|
Προσφυγή Αρ. 19/2025
|
Μεταξύ:
AKTOR ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ, ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΕ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ «AKTOR ΟΜΙΛΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ»
Αιτητών
ν.
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
Αναθέτουσας Αρχής
Αναθεωρητική Αρχή
Προσφορών: Ανδρούλα Πούγιουρου, Πρόεδρος
Κάριν Γεωργιάδου, Μέλος
Ανδρέας Καρύδης, Μέλος
Πάρις Κωνσταντινίδης, Μέλος
Χριστίνα Σαββίδου, Μέλος
Αιτητές: AKTOR ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ, ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΕ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ «AKTOR ΟΜΙΛΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ»
Αντιπροσωπεύθηκαν από τους:
1. Μάριο Μυλωνά, Δικηγόρο για Μ. Χ. Μυλωνάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
2. Ροδούλα Γεωργίου, Δικηγόρο για Μ.Χ. Μυλωνάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
3. Στέλιο Οικονόμου, Δικηγόρο για Μ.Χ. Μυλωνάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
4. Παναγιώτα Δημητρίου, Δικηγόρο για Μ.Χ. Μυλωνάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
5. Ειρήνη Μενεγάκη, Δικηγόρο για Μ.Χ. Μυλωνάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Αναθέτουσα Αρχή: ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
Αντιπροσωπεύθηκε από τους:
1. Ρένα Παπαέτη Χατζηκώστα, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
2. Κυριακή Παπαδοπούλου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας
3. Μαρία Κελεπέσιη, Δικηγόρο της Δημοκρατίας
4. Κώστα Κωνσταντίνου, Πρώτο Εκτελεστικό Μηχανικό
5. Ευάγγελο Σταμπόλη, Εκτελεστικό Μηχανικό
6. Μαρία Διάκου, Εκτελεστικό Μηχανικό
Ημερομηνία έκδοσης Απόφασης: 19 Νοεμβρίου 2025
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα Προσφυγή η εταιρεία Aktor Ανώνυμη Εταιρεία Συμμετοχών, Τεχνικών και Ενεργειακών Έργων με διακριτικό τίτλο «Aktor Όμιλος Εταιρειών» (στο εξής «οι Αιτητές») ζητούν τα εξής:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ότι η πράξη και/ή απόφαση (στο εξής «απόφαση») του Τμήματος Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων (εφεξής η «Αναθέτουσα Αρχή») να επαναπροκηρύξει το διαγωνισμό με τους συγκεκριμένους όρους που περιέχονται στα έγγραφα του επίδικου διαγωνισμού σχετικά με το Έργο «ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΥ ΠΑΦΟΥ – ΠΟΛΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ, ΤΜΗΜΑ 1 – ΦΑΣΗ (Α) – ΑΡ. ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ: ΚΠΣ/12/2025/ΜΚ(Α) (εφεξής το «Έργο»), που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 08 Αυγούστου 2025 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή καταχρηστική και/ή στερείται νομικού αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ότι η πράξη και/ή απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής σχετικά με την προϋπολογιζόμενη δαπάνη και εκτιμώμενη αξία του Έργου στα €90.200.000 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή καταχρηστική και/ή αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και/ή του υγιούς ανταγωνισμού και/ή στερείται νομικού αποτελέσματος.
Γ. Δήλωση και/ή απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών για την Ακύρωση του Διαγωνισμού.
Δ. Δήλωση και/ή απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών για λήψη προσωρινού μέτρου (στο εξής «προσωρινό μέτρο») για αναστολή της διαδικασίας ανάθεσης και/ή της εκτέλεσης της πιο πάνω πράξης ή απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής και/ή της υπογραφής της σύμβασης, μέχρι να κριθούν τα επίδικα θέματα.
Ε. Διαζευκτικά με το Γ πιο πάνω, δήλωση και/ή απόφαση για υποχρέωση της Αναθέτουσας Αρχής να τροποποιήσει ή συμπληρώσει τους όρους του διαγωνισμού, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, όπως η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης και ο υγιής ανταγωνισμός.
ΣΤ. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών κρίνει εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις».
Σύμφωνα με την Έκθεση Γεγονότων και όπως αυτά συμπληρώνονται από τους Διοικητικούς Φακέλους, το Τμήμα Δημοσίων Έργων (στο εξής «η Αναθέτουσα Αρχή») στις 08.08.2025 προκήρυξε τον ανοικτό Διαγωνισμό με αρ. ΚΠΣ/12/2025/ΜΚ(Α) και τίτλο «Συμπλήρωση Μελέτης και Κατασκευής του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς, Τμήμα 1- Φάση (Α)» (στο εξής «ο Διαγωνισμός») εφόσον ο Αυτοκινητόδρομος δεν ολοκληρώθηκε λόγω του τερματισμού της Σύμβασης PS/DB/16 «Μελέτη και Κατασκευή του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς, Τμήμα 1 – Φάση Α». Η διαδικασία του Διαγωνισμού διεξάγεται ηλεκτρονικά μέσω του Συστήματος e-procurement και κριτήριο ανάθεσης είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει τιμής. Οι προθεσμίες υποβολής Σχολίων/Ερωτήσεων/Εισηγήσεων, αποστολής απαντήσεων και υποβολής προσφορών παρατάθηκαν μέχρι τις 23.01.2026, 30.01.2026 και 06.02.2026 αντίστοιχα.
Στις 22.08.2025 εκδόθηκε το Συμπληρωματικό Έγγραφο Αρ. 1 με το οποίο έγιναν μικροδιορθώσεις στους όρους του Διαγωνισμού.
Στις 18.08.2025 καταχωρήθηκε από πλευράς Αιτητών η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Προσφυγή με την οποία ζητούντο προσωρινά μέτρα τα οποία και δόθηκαν κατόπιν σχετικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μετά από ακρόαση, στις 22.08.2025.
Με την Προσφυγή τους οι Αιτητές, μέσω της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου τους, προβάλλουν έντεκα λόγους προς υποστήριξη των αιτούμενων θεραπειών που ουσιαστικά συνοψίζονται σε ακύρωση της επαναπροκήρυξης του Διαγωνισμού, της προϋπολογιζόμενης δαπάνης και εκτιμώμενης αξίας του έργου, του ίδιου του Διαγωνισμού ή διαζευκτικά με την τελευταία θεραπεία την τροποποίηση ή συμπλήρωση των όρων του Διαγωνισμού.
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης οι Αιτητές εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή οποιαδήποτε ενδιάμεση και/ή προπαρασκευαστική πράξη είναι αντίθετη με τους εν ισχύ Νόμους και Κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας και/ή αφορά έργο για το οποίο δεν λήφθηκε έγκριση της Περιβαλλοντικής Αρχής και/ή είναι αποτέλεσμα κακής εκτίμησης γεγονότων και/ή νομικών προνοιών και/ή παρωχημένης περιβαλλοντικής μελέτης. Με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης προβάλλεται κυρίως θέμα παραβίασης αρχών του Διοικητικού Δικαίου.
Συγκεκριμένα, με το δεύτερο λόγο ακύρωσης τίθεται θέμα άδικης και/ή μεροληπτικής απόφασης, η οποία παραβιάζει τις αρχές της ισότητας και/ή της διαφάνειας και/ή της καλής πίστης.
Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης προβάλλεται ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας και/ή παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, με τον τέταρτο λόγο ότι η απόφαση στερείται επαρκούς και/ή ειδικής αιτιολογίας, με τον πέμπτο λόγο ότι η απόφαση είναι καταχρηστική και/ή λήφθηκε κατά παράβαση αρχών του Διοικητικού Δικαίου, με τον έκτο λόγο ότι η απόφαση κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη Δημόσια Διοίκηση, τις Δημόσιες Αρχές και το Κράτος Δικαίου, με τον έβδομο παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της διαφάνειας με την μη επεξήγηση του όρου «Συμπλήρωση», με τον όγδοο προβάλλεται θέμα διοικητικής ασάφειας και νομικής ανασφάλειας που συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη και ενημερωμένη συμμετοχή, με τον ένατο λόγο προβάλλεται το έννομο συμφέρον των Αιτητών, με τον δέκατο λόγο θέμα μη εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και μη προστασίας της διαφάνειας, του ανταγωνισμού και της αποδοτικής χρήσης δημοσίων πόρων και τέλος με τον ενδέκατο παράλειψη από πλευράς Αναθέτουσας Αρχής επαρκούς έρευνας μαζί με ισχυρισμούς για πλημμελή εκτίμηση των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων.
Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των πολυσέλιδων γραπτών αγορεύσεων των δικηγόρων των μερών στις οποίες αναλύουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους, που είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν και προφορικά κατά την ακρόαση. Οι Αιτητές καταχώρησαν επιπρόσθετα και Απαντητική Γραπτή Αγόρευση κατόπιν σχετικής αδείας από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους ακύρωσης με την σειρά που τέθηκαν από τους Αιτητές με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους, ξεκινώντας από τον πρώτο λόγο στον οποίο και έδωσαν έμφαση.
Συγκεκριμένα ο πρώτος λόγος ακύρωσης, αποτελείται από τρία σκέλη εισηγήσεων που αναφέρονται σε παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας με την απουσία αφενός άδειας και/ή έγκρισης της Περιβαλλοντικής Αρχής για την κατασκευή του έργου και στήριξη αφετέρου σε παρωχημένη Περιβαλλοντική Μελέτη. Με το πρώτο σκέλος που είναι απόλυτα συναφές με το δεύτερο, γι’ αυτό θα εξεταστούν μαζί, οι Αιτητές προβάλλουν θέμα παραβίασης των όρων και της ίδιας της Προκήρυξης του Διαγωνισμού προνοιών του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2018 (Ν. 127(Ι)/2018) με την μη εκπόνηση επικαιροποιημένης Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΜΕΕΠ), όπως απαιτούσε ο Νόμος, εφόσον το έργο ενέπιπτε στο Παράρτημα 1 του Νόμου, παρά μόνο βασίστηκε στην προγενέστερη Μελέτη του 2018 η οποία είναι άκυρη και για την οποία διατυπώθηκαν επισημάνσεις από την Περιβαλλοντική Αρχή εξ ου και υποβλήθηκε Συμπληρωματική Περιβαλλοντική Έκθεση. Αυτό οδηγεί, κατά την άποψη τους, σε γενικότητα και ασάφεια των μέτρων για αποτροπή δυσμενών επιπτώσεων στα επηρεαζόμενα οικοσυστήματα. Ειδικά για την ΜΕΕΠ του 2018, με την Απαντητική τους αγόρευση εισηγούνται ότι έγινε στη βάση του Ν. 140(Ι)/2005 που ίσχυε πριν την εφαρμογή του Ν. 127(Ι)/2018.
Στα πλαίσια ανάπτυξης του πρώτου σκέλους προβάλλουν επίσης θέμα ελλιπούς περιβαλλοντικής τεκμηρίωσης του έργου και μη δέουσας έρευνας, ώστε να τίθεται θέμα έλλειψης διαφάνειας και αιτιολογίας καθώς και μη ορθής διοικητικής λειτουργίας.
Επίσης, συνεχίζουν, λόγω της ύπαρξης προηγούμενου Αναδόχου για το έργο, του οποίου η σύμβαση τερματίστηκε πρόωρα, καθιστά την αυτοψία των ενδιαφερόμενων προσφοροδοτών ανεπαρκή ως προς την πλήρη κατανόηση των κινδύνων και προκλήσεων που θα αντιμετωπίσουν.
Εισηγούνται περαιτέρω ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προηγείται της χορήγησης άδειας για τα έργα για τα οποία απαιτείται τέτοια εκτίμηση, όπως έχει υπογραμμιστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) σε νομολογία του (βλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-526/16 κ.ά.), ώστε να αποφεύγονται εξαρχής ρυπάνσεις ή οχλήσεις και όχι να καταπολεμούνται οι συνέπειες τους εκ των υστέρων. Η Αναθέτουσα Αρχή παρέλειψε όμως, προσθέτουν, στην παρούσα περίπτωση να προβεί σε τέτοια ενέργεια τον κατάλληλο χρόνο.
Με το δεύτερο σκέλος προβάλλεται θέμα παραβίασης της Προκήρυξης εκτός του Ν. 127(Ι)/2018, που αφορά το πρώτο σκέλος, επιπρόσθετα και του άρθρου 16 του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου του 2003 (Ν. 153(Ι)/2003) – Natura 2000 και της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους Οικοτόπους που προνοούν για τη σύνταξη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης για τα έργα που ενδέχεται να επιφέρουν επιπτώσεις σε προστατευόμενες περιοχές.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι στην παρούσα περίπτωση η ΜΕΕΠ του 2018 και η Έκθεση Οικολογικής Αξιολόγησης έτυχαν κοινής εκτίμησης από την Περιβαλλοντική Αρχή της οποίας η Γνωμοδότηση είναι ενιαία.
Οι Αιτητές εισηγούνται, με παραπομπή σε νομολογία του ΔΕΕ (βλ. C-258/11 Peter Sweetman and Others, C-6/04 Commission κατά Ιρλανδίας κ.ά.) ότι ένα έργο σε περιοχή Natura 2000 παρά την αρνητική Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση επιτρέπεται μόνο εφόσον συντρέχουν Επιτακτικοί Λόγοι Υπέρτερου Δημοσίου Συμφέροντος και δεν υφίστανται εναλλακτικές λύσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση. Οι περιβαλλοντικοί όροι δε που ο Υπουργός μπορεί να επιβάλει δυνάμει του άρθρου 16(7) του Ν. 153(Ι)/2003 στην περίπτωση έγκρισης σχεδίου σύμφωνα με το άρθρο 16(5) και (6) του ίδιου Νόμου, δηλαδή για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν θεωρούνται Περιβαλλοντική Έγκριση, σύμφωνα με τους Αιτητές. Εν πάση περιπτώσει προβάλλουν ότι οι Περιβαλλοντικοί Όροι που συνοδεύουν την Προκήρυξη του παρόντος Διαγωνισμού συντάχθηκαν στη βάση της ΚΔΠ 159/11 που καταργήθηκε από την νέα ΚΔΠ 112/2023.
Με το τρίτο σκέλος οι Αιτητές εισηγούνται παραβίαση της Προκήρυξης των περί Αποβλήτων (Διαχείριση Αποβλήτων από Κατασκευές και Κατεδαφίσεις) Κανονισμών του 2023 (ΚΔΠ 112/2023) που προνοεί για την υποχρέωση του ιδιοκτήτη του έργου κοστολόγησης της μεταβίβασης ευθύνης διαχείρισης των παραγόμενων Αποβλήτων από Κατασκευές και Κατεδαφίσεις (ΑΚΚ). Η πρόνοια αυτή απουσίαζε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, από την ΚΔΠ 159/2011, στη βάση της οποίας συντάχθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι της Προκήρυξης και η οποία Κανονιστική Διάταξη καταργήθηκε με την ΚΔΠ 112/2023.
Στην υπό κρίση περίπτωση εισηγούνται ότι οι τεχνικές προδιαγραφές Προκήρυξης του έργου είναι περαιτέρω ελλιπείς, εφόσον θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και το Δελτίο Ποσοτήτων της κοστολόγησης της διαχείρισης των ΑΚΚ από τον ιδιοκτήτη του έργου, ελλείψεις που επηρεάζουν τη δυνατότητα ορθής κοστολόγησης του έργου.
Προς υποστήριξη όλων των πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό παραβιάσεων της Προκήρυξης προνοιών της νομοθεσίας και Κανονισμών, προβάλλουν περαιτέρω θέμα α) παρατυπιών και παραβάσεων δικαίου που προκύπτουν από την ΜΕΕΠ του 2018 με τη μη δημόσια παρουσίαση της πριν από την υποβολή της ΜΕΕΠ και τη μη δημόσια διαβούλευση και ακρόαση πριν την υποβολή της, ενώ το περιεχόμενο της δεν είναι σύμφωνο με το Πέμπτο Παράρτημα του Ν. 127(Ι)/2018 εφόσον παρουσιάζει κενά, και διαζευκτικά β) θέμα μη υποβολής νέας ΜΕΕΠ πριν την προσβαλλόμενη Προκήρυξη, που να ανταποκρίνεται στα πρόσφατα επίκαιρα πραγματικά και περιβαλλοντικά δεδομένα του έργου.
Ισχυρίζονται ότι επιβάλλετο στην παρούσα περίπτωση η υποβολή νέας ΜΕΕΠ εφόσον πρόκειται ουσιαστικά για νέο έργο. Προβάλλουν δε παραλείψεις από πλευράς Αναθέτουσας Αρχής, όπως προελέγχου (screening), δηλαδή υποβολής αίτησης προς τον Διευθυντή του Τμήματος Περιβάλλοντος για γνωμάτευση προς τον σκοπό διερεύνησης κατά πόσο οι προτιθέμενες εργασίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 127(Ι)/2018.
Καταλήγοντας, εισηγούνται ότι η Αναθέτουσα Αρχή εξόφθαλμα προέβη σε παραβίαση του εθνικού και περιβαλλοντικού Δικαίου, των αρχών της καλής και χρηστής διοίκησης, υπερέβη τη διακριτική της ευχέρεια, προσβάλλει το δημόσιο συμφέρον και την ορθή διαχείριση του δημόσιου χρήματος κ.α. Τονίζουν τέλος ότι η Αναθέτουσα Αρχή θέτει στους ώμους των ενδιαφερομένων οικονομικών φορέων το βάρος να κληθούν να υλοποιήσουν ένα έργο διαφορετικό απ’ εκείνο που αντιλήφθηκαν στο στάδιο υποβολής της προσφοράς τους.
Από την άλλη η Αναθέτουσα Αρχή, μέσω της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου της, αρνείται όσα της καταλογίζουν οι Αιτητές προβάλλοντας τη δική της θέση ως προς τα εγερθέντα θέματα, προβαίνοντας κατ’ αρχάς σε μια συνοπτική ιστορική αναδρομή της διαδικασίας κατασκευής του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς.
Συγκεκριμένα, προς αντίκρουση του πρώτου λόγου ακύρωσης προτάσσει την γενικότητα και αοριστία του λόγου, όπου οι Αιτητές δεν καθορίζουν τους συγκεκριμένους όρους της Προκήρυξης που αφορά ο πρώτος λόγος ακύρωσης. Περαιτέρω προβάλλει ότι η Αναθέτουσα Αρχή προέβη σε εκπόνηση ΜΕΕΠ το 2018, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 140(Ι)/2005 που ίσχυε προηγουμένως, αλλά, η Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής εκδόθηκε στη βάση του Ν. 127(Ι)/2018, οπότε δεν τίθεται θέμα άκυρης ΜΕΕΠ, ως η εισήγηση των Αιτητών.
Ειδικότερα, συνεχίζει, είχε εκπονηθεί η ΜΕΕΠ του Ιουλίου 2018 που υποβλήθηκε στην Περιβαλλοντική Αρχή για αξιολόγηση, για την οποία η τελευταία με τη Γνωμοδότηση της ημερ. 13.03.2019 και λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα της Έκθεσης της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης αποφάσισε αρνητικά. Το Υπουργικό Συμβούλιο στα πλαίσια των ήδη ειλημμένων αποφάσεων του με αρ. 82.551 και 83.300 ημερ. 18.05.2017 και 13.09.2017 αντίστοιχα και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του Ν. 153(Ι)/2003 κατά τη συνεδρία του ημερ. 15.03.2019 μελετώντας, μεταξύ άλλων, και τη Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής αποφάσισε την έγκριση της κατασκευής του νέου δρόμου Πάφου - Πόλης Χρυσοχούς, εφόσον έκρινε ότι συνέτρεχαν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος καθώς και λόγοι κοινωνικής και οικονομικής φύσης και δημόσιας ασφάλειας. Τονίζει ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προσβάλλουν ή να εγείρουν ισχυρισμούς σε σχέση με την ΜΕΕΠ του 2018, ή για τη Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής αλλ’ ούτε και για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που ενέκρινε το έργο, εφόσον ήταν τα ίδια στοιχεία που συνέθεταν τον αρχικό Διαγωνισμό τα οποία οι Αιτητές αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα με την συμμετοχή τους στο Διαγωνισμό. Αυτή τους δε η συμπεριφορά, κατά την άποψη της, είναι κλασσική περίπτωση εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Η Περιβαλλοντική Αρχή στη συνέχεια εξετάζοντας τα υποβληθέντα συμπληρωματικά στοιχεία που της δόθηκαν στις 10.04.2019, προέβη στις 06.05.2019 στην εισήγηση να εφαρμοστούν οι προτεινόμενοι με την επιστολή της όροι για μετριασμό των επιπτώσεων στο περιβάλλον από την κατασκευή του έργου. Η Περιβαλλοντική Αρχή ενημέρωσε περαιτέρω, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43ΕΟΚ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία υπέβαλε αριθμό ερωτημάτων, τα οποία απάντησε η Περιβαλλοντική Αρχή με την επιστολή της ημερ. 07.12.2020. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία δεν επανήλθε, στοιχείο που καταδεικνύει την ικανοποίηση της από τις εξηγήσεις που δόθηκαν. Διευκρινίζει δε ότι τα δημοσιεύματα που επισυνάπτονται στην Απαντητική Αγόρευση των Αιτητών αναφέρονται σε άλλα έργα και όχι αυτό του παρόντος Διαγωνισμού δηλαδή του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς. Ως προς δε τα αντισταθμιστικά μέτρα για τον επηρεασμό της Ζώνης Ειδικής Προστασίας «Κοιλάδα Έζουσας – CY4000021» έγιναν το 2019 και είναι δημόσια αναρτημένα στους χάρτες των περιοχών Natura. Προσθέτει δε ότι οι όροι που τέθηκαν από την Περιβαλλοντική Αρχή διαχωρίστηκαν σε τρεις ενότητες ανάλογα με το χρόνο εκτέλεσης του έργου. Ακολούθησαν στη συνέχεια η Προκήρυξη στις 23.05.2019 του Διαγωνισμού για την μελέτη και κατασκευή του Τμήματος 1 – Φάση (Α), του Αυτοκινητόδρομου (2 λωρίδες) με Αρ. Διαγωνισμού PS/DB/16 και μετά η σύναψη σύμβασης στις 17.05.2021 και τέλος η προκήρυξη στις 08.08.2025 του παρόντος Διαγωνισμού.
Η Αναθέτουσα Αρχή αρνείται ότι με τον παρόντα Διαγωνισμό υπήρξε τροποποίηση ή μεταβολή ή επέκταση του έργου, που να εμπίπτει στο σημείο 40 του Πρώτου Παραρτήματος του Ν. 127(Ι)/2018 και/ή στο σημείο 13(α) του Δεύτερου Παραρτήματος του ίδιου Νόμου, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, τονίζοντας αφενός την αοριστία της εισήγησης και αφετέρου την αρχή της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων παραπέμποντας σε νομολογία (βλ. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου -v- Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 129/2015 ημερ. 02.11.2022). Στην παρούσα περίπτωση, συνεχίζει, πρόκειται για την Προκήρυξη της συμπλήρωσης έργου το οποίο παραμένει ημιτελές λόγω του τερματισμού της σύμβασης με τον προηγούμενο ανάδοχο, δηλαδή τους Αιτητές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έργο να μην διαφοροποιείται ουσιωδώς ενώ οι εγκρίσεις που λήφθηκαν και οι όροι που τέθηκαν από την Περιβαλλοντική Αρχή να παραμένουν οι ίδιοι και στον παρόντα Διαγωνισμό, με επιπλέον ενσωμάτωση επί μέρους δεδομένων που προέκυψαν κατά την εφαρμογή των όρων της Περιβαλλοντικής Αρχής, κατά την εκτέλεση του έργου του προηγούμενου Διαγωνισμού. Συνεπώς, κατά την άποψη της, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των προνοιών του όρου 1.1. της Ενότητας Δ των περιβαλλοντικών όρων που προνοεί για ενημέρωση της Περιβαλλοντικής Αρχής προς τον σκοπό διερεύνησης κατά πόσο οι εργασίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 127(Ι)/2018.
Προβάλλει επίσης ότι δεν επήλθε καμία τροποποίηση των περιβαλλοντικών δεδομένων της ΜΕΕΠ, οπότε δεν τίθεται ζήτημα οποιασδήποτε άρσης, λήξης ή άλλως πως διαφοροποίησης των εκδοθέντων περιβαλλοντικών όρων.
Σημειώνει, παραπέμποντας σε νομολογία (βλ. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών -v- Π.Κ. Ιωάννου & Υιοί Λτδ κ.α. (2016) 3 ΑΑΔ 727, First Elements Euroconsultants Ltd -v- Δημοκρατίας (2017) 3(Β) ΑΑΔ 936 κ.ά.) ότι το ζήτημα τροποποίησης ή αλλαγής ενός έργου όπως και οι επιμέρους ισχυρισμοί ως προς το περιεχόμενο της ΜΕΕΠ, της Γνωμοδότησης και τους περιβαλλοντικούς όρους συνιστούν τεχνικά θέματα που δεν μπορούν να εξεταστούν από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, δεν χρειάζετο ανανέωση της Γνωμοδότησης της Περιβαλλοντικής Αρχής, εφόσον η Γνωμοδότηση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 30(1) του Ν. 127(Ι)/2018 όσο και η πολεοδομική ή άλλη άδεια, νοουμένου ότι δεν υπάρχει μεταβολή των δεδομένων στη βάση των οποίων εκδόθηκε. Στην παρούσα περίπτωση, κατά την άποψη της, η Γνωμοδότηση συνεχίζει να ισχύει δεδομένης της άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου και της μη μεταβολής των δεδομένων βάσει των οποίων εκδόθηκε εξ ου και δεν χρειάζετο προέλεγχος για τη διεξαγωγή νέας ΜΕΕΠ. Επίσης το άρθρο 12 του Ν. 140(Ι)/2005, στη βάση του οποίου εκπονήθηκε η ΜΕΕΠ του 2018, δεν προνοούσε «δημόσια διαβούλευση» όπως προνοείται στο αντίστοιχο άρθρο 26(7) του Ν. 127(Ι)/2018. Όμως στη βάση του άρθρου 55(2) (α) του τελευταίου Νόμου με τίτλο «Μεταβατικές Διατάξεις», η μη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης δεν συνιστά παράβαση Νόμου.
Ως προς δε την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του άρθρου 22 του Ν. 127(Ι)/2018 ισχυρίζεται ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα στην παρούσα περίπτωση, εφόσον εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να υποβάλει στο Διευθυντή αίτηση για την υποχρέωση ετοιμασίας ΜΕΕΠ.
Ως προς την άλλη εισήγηση για παραβίαση του άρθρου 16 του Ν. 153(Ι)/2003 δεν την βρίσκει σύμφωνη, επικαλούμενη την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.03.2019 να εφαρμοστεί το άρθρο 16(7) του Ν. 153(Ι)/2003, που προβλέπει για επιβολή συγκεκριμένων όρων ως αντισταθμιστικών μέτρων που αποσκοπεί στην εξάλειψη ή μείωση των επιπτώσεων του έργου στην περιοχή.
Αρνείται τέλος παραβίαση της ΚΔΠ 112/2023 από πλευράς της και ειδικά του Κανονισμού 5, η οποία Κανονιστική Διάταξη τέθηκε καθολικά σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, έναντι προηγούμενης νομοθεσίας, μέσω της Απαίτησης Εργοδότη παραγραφ. 11.9 του Τόμου Γ Μέρος 1.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν εισηγήσεις ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης, όπως διαγράφονται στους Διοικητικούς Φακέλους στους οποίους έχουμε ανατρέξει.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δεν συμβαίνει.
Έχει δε περαιτέρω αποφασιστεί κατ’ επανάληψη ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσης ή ειδικών γνώσεων «χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος» εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (βλ. Ράφτης -v- Δημοκρατίας κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 345 και Ρ.Ι.Κ. -v- Κεντρικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2017) 3 ΑΑΔ 353).
Η εξουσία του δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις, και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και εάν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (βλ. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών -v- Π.Κ. Ιωάννου & Υιοί Λτδ (ανωτέρω) και First Elements Euroconsultants Ltd -v- Δημοκρατίας (2017) (ανωτέρω)). Στην τελευταία υπόθεση τονίστηκαν τα εξής για το θέμα στη σελίδα 944:
«Η αξιολόγηση του υλικού όμως, όχι μόνο δεν υποχρεώνει το διοικητικό Δικαστή να λάβει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σ. 116: «…δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ιδίαν κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.»
Ούτε και βεβαίως το δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (βλ. Χατζηαράπης -v- Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 64, 69).
Όπως έχει τονιστεί από τη νομολογία, η διαμόρφωση της προκήρυξης επαφίεται στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Αναθέτουσας Αρχής. Στην υπόθεση Kυπριακή Δημοκρατία -v- A.K. Xατζηιωάννου & Yιοί (2005) 3 ΑΑΔ 467, στη σελ. 474 αποφασίστηκαν τα εξής από το Ανώτατο Δικαστήριο για το θέμα:
«Η αρμόδια αρχή στην οποία επαφίεται ο καθορισμός των προϋποθέσεων για έγκυρη συμμετοχή και ο καταρτισμός των όρων των προσφορών, αφού αυτή είναι ο καλύτερος γνώστης των αναγκών και βρίσκεται σε ιδανική θέση να καθορίσει τις προδιαγραφές για την πλήρωσή τους (Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1033), έκρινε ότι οι πιο πάνω απαιτήσεις, προϋποθέσεις και πληροφορίες ήταν απαραίτητες …».
Στο σύγγραμμα ΔΙΚΑΙΟ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ του Δημήτριου Γ. Ράϊκου, Γ. Έκδ. σελ. 345, 346 ο συγγραφέας ασχολήθηκε εν εκτάσει με το θέμα καθορισμού των προδιαγραφών μιας δημόσιας σύμβασης. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Η διακήρυξη, όταν ο διαγωνισμός γίνεται κατά τις διατάξεις της διοικητικής νομοθεσίας, αποτελεί κατά τη φύση της κανονιστική διοικητική πράξη, και επομένως οι κανονιστικές ρυθμίσεις, όπως οι θεσπιζόμενοι με αυτή όροι δεν χρήζουν ως εκ της φύσης τους αιτιολογίας. Η διοίκηση είναι, καταρχήν, ελεύθερη να διαμορφώνει κατά την κρίση της τους όρους της διακήρυξης, λ.χ. ως προς τα προς προμήθεια είδη, καθορίζοντας τα ειδικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά τους και τις ανάγκες της υπηρεσίας από ποσοτική και ποιοτική άποψη, και δεν είναι παραδεκτή η αμφισβήτηση από τον προτιθέμενο να μετάσχει στο διαγωνισμό της σκοπιμότητας της θέσπισης επί μέρους όρων (λ.χ. τεχνικών προδιαγραφών)».
Όπως αναφέρεται περαιτέρω στο σύγγραμμα των Απόστολου Γέροντα, Προκόπη Παυλόπουλου Γλυκερίας Π. Σιούτη, Σπυρίδων Φλογαϊτη ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ε’ Έκδοση 2022, σελίδα 368 «Η διακήρυξη του διαγωνισμού έχει καθοριστική σημασία για τη διεξαγωγή της δημοπρασίας, επειδή εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τους όρους της και δεσμεύει τόσο τους διαγωνιζόμενους όσο και την αρμόδια για τη διενέργεια του διαγωνισμού αρχή… Για το λόγο αυτό αναγνωρίζεται ότι οι ρήτρες της διακήρυξης έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή περιλαμβάνουν γενικούς και αφηρημένους κανόνες δικαίου, η πιστή τήρηση των οποίων ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ειδικότερα, η διακήρυξη ως κανονιστική πράξη ελέγχεται παρεμπιπτόντως από την άποψη της τήρησης των προϋποθέσεων που τάσσονται για την έκδοση της από την εξουσιοδοτική διάταξη και από την άποψη της υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης».
Από ενδελεχή μελέτη του πρώτου λόγου ακύρωσης και των επιχειρημάτων επί των οποίων στηρίζεται, διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς την έλλειψη σαφούς προσδιορισμού των συγκεκριμένων όρων που, κατ’ ισχυρισμό, παραβιάζουν πρόνοιες του Ν. 127(Ι)/2018, του Ν. 153(Ι)/2003 και της ΚΔΠ 112/2023.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης αναφέρεται γενικά και αόριστα σε παραβίαση της Προκήρυξης του Διαγωνισμού των Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας. Ο ίδιος ο δικηγόρος των Αιτητών αν και στη γραπτή του αγόρευση σημειώνει τη δυνατότητα προσβολής όρων της Προκήρυξης και των Εγγράφων του Διαγωνισμού στη βάση του άρθρου 21(4) του περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμου του 2010 (Ν. 104(Ι)/2010) και ότι οι όροι Προκήρυξης αποτελούν εκτελεστές πράξεις με κανονιστικό χαρακτήρα η προσβολή των οποίων εντάσσεται πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του, εντούτοις παραλείπει με τον πρώτο λόγο ακύρωσης να συγκεκριμενοποιήσει τους όρους που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζουν τη νομοθεσία και Κανονισμούς.
Σημειώνουμε ότι η νομολογία που παραθέτουν οι Αιτητές με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους αφορά στη δυνατότητα προσβολής με Προσφυγή συγκεκριμένων όρων της Προκήρυξης, δηλαδή αφορά σε γεγονότα διαφορετικά της Προσφυγής τους. Το λεκτικό του άρθρου 25(2) του Ν. 104(Ι)/2010 είναι σαφές ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών δύναται να εκδώσει απόφαση για ακύρωση ή να διατάξει την τροποποίηση οποιουδήποτε όρου της Προκήρυξης ή των Εγγράφων του Διαγωνισμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου σχετικού με τη διαδικασία του Διαγωνισμού και αναφέρεται σε τεχνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές προδιαγραφές. Μόνο σε εικασίες μπορούμε να προβούμε ως προς τους όρους που αφορά ο πρώτος λόγος ακύρωσης. Παρά την γενική και αόριστη διατύπωση στο Έντυπο της Προσφυγής τόσο της θεραπείας που αναφέρεται στην Προκήρυξη όσο και των λόγων ακύρωσης επί των οποίων εδράζεται, θα προχωρήσουμε, στα πλαίσια βεβαίως του δυνατού, στην εξέταση των θεμάτων που εγείρονται με τον πρώτο λόγο ακύρωσης θεωρώντας ότι ο λόγος αναφέρεται σε όλους τους όρους της προκήρυξης, ενόψει της σοβαρότητας των θεμάτων που αφορά ο πρώτος λόγος και αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι η έρευνα μας στους Διοικητικούς Φακέλους κατέδειξε ότι το έργο που αφορά στην Μελέτη και Κατασκευή του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς προκηρύχθηκε αρχικά το Μάϊο του 2019 και είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση της Σύμβασης στους Αιτητές. Η Σύμβαση αυτή τερματίστηκε πριν την ολοκλήρωση του έργου, οπότε η Αναθέτουσα Αρχή προκήρυξε τον παρόντα Διαγωνισμό για τη Συμπλήρωση του Αυτοκινητόδρομου αυτού.
Όπως διαπιστώνουμε σε σχέση με τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακύρωσης, κύριος πυλώνας των εισηγήσεων των Αιτητών συνιστά η απουσία ΜΕΕΠ μαζί με την Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση και/ή νέας επικαιροποιημένης ΜΕΕΠ με την Οικολογική Αξιολόγηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 127(Ι)/2018 και Ν. 153(Ι)/2003.
Ειδικά για το ζήτημα εκπόνησης ΜΕΕΠ για το έργο του παρόντος Διαγωνισμού υπήρξαν εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές από πλευράς των μερών. Από την μια αυτή των Αιτητών ότι η ΜΕΕΠ που έγινε στα πλαίσια του προηγούμενου Διαγωνισμού δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εφόσον είναι άκυρη, διατυπώθηκαν επιφυλάξεις από την Περιβαλλοντική Αρχή και αναφέρεται ουσιαστικά στο έργο του προηγούμενου Διαγωνισμού γι’ αυτό και έπρεπε να γίνει νέα και επικαιροποιημένη Μελέτη και από την άλλη αυτή της Αναθέτουσας Αρχής ότι η ΜΕΕΠ του Ιουλίου 2018 για το έργο δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό, εφόσον εξακολουθεί να ισχύει στη βάση του δεδομένου ότι δεν πρόκειται για διαφορετικό έργο αλλά Συμπλήρωση του έργου που αφορούσε ο προηγούμενος Διαγωνισμός.
Σε συμφωνία με τη δικηγόρο της Αναθέτουσας Αρχής βρίσκουμε ότι ο παρών Διαγωνισμός αφορά στο ίδιο έργο με τον προηγούμενο Διαγωνισμό και προκηρύχθηκε στη βάση των ίδιων δεδομένων δηλαδή της ίδιας ΜΕΕΠ, της ίδιας Γνωμοδότησης της Περιβαλλοντικής Αρχής και της ίδιας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που ενέκρινε το έργο, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση των επιμέρους επιχειρημάτων των Αιτητών θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση, που αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της όλης διαδικασίας εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κοινής Γνωμοδότησης, δυνάμει και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33 του Ν. 127(Ι)/2018. Σύμφωνα δε με την Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής ημερ. 13.03.2019, στην ΜΕΕΠ περιλαμβάνετο και η Μελέτη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης, που αξιολογήθηκε στις 09.11.2018.
Επίσης κρίνουμε σκόπιμο να τονίσουμε ορισμένα στοιχεία που έχουμε εντοπίσει από την αναδρομή μας στους Διοικητικούς Φακέλους, που είναι βασικά για το υπό εξέταση θέμα. Τον Ιούλιο του 2018 εκπονήθηκε πράγματι ΜΕΕΠ που υποβλήθηκε στην Περιβαλλοντική Αρχή στις 11.09.2018 για αξιολόγηση η οποία, κατά την εξέταση του έργου, στη Γνωμοδότηση της ημερ. 13.03.2019 ήταν αρνητική, επισημαίνοντας ορισμένες ελλείψεις ενόψει και του πορίσματος της Έκθεσης της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης στη βάση του Ν. 153(Ι)/2003. Ως αποτέλεσμα, το Υπουργικό Συμβούλιο, έχοντας υπόψη και τη Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του Ν. 127(Ι)/2018, με την απόφαση του αρ. 87.113 ημερ. 15.03.2019, προέβη σε έγκριση της κατασκευής του νέου δρόμου Πάφου-Πόλης εφόσον έκρινε ότι συνέτρεχαν επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.
Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 15.03.2019 για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«Απόσπασμα από τα Πρακτικά της Συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου Ημερομηνίας 15.03.2019
Νέος Δρόμος Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς.
Αρ. Απόφασης
87.113
Αναφορικά με τις Αποφάσεις με αρ. 82.551 και 83.300 με ημερ. 18.05.2017 και 13.09.2017, αντίστοιχα το Συμβούλιο αποφάσισε:
α) Να εγκρίνει την κατασκευή του νέου δρόμου Πάφου-Πόλης για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, καθώς και για λόγους κοινωνικής και οικονομικής φύσης και δημόσιας ασφάλειας.
β) Να καλέσει την Περιβαλλοντική Αρχή να εξετάσει το έργο υπό τα νέα δεδομένα και να θέσει περιβαλλοντικούς όρους για την κατασκευή και λειτουργία του, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
γ) Να καλέσει την Περιβαλλοντική Αρχή να προβεί στην αναγκαία ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία.
δ) Να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να καθορίσει όρους, ως αντισταθμιστικά μέτρα για τον επηρεασμό της Ζώνης Ειδικής Προστασίας «Κοιλάδα Έζουσας – CY4000021», όπως προνοεί το άρθρο 16(7) του περί της Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και Άγριας Ζωής Νόμου Αρ. 153(Ι)/2003».
Ως αποτέλεσμα υποβλήθηκαν συμπληρωματικά στοιχεία στην Περιβαλλοντική Αρχή στις 10.04.2019 η οποία, εξετάζοντας τα, με την απόφαση της ημερ. 06.05.2019 εξέδωσε τους Περιβαλλοντικούς Όρους για την κατασκευή του Αυτοκινητόδρομου, Τμήμα 1 σύμφωνα με την παράγραφο β) της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατόπιν επικοινωνίας της Περιβαλλοντικής Αρχής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω επιστολών, με τελευταία την επιστολή της Περιβαλλοντικής Αρχής ημερ. 07.12.2020, ολοκληρώθηκε η διαδικασία ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την παράγραφο γ) της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Έκτοτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επανήλθε, εφόσον δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε σχετικό στους Διοικητικούς Φακέλους, καταδεικνύοντας έτσι την αποδοχή των εξηγήσεων που της δόθηκαν. Συνεπώς βρίσκουμε ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τους όρους που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνοντας την κατασκευή του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς. Σημειώνουμε ότι ο παρών Διαγωνισμός αναφέρεται στην Συμπλήρωση της κατασκευής του Αυτοκινητόδρομου αυτού και δεν πρόκειται για διαφορετικό έργο από το αρχικό, ώστε να ισχύουν οι πρόνοιες του σημείου 13(α) του Δεύτερου Παραρτήματος που απαιτεί την υποβολή πληροφοριών για διαπίστωση αν απαιτείται ΜΕΕΠ στην περίπτωση τροποποίησης ή επέκτασης έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και του 40 του Πρώτου Παραρτήματος του Ν. 127(Ι)/2018, που απαιτεί την υποβολή ΜΕΕΠ στην περίπτωση μεταβολής ή επέκτασης των σχεδίων του έργου.
Με την απαντητική του γραπτή αγόρευση ο δικηγόρος των Αιτητών εισηγήθηκε ότι η ΜΕΕΠ του 2018 είναι άκυρη και/ή δεν ισχύει εφόσον έγινε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 127(Ι)/2018 εξ ου και έπρεπε να γίνει νέα ΜΕΕΠ κατόπιν δημόσιας παρουσίασης και διαβούλευσης. Από την έρευνα μας στους Διοικητικούς Φακέλους εντοπίσαμε στον Τόμο Γ Μέρος Ζ3 τη Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής ημερ. 13.03.2019, που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30 του Ν. 127(Ι)/2018, μέρος της οποίας μαζί με τον τίτλο της καταγράφουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29 ΚΑΙ 30
Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΠΟ
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2018 [Ν.127/(Ι)/2018]
«ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΛΕΤΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (ΜΕΕΠ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΥ ΠΑΦΟΥ – ΠΟΛΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ (ΤΜΗΜΑ Ι, ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΟΥΔΑ – ΣΤΡΟΥΜΠΙ) ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΑΦΟΥ».
1. Εισαγωγή
Η Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΜΕΕΠ) για το Έργο υποβλήθηκε στην Περιβαλλοντική Αρχή με σχετική επιστολή από τη Διευθύντρια του Τμήματος Δημοσίων Έργων, με Αρ. Φακ. 16.5.2.8 και ημερομηνία 11.09.2018, για αξιολόγηση.
Ο κύριος του έργου προχώρησε όπως προβλέπει η Νομοθεσία, στη γνωστοποίηση σε δύο καθημερινές εφημερίδες της υποβολής της ΜΕΕΠ.
Η Επιτροπή Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον εξέτασε το Έργο σε συνεδρία της στις 26.02.2019. Στα πλαίσια της εν λόγω συνεδρίασης εντοπίστηκαν στην κενά/ελλείψεις ανάγκες ως εξής:
α) δεν γίνεται αναφορά στα υδατορέματα που επηρεάζονται και στην εκτίμηση των επιπτώσεων από το δρόμο,
β) στην περιοχή του προτεινόμενου κυκλικού κόμβου στο Στρουμπί υπάρχει γεωτεχνικό θέμα αφού υπάρχουν παλιές καταβόθρες,
γ) ο κύριος του έργου προτού υποβάλει την ΜΕΕΠ δεν προέβηκε σε δημόσια διαβούλευση/παρουσίαση,
δ) η ΜΕΕΠ δεν κάλυψε τις επιπτώσεις στο περιβάλλον στους 9 προτεινόμενους χώρους αποθήκευσης των μπάζων που θα προκύψουν από το έργο.
ε) δεν γίνεται σαφής αναφορά σε αρχαιολογικούς χώρους και τυχόν επιπτώσεις/μέτρα μετριασμού.
Στην ΜΕΕΠ περιλαμβανόταν και Μελέτη Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης η οποία αξιολογήθηκε στις 09.11.2018, από Ειδική Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω νομοθεσίας.
[…]».
Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της Αναθέτουσας Αρχής και όπως κατέδειξε η έρευνα μας, τα κενά που είχαν εντοπιστεί συμπληρώθηκαν με τα στοιχεία που περιέχονται στον Τόμο Γ Μέρος Ζ2 που στάληκαν στην Περιβαλλοντική Αρχή τον Απρίλιο του 2019.
Η εισήγηση αυτή των Αιτητών ότι δηλαδή η ΜΕΕΠ του 2018 είναι άκυρη και δεν ισχύει εφόσον έγινε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 127(Ι)/2018 που προβλέπει για «δημόσια διαβούλευση» δεν ευσταθεί. Θα παραθέσουμε την αιτιολογία μας.
Δεν χρειαζόταν «δημόσια διαβούλευση» σύμφωνα με το άρθρο 26(7) του Ν. 127(Ι)/2018 εφόσον η ΜΕΕΠ του 2018 ετοιμάστηκε στη βάση των δεδομένων του άρθρου 12 του Ν. 140(Ι)/2005 που δεν περιείχε τέτοια πρόνοια αλλά η Γνωμοδότηση δόθηκε στη βάση του Ν. 127(Ι)/2018, όπως αναφέρουμε ανωτέρω. Επίσης είναι σύμφωνη με το άρθρο 55 (2) του Ν. 140(Ι)/2005 που περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις και προνοεί τα εξής:
«Μεταβατικές διατάξεις
55.-(1) Έργα, για τα οποία η διαδικασία απόφασης, κατά πόσον υπόκεινται ή όχι σε υποβολή Μελέτης που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 ή των πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε Έκθεση που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 των δυνάμει του άρθρου 54 καταργηθέντων νόμων, άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 127(Ι)/2018], υπόκεινται στις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 13 και 15 των δυνάμει του άρθρου 54 καταργηθέντων νόμων, ιδιαίτερα όσον αφορά τα κριτήρια λήψης απόφασης, το σχετικό Πέμπτο Παράρτημα και τη δημοσιότητα στη σχετική απόφαση των δυνάμει του άρθρου 54 καταργηθέντων νόμων.
(2) Έργα υπόκεινται στις υποχρεώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 12, 13, 14, 15, 19, 21 και 22, 24 και 25 των δυνάμει του άρθρου 54 καταργηθέντων νόμων, όταν, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 127(Ι)/2018] -
(α) είχε αρχίσει η διαδικασία όσον αφορά την παροχή οδηγιών ασχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε Μελέτη σύμφωνα με το άρθρο 17 των δυνάμει του άρθρου 54 των καταργηθέντων νόμων, ή
(β) είχε υποβληθεί Μελέτη στην Περιβαλλοντική Αρχή που ετοιμάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 των δυνάμει του άρθου 54 καταργηθέντων νόμων».
Η ΜΕΕΠ επιπρόσθετα εξετάστηκε στα πλαίσια του Ν. 127(Ι)/2018 στη βάση του οποίου εκδόθηκε η Γνωμοδότηση.
Συνεπώς η εισήγηση των Αιτητών για παραβίαση του Ν. 153(Ι)/2003 για τους λόγους που επικαλούνται απορρίπτεται ως αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.
Ως προς την εισήγηση των Αιτητών ότι δεν πρόκειται για το ίδιο έργο του προηγούμενου Διαγωνισμού τονίζουμε τη θέση της Αναθέτουσας Αρχής ότι δεν επήλθε ουσιαστική τροποποίηση ή επέκταση του έργου με το νέο Διαγωνισμό, ώστε να κριθεί απαραίτητο να αποταθεί η Αναθέτουσα Αρχή στην Περιβαλλοντική Αρχή, σύμφωνα με τον όρο 1.1 της Ενότητας Δ των Περιβαλλοντικών Όρων της Περιβαλλοντικής Αρχής, ημερ. 06.05.2019. Ο όρος αυτός προβλέπει ότι σε περίπτωση αλλαγών στο έργο και πριν την έναρξη των εργασιών να ενημερώνεται η Περιβαλλοντική Αρχή προς διερεύνηση κατά πόσο οι εργασίες διεκπεραίωσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 127(Ι)/2018.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το κατά πόσο υπάρχουν αλλαγές ή όχι μεταξύ του έργου του προηγούμενου Διαγωνισμού με το νέο Διαγωνισμό και αν οι αλλαγές εμπίπτουν στα σημεία 40 του Πρώτου Παραρτήματος ή 13(α) του Δεύτερου Παραρτήματος του Ν. 127(Ι)/2018, ώστε να απαιτείται εκπόνηση νέας ΜΕΕΠ ή υποβολής πληροφοριών για διαπίστωση αν απαιτείται ΜΕΕΠ αντίστοιχα, συνιστά τεχνικό θέμα για το οποίο η κρίση της διοίκησης στη βάση της πιο πάνω νομολογίας είναι ανέλεγκτη· εκτός βεβαίως εάν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή έλλειψη αιτιολογίας, όπου το βάρος απόδειξης ύπαρξής τους βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών που δεν κατάφεραν να αποσείσουν, με τα δεδομένα ενώπιον μας.
Τα ίδια ισχύουν και για την εισήγηση των Αιτητών περί τροποποίησης των περιβαλλοντικών δεδομένων της ΜΕΕΠ με τον παρόντα Διαγωνισμό, ότι δηλαδή αφορά σε αμιγώς τεχνικά θέματα τα οποία δεν μπορούμε να εξετάσουμε.
Επίσης η εισήγηση των Αιτητών ότι η ΜΕΕΠ του 2018 καθώς και οι περιβαλλοντικοί όροι που τέθηκαν στις 06.05.2019 έπαψαν να ισχύουν δεν μας βρίσκει σύμφωνους εφόσον στερείται νομικού και πραγματικού υπόβαθρου. Σημειώνουμε ότι ειδικά για τους όρους, δεν τέθηκε καμία πρόνοια στα Έγγραφα του Διαγωνισμού για τη διάρκεια ισχύος τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 30(1) του Ν. 127(Ι)/2018 η Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής διαρκεί όσο και η πολεοδομική ή άλλη άδεια νοουμένου ότι στο μεσοδιάστημα δεν επέρχεται μεταβολή των δεδομένων στη βάση των οποίων εκδόθηκε. Το ερμηνευτικό άρθρο 2(1) του πιο πάνω Νόμου δίνει τον ορισμό της «άδειας» ή «έγκρισης» ή «εξουσιοδότησης» ότι «σημαίνει την απόφαση που λαμβάνει οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία ή το Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το έργο».
Δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής στη βάση της ΜΕΕΠ του 2018 έπαψε σε κάποιο στάδιο να ισχύει. Συνεπώς βρίσκουμε ότι σ’ ό,τι αφορά τη Γνωμοδότηση της Περιβαλλοντικής Αρχής βρίσκεται σε ισχύ ενόψει της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου και της μη αλλαγής των δεδομένων στη βάση της οποίας εκδόθηκε, οι όροι της οποίας περιλήφθηκαν στους όρους του παρόντος Διαγωνισμού.
Σημειώνουμε ότι επαφίεται στην κρίση της Περιβαλλοντικής Αρχής η επιλογή των όρων προς μετριασμό των επιπτώσεων στο περιβάλλον, κρίση που επίσης αφορά σε αμιγώς τεχνικό ζήτημα.
Η παραπομπή δε των Αιτητών στο άρθρο 22 του Ν. 127(Ι)/2018 δεν τους βοηθά εφόσον απλά δίνει τη δυνατότητα στην κρατική υπηρεσία υποβολής αίτησης στο Διευθυντή κατά πόσο υποχρεούται στην ετοιμασία της ΜΕΕΠ, που δεν κρίθηκε αναγκαία στην παρούσα περίπτωση στη βάση των ενώπιον μας στοιχείων.
Ούτε επίσης στη βάση των δεδομένων ενώπιον μας η έγκριση του έργου από το Υπουργικό Συμβούλιο ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό σύμφωνα με το άρθρο 16(5) και (6) του Ν. 153(Ι)/2003, ως η εισήγηση των Αιτητών, έχοντας κατά νου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβλήθηκαν αντισταθμιστικά μέτρα στη βάση του άρθρου 16(7) του πιο πάνω Νόμου και ενημερώθηκε σχετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι περιβαλλοντικοί όροι που υιοθετήθηκαν ως αντισταθμιστικά μέτρα εντοπίζονται στα Έγγραφα της Προκήρυξης που βρίσκονται στους Διοικητικούς Φακέλους. Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την κατασκευή του Αυτοκινητόδρομου για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και για λόγους κοινωνικής και οικονομικής φύσης και δημόσιας ασφάλειας, απόφαση για την οποία δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό. Δεν παρουσιάστηκε εξάλλου οτιδήποτε από τους Αιτητές που να την καθιστά τρωτή. Το δικαίωμα αυτό του Υπουργικού Συμβουλίου παρέχει το άρθρο 16(5) και (6) σε συνάρτηση με το 16(7) του Ν. 153(Ι)/2003 που προνοούν τα εξής:
«Εκτίμηση επιπτώσεων στο περιβάλλον
16.-(1) […]
(5) Σε περίπτωση που η γνωμάτευση της περιβαλλοντικής αρχής είναι αρνητική, αλλά, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, η πολεοδομική αρχή ή η κρατική υπηρεσία, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ανάλογα με την περίπτωση, κρίνει ότι η έγκριση έργου που υπόκειται σε πολεοδομική άδεια, δημόσιου έργου ή σχεδίου που καθορίζει το πλαίσιο έγκρισής τους είναι αναγκαία, για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσης, δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), να εγκρίνει το εν λόγω έργο ή δημόσιο έργο ή να υιοθετήσει το εν λόγω σχέδιο.
(6) Η πολεοδομική αρχή ή η κρατική υπηρεσία, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να εγκρίνει έργο που υπόκειται σε πολεοδομική άδεια ή δημόσιο έργο ή να υιοθετήσει σχέδιο, όταν το εν λόγω έργο, δημόσιο έργο ή σχέδιο αφορά περιοχή η οποία φιλοξενεί τύπο φυσικού οικότοπου προτεραιότητας ή είδος προτεραιότητας, με βάση το εδάφιο (5), μόνο για λόγους σχετικούς με:
(α) την υγεία των ανθρώπων,
(β) τη δημόσια ασφάλεια,
(γ) θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή
(δ) άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι ορίζονται ως τέτοιοι σύμφωνα με γνωμοδότηση της Επιτροπής.
(7) Σε περίπτωση που:
(α) σχέδιο υιοθετείται,
(β) η περιβαλλοντική αρχή εγκρίνει έργο που δεν υπόκειται σε πολεοδομική άδεια, με βάση τις επιφυλάξεις του εδαφίου (2),
(γ) η πολεοδομική αρχή εγκρίνει έργο που υπόκειται σε πολεοδομική άδεια, με βάση τα εδάφια (5) και (6),
(δ) κρατική υπηρεσία, αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου εγκρίνει δημόσιο έργο, με βάση τα εδάφια (5) και (6),
ο Υπουργός επιβάλλει, μετά από γραπτή γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, συγκεκριμένους όρους ως αντισταθμιστικά μέτρα, αναφορικά με την υιοθέτηση του σχεδίου ή την εκτέλεση του έργου, οι οποίοι αποσκοπούν στην εξάλειψη ή μείωση των επιπτώσεων που η υιοθέτηση του σχεδίου ή ή εκτέλεση ή λειτουργία του έργου δυνατό να επιφέρει στην ειδική ζώνη διατήρησης στην οποία εμπίπτει η οικεία περιοχή.».
Σημειώνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση οι Αιτητές παρά την πιο πάνω εισήγηση τους παρέλειψαν να υποδείξουν την ύπαρξη συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16(5) του Ν. 153(Ι)/2003.
Ως προς το θέμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την επιστολή της Περιβαλλοντικής Αρχής ημερ. 07.12.2020 φαίνεται να έχει ικανοποιηθεί, εφόσον δεν επανήλθε και ούτε το έργο περιλαμβάνεται στα δημοσιεύματα που επισυνάπτουν στη γραπτή τους αγόρευση οι δικηγόροι των Αιτητών.
Ως προς την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση της ΚΔΠ 112/2023 που κατάργησε την ΚΔΠ 159/2011 από την έρευνα μας στους Διοικητικούς Φακέλους εντοπίσαμε από τον Τόμο Γ, Μέρος 3 των Εγγράφων του Διαγωνισμού την ειδική πρόνοια Αρ. 1 που προβλέπει:
«ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ
Γενικά
1 [02/24] Διαχείριση Αποβλήτων από Κατασκευές και Κατεδαφίσεις Κανονισμοί του 2023. Κ.Δ.Π 112/2023
Νοείται ότι οι σχετικές και με την διαχείριση Α.Κ.Κ (πρώην ΑΕΚΚ) πρόνοιες των Εγγράφων Συμβολαίου, ως αυτές αναγκαία επεκτείνονται ή/και τροποποιούνται σε εφαρμογή των Κ.Δ.Π 112/2023 και της συναφούς νομοθεσίας, θα αποτελούν και θα ερμηνεύονται ως πλήρη μεταβίβαση της ευθύνης διαχείρισης ΑΚΚ στον Εργολάβο (συμπεριλαμβανομένων των μελετητών του), υπό τους κανονισμούς 5.1 και 5.2.(α) των Κ.Δ.Π 112/2023.
Θα νοείται περαιτέρω ότι η κοστολόγηση της διαχείρισης Α.Κ.Κ, εμπεριέχεται στις πρόνοιες των Εγγράφων Συμβολαίου, ως αυτές θα τυγχάνουν εφαρμογής στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων για Μελέτη κατασκευή Οδικών Έργων και η αξία της Διαχείρισης θα συμπεριλαμβάνεται στο Ποσό Συμβολαίου. Τα σχετικά με την τήρηση του Σχεδίου ΑΚΚ στοιχεία θα συνοδεύουν τις Αιτήσεις για Ενδιάμεσα Πιστοποιητικά Πληρωμής που υποβάλει ο Εργολάβος υπό το άρθρο 13 των όρων του Συμβολαίου (αιτήματα πληρωμών).».
Η πιο πάνω πρόνοια περιέχεται αυτούσια και στο Μέρος 1 του Τόμου Γ που αφορά σε Απαιτήσεις Εργοδότη ως άρθρο 11.9. Συνεπώς, η εισήγηση ότι με την κατάργηση της ΚΔΠ 159/2011, στη βάση της οποίας συντάχθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι, καθιστά μεμπτή την προκήρυξη, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Επίσης, εντοπίσαμε από τον Τόμο Γ, Μέρος 1 την πρόνοια 11.1 και 11.2 με τον τίτλο Προστασία του Περιβάλλοντος, που αναφέρει:
«Γενικά
11.1 Ο Εργολάβος οφείλει να περιλάβει στη μελέτη του και να υιοθετήσει κατά την κατασκευή, κατάλληλα μέτρα για περιορισμό των επιπτώσεων στο περιβάλλον, περιλαμβανομένων των μέτρων που αναφέρονται στη Γνωμάτευση του Τμήματος Περιβάλλοντος (2019) καθώς και των επιπρόσθετων όρων της Περιβαλλοντικής Αρχής που επισυνάπτονται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Ζ1 έως Ζ5. Θα θεωρείται δε ότι έχει περιλάβει το κόστος αυτών των μέτρων καθώς και το κόστος εξαιτίας των λοιπών κινδύνων που συνεπάγονται τα μέτρα αυτά στο Ποσό Συμβολαίου.
11.2 Σε ότι αφορά τη διαθεσιμότητα αποθεσιοθαλάμων και τους όγκους που μπορούν να απορροφηθούν, καθώς επίσης και σε ότι αφορά δάνεια χώματα και λατομεία που μπορούν να εξυπηρετήσουν το Έργο, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις περιβαλλοντικές μελέτης και κατά συνέπεια στα Παραρτήματα Ζ1-Ζ5 επικαιροποιούνται από τα στοιχεία που παρατίθενται ακολούθως:
[…].».
Στη βάση των πιο πάνω προνοιών των Εγγράφων του Διαγωνισμού, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης βρίσκουμε ότι η εισήγηση των Αιτητών περί παραβίασης της Προκήρυξης των περί Αποβλήτων (Διαχείριση Αποβλήτων από Κατασκευές και Κατεδαφίσεις) Κανονισμών του 2023 (ΚΔΠ 112/2023) που αφορά το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ειδικά εφόσον αντικείμενο του παρόντος Διαγωνισμού είναι η μελέτη και κατασκευή οδικού έργου, όπου η ευθύνη της διαχείρισης Α.Κ.Κ. ανατίθεται στον εργολάβο σύμφωνα με τους Περιβαλλοντικούς Όρους 2.1 και 2.2. των Περιβαλλοντικών Όρων ημερ. 06.05.2019 (βλ. Παράρτημα Ζ4 του Τόμου Γ1 των Εγγράφων του Διαγωνισμού). Σημειώνουμε ότι στη βάση του Κανονισμού 5 δεν είναι πάντοτε ο ιδιοκτήτης του έργου υπεύθυνος για τη διαχείριση των ΑΚΚ.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε αυτούσιο τον Κανονισμό 5 για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
« 5.-(1) Ο ιδιοκτήτης του έργου έχει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των παραγόμενων ΑΚΚ και διασφαλίζει ότι-
(α) ο μελετητής έχει εκτιμήσει και υπολογίσει τις ποσότητες και τα είδη των αποβλήτων κατά το στάδιο της μελέτης του έργου·
(β) ο επιβλέπων μηχανικός-
(i) κατά το στάδιο της εκτέλεσης του έργου, παρακολουθεί και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, ώστε να εφαρμοστεί το σχέδιο διαχείρισης των ΑΚΚ σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6, και ενημερώνει γραπτώς τον ιδιοκτήτη του έργου· και
(ii) με την ολοκλήρωση του έργου, πιστοποιεί την ορθή διαχείριση των 1050 παραγόμενων ΑΚΚ, σύμφωνα με το σχέδιο διαχείρισης ΑΚΚ και ενημερώνει το Ατομικό ή Συλλογικό Σύστημα Διαχείρισης ΑΚΚ, ανάλογα με την περίπτωση, με έντυπο που καθορίζεται με γνωστοποίηση του Διευθυντή, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
(γ) στις τεχνικές προδιαγραφές προκήρυξης ενσωματώνονται-
(i) οι όροι και οι απαιτήσεις των συμβολαίων ανάθεσης του έργου, ως αυτές διαμορφώθηκαν κατά το στάδιο της μελέτης του έργου·
(ii) το δελτίο ποσοτήτων της κοστολόγησης της διαχείρισης των παραγόμενων ΑΚΚ· και
(iii) δήλωση ότι το σχετικό ποσό για τη διαχείριση των παραγόμενων ΑΚΚ καταβάλλεται, αφού προηγουμένως έχει πιστοποιηθεί από τον επιβλέποντα μηχανικό η ορθή διαχείριση των ΑΚΚ, ο οποίος επιβεβαιώνει παράλληλα και τα στοιχεία που παρέχονται από το Συλλογικό ή το Ατομικό, Σύστημα Διαχείρισης ΑΚΚ, ανάλογα με την περίπτωση, περιλαμβανομένων των υλικών που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το σχέδιο διαχείρισης ΑΚΚ του έργου.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης του έργου μεταβιβάσει την ευθύνη διαχείρισης των ΑΚΚ στον εργολήπτη, με σχετική σύμβαση που συνάπτει με αυτόν, ο ιδιοκτήτης του έργου-
(α) διασφαλίζει ότι ο εργολήπτης που αναλαμβάνει την ευθύνη διαχείρισης των ΑΚΚ είναι εγγεγραμμένος σε Συλλογικό Σύστημα Διαχείρισης ΑΚΚ ή διατηρεί και λειτουργεί Ατομικό Σύστημα Διαχείρισης ΑΚΚ· και
(β) κοστολογεί τη μεταβίβαση της ευθύνης διαχείρισης των ΑΚΚ.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης του έργου αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη διαχείρισης των ΑΚΚ, αναλαμβάνει, επιπροσθέτως των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις πρόνοιες του παρόντος Κανονισμού, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις πρόνοιες του Κανονισμού 6.».
Ενόψει όλων των πιο πάνω ο πρώτος λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης οι Αιτητές εισηγούνται ότι η απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής είναι άδικη και μεροληπτική και παραβιάζει αρχές του Διοικητικού Δικαίου αφενός γιατί α) ελλείπει η αιτιολογία της πρότασης «Συμπλήρωση Έργου», β) γίνεται χρήση του σύνθετου συμπλεκτικού και διαζευκτικού συνδέσμου «και/ή» χωρίς περαιτέρω επεξήγηση ή διευκρίνιση της λειτουργίας του στο εκάστοτε πλαίσιο στον Τόμο Α, Οδηγίες προς Οικονομικούς Φορείς παράγραφος 1, σημείο 4 και γ) ο τεχνικός όρος που επιβάλλει στον ανάδοχο την υποχρέωση εκτέλεσης εργασιών εκτός των ορίων του Έργου και συγκεκριμένα ο 1007.20 του Τόμου Γ – Μέρος 3 συνιστά ετεροβαρή ρύθμιση σε βάρος του υποψήφιου αναδόχου. Είναι της άποψης ότι η αδικαιολόγητη μετακύληση όλων των ευθυνών και εξόδων αποκλειστικά στον ανάδοχο, χωρίς ανάλογη πρόβλεψη ή κάλυψη από την Αναθέτουσα Αρχή, αντίκειται στις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της καλής πίστης, εξ ου και χρειάζεται η τροποποίηση του συγκεκριμένου όρου. Οι πιο πάνω παραλείψεις δημιουργούν περαιτέρω, κατά την άποψη τους, αβεβαιότητα ως προς το αντικείμενο της σύμβασης παραβιάζοντας έτσι τις αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου.
Από την άλλη η Αναθέτουσα Αρχή, προς αντίκρουση των πιο πάνω εισηγήσεων, προτάσσει την ενδελεχή και προσεκτική περιγραφή του αντικειμένου της Σύμβασης όπως και του εύρους των υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων ενόψει του τερματισμού της Σύμβασης του προηγούμενου Διαγωνισμού. Ειδικότερα παραπέμπει στον Πρόλογο του Τόμου Γ – Μέρος 1 Γενικά των Εγγράφων του Διαγωνισμού, όπου περιγράφονται «Τα Σχέδια Μελετών Προηγούμενης Σύμβασης» και καταγράφονται οι έννοιες «Μελέτη και Συμπλήρωση Κατασκευαστικών Εγγράφων», «Υφιστάμενη κατάσταση» και «Συμπλήρωση Κατασκευών, έργων και εργασιών». Επίσης στο σημείο 1.2 του Προλόγου καθορίζεται το αντικείμενο της Σύμβασης με σαφή αναφορά των έργων και εργασιών σε κάθε χιλιομετρική θέση. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι στο Annex 3/1 του Τόμου Γ1 υπάρχει λεπτομερής περιγραφή μαζί με φωτογραφίες της υφιστάμενης κατάστασης τόσο των μερικώς εκτελεσθεισών κατασκευών όσο και αναφορά στην πρόσφατη αποτύπωση του έργου που περιλαμβάνεται στις «Απαιτήσεις Εργοδότη – Μέρος 4 – «Σχέδια Εργοδότη». Παραπέμπει επίσης στον Τόμο Γ Μέρος 4 που περιέχει τον σχεδιασμό του έργου και τις μερικώς εκτελεσθείσες κατασκευές.
Προσθέτει ότι σύμφωνα με τον όρο 4.2.3 του Τόμου Α των Εγγράφων του Διαγωνισμού έχει αναρτηθεί στο χώρο του Διαγωνισμού του e-procurement «Έγγραφα προς επιθεώρηση» διαθέσιμα στοιχεία του εργοταξίου και των εργαστηριακών ελέγχων για τις ήδη εκτελεσθείσες κατασκευές. Επιπλέον, συμπληρώνει, το ηλεκτρονικό Έγγραφο της Προκήρυξης περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που προνοούνται από τον περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή θέματα Νόμο του 2016 (Ν. 73(Ι)/2016), με την αναφορά ότι το αντικείμενο του Διαγωνισμού είναι αυτό που «αναλυτικά περιγράφεται στα Έγγραφα του Διαγωνισμού».
Δικαιούτο επίσης, συνεχίζει, ο κάθε προσφοροδότης να ζητήσει πληροφόρηση για την έννοια «Συμπλήρωση Έργου» στη βάση του όρου 4.2.2 του Τόμου Α, που προνοεί για τη συμπλήρωση των Εγγράφων όταν είναι ελλιπή, που δεν άσκησαν οι Αιτητές.
Σ’ ό, τι αφορά τη χρήση του συνδέσμου «και/ή» προσθέτει ότι αφενός μεν οι Αιτητές παραλείπουν να προσδιορίσουν τους συγκεκριμένους όρους που αφορά και αφετέρου η Αναθέτουσα Αρχή διευκρινίζει με το σημείο 4 του όρου 1 του Τόμου Α τι εννοείται με τη χρήση του συνδέσμου αυτού.
Ως προς την κατ’ ισχυρισμό ετεροβαρή ρύθμιση σε βάρος του αναδόχου ισχυρίζεται ότι είναι απαραίτητη η διατήρηση της συγκεκριμένης προδιαγραφής για σκοπούς ηλεκτροδότησης του έργου και των ιδιωτικών υποστατικών προς εξυπηρέτηση των αναγκών του έργου.
Εξετάζοντας τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, καταλήγουμε ότι τα επιχειρήματα των Αιτητών δεν ευσταθούν. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι οι Αιτητές δεν συγκεκριμενοποιούν τους όρους που αφορούν τα δύο πρώτα σκέλη της εισήγησης τους και αναφέρονται στον σύνδεσμο «και/ή» και στην πρόταση «Συμπλήρωση έργου».
Παρά τον ασαφή προσδιορισμό των όρων θα εξετάσουμε την εισήγηση, όπως πράξαμε και για τον πρώτο λόγο ακύρωσης.
Από την αναδρομή μας στους Διοικητικούς Φακέλους βρίσκουμε ότι τα Έγγραφα του Διαγωνισμού καθορίζουν πλήρως το αντικείμενο του παρόντος Διαγωνισμού και σε τι αφορά η πρόταση «Συμπλήρωση Έργου». Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε για σκοπούς απόφασης μας όλα τα επιχειρήματα και τα Έγγραφα του Διαγωνισμού, στα οποία αναφέρθηκε η δικηγόρος της Αναθέτουσας Αρχής. Περιοριζόμαστε μόνο να εξηγήσουμε ότι εντοπίσαμε τόσο την Προκήρυξη όσο και τα Έγγραφα του Διαγωνισμού που αφορά, αλλά και τα υπόλοιπα σχετικά στοιχεία από τους Διοικητικούς Φακέλους, που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς τις εργασίες που απομένουν για συμπλήρωση του Αυτοκινητόδρομου που αφορά ο παρών Διαγωνισμός. Αν οι Αιτητές είχαν οποιανδήποτε αμφιβολία θα μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους να ζητήσουν συμπλήρωση των Εγγράφων στη βάση του όρου 4.2.2 του Μέρους Α των Εγγράφων του Διαγωνισμού που προνοεί τα εξής:
«4.2. Περιεχόμενα Εγγράφων Διαγωνισμού
[…]
2. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα Έγγραφα Διαγωνισμού δεν είναι πλήρη, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, οι Οικονομικοί Φορείς δικαιούνται να ζητήσουν από την Αναθέτουσα Αρχή τη συμπλήρωση των εγγράφων. Προσφυγές κατά της νομιμότητας του διαγωνισμού με το αιτιολογικό της μη πληρότητας των εγγράφων, θα απορρίπτονται ως απαράδεκτες».
Ως προς τον σύνδεσμο «και/ή» για τον οποίο επίσης παραπονούνται οι Αιτητές, εντοπίζουμε από τα Έγγραφα του Διαγωνισμού τον όρο 1 σημείο 4 του Τόμου Α, ο οποίος διευκρινίζει τι σημαίνει ο σύνδεσμος αυτός ως εξής:
«ΣΥΣΤΗΜΑ
«[…]
4. Διασαφηνίζεται ότι, όπου στους όρους εντοπίζεται η σύνταξη με
τη χρήση συνθέτου συμπλεκτικού και διαζευκτικού συνδέσμου «και/ή» αυτή θα
συμπεριλαμβάνει τις δύο συντακτικές λειτουργίες. Δηλαδή, ({Α και/ή Β] θα
σημαίνει
«Α» ή «Β» ή και τα δύο {Α} και {Β}).»
Η ερμηνεία που δίνει ο πιο πάνω όρος συμφωνεί και με τον κανόνα ερμηνείας εγγράφων που είναι η γραμματική ερμηνεία του συνδέσμου σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Transnatco Ltd -v- Superclima Engineering Ltd (2010) 1(A) ΑΑΔ 643, Καρατσιώλης -v- Royal Sports Betting Ltd (2008) 1(A) ΑΑΔ 669, Μελίνα Αλκιβιάδη -v- The Philips College, Πολ. Εφ. Αρ. 310/11, ημερ. 21.03.2017 και Logicom Solutions Ltd -v- Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Υπ. Αρ. 23/2018, ημερ. 11.01.2024).
Σε σχέση με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης που αφορά στον όρο 1007.20 και έχει τίτλο «Εργασία εκτός Ορίων Έργου» είναι φανερό ότι αναφέρεται σε εργασίες άλλες από το ίδιο το έργο, περιλαμβανομένων και εργασιών εντός ιδιωτικών υποστατικών σε σχέση με υπόγεια καλώδια της ΑΗΚ που σύμφωνα με την Αναθέτουσα Αρχή είναι η Προδιαγραφή της ΑΗΚ που ενσωματώθηκε στον παρόντα Διαγωνισμό.
Παραθέτουμε αυτούσιο τον όρο «1007.20 για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«1007.20 Εργασία εκτός Ορίων Έργου
1. Ο Εργολάβος είναι υπόχρεος να εκτελέσει και εργασία η οποία είτε φαίνεται στα κατασκευαστικά σχέδια να είναι έξω από τα όρια του Έργου είτε περιγράφεται άλλως πως στις Απαιτήσεις του Εργοδότη.
2. Στις εργασίες εκτός των ορίων του Έργου συμπεριλαμβάνονται και οι εργασίες εντός ιδιωτικών υποστατικών, όπου επιβάλλεται ο τερματισμός των καλωδίων παροχής. Τα καλώδια παροχών τερματίζουν είτε σε βοηθητικό πάσσαλο ή στην εξωτερική τοιχοποιία του υποστατικού ή σε υφιστάμενο δωμάτιο μετρητών. Η πορεία των καλωδίων παροχής καθώς και των φρεατίων που πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για τις πιο πάνω εργασίες θα δεικνύονται στα κατασκευαστικά σχέδια. Οι λεπτομέρειες του τρόπου κατασκευής των φρεατίων και του σκάμματος σε λωρίδες παροχών σε ιδιωτικά υποστατικά περιγράφονται σε τυπικά σχέδια. Ο Εργολάβος οφείλει να λαμβάνει προληπτικά μέτρα προς αποφυγή ζημιών στον ιδιωτικό χώρο καθώς και να επαναφέρει τον χώρο στην αρχική του κατάσταση».
Εκτός του ότι ο όρος αναφέρεται σε αμιγώς τεχνικό θέμα για το οποίο η κρίση της διοίκησης είναι ανέλεγκτη στη βάση της πιο πάνω νομολογίας, βρίσκουμε την συμπερίληψη εργασιών «εκτός ορίων έργου» στους όρους του Διαγωνισμού ότι δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό, εφόσον οι εργασίες αυτές κρίθηκαν από την Αναθέτουσα Αρχή ότι ήταν απαραίτητες για τις ανάγκες του έργου και ειδικά των ηλεκτρολογικών.
Δεν μας διαφεύγει ότι στη βάση της νομολογίας ο καθορισμός των όρων ενός Διαγωνισμού επαφίεται στην ίδια την Αναθέτουσα Αρχή, που είναι γνώστης των αναγκών του έργου και το αρμόδιο πρόσωπο καθορισμού των προϋποθέσεων και όρων.
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης προβάλλεται από πλευράς Αιτητών, με παραπομπή σε νομολογία, θέμα κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Ειδικότερα οι Αιτητές εισηγούνται γενικά και αόριστα παραβίαση των εξουσιών της Αναθέτουσας Αρχής, χωρίς ειδική αναφορά στο πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται.
Σχετική με το θέμα είναι η υπόθεση Τριλλίδου -v- Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (1999) 3 ΑΑΔ 284, στην οποία παρέπεμψε και ο δικηγόρος των Αιτητών, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής:
«Δεν έχει επίσης αποδειχθεί υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας όπως προβάλλεται από την εφεσείουσα. Οι λόγοι αυτοί εξετάζονται όχι αφηρημένα ή ακαδημαϊκά, αλλά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα στην κάθε υπόθεση (Βλέπε: Theodoros G. Papapetrou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 61). Κατάχρηση εξουσίας υπάρχει όταν η διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας παραβαίνει το σκοπό του γράμματος και του πνεύματος του νόμου. Στην παρούσα περίπτωση ο σκοπός του διατάγματος απαλλοτρίωσης ήταν η ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής, σκοπός που είναι σύμφωνος με το Νόμο και το Σύνταγμα. Το γεγονός ότι παρεμφερώς είναι δυνατό να υποθέσει κάποιος ότι επωφελούνται και τρίτοι ιδιοκτήτες παρακειμένων κτημάτων δεν αναιρεί ούτε καθιστά την επίδικη απαλλοτρίωση καταχρηστική. Ο μόνος σκοπός της έκδοσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης είναι εκείνος που καθορίζεται στη Γνωστοποίηση και το Διάταγμα».
Στην παρούσα περίπτωση οι Αιτητές δεν παρουσίασαν κανένα ικανό στοιχείο που να υποστηρίζει την εισήγησή τους αυτή. Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος ακύρωσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Ο τέταρτος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας. Προφανώς οι Αιτητές αναφέρονται στα Έγγραφα της Προκήρυξης, εφόσον δεν διευκρινίζεται με τη γραπτή ή προφορική αγόρευση του δικηγόρου των Αιτητών σε ποιό ακριβώς έγγραφο ή απόφαση αφορά η εισήγηση τους. Με αναφορά σε σχετική νομολογία (βλ. Κοινοπραξία A.D.T. - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.ά. -v- Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 42/2015, ημερ. 12.01.2022 κ.ά.) και νομοθεσία (βλ. άρθρα 82, 84, 85, 86 και 87 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου του 2014 (Ν. 20(Ι)/2014)) εισηγούνται ότι από το Διοικητικό Φάκελο δεν προκύπτουν οι λόγοι που το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το έργο αλλά και όσα απαιτούνται σε σχέση με το έργο και την Προκήρυξη του.
Προβάλλουν περαιτέρω ισχυρισμούς για παράλειψη δέουσας έρευνας από πλευράς Αναθέτουσας Αρχής και ότι δεν τους επετράπη η επιθεώρηση εγγράφων και συγκεκριμένα το έγγραφο υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας, που ήταν σφραγισμένο με την ένδειξη «να μην ανοιχτεί».
Από την άλλη η δικηγόρος της Αναθέτουσας Αρχής προς αντίκρουση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης προβάλλει το αποκλειστικό δικαίωμα του Κράτους Προκήρυξης των έργων που επιθυμεί, όπως και των όρων της Προκήρυξης. Τονίζει δε παραπέμποντας σε νομολογία (βλ. Χάρης Αντωνιάδης κ.α. -v- Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Προσφυγή Αρ. 1366/10, ημερ. 20.06.2013 κ.ά.) τη νομική υπόσταση της Προκήρυξης του Διαγωνισμού, που συνιστά πράξη κανονιστικού περιεχομένου και όχι διοικητική πράξη, ώστε να μην εφαρμόζονται οι αρχές της νομολογίας για την αιτιολογία διοικητικών πράξεων. Εν πάση περιπτώσει ισχυρίζεται ότι σ’ ό,τι αφορά την εκτιμώμενη αξία του Διαγωνισμού αφενός δεν αποτελεί διοικητική πράξη υποκείμενη σε προσφυγή ώστε να υπάρχει ανάγκη αιτιολόγησης της και αφετέρου συνιστά τεχνικό θέμα το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών. Τονίζει περαιτέρω την πλήρη συμμόρφωση της Αναθέτουσας Αρχής με το Ν.20(Ι)/14 και ιδιαίτερα το άρθρο 87(3) αυτού, με τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου μαζί και του Υπουργού Οικονομικών, την κρίση του οποίου η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών δεν μπορεί να ελέγξει. Συνεχίζει ότι αφού τηρήθηκαν όλες οι προνοούμενες από τη νομοθεσία διαδικασίες, το Υπουργικό Συμβούλιο στις 06.08.2025 αποφάσισε α) να επιβεβαιώσει την υλοποίηση ολόκληρου του νέου δρόμου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς και β) να εγκρίνει την επαναπροκήρυξη της ολοκλήρωσης της κατασκευής των δύο δυτικών λωρίδων του Τμήματος Ι (Αγία Μαρινούδα – Στρουμπί) του Αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης περί τα τέλη του 2027 και με προκαταρκτική εκτίμηση κόστους κατασκευής της τάξης των €119.0000.000,00.
Εξετάσαμε τον τέταρτο λόγο ακύρωσης υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης σε συνάρτηση με τις εκατέρωθεν εισηγήσεις, ο οποίος δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο από πλευράς Αιτητών, αν και είχαν το βάρος απόδειξης, ότι οι όροι του Διαγωνισμού ή οποιοσδήποτε εξ’ αυτών παραβιάζει την αρχή της ανάγκης αιτιολόγησης των διοικητικών αποφάσεων ή της δέουσας έρευνας. Αντίθετα το περιεχόμενο των Διοικητικών Φακέλων παρέχει πλήρη αιτιολογία τόσο για την Προκήρυξη του Διαγωνισμού όσο και για τους κατ’ ιδίαν όρους της. Εναπόκειται περαιτέρω στον Υπουργό Οικονομικών στη βάση του άρθρου 87(3) του Ν. 20(Ι)/2014 η απόφαση κατά πόσο θα εγκρίνει Σύμβαση που αναφέρεται στο έργο. Σ’ ό,τι αφορά την εισήγηση για την εκτιμώμενη αξία του έργου, πρόκειται σαφώς για τεχνικό ζήτημα που δεν μπορούμε να εξετάσουμε ή να υπεισέλθουμε στην ουσιαστική κρίση της Αναθέτουσας Αρχής (βλ. Antonis Askanis Ltd -v- Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Υπ. Αρ. 1138/05, ημερ. 06.09.2006). Το δε έγγραφο με την ένδειξη «να μην ανοιχτεί», σύμφωνα με την δικηγόρο της Αναθέτουσας Αρχής, αποτελεί εσωτερικό έγγραφο που αναφέρεται στον υπολογισμό της εκτιμώμενης δαπάνης. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην ενέργεια της Αναθέτουσας Αρχής να μην επιτρέψει την επιθεώρηση του εγγράφου. Όχι μόνο οι Αιτητές δεν προέβαλαν συγκεκριμένο ισχυρισμό για δυσμενή επηρεασμό τους από τη μη επιθεώρησή του, αλλ’ ούτε και υποβλήθηκε οποιαδήποτε αίτηση ενώπιον μας, αν οι Αιτητές το θεωρούσαν σημαντικό, να τους επιτραπεί η επιθεώρηση του συγκεκριμένου ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου που εμπεριέχετο στους Διοικητικούς Φακέλους.
Εν πάση περιπτώσει το Δελτίο Παραδοχών – Εκτίμηση Δαπάνης που εντοπίσαμε στους Διοικητικούς Φακέλους, δίνει εξήγηση ως προς τον καθορισμό της εκτιμώμενης αξίας που καταγράφουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«Η Εκτίμηση Αξίας έχει βασιστεί στις τιμές της διακοπείσας σύμβασης καθώς και επιπρόσθετων εργασιών που προέκυψαν κατά την εκτέλεση της προηγούμενης σύμβασης λαμβάνοντας επίσης υπόψη την αύξηση του κατασκευαστικού κόστους καθώς η συγκεκριμένη προσφορά λήφθηκε το 2019.
Στην εκτίμηση αξίας περιλαμβάνεται επίσης το κόστος ελέγχου/επιβεβαίωσης/υιοθέτησης/ τροποποίησης μελετών του προηγούμενου Αναδόχου».
Συνεπώς και ο τέταρτος λόγος είναι έκθετος σε απόρριψη.
Με τον πέμπτο λόγο ακύρωσης προβάλλεται θέμα καταχρηστικής απόφασης και/ή ότι συνιστά προϊόν παραβίασης αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Συγκεκριμένα οι Αιτητές αναφέρονται στον όρο 5.2.5 του Τόμου Α ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ, που αφορά στην Έγγραφη Υποβολή Ερωτήσεων από τους Ενδιαφερόμενους και στους όρους 11.5 και 11.3 του Τόμου Γ’ (Απαιτήσεις Εργοδότη) του Μέρους 1 – Γενικά), ότι μετακυλούν την ευθύνη στον Ανάδοχο του έργου.
Με τη μετακύληση δε, κατά την άποψη τους, της ευθύνης για παραβιάσεις του Ενωσιακού Δικαίου που αφορά ο όρος 5.2.5, καθιστά τον όρο καταχρηστικό και κακόπιστο. Συνεχίζουν ότι το ίδιο ισχύει και για τους 11.5 και 11.3.
Η Αναθέτουσα Αρχή προς αντίκρουση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης εισηγείται ότι ο προσβαλλόμενος όρος 5.2.5 είναι σύμφωνος με τις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας. Ο όρος αυτός, προσθέτει, εισήχθη προς διασφάλιση ότι ο οικονομικός φορέας δεν θα επωφεληθεί ουσιαστικά της παρανομίας που ήταν σε γνώση του, αλλά προτίμησε τη σιωπή. Ο οικονομικός φορέας μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις επί του όρου, οπότε η εισήγηση των Αιτητών ότι ο όρος 5.2.5 θίγει το δικαίωμα της αποτελεσματικής προστασίας, σύμφωνα με το Νόμο 104(Ι)/2010, είναι αβάσιμη. Τονίζει περαιτέρω ότι ο όρος δεν αναφέρεται σε όλους τους οικονομικούς φορείς αλλά σε συγκεκριμένη περίπτωση που καθορίζεται, γεγονός που καταδεικνύει, κατά την άποψη της, την αναλογικότητα του όρου. Ως προς την κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικότητα των όρων 11.5 και 11.3 ισχυρίζεται ότι δεν προβλήθηκε κανένα στοιχείο από πλευράς Αιτητών που να οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα.
Εξετάσαμε τη συγκεκριμένη εισήγηση των Αιτητών με την οποίαν διαφωνούμε. Στο σημείο αυτό παραθέτουμε αυτούσιο τον όρο 5.2.5 του Τόμου Α των Εγγράφων του Διαγωνισμού που θεωρείται, από τους Αιτητές, ως καταχρηστικός.
«5.2. Έγγραφη Υποβολή Ερωτήσεων από τους Ενδιαφερόμενους
[…]
5. Σε περίπτωση που Οικονομικός Φορέας διαπιστώσει απόκλιση συγκεκριμένου όρου των Τεχνικών Προδιαγραφών από την Εθνική ή Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, οφείλει να ενημερώσει γραπτώς την Αναθέτουσα Αρχή εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2.12.
Στην αντίθετη περίπτωση ο Οικονομικός Φορέας:
α) στερείται του δικαιώματος οποιασδήποτε οικονομικής αποζημίωσης.
β) στην περίπτωση που αναδειχθεί Ανάδοχος, υποχρεούται επί πλέον να συμπράξει με την Αναθέτουσα Αρχή στην εναρμόνιση του αποκλίνοντος όρου με την Εθνική ή Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, έστω και εάν αυτό συνεπάγεται οικονομική του επιβάρυνση.».
Από το λεκτικό του όρου καθίσταται σαφές ότι αναφέρεται στην υποχρέωση οικονομικού φορέα να ενημερώσει την Αναθέτουσα Αρχή στην περίπτωση που διαπιστώσει παραβίαση όρου της Εθνικής ή Ευρωπαϊκής νομολογίας, διαφορετικά στερείται του δικαιώματος οικονομικής αποζημίωσης.
Ως προς το δικαίωμα της Αναθέτουσας Αρχής επιβολής ειδικών όρων για την εκτέλεση της Σύμβασης, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο άρθρο 70 του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016 (Ν. 73(I)/2016) που προβλέπει τα εξής:
«Όροι εκτέλεσης της σύμβασης
70. Οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να επιβάλλουν ειδικούς όρους σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης, υπό τηνπροϋπόθεση ότι συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης κατά την έννοια του εδαφίου (4) του άρθρου 67 καιεπισημαίνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης. Οι εν λόγω όροι μπορούννα περιλαμβάνουν οικονομικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές παραμέτρους ή παραμέτρους που αφορούν την καινοτομία καιτην απασχόληση».
Εξετάζοντας την εισήγηση, είναι διαπίστωση μας ότι ο όρος 5.2.5 δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό αλλά είναι σύμφωνος με την αρχή της νομιμότητας και της αναλογικότητας. Διασφαλίζει περαιτέρω ότι ο οικονομικός φορέας δεν θα εκμεταλλεύεται την απόκλιση που ο ίδιος διαπίστωσε αλλά προτίμησε την σιωπή ζητώντας στη συνέχεια οικονομική αποζημίωση. Διασφαλίζει επίσης και την αρχή της ισότητας με την αποτροπή δημιουργίας προβαδίσματος του οικονομικού φορέα από παραβίαση της Εθνικής ή Ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ο όρος αυτός τέθηκε στη βάση του δικαιώματος που παρέχει στην Αναθέτουσα Αρχή το άρθρο 70 του Ν. 73(Ι)/2016. Σχετική με το θέμα είναι η υπόθεση του ΔΕΕ της 8ης Ιουλίου 2021, C-295/20 “Sanresa” UAB κατά Αplinkos apsaugos departamentas prie Aplinkos ministerijos, στην οποία αναλύεται το αντίστοιχο άρθρο 70 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2014/24, στην οποία παραπέμπει η δικηγόρος της Αναθέτουσας Αρχής.
Ούτε επίσης η εισήγηση ότι οι όροι 11.5 και 11.3 είναι καταχρηστικοί μας βρίσκει σύμφωνους, εφόσον η εισήγηση τέθηκε αόριστα και γενικά χωρίς την παράθεση οποιουδήποτε ικανού στοιχείου που να οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα. Ο μεν όρος 11.5 προνοεί για την υποχρέωση του Αναδόχου να ετοιμάσει και να υποβάλει Σχέδιο Περιβαλλοντικής Διαχείρισης ως μέρος των Κατασκευαστικών Εγγράφων, ο δε όρος 11.3 για την υποχρέωση του Αναδόχου να ετοιμάσει και να υποβάλει Μελέτη χρήσης/απόθεσης και περιβαλλοντικής διαχείρισης των «Αποθεσιοθαλάμων» για έγκριση από τον Αντιπρόσωπο του Εργοδότη. Και οι όροι αυτοί, σε συμφωνία με την Αναθέτουσα Αρχή, τέθηκαν στα πλαίσια του δικαιώματος που της παρέχει το άρθρο 70 του Ν. 73(Ι)/2016 και ενσωματώθηκαν στα Έγγραφα του Διαγωνισμού μετά την επιβολή των όρων από πλευράς Περιβαλλοντικής Αρχής στις 06.05.2019. Αποτελούν, επίσης συνέπεια του αντικειμένου του Διαγωνισμού.
Συνεπώς και ο πέμπτος λόγος ακύρωσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Ο έκτος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στο χρόνο της Προκήρυξης που ήταν το καλοκαίρι και συγκεκριμένα στις 08.08.2025, με αποτέλεσμα οι Αιτητές, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, να παρεμποδιστούν στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Το χρονικό αυτό σημείο, κατά την άποψη τους, σε συνάρτηση με την περίοδο των 9 μηνών που μεσολάβησε από τον τερματισμό της προηγούμενης Σύμβασης, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της προσβασιμότητας στο Διαγωνισμό με τη δυσκολία επιθεώρησης των Διοικητικών Φακέλων.
Αρνητική ήταν η προσέγγιση της Αναθέτουσας Αρχής προς αντίκρουση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης. Κατ’ αρχάς σημειώνει ότι από τις 05.05.2025 η Αναθέτουσα Αρχή είχε προβεί σε Δημόσια Δημοσίευση στο e-procurement που με την ανανέωση της προβλεπόταν ως αναμενόμενη ημερομηνία Προκήρυξης η 08.08.2025. Προσθέτει ότι συναίνεση της Αρμόδιας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων δόθηκε προφορικά και επιβεβαιώθηκε μέσω του ηλεκτρονικού μηνύματος του κ. Σταμπόλη ημερ. 08.08.2025. Στις δε 13.08.2025 η Αρμόδια Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων απέστειλε το σχετικό Πιστοποιητικό του Ελέγχου Ποιότητας και εκδόθηκε το Συμπληρωματικό Έγγραφο Αρ. 1 στις 22.08.2025.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι όλα τα γεγονότα και Έγγραφα στα οποία κάνει αναφορά η δικηγόρος της Αναθέτουσας Αρχής στην αγόρευση της εντοπίστηκαν από την έρευνα μας στους Διοικητικούς Φακέλους και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε για σκοπούς απόφασης μας.
Σημασία ενέχει για την εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος ότι δεν εντοπίζεται καμία πρόνοια στη Νομοθεσία μας ή στο Ενωσιακό Δίκαιο ότι εξαιρείται συγκεκριμένη ή οποιαδήποτε άλλη εποχή του χρόνου για Προκήρυξη Διαγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει δεν προβλήθηκε κανένα ικανό στοιχείο από πλευράς Αιτητών ότι ο χρόνος Προκήρυξης επέδρασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς στα δικαιώματα τους. Αντίθετα ήταν σε θέση να κατοχυρώσουν αυτά με την καταχώρηση εμπρόθεσμα της παρούσας Προσφυγής και άσκηση των δικαιωμάτων τους στα πλαίσια της Προσφυγής, όπως την επιθεώρηση των Φακέλων. Σημειώνουμε ότι η επιλογή του χρόνου Προκήρυξης δεν έγινε εσκεμμένα ή προς το σκοπό εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών αλλά βρίσκουμε ότι ήταν η φυσική και αναμενόμενη συνέπεια των όσων προηγήθηκαν.
Συνεπώς και αυτός ο λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ο έβδομος λόγος ακύρωσης ουσιαστικά επαναλαμβάνει τον δεύτερο λόγο που αναφέρεται στην ανεπαρκή τεκμηρίωση της πρότασης «Συμπλήρωση Έργου».
Έχουμε ήδη ασχοληθεί με το θέμα ως προς το τι αφορά η «Συμπλήρωση Έργου» στον παρόντα Διαγωνισμό και προβεί σε ορισμένες διαπιστώσεις τις οποίες υιοθετούμε για σκοπούς εξέτασης του υπό κρίση λόγου ακύρωσης. Περιοριζόμαστε μόνο να αναφέρουμε ότι τόσο το αντικείμενο του παρόντος Διαγωνισμού όσο και η εκτιμώμενη αξία του είχαν καθοριστεί με σαφήνεια στα Έγγραφα του Διαγωνισμού και δεν τίθεται θέμα αοριστίας ή αβεβαιότητας τους, ως η εισήγηση των Αιτητών.
Συνεπώς οι ισχυρισμοί για παραβίαση αρχών του Διοικητικού Δικαίου δηλαδή της αναλογικότητας, της διαφάνειας κ.α. όπως και της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ παραμένουν ατεκμηρίωτοι, με αποτέλεσμα την αποτυχία και του έβδομου λόγου ακύρωσης.
Με τον όγδοο λόγο ακύρωσης οι Αιτητές προβάλλουν θέμα διοικητικής ασάφειας και νομικής ανασφάλειας. Συγκεκριμένα αναφέρονται σε κατ’ ισχυρισμό ασαφή διατύπωση των όρων της Προκήρυξης που μαζί με την έλλειψη αιτιολογίας δημιουργούν, κατά την άποψη τους, νομική ανασφάλεια και παρεμπόδιση των οικονομικών φορέων στη συμμετοχή στο Διαγωνισμό. Υπονομεύει περαιτέρω την ομαλή και δίκαιη διεξαγωγή της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους το φέρουν οι ίδιοι οι Αιτητές που στην παρούσα περίπτωση δεν κατάφεραν να αποσείσουν. Σημειώνουμε ότι παραλείπουν και εδώ να αναφερθούν στους συγκεκριμένους όρους της Προκήρυξης που αφορά η εισήγηση τους και με ποιό τρόπο έγινε, κατά την άποψη τους, η παραβίαση.
Συνεπώς και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί ως ατεκμηρίωτος.
Ο ένατος λόγος αναφέρεται στο έννομο συμφέρον των Αιτητών προώθησης της Προσφυγής τους. Ειδικά ισχυρίζονται ότι έχουν έννομο συμφέρον λόγω της βλάβης που θα υποστούν με την παραβίαση της νομοθεσίας.
Είναι φανερό ότι η εισήγηση δεν συνιστά λόγο ακύρωσης, γεγονός που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο δικηγόρος των Αιτητών κατά την ακρόαση, εξ ου και δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα.
Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τον δέκατο λόγο ακύρωσης. Με τον συγκεκριμένο λόγο οι Αιτητές εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και ούτε προστατεύει τη διαφάνεια, τον ανταγωνισμό και την αποδοτική χρήση δημοσίων πόρων. Ειδικότερα αναφέρονται στην προχειρότητα της Προκήρυξης του έργου που βρίθει, κατά την άποψη τους, παρανομιών και αυθαιρεσιών. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Αναθέτουσα Αρχή προχώρησε σε σημαντική αύξηση του συνολικού προϋπολογισμού του έργου με τη νέα Προκήρυξη.
Η Αναθέτουσα Αρχή από την άλλη προβάλλει θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος από πλευράς Αιτητών προώθησης λόγου που αναφέρεται στο δημόσιο συμφέρον, με παραπομπή σε νομολογία (βλ. Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. -v- Cybarco PLC κ.ά. (2009) 3 AAΔ 513 κ.ά.).
Από την έρευνα μας σε νομολογία επί του θέματος εντοπίσαμε την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 213/19, Αντρέας Λουκά -v- Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 11.11.2024 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με το υπό εξέταση θέμα:
«Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτική αγωγής «actio popularis», με την οποία ο κάθε πολίτης μπορεί να επιδιώξει για το γενικό ή δημόσιο συμφέρον τον έλεγχο και την καταστολή διοικητικών πράξεων. Η αίτηση ακυρώσεως, αποβλέπει στην αποκατάσταση της νομιμότητας από δράση της διοίκησης που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. (βλ. Χατζηϊωάννου κ.α. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου κ.ά. (2015) 3 ΑΑΔ, 259.)».
Ως εκ τούτου βρίσκουμε ότι και ο συγκεκριμένος λόγος δεν ευσταθεί και είναι απορριπτέος.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που αναφέρεται στην έλλειψη έρευνας από πλευράς Αναθέτουσας Αρχής. Συγκεκριμένα οι Αιτητές παραπέμπουν στην επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερ. 12.08.2025 που αναφέρει επί λέξη «έγγραφα διαγωνισμού έχουν ελεγχθεί και ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις και τα σχόλια μας πιο κάτω, είναι συμβατά με τη Νομοθεσία που διέπει τις Δημόσιες Συμβάσεις». Παραπέμπουν δε σε άλλη επιστολή ημερ. 08.08.2025 του κ. Κατράνη της Αρμόδιας Αρχής των Δημοσίων Συμβάσεων.
Εξετάσαμε την εισήγηση η οποία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Από την έρευνα μας στους Διοικητικούς Φακέλους διαφάνηκε ότι η Αναθέτουσα Αρχή και στη δέουσα έρευνα προέβη αλλά και η απόφαση της για Προκήρυξη του παρόντα Διαγωνισμού είναι πλήρως αιτιολογημένη, ενόψει του τερματισμού της Σύμβασης του προηγούμενου Διαγωνισμού και της σπουδαιότητας του έργου.
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία περιέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Χωματένος -v- Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 ΑΑΔ 120). Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (βλ. Motorways Ltd -v- Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 447).
Στην υπό κρίση περίπτωση κρίνουμε επαρκή την έρευνα και συνυφασμένη με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Οι προσβαλλόμενοι όροι είναι περαιτέρω σύμφωνοι με τις αρχές του Διοικητικού δικαίου, της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και διαφάνειας. Δεν παρουσιάστηκε εξάλλου κανένα ικανό στοιχείο που να κατατείνει σε αντίθετη διαπίστωση.
Συνεπώς και ο ενδέκατος λόγος ακύρωσης είναι απορριπτέος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω όλοι οι λόγοι ακύρωσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Η Προσφυγή απορρίπτεται.
............................................ ............................................
Ανδρούλα Πούγιουρου Κάριν Γεωργιάδου
Πρόεδρος Μέλος
............................................. .............................................
Ανδρέας Καρύδης Πάρις Κωνσταντινίδης
Μέλος Μέλος
......................................
Χριστίνα Σαββίδου
Μέλος