
Απόφαση ΕΠΑ: 69/2024 |
Αρ. Φακέλου: 11.17.020.07 & 8.13.006.013.001
ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2022
Καταγγελία του κύριου Κ.Β. ιδιοκτήτη του «Γρηγόρης Μικρογεύματα» εναντίον της εταιρείας Wolt Enterprises OY
Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού
κα Εύα Παντζαρή Πρόεδρος
κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας Μέλος
κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλας Μέλος
Ημερομηνία απόφασης: 28/11/2024
ΑΠΟΦΑΣΗ
Αντικείμενο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεσης αποτέλεσε η καταγγελία που υποβλήθηκε στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή») καταγγελία από τον κ. Κ.Β. (εφεξής ο «καταγγέλλων/κ. Κ.Β.») στις 06/10/2020, εναντίον της εταιρείας Wolt Enterprises OY (εφεξής η «καταγγελλόμενη εταιρεία/Wolt»), η οποία εστιάζεται σε κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις των άρθρων 6 και/ή 3 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014, ως ίσχυαν και/ή των άρθρων 102 και/ή 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «ΣΛΕΕ»), αντίστοιχα.
1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
1. Η Επιτροπή, υπό την προηγούμενη της σύνθεση, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 21/10/2020, αφού εξέτασε την καταγγελία και ενεργώντας στη βάση των διατάξεων του άρθρου 35 του Νόμου και έχοντας υπόψη σχετικό Εσωτερικό Σημείωμα της Υπηρεσίας της Επιτροπής (εφεξής «η Υπηρεσία»), ομόφωνα αποφάσισε να δώσει οδηγίες στην Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις του άρθρου 6 του Νόμου και του αντίστοιχου άρθρου 102 της ΣΛΕΕ και να καταθέσει σχετικό σημείωμα.
2. Η Υπηρεσία, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής της έρευνας, απέστειλε σχετικά ερωτηματολόγια προς τα εμπλεκόμενα μέρη.
3. Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 13/01/2021, σημείωσε το περιεχόμενο του εσωτερικού σημειώματος της Υπηρεσίας ημερομηνίας 05/01/2021 αναφορικά με νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς και ουσιώδη στοιχεία και πληροφορίες που απέστειλε ο καταγγέλλων κατά την προκαταρκτική έρευνα της Υπηρεσίας και αφορούν την εξέταση νέου άρθρου του Νόμου και της ΣΛΕΕ, ήτοι άρθρο 3 και άρθρο 101 αντίστοιχα, για τα οποία δεν είχαν δοθεί οποιεσδήποτε σχετικές οδηγίες διερεύνησης προς την Υπηρεσία. Στην κατ’ ιδίαν συζήτηση του θέματος, η Επιτροπή ομόφωνα αποφάσισε όπως ο καταγγέλλων ενημερωθεί από την Υπηρεσία ότι εάν και εφόσον επιθυμεί να καταγγείλει οποιαδήποτε παράβαση των άρθρων του Νόμου και/ή της ΣΛΕΕ από μέρους άλλων εταιρειών και να διερευνηθεί η κατ’ ισχυρισμό παράνομη σύμπραξη αυτών με την εταιρεία Wolt κατά παράβαση των άρθρων 3 του Νόμου και/ή 101 της ΣΛΕΕ, θα πρέπει να υποβληθεί νέα καταγγελία στο πλαίσιο του άρθρου 35 του Νόμου, ως ίσχυε τότε και του σχετικού Παραρτήματος, για σκοπούς ύπαρξης έννομου συμφέροντος ή όχι του καταγγέλλοντα και αρμοδιότητας της Επιτροπής.
4. Η Υπηρεσία, στη βάση των ανωτέρω οδηγιών της Επιτροπής, ενημέρωσε σχετικά τον καταγγέλλοντα με επιστολή ημερομηνίας 15/02/2021.
5. Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 18/06/2021, διαπίστωσε ότι εκ παραδρομής δεν δόθηκαν σχετικές οδηγίες στην Υπηρεσία για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ που περιέχονται στην καταγγελία και ως εκ τούτου ομόφωνα αποφάσισε όπως η Υπηρεσία προχωρήσει σε σχετική έρευνα.
6. Στις 29/06/2021, οι δικηγόροι της καταγγελλόμενης εταιρείας Wolt αιτήθηκαν από την Υπηρεσία την αυτούσια παράθεση της καταγγελίας του καταγγέλλοντος.
7. Κατά την ίδια ημερομηνία, η Υπηρεσία ενημέρωσε σχετικά τον καταγγέλλοντα αναφορικά με το αίτημα της καταγγελλόμενης εταιρείας και στις 02/07/2021, ο καταγγέλλων ενημέρωσε την Υπηρεσία ότι η καταγγελία του δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε στοιχείο που θεωρείται ως εμπιστευτικής φύσεως και ως εκ τούτου να δοθεί αυτούσια στην καταγγελλόμενη εταιρεία.
8. Στις 06/07/2021, η Υπηρεσία απέστειλε στους δικηγόρους της καταγγελλόμενης εταιρείας αυτούσια την καταγγελία του καταγγέλλοντα ως είχαν αιτηθεί σχετικά.
9. Η Επιτροπή, υπό τη νέα της σύνθεση, σε συνεδρία της ημερομηνίας 11/07/2023, σημείωσε αρχικά ότι το Μέλος της Επιτροπής, κα. Ιωάννα Σαπίδου δήλωσε ότι θα εξαιρεθεί από την εξέταση του εν λόγω θέματος λόγω του ότι μέχρι πρότινος (συγκεκριμένα μέχρι τις 8 Ιουνίου 2023) κατείχε τη θέση Δικηγόρου/Ανώτερης Συνεργάτη στο δικηγορικό γραφείο Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ. Εν συνεχεία, η Επιτροπή στη συζήτηση της υπόθεσης που ακολούθησε, επεσήμανε ότι λόγω των αντικρουόμενων αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου, στην Υπόθεση αρ.65/2015, ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ και ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ημερομηνίας 24/9/2021 και στην Υπόθεση αρ.1848/2018, ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ και ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ημερομηνίας 15/5/2023 και υπό το φως της καταχώρησης της αναθεωρητικής έφεσης ΕΔΔ 66/2023, η οποία αναμενόταν να εκδικαστεί σύντομα, είχε ζητήσει νομική καθοδήγηση από τη Νομική Υπηρεσία προτού αποφασίσει για το χειρισμό της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά και έδωσε οδηγίες στην Υπηρεσία όπως σε περίπτωση ερωτημάτων ή αιτημάτων από τα εμπλεκόμενα μέρη, τα ενημερώσει σχετικά ως η ως άνω αναφορά της.
10. Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 20/11/2023, σημείωσε ότι το Μέλος της Επιτροπής κα Μαντώ Παπαγεωργίου Μάτση, η οποία απουσίαζε από τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 11/07/2023, δήλωσε ότι είναι πλήρως ενημερωμένη σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 11/07/2023 και έχει λάβει πλήρη γνώση όλων των σχετικών με αυτή στοιχείων και δεδομένων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση γνώμης και άποψης επί του θέματος και τη λήψη αποφάσεων. Η κα Μαντώ Παπαγεωργίου Μάτση δήλωσε πως συμφωνεί και υιοθετεί την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 11/7/2023 με την οποία αποφασίσθηκαν τα όσα καταγράφονται ανωτέρω.
11. Η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 16/01/2024, υπό τη νέα σύνθεσή της, σύμφωνα με το διορισμό της από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως οι αποφάσεις του ημερομηνίας 15/6/2023, εξέτασε το χειρισμό της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεσης, υπό το φως της απόφασης αρ. 66/2023 του Εφετείου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία), η οποία παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1848/18 ημερομηνίας 15/5/2023. Η Επιτροπή δήλωσε πως συμφωνεί με τις αποφάσεις της καθ’ όλα νόμιμα συγκροτημένης Επιτροπής, ημερομηνίας 21/10/2020, 13/1/2021, 18/6/2021 και 6/9/2021 και υιοθετούν αυτές σημειώνοντας ότι και οι ίδιοι θα προέβαιναν στις ίδιες ενέργειες κατά τον χρόνο λήψης των εν λόγω αποφάσεων. Η Επιτροπή έδωσε οδηγίες στην Υπηρεσία να κάνει χρήση του εντός του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης υλικού, το οποίο και δύναται να χρησιμοποιηθεί και αξιολογηθεί και όπως με την ολοκλήρωση της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας, υποβάλει έκθεση ευρημάτων επί αυτής.
12. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η διαδικασία λαμβάνει χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο ισχύει ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2022, Αρ. 13(Ι)/2022, με τον οποίο καταργούνται οι προαναφερόμενοι νόμοι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού του 2008 και 2014. Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται πλέον μόνο ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2022, Αρ. 13(Ι)/2022 (εφεξής ο «Νόμος»).
13. Περαιτέρω σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις και τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 72(3) του Νόμου: «(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014 θεωρούνται εκκρεμούσες ενώπιον της Επιτροπής και εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.».
14. Η Υπηρεσία, αφού ολοκλήρωσε την προκαταρκτική έρευνας της καταγγελίας, υπέβαλε Έκθεση Ευρημάτων στην Επιτροπή ημερομηνίας 28/06/2024.
15. H Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 05/07/2024, αφού μελέτησε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και ενημερώθηκε πλήρως από τα στοιχεία και δεδομένα, τα οποία υπήρχαν σε αυτόν κατά τον ουσιώδη χρόνο και υπό το φως του σημειώματος της Υπηρεσίας με ημερομηνία 28/06/2024, ομόφωνα κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 6(1) του Νόμου από μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας Wolt, καθώς διαπίστωσε ότι δεν προκύπτει κατοχή δεσπόζουσας θέσης από μέρους της Wolt κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη.
16. Η Επιτροπή γνωστοποίησε στον καταγγέλλοντα την προκαταρκτική θέση της, με επιστολή ημερομηνίας 18/10/2024, δίδοντάς του τη δυνατότητα, να θέσει εγγράφως τις τυχόν απόψεις και θέσεις του επ’ αυτής εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της. Ο καταγγέλλων δεν προσκόμισε οποιαδήποτε γραπτή θέση εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
17. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε ενδελεχώς όλα τα ενώπιον της στοιχεία, που βρίσκονται καταχωρισμένα εντός του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και το σημείωμα της Υπηρεσίας ημερομηνίας 28/06/2024, ομόφωνα έλαβε την απόφασή της ως ακολούθως:
2. ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
18. Κατά το χρόνο της καταγγελίας, ο κ. Κ.Β. είναι δικαιοδόχος (franchisee) της εταιρείας Γρηγόρης Μικρογεύματα ΑΒΕΕ (εφεξής «Γρηγόρης») που είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ελληνική Δημοκρατία και που δραστηριοποιείται μέσω υποκαταστημάτων και στην Κύπρο. Ο καταγγέλλων, λειτουργεί υπό την προσωπική του ιδιότητα ως φυσικό πρόσωπο το καφέ/σνακ μπαρ στην ως άνω διεύθυνση με τον διακριτικό τίτλο/εμπορική επωνυμία «Γρηγόρης Μικρογεύματα» και/ή «Gregory’s». Η επιχείρηση του καταγγέλλοντος δραστηριοποιείται στον τομέα της εστίασης, διαθέτοντας όλα τα προϊόντα της δικαιοπάροχου (franchisor) εταιρείας Γρηγόρης. Ο Γρηγόρης κατά βάση παρέχει «γρήγορο φαγητό» (quick meals) και καφέ κατόπιν παραγγελίας για κατ’ οίκον παράδοση (delivery) ή «take away», εξυπηρετώντας κατά βάση «περαστικούς».
2.2. Καταγγελλόμενη εταιρεία – Wolt Enterprises OY
19. Η Wolt είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Φινλανδία και δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων και στην Κύπρο. Στις δραστηριότητες της Wolt είναι η λειτουργία ψηφιακής (online) πλατφόρμας και/ή ψηφιακής εφαρμογής (application) προσβάσιμης σε όλο το καταναλωτικό κοινό για σκοπούς υποβολής ηλεκτρονικών παραγγελιών σε καταστήματα του τομέα εστίασης, που έχουν προηγουμένως εγγραφεί και συμβληθεί με την Wolt. Ο σκοπός της πλατφόρμας και/ή εφαρμογής είναι η ευκολότερη εύρεση από τους καταναλωτές, καταστημάτων και η καταχώρηση και διαχείριση σχετικών παραγγελιών για σκοπούς κατ’ οίκον διανομής. Περαιτέρω, η Wolt προσφέρει στις επιχειρήσεις/πελάτες της, που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο συνεργαζόμενων καταστημάτων και την υπηρεσία διανομής (delivery). Δηλαδή, παρέχει στα συνεργαζόμενα καταστήματα, το προσωπικό της Wolt, ώστε να διεκπεραιώνουν εκ μέρους των καταστημάτων, υπηρεσίες διανομής παραγγελιών από την επιχείρηση προς τον καταναλωτή. Η βάση χρέωσης των υπηρεσιών που παρέχει η Wolt γίνεται σε ποσοστιαία βάση προς τις συμβεβλημένες με αυτήν επιχειρήσεις, ενώ κατά την παράδοση των προϊόντων χρεώνεται και ο καταναλωτής για την υπηρεσία της διανομής.
20. Η Wolt Enterprises OY έχει θυγατρική εταιρεία την Wolt Cyprus Limited, η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία.
3. ΓΕΓΟΝΟΤΑ/ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
21. Σύμφωνα με την καταγγελία, η κατ’ ισχυρισμό παράβαση αφορούσε τα άρθρα 6 και/ή 3 του Νόμου και/ή των άρθρων 102 και/ή 101 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, ο καταγγέλλων αναφέρει ότι κατά τις 14/02/2020 υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την Wolt, το οποίο συνυπογράφηκε από αντιπρόσωπο της τελευταίας στις 23/3/2020. Ο καταγγέλλων δήλωσε ότι κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης της Wolt, η τελευταία ουδέποτε προχώρησε σε εγγραφή του στην πλατφόρμα, αρνούμενη ουσιαστικά να του παράσχει τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες για τους λόγους που θα καταγραφούν κατωτέρω. H δεδομένη άρνηση χρονολογείται καθ’ όλη τη διάρκεια μετά την υπογραφή του συμβολαίου έως και τριάντα (30) ημέρες μετά την ειδοποίηση μονομερούς τερματισμού που απέστειλε η Wolt στον καταγγέλλοντα στις 08/05/2020.
22. Αποτελεί θέση του καταγγέλλοντα πως, βάσει πληροφόρησης που έλαβε, ο βασικότερος λόγος άρνησης παροχής υπηρεσιών από την Wolt προς τον Γρηγόρη, ήταν η σύναψη συμφωνίας, στο μεσοδιάστημα, μεταξύ της Wolt και του καταστήματος {...}*. Στη βάση της συμφωνίας αυτής, η Wolt, θα αναλάμβανε την υποχρέωση αποκλεισμού συγκεκριμένων καταστημάτων από την εγγραφή τους στην πλατφόρμα, μεταξύ των οποίων και ο Γρηγόρης, για περίοδο έξι (6) μηνών. Ο καταγγέλλων σημείωσε ότι η περίοδος καλύπτει το σύνολο της περιόδου των περιορισμών (lockdown) λόγω της πανδημίας του κορωνοϊου Covid-19.
23. Είναι επίσης θέση του καταγγέλλοντος ότι η συμπεριφορά της Wolt δυνάμει σκοπού και/ή αποτελέσματος αποτελεί παραβίαση των αρχών του ανταγωνισμού τόσο λόγω της μορφής της σχετικής αγοράς όσο και από τις λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμού παράβασης. Η συμπεριφορά σχετίζεται αφενός με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης και αφετέρου με την παράνομη σύμπραξη με σκοπό και/ή αποτέλεσμα την στρέβλωση και νόθευση του ανταγωνισμού.
24. Περαιτέρω, ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που αφορά η καταγγελία, η Wolt κατείχε μονοπωλιακή ή κατ’ ελάχιστον δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά την οποία και καταχράστηκε με το να αρνηθεί αδικαιολόγητα (παρανόμως και αντισυμβατικά) την παροχή υπηρεσιών, επηρεάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον ανταγωνισμό. Η αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά της Wolt είχε σκοπό και/ή αποτέλεσμα την στρέβλωση και/ή περιορισμό του ανταγωνισμού σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί αφενός να περιορίζει τους καταναλωτές σε συγκεκριμένες επιλογές και αφετέρου να αρνείται αναιτιολόγητα την παροχή των υπηρεσιών της προς τον ίδιο σε μια περίοδο που κατέχει δεσπόζουσα θέση και που καθίστανται οι εν λόγω υπηρεσίες εξαιρετικά δημοφιλείς.
25. Ο καταγγέλλων δήλωσε ότι η αρχική του επαφή με την καταγγελλόμενη ξεκίνησε όταν επικοινώνησε μαζί της ζητώντας συνεργασία και ειδικότερα εκδηλώνοντας ενδιαφέρον για αγορά συνδυαστικών υπηρεσιών της Wolt, ήτοι ηλεκτρονική παραγγελία και εκτέλεση κατ’ οίκον διανομής. Κατόπιν αμοιβαίου όπως εξελίχθηκε αρχικά ενδιαφέροντος για συνεργασία, υπογράφτηκε η σχετική συμφωνία και η Wolt μάλιστα απέστειλε φωτογράφο για να φωτογραφίσει όλα τα προϊόντα του καταγγέλλοντος, σημειώνοντας παράλληλα τις τιμές τους, προκειμένου να ετοιμάσει το υλικό το οποίο επρόκειτο να αναρτηθεί στην πλατφόρμα.
26. Περαιτέρω, είναι θέση του καταγγέλλοντος ότι κατά τις 20/02/2020 ενημερώθηκε από τον αντιπρόσωπο της Wolt πως όλα τα προαπαιτούμενα στάδια ήταν έτοιμα, δίνοντας παράλληλα την εκτίμηση ότι περί τις 26/02/2020 τα προϊόντα θα «ανέβαιναν» στην πλατφόρμα. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η εκτίμηση αυτή δεν εκπληρώθηκε ποτέ και έτσι δεν του δόθηκε η ευκαιρία, να αξιοποιήσει και/ή να επωφεληθεί της δυνατότητας διαδικτυακών/ηλεκτρονικών παραγγελιών και συνακόλουθα πωλήσεων.
27. Περί τα τέλη του ίδιου μήνα, ο καταγγέλλων επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον αντιπρόσωπο της Wolt προκειμένου να μάθει το λόγο για τον οποίο δεν είχε «ανέβει» ακόμα στην πλατφόρμα το κατάστημα Γρηγόρης. Ο λόγος που δόθηκε σε πρώτο στάδιο ήταν ότι θα ανέβαινε στην πλατφόρμα και η επιχείρηση της {...} και δεν ήθελαν να υπερφορτώσουν το σύστημα. Εν συνεχεία, αρχές Μαρτίου 2020 ζητήθηκε από τον αντιπρόσωπο της Wolt η κατανόηση του καταγγέλλοντος για παράταση της ένταξης στην πλατφόρμα για δύο εβδομάδες, δηλαδή σε μια περίοδο με αυξημένη ζήτηση σε ηλεκτρονικές παραγγελίες, καθώς τότε ξεκίνησε και ο σταδιακός περιορισμός των μετακινήσεων. Αυτό προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στον καταγγέλλοντα διότι όλα ήταν έτοιμα. Ωστόσο, δεδομένης της κατάστασης, ο καταγγέλλων δεν προέβη σε αναζήτηση εναλλακτικής μεθόδου, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ασύμφορο δεδομένης της έναρξης της πανδημίας.
28. Στις 23/03/2020, ο καταγγέλλων έλαβε τη συμφωνία υπογεγραμμένη και από την Wolt και καθησυχάστηκε από τον αντιπρόσωπο. Ωστόσο, η Wolt ουδέποτε προχώρησε στην ένταξη, ήτοι εγγραφή, του καταγγέλλοντος στην πλατφόρμα, αρνούμενη ουσιαστικά να του παράσχει τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες κατά παράβαση των όσων συμφωνήθηκαν στο συμβόλαιο που σύναψαν. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, μετά από αρκετές κρούσεις προς την καταγγελλόμενη εταιρεία, εν τέλει παραδέχτηκε ότι δεν θα μπορούσε να τιμήσει τους όρους του συμβολαίου λόγω προηγούμενης συμφωνίας με την {...}.
29. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα στις 04/05/2020, οι δικηγόροι του καταγγέλλοντος απέστειλαν επιστολή στους δικηγόρους της Wolt εκφράζοντας το αίτημα του καταγγέλλοντος να τιμήσει η Wolt την συμφωνία και να δοθεί μια δεόντως αιτιολογημένη εξήγηση για το λόγο της μη τήρησης από την Wolt των όρων του συμβολαίου. Στις 08/05/2020, η Wolt ισχυρίστηκε στην απάντηση της, ότι υπήρχε από μέρους της η κατανόηση ότι η έναρξη της συνεργασίας θα ξεκινούσε σε μελλοντικό χρόνο, απάντηση που κατά τον καταγγέλλοντα στερείται οποιασδήποτε πραγματικής και/ή νομικής τεκμηρίωσης ή σοβαρότητας. Περαιτέρω, η Wolt ανέφερε πως σκοπεύει να τερματίσει τη σύμβαση με τον καταγγέλλοντα, καθώς όπως ισχυρίστηκε δεν μπορούσε να συνεχιστεί οποιαδήποτε συνεργασία δεδομένων των περιστάσεων. Εν τέλει, την ίδια μέρα η Wolt προέβη σε μονομερή τερματισμό της συμφωνίας με σχετική επιστολή της προς τον καταγγέλλοντα.
30. Στις 15/05/2020, οι δικηγόροι του καταγγέλλοντος έστειλαν απαντητική επιστολή απορρίπτοντας το περιεχόμενο της επιστολής της Wolt ημερομηνίας 08/05/2020. Ειδικότερα, στην επιστολή υπογραμμίστηκε το ανυπόστατο των ισχυρισμών της Wolt, κρίνοντας τον μονομερή τερματισμό αντιεπαγγελματικό, προσβλητικό και άνευ πραγματικού ερείσματος. Περαιτέρω, έγινε προειδοποίηση πως η πρακτική της Wolt αντιβαίνει στο δίκαιο του ανταγωνισμού διότι παρακωλύει, περιορίζει και νοθεύει τον ανταγωνισμό. Επίσης, με την εν λόγω απαντητική τους επιστολή, οι δικηγόροι του καταγγέλλοντος επέστησαν την προσοχή της Wolt στη συμβατική της υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες της στον καταγγέλλοντα για τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες μετά την ειδοποίηση για μονομερή τερματισμό. Κατά τον καταγγέλλοντα, τελικώς ούτε με αυτή την υποχρέωση της συμμορφώθηκε η Wolt, επιλέγοντας κατά τα φαινόμενα να μην παραβεί τη συμφωνία που είχε συνάψει στο μεσοδιάστημα με τη {...} για αποκλεισμό του καταστήματος Γρηγόρης από την πλατφόρμα της.
3.2 Στοιχεία της προκαταρκτικής έρευνας
3.2.1 Στοιχεία από τον καταγγέλλοντα
31. Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας απεστάλη ερωτηματολόγιο ημερομηνίας 03/12/2020 προς τον καταγγέλλοντα για την παράθεση περαιτέρω πληροφοριών αναφορικά με την καταγγελία του, τα οποία καταγράφονται κατωτέρω συνοπτικά:
· Σε σχετική ερώτηση για το ποιες διατάξεις του άρθρου 6 του Νόμου θεωρεί ο καταγγέλλων ότι παραβιάζονται βάσει των γεγονότων της καταγγελίας, ο τελευταίος ανέφερε ότι η Wolt με την συμπεριφορά της, πράξεις και παραλείψεις της παραβίασε τη διάταξη 6(1)(β) του Νόμου, καθώς και το άρθρο 102(β) της ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η Wolt προέβη χωρίς αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο σε άρνηση προμήθειας και αποκλεισμό του από τη σχετική αγορά, ως αυτή την οριοθέτησε στην καταγγελία του, ήτοι την αγορά παροχής υπηρεσίας ηλεκτρονικής παραγγελίας και κατ’ οίκον παράδοσης που δεν προσφέρονταν από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία στη Λευκωσία και γενικότερα στην Κύπρο και η Wolt ήταν η πρώτη εταιρεία που μόλις το είχε προσφέρει τότε, αλλά και η μοναδική που το προσέφερε μέχρι τα τέλη Απριλίου 2020 όταν εισήλθε στη σχετική αγορά και η εταιρεία {...}.
· Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, υπό αυτές τις συνθήκες εύλογα προκύπτει ότι η άρνηση της Wolt να τιμήσει την προ ημερών υπογραφείσα συμφωνία της και ακολούθως μονομερώς και χωρίς αντικειμενικούς λόγους να την τερματίσει, υποδηλοί επιχειρηματική συμπεριφορά με αλλότρια οφέλη και κίνητρα, εκτός των ορίων της οικονομικής ελευθερίας και της ελευθερίας του συμβάλλεσθε, οδηγούσα σε εξάλειψη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά την αγορά του καταγγέλλοντος και κατ’ επέκταση σε ενδεχόμενη ζημία των καταναλωτών. Εν συνεχεία, ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι λαμβανομένης υπόψη της θέσης της Wolt στη σχετική αγορά προϊόντος/υπηρεσίας τη δεδομένη ιδίως χρονική διάρκεια της πανδημίας και του γενικού lockdown στην Κύπρο, προκύπτει ότι η άρνηση της Wolt να παράσχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία της στον καταγγέλλοντα, είχε ως αντικείμενο και/ή ως αποτέλεσμα τον πραγματικό και/ή στρατηγικό αποκλεισμό του από μια υπηρεσία ιδιαιτέρως αυξημένης αντικειμενικής αναγκαιότητας την περίοδο εκείνη και χωρίς ισοδύναμη εναλλακτική λύση.
· Περαιτέρω, σε σχετικό ερώτημα αναφορικά με την κατοχή δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας εντός της χρονικής διάστασης των περίπου τριών (3) μηνών που αφορά η καταγγελία, ο καταγγέλλων παραπέμπει σε σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σχετικά και υποστηρίζει ότι η δεσπόζουσα θέση της Wolt στη σχετική αγορά στοιχειοθετείται ως ακολούθως:
(α) Η Wolt είναι η πρώτη επιχείρηση που εισήγαγε στην Κύπρο την ενιαία, συνδυαστική παροχή υπηρεσίας ηλεκτρονικής παραγγελίας φαγητού/καφέ/σνακ με κατ’ οίκον παράδοση από την επιχείρηση πώλησης στον καταναλωτή, μέσω δικών της υπαλλήλων και μηχανών (μοτοσυκλετών). Η συνδυαστική αυτή παροχή υπηρεσίας ηλεκτρονικής παραγγελίας και παράδοσης κατ’ οίκον με ίδια μέσα και προσωπικό συνιστά μια ξεχωριστή αγορά (σχετική αγορά), που εντός της χρονικής διάστασης των τριών (3) μηνών που αναφέρεται η καταγγελία, η Wolt ήταν η μόνη που την παρείχε, έχοντας κατά βάση μονοπωλιακή θέση μέχρι και τα τέλη Απριλίου 2020 όταν και εισήλθε εντός της σχετικής αυτής αγοράς και η εταιρεία {…}. Άλλες επιχειρήσεις που παρείχαν μόνο τη μια από τις δύο υπηρεσίες ήταν η {...} και η {...}, οι οποίες αργότερα περί τα τέλη Μαΐου του 2020 προσέλαβαν προσωπικό για διανομή κατ’ οίκον, ως μια ενιαία υπηρεσία με τις ηλεκτρονικές παραγγελίες στις συμβεβλημένες επιχειρήσεις.
(β) Πέραν της απουσίας άλλων ανταγωνιστών κατά τη δεδομένη χρονική περίοδο, η επέκταση ή η είσοδος στη σχετική αγορά δυνητικών προς την Wolt ανταγωνιστών δεν αναμενόταν να γίνει ταχέως και σε αντίστοιχου μεγέθους και βεληνεκούς κλίμακα στην Κύπρο, τόσο λόγω τεχνολογικής υποδομής όσο και λόγω σημαντικότητας επένδυσης σε εργατικό προσωπικό και σε μηχανές (μοτοσυκλέτες). Κατ’ αυτό τον τρόπο, επομένως, η συνταύτιση της έλευσης στην Κύπρο της Wolt με την εγκαθίδρυση και ραγδαία ανάπτυξη εντός της τρίμηνης περιόδου του γενικού lockdown στην Κύπρο αυτής της (καινοτόμας) σχετικής αγοράς, φυσιολογικά προσέδιδε και προσέδωσε στην Wolt σημαντικότατο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κατά τρόπο που η είσοδος δυνητικών ανταγωνιστών να μην μπορεί να αποτρέψει ή να ματαιώσει την άσκηση σημαντικής ισχύος στην αγορά.
(γ) Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, πρόσθετο στοιχείο της οικονομικής ισχύος της Wolt και κατ’ επέκταση της δεσπόζουσας θέσης που κατείχε είναι και το γεγονός της αδιάφορης στάσης που επέδειξε για την αντίδραση του καταγγέλλοντος κατά τον υπό αναφορά χρόνο και ειδικότερα, της αδιάφορης στάσης της Wolt ως προς τον από μέρους της μονομερή τερματισμό της σύμβασης που υπέγραψε με τον καταγγέλλοντα και της πιθανότητας να ζητήσει ο καταγγέλλων την ίδια υπηρεσία από ανταγωνιστική επιχείρηση. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η συμπεριφορά αυτή μαρτυρεί αδιαφορία ως προς την απώλεια κερδών και γενικότερα οικονομικού οφέλους από την παροχή της υπηρεσίας της προς τον ίδιο, ως επίσης και αδιαφορία ως προς τον περιορισμό των προσφερόμενων επιλογών προς τους καταναλωτές.
· Αναφορικά με τα οφέλη που προκύπτουν από τη συνεργασία με την εταιρεία Wolt, ο καταγγέλλων ανέφερε ότι τα οφέλη ήταν πολυάριθμα και ουσιαστικά. Κατά τον καταγγέλλοντα, από τη στιγμή που η Wolt παρείχε τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής παραγγελίας σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες παράδοσης ως πακέτο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνάψει συμφωνία με άλλες εταιρείες που προσφέρουν μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Επίσης, για τον καταγγέλλοντα σημαντική είναι η χρονική διάσταση της συνεργασίας, η οποία συνέπιπτε με το γενικό lockdown στην Κύπρο την άνοιξη του 2020, χρόνος κατά τον οποίο η προσφερόμενη υπηρεσία της Wolt (συνδυασμός εγγραφής σε ψηφιακή πλατφόρμα, καταχώρηση ηλεκτρονικής παραγγελίας και κατ’ οίκον διανομή με ίδια μέσα και προσωπικό), ήταν υπηρεσία ιδιαιτέρως αυξημένης αντικειμενικής αναγκαιότητας δεδομένης της δια νόμου υποχρεωτικής λειτουργίας όλων των καφεστιατορίων μόνο με κατ’ οίκον διανομή (ή με take away νοουμένου πως επιτρεπόταν η κυκλοφορία ή ο καταναλωτής είχε εξασφαλίσει προηγούμενη έγκριση μετακίνησης προς παραλαβή φαγητού). Επομένως, όσα καφεστιατόρια μπορούσαν να επωφεληθούν από το «πακέτο» που προσέφερε η Wolt, ετίθεντο φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων σε πλεονεκτική θέση. Συμπληρωματικά, ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι ειδικότερα ως προς το στοιχείο του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, θα ήταν ανάμεσα στις πρώτες επιχειρήσεις στον τομέα του που θα παρείχε αυτές τις διευκολύνσεις, ειδικά ως μια επιχείρηση που προσφέρει γρήγορα μικρογεύματα, φουρνιστά, και ροφήματα (καφέδες, χυμούς, κτλ.). Επίσης, υποστηρίζεται ότι θα περιόριζε σημαντικά τις δαπάνες του για εργοδότηση δικών του διανομέων, ειδικά σε μια περίοδο επιδημίας και θα αύξανε την ταχύτητα παράδοσης προϊόντων στον τελικό καταναλωτή κατά 40% σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις. Ακολούθως, ακόμη και στο κομμάτι της διαφήμισης, ο καταγγέλλων είχε υπολογίσει πως τα οφέλη θα ήταν μεγάλα, καθώς η Wolt ήταν σχετικά νέα στην αγορά της Κύπρου, το οποίο σήμαινε ότι η διαφημιστική της καμπάνια θα ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα σε μια προσπάθεια να προωθήσει την πλατφόρμα στους καταναλωτές και μαζί με αυτούς και τις συμβαλλόμενες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης και της επιχείρησης του ίδιου του καταγγέλλοντα. Είναι περαιτέρω θέση του καταγγέλλοντος ότι όντας ενταγμένος στην πλατφόρμα της Wolt θα είχε σημαντικό κέρδος ακόμη και υπό τη μορφή αναγνώρισης και προσβασιμότητας.
· Ο καταγγέλλων ανέφερε επίσης ότι κατά τον Μάϊο του 2020 προέβη σε συμφωνία με την εταιρεία {...}, η οποία ωστόσο παρέχει ηλεκτρονική πλατφόρμα προβολής συνεργαζόμενων επιχειρήσεων, όπως της καταγγελλόμενης εταιρείας, δηλαδή δυνατότητα καταχώρησης παραγγελίας ηλεκτρονικά και κατ’ οίκον διανομής με ίδια μέσα και προσωπικό από τις εγκαταστάσεις της συνεργαζόμενης επιχείρησης στον καταναλωτή. Ο καταγγέλλων συμπληρώνει ότι είναι εμφανές ότι η εταιρεία {...} κατέχει πολύ μικρότερο ποσοστό από την Wolt στη σχετική αγορά με πολύ μειωμένα συγκριτικά αποτελέσματα.
· Ο καταγγέλλων ανέφερε ότι κατά τη σχετική περίοδο της καταγγελίας η Wolt ήταν η μοναδική επιχείρηση που προσέφερε και πλατφόρμα παραγγελιών και δίκτυο διανομής με μηχανές (μοτοσυκλέτες) και πως όταν συνάφθηκε η συμφωνία με την Wolt αυτή κατείχε το 100% της αγοράς, ενώ οι άλλες πλατφόρμες παραγγελιών, όπως η {...}, {...} και {...}, παρείχαν μόνο πλατφόρμα παραγγελιών, αν και μετά τον Μάϊο του 2020 πρόσθεσαν και αυτές τις υπηρεσίες της διανομής.
· Τέλος, ο καταγγέλλων αναφέρθηκε σε πληροφόρηση που έλαβε ο ίδιος προσωπικά από τον αντιπρόσωπο της Wolt στην Κύπρο όπου του αναφέρθηκε ότι κατά την ίδια περίπου περίοδο παρουσίασης της υπηρεσίας της Wolt στην Κύπρο και της διαπραγμάτευσης της με πληθώρα επιχειρήσεων στον ευρύτερο τομέα της εστίασης, η Wolt επιδίωξε και εξασφάλισε συμφωνία συνεργασίας με την {...}, της οποίας το κεντρικό κατάστημα στη Λευκωσία βρίσκεται ακριβώς στην απέναντι πλευρά του ίδιου δρόμου που ευρίσκεται και το κατάστημα του καταγγέλλοντος, στην οδό Θεμιστοκλή Δέρβη. Περαιτέρω, ο καταγγέλλων αναφέρει ότι σύμφωνα με την πληροφόρηση που έλαβε, μεταξύ των όρων συνεργασίας που έθεσε η {...} προς την Wolt, ήταν ο εξάμηνος αποκλεισμός από την ημερομηνία έναρξης της μεταξύ τους συνεργασίας της εγγραφής στην πλατφόρμα της Wolt και της εξυπηρέτησης, ήτοι της παροχής υπηρεσίας από την Wolt σε συγκεκριμένες ανταγωνιστικές της {...} επιχειρήσεις. Μεταξύ των επιχειρήσεων που ζητήθηκε ο εξάμηνος αποκλεισμός είναι η επιχείρηση του καταγγέλλοντος και γενικά, η Γρηγόρης Μικρογεύματα, {...}.
· Είναι θέση του καταγγέλλοντος, βασιζόμενος και στην πληροφόρηση που έχει λάβει από την ίδια πηγή στην οποία αναφέρεται ανωτέρω, πως ο λόγος που αυτές οι επιχειρήσεις αποτέλεσαν στόχο αποκλεισμού από την αγορά, οφείλεται στο ότι στην Ελλάδα αποτελούν επίσης άμεσους ανταγωνιστές της {...}, καθώς μοιράζονται σημαντικό μερίδιο της αγοράς του καφέ. Σημειώνεται σχετικά ότι τόσο η {...} της Κύπρου όσο και της Ελλάδας βρίσκονται κάτω από την ίδια διοίκηση, καθώς η αντιπροσωπεία ανήκει στον όμιλο εταιρειών {...}. Η {...} είναι η εμπορική επωνυμία της εταιρείας {...}, εταιρεία της οποίας η διοίκηση γίνεται εξ Ελλάδος και η οποία επίσης έχει την αντιπροσωπεία της {...} στην Ελλάδα με τον διακριτικό τίτλο {...}.
32. Στις 06/04/2022, με νέα επιστολή προς τον καταγγέλλοντα, ζητήθηκαν συμπληρωματικά στοιχεία από τον τελευταίο και συγκεκριμένα, να αναφέρει εάν διατηρούσε ηλεκτρονικό ιστότοπο παραγγελιών ποτού και φαγητού, καθώς επίσης σε ποιες περιοχές ή επαρχίες της Κυπριακής Δημοκρατίας διατηρούσε την επιχείρηση του κατά το υπό κρίση χρονικό διάστημα από 01/01/2020 μέχρι και την 30/06/2020.
33. Οι σχετικές απαντήσεις παραλήφθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 09/05/2022. Συγκεκριμένα, ανέφεραν ότι κατά το ουσιώδες χρονικό διάστημα η επιχείρηση του καταγγέλλοντα δεν διατηρούσε δικό της ηλεκτρονικό ιστότοπο παραγγελίας ποτού και φαγητού, ως επίσης ότι μια επιχείρηση διατηρούσε, στο κέντρο της Λευκωσίας επί της Οδού Θεμιστοκλή Δέρβη και εξυπηρετούσε πελάτες εντός ακτίνας πέντε (5) χιλιομέτρων από αυτή.
3.2.2. Στοιχεία από την καταγγελλόμενη εταιρεία
34. Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας απεστάλη ερωτηματολόγιο ημερομηνίας 18/06/2021 προς την καταγγελλόμενη εταιρεία Wolt, της οποίας οι απαντήσεις λήφθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 24/09/2021. Κάτωθι καταγράφονται συνοπτικά τα κύρια σημεία/στοιχεία των απαντήσεων που δόθηκαν:
· Η καταγγελλόμενη εξήγησε ότι μέχρι την 1η Ιουλίου 2021 προσέφερε τις υπηρεσίες της απευθείας στους τελικούς χρήστες και σύναπτε συμβάσεις με συνεργαζόμενα εστιατόρια ή άλλες λιανικές επιχειρήσεις για το σκοπό παροχής των υπηρεσιών της, ενώ η Wolt Cyprus εκτελούσε μόνο ορισμένες τοπικές δραστηριότητες, όπως τη διευθέτηση των τοπικών δραστηριοτήτων παράδοσης (συμπεριλαμβανομένης της σύναψης συμβάσεων με συνεργαζόμενους ταχυμεταφορείς), καθώς επίσης τη διενέργεια των τοπικών δραστηριοτήτων μάρκετινγκ. Από την 1η Ιουλίου 2021 και εφεξής, η Wolt Cyprus είναι η οντότητα του Ομίλου Wolt που συμβάλλεται απευθείας με τοπικά εστιατόρια ή τις άλλες λιανικές επιχειρήσεις, τους τοπικούς χρήστες και τους τοπικούς συνεργαζόμενους ταχυμεταφορείς και με τον τρόπο αυτό η Wolt Enterprises OY δεν είναι άμεσα ενεργή στην Κυπριακή Δημοκρατία.
· Για το πότε ακριβώς η Wolt και η Wolt Cyprus ξεκίνησαν τις δραστηριότητες τους στη Λευκωσία, η καταγγελλόμενη εταιρεία ανέφερε ότι αυτό έλαβε χώρα στις 18/01/2020. Μετέπειτα, η Wolt και η Wolt Cyprus ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται σε άλλες πόλεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά την καταγγελλόμενη: «ο Όμιλος Wolt προσφέρει μια πλατφόρμα που συνδέει τοπικά εστιατόρια και άλλες λιανικές επιχειρήσεις (μαζί οι «έμποροι») με τοπικούς τελικούς χρήστες που παραγγέλνουν φαγητό ή τα άλλα προϊόντα και τοπικούς συνεργαζόμενους ταχυμεταφορείς που παραδίδουν το φαγητό ή τα άλλα προϊόντα στους τελικούς χρήστες. Το νομικό συμβόλαιο για την αγορά φαγητού ή των άλλων προϊόντων συνάπτεται μεταξύ του έμπορα και του τελικού χρήστη.». Η Wolt είναι ο συμβατικός πωλητής των υπηρεσιών παράδοσης στους τοπικούς συνεργαζόμενους ταχυμεταφορείς που είναι ανεξάρτητοι εργολάβοι.
· Αναφορικά με τη συμβατική ρύθμιση μεταξύ της Wolt Cyprus και των εμπόρων, η Wolt έχει ισχύουσα σύμβαση με κάθε έμπορο που προσφέρει τα προϊόντα του μέσω της εφαρμογής της Wolt. H σύμβαση καθορίζει όλους τους όρους και προϋποθέσεις της συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας που η Wolt χρεώνει στον έμπορο για τη χρήση της εφαρμογής από αυτόν. Η δε πλατφόρμα της Wolt ανήκει και τυγχάνει διαχείρισης από την Wolt Enterprises OY.
· Αναφορικά με την άρνηση παροχής υπηρεσιών προς τον καταγγέλλοντα παρά την υπογραφή σύμβασης, η Wolt υποστηρίζει ότι ο διευθυντής συνεργασίας εστιατορίων (Restaurant Partnership Manager ή RPM) της, o οποίος διευθέτησε την υπογραφή της σύμβασης με τον καταγγέλλοντα, δεν είχε κατά τον χρόνο αυτό γνώση του γεγονότος ότι η Wolt είχε συμφωνήσει έναν προσωρινό διακανονισμό με την {...} σύμφωνα με τον οποίο η Wolt θα καθυστερούσε πιθανές συνεργασίες με ορισμένες εταιρείες – συμπεριλαμβανομένου του καταγγέλλοντος – για μια περιορισμένη περίοδο έξι (6) μηνών μετά από την έναρξη της συνεργασίας της με την {...} στην Κύπρο. Είναι περαιτέρω θέση της καταγγελλόμενης, πως: «ο διακανονισμός έγινε για να κάνει την Wolt, μια νεοϊδρυθείσα και άγνωστη εταιρεία στο κοινό της Κύπρου {...}, γνωστή μεταξύ των τοπικών καταναλωτών διαμέσου μιας πολύ γνωστής αλυσίδας καφέ – συνεργάτη, της {…}. {...}».
· Η καταγγελλόμενη σημειώνει ότι: « […] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει τα δυνητικά θετικά αποτελέσματα τέτοιων συμβατικών διακανονισμών στις Κατευθυντήριες Γραμμές για Κάθετους Περιορισμούς της.[1] Η Wolt ξεκίνησε τη συνεργασία της με τη {...} την 27η Φεβρουαρίου 2020.».
· Εν συνεχεία, η καταγγελλόμενη εταιρεία υποστηρίζει ότι ο RPM, αφού έλαβε γνώση του διακανονισμού με την {...}, επικοινώνησε με τον καταγγέλλοντα και τον ενημέρωσε σχετικά με την απόφαση της Wolt να μην αποδεχτεί αμέσως τον καταγγέλλοντα στην πλατφόρμα. Αναφέρει σχετικά ότι: «Υπήρξαν κάποιες συζητήσεις μεταξύ των μερών ως προς μια πιθανή έναρξη της συνεργασίας σε μεταγενέστερο στάδιο στο μέλλον, αλλά τότε ο καταγγέλλων επικοινώνησε με την Wolt το Μάϊο του 2020, διαμέσου των νομικών συμβούλων του, αναφορικά με το αίτημα του να ξεκινήσει τη συνεργασία χωρίς καθυστέρηση. {...}». Η καταγγελλόμενη εταιρεία επισύναψε την μεταξύ τους ανταλλαχθείσα αλληλογραφία.
· {...} Όσον αφορά τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών της καταγγελλόμενης εταιρείας, την εμβέλεια εξυπηρέτησης και παράδοσης, αλλά και για τις άλλες εταιρείες/επωνυμίες που διαθέτουν καφέ και μικρογεύματα, {...}
· Η καταγγελλόμενη απέστειλε δεκαεννέα (19) συμβόλαια που συνήψε στο χρονικό διάστημα από 01/01/2020 μέχρι 30/06/2020 με διάφορες επιχειρήσεις και επανέλαβε ότι ο διακανονισμός της με την {...} ουδόλως επηρέασε τη γενικότερη ικανότητα της να συνεργάζεται και με άλλες αλυσίδες διανομής καφέ και μικρογευμάτων.
· Αναφορικά με τους ανταγωνιστές της καταγγελλόμενης στις υπηρεσίες παραγγελίας και παράδοσης μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας κατά την υπό κρίση περίοδο από την 01/01/2020 μέχρι και την 30/06/2020, η Wolt αναφέρει πως: «[…] είναι ο συμβατικός πωλητής των υπηρεσιών παράδοσης σε τοπικούς τελικούς χρήστες και πως αναθέτει (outsource) τις δραστηριότητες παράδοσης σε τοπικούς ταχυμεταφορείς με τους οποίους συνεργάζεται (courier partner), οι οποίοι είναι υπάλληλοι εταιρειών διαχείρισης στόλων (fleet management companies) που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Wolt Cyprus. Οι υπηρεσίες παράδοσης παρέχονται, με τον τρόπο αυτό, από ανεξάρτητους εργολάβους και όχι από υπαλλήλους της Wolt. Οι υπηρεσίες, που προσφέρονται σε σχέση με την παράδοση αφορούν μόνο την παροχή της υλικοτεχνικής υποδομής (logistics) που επιτρέπει τις αποδοτικές παραδόσεις των προϊόντων που καταχωρούνται από τους συνεργάτες στην πλατφόρμα Wolt. Οι υπηρεσίες παράδοσης, όπως αυτές που ήταν διαθέσιμες στην Wolt κατά τον ουσιώδη χρόνο (και παραμένουν τώρα διαθέσιμες στην Wolt Cyprus), για τους σκοπούς εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing), ήταν και είναι εξίσου διαθέσιμες στον καταγγέλλοντα.».
· Επίσης, επί του θέματος αναφέρει ότι το {...} δραστηριοποιείται στην Κύπρο από το 2015 και είναι ακόμη και το 2021 ο κυρίαρχος παίκτης των πλατφορμών ηλεκτρονικής παραγγελίας στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων του ετών, το {...} παρείχε μια πλατφόρμα που επέτρεπε στους καταναλωτές να παραγγέλνουν φαγητό από εστιατόρια και η παράδοση γινόταν από το ίδιο το εστιατόριο. Μετέπειτα, μόνο λίγες εβδομάδες αφότου η Wolt ξεκίνησε τις δραστηριότητες της στην Κύπρο – δηλαδή το Μάρτιο του 2020 – το {...} και το {...} ξεκίνησαν επίσης μια υπηρεσία με ενσωματωμένη δυνατότητα παράδοσης. Σύμφωνα με την Wolt: «Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητο για τα εστιατόρια που συμμετείχαν στην πλατφόρμα του {...} να διευθετούν την παράδοση με τα δικά τους μέσα. Μετά από αυτό, κατά τον Απρίλιο του 2020.», η {...} επίσης λάνσαρε δραστηριότητες με επιλογή παράδοσης στην Κύπρο. «Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, ένας δυνητικός καταναλωτής και/ή έμπορος που αναζητούσε μια πλατφόρμα ηλεκτρονικής παραγγελίας είχε, πριν την 16η Ιανουαρίου 2020 μια επιλογή, το {...}, ενώ μέχρι το τέλος της υπό εξέταση χρονικής περιόδου, ένας δυνητικός καταναλωτής και/ή έμπορος είχε τουλάχιστον τέσσερις επιλογές. Αυτό καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι η αγορά για πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας είναι εξαιρετικά δυναμική και χαρακτηρίζεται από ισχυρό ανταγωνισμό, με αυτά τα χαρακτηριστικά της αγοράς να συνεχίζουν να υφίστανται. Μέχρι και το τέλος του υπό κρίση χρονικού διαστήματος, η {...} – μια νέα πλατφόρμα ηλεκτρονικής παραγγελίας – είχε επίσης ενταχθεί στην αγορά ως νεοεισερχόμενος παίκτης.».
· Η καταγγελλόμενη αναφέρει ως ανταγωνιστές της κατά την χρονική περίοδο από την 01/01/2020 μέχρι και την 30/06/2020 το {...}, που δραστηριοποιείται στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2015 και λάνσαρε δυνατότητες παράδοσης τον Μάρτιο του 2020, το {...} που δραστηριοποιείται από πριν την είσοδο της Wolt στην κυπριακή αγορά και λάνσαρε δυνατότητα παράδοσης στη Λευκωσία και τη Λεμεσό τον Μάρτιο του 2020 και τέλος, την {...} που ξεκίνησε τις δραστηριότητες της με δυνατότητες παράδοσης στη Λευκωσία την 7η Απριλίου 2020 και στη Λεμεσό την 14η Απριλίου 2020.
· Αναφορικά με το μερίδιο αγοράς της Wolt σε σχέση με τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής παραγγελίας και παράδοσης μέσω της ηλεκτρονικής της πλατφόρμας για το χρονικό διάστημα από 01/01/2020 μέχρι και 30/06/2020, η καταγγελλόμενη σημείωσε ότι δεν έχει διαθέσιμα οποιαδήποτε επίσημα στοιχεία μεριδίου αγοράς, καθότι δεν δίδονται οδηγίες για τη συλλογή οποιωνδήποτε τέτοιων δεδομένων για να δύνανται να προβούν σε τέτοιους υπολογισμούς, ωστόσο δύνανται να εκτιμήσουν ορισμένα στοιχεία μεριδίων αγοράς στη βάση δημόσια διαθέσιμων πληροφοριών και εσωτερικών εκτιμήσεων. Τονίζει δε ότι το {...} είναι ο κυρίαρχος παίκτης στην αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια δραστηριοποίησης του στην Κύπρο μέχρι και σήμερα και πως δεκαοκτώ (18) μήνες μετά από το λανσάρισμα των δραστηριοτήτων της είχε περίπου μόνο ένα εκτιμώμενο μερίδιο 9% της σχετικής αγοράς. Οι πραγματικοί αριθμοί παραγγελιών και καταστημάτων της Wolt ανά μήνα κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2020 ήταν ως ακολούθως:
· {...} Κατά τις εκτιμήσεις της καταγγελλόμενης εταιρείας, τα μερίδια της Wolt (και της Wolt Cyprus από την 1η Ιουλίου 2021, αντ’ αυτής) και των ανταγωνιστών της παγκυπρίως, είναι ως ακολούθως:
Στα τέλη Φεβρουαρίου 2020:
- {...}: μεταξύ 90.0 και 100% [90-100%]
- Wolt: μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]%
- {...}: μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]%
- {...}: (δεν είχε ακόμα λανσαριστεί)
- Άλλοι ({...} και άλλα μεμονωμένα καταστήματα που έχουν τις δικές τους εφαρμογές): «μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]%»
Στα τέλη Ιουνίου 2020:
- {...}: μεταξύ 80.0 και 89.99% [80-90]%
- Wolt: μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]%
- {...}: μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]%
- {...}: μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]%
- Άλλοι ({...} κλπ.): μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]%
Στα τέλη Ιουλίου 2021:
- {...}: μεταξύ 80.0 και 89.99% [80-90]%
- Wolt: μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]%
- {...}: μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]%
- {...}: μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]%
- Άλλοι ({...} κλπ.): μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]%
· Συμπληρωματικά, η καταγγελλόμενη εταιρεία αναφέρει πως κατά τη διάρκεια του ουσιώδους χρόνου από την 01/01/2020 μέχρι και την 30/06/2020, είναι εκτίμηση της ότι το παγκύπριο μερίδιο αγοράς της δεν υπερέβη ποτέ το όριο του μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% μεριδίου αγοράς, ούτε και υπερβαίνει τώρα αυτό το μερίδιο αγοράς. Επίσης, δηλώνει ότι δεν είναι δυνατόν να εκτιμήσει τα δικά της μερίδια αγοράς και των ανταγωνιστών της κατά τη διάρκεια του ουσιώδους χρόνου ανά επαρχία, ωστόσο, δεν πιστεύει ότι το μερίδιο αγοράς της Wolt έχει ποτέ υπερβεί το μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% σε οποιαδήποτε επαρχία παγκύπρια.
· Επίσης, η καταγγελλόμενη υποστηρίζει ότι ο καταγγέλλων είχε διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές για να προσεγγίσει τοπικούς καταναλωτές στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2020. Τόνισε δε ότι κατά το χρόνο λανσαρίσματος της Wolt, ο καταγγέλλων είχε τις δικές του δυνατότητες παράδοσης διαθέσιμες και έτσι δεν εξαρτιόταν κατά οποιοδήποτε τρόπο από την Wolt. Περαιτέρω αναφέρει ότι: «ο καταγγέλλων είχε δημιουργήσει τη δική του ηλεκτρονική πλατφόρμα παραγγελιών, η οποία χρησιμοποιεί τους δικούς της πόρους παράδοσης.[2] […] ο καταγγέλλων είχε πάντοτε τους απαιτούμενους πόρους παράδοσης για να εκπληρώνει τις δραστηριότητες του, το {...} και το {...} ήταν πάντοτε μια επιλογή για τον καταγγέλλοντα, πριν ακόμη το λανσάρισμα από τις πλατφόρμες αυτές των λειτουργιών παράδοσης τους. Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι ο καταγγέλλων είναι επί του παρόντος εγγεγραμμένος στη πλατφόρμα {...} και δεν χρησιμοποιεί τις λειτουργίες παράδοσης του {...}. […] Επιπλέον, ο καταγγέλλων μπορούσε να αναθέσει εξωτερικά τις ανάγκες παράδοσης του σε εταιρείες διαχείρισης στόλων, όπως ακριβώς κάνει η Wolt, προσεγγίζοντας παράλληλα καταναλωτές διαμέσου άλλων ανταγωνιζόμενων πλατφόρμων – π.χ. το {...}. Εναλλακτικά, και όπως επεξηγήθηκε νωρίτερα, το {...} επιπρόσθετα της παροχής από αυτό μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας που επέτρεπε παράδοση από τα ίδια τα εστιατόρια, λάνσαρε και τις δικές του δραστηριότητες παράδοσης στη Λευκωσία και τη Λεμεσό το Μάρτιο του 2020, μόνο λίγες εβδομάδες μετά από το λανσάρισμα των δραστηριοτήτων της Wolt στη Λευκωσία. Επιπλέον, το {...} και η {...} λάνσαραν τις δικές τους δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2020 […]» και ήταν ισοδύναμες εναλλακτικές επιλογές που ήταν διαθέσιμες στον καταγγέλλοντα.
35. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η συμπεριφορά της Wolt που κρίθηκε ως αντι-ανταγωνιστική, έλαβε χώρα κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid-19). Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, η χρήση των υπηρεσιών κατοίκων διανομής φαγητού (delivery), ήταν ιδιαιτέρως αυξημένη, επομένως σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντα, ο αποκλεισμός του από την πλατφόρμα μεγιστοποίησε τη ζημιά του. Συγκεκριμένα, η άρνηση της παροχής υπηρεσιών διανομής από την καταγγελλόμενη εταιρεία προς τον καταγγέλλοντα, έλαβε χώρα καθ’ όλη την εν λόγω περίοδο.
36. Κατ’ αυτή τη χρονική περίοδο και σε ό,τι αφορά τη λειτουργία επιχειρήσεων, όπως αυτή του καταγγέλλοντος, οι παραγγελίες λαμβάνονταν μόνο τηλεφωνικώς ή διαδικτυακώς και εκτελούνταν μόνο με κατ’ οίκον διανομή ή σε πολύ μικρότερο βαθμό και με take away. Κατά τον καταγγέλλοντα, οι συνθήκες της αγοράς στην υπό αναφορά χρονική περίοδο ήταν εκτάκτως και ιδιαιτέρως ευνοϊκές για επιχειρήσεις που συμμετείχαν σε πλατφόρμες όπως αυτή της Wolt, ελλείψει εναλλακτικών επιλογών λόγω των διαταγμάτων και των λοιπών νομικών μέτρων που εφάρμοζε η Κυβέρνηση.
37. Σύμφωνα με τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, η Wolt ξεκίνησε τη λειτουργία της πρώτα στη Λευκωσία στις 16/1/2020, ενώ η συμφωνία για τον εξάμηνο αποκλεισμό με την {...} φαίνεται να ξεκίνησε από τις 26/2/2020 και συνεχίστηκε για έξι μήνες. Σε αυτό το διάστημα, ο καταγγέλλων είχε υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με την Wolt όπου αναφέρει ότι στις 20/02/2020 ενημερώθηκε από τον αντιπρόσωπο της Wolt πως όλα τα προαπαιτούμενα στάδια ήταν έτοιμα, δίνοντας παράλληλα την εκτίμηση ότι περί τις 26/02/2020 τα προϊόντα του θα «ανέβαιναν» στην πλατφόρμα. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, εντός της χρονικής διάστασης των τριών (3) μηνών που αναφέρεται η καταγγελία, η Wolt ήταν η μόνη που την παρείχε, έχοντας κατά βάση μονοπωλιακή θέση μέχρι και τα τέλη Απριλίου 2020 όταν και εισήλθε εντός της σχετικής αυτής αγοράς και η εταιρεία {...}.
38. Επομένως, στην παρούσα υπόθεση εξετάζεται το πιο πάνω χρονικό πλαίσιο όπου έλαβε χώρα η κατ’ ισχυρισμό αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά της Wolt, την χρονική περίοδο από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 μέχρι και τα τέλη Αυγούστου 2020.
4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
4.1. Σχετική αγορά προϊόντος/υπηρεσίας
40. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τον τρόπο οριοθέτησης της σχετικής αγοράς για σκοπούς του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού:
«Η σχετική αγορά προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα που οι πελάτες θεωρούν ότι μπορούν να εναλλάσσονται με ή να υποκαθίστανται από το/τα προϊόν/-ντα της/των εμπλεκόμενης/-ων επιχείρησης/-εων, βάσει των χαρακτηριστικών των προϊόντων, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ανταγωνισμού και της διάρθρωσης της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά (25).». [3]
41. Η εναλλαξιμότητα ή η υποκατάσταση δεν εκτιμάται μόνο από την άποψη των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά λαμβάνονται υπόψη κυρίως οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζήτησης και προσφοράς στην αγορά.[4]
42. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[5] « 6. Κύριος σκοπός του ορισμού της αγοράς είναι ο προσδιορισμός, με συστηματικό τρόπο, των αποτελεσματικών και άμεσων ανταγωνιστικών πιέσεων που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (8) όταν προσφέρουν ορισμένα προϊόντα (9) σε μία συγκεκριμένη περιοχή. Ο ορισμός της αγοράς καταλήγει στον προσδιορισμό των σχετικών ανταγωνιστών της/των εμπλεκόμενης/-ων επιχείρησης/-εων όταν προσφέρει/-ουν τα εν λόγω προϊόντα, καθώς και των σχετικών πελατών. Μόνο τα προϊόντα που ασκούν αποτελεσματικές και άμεσες ανταγωνιστικές πιέσεις εντός του σχετικού χρονικού πλαισίου αποτελούν μέρος της ίδιας σχετικής αγοράς με εκείνα της/των εμπλεκόμενης/-ων επιχείρησης/-εων, ενώ άλλες λιγότερο αποτελεσματικές ή απλώς δυνητικές πιέσεις θεωρούνται μέρος της αξιολόγησης από πλευράς ανταγωνισμού.».
43. Περαιτέρω διευκρινίζεται πως: «9. Η χρήση, από την Επιτροπή, του ορισμού της αγοράς συνδέεται στενά με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τις διάφορες πράξεις του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης: α) σε αξιολογήσεις στο πλαίσιο του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή ορίζει γενικά τη σχετική αγορά όταν αξιολογεί την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης (16)».[6] Επομένως και για την εφαρμογή του άρθρου 6(1) του Νόμου, ο ορισμός της αγοράς αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να εξεταστεί αν υπάρχει δεσπόζουσα θέση σε αυτήν την αγορά.
44. Συνεπώς, με τον ορισμό της σχετικής αγοράς προσδιορίζονται τα όρια εντός των οποίων ασκείται ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων και καθορίζεται το πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόζεται η εθνική και η ενωσιακή πολιτική ανταγωνισμού. Επίσης, κύριος σκοπός του προσδιορισμού της σχετικής αγοράς είναι να διαπιστώσει η Επιτροπή τους ανταγωνιστικούς περιορισμούς τους οποίους αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Προκειμένου δε, περί εφαρμογής του άρθρου 6(1) του Νόμου, ο ορισμός της αγοράς αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να εξεταστεί αν υπάρχει δεσπόζουσα θέση σε αυτήν την αγορά.
45. Η Επιτροπή σημειώνει ότι στην παρούσα καταγγελία, όπως προαναφέρθηκε, εξετάζεται πιθανολογούμενη παρακώλυση των προνοιών του άρθρου 6(1) του Νόμου, καθώς και του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ, σε σχέση με ενέργειες και συμπεριφορές της Wolt, η οποία προσφέρει υπηρεσίες παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και κατ’ οίκον διανομής φαγητού και ποτού.
46. Η Wolt διαχειρίζεται μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, η οποία, επί της ουσίας, συνδέει τα διάφορα τοπικά εστιατόρια και/ή άλλες λιανικές επιχειρήσεις με τους τοπικούς τελικούς χρήστες, οι οποίοι παραγγέλνουν φαγητό και/ή άλλα προϊόντα και τους τοπικούς συνεργαζόμενους ταχυμεταφορείς που παραδίδουν το φαγητό και/ή άλλα προϊόντα στους τελικούς χρήστες.
47. Αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της πλατφόρμας της Wolt και τον τρόπο που παρέχονται οι υπηρεσίες της, η Επιτροπή σημειώνει ότι σύμφωνα με τη Wolt, η επιχειρηματική ροή σε σχέση με έναν τελικό χρήστη που προβαίνει σε μια παραγγελία εξελίσσεται κατά βάση σε τέσσερα (4) στάδια που έχουν ως ακολούθως:
(α) Ο τελικός χρήστης εγγράφεται ως χρήστης μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είτε διαμέσου της πλατφόρμας Wolt που λαμβάνεται σε κινητά τηλέφωνα ή tablets, είτε διαμέσου της ιστοσελίδας www.wolt.com ∙
(β) Ο τελικός χρήστης επιλέγει το κατάστημα από το οποίο επιθυμεί να αγοράσει φαγητό/προϊόντα και προβαίνει στην παραγγελία. Μετά από την επιλογή, ο τελικός χρήστης πληρώνει για την παραγγελία μέσω της πλατφόρμας της Wolt με πιστωτική κάρτα ή, διαφορετικά, ο τελικός χρήστης μπορεί να επιλέξει μετρητά ως μέθοδο πληρωμής και τότε η παραγγελία πληρώνεται στο συνεργαζόμενο ταχυμεταφορέα που παραδίδει το φαγητό∙
(γ) Όταν η πλατφόρμα λάβει την παραγγελία από τον τελικό χρήστη, την στέλνει στον έμπορο ο οποίος λαμβάνει την παραγγελία σε ένα iPad (iPad που χρησιμοποιούνται μόνο για της παραγγελίες Wolt), επιλέγει το χρόνο ετοιμασίας που απαιτείται για την παραγγελία και την ετοιμάζει ∙
(δ) Όταν η παραγγελία είναι έτοιμη, ένας συνεργαζόμενος ταχυμεταφορέας παίρνει την παραγγελία από τον έμπορα και την παραδίδει στον τελικό χρήστη. Διαφορετικά, εάν ένας χρήστης έχει επιλέξει take-away, ο χρήστης μπορεί να παραλάβει ο ίδιος την παραγγελία από το κατάστημα.
48. Επομένως, η Wolt προβαίνει σε μία συμβατική ρύθμιση με το εκάστοτε εστιατόριο/λιανική επιχείρηση που επιθυμεί να αναρτήσει τα προϊόντα του στην πλατφόρμα που προσφέρει. H σύμβαση καθορίζει όλους τους όρους και προϋποθέσεις της συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας που η Wolt χρεώνει στον έμπορο για τη χρήση της εφαρμογής από αυτόν. Η Wolt είναι επίσης ο συμβατικός πωλητής των υπηρεσιών παράδοσης σε τοπικούς τελικούς χρήστες, αναθέτοντας εξωτερικά τις δραστηριότητες παράδοσης σε τοπικούς συνεργαζόμενους ταχυμεταφορείς, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι εργολάβοι.
49. Σημειώνεται ότι από την παράθεση των θέσεων εκάστων των εμπλεκομένων μερών στην παρούσα καταγγελία, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η καταγγελλόμενη δεν συμφωνεί πλήρως με τον ορισμό της σχετικής αγοράς, όπως αυτός αποδόθηκε από τον καταγγέλλοντα.
50. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η σχετική αγορά ορίζεται ως «αγορά υπηρεσιών παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και της υπηρεσίας κατ’ οίκον διανομής φαγητού» και πως «στην συγκεκριμένη περίπτωση της Wolt αμφότερες οι υπηρεσίες περιέχονται στην ίδια πλατφόρμα, εμφανίζοντας ως εκ τούτου ενότητα. Με άλλα λόγια, δεν περιγράφονται δύο ξεχωριστές αγορές αλλά μια που εμπεριέχει και την υπηρεσία των ηλεκτρονικών παραγγελιών και την υπηρεσία της κατ’ οίκον διανομής φαγητού. Αυτό παρατηρείται κυρίως από τη φύση των συμφωνιών, αφού δεν μπορεί να λάβει κανείς μια από τις δύο υπηρεσίες, διότι η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης.».
51. Η δε καταγγελλόμενη εταιρεία, κατά τη θέση της, θεωρεί ότι η σχετική αγορά θα πρέπει να περιλαμβάνει (α) πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας που προσφέρουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων (online ordering platforms which offer delivery logistics) και, (β) πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας που δεν προσφέρουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων και στις οποίες η παράδοση των προϊόντων γίνεται από διανομείς των καταστημάτων (online ordering platforms which do not offer delivery logistics).
52. Συγκεκριμένα, η καταγγελλόμενη αναφέρει ότι, ο ορισμός της αγοράς προϊόντος, όπως αυτός είχε προταθεί από τον καταγγέλλοντα, αποτελεί περιορισμένη αντίληψη της πραγματικότητας της αγοράς, η οποία κατ’ ισχυρισμό της έχει οριστεί χωρίς αναφορά στην πρακτική της Επιτροπής, όπως αυτή περιγράφεται στην Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού.[7] Σύμφωνα με την Wolt: «Ο καταγγέλλων εισηγείται ότι η σχετική αγορά προϊόντος είναι η αγορά των «υπηρεσιών παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και της υπηρεσίας κατ’ οίκον διανομής φαγητού». Ο καταγγέλλων δεν εξηγεί, με οποιοδήποτε τρόπο, το σκεπτικό αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα.».
53. Επίσης, η καταγγελλόμενη εταιρεία υποστηρίζει ότι η προσέγγιση του καταγγέλλοντα ότι η πρώτη προσφέρει υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων εντός πλατφόρμας, είναι άστοχη και νομικά λανθασμένη. Η Wolt ισχυρίζεται ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς προϊόντος θα πρέπει πρωτίστως να οριοθετηθεί από τη σκοπιά του καταναλωτή.[8] Ο καταγγέλλων υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Ανακοίνωση Ορισμού Αγοράς καθορίζει ότι για σκοπούς ορισμού της σχετικής αγοράς του προϊόντος πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι σχετικοί ανταγωνιστικοί περιορισμοί, συμπεριλαμβανομένων, της δυνατότητας υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης, της δυνατότητας υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς, του δυνητικού ανταγωνισμού και άλλων χαρακτηριστικών της αγοράς.
54. Στη βάση των ανωτέρω, η καταγγελλόμενη είναι της γνώμης ότι η σχετική αγορά του προϊόντος θα πρέπει να περιλαμβάνει το πλήρες φάσμα των προσφορών μέσω ενδιάμεσων και χωρίς ενδιάμεσων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των απευθείας πωλήσεων από εμπόρους και μιας ποικιλίας ψηφιακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης (intermediation).
55. Περαιτέρω, η καταγγελλόμενη αναφέρει ότι πλατφόρμες όπως η Wolt είναι κοινώς διαθέσιμες χωρίς οποιοδήποτε κόστος στον καταναλωτή. Επιπλέον, η επιλογή του καταναλωτή δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις λειτουργίες παράδοσης μιας πλατφόρμας. Αυτό επειδή, από τη σκοπιά του καταναλωτή, το παραγγελθέν αγαθό θα παραδοθεί ασχέτως της λειτουργίας που επιτρέπει την παραγγελία. Δηλαδή, κατά την καταγγελλόμενη εταιρεία, δεν ενδιαφέρει τον καταναλωτή το πως θα εκτελεστεί η παραγγελία του, τον καταναλωτή τον ενδιαφέρει αποκλειστικά το γεγονός ότι η παραγγελία πράγματι θα εκτελεστεί και θα παραδοθεί. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές κατανοούν ότι όλες οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας αποτελούν μια αγορά – ασχέτως της λειτουργίας παράδοσης. Περαιτέρω, και λόγω αυτών των πραγματικοτήτων της αγοράς, παρατηρείται ότι οι καταναλωτές τείνουν να «πολυστεγάζονται» ("multihome") όταν πρόκειται για τέτοιες πλατφόρμες. Οι καταναλωτές συνηθίζουν να χρησιμοποιούν πολλαπλές πλατφόρμες για ηλεκτρονική παραγγελία και παράδοση. Η χρήση περισσότερων από μιας πλατφόρμας επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα μεγαλύτερο σύνολο εστιατορίων/λιανοπωλητών (εμπόρων) και αφού δεν υπάρχει κόστος για την κατοχή λογαριασμών σε πολλαπλές πλατφόρμες, οι καταναλωτές προβαίνουν σε χρήση πολλαπλών πλατφορμών για να μεγιστοποιήσουν τις επιλογές τους. Η καταγγελλόμενη στηρίζει επίσης την άποψη της στα ευρήματα της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου (η «CMA») στην απόφαση της σχετικά με τη συγκέντρωση που αφορούσε τις Amazon και Deliveroo.[9] Δυνάμει των ανωτέρω, η καταγγελλόμενη είναι της γνώμης ότι, από τη σκοπιά του καταναλωτή, οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας που προσφέρουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων και οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας που δεν προσφέρουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων, θεωρούνται ότι είναι μέρος της ίδιας αγοράς προϊόντος.[10]
56. Επίσης, η καταγγελλόμενη εταιρεία αναφέρει ότι από την σκοπιά του εμπόρου, ένας παράγοντας ως προς τη δυνατότητα υποκατάστασης των πλατφορμών, όπως αυτή της Wolt, είναι το κατά πόσο μια πλατφόρμα προσφέρει δυνατότητες παράδοσης. Ωστόσο, η καταγγελλόμενη υποδεικνύει ότι ο παράγων αυτός δεν παρουσιάζεται με ολιστικό τρόπο από τον καταγγέλλοντα, αναφέροντας ότι: «Οι έμποροι λαμβάνουν επίσης υπόψη ότι οι πλατφόρμες που ενσωματώνουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων έχουν ως αποτέλεσμα την έλλειψη ελέγχου από τον έμπορο επί της ποιότητας των παραδοθέντων αγαθών.[11] Με άλλα λόγια, οι έμποροι που δεν εκτελούν παραδόσεις με δικά τους μέσα εγκαταλείπουν τον έλεγχο ως προς το πως θα φτάσουν τα αγαθά τους στους καταναλωτές. Για τέτοιους έμπορους, η διαθεσιμότητα των πλατφορμών, εντός της ίδιας αγοράς, που προσφέρουν ηλεκτρονική παραγγελία χωρίς δυνατότητα παράδοσης είναι επιθυμητός ανταγωνισμός. Αυτή η πραγματικότητα της αγοράς εξηγεί το γεγονός ότι ορισμένες πλατφόρμες προσφέρουν ένα υβριδικό μοντέλο, με το οποίο ο έμπορος έχει την επιλογή είτε να πραγματοποιήσει την παράδοση με δικά του μέσα, ή να πραγματοποιήσει την παράδοση χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες της πλατφόρμας. […] το {...} έχει εφαρμόσει ένα τέτοιο υβριδικό μοντέλο από το Μάρτιο του 2020. Αυτές οι ιδιαιτερότητες της αγοράς υποδεικνύουν το γεγονός ότι, από τη σκοπιά του εμπόρου, οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας που προσφέρουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων και οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής παραγγελίας που δεν προσφέρουν υλικοτεχνική υποδομή παραδόσεων θεωρούνται ότι είναι ανταγωνιστές εντός της ίδιας αγοράς προϊόντος.».
57. Για τον ορισμό της σχετικής αγοράς εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέτρεξε σε σχετικούς κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και δη στον Κανονισμό (ΕΕ) 524/2013 της 21ης Μαΐου 2013 για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του Κανονισμού 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΗΕΚΔ). Συγκεκριμένα, ορίζει ως «ηλεκτρονική αγορά», τον πάροχο υπηρεσίας σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 στοιχείο β) της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο), ο οποίος επιτρέπει στους καταναλωτές και τους εμπόρους να συνάπτουν ηλεκτρονικώς συμβάσεις πώλησης και παροχής υπηρεσιών μέσα από την ιστοσελίδα της ηλεκτρονικής αγοράς.[12]
58. Περαιτέρω, σε σχετικό έγγραφο εργασίας του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες ημερομηνίας 25/05/2016, τα online marketplaces αναφέρονται ως ακολούθως: [13]
«Online marketplaces can be defined as online platforms on which direct transactions between sellers and buyers of goods and/or services can take place. In particular, EU legislation regards online marketplaces as service providers which allow consumers and traders to conclude online sales and service contracts on online marketplaces' websites. Much like in the real world, an online marketplace is a central entity that offers 'virtual space' to third-party sellers of goods and services in exchange for a commission - with the marketplace offering tools to conduct the transaction. Clear examples of online marketplaces that would be encompassed by this definition are eBay, Amazon Marketplaces and Rakuten.».
59. Η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού σε κλαδική έρευνα που διενήργησε στο ηλεκτρονικό εμπόριο, δυνάμει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, όρισε τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες (επιγραμμικές πλατφόρμες – διαδικτυακές αγορές (marketplaces)) ως:
«[…] την εφαρμογή ή τον ιστότοπο στον οποίο ανεξάρτητοι πωλητές πωλούν και διαφημίζουν προϊόντα, αλλά η πώληση πραγματοποιείται μέσω της πλατφόρμας στην οποία πωλούν και διαφημίζουν τα προϊόντα τους. Τα εμπλεκόμενα μέρη εν προκειμένω είναι τρία και διακριτά μεταξύ τους: οι πωλητές, οι αγοραστές και το μέρος που έχει δημιουργήσει, λειτουργεί και διαχειρίζεται την επιγραμμική πλατφόρμα marketplace. Η λειτουργία και ο ρόλος της πλατφόρμας έγκειται στην αυτοματοποιημένη ηλεκτρονική διαδικασία παραγγελιών, συνδέοντας άμεσα τους πελάτες με τους προμηθευτές και επιτρέποντας στα συμμετέχοντα μέρη να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τιμές και προσφορές προϊόντων και να συνεργάζονται μεταξύ τους μέσω πληροφοριακών πυλών (portals) και εργαλείων εμπορικής συνεργασίας. Οι προμηθευτές εν προκειμένω μπορούν να είναι είτε οι κατασκευαστές των προϊόντων, ή (συνηθέστερα) κάποιοι τρίτοι λιανοπωλητές (ανεξάρτητα αν διατηρούν ηλεκτρονικό κατάστημα οι ίδιοι).
Στην προκειμένη περίπτωση, η επιγραμμική πλατφόρμα-marketplace, σε αντίθεση με τα διαδικτυακά καταστήματα, δεν αναλαμβάνει τη φυσική πλευρά των συναλλαγών, ήτοι δεν αγοράζει προϊόντα προς μεταπώληση, δεν διατηρεί αποθήκη και δεν κατέχει απόθεμα και συνήθως δεν διεκπεραιώνει τις αποστολές των προϊόντων (dropshipping). Αντιθέτως, εστιάζει κυρίως στην προώθηση της επωνυμίας της επιγραμμικής πλατφόρμας – marketplace με σκοπό την αύξηση της επισκεψιμότητας στην πλατφόρμα και τη μετατροπή των προβολών του ιστότοπου σε πωλήσεις.
Στην ουσία, τα marketplaces λειτουργούν ως εικονικές εμπορικές αγορές, διαδραματίζοντας έναν μεσολαβητικό ρόλο οργάνωσης των εμπορικών συναλλαγών και σχέσεων, μέσω των οποίων δίνεται η δυνατότητα δυναμικής αλληλεπίδρασης αγοραστών και προμηθευτών. Οι βασικές υπηρεσίες που συνήθως προσφέρουν στα συμμετέχοντα μέρη περιλαμβάνουν τη διοργάνωση ηλεκτρονικών δημοπρασιών, την αυτοματοποιημένη ενημέρωση των επιχειρήσεων που συμμετέχουν και των αρμόδιων τμημάτων τους (π.χ. λογιστήριο, αποθήκη, πωλήσεις), τον έλεγχο φερεγγυότητας και πίστωσης των αγοραστών, την αναζήτηση προϊόντων μέσω εμπορικών καταλόγων βάσει ονόματος, κωδικού προϊόντος, παραγωγού ή συνδυασμό των παραπάνω, την ανταλλαγή τεχνικών πληροφοριών και τιμών κτλ.
Ορισμένα marketplaces παρέχουν αποκλειστικά την πλατφόρμα χωρίς να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα ως πωλητές σε αυτήν (pure marketplaces), ενώ άλλα ενεργούν και ως λιανοπωλητές, πέραν της παροχής, λειτουργίας και διαχείρισης της πλατφόρμας65. Στην τελευταία περίπτωση, παρουσιάζουν συνήθως τα προϊόντα για τα οποία είναι οι ίδιοι λιανοπωλητές μαζί με τα προϊόντα των λοιπών πωλητών στον ιστότοπο του marketplace. Συνεπώς, σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν ευθέως ανταγωνιστές με τους υπόλοιπους πωλητές που συμμετέχουν στην πλατφόρμα.
Στα marketplaces η συναλλαγή γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως σε ένα ηλεκτρονικό κατάστημα, καθώς προσφέρεται η δυνατότητα ολοκλήρωσης της παραγγελίας και απευθείας πληρωμής μέσω της πλατφόρμας, με τη διαφορά ότι τα διαθέσιμα προϊόντα ανήκουν σε διαφορετικούς πωλητές. Αυτού του τύπου η επιγραμμική πλατφόρμα είναι ουσιαστικά ο τόπος όπου συνάπτεται η συμφωνία πώλησης και αγοράς και το μέρος που δημοσιεύει (και διαθέτει) το προϊόν προς πώληση είναι υπεύθυνο για τη διαδικασία παράδοσης. Επιπλέον, παρέχονται υπηρεσίες εξυπηρέτησης και μετά την πώληση των προϊόντων, στις οποίες περιλαμβάνονται η δυνατότητα επιστροφής των προϊόντων και η δυνατότητα αποζημίωσης. Είναι προφανές ότι τα marketplaces προωθούν κυρίως μικρομεσαία καταστήματα καθώς και εμπόρους ή/και καταστήματα που δεν διαθέτουν τα ίδια διαδικτυακή παρουσία.».[14]
60. Η Επιτροπή σημειώνει ότι εν προκειμένω η Wolt, η οποία ξεκίνησε να λειτουργεί από τα μέσα Ιανουαρίου του 2020 στη Λευκωσία, κατά τον ουσιώδη χρόνο δραστηριοποιείτο τόσο στην ηλεκτρονική παραγγελία όσο και στη διανομή των προϊόντων και για ένα διάστημα ήταν η μόνη εταιρεία που παρείχε την εν λόγω υπηρεσία. Παρόλα αυτά, από τον Μάρτιο του 2020 και η {...} ξεκίνησε να παρέχει την ίδια υπηρεσία και συνεπώς, οι έμποροι/λιανοπωλητές είχαν την επιλογή/δυνατότητα να απευθυνθούν σε κάποια εναλλακτική επιλογή. Η Επιτροπή σημειώνει ότι το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο τόσο για τον ορισμό της σχετικής αγοράς, καθώς, όπως διαφαίνεται, υφίστανται συγκεκριμένα δυναμικά χαρακτηριστικά, όσο και ως προς την ισχύ της καταγγελλόμενης Wolt στην αγορά όπου δραστηριοποιείται.
61. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον καθορισμό της αγοράς, όπως αυτός αποφασίστηκε από την Νορβηγική Αρχή Ανταγωνισμού στο πλαίσιο της υπόθεσης Foodora Norway AS,[15] σύμφωνα με την οποία η εταιρεία προσέφερε μία ψηφιακή πλατφόρμα παραγγελίας και παράδοσης παρασκευασμένων τροφίμων. Η Νορβηγική Αρχή θεωρεί ότι η αγορά είναι αυτή της παροχής υπηρεσιών ψηφιακής πλατφόρμας για παραγγελίες και παράδοση παρασκευασμένων τροφίμων. Οι εν λόγω υπηρεσίες προσφέρονται τόσο προς τα διάφορα εστιατόρια και/ή άλλες σχετικές επιχειρήσεις όσο και προς τους καταναλωτές/ τελικούς πελάτες και είναι, επομένως, δίπλευρη, ήτοι μία κοινή αγορά δύο όψεων (two-sided market). Η Νορβηγική Αρχή μάλιστα εξέτασε κατά πόσο εμπίπτουν στην ίδια αγορά προϊόντος, όπως αναφέρεται πιο πάνω, οι περιπτώσεις επιχειρήσεων που προσφέρουν υπηρεσίες ηλεκτρονικής πλατφόρμας παραγγελιών χωρίς να περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες παράδοσης. Κατέληξε ότι δεν τίθεται ζήτημα διαχωρισμού σε υπηρεσίες ηλεκτρονικής πλατφόρμας παραγγελιών με ή χωρίς υπηρεσίες παράδοσης, καθότι δεν επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα στην υπόθεση. Ενώ, οι περιπτώσεις εστιατορίων/ λιανικών επιχειρήσεων με δική τους πλατφόρμα παραγγελιών δεν αποτελούν υποκατάστατο και τίθενται εκτός του πεδίου εξέτασης ακριβώς επειδή στην εν λόγω πλατφόρμα ο καταναλωτής έχει πρόσβαση μόνο στα προϊόντα του σχετικού εστιατορίου/ λιανικής επιχείρησης.
62. Στο παρόν σημείο κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν ορισμένα αποσπάσματα από την εν λόγω απόφαση της Νορβηγικής Αρχής για σκοπούς πληρέστερης αποτύπωσης του τρόπου αντιμετώπισης συναφών με την παρούσα αγορών.[16]
«(76) Κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντος, η νορβηγική αρχή ανταγωνισμού λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης την ψηφιακή πλατφόρμα της Foodora για την παραγγελία και την παράδοση παρασκευασμένων τροφίμων.
(77) Η Foodora προσφέρει υπηρεσίες σε δύο σαφώς διαφορετικές ομάδες πελατών, εστιατόρια αφενός και τελικούς πελάτες αφετέρου […]. Επομένως, η Νορβηγική Αρχή Ανταγωνισμού πιστεύει ότι η αγορά μπορεί να χαρακτηριστεί δίπλευρη. Σε αυτήν την περίπτωση, η εκτίμηση της αρχής είναι ότι η πλατφόρμα της Foodora επιτρέπει συναλλαγές μεταξύ των δύο ομάδων πελατών. […].
(78) Στη συνέχεια, η Νορβηγική Αρχή Ανταγωνισμού θα αξιολογήσει εάν εταιρείες - πλατφόρμες χωρίς υπηρεσία παράδοσης, απευθείας παραγγελίες από κάθετα ολοκληρωμένες αλυσίδες εστιατορίων και παραγγελίες προϊόντων εκτός από παρασκευασμένα τρόφιμα αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς σχετικού προϊόντος με την αγορά πλατφορμών παραγγελιών φαγητού.
(79) Οι εταιρείες - πλατφόρμες στη Νορβηγία προσφέρουν δύο υπηρεσίες, μια υπηρεσία παραγγελίας και μια υπηρεσία παράδοσης […]. Οι τελικοί πελάτες και τα εστιατόρια μπορούν να επιλέξουν εάν θέλουν και μια υπηρεσία παράδοσης εκτός από μια υπηρεσία παραγγελιών. Οι διάφορες εταιρείες - πλατφόρμες διαφέρουν κάπως μεταξύ τους όσον αφορά το εύρος των υπηρεσιών παράδοσης που προσφέρουν […]. Η Foodora και η Wolt προσφέρουν υπηρεσίες παράδοσης σε όλες τις τοπικές αγορές όπου είναι παρούσες. Για τη Foodora, παραγγελία με παράδοση αντιστοιχεί στο […] τοις εκατό των συνολικών πωλήσεων και για τη Wolt, παραγγελία παράδοση αντιστοιχεί στο […] των συνολικών πωλήσεων […]. Η Just Eat προσφέρει υπηρεσίες παραγγελίας φαγητού στην πλατφόρμα της και σε μέρη όπου δεν έχουν τη δική τους υπηρεσία παράδοσης […]. Τα τελευταία χρόνια, η Just Eat ξεκίνησε τη δική της υπηρεσία παράδοσης σε τέσσερις τοπικές αγορές […]. Αυτή η εξέλιξη καθιστά λιγότερο σημαντική τη διάκριση μεταξύ εταιρειών πλατφόρμας με και χωρίς παράδοση. [Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής]
[…]
(82) Οι βρετανικές αρχές ανταγωνισμού είχαν προηγουμένως καταλήξει ότι οι πλατφόρμες παραγγελίας φαγητού με παράδοση είναι κοντινά υποκατάστατα των πλατφορμών παραγγελιών τροφίμων χωρίς παράδοση. Η εκτίμηση της Νορβηγικής Αρχής Ανταγωνισμού είναι ότι η υψηλή ζήτηση των τελικών πελατών για υπηρεσίες παράδοσης δείχνει ότι η δυνατότητα υποκατάστασης δεν είναι τόσο ισχυρή προς την αντίθετη κατεύθυνση […].
(83) Η Νορβηγική Αρχή Ανταγωνισμού δεν έκρινε απαραίτητο να λάβει τελική απόφαση σχετικά με το εάν οι πλατφόρμες παραγγελίας τροφίμων χωρίς υπηρεσία παράδοσης βρίσκονται στην ίδια αγορά σχετικών προϊόντων με τις πλατφόρμες παραγγελίας τροφίμων με υπηρεσία παράδοσης, καθώς δεν έχει καμία σχέση με το συμπέρασμα της υπόθεσης. Ως σημείο εκκίνησης για την περαιτέρω αξιολόγηση, θα χρησιμοποιήσει ως βάση μια κοινή αγορά για ψηφιακές πλατφόρμες για την παραγγελία και την παράδοση μαγειρεμένου φαγητού.
[…]
(93) Η έρευνα της Νορβηγικής Αρχής Ανταγωνισμού δείχνει ότι υπάρχει μία αγορά προϊόντων για ψηφιακές πλατφόρμες για την παραγγελία και την παράδοση παρασκευασμένων τροφίμων. Ως εκ τούτου, η Νορβηγική Αρχή Ανταγωνισμού χρησιμοποιεί αυτόν τον ορισμό ως βάση για τις περαιτέρω αξιολογήσεις σε αυτήν την υπόθεση.».
63. H Αρχή Ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση Just Eat/ Hungryhouse[17] αναφέρει ότι οι πλατφόρμες παραγγελιών φαγητού που περιλαμβάνουν υπηρεσία παράδοσης υποκαθιστούν τις πλατφόρμες παραγγελιών φαγητού που δεν περιλαμβάνουν υπηρεσίες παράδοσης της παραγγελίας. Συνεπώς, υπήρχε διαφοροποίηση ως προς την προσέγγιση του τι θα περιλαμβάνει η σχετική αγορά σε σχέση με την απόφαση της Νορβηγικής Αρχής.
64. Από την απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου Amazon / Deliveroo,[18] παρατίθενται επίσης κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα ώστε να καταστεί ξεκάθαρο το σκεπτικό:
«5.30 Our conclusion is that food ordering marketplaces and logistics-enabled marketplaces are sufficiently close substitutes to be considered part of the same product market.
5.31 The distinction between food ordering marketplaces and logistics-enabled marketplaces is becoming less relevant as competitors move towards hybrid models, with Just Eat (which previously operated a marketplace-only model) now offering logistics, and Deliveroo and Uber Eats (which previously only listed restaurants for which they also made deliveries) now listing restaurants on their marketplaces which make their own deliveries […].
5.32 We note that there is still a degree of differentiation between the services of platforms that are primarily food ordering marketplaces (Just Eat) and those that are primarily logistics-enabled (Deliveroo and Uber Eats). […]
5.33 We note that, as submitted by the Parties, the distinction between food ordering marketplaces and logistics-enabled marketplaces is becoming less relevant as competitors move towards hybrid models.
5.34 In Just Eat/Hungryhouse, the CMA concluded that the relevant product market included food ordering marketplaces (Just Eat and Hungryhouse) and the services of ordering and logistics specialists (principally Deliveroo, Uber Eats and Amazon Restaurants), together referred to as ‘online food platforms’.[19] In the present case we refer to these as ‘online restaurant platforms’ to avoid confusion with the market for the supply of OCG (discussed in the second half of this chapter).».
65. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η διαφοροποίηση του ορισμού της σχετικής αγοράς στις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, έγκειται στο γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά ήταν διαφορετικά με αποτέλεσμα οι αρχές να είναι αναγκασμένες να δουν τον ορισμό της σχετικής αγοράς από διαφορετικές σκοπιές. Αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση υπόθεση και έτσι η Επιτροπή παρατηρεί τη σχετική αγορά υπό το φως των ενώπιόν της στοιχείων.
66. Σχετικά τονίζεται ότι ο τομέας των ηλεκτρονικών παραγγελιών μέσω πλατφόρμας που έχει δύο πλευρές (two-sided) είναι ταχύτατα εξελισσόμενος και ενέχει δυναμικά χαρακτηριστικά, κάτι το οποίο απαιτεί την επαναξιολόγηση της αγοράς σε κάθε μεμονωμένη υπόθεση ενώπιον της Επιτροπής. Αυτό γίνεται αντιληπτό και από τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, τα οποία καταδεικνύουν αρκετές αλλαγές στα χαρακτηριστικά του εν λόγω τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή εξετάζει την υπόθεση από την πλευρά των καταστημάτων που εντάσσονται στις πλατφόρμες και θεωρεί ότι υφίσταται επαρκής βαθμός υποκατάστασης μεταξύ πλατφορμών ηλεκτρονικών παραγγελιών που ενσωματώνουν την υπηρεσία κατ’ οίκον παράδοσης και πλατφορμών που προσφέρουν μόνο υπηρεσίες ηλεκτρονικής παραγγελίας. Η Επιτροπή καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το γεγονός ότι η «επιπλέον» υπηρεσία της κατ’ οίκον παράδοσης δεν είναι από μόνη της σε θέση να διαφοροποιήσει τον ορισμό της αγοράς, εφόσον δεν αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής, όσο και την ιδιαίτερη δυναμική του εν λόγω τομέα, ήτοι το γεγονός πως ενώ αρχικά οι πλατφόρμες ηλεκτρονικών παραγγελιών δεν παρείχαν υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης, ακολούθως ένταξαν την εν λόγω δυνατότητα στις υπηρεσίες τους, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εξάλλου δεν πρέπει να αγνοείται πως πριν τη δραστηριοποίηση της Wolt στην αγορά τα καταστήματα που ήταν συνδεδεμένα με τις υπό αναφορά πλατφόρμες αυτοεξυπηρετούνταν στο θέμα της παράδοσης, δηλαδή διέθεταν δικά τους μέσα παράδοσης.
67. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης δεν κρίνεται σκόπιμο να διαχωριστεί περαιτέρω η αγορά συμπεριλαμβάνοντας και καταστήματα λιανικής πώλησης τροφίμων με κάθετη ολοκλήρωση, ήτοι καταστήματα που παρέχουν τα ίδια υπηρεσία ηλεκτρονικής παραγγελίας.
68. Συνεπώς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω εκτενώς και λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, όσο και τη σχετική νομολογία, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες, οι οποίες προσφέρουν τη δυνατότητα ηλεκτρονικής παραγγελίας προϊόντων και διανομής τους στον αγοραστή, καθώς και οι πλατφόρμες, οι οποίες προσφέρουν μόνο τη δυνατότητα ηλεκτρονικής παραγγελίας εντάσσονται σε μία ενιαία αγορά υπηρεσιών. Αυτό διότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις των ομόλογων αρχών ανταγωνισμού παρατηρείται ένας επαρκής βαθμός υποκατάστασης μεταξύ αυτών λόγω και της ταχείας μεταβολής των παρεχόμενων υπηρεσιών μεταξύ των εταιρειών που διαθέτουν ηλεκτρονικές πλατφόρμες.
69. Ως εκ των ανωτέρω, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της τη σχετική νομοθεσία, τη νομολογία, τα στοιχεία της παρούσας υπόθεσης και όσα προαναφέρθηκαν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σχετική αγορά ορίζεται ως η παροχή ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών συμπεριλαμβανομένης ή μη της υπηρεσίας κατ’ οίκον διανομής φαγητού και ποτού.
70. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσον αφορά τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς για σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού:
«Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει τη γεωγραφική περιοχή στην οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρουν ή ζητούν σχετικά προϊόντα, στην οποία επικρατούν αρκούντως ομοιογενείς συνθήκες ανταγωνισμού ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν οι συνέπειες της υπό έρευνα συμπεριφοράς ή συγκέντρωσης και η οποία μπορεί να διακριθεί από άλλες γεωγραφικές περιοχές, ιδίως λόγω των αισθητά διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν σε αυτές (26).»[20]
71. Σύμφωνα με πάγια νομολογία σε ενωσιακό επίπεδο, η σχετική γεωγραφική αγορά αντιστοιχεί στην περιοχή όπου οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην προσφορά και τη ζήτηση των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών και όπου οι συνθήκες του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές διότι στις εν λόγω περιοχές οι συνθήκες του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά.[21]
72. Αναφορικά με τη σχετική αγορά του υπό εξέταση υπηρεσίας, η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι κατά το χρόνο που αφορά η παρούσα καταγγελία, η εταιρεία Wolt δραστηριοποιείτο ταυτοχρόνως στην αγορά υπηρεσιών παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και υπηρεσιών κατ’ οίκον διανομής φαγητού.
73. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η Wolt στις απαντήσεις της στο ερωτηματολόγιο της Υπηρεσίας, ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά την 16η Ιανουαρίου 2020, πρώτα στη Λευκωσία και αργότερα σε άλλες επαρχίες. Συγκεκριμένα, η καταγγελλόμενη εταιρεία δήλωσε ότι, στις 30/04/2020 κατέγραψε στην πλατφόρμα της νέους χρήστες στη Λεμεσό∙ συνεπώς, η Λεμεσός ήταν η δεύτερη επαρχία μετά τη Λευκωσία στην οποία δραστηριοποιήθηκε. Δηλαδή, προς το τέλος του δεύτερου μισού του χρονικού διαστήματος που εξετάζεται, η καταγγελλόμενη εταιρεία επέκτεινε τις δραστηριότητες της σε άλλη επαρχία πλην της Λευκωσίας. Επίσης, κατά την καταγγελλόμενη, κάθε κατάστημα που εισερχόταν στην πλατφόρμα της, έχει μια κάλυψη οκτώ (8) χιλιομέτρων εντός της περιοχής αυτής.
74. Αν και η παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και υπηρεσιών κατ’ οίκον διανομής φαγητού διατίθενται σε διάφορες πόλεις της Κύπρου, υπό τους ίδιους ή παρόμοιους όρους στην ίδια ηλεκτρονική πλατφόρμα, εντούτοις υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δεικνύουν ότι οι τοπικές συνθήκες είναι σημαντικές για την παρούσα υπόθεση, όπως και το γεγονός ότι τα έτοιμα γεύματα και η μεταφορά αυτών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μικρές αποστάσεις ενώ και οι τελικοί πελάτες και οι έμποροι/εστιατόρια περιορίζονται σε τοπικές περιοχές.
75. Επίσης, ο καταγγέλλων ως δικαιοδόχος (franchisee) της εταιρείας Γρηγόρης Μικρογεύματα ΑΒΕΕ λειτουργούσε την επιχείρηση του αποκλειστικά στην επαρχία Λευκωσίας και δη επί της οδού Θεμιστοκλή Δέρβη 43 και εξυπηρετούσε πελάτες εντός ακτίνας πέντε (5) χιλιομέτρων από αυτή.
76. Συμπερασματικά εκλαμβάνεται ότι, τόσο για τα εστιατόρια όσο και για τους πελάτες, η ακτίνα διανομής περιορίζεται στην περιοχή της Λευκωσίας λόγω επίσης και της αύξησης του κόστους, καθώς το κόστος της μεταφοράς δεν συμπεριλαμβάνεται στο κόστος του έτοιμου φαγητού αλλά αποτελεί κόστος ξεχωριστής υπηρεσίας. Συνεπώς, η μεταφορά των προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις δεν θα είναι συμφέρουσα.
77. Στην προαναφερθείσα απόφαση της Νορβηγικής Αρχής Ανταγωνισμού[22] έχει αναφερθεί ότι από την έρευνα προέκυψε ότι οι τοπικές αγορές στην υπόθεση μπορεί να περιλαμβάνουν το σύνολο ή τμήματα πόλεων ή κωμοπόλεων στη Νορβηγία. Η Νορβηγική Αρχή όμως δεν θεώρησε αναγκαίο να λάβει τελική θέση σχετικά με την ακριβή έκταση των τοπικών αγορών στην υπόθεση και κατέληξε αναφέροντας ότι θα αξιολογήσει την κατάσταση του ανταγωνισμού τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
78. Επομένως, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία που καταγράφηκε στη σχετική αγορά υπηρεσίας και το γεγονός ότι οι υπηρεσίες της εταιρείας Wolt διατίθενται μόνο στην επαρχία Λευκωσίας για σχεδόν τέσσερις από τους έξι μήνες που αποτελούν το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, ως επίσης, ότι η συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Wolt και του καταγγέλλοντα αφορούσε τη διανομή προϊόντων του καταγγέλλοντα σε ακτίνα οκτώ (8) χιλιομέτρων από την επιχείρηση του, θεωρεί ότι, στην ως άνω επιμέρους αγορά υπηρεσιών παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και υπηρεσιών κατ’ οίκον διανομής φαγητού, δύναται να οριστεί ως γεωγραφική αγορά η Λευκωσία.
79. Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, η γεωγραφική αγορά για την πιο πάνω ορισθείσα σχετική αγορά υπηρεσίας, θεωρείται τοπική, στην πόλη της Λευκωσίας, καθώς οι όροι του ανταγωνισμού είναι ομοιογενείς.
80. Στον πιο κάτω Πίνακα 1, παρατίθενται οι εκτιμήσεις που δόθηκαν από την καταγγελλόμενη, τόσο για τα δικά της μερίδια αγοράς όσο και για τους ανταγωνιστές της ανά το Παγκύπριο, σημειώνοντας ότι, όπως ανέφεραν, δεν ήταν δυνατό να τα εκτιμήσουν για έκαστη επαρχία κατά τον ουσιώδη χρόνο:
Πίνακας 1
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΑΓΟΡΑΣ WOLT ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ |
|||
ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ |
ΤΕΛΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020 |
ΤΕΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ 2020 |
ΤΕΛΗ ΙΟΥΛΙΟΥ 2021 |
{...} |
μεταξύ 90.0 και 100% [90-100%] |
μεταξύ 80.0 και 89.99% [80-90]% |
μεταξύ 80.0 και 89.99% [80-90]% |
Wolt |
μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]% |
μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]% |
μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% |
{...} |
μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]% |
μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]% |
μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]% |
{...} |
(δεν είχε ακόμη λανσαριστεί) |
μεταξύ 0 και 4.99% [0-5]% |
μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% |
Άλλοι ({...} και άλλα μεμονωμένα καταστήματα που έχουν τα δικές τους εφαρμογές) |
μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% |
μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% |
μεταξύ 5.0 και 9.99% [5-10]% |
81. Εν συνεχεία, στον παρακάτω Πίνακα 2 παρατίθενται από την καταγγελλόμενη, οι παραγγελίες που έλαβε και τα συμβεβλημένα με αυτήν καταστήματα, αναλυτικά ανά μήνα από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο του 2020:
Πίνακας 2
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΥΜΒΕΒΛΗΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΗ WOLT |
||
ΜΗΝΑΣ |
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ [23] |
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ |
Ιανουάριος 2020 |
{...} |
{...} |
Φεβρουάριος 2020 |
{...} |
{...} |
Μάρτιος 2020 |
{...} |
{...} |
Απρίλιος 2020 |
Λευκωσία: {...} Λεμεσός: {...} |
Λευκωσία: {...} Λεμεσός: {...} |
Μάϊος 2020 |
Λευκωσία: {...} Λεμεσός: {...} |
Λευκωσία: {...} Λεμεσός: {...} |
Ιούνιος 2020 |
Λευκωσία: {...} Λεμεσός: {...} Λάρνακα: {...} |
Λευκωσία: {...} Λεμεσός: {...} Λάρνακα: {...} |
5. ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ
82. Όσον αφορά το έννομο συμφέρον που πρέπει να υφίσταται, το άρθρο 44(1) και (2) του Νόμου προνοεί ότι:
«(1). Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2). Έννομο συμφέρον έχει πρόσωπο που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.».
83. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στη βάση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, ο καταγγέλλων, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι από την σύναψη της συμφωνίας με την καταγγελλόμενη εταιρεία και δη κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα, όταν δηλαδή εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού και επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα προς αναχαίτιση του, ο ίδιος είχε την εύλογη πεποίθηση και προσδοκούσε ότι θα είχε παρουσία στην πλατφόρμα για online delivery, ωστόσο κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο εκτέθηκε, αφού τον άφησε χωρίς τις συμφωνημένες υπηρεσίες και αντ’ αυτού επωφελήθηκε ο ανταγωνιστής του {...}, το κατάστημα του οποίου απέχει δέκα μέτρα από το κατάστημα του. Περαιτέρω, η άρνηση της καταγγελλόμενης εταιρείας να πωλήσει στον καταγγέλλοντα τις υπηρεσίες της, οδήγησε την επιχείρηση του σε δυσμενή για τον ανταγωνισμό θέση, καθώς και σε κατακόρυφη πτώση των εσόδων της. Πέραν τούτων, η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τις έκτακτες υγειονομικές και οικονομικές συνθήκες της υπό εξέταση περιόδου δεν επέτρεψε στον καταγγέλλοντα να προβεί σε οποιεσδήποτε διορθωτικές κινήσεις λόγω της απουσίας ισοδύναμων εναλλακτικών επιλογών.
84. Επομένως, ο καταγγέλλων επηρεαζόταν άμεσα και/ή έμμεσα από οποιαδήποτε συμπεριφορά και/ή πρακτική της καταγγελλόμενης, δεδομένου του γεγονότος ότι κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα ήταν συμβεβλημένοι με συμφωνία παροχής υπηρεσιών, η οποία ωστόσο ουδέποτε εφαρμόστηκε από πλευράς της καταγγελλόμενης.
85. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι o καταγγέλλων είχε έννομο συμφέρον να προβεί στην υπό εξέταση καταγγελία.
5.2. Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών - μελών
86. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου[24] προβλέπεται ότι:
«οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81(1) της Συνθήκης, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 81 της Συνθήκης στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο 82 της συνθήκης εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 82.».
87. Συνεπώς, το άρθρο 3(1) του Κανονισμού 1/2003 υποχρεώνει τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού και τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών, να εφαρμόζουν και τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ, όταν εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού σε συμφωνίες και/ή καταχρηστικές πρακτικές που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.[25]
88. Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ των κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο που να προκαλείται φόβος ότι θα μπορούσε να εμποδίσει την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών.[26] Δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η πρακτική που εξετάζεται κάθε φορά είχε όντως το αποτέλεσμα αυτό.[27] Επίσης, είναι αδιάφορο αν η πρακτική μιας συγκεκριμένης επιχείρησης επηρεάζει, αυτοτελώς εξεταζόμενη, το διακοινοτικό εμπόριο.[28]
89. Το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να επηρεαστεί επίσης σε περιπτώσεις, στις οποίες η οικεία αγορά είναι η εθνική αγορά ή τμήμα της εθνικής αγοράς.[29] Περί της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, γίνεται δεκτό ότι όταν μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ενός κράτους μέλους, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δύναται υπό κανονικές συνθήκες να επηρεαστεί. Εξάλλου, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να επηρεαστεί και όταν η συμπεριφορά της δεσπόζουσας επιχείρησης επηρεάζει τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους.
90. Οι πρακτικές που εφαρμόζονται από επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά ή πρακτικές που καλύπτουν μεγάλο μέρος της αγοράς κράτους μέλους και επηρεάζουν τα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών πρέπει να διερευνώνται και στη βάση των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ.
91. Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο για την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί η φύση των προϊόντων που καλύπτονται από τις συμφωνίες ή πρακτικές που εξετάζονται στην παρούσα έρευνα. Όταν η ίδια η φύση των προϊόντων τα καθιστά ιδιαίτερα σημαντικά για επιχειρήσεις που επιθυμούν να εγκατασταθούν ή να αναπτύξουν τις δραστηριότητες τους σε άλλα κράτη μέλη, το εφαρμοστέο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου προσδιορίζεται ευκολότερα.[30]
92. Σύμφωνα με τη σχετική Ανακοίνωση για τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, το ενωσιακό εμπόριο δεν μπορεί να επηρεαστεί στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου του γεγονότος ότι η καταγγελθείσα ως αντίθετη στον ανταγωνισμό πρακτική και/ή συμπεριφορά σε βάρος του καταγγέλλοντα, ασκείτο από την καταγγελλόμενη εταιρεία σε συγκεκριμένη τοπική γεωγραφική περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και δη στην Λευκωσία και μάλιστα σε ακτίνα οκτώ (8) χιλιομέτρων από την επιχείρηση του, όπου εξυπηρετεί η καταγγελλόμενη με την παράδοση των προϊόντων.
93. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, τα θέματα που εξετάζονται στο πλαίσιο της παρούσας καταγγελίας και το ότι η εξεταζόμενη πρακτική από μέρους της καταγγελλόμενης, καλύπτει συγκεκριμένη τοπική γεωγραφική περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υφίσταται επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και, κατ’ επέκταση, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ.
94. Το άρθρο 2 του Νόμου ορίζει ως «επιχείρηση»: «φορέας ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του.».
95. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής το «ΔΕΕ»), η έννοια επιχείρηση στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνει «κάθε οντότητα που ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες», ανεξάρτητα από τη νομική της υπόσταση και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτείται.[31] Επιπρόσθετα, ο όρος «οικονομικής φύσεως δραστηριότητα» εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, ενώ είναι αδιάφορο αν οι δραστηριότητες έχουν σκοπό το κέρδος.[32] Ο φορέας που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένο υποκείμενο δικαίου, αλλά έχει την έννοια οποιουδήποτε φορέα ασκεί οικονομικής φύσης δραστηριότητες. Συνεπώς, η έννοια της επιχείρησης, κατά το Νόμο, καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα - ήτοι δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά - ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησης του.[33]
96. Προκύπτει επομένως από τη νομολογία, ότι δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη επιχείρησης υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού: α) αυτονομία οικονομικής δράσης και β) πλήρης ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα.[34] Ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης, η επιδίωξη κέρδους από αυτήν ή ο τρόπος χρηματοδότησης της, δεν αποτελούν στοιχεία προσδιοριστικά της έννοιας της επιχείρησης.
97. Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, θεωρείται σκόπιμο κατά την εκτίμηση της έννοιας της επιχείρησης, η διερεύνηση των διαχειριστικών όψεων της, σχετικά με το ποιες είναι οικονομικής φύσης και ποιες αμιγώς διοικητικής.[35] Εξάλλου, όσον αφορά την οικονομική φύση των δραστηριοτήτων μίας επιχείρησης θα πρέπει να διαχωριστεί ποιες είναι στην πραγματικότητα αυτές, οι οποίες εφαρμόζονται κατ’ αυτονομία από την εξεταζόμενη επιχείρηση και ποιες όχι. Σύμφωνα με το ΔΕΕ στην υπόθεση ΜΟΤΟΕ,[36] σε περίπτωση κατά την οποία ένα νομικό πρόσωπο δεν θεωρείται για μέρος των δραστηριοτήτων του επιχείρηση, λόγω άσκησης προνομίων δημόσιας εξουσίας, είναι δυνατόν να θεωρείται ως προς άλλες, εάν ασκεί οικονομικές δραστηριότητες ανεξάρτητες όμως από την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.
98. Στην παρούσα υπόθεση, η Wolt λειτουργεί ψηφιακή (online) πλατφόρμα και/ή ψηφιακή εφαρμογή (application), η οποία είναι προσβάσιμη σε όλο γενικά το καταναλωτικό κοινό για σκοπούς υποβολής ηλεκτρονικών παραγγελιών σε καταστήματα του τομέα εστίασης που έχουν προηγουμένως εγγραφεί στην πλατφόρμα και/ή εφαρμογή και συμβληθεί με την Wolt. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα καταχώρησης και διαχείρισης ηλεκτρονικών παραγγελιών φαγητού και ποτού, καθώς και στον τομέα διανομής των προϊόντων (delivery) στον καταναλωτή με δικό της προσωπικό και μέσα από οποιοδήποτε κατάστημα είναι εγγεγραμμένο στη λίστα των συνεργαζόμενων καταστημάτων.
99. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η καταγγελλόμενη εταιρεία Wolt διεξάγει δραστηριότητες οικονομικής φύσεως και ως εκ τούτου θεωρείται «επιχείρηση» κατά την έννοια των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού.
5.4.1. Παραβάσεις του άρθρου 6(1) του Νόμου
100. Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και ειδικότερα, τα θέματα που εξετάζονται στην παρούσα καταγγελία για ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 6(1) του Νόμου, επικέντρωσε την προσοχή της στις εν λόγω πρόνοιες.
101. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου:
«Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης, που κατέχει ή κατέχουν στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, η οποία κατάχρηση δύναται να συνίσταται ιδίως:
(α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών όρων συναλλαγής∙
(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτών∙
(γ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό∙
(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεως τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.».
102. Η Επιτροπή σημειώνει ότι για τη στοιχειοθέτηση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης πρέπει να εξεταστεί το μέγεθος της επιχείρησης και συγκεκριμένα το μερίδιο αγοράς που κατέχει η επιχείρηση στη σχετική αγορά ως έχει ορισθεί ανωτέρω.
103. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου:
«Δεσπόζουσα θέση σημαίνει τη θέση οικονομικής ισχύος που απολαμβάνει επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της και κατ’ επέκταση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές.».
104. Όπως γίνεται δεκτό σε ενωσιακό επίπεδο, ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς αποδεικνύει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης. Ειδικά στις περιπτώσεις που το μερίδιο αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό και διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει κριθεί ότι αποτελεί καθ’ αυτό, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης.[37]
105. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μπορεί να απορρέει και από συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι, αυτοτελώς εκτιμώμενοι, δεν αποτελούν απαραίτητα επαρκή ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, αλλά, όταν συνδυάζονται μεταξύ τους, οδηγούν στη δημιουργία της. Τέτοιοι σημαντικοί παράγοντες, εκτός του μεριδίου αγοράς, είναι μεταξύ άλλων:
(α) οι ανταγωνιστές στην ίδια σχετική αγορά, με τον ίδιο βαθμό καθετοποίησης και το μερίδιο αγοράς που κατέχουν∙
(β) το εύρος του φάσματος προϊόντων που προσφέρουν οι ανταγωνιστές∙
(γ) η δυνατότητα πρόσβασης αλλά και επιβίωσης νέων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά.[38]
106. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής της επιχείρησης σε μια αγορά αποτελεί τη σημαντικότερη ένδειξη για την απόδειξη δεσπόζουσας θέσης. Όταν μάλιστα η θέση της επιχείρησης στην αγορά είναι μονοπωλιακή ή σχεδόν μονοπωλιακή (ποσοστά της τάξης του 80% ως 100%), τότε αυτή η θέση είναι αρκετή για την απόδειξη δεσπόζουσας θέσης.[39] Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην υπόθεση AKZO όταν το μερίδιο αγοράς υπερβαίνει το 50%.[40]
107. Περαιτέρω, στις Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την ανάλυση αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών αναφέρεται πως:
«..Είναι πάντως απίθανο μια εταιρεία που δεν διαθέτει σημαντικό μερίδιο της σχετικής αγοράς να κατέχει δεσπόζουσα θέση. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις με μερίδια αγοράς που δεν υπερβαίνουν το 25% δεν θεωρείται πιθανό να κατέχουν από μόνες τους δεσπόζουσα θέση στην εξεταζόμενη αγορά. Στην πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, προβλήματα μεμονωμένης δεσπόζουσας θέσης προκύπτουν συνήθως στην περίπτωση επιχειρήσεων με μερίδια αγοράς που υπερβαίνουν το 40%...».[41]
108. Η Επιτροπή σημειώνει ότι κατά το χρονικό διάστημα, το οποίο αφορά η υπό εξέταση καταγγελία, στη σχετική αγορά υπηρεσιών παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και κατ’ οίκον διανομής φαγητού και ποτού, πέραν της καταγγελλόμενης εταιρείας που λάνσαρε τις υπηρεσίες της στις 16/01/2020, δραστηριοποιείτο ήδη η {...} από το έτος 2015 με σχετική πλατφόρμα, η οποία σημειωτέον ήταν ευρέως γνωστή στο κυπριακό καταναλωτικό κοινό και λάνσαρε υπηρεσία παράδοσης στη Λευκωσία κατά το Μάρτιο του 2020.[42] Περαιτέρω, στον ίδιο τομέα δραστηριοποιείτο και η {...}, η οποία λειτουργούσε περί το 2013 και λάνσαρε υπηρεσίες παράδοσης στη Λευκωσία κατά το Μάρτιο του 2020, [43] ως επίσης το ίδιο με τη {…} που ξεκίνησε τη λειτουργία της γύρω στο 2018 και την κατ’ οίκον διανομή κατά τις 7/04/2020.[44] Ως εκ των ανωτέρω, η καταγγελλόμενη αντιμετώπιζε ανταγωνισμό στην τοπική αγορά της Λευκωσίας.
109. Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, η καταγγελλόμενη Wolt δεν αποτελεί τη μοναδική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα καταχώρησης και διαχείρισης ηλεκτρονικών παραγγελιών φαγητού και ποτού και στον τομέα διανομής στον καταναλωτή με ίδια μέσα, εντός της τοπικής αγοράς της Λευκωσίας και ευρύτερα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου δεν αποτελεί μονοπωλιακή επιχείρηση. Αντιθέτως, στην αγορά δραστηριοποιούνταν συνολικά 4 πλατφόρμες ηλεκτρονικής παράδοσης.
110. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη της τα στοιχεία της καταγγελλόμενης για τους ανταγωνιστές της, τις παραγγελίες ανά μήνα στην πλατφόρμα της και τον αριθμό των συμβεβλημένων καταστημάτων, αλλά και τα στοιχεία που αφορούν τον μεγαλύτερο εκ των ανταγωνιστών της, παρατηρεί ότι την περίοδο από 01/01/2020 μέχρι και 30/06/2020, το μερίδιο αγοράς της Wolt, η οποία εισήλθε στην αγορά μόλις τον Ιανουάριο του 2020, αν και αυξήθηκε παραμένει αρκετά χαμηλότερο από αυτό της {...} για την εν λόγω περίοδο.
111. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι η καταγγελλόμενη αναφέρει ότι η αγορά στην οποία συμμετέχει είναι δίπλευρη (two-sided). Πλατφόρμες όπως της Wolt φέρνουν σε επαφή δύο παράγοντες, εμπόρους και καταναλωτές και οι δίπλευρες πλατφόρμες παρουσιάζουν φαινόμενα δικτύου (network effects), υπό την έννοια ότι η πλατφόρμα καθίσταται πιο ελκυστική σε έναν παράγοντα, όταν οι αριθμοί του άλλου παράγοντα αυξηθούν. Είναι επίσης θέση της, ότι οι χρήστες ελκύονται σε πλατφόρμες που έχουν περισσότερα εστιατόρια/λιανοπωλητές (εμπόρους) στους καταλόγους τους και οι έμποροι ελκύονται σε πλατφόρμες που έχουν περισσότερους εγγεγραμμένους χρήστες και πως αυτό το χαρακτηριστικό της αγοράς δεν πρέπει να αγνοηθεί. Τέλος, η καταγγελλόμενη εταιρεία υποστηρίζει πως το γεγονός ότι το {...} είχε ήδη πέντε (5) χρόνια δραστηριοποίησης στην Κύπρο πριν από την είσοδο της Wolt, και λαμβάνοντας υπόψιν τον αριθμό των εμπόρων και χρηστών που το {...} κατάφερε να ελκύσει στην πλατφόρμα του μέχρι το χρόνο εισόδου της Wolt, τυχόν παράλειψη συμπερίληψης τέτοιου δυνατού παίκτη στη σχετική αγορά θα παρουσίαζε μια παραμορφωμένη εικόνα της αγοράς, σε σύγκριση με τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν την αγορά οι συμμετέχοντες σε αυτήν, δηλαδή οι ίδιες οι πλατφόρμες, αλλά σημαντικότερα σε σύγκριση με το πως βλέπουν και βιώνουν την αγορά οι καταναλωτές.
112. Η καταγγελλόμενη προσθέτει ότι ο ανταγωνιστικός περιορισμός που ασκείται από την απευθείας παραγγελία θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη. Κατά τη θέση της, κάποιοι έμποροι θεωρούν ότι μια καλή επιλογή είναι είτε να προσφέρουν παραγγελίες και παραδόσεις διαμέσου της δικής τους ιστοσελίδας και/ή εφαρμογής, ή να προσφέρουν αποκλειστικά παραγγελίες και παραδόσεις μέσω τηλεφώνου, ή απλά να προβαίνουν στις προσφορές τους μόνο αυτοπροσώπως. Σημειώνει δε ότι ο ίδιος ο καταγγέλλων φαίνεται να θεωρεί ότι τέτοια επιλογή είναι επιθυμητή, αφού στην ιστοσελίδα που ανέπτυξε ο ίδιος προσφέρει παραγγελία και παράδοση. Αντίθετα, δηλαδή με ό,τι εισηγείται ο καταγγέλλων, η καταγγελλόμενη εταιρεία υποστηρίζει πως ο πρώτος έχει πράγματι εναλλακτικές επιλογές εκτός από την Wolt για την προσφορά παραγγελιών και παραδόσεων και ο καταγγέλλων είχε επιλέξει αυτή την εναλλακτική λύση.
113. Πέραν των ανωτέρω, σε αυτό το σημείο η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίο να παραθέσει και το ζήτημα της διάρκειας του χρόνου που απαιτείται για να κριθεί κατά πόσον η καταγγελλόμενη κατέχει δεσπόζουσα θέση.
114. Σύμφωνα με το σύγγραμμα των Lennart Ritter και W. David Braun υπό τον τίτλο European Competition Law: A practitioner’s Guide και σε αναφορά στην υπόθεση United Brands αναφέρει (σε μετάφραση στα ελληνικά) ότι:
«Υπό κανονικές συνθήκες, ωστόσο, η αγορά πρέπει να εξεταστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι εποχικές διακυμάνσεις της ζήτησης δεν έγιναν δεκτές ως επαρκής παράγοντας από το Δικαστήριο στην υπόθεση United Brands για να θεωρηθεί ότι οι μπανάνες ανήκουν προσωρινά σε μεγαλύτερη αγορά νωπών φρούτων. Τέτοιες προσωρινές αλλαγές στα μερίδια αγοράς αποτελούν, ωστόσο, σημαντικές εκτιμήσεις κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης.».[45] [Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής]
115. Σύμφωνα με τη σχετική Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης της ΕΚ, νυν 102 της ΣΛΕΕ, σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις, καθορίζει το σημαντικό χρονικό διάστημα που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση σε ορισμένο τομέα αγοράς ως:[46]
«Το χρονικό διάστημα που θεωρείται σημαντικό θα εξαρτηθεί από το προϊόν και τις συνθήκες στην εξεταζόμενη αγορά, αλλά κανονικά μια περίοδος δύο ετών είναι επαρκής για να θεωρηθεί ως σημαντικό χρονικό διάστημα.». [Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής]
116. Επίσης, η Ελληνική Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού σε απόφαση της αναφέρει ότι το μερίδιο της αγοράς είναι ένας στατικός δείκτης μέτρησης της μονοπωλιακής δύναμης ή της έντασης του ανταγωνισμού, δηλαδή της ικανότητας μιας επιχείρησης να διατηρήσει την τιμή της πάνω από ανταγωνιστικά επίπεδα για μια σημαντικής διάρκειας περίοδο, πρακτικά ένα τουλάχιστον χρόνο.[47] [Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής]
117. Σημειώνεται περαιτέρω ότι σχετικός παράγων για την αξιολόγηση της δεσπόζουσας θέσης είναι και ο δυνητικός ανταγωνισμός που ενδεχομένως αντιμετωπίζει η υπό εξέταση επιχείρηση. Ο δυνητικός ανταγωνισμός, αν και δεν είναι υπολογίσιμος ως προς τα μερίδια αγοράς και επομένως δεν αποτελεί κριτήριο για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς, είναι πιθανόν να περιορίσει την ισχύ της υπό εξέταση επιχείρησης εντός της σχετικής αγοράς.
118. Η αξιολόγηση τυχόν κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης υπό το πρίσμα του άρθρου 6(1) του Νόμου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τους ανταγωνιστικούς περιορισμούς κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σύμφωνα και με τα στοιχεία που παρατέθηκαν ανωτέρω, κατά τον ουσιώδη χρόνο η καταγγελλόμενη, έθεσε ως ανταγωνιστές της στη σχετική αγορά την {...}, που δραστηριοποιείται στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2015 και λάνσαρε δυνατότητες παράδοσης το Μάρτιο του 2020. Επίσης, την {...} που δραστηριοποιείται από πριν την είσοδο της Wolt στην κυπριακή αγορά και λάνσαρε δυνατότητα παράδοσης στη Λευκωσία και τη Λεμεσό τον Μάρτιο του 2020 και τέλος, την {...} που ξεκίνησε τις δραστηριότητες της με δυνατότητες παράδοσης στη Λευκωσία στις 7/04/2020 και στη Λεμεσό στις 14/04/2020.
119. Ως εκ τούτου, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υπήρχε έντονος δυνητικός ανταγωνισμός στη σχετική αγορά της παροχής ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής παραγγελιών και της υπηρεσίας κατ’ οίκον διανομής φαγητού και ποτού, ακριβώς επειδή σε σύντομο χρονικό διάστημα εμφανίζονταν ανταγωνιστές της καταγγελλόμενης και προσέφεραν στο καταναλωτικό κοινό τις ίδιες υπηρεσίες.
120. Κατά συνέπεια και λαμβανομένων υπόψη όλων των προαναφερθέντων, η Επιτροπή διαπιστώνει περαιτέρω ότι η χρονική περίοδος για την οποία η καταγγελλόμενη καταγγέλλεται ότι κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά που δραστηριοποιείται και δη ότι την καταχράται σε βάρος του καταγγέλλοντα, δεν αποτελεί σημαντικό χρονικό διάστημα που να αποδώσει δεσπόζουσα θέση στη Wolt. Διαπιστώνεται επίσης ότι η καταγγελλόμενη Wolt δεν διαφαίνεται να ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τη θέση της στη σχετική αγορά με καταχρηστικό τρόπο, δεδομένου ότι δεν δημιουργήθηκαν συνθήκες αποκλεισμού των ανταγωνιστών της, ως άμεση συνέπεια της ισχύος της στην αγορά, η δε ένταξη και δραστηριοποίησή τους στην αγορά ήταν χρονικά άμεση.
121. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η καταγγελλόμενη Wolt δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά τον ουσιώδη χρόνο της έρευνας με βάση τα ενώπιόν της δεδομένα, καθώς δεν διαφαίνεται η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης της καταγγελλόμενης Wolt ούτε από πλευράς πραγματικής εκτίμησής της από την ισχύ της στην αγορά ούτε από πλευράς του χρονικού διαστήματος που καταγγέλλεται ότι ήταν η μόνη εταιρεία που παρείχε τόσο υπηρεσίες ηλεκτρονικής παραγγελίας όσο και κατ’ οίκον διανομής.
122. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ομόφωνα ότι ελλείψει στοιχειοθέτησης κατοχής δεσπόζουσας θέσης, η εξέταση των υπόλοιπων προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 6(1) του Νόμου παρέλκει.
6. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ
123. Υπό το φως όλων των πιο πάνω αναλυθέντων στοιχείων και μέσα από την αξιολόγηση και συνεκτίμηση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της καταγγελίας, η Επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα ότι δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 6(1) του Νόμου, καθώς έχει διαπιστώσει ότι δεν προκύπτει κατοχή δεσπόζουσας θέσης από μέρους της Wolt κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή σημειώνει ότι η περαιτέρω εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 6(1) του Νόμου παρέλκει.
124. Ως εκ των ως άνω, η Επιτροπή ομόφωνα αποφασίζει να απορρίψει την καταγγελία του κ. Κ.Β.
Πρόεδρος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
Άριστος Αριστείδου Παλούζας Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
Νεόφυτος Μαυρονικόλα Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
* Οι αριθμοί και/ή τα στοιχεία που παραλείπονται/διαγράφονται και δεν εμφανίζονται τόσο σε αυτό το σημείο, όσο και στη συνέχεια, καλύπτονται από επιχειρηματικό απόρρητο ή αφορούν πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως ή/και αφορούν τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμο του 2018 (Ν. 125(I)/2018). Ενδεικτική της παράλειψης είναι το σύμβολο {…}.
[1] Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κατευθυντήριες Γραμμές για τους Κάθετους Περιορισμούς, OJ C 130/1, παράγραφος 107.
[3] Βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, ΕΕ C, C/2024/1645, 22.2.2024, παρά. 12(α).
[4] Υπόθεση 322/81, NV Nederlandshe Banden Industrie Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1983, σελίδα 3461, παρά. 37.
[5] Supra υποσ. 3.
[6] Ibid, παρά.9.
[7] Ibid.
[8] Ibid, παρά. 13: "Από οικονομική απόχη για τον καθορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος, η υποκατάσταση από την πλευρά ζήτησης αποτελεί το πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ελέγχου [……]".
[9] Competition and Markets Authority UK, Anticipated acquisition by Amazon of a minority shareholding and certain rights in Deliveroo (Final Report, 4th August 2020), παράγραφος 5.22.
[10] Η CMA έφτασε στο ίδιο γενικό συμπέρασμα στην πιο πάνω απόφαση της – βλ. ibid παράγραφος 5.30.
[11] Το εύρημα αυτό έχει περιληφθεί επίσης στην απόφαση Amazon/Deliveroo της CMA – βλ. ibid παράγραφος 5.29.
[12] Κανονισμός (ΕΕ) 523/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΗΕΚΔ).
[13] Commission Staff Working Document, Online Platforms, Accompanying the document Communication on Online Platforms and the Digital Single Market, Brussels 25/05/2016, SWD (2016) 172 final.
[14] Ενδιάμεση Έκθεση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού στην Κλαδική Έρευνα στο Ηλεκτρονικό Εμπόριο ημερομηνίας 02/08/2021, INTERIM_ECOMMERCE.pdf (epant.gr).
[15] Decision V2022-1 – Foodora Norway AS-the Competition Act section 12 third paragraph, cf. section 1 and Article 54 EEA.
[16] Η μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα είναι μέσω ψηφιακού μεταφραστή και ενδεχομένως να εμπεριέχει συντακτικά ή/και ανακριβή μεταφορά των λέξεων.
[17] Competition and Markets Authority (CMA) UK, Just Eat and Hungryhouse, Final Report, 16 November 2017, para. 4.19, σελ. 31-32.
[18] Competition and Markets Authority (CMA) UK, Amazon / Deliveroo, Final Report, 4 August 2020, σελ. 71-73.
[19] Supra υποσ. 17, Just Eat/Hungryhouse, para. 4.28.
[20] Supra υποσ. 3, Ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς, παρά.12(β).
[21] Βλ. Υπόθεση C -27/76, United Brands Cο and United Brands Continental Bv κατά της Επιτροπής, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1978, σελ 207, παρ. 44. Υπόθεση C-247/86, Alsatel κατά Novasam, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988, σελ 5987, παρ. 15. Υπόθεση T-83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής, παρ. 91. Υπόθεση T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, [2000] Συλλογή της Νομολογίας 2000 II-03929, παρ. 140.
[22] Supra υποσ. 15, παρά. 98-100.
[23] Βλ. επίσης αναφορές στον τύπο για τις παραγγελίες της εταιρείας {…}, εντός του ουσιώδους χρόνου {…}
[24] Βλ. Κανονισμός (ΕΚ) αριθμός 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, Επίσημη Εφημερίδα L 001 της 4.1.2003.
[25] Βλ. Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, ΕΕ C 101, 27/04/2004, σελίδα 81, παράγραφοι 8 επ.
[26] Βλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 215 και 218/78, Heintz van Landewyck SARL και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [1980], Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1980, σελίδα 03125, σκέψη 170, Υπόθεση C-219/95 P, Ferriere Nord SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, [1997] Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997, σελίδα I-04411, σκέψη 20.
[27] Βλέπε supra υποσημείωση 25, παράγραφος 16.
[28] Ibid, παράγραφος 15.
[29] Ιbid, παράγραφος 22.
[30] Ibid, παράγραφος 30.
[31] Υπόθεση C-41/90, Hofner & Elsner v. Macrotron, [1991] ECR I-1979. Υπόθεση C-67/96, Albany International BV v Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie, [1999] ECR I-05751. Υπόθεση 170/83, Hydrotherm v. Compact, [1984] ECR 2999.
[32] Ibid.
[33] Υπόθεση C-118/85, Commission v. Italy, [1987] Συλλ. Νομολ. 2599, παρά. 7. Υπόθεση C-35/96, Commission v. Italy (CNSD), [1998] Συλλ. Νομολ. I-03851, παρά. 36. Υπόθεση C-41/90, Höfner and Elser v. Macrotron, [1991] Συλλ. Νομολ. I -1979, παρά. 21. Υπόθεση C-244/94, Federation Francaise des Societes d’Assurance, [1995], Συλλ. Νομολ. I-4013, παρ. 14.
[34] Βλ. σχετικά Απόφαση της Ελληνικής Αρχής Ανταγωνισμού ΑΡΙΘΜ. 610/2015, σελ. 79, η οποία παραπέμπει ενδεικτικά στην ακόλουθη νομολογία: «Βλ. ενδεικτικά υπόθ. Τ-23/09 Conseil national de l’Ordre des pharmaciens (CNOP), Conseil central de la section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκ. 70-71, υπόθ. C-55/96, Job Centre coop.arl, Συλλογή 1997, σελ. Ι-7119, σκ.21, συνεκδ. υποθ. C-180-184/98, Pavel Pavlov κ.ά. κατά Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten, Συλλ. 2000 σ. Ι-6451, σκ. 74, υπόθ. C-118/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας Συλλ. 1987 σ. 2599, σκ. 7, υπόθ. C-41/90 Klaus Höfner and Fritz Elser κατά Macrotron GmbH Συλλ. 1991 σ. I-1979, σκ. 21, υπόθ. C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας (CNSD) Συλλ. 1998 σ. I-3851, σκ. 36, υπόθ. C-244/94 Fédération Française des Sociétés d’Assurance κ.ά. κατά Ministère de l'Agriculture et de la Pêche Συλλ. 1995 σ. I-4013, σκ. 14, απόφαση ΕΑ 292/IV/2005 υπό 2.1.».
[35] Υπόθεση T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, [2000] Συλλ., σελ. II-03929, σκέψεις 110, 112.
[36] Υπόθεση C-49/07, Μοτοσυκλετιστική Ομοσπονδία Ελλάδος ΝΠΙΔ (ΜΟΤΟΕ) κατά Ελληνικού Δημοσίου, [2008] Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-04863, παράγραφος 25.
[37] Υπόθεση 85/76, Hoffmann- La Roche & Co. AG v. Commission, [1979] ECR 461.
[38] Υπόθεση T-24/93, T25/93, T/26/93 και T/28/93, Campagie Martime Belge Transports and other v Commission, [1996] ECR 1996 II-01201.
[39] Supra υποσημείωση 36, Υπόθεση 85/76.
[40] Υπόθεση C-62/86, Akzo Chemie κατά Επιτροπής, [1991] Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03359, παράγραφοι 60-61.
[41] Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την ανάλυση αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ΕΕ 2002 C 165/3, παράγραφος 75.
[42] {…}
[43] Βλ. επίσης δημοσίευμα: https://inbusinessnews.reporter.com.cy/article/2020/3/19/388073/oi-neoi-paiktes-pou-mpekan-sto-delivery/ http://www.cityoflarnaka.com/to-delivery-allaxe-gia-panta/#0 https://www.offsite.com.cy/eidiseis/topika/stelios-kythreotis-o-epaggelmatismos-kanei-deliverymancomcy-na-xehorizei https://www.offsite.com.cy/perissotera/advertorials/deliveryman-i-megalyteri-platforma-online-food-delivery-stin-kypro-tora
[44] Βλ. επίσης σχετικά δημοσιεύματα: {…}
[45] European Competition Law: A practitioner’s Guide, 3rd Edition, Lennart Ritter - W. David Braun, 2005, page 395.
[46] Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης της ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (2009/C 45/02), παράγραφος 11.
[47] Αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων της εταιρείας «VIDEO SEVEN A.Ε» κατά των εταιρειών «Δ. ΡΑΠΤΗΣ Α.Ε» και «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΗΧΟΥ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΣ», απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού ημερομηνίας 26ης Σεπτεμβρίου 2002, υπ’ αριθμό 226/ΙΙΙ/2002.