοεμβρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π., ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
A. K.
Εφεσείων,
v.
ΚYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ MEΣΩ
1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Ν. Ζένιου & Μ. Καζάκος, για Α. ΧΡΙΣΤΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βελίκοβα (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.: To Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με απόφαση του ημερομηνίας 21/11/2024 απέρριψε την Προσφυγή Αρ. Δ.Κ. 19/2024, με την οποία ο Εφεσείων αμφισβήτησε την απόφαση της Εφεσίβλητης να εκδώσει εναντίον του διάταγμα κράτησης δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (εφεξής «Ν. 6(Ι)/2000»).
Ο Εφεσείων είναι υπήκοος Συρίας. Aφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων από την Τουρκία περιοχών και στις 19/03/2024 αιτήθηκε πολιτικό άσυλο. Σύμφωνα με επιστολές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) ο Εφεσείων φέρεται να είναι μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ISIS). Στις 22/07/2024 εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντα διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Ν.6(Ι)/2000 «για την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας και Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας καθότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του προκύπτει, ότι είναι μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους εγερθέντες από τον Εφεσείοντα λόγους ακύρωσης και ισχυρισμούς απέρριψε την Προσφυγή επικυρώνοντας το προσβαλλόμενο διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Στην κυπριακή νομολογία φαίνεται ότι ο ενεστώς κίνδυνος από την συμπεριφορά του ατόμου δεν απαιτείται να τεκμηριώνεται στη βάση διαπίστωσης προηγούμενης, παρελθούσας καταδίκης του ατόμου. Αρκεί τα στοιχεία να προκαλούν ευλόγως ανησυχία. Όπως ευκρινώς λέχθηκε στην υπόθεση FLORIN PUSCASU ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 771/2012, 12/9/2014, ECLI:CY:AD:2014:D674:
«[…] Στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, αναφέρθηκαν από αυτό το Δικαστήριο τα πιο κάτω τα οποία και υιοθετούνται σε σχέση με το όλο νομοθετικό και νομολογιακό πλέγμα και ερμηνεία που διέπει τις υποθέσεις του είδους: […]
Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.»
Ακολούθως, σημείωσε ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε και σε απόρρητο υλικό και συγκεκριμένα στις επιστολές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ΥΑΜ, η οποία υπάγεται στην Κυπριακή Αστυνομία, ημερ. 11/7/2024 και 19/7/2024.»
Συναφώς αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με εγκληματική δραστηριότητα του Εφεσείοντα στην Τουρκία στη βάση των ουσιαστικών πληροφοριών που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως απόρρητες και που συμπληρώθηκαν με την αποκάλυψη τους από την Εφεσίβλητη:
«Συγκεκριμένα το εν λόγω έγγραφο αποκαλύπτει το ουσιαστικό περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ ημερ. 11/7/2024 με την οποία αιτιολογείται ότι ο Αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την Εθνική Ασφάλεια και για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ειδικότερα γίνεται αναφορά στη προσωπική συνέντευξη του Αιτητή, ημερομηνίας 13/03/2024 από μέλος της ΥΑΜ, Πιο συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στις ουλές που φέρει ο Αιτητής στο πρόσωπο, στα χέρια και τα μπράτσα καθώς και σε δερματοστιξίες στο σώμα του Αιτητή με μια εξ αυτών απεικονίζεται ένα πιστόλι, στα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ως προς τον τρόπο άφιξης του στην Κυπριακή Δημοκρατία, στην είσοδο του Αιτητή στις ελεύθερες περιοχές, στον εντοπισμό του από μέλη της Αστυνομίας και την μεταφορά του στο ΚΕ.Π.Υ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ», καθώς και στην επίσκεψη που δέχθηκε από μέλη της οικογένειας του.
Καταγράφεται επίσης, ότι λήφθηκε συνέντευξη του Αιτητή στις 21/03/2024 όπου γίνεται αναφορά στα όσα καταγράφηκαν στη συνέντευξη του, ήτοι το όνομα του, την καταγωγή του, την οικογένεια του, την εκπαίδευση του, το θρήσκευμα του, τους γονείς του, το ότι μέχρι την ηλικία των 16 ετών ζούσε στη Συρία και εκ τότε αναχώρησε και διέμενε μόνιμα στην Τουρκία. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στον τρόπο που ο Αιτητής έφθασε στην Κυπριακή Δημοκρατία από την Τουρκία ,στα όσα ανέφερε ο Αιτητής ως προς τις ουλές που φέρει στο σώμα του και τις δερματοστιξίες.
Εν συνεχεία, καταγράφεται ότι σύμφωνα με πληροφορίες, ο Αιτητής είναι μέλος του Ισλαμικού Κράτους (ΙSΙS) καθώς και ο ρόλο που είχε στην τρομοκρατική οργάνωση. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά ότι σύμφωνα με πληροφορίες, ο Αιτητής φέρει τραύμα στο μάτι και σημάδια από σφαίρες στο σώμα του τα οποία συνδέονται με τη δράση του. Επιπρόσθετα, καταγράφεται ότι σύμφωνα με πληροφορίες ο Αιτητής μετέβηκε στην Τουρκία όπου δραστηριοποιείτο στην πώληση όπλων και κοκαΐνης.
Ως εκ των ανωτέρω, με την εν λόγω επιστολή γίνεται εισήγηση για έκδοση Διατάγματος Κράτησης και απέλασης του Αιτητή ενόψει του ότι ο αυτός καθίσταται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή τόσο για την Εθνική Ασφάλεια όσο και για τη Δημόσια Τάξη και ασφάλεια.
Τέλος, στην επιστολή ημερομηνίας 11 Ιουλίου 2024,υπάρχει σημείωση ημερομηνίας 18/07/2024 από λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στο εξής «Δ.ΤΑΠΜ », με την οποία γίνεται ενημέρωση αναφορικά με επικοινωνία του εν λόγω λειτουργού μαζί με υποδιοικητή της ΥΑΜ αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση του Αιτητή, για την οποία ενημερώνει ότι θα γίνει περαιτέρω έρευνα.
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή πως η απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση, σύμφωνα με την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (Ε), εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου (2000-2023), δεν διέπεται από επαρκή ή/και δέουσα αιτιολογία ή/και έρευνα, αφού, κατά την θέση του, αφενός δεν δύνανται να στοιχειοθετηθούν υπό τις περιστάσεις κι, αφετέρου, δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία ή/και η ατομική αξιολόγηση του Αιτητή, ως απαιτεί η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, για την εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος δεν με βρίσκει σύμφωνη.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης
[…]
Τα δεδομένα που έχουν συνοπτικά αναφερθεί προηγουμένως με τις λεπτομέρειες τους να ανευρίσκονται στον απόρρητο διοικητικό φάκελο, που κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου εύλογα δικαιολογούν την απόφαση των καθ΄ ων να προβούν στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων δεδομένου ότι δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκη να υπάρχει προηγούμενη καταδικαστική από Δικαστήριο απόφαση, αλλά ούτε και να έχει απευθυνθεί κατηγορία εναντίον ατόμου. Στην Eddine v. Δημοκρατίας - ανωτέρω - η Ολομέλεια θεώρησε ότι ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχομένων προβλημάτων στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία είναι επαρκείς. Η διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού όταν τίθενται θέματα κρατικής ασφαλείας και το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας, (Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012 κ.ά., ημερ. 20.2.2013 και Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443). [..]»
Όπως προκύπτει μέσα από τη νομολογία, η ευχέρεια του κράτους να αποφασίσει πως συγκεκριμένη ατομική συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εθνική του ασφάλεια είναι ευρεία και κρίνεται πάντα κατά περίπτωση. Στη βάση αυτής ακριβώς της προσωποποιημένης αξιολόγησης που απαιτείται προτού αποφασιστεί η κράτηση ατόμου ως συνιστών κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, εδράζεται η υποχρέωση το μέτρο κράτησης να επιβάλλεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο κίνδυνος είναι τόσο σοβαρός ή ανάλογης βαρύτητας του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου.
Το προφίλ του Αιτητή όπως προβάλλεται από την επιστολή της ΥΑΜ ημερ. 11/7/24 ήταν επαρκής για την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ώστε να οδηγηθεί στην έκδοση της προσβαλλομένης πράξης, ενέργεια που βρίσκει σύμφωνο το παρόν Δικαστήριο. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τον Αιτητή οι πληροφορίες για τη δράση του τόσο στη χώρα του όσο και στη Τουρκία δεν χρήζουν άλλης ανάλυσης και αυτοδίκαια οδηγούν στη κατάληξη ότι έχει εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα από την Δ/τρια του ΤΑΠΜ ,συνεπώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου η αιτιολογία της προσβαλλόμενης προκύπτει από την εν λόγω επιστολή στη βάση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη και καταγράφεται στο Διάταγμα που εκδόθηκε και υπογράφηκε από την Δ/τρια του ΤΑΠΜ και είναι αποτέλεσμα ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.
[…]
Περαιτέρω η τήρηση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας είναι θεμελιώδους σημασίας στις περιπτώσεις που αποφασίζεται η κράτηση αιτούντος προστασίας.
[…]
Συνεπώς, το μέτρο κράτησης Αιτητή διεθνούς προστασίας επιβάλλεται κατ' εξαίρεση και μόνο εάν δεν μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο. (Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑704/20 και C‑39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ. 08/11/2022, σκέψη 78).
Ωστόσο στη βάση των πραγματικών περιστατικών και την αξιολόγηση του Αιτητή ως επικίνδυνου για την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη δεν χωρεί η εξέταση εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Δ/ντριας του Τμήματος Αρχείου πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου και εφόσον στο φάκελο βρίσκονται τα απαιτούμενα εκείνα στοιχεία και δεν έχω λόγο ή εξουσία να αμφισβητήσω την αποδεκτότητάς τους και που δικαιολογημένα καθορίσαν και την απόφαση της Δ/ντριας του Τ.Α.Π.Μ. Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο δεν υποκαθιστά με οποιοδήποτε τρόπο το ανακριτικό έργο των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας αλλά ούτε εξετάζεται η αξιοπιστία των πληροφοριών συναφών με το προφίλ του Αιτητή που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του Κράτους αλλά ούτε από που προέρχονται αυτές.
Το παρόν Δικαστήριο καλείται να αξιολογήσει είναι κατά πόσον δικαιολογείται η κράτηση του Αιτητή ως προσώπου επικίνδυνου για την προστασία της δημοσίας τάξης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του.
[…]
Παραπέμπω επίσης στη υπ. Αρ. 78/2019 Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου που μεταξύ άλλων αναφέρει:
[…]
Βλ. επίσης πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Δημοκρατίας ν. V. S., ημερ. 19.12.2023.
Εν κατακλείδι κρίνω ότι η κράτηση του Αιτητή δεν παραβιάζει το αρ.6 του Χάρτη (ΧΘΔ) αλλά ούτε και στο αρ.5 της ΕΣΔΑ και δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που θέτει ο περί Προσφύγων Νόμος και κρίνεται αυτή ως αναγκαία και αναλογική ως προς τον επιδιωκόμενο δια της κράτησης σκοπό ( απόφαση του ΔΕΕ C-18/16 K. v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/17 και του ΕΔΑΔ S.K. v. Russia, αρ.52722/15, ημ.14/12/17, παρ.111).»
Προχώρησε ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέτασε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί παραβίασης του δικαιώματος του σε ακρόαση τον οποίο απέρριψε σημειώνοντας ότι «προκύπτει από την απόρρητη επιστολή ημερ. 11/7/204 στο Δ.Φ. ότι δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω των συνεντεύξεων του να προβάλει τους ισχυρισμούς του» και ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του Άρθρου 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).
Η πρωτόδικη Απόφαση βάλλεται από τον Εφεσείοντα με τρεις Λόγους Έφεσης (αποσύρθηκαν οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 4 και 5 που αρχικά είχαν προβληθεί).
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιάζεται το Άρθρο 5.1(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «Σύμβαση») αναφορικά με την ελευθερία του προσώπου και την στέρηση της υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 προωθείται η θέση ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι το επίδικο διάταγμα ήταν απότοκο δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και με τον Λόγο Έφεσης Αρ.3, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε την εξουσία να εξετάσει την αξιοπιστία των πληροφοριών σχετικά με το προφίλ του Εφεσείοντα και ότι όφειλε να διενεργήσει δικαστικό έλεγχο που να επαληθεύει τις πληροφορίες.
Έχουμε εξετάσει τις θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων και των δύο πλευρών σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τη νομολογία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επιχειρηματολογώντας ο Εφεσείων υπέρ της θέσης του αναφορικά με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 υποστήριξε, με παραπομπή σε σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ (μεταξύ άλλων Β.Α. ν. Cyprus 24607/20 ημερομηνίας 2/10/2024, Μ.Β. ν. Νetherlands, 71008/16 ημερομηνίας 23.7.2024), πως το γεγονός ότι με βάση το ενωσιακό δίκαιο η κράτηση του Εφεσείοντα είναι επιτρεπτή για σκοπούς προστασίας της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης, δεν επιδρά στο γεγονός πως τέτοια βάση κράτησης εφόσον δεν διασυνδέεται στενά με τον σκοπό αποτροπής παράνομης εισόδου ή απέλασης ή έκδοσης, δεν προβλέπεται και δεν επιτρέπεται με βάση το διεθνές δίκαιο, ήτοι την ΕΣΔΑ. Συναφώς κατά τον Εφεσείοντα, το επίδικο διάταγμα κράτησης αντίκειται στο διεθνές δίκαιο και ειδικότερα στο Άρθρο 5.1(στ) της ΕΣΔΑ.
Αντιτείνει η πλευρά της Εφεσίβλητης, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός περί παραβίασης του Άρθρου 5.1(στ) της ΕΣΔΑ, αφού αυτό δεν καταστρατηγεί τις εθνικές και ευρωπαϊκές διατάξεις και εν πάση περιπτώσει οι ευρωπαϊκές διατάξεις καθίστανται ιεραρχικά ανώτερες.
Στην πρόσφατη απόφασή του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Ali Hajali v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 15/20, ημερομηνίας 16/09/2025, επί του ίδιου προβληθέντος ζητήματος, σημείωσε ότι το Άρθρο 5.1 της Σύμβασης διαφυλάττει τη διασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας του πολίτη από αυθαίρετες παρεμβάσεις του κράτους. Υπέδειξε, με παραπομπή σε σχετική νομολογία (βλ. Khlaifia and Others v. Italy, No. 16483/12, ημερομηνίας 5/12/2016), ότι το ΕΔΑΔ αναγνώρισε μέσα από τη νομολογία του ότι το Άρθρο 5.1(στ) της Σύμβασης «επιτρέπει στα κράτη να ελέγχουν την ελευθερία των αλλοδαπών στο πλαίσιο της μετανάστευσης νοουμένου ότι η κράτηση δεν είναι αυθαίρετη και εδράζεται σε νόμο». Σημείωσε επίσης τις αρχές που αποφασίστηκαν στην υπόθεση C-601/15, J.N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/02/2016, μεταξύ των οποίων «ότι το άρθρο 8(3) της Οδηγίας δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5.1(στ) της Σύμβασης» και κατέληξε ως ακολούθως:
«Στην ίδια απόφαση, ήτοι τη C-601/15 (ανωτέρω), σκέψη 79, διευκρινίστηκε, σε σχέση με την πρόνοια του εν λόγω άρθρου που αφορά την απέλαση, ότι, « ... η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας ασύλου δεν συνεπάγεται αυτή καθ' εαυτήν ότι η κράτηση δεν γίνεται «ενόψει απελάσεως», δεδομένου ότι η ενδεχόμενη απόρριψη της αιτήσεως ασύλου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεση των μέτρων απομακρύνσεως που έχουν ήδη ληφθεί (ΕΔΔΑ, προπαρατεθείσα απόφαση Nabil κ.λπ. κατά Ουγγαρίας, § 38)». Υπενθυμίζουμε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση εκκρεμούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, διαδικασία ασύλου.
Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση Saadi v. The United Kingdom [GC], no.13229/03, ECHR 2008. Καταγράφουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά, σκέψη 65:
[…]
Στη Suso Musa v. Malta, no. 42337/12, §§ 97-99, 23.07.2013 το ΕΔΑΑ πρόσθεσε, επί του συγκεκριμένου θέματος, ότι η πιο πάνω αρχή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος επιτρέπει στον αιτητή πολιτικού ασύλου να εισέλθει και να παραμείνει στη χώρα, κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης του, όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση.
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση Β.Α. v. Cyprus, no. 24607/2020, 2.10.2024, σκέψεις 55 και 56, τις παραθέτουμε αυτούσιες:
«55. In interpreting the meaning of the first limb of Article 5 § 1 (f) for the first time in the case of Saadi (cited above, § 65) the Court considered that until a State had "authorised" entry into the country, any entry was "unauthorised" and the detention of a person who wished to effect entry and who needed but did not yet have authorisation to do so, could be ordered, without any distortion of language, to "prevent his effecting an unauthorised entry". The Court has never accepted that as soon as an asylum-seeker surrenders himself or herself to the immigration authorities, he or she is seeking to effect an "authorised" entry, with the result that detention cannot be justified under the first limb of Article 5 § 1 (f). To interpret the first limb of Article 5 § 1 (f) as permitting detention only of a person who has been shown to be trying to evade entry restrictions would be to place too narrow a construction on the terms of the provision and on the power of the State to exercise its undeniable right of control of entry into and residence in the country. Such an interpretation would, moreover, be inconsistent with Conclusion no. 44 of the Executive Committee of the United Nations High Commissioner for Refugees' (UNCHR) Programme, the UNHCR's Guidelines and Recommendation Rec (2003)5 of 16 April 2003 of the Committee of Ministers of the Council of Europe on measures of detention of asylum-seekers (ibid., §§ 34-35, 37 and 65). In Saadi, national law provided that a person be granted temporary admission pending a decision to give or refuse that person leave to enter; a person granted such temporary admission was excluded from the rights available to those granted leave to enter, in particular the right to seek an extension of leave to remain, but was nonetheless "lawfully present" in the United Kingdom for the purposes of social security entitlement (ibid., § 21). Such temporary admission was not regarded by the Court as precluding the prospect of an "unauthorised entry to the country" within the meaning of Article 5 § 1 (f).
56. In Suso Musa v. Malta (no. 42337/12, §§ 97-99, 23 July 2013) the Court reiterated the principles set out in Saadi and noted, in addition, that where a State had gone beyond its obligations and enacted legislation explicitly authorizing the entry or stay of asylum-seekers, any ensuing detention for the purpose of preventing an unauthorized entry might raise an issue under Article 5 § 1 (f). Emphasizing that it was not for the Court to interpret the intention of the legislature one way or another, it considered that a legal provision that allowed asylum-seekers to enter or remain in Malta pending a final decision on their application did not necessarily require that an individual be granted formal authorization to stay or to enter the territory, as it might well be that the provision in question was simply intended to reflect international standards to the effect that an asylum-seeker could not be expelled pending the assessment of an asylum claim. The Court held that the question as to when the first limb of Article 5 § 1 (f) ceased to apply, because the individual had been granted formal authorization to enter or stay, was largely dependent on national law (ibid., § 97 in fine). Despite being faced with some conflicting interpretations in that particular case, the Court was ready to accept that the applicant's detention had had a sufficiently clear legal basis and fell under the first limb of Article 5 § 1 (f)».
Σε σχέση με την πιο πάνω απόφαση στην B. A. ν. Cyprus (ανωτέρω), την οποία επικαλείται η πλευρά του Εφεσείοντα στην υπό εξέταση υπόθεση ως ενισχυτική της θέσης του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σημείωσε και τα ακόλουθα:
«Εκ μέρους του εφεσείοντα προβλήθηκε η θέση ότι το ΕΔΑΔ, στην πιο πάνω υπόθεση, ήτοι στη Β.Α. ν. Cyprus, αποφάνθηκε ότι η κράτηση αιτητή πολιτικού ασύλου, ενώ εκκρεμεί η αξιολόγηση της αίτησης του, « ... δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιοδήποτε από τους λόγους με βάση τους οποίους επιτρέπεται η κράτηση υπό το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, που είναι οι εξαντλητικά καθορισμένοι λόγοι στο εδάφιο 1, του Άρθρου 5». Η πιο πάνω θέση δεν αντικατοπτρίζει το ratio decidendi της εν λόγω απόφασης, καταρρίπτεται δε από τα όσα καταγράφονται στις σκέψεις 55 και 56, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο κείμενο της απόφασης. Το ΕΔΑΔ στην απόφασή του επανέλαβε, ότι η κράτηση ενός ατόμου δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και παρατήρησε, μετά από εξέταση των στοιχείων που τέθηκαν, ότι στην ενώπιον του περίπτωση, δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι η κράτηση του αιτητή συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με το αποτέλεσμα της αίτησης του για χορήγηση πολιτικού ασύλου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τις σκέψεις 63 και 64:
«63. . Therefore, even though there was a legal basis in domestic law for the applicant's detention, namely section 9ΣΤ(2)(ε) of the Refugee Law, his detention was based solely on national security grounds. It was not argued that these grounds involved the assessment of the applicant's background, which might well have been necessary to determine his asylum claim and his potential exclusion from international protection. Rather, those grounds appear to have been cited and applied more generally, as a general preventive or protective mechanism. In their observations, the Government submitted that the purpose pursued by the authorities had been specifically to protect national security and that the applicant had been placed in detention precisely because he had been regarded as dangerous for the security of the Republic of Cyprus (see paragraph 52 above). The decisions resulting from the internal reviews of the applicant's detention merely cited the existence of a risk and threat to national security as a reason for his continued detention (see paragraphs 25 and 34 above). The Supreme Court reviewing the lawfulness of the applicant's detention on appeal clarified that the lawfulness of the applicant's detention as an asylum-seeker had to be examined with due regard to the protection of national security, which had been the reason adduced for his detention (see paragraph 18 above). The threat to national security was therefore repeatedly cited as a stand-alone ground for the applicant's detention. The Court does not discern from the documents available to it, or from the Government's observations, that the applicant's detention on national security grounds was necessarily linked to the outcome of the asylum application or to the examination of his right to stay in the country. Accordingly, the applicant's detention on the sole basis of the need to protect national security cannot be considered to have been closely connected with the aim of preventing unauthorised entry».
Ακολουθούμε την πιο πάνω προσέγγιση και κατάληξη και σημειώνουμε πρόσθετα και τα εξής:
Στην Khalid Alaoui Mhammedi, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 78/2019, ημερομηνίας 16/10/2024, που και εκεί αφορούσε εκδοθέν διάταγμα κράτησης δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Ν.6(Ι)/2000, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ως δέουσα και συνάδουσα με τη νομολογία την ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν διέκρινε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας αναφορικά με τη θεματική των πιθανών παραβιάσεων από τη πλευρά της διοίκησης του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ακολούθως:
«Το Διοικητικό Δικαστήριο ανέλυσε δεόντως και τη θεματική των πιθανών παραβιάσεων του εκ πλευράς Εφεσίβλητων του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν διέκρινε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας.
Μήτε και των προειρημένων προνοιών.
Εν προκειμένω, είπε και αυτά το Διοικητικό Δικαστήριο:
«[...] [Έ]χει κριθεί από το ΕΔΔΑ (βλ. απόφαση ημερομηνίας 28.3.2000, Baranowski κατά Πολωνίας) πως οποιαδήποτε σύλληψη ή κράτηση, στις οποίες γίνεται αναφορά στο Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να έχει νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τις υπό αναφορά διατάξεις του Νόμου. Αφετέρου, υπό το φως και της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία εκτίθεται και πιο κάτω, είναι σαφές ότι το Ενωσιακό δίκαιο αναγνωρίζει μεν ότι η κράτηση αιτούντος διεθνούς προστασίας για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας του ατόμου, συνάδει όμως με σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι συμβάλλει στην προστασία του κράτους και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων. Ως προς το σημείο αυτό, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-601/15 PPU, «το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ. επ' αυτού απόφαση Digital Rights Ireland C-293/12 C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42)». Στην ίδια υπόθεση εξάλλου επισημάνθηκε ότι παρόλο που τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του Ενωσιακού δικαίου, η ΕΣΔΑ δεν συνιστά, ενόσω η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, «νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης». Επομένως, το κύρος του άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ πρέπει να εξεταστεί μόνο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Χάρτη. Τα δε δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και οι περιορισμοί που δύνανται να επιβληθούν στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με την διάταξη του άρθρου 6 δεν μπορούν να υπερβαίνουν εκείνους που επιτρέπονται από την ΕΣΔΑ. Ωστόσο, σύμφωνα με γενική ερμηνευτική αρχή, συνεχίζει το Δικαστήριο, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μην θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, μεταξύ άλλων, και του Χάρτη. Τηρουμένης δε της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καταλήγει η απόφαση, «διαπιστώνεται ότι μέτρο κράτησης βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικότερου συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση [...]».
Η ως άνω ανάλυση - πρέπουσα ως είναι - συνάδει κατ' αρχήν και με πιο επίκαιρη νομολογία, πέραν εκείνης στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί (Ekole ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Π. 48/22, ημ. 12.12.22, Ανκίτ ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Π. 29/21, ημ. 4.10.21)».
Στην Ekole ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, Αρ. 48/22, ημερομηνίας 12/12/2022, σημειώθηκαν επί του ίδιου θέματος τα ακόλουθα:
«Δεδομένης της αναθεωρητικής φύσης της παρούσας έφεσης, το θέμα που αποτέλεσε αντικείμενο της αίτησης πρωτόδικα, ήτοι η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος, όντας αιτητής ασύλου, εξετάζεται εξ υπαρχής, υπό το φως των πιο πάνω λόγων έφεσης. Στο επίκεντρο τούτου, είναι το γεγονός πως ο εφεσείων με το εν λόγω διάταγμα στερείται της ελευθερίας του, κατά παράβαση του Άρθρου 11.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται σε αυτό, «Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας.». Στο βασικό αυτό δικαίωμα υπάρχουν εξαιρέσεις. Η παρούσα περίπτωση, φαίνεται να εντάσσεται στην πρόνοια του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος, όπου προβλέπεται ότι η κράτηση επιτρέπεται, εφόσον η περίπτωση αφορά αλλοδαπό, «καθ' ου εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπόν απελάσεως» του. Ανάλογες πρόνοιες υπάρχουν στο άρθρο 5.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η ΕΣΔΑ), κυρωθείσα από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον ομώνυμο Νόμο 39/1962. Πλέον σημαντικός, όμως, είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό το πρίσμα των προνοιών του οποίου κρίνεται η νομιμότητα των οικείων νομοθετημάτων στον υπό αναφορά τομέα. Στο άρθρο 6 αυτού, προνοείται, ειδικά, ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια». Ό,τι επικαλείται ο εφεσείων, ήτοι το δικαίωμα στην ελευθερία.
Το μεταναστευτικό ζήτημα έχει προσλάβει σοβαρές διαστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αποτελεί εξαίρεση, με δεδομένη τη συρροή στα εξωτερικά σύνορα της, υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι αιτούνται της παραχώρησης διεθνούς προστασίας, για τους λόγους που προβάλλει ο καθένας από αυτούς. Όπως εξηγήθηκε, ήδη, ο εφεσείων θεωρείται ότι είναι αιτητής, για το πιο πάνω καθεστώς. Η περίπτωση του, επομένως, διέπεται από τα νομοθετήματα που θεσπίστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη ρύθμιση του προαναφερθέντος ζητήματος. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της Ένωσης, τα εφαρμόζει και η ίδια. Άμεσα σχετική επί του θέματος που εξετάζεται εδώ, είναι η Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, (η Οδηγία). Έχει μεταφερθεί στο δίκαιο της Δημοκρατίας, με τον τροποποιητικό Ν.105(Ι)/2016 και αποτελεί μέρος του βασικού Ν.6(Ι)/2000. Η παρούσα περίπτωση, όπως έχει προαναφερθεί, διέπεται, ειδικά, από τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του τελευταίου, αντίστοιχες του οποίου είναι οι πρόνοιες που απαντούν στο άρθρο 8 της Οδηγίας, οι οποίες έτυχαν ερμηνείας από το ΔΕΕ.
Δεδομένης, λοιπόν, της ιδιόμορφης κατάστασης ενός αιτητή ασύλου, ευρισκόμενου σε έδαφος που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία, γενικά, η περίπτωση του τυγχάνει αντιμετώπισης, στη βάση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ, του Νόμου. Κατά πρώτο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) αυτού, «Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή,.», εννοείται αιτητή ασύλου. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνατό να κριθεί αναγκαίο, αυτός να τεθεί υπό κράτηση. Τούτες, προβλέπονται, εξαντλητικά, στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ. Εν προκειμένω, ενδιαφέρει η παράγραφος (ε), του εν λόγω άρθρου. Ολόκληρη η, σχετική, πρόνοια έχει ως εξής:
[…]
Το Δικαστήριο, λόγω του αριθμού των θεμάτων που το απασχόλησαν, κατά την εξέταση της εφαρμογής της πιο πάνω πρόνοιας, αναφέρθηκε σε διάφορες, σχετικές επ΄ αυτών, αποφάσεις του ΔΕΕ. Με δεδομένους τους λόγους έφεσης, ξεχωρίζει, ως άμεσα σχετική, η αναφορά του στην υπόθεση C-601/2015, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15.2.2016. Αφορούσε προδικαστικό ερώτημα, σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 8 παράγραφοι 2 και 3(ε) της Οδηγίας, εξεταζομένου υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης εκείνης. Το ΔΕΕ, στην απόφαση του, αφού καθόρισε την έννοια της «δημόσιας τάξης», διατύπωσε τους παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη, σε περίπτωση που εξετάζεται η επιβολή του μέτρου της κράτησης σε αιτητή ασύλου. Τα όσα, σχετικά, ανέφερε παρατίθενται στις σκέψεις 65 και 67 της απόφασής του, ως εξής:
[…]
Προηγουμένως, το ΔΕΕ, στη σκέψη 53 της απόφασης του, αφού διαπίστωσε ότι το μέτρο κράτησης που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3(ε) της Οδηγίας, «ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση", δηλαδή την προστασία, μεταξύ άλλων, της δημόσιας τάξης, πρόσθεσε και το έξης, πολύ σημαντικό:
«53. . Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ' αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).»
Κατ΄ αρχάς, λοιπόν, σε συμφωνία οπωσδήποτε, με τη νομολογία, ανωτέρω, του ΔΕΕ, αναγνωρίζεται ότι δεν δικαιολογείται η καθιέρωση ενός κοινού κριτηρίου για το τι μπορεί να συνιστά απειλή κατά της δημόσιας τάξης ενός κράτους μέλους. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται με αναφορά στα δικά της περιστατικά και στη βάση αυτών, διαπιστώνεται κατά πόσο η συμπεριφορά του αιτητή, αποτελεί ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Το Δικαστήριο, σαφώς, έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω, στα οποία παρέπεμψε με σχετική αναφορά. Αυτά, το οδήγησαν στην καταληκτική κρίση του, που διατυπώνεται στο απόσπασμα που καταγράφεται προηγουμένως. Εμφανώς, με αυτή λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που το ΔΕΕ παρέθεσε, ειδικά, στις σκέψεις 53, 65 και 67, ανωτέρω, στη βάση των οποίων άσκησε, δεόντως, τη διακριτική εξουσία του, ώστε να μη δικαιολογείται επέμβαση, επ' αυτής, του Εφετείου.».
Τα ίδια εν πολλοίς αποφασίστηκαν και στην Ankit ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 29/2021, ημερομηνίας 04/10/2021, απόσπασμα της οποία παρατίθεται:
«Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η προστασία της δημόσιας τάξης όπως και της εθνικής ασφάλειας αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Η κράτηση ατόμου σε τέτοια περίπτωση αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλει (βλ. J. N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie 15/2/2016 C- 601/15/PPU σκέψεις 49-50).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στις πρόσφατες υποθέσεις Al Lakoud (ανωτέρω) και χχχ Alabdalla v. Δημοκρατίας Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/2019, ημερομηνίας 20/7/2021, όπου τονίστηκε ότι το άρθρο 8(3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(2) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση «...... σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας.».
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ακόλουθη αναφορά στην Alabdalla και Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 81/19, ημερομηνίας 20/7/2021:
«Σ' ό,τι αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου εφάρμοσε την Κυπριακή νομολογία αντί την εξειδικευμένη επί του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του αντίστοιχου άρθρου 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000, δεν συμφωνούμε. Εντοπίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναφορά ότι «Ο Νόμος ενσωματώνει, ως προκύπτει και από το προοίμιο του και την Οδηγία 2013/33/ΕΕ. Η συμβατότητα του Νόμου με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά του αιτητή. Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε)του Νόμου, κατ΄επίκληση της προστασίας της εθνικής ασφάλειας». Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετώντας το δικαστικό λόγο της απόφασης Κ.Α.Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 422/2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22/4/2019, έκρινε ότι το άρθρο 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000 αποτελούσε τη νομοθετική εξουσιοδότηση και πλαίσιο έκδοσης της απόφασης, κρίση που μας βρίσκει σύμφωνους, στη βάση της νομολογίας και ειδικότερα της πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mustafa Haghilo v. Δημοκρατίας Α.Ε. 156/2012 ημερομηνίας 27/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C91, ECLI:CY:AD:2018:C91, επίκληση της οποίας γίνεται στην Κ.Α.Μ (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη Haghilo:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του χαρακτήρισε ως εύστοχη την παρατήρηση της Δημοκρατίας, ότι εφόσον υπήρξε νομοθεσία προς ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό Δίκαιο, δεν μπορεί να εξετάζεται μέσω προσφυγής η επάρκεια της ημεδαπής νομοθεσίας.»
(βλ. επίσης απόφαση Εφετείου στη M.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 21/2020, ημερομηνίας 8/12/2023).
Έχοντας παραθέσει την ημεδαπή νομολογία επί του θέματος, η οποία υποστηρίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση του Εφεσείοντα ότι εν προκειμένω παραβιάζεται το Άρθρο 5.1(στ) της Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 (Ν.39/1962).
Όπως λέχθηκε ανωτέρω, έχει κριθεί από το ΕΔΑΔ ότι, αφενός οποιαδήποτε σύλληψη ή κράτηση στις οποίες γίνεται αναφορά στο Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να έχει νομική βάση στο εθνικό δίκαιο και αφετέρου υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ το ενωσιακό δίκαιο αναγνωρίζει ότι το περιοριστικό πιο πάνω μέτρο της ελευθερίας του ατόμου συνάδει με σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι συμβάλλει στην προστασία του κράτους και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων. Με το δεδομένο δε πως η ΕΣΔΑ δεν συνιστά, ενόσω η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης, το κύρος του Άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχει επίσης νομολογηθεί ότι τα δικαιώματα που προβλέπονται στο Άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέρος του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγεται το κύρος της γενικής ερμηνευτικής αρχής και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και του Χάρτη. Μόνο δε εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι και σε σκοπούς γενικού συμφέροντος, όπως είναι η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, επιτρέπεται να επιβάλλονται περιορισμοί των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου.
Με το δεδομένο ότι αποτελεί σκοπό του Άρθρου 8 παρ.3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, το μέτρο κράτησης βάσει της πιο πάνω διάταξης ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικότερου συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και η κράτηση ατόμων σε τέτοια περίπτωση αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού.
Έχει επίσης τονιστεί από τη νομολογία (ανωτέρω), ότι το Άρθρο 8(3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το Άρθρο 5.1(στ) της ΕΣΔΑ και ότι σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΄Ενωση σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως αυτές που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, την προστασία της εθνικής ασφάλειας και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης.
Συνεπώς, υπό το φως των ανωτέρω κρίνεται αβάσιμη η θέση του Εφεσείοντα ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 5.1(στ) της ΕΣΔΑ και ο Λόγος Έφεσης Αρ. 1 απορρίπτεται.
Αναφορικά με τους Λόγους Έφεσης Αρ. 2 και 3, τους οποίους ο Εφεσείων αναπτύσσει από κοινού, παρατηρούμε τα εξής:
Υποστηρίζει ο Εφεσείων, με παραπομπή σε σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να διενεργήσει έλεγχο της αξιοπιστίας και της πραγματικότητας των πληροφοριών που κατείχαν οι αρμόδιες αρχές του κράτους για το προφίλ του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το πιο πάνω θέμα είχε αναφερθεί σε έγγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με τίτλο «ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΥΑΜ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ Α.Κ. […]», το οποίο συμπεριελάμβανε όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως απόρρητες και που συμπληρώθηκαν με την πιο πάνω αποκάλυψη, αναφορικά με την εγκληματική δραστηριότητα του Εφεσείοντα στην Τουρκία. Συγκεκριμένα, το εν λόγω έγγραφο αποκάλυπτε το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ ημερομηνίας 11/07/2024 (ανωτέρω απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση), με την οποία αιτιολογήθηκε γιατί ο Εφεσείων αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.
Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια, τα δεδομένα αυτά με τις λεπτομέρειες τους να ανευρίσκονται στον απόρρητο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου «εύλογα δικαιολογούν την απόφαση των καθ’ων να προβούν στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων δεδομένου ότι δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να υπάρχει προηγούμενη καταδικαστική από Δικαστήριο απόφαση, αλλά ούτε και να έχει απευθυνθεί κατηγορία εναντίον ατόμου». Παρέπεμψε δε σε σχετική νομολογία (βλ. Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ.95), στην οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου «θεώρησε ότι ακόμα και γενικές ενδείξεις περί ενδεχομένων προβλημάτων στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία, είναι επαρκείς».
Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ευρεία ευχέρεια του κράτους να αποφασίζει πως συγκεκριμένη ατομική συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, η οποία κρίνεται πάντα κατά περίπτωση και σημείωσε ότι το μέτρο κράτησης επιβάλλεται στις περιπτώσεις που ο κίνδυνος είναι τόσο σοβαρός ή ανάλογης βαρύτητας του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου. Όπως υπέδειξε, το προφίλ του Εφεσείοντα, όπως προβάλλεται από την επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 11/07/2024, ήταν επαρκές ώστε να οδηγηθεί η διοίκηση στην έκδοση του διατάγματος, ενέργεια με την οποία συμφώνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αναφέρθηκε ακολούθως στις ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τον Εφεσείοντα και στις πληροφορίες για τη δράση του που οδήγησαν στην έκδοση του επίδικου διατάγματος. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου «η αιτιολογία της προσβαλλόμενης προκύπτει από την εν λόγω επιστολή στη βάση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη και καταγράφεται στο Διάταγμα που εκδόθηκε και υπογράφηκε από τη Δ/τρια του ΤΑΠΜ και είναι αποτέλεσμα αξιολόγησης του Αιτητή.»
Σε σχέση με τα στοιχεία του φάκελου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«[…] δεν έχω λόγο ή εξουσία να αμφισβητήσω την αποδεκτότητά(ς) τους και που δικαιολογημένα καθόρισαν και την απόφαση της Δ/ντριας του Τ.Α.Π.Μ.. Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο δεν υποκαθιστά με οποιοδήποτε τρόπο το ανακριτικό έργο των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας αλλά ούτε εξετάζεται η αξιοπιστία των πληροφοριών συναφή με το προφίλ του Αιτητή που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του Κράτους αλλά ούτε από που προέρχονται αυτές.»
Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντικατοπτρίζει η θέση της νομολογίας μας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σε σειρά αποφάσεων.
Ειδικότερα στη Mhammedi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα:
«Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε, και ευστόχως, να θυμίσει και υπογραμμίσει συναφώς τα περί ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (των Εφεσίβλητων) σε ζητήματα κρατικής ασφάλειας, υπογραμμίζοντας συν τω χρόνω και τα όρια της δικαστικής επέμβασης στα θέματα αυτά, τα οποία περιορίζονται κατά τη νομολογία, στον αντικειμενικό έλεγχο της νομιμότητας της αφορώσας απόφασης και όχι στην υποκειμενική υποκατάσταση της διοικητικής κρίσης για την επικινδυνότητα του αιτητή (Εφεσείοντα), δίχως εντούτοις να αποτρέπεται την ίδια στιγμή και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των συναφών πληροφοριών, όχι όμως η ουσιαστική εκτίμηση και αξιολόγηση τους ώστε να κριθεί το αν η απόφαση της Διοίκησης ήταν ενδεδειγμένη (Alabdalla ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 81/19, ημ. 20.7.21)».
Στην Αlabdalla ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) το ζήτημα τέθηκε ως ακολούθως:
«Σε θέματα εθνικής ασφάλειας το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται θέμα κρατικής ασφάλειας, ζητήματα για τα οποία έχει ευρείαν διακριτική ευχέρεια. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια γίνεται από τη διοίκηση ενώ το Δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της (βλ. Bekefi ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30.6.2016), ECLI:CY:AD:2016:C317. Στην πρόσφατη υπόθεση Al Lakoud v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2020, ημερομηνίας 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, ECLI:CY:AD:2021:A232, που αφορούσε σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης, αποφασίστηκε ότι «το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη».
Στη δε Bekefi ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 258 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Ορθά δε θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι πληροφορίες που η Αστυνομία συγκέντρωσε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εφόσον πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο, εφόσον συγκεντρώνονται από κατάλληλες πηγές, μπορεί να παρέχουν επαρκές πραγματικό έρεισμα για την απέλαση του. Βέβαια, η εκτίμηση των στοιχείων αυτών γίνεται από τη διοίκηση, η οποία πρέπει να αντικρίζει τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης με καλή πίστη, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το φως των αρχών που διέπουν το όλο ζήτημα.»
Επίσης στη Hamdan ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 141/2018, ημερoμηνίας 6/3/2024 επαναλήφθηκε με παραπομπή στην Eddine ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ότι οι πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από κατάλληλες πηγές, όπως η ΚΥΠ, εύλογα θεωρήθηκαν από τη διοίκηση ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει με την παρουσία του εκεί αιτητή στην Κύπρο (βλ. επίσης Rahimzadeh και Κυπριακή Δημοκρατία, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 119/2020, ημερομηνίας 25/02/2025, Ankit ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Με γνώμονα τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί η περί του αντιθέτου θέση του Εφεσείοντα και διαπιστώνουμε, από αναδρομή μας στον διοικητικό φάκελο, ορθή τη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και αξιολόγησης όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος ενωσιακού και εθνικού δικαίου.
Σημειώνεται τέλος ότι η παραπομπή του Εφεσείοντα σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ (Muhammad and Muhammad Νο. 809812/12, ημερομηνίας 15/10/2020, Hassine v. Rommania, 36328/13, ημερομηνίας 09/03/2021), δεν διευκρινίζει και αφήνει κενά ως προς τα έγγραφα που δεν προσκομίστηκαν στις υποθέσεις εκείνες, του περιεχομένου των φακέλων, την αιτιολογία των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών και εν τέλει των ιδιαίτερων περιστατικών των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Υπό το φως των ανωτέρω, απορρίπτονται οι συναφείς Λόγοι Έφεσης Αρ. 2 και 3.
Με βάση τα ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €2000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Π.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο