
|
|
|
|||
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ |
|
Απόφαση ΕΠΑ: 7/2025
Αρ. Φακέλου: 11.17.019.08 / 08.13.006.007.001
ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2022
Καταγγελία της εταιρείας Α και Α Σφαγεία Λτδ εναντίον της εταιρείας
Cypra LTD
Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού:
κα Εύα Παντζαρή Πρόεδρος
κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας Μέλος
κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλας Μέλος
Ημερομηνία απόφασης: 13 Φεβρουαρίου 2025
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης αποτελεί η καταγγελία της εταιρείας Α και Α Σφαγεία Λτδ (εφεξής η «καταγγέλλουσα» ή, η «Α&Α Σφαγεία») εναντίον της εταιρείας Cypra Ltd (εφεξής η «καταγγελλόμενη» ή, η «Cypra»), ημερομηνίας 13/8/2019, με την οποία η Α&Α Σφαγεία καταγγέλλει τη Cypra για τη συμπεριφορά και τις ενέργειες της και κατά κύριο λόγο για τη διακοπή της συνεργασίας που οι δύο εταιρείες διατηρούσαν στον τομέα της διαχείρισης ζωικών αποβλήτων.
2. Σημειώνεται πως η διαδικασία αξιολόγησης της υπόθεσης λαμβάνει χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο ισχύει ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2022, Αρ. 13(Ι)/2022[1] με τον οποίο καταργήθηκαν οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 2008 και 2014 (εφεξής, ο «Νόμος ως ίσχυε τότε»).
3. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις και τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 72(3) του Νόμου Αρ. 13(Ι)/2022, ως έχει τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος»), η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον της Επιτροπής κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω Νόμου διενεργείται με βάση τις διατάξεις αυτού.
4. Τούτων λεχθέντων, η Επιτροπή, δεδομένου ότι η παράθεση των σχετικών με την υπόθεση δεδομένων καθίσταται αναγκαία και επιτακτική, παρέθεσε ακολούθως συνοπτικά τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση καταγγελία:
1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
5. Ως έχει αναφερθεί, η καταγγελία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 13/8/2019 από την εταιρεία Α&Α Σφαγεία εναντίον της εταιρείας Cypra.
6. Όπως ειδικότερα υποβάλλεται από την καταγγέλλουσα, η ίδια, η οποία ανταγωνίζεται την καταγγελλόμενη στον τομέα της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων, είναι πλήρως εξαρτημένη από την καταγγελλόμενη όσον αφορά τη διαχείριση των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της, εφόσον η Cypra αποτελεί καθετοποιημένη επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην εν λόγω αγορά.
7. Η Επιτροπή, υπό την προηγούμενή της σύνθεση, κατά τη συνεδρία της στις 19/9/2019, αφού εξέτασε την καταγγελία, αποφάσισε ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες ήταν ικανοποιητικές για την εξέταση αυτής και, ενεργώντας στη βάση των διατάξεων του άρθρου 35 του Νόμου ως ίσχυε τότε[2] ομόφωνα αποφάσισε να δώσει οδηγίες στην Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις του άρθρου 6 του Νόμου ως ίσχυε τότε (άρθρο 6 του Νόμου), και κατάθεση σχετικού σημειώματος.
8. Στα πλαίσια διενέργειας της προκαταρκτικής έρευνας της Υπηρεσίας αποστάλθηκαν ερωτηματολόγια τόσο προς τα εμπλεκόμενα μέρη όσο και προς τρίτες μη εμπλεκόμενες στην παρούσα υπόθεση επιχειρήσεις καθώς και προς τις αρμόδιες για το θέμα που εξετάζεται υπηρεσίες του κράτους. Κατά την ολοκλήρωση της δέουσας προκαταρκτικής έρευνάς της, η Υπηρεσία, ενεργώντας στη βάση του άρθρου 23(δ) του Νόμου, υπέβαλε στην Επιτροπή Έκθεση Ευρημάτων ως προς τα αποτελέσματα αυτής.
9. Η Επιτροπή, υπό την προηγούμενή της σύνθεση, σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 9/6/2022, αφού μελέτησε τα στοιχεία της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας που βρίσκονται καταχωρισμένα στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και την Έκθεση Ευρημάτων της Υπηρεσίας ημερομηνίας 1/6/2022 είχε καταλήξει στα ακόλουθα προκαταρτικά συμπεράσματα:
• Δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης από μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας Cypra στη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους και ως εκ τούτου δεν υφίστατο το νομικό υπόβαθρο προς εξέταση ενδεχόμενων παραβάσεων του άρθρου 6(1) του Νόμου από μέρους της στην εν λόγω αγορά.
• Δεν στοιχειοθετήθηκε παράβαση του άρθρου 6(2) του Νόμου από μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας Cypra καθότι δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων για υπαγωγή στην απαγόρευση των υπό αναφορά διατάξεων. Ειδικότερα:
i. δεν στοιχειοθετήθηκε η ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης της καταγγέλλουσας από την καταγγελλόμενη,
ii. κατά τον ουσιώδη χρόνο η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις για την επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της, και
iii. η διακοπή των εμπορικών σχέσεων των δύο μερών από μέρους της καταγγελλόμενης δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αιφνίδια αλλά ούτε και αδικαιολόγητη.
10. Υπό το φως όλων των αναλυθέντων στοιχείων και μέσα από την αξιολόγηση και συνεκτίμηση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της προκείμενης υπόθεσης, η Επιτροπή, έχοντας καταλήξει στην πιο πάνω προκαταρκτική διαπίστωση, ομόφωνα αποφάσισε όπως καλέσει την εταιρεία Α&Α Σφαγεία να θέσει εγγράφως τις απόψεις και θέσεις της, εάν το επιθυμούσε, επί των εν λόγω προκαταρκτικών συμπερασμάτων, εντός καθορισμένης προθεσμίας.
11. Η Επιτροπή, κατά την υπό αναφορά συνεδρία της, αφού σημείωσε στη συνέχεια τις διατάξεις των άρθρων 23(στ) και 41 του Νόμου που προβλέπουν για την ετοιμασία από μέρους της Υπηρεσίας εισηγητικής έκθεσης αναφορικά με επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως και/ή την ανάγκη αποκάλυψης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η υπόθεση καθώς και το ότι όλα τα έγγραφα αφορούν έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία της προκαταρκτικής έρευνας, ομόφωνα αποφάσισε όπως δώσει οδηγίες στην Υπηρεσία για την ετοιμασία σχετικής εισηγητικής έκθεσης, την οποία θα μελετήσει προκειμένου να αποφανθεί επί των εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών ή/και επιχειρηματικών απορρήτων και να προχωρήσει με την κοινοποίηση της προκαταρκτικής απόφασής της, τηρουμένων των προνοιών των άρθρων 40 και 41 του Νόμου.
12. Η Επιτροπή, κατά την εν λόγω συνεδρία της, αναφέρθηκε επίσης στην επιστολή της καταγγέλλουσας ημερομηνίας 6/5/2022, δίδοντας οδηγίες στην Υπηρεσία όπως ενημερώσει την εταιρεία ότι η υπόθεση βρισκόταν ενώπιον της Επιτροπής και πως θα ενημερωνόταν σχετικά εν ευθέτω χρόνο.
13. Η Επιτροπή, υπό τη νέα σύνθεσή της[3], σύμφωνα με το διορισμό της από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως οι αποφάσεις του ημερομηνίας 15/6/2023, συνήλθε στις 11/7/2023 όπου το μέλος της Επιτροπής κα. Ιωάννα Σαπίδου δήλωσε ότι θα εξαιρεθεί από την εξέταση του προκείμενου θέματος λόγω κωλύματος. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι κατά την υπό αναφορά συνεδρία απουσίαζε λόγω άδειας ασθενείας το μέλος της Επιτροπής κα. Μαντώ Παπαγεωργίου-Μάτση. Η Επιτροπή (ήτοι, η Πρόεδρος κα Έυα Παντζαρή, και τα Μέλη κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας, κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλας), δεδομένου ότι τα τρία αυτά μέλη της Επιτροπής αποτελούν απαρτία, κατά την υπό αναφορά συνεδρία της σημείωσε την ύπαρξη αντικρουόμενων αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ.65/2015, ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ και ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ημερομηνίας 24/9/2021 και στην Υπόθεση αρ.1848/2018, ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ και ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ημερομηνίας 15/5/2023 και επεσήμανε την καταχώριση της αναθεωρητικής έφεσης ΕΔΔ 66/2023 καθώς επίσης και ότι είχε ζητηθεί νομική καθοδήγηση από τη Νομική Υπηρεσία προτού αποφασίσει για το χειρισμό της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά.
14. Σημειώνεται πως κατά τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 20/11/2023, στην παρουσία της Προέδρου κα Έυας Παντζαρή και των Μελών κ. Άριστου Αριστείδου Παλούζα, κ. Νεόφυτου Μαυρονικόλα και κας Μαντώς Παπαγεωργίου-Μάτση, είχε γίνει αναφορά στις επισημάνσεις της Επιτροπής κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 11/7/2023 στην απουσία του Μέλους κας Μαντώς Παπαγεωργίου-Μάτση. Κατά την εν λόγω συνεδρία, αφού σημειώθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 22 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων του 1999 έως 2020, η κα Μαντώ Παπαγεωργίου-Μάτση δήλωσε ότι είναι πλήρως ενημερωμένη σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 11/7/2023 την οποία και υιοθετεί.
15. Κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 24/9/2024, η Επιτροπή συνήλθε για να εξετάσει το χειρισμό της υπόθεσης και σημείωσε ότι στις 8/12/2023 το Εφετείο (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) με την απόφαση αρ. 66/2023 αποφάσισε πως η Έφεση της Επιτροπής σε σχέση με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1848/18 ημερομηνίας 15/5/2023 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου παραμερίζεται. Ειδικότερα, κρίθηκε πως: «ο διορισμός της κας Χριστοδούλου ως Προέδρου της Επιτροπής από τις 24/04/2018 έως τις 23/04/2023 κινείται στα πλαίσια των προβλεπόμενων στο Άρθρο 9(5)(α) του Νόμου» και η συγκρότηση της Επιτροπής ήταν νόμιμη. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι στις 23/5/2024 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(2)(γ) του νόμου 33/64) με ομόφωνη απόφασή του στην Αίτηση αρ. 1/2024, έκρινε ορθή την ερμηνεία του Εφετείου σχετικά με το Άρθρο 9(4) και (5) του Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου 13(Ι)/08.
16. Επιπροσθέτως των ανωτέρω, κατά την εν λόγω συνεδρία της η Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής, κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλας και κα Μαντώ Παπαγεωργίου-Μάτση, αφού δήλωσαν ότι είχαν μελετήσει και ήταν πλήρως ενημερωμένοι σχετικά με τις αποφάσεις της Επιτροπής ημερομηνίας 19/9/2019 και 9/6/2022 που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης, και ότι είχαν λάβει πλήρη γνώση όλων των σχετικών με αυτές στοιχείων, ιδίως τα πρακτικά των σχετικών με αυτές στοιχείων, δήλωσαν πως συμφωνούν με τις αποφάσεις της καθ’ όλα νόμιμα συγκροτημένης Επιτροπής και υιοθέτησαν αυτές σημειώνοντας ότι και οι ίδιοι θα προέβαιναν στις ίδιες ενέργειες κατά τον χρόνο λήψης των εν λόγω αποφάσεων. Η Επιτροπή κατά την ίδια συνεδρία λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η υπόθεση και ότι όλα τα έγγραφα αφορούσαν έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά την προκαταρκτική έρευνα, επανέλαβε τις οδηγίες προς την Υπηρεσία για την ετοιμασία και υποβολή εισηγητικής έκθεσης στη βάση των άρθρων 23(στ) και 41 του Νόμου.
17. Κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 9/12/2024 η Επιτροπή – στην απουσία του Μέλους της κας Μαντώς Παπαγεωργίου-Μάτση – σε συνέχεια της συνεδρίας της ημερομηνίας 24/9/2024, ενεργώντας στη βάση του άρθρου 41(7) του Νόμου συζήτησε το ζήτημα των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Κατά την εν λόγω συνεδρία της η Επιτροπή εξέτασε την Εισηγητική Έκθεση της Υπηρεσίας ημερομηνίας 29/11/2024 σε συνάρτηση με τα υποβληθέντα αιτήματα που διατυπώνονται στις επιστολές της καταγγελλόμενης καθώς και των τρίτων οι οποίοι είχαν υποβάλει στοιχεία κατά την προκαταρκτική έρευνα. Σημειώνεται ότι κατά την προκαταρκτική έρευνα είχαν σταλεί ερωτηματολόγια και λήφθηκαν πληροφορίες και στοιχεία, αφενός, από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος – ήτοι τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες και το Τμήμα Περιβάλλοντος – και αφετέρου από τρίτες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους οικείους τομείς της αγοράς. Η Επιτροπή, κατά την υπό αναφορά συνεδρία της, ομόφωνα αποφάσισε ως προς το χειρισμό των επιχειρηματικών απορρήτων και εμπιστευτικής φύσης πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην προκαταρκτική απόφασή της ή/και περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
18. Σε αυτή τη βάση, η προκαταρκτική απόφαση της Επιτροπής κοινοποιήθηκε στην Α&Α Σφαγεία μέσω επιστολής ημερομηνίας 20/12/2024 η οποία αποστάληκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αυθημερόν ενώ επιδόθηκε και δια χειρός στις 23/12/2024. Στην καταγγέλλουσα δόθηκε προθεσμία είκοσι μίας ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής επιστολής προκειμένου να θέσει εγγράφως τις θέσεις της, εάν το επιθυμούσε, επί των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της Επιτροπής περί της μη στοιχειοθέτησης παράβασης.
19. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εν λόγω προθεσμία έληξε χωρίς η καταγγέλλουσα να αποστείλει οτιδήποτε σε απάντηση των προκαταρκτικών της συμπερασμάτων.
20. Η Επιτροπή κατά τη σημερινή της συνεδρία, σε κατ’ ιδίαν συζήτηση της υπόθεσης, έχοντας μελετήσει ενδελεχώς το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και αφού ενημερώθηκε πλήρως από τα στοιχεία και δεδομένα τα οποία εμπεριέχονται σε αυτόν κατά τον ουσιώδη χρόνο ομόφωνα έλαβε την απόφασή της ως ακολούθως:
2. ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
2.1 Καταγγέλλουσα (Α&Α Σφαγεία Λτδ)
21. Η καταγγέλλουσα αποτελεί εταιρεία εγγεγραμμένη[4] σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της σφαγής χοίρων, αμνοεριφίων και στρουθοκαμήλων, με ημερήσια δυναμικότητα σφαγής 960, 400 και 50 ζώων αντίστοιχα[5], διατηρώντας αδειούχο σφαγείο στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας, στη Λευκωσία.
2.2 Καταγγελλόμενη (CYPRA LIMITED)
22. Η καταγγελλόμενη εταιρεία ιδρύθηκε το έτος 1996. Σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας εγκατάστασης που εκδόθηκε από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ημερομηνίας 17/8/2006, η εταιρεία δραστηριοποιείται στις υπηρεσίες σφαγής αμνοεριφίων (αιγοπροβάτων), χοίρων και βοοειδών[6]. Το σφαγείο της Cypra βρίσκεται στην περιοχή Άγιοι Ηλιόφωτοι, στην Κάτω Μονή της επαρχίας Λευκωσίας.
23. Η καταγγελλόμενη δραστηριοποιείται παράλληλα στην επεξεργασία ζωικών αποβλήτων και στην παραγωγή ενέργειας. Συγκεκριμένα, η Cypra διαθέτει σταθμό επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων από την οποία παράγει βιοαέριο (biogas). Ο σταθμός παραγωγής ενέργειας της Cypra άρχισε τη λειτουργία του το έτος 2007[7].
25. Σύμφωνα με την καταγγελία της 13/8/2019, η συνεργασία των δύο μερών βασίσθηκε σε προφορική μεταξύ τους συνεννόηση και ακολούθως σφραγίσθηκε με γραπτή συμφωνία, στην οποία περιλήφθηκε και η επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων της Α&Α Σφαγεία. Όπως ειδικότερα προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, για το χρονικό διάστημα μεταξύ 6/2016 και 4/2019 η εν λόγω συνεργασία λειτούργησε σε προφορική βάση ενώ στη συνέχεια τέθηκε σε εφαρμογή γραπτή συμφωνία με ημερομηνία 15/4/2019 (εφεξής η «Συμφωνία»)[8].
26. Εξετάζοντας τους όρους της Συμφωνίας σε συνάρτηση με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν σχετικά από τα δύο μέρη καθώς και από τις αρμόδιες αρχές του κράτους διαπιστώνεται ότι η συνεργασία των εμπλεκομένων μερών αφορούσε στην παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών από τη Cypra προς την Α&Α Σφαγεία:
(i) επεξεργασία στερεών ζωικών αποβλήτων – σκληρά στερεά απόβλητα, μαλακά στερεά απόβλητα και αίμα – στον αναερόβιο βιολογικό σταθμό της Cypra (όροι Β1.1.1., Β1.1.2. και Β1.1.3. της Συμφωνίας)
(ii) επεξεργασία υγρών / υδάτινων λυμάτων – λάσπη Ζαχαρίου και λάσπη αερόβιου – στον αναερόβιο βιολογικό σταθμό της Cypra (όροι Β2.1.1. και Β2.1.2. της Συμφωνίας)
(iii) επεξεργασία υγρών / υδάτινων λυμάτων – πλυσίματα σφαγείου – στον αερόβιο βιολογικό σταθμό της Cypra (όρος Β2.1.3. της Συμφωνίας)
27. Ο τερματισμός της συνεργασίας των δύο εταιρειών, ο οποίος επήλθε μέσω διαδοχικών επιστολών της καταγγελλόμενης προς την καταγγέλλουσα με ημερομηνίες 17/7/2019 και 21/07/2019[9] οδήγησε στην προκείμενη καταγγελία από μέρους της Α&Α Σφαγεία. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η ίδια στην καταγγελία της, «[…] η καταγγελλόμενη εταιρεία παραβιάζει τον περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο με τέτοιο τρόπο που θα οδηγήσει αργά και σταθερά στον οικονομικό στραγγαλισμό της καταγγέλλουσας […]».
28. Όσον αφορά στους λόγους που την οδήγησαν στον τερματισμό της συνεργασίας, η καταγγελλόμενη υποστήριξε ότι η Α&Α Σφαγεία παρέβη ουσιώδεις όρους της Συμφωνίας της 15/4/2019, όπως, το ότι δεν της απέστελλε όλα τα απόβλητα, περιλαμβανομένων των υδάτινων αποβλήτων της, που περιγράφονται σε αυτή[10].
29. Από την πλευρά της η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι κανένας από τους λόγους που επικαλείται η καταγγελλόμενη για τον τερματισμό δεν συντρέχει και πως, εξαιτίας αυτού, αναγκάστηκε να καταφύγει σε τρίτες εταιρείες για τη διαχείριση των ζωικών της αποβλήτων, κάτι το οποίο την επιβάρυνε με πρόσθετο κόστος. Όπως διατείνεται, η ίδια ήταν πλήρως εξαρτημένη από την καταγγελλόμενη όσον αφορά στην επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της, και υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Ø Την επιβολή αυξήσεων στα τέλη επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων από τη Cypra, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ των δύο εταιρειών. Όπως υποστηρίζει, μέσω των αυξήσεων στα τέλη επεξεργασίας η Cypra την έθεσε σε δυσμενή θέση έναντι αυτής, εξαιτίας του αυξημένου κόστους.
Ø Την καταχρηστική και αναιτιολόγητη διακοπή της συνεργασίας σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών επεξεργασίας των ζωικών αποβλήτων της Α&Α Σφαγεία από μέρους της Cypra. Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, η συμπεριφορά της καταγγελλόμενης και κατά κύριο λόγο η διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας με άμεση διακοπή της παραλαβής των ζωικών της αποβλήτων συνιστούσε προσπάθεια δημιουργίας αδιεξόδου, εφόσον, τυχόν αδυναμία διαχείρισης των εν λόγω υλικών έστω και για μια ημέρα οδηγεί αναπόφευκτα σε κλείσιμο του σφαγείου αυθημερόν, προς ζημιά των καταναλωτών.
Ø Την απουσία ισοδύναμων εναλλακτικών λύσεων, εφόσον, όπως υποστήριξε, δεν υπήρχε για αυτήν παρά μόνο μία εναλλακτική λύση, η οποία όμως ήταν δύσκολα εφικτή λόγω απόστασης και τιμών. Το αισθητά αυξημένο κόστος με το οποίο επιβαρύνθηκε εξαιτίας της μεταστροφής της σε τρίτους για παροχή των υπό αναφορά υπηρεσιών της δημιούργησε σοβαρό, όπως διατείνεται, ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι της καταγγελλόμενης στην αγορά της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων όπου οι δύο εταιρείες είναι ανταγωνίστριες[11].
30. Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, ημερομηνίας 19/9/2019, η καταγγελλόμενη συμπεριφορά, όπως περιγράφεται στην καταγγελία, εξετάζεται υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Νόμου ως ίσχυε τότε (νυν άρθρο 6 του Νόμου) προκειμένου να διερευνηθούν πιθανολογούμενες παραβάσεις των οικείων διατάξεων. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην καταγγελία της Α&Α Σφαγεία θα εξετασθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 6(1) του Νόμου, σε περίπτωση που διαπιστωθεί δεσπόζουσα θέση της Cypra στην οικεία αγορά, ενώ σε περίπτωση που δεν διαπιστωθεί τέτοια θέση η απόφαση επικεντρώνεται σε εξέταση των υπό αναφορά ισχυρισμών της καταγγέλλουσας υπό το πρίσμα του άρθρου 6(2) αυτού.
31. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η χρήση του όρου «ζωικά απόβλητα» εν προκειμένω θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως περιλαμβάνουσα το σύνολο των αποβλήτων ενός σφαγείου, ήτοι, τόσο των ζωικών υποπροϊόντων[12] (εφεξής και «ΖΥΠ») όσο και των υδάτινων (υγρών) αποβλήτων αυτού. Η διευκρίνηση αυτή θεωρείται σημαντική καθότι, όπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα της υπόθεσης, ανάλογα με την πηγή πληροφόρησης, οι αναφορές, παρά το ότι αδιαμφισβήτητα σχετίζονται με τα ζωικά υποπροϊόντα, εντούτοις διαφοροποιούνται εφόσον ορισμένες γίνονται σε «ζωικά απόβλητα» και άλλες σε «ζωικά υποπροϊόντα». Οι αναφορές στα υδάτινα απόβλητα, όπου γίνονται, συνοδεύονται με περαιτέρω διαχωρισμό εκεί και όπου απαιτείται. Η Επιτροπή, στις δικές της αναφορές, υιοθετεί τον όρο ζωικά απόβλητα, όπως αυτός χρησιμοποιείται από την καταγγέλλουσα, τα οποία δημιουργούνται κατά την διεξαγωγή δραστηριοτήτων σφαγής, ενώ όπου οι αναφορές σχετίζονται μόνο με τα υδάτινα απόβλητα ενός σφαγείου αυτό γίνεται ξεκάθαρο στο σχετικό κείμενο.
4. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
4.1 Ορθολογική Διαχείριση Ζωικών Υποπροϊόντων
33. Σημειώνεται καταρχάς ότι η διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων είναι υποχρεωτική από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προς το σκοπό αυτό έχουν εκδοθεί σχετικοί κανονισμοί οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί και στο κυπριακό δίκαιο.
34. Το οικείο νομοθετικό πλαίσιο συνίσταται ειδικότερα από τα εξής:
(α) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1069/2009[13]
35. Ο Κανονισμός (EK) αριθ. 1069/2009 (εφεξής ο «Κανονισμός»), καθορίζει τους υγειονομικούς κανόνες σχετικά με τη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων.
36. Ως ζωικά υποπροϊόντα ορίζονται: «οτιδήποτε προέρχεται από ζώα αλλά δεν προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Περιλαμβάνουν απόβλητα, αλλά και χρήσιμα υλικά, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ζωοτροφές, λίπασμα κλπ.»[14].
37. Οι κανόνες που έχουν θεσπιστεί και ενσωματώνονται στον Κανονισμό επιδιώκουν να αποτρέψουν και να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων σε σχέση με τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τους, και ιδίως να προστατεύσει την ασφάλεια της τροφικής αλυσίδας των ανθρώπων και των ζώων[15].
38. Στην αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού αναφέρεται ότι τα ΖΥΠ προέρχονται κυρίως από τη σφαγή ζώων για κατανάλωση από τον άνθρωπο, την παραγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης (πχ. γαλακτοκομικά), και τη διαδικασία απόρριψης των νεκρών ζώων στα πλαίσια μέτρων ελέγχου ασθενειών. Όπως επιπρόσθετα αναφέρεται, τα προϊόντα αυτά αποτελούν δυνητική απειλή για την υγεία του ανθρώπου, των ζώων και για το περιβάλλον, και για το λόγο αυτό θα πρέπει είτε να κατευθύνονται προς ασφαλείς τρόπους απόρριψης είτε να χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς.
39. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 αυτού, ο Κανονισμός εφαρμόζεται στα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα, τα οποία, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, απαγορεύεται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο, καθώς και σε προϊόντα τα οποία με αμετάκλητη απόφαση του υπευθύνου της επιχείρησης προορίζονται για άλλους σκοπούς εκτός της κατανάλωσης από τον άνθρωπο.
40. Ειδικότερα, ο Κανονισμός εφαρμόζεται στα εξής[16]:
i. στα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα τα οποία, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, απαγορεύεται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο·
ii. στα προϊόντα ζωικής προελεύσεως τα οποία μπορούν να καταναλωθούν από τον άνθρωπο αλλά χρησιμοποιούνται, αντ’ αυτού, για άλλους σκοπούς·
iii. στις πρώτες ύλες για την παρασκευή προϊόντων ζωικής προέλευσης που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
41. Στο άρθρο 3 του Κανονισμού τα «ζωικά υποπροϊόντα» ορίζονται ειδικότερα ως ολόκληρα πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων, προϊόντα ζωικής προέλευσης ή άλλα προϊόντα που λαμβάνονται από ζώα και δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, μεταξύ των οποίων τα ωοκύτταρα και τα έμβρυα. Ως «παράγωγα προϊόντα» ορίζονται προϊόντα που παράγονται από μία ή περισσότερες επεξεργασίες, μετασχηματισμούς ή στάδια μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων.
42. Στο άρθρο 3 αναφέρεται επίσης ότι ο όρος «απόβλητα» έχει την έννοια που δίδεται σε αυτόν από το άρθρο 3(1) της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία «απόβλητα» αποτελεί «κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».
43. Σύμφωνα επομένως με όσα έχουν ήδη αναφερθεί επί του θέματος του ορισμού, προκύπτει ότι τα ζωικά υποπροϊόντα αποτελούν απόβλητα εφόσον συνιστούν υλικά τα οποία, για οποιοδήποτε λόγο, απορρίπτονται.
Κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων (ΖΥΠ)
44. Τα ζωικά υποπροϊόντα κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες[17], ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, στη βάση των οποίων στηρίζεται ο ενδεδειγμένος τρόπος απόρριψης ή ανάκτησης τους[18] και ειδικότερα:
§ Στην Κατηγορία 1, που είναι υψηλού κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων, όπου περιλαμβάνονται τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα∙
§ Στην Κατηγορία 2, που είναι χαμηλότερου κινδύνου από την προηγούμενη κατηγορία και στην οποία εμπίπτουν τα ζώα τα οποία δεν περιέχουν υλικό ειδικού κινδύνου (SRM) και που δεν σφάγηκαν για ανθρώπινη κατανάλωση, π.χ. οι νεκροί χοίροι∙ και
§ Στην Kατηγορία 3, όπου εμπίπτουν τα ζωικά υποπροϊόντα τα οποία είναι κατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο αλλά για διάφορους λόγους δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση.
45. Στα άρθρα 8 έως 10 του Κανονισμού παρέχεται αναλυτική καταγραφή των υλικών που περιλαμβάνονται σε έκαστη κατηγορία ΖΥΠ[19].
46. Στη Μελέτη των Κτηνιατρικών υπηρεσιών «Αξιολόγηση αντίκτυπου για το σχέδιο συλλογής επεξεργασίας και διάθεσης ζωικών αποβλήτων»[20], καταγράφονται συνοπτικά τα εξής όσον αφορά στα υλικά που περιλαμβάνονται σε έκαστη κατηγορία και στον τρόπο διαχείρισης τους:
«Τα υλικά κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν πτώματα μηρυκαστικών (αγελάδες, αιγοπρόβατα) ή μέρη πτωμάτων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν μολυνθεί από μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες (πχ. νόσος των τρελών αγελάδων) ή άλλη σοβαρή νόσο, Ζ.Υ. που περιέχουν κατάλοιπα μη επιτρεπόμενων ουσιών, κ.α.
Τα υλικά κατηγορίας 2 περιλαμβάνουν πτώματα χοίρων, πτηνών, κουνελιών κλπ, Ζ.Υ. που έχουν κριθεί ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο λόγω παρουσίας ξένων σωμάτων σε αυτά ή περιέχουν κατάλοιπα επιτρεπόμενων ουσιών ή μολυσματικών ουσιών που υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια βάσει σχετικής νομοθεσίας, η κόπρος κ.α.
Τα υλικά κατηγορίας 3 περιλαμβάνουν προϊόντα ζωικής προέλευσης τα οποία είναι κατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο, αλλά αποσύρονται είτε για εμπορικούς λόγους, είτε λόγω προβλημάτων στην παρασκευή ή ελαττωμάτων στη συσκευασία, υλικά από σφαγεία όπως αίμα, μαλλί, φτερά, τρίχες, κέρατα, δέρματα από ζώα τα οποία δεν παρουσίασαν κανένα σημείο ασθένειας. […]».
Απόρριψη και Χρήση ΖΥΠ
47. Στο Τμήμα 2 (Απόρριψη και χρήση), Κεφάλαιο ΙΙ (Απόρριψη και χρήση ζωικών υποπροϊόντων και παράγωγων προϊόντων) του Κανονισμού, καθορίζονται μεταξύ άλλων οι κανόνες απόρριψης και χρήσης των ΖΥΠ ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εμπίπτουν.
48. Τα υλικά της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 12, μεταξύ άλλων απορρίπτονται ως απόβλητα μέσω αποτέφρωσης, ή ανακτώνται ή απορρίπτονται μέσω συναποτέφρωσης, εάν είναι απόβλητα.
49. Για τα υλικά που εμπίπτουν στις κατηγορίες 2 και 3, στα άρθρα 13 και 14 του Κανονισμού προβλέπονται διατάξεις που αφορούν στην απόρριψη και χρήση των υλικών. Σημειώνεται ότι, στο Τμήμα 3 προβλέπονται παρεκκλίσεις από τους κανονισμούς που καθορίζονται στα υπό αναφορά άρθρα 12, 13 και 14.
50. Στην προαναφερόμενη Μελέτη των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών σημειώνονται σχετικά τα ακόλουθα όσον αφορά στην απόρριψη και χρήση ΖΥΠ:
«Όλα τα ζωικά υποπροϊόντα πρέπει να τυγχάνουν διαχείρισης, να χρησιμοποιούνται, μεταφέρονται ή απορρίπτονται με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 και του εφαρμοστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ.142/2011. Συγκεκριμένα:
Τα υλικά κατηγορίας 1 (νεκρές αγελάδες, αιγοπρόβατα) μπορούν να απορρίπτονται ως απόβλητα μέσω αποτέφρωσης ή μέσω συναποτέφρωσης απευθείας ή αφού πρώτα μεταποιηθούν σε κρεατάλευρα, ή ως καύσιμο για καύση κατόπιν έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Τα υλικά κατηγορίας 2, μπορούν να απορρίπτονται όπως τα υλικά κατηγορίας 1 (βλπ πιο πάνω) και επιπλέον να μεταποιούνται σε κρεατάλευρα και εν συνεχεία να απορρίπτονται σε εγκεκριμένο χώρο υγειονομικής ταφής, ή να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή οργανικών λιπασμάτων, ή να μετασχηματίζονται σε βιοαέριο που στη συνέχεια χρησιμοποιείται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ταφή ή η επί τόπου καύση όλων των ειδών ζωικών υποπροϊόντων απαγορεύεται από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς.»
51. Όσον αφορά στις υποχρεώσεις που συνδέονται με τη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού[21], μόλις οι υπεύθυνοι επιχείρησης παράγουν ζωικά υποπροϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, τα εντοπίζουν και εξασφαλίζουν ότι αυτά αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τους θεσπισμένους κανόνες.
52. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «ΕΕ») είναι, βάσει του εν λόγω άρθρου 4 του Κανονισμού, υποχρεωμένα να διενεργούν επίσημους ελέγχους για να διασφαλίζουν ότι τα ζωικά υποπροϊόντα συλλέγονται, ταυτοποιούνται και μεταφέρονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ότι τυγχάνουν επεξεργασίας, χρήσης ή απόρριψης σύμφωνα με τους κανόνες.
53. Οι υποχρεώσεις των υπευθύνων επιχειρήσεων καθορίζονται στον Τίτλο II, Κεφάλαιο Ι (Γενικές υποχρεώσεις) Τμήμα 1 (Συλλογή, μεταφορά και ιχνηλασιμότητα) του Κανονισμού.
54. Σύμφωνα με το άρθρο 21 («Συλλογή, ταυτοποίηση σε σχέση με την κατηγορία και τη μεταφορά») του Κανονισμού, οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων είναι υποχρεωμένοι να «συλλέγουν, ταυτοποιούν και μεταφέρουν τα ζωικά υποπροϊόντα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν τυχόν κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιαστούν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων».
55. Στην προαναφερόμενη Μελέτη των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών αναφέρονται σχετικά τα εξής: «1.2. Νομική υποχρέωση: Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δημιουργία στην επικράτειά τους καταλλήλου συστήματος με το οποίο διασφαλίζεται ότι τα ζωικά υποπροϊόντα συλλέγονται, ταυτοποιούνται και μεταφέρονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και υφίστανται επεξεργασία, χρησιμοποιούνται ή απορρίπτονται όπως προβλέπεται σε αυτόν. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη υπόκεινται σε σημαντικές οικονομικές κυρώσεις.» [22].
56. Στο άρθρο 27 καθορίζονται μέτρα για την εφαρμογή του Τμήματος 1 (Συλλογή, μεταφορά και ιχνηλασιμότητα), σχετικά με τα εξής:
«α) τις απαιτήσεις υποδομής και εξοπλισμού που ισχύουν εντός εγκαταστάσεων ή μονάδων∙
β) τις απαιτήσεις υγιεινής που ισχύουν για παντός είδους χειρισμό ζωικών υποπροϊόντων και παραγώγων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που τροποποιούν απαιτήσεις υγιεινής για εγκαταστάσεις ή μονάδες μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1∙
γ) τις προϋποθέσεις και τεχνικές απαιτήσεις για τον χειρισμό, την επεξεργασία, τον μετασχηματισμό, τη μεταποίηση και την αποθήκευση ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων και προϋποθέσεις για την επεξεργασία υδάτινων λυμάτων∙
δ) τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίσει ο υπεύθυνος επιχείρησης προς επικύρωση της επεξεργασίας, του μετασχηματισμού και της μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων ή παραγώγων προϊόντων όσον αφορά το εάν μπορούν να αποτρέπουν κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων∙ […]
ζ) τις τυπικές παραμέτρους μετασχηματισμού για τις μονάδες παραγωγής βιοαερίου και τις μονάδες λιπασματοποίησης∙
η) τις απαιτήσεις που ισχύουν για την αποτέφρωση ή συναποτέφρωση εντός μονάδων υψηλής και χαμηλής δυναμικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ)∙ και
θ) τις απαιτήσεις που ισχύουν για την καύση ζωικών υποπροϊόντων και παραγώγων προϊόντων, όπως ορίζεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο δ). […]»
57. Σημειώνεται ότι ο Κανονισμός εφαρμόζεται από τις 4 Μαρτίου 2011[23].
(β) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 142/2011[24]
58. Ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 142/2011 θεσπίζει μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 και για την εφαρμογή της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία.
59. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 11 του εν λόγω Κανονισμού: «Η απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων μέσω της ροής λυμάτων θα πρέπει να απαγορεύεται, αφού αυτή η ροή δεν υπόκειται σε απαιτήσεις οι οποίες θα εξασφάλιζαν επαρκή έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων. Θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη απαράδεκτων κινδύνων από την ακούσια απόρριψη υγρών ζωικών υποπροϊόντων, όπως από τον καθαρισμό δαπέδων και συσκευών που χρησιμοποιούνται κατά τη μεταποίηση».
60. Στο Άρθρο 1 «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» (Κεφάλαιο I, Γενικές Διατάξεις), ο εν λόγω Κανονισμός θεσπίζει μέτρα εφαρμογής:
«α) για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων όσον αφορά ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009·
β) σχετικά με ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στους συνοριακούς σταθμούς ελέγχου όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) της οδηγίας 97/78/ΕΚ.»
61. Στο άρθρο 2 δίδονται μεταξύ άλλων σχετικοί ορισμοί οι οποίοι παρατίθενται δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται στην προκείμενη υπόθεση[25]:
«συναποτέφρωση»: η ανάκτηση ή απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων, αν είναι απόβλητα, σε μονάδα συναποτέφρωσης·
«καύση»: διεργασία που περιλαμβάνει την οξείδωση καυσίμου με σκοπό να χρησιμοποιηθεί η ενεργειακή αξία των ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων, αν δεν είναι απόβλητα·
«αποτέφρωση»: η απόρριψη ζωικών υποπροϊόντων ή παράγωγων προϊόντων ως αποβλήτων, σε μονάδα αποτέφρωσης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/76/ΕΚ·
«μονάδα παραγωγής βιοαερίου»: μονάδα στην οποία ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα αποτελούν τουλάχιστον μέρος του υλικού που υποβάλλεται σε βιολογική αποδόμηση υπό αναερόβιες συνθήκες·
«μονάδα λιπασματοποίησης»: μονάδα στην οποία ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα αποτελούν τουλάχιστον μέρος του υλικού που υποβάλλεται σε βιολογική αποδόμηση υπό αερόβιες συνθήκες·
«μονάδα συναποτέφρωσης»: οποιαδήποτε σταθερή ή κινητή μονάδα της οποίας κύρια λειτουργία είναι η παραγωγή ενέργειας ή η παραγωγή υλικών προϊόντων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/76/ΕΚ·
«μονάδα αποτέφρωσης»: οποιαδήποτε σταθερή ή κινητή τεχνική μονάδα και εξοπλισμός προορίζονται για τη θερμική επεξεργασία αποβλήτων, όπως καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/76/ΕΚ·
«μονάδα μεταποίησης»: χώρος ή εγκατάσταση για τη μεταποίηση ζωικών υποπροϊόντων όπως αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, όπου ζωικά υποπροϊόντα μεταποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα IV και/ή το παράρτημα X.
(γ) O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ (τροποποιητικός) ΝΟΜΟΣ του 2012 [Αρ. 43(Ι)/2012]
62. Για την εφαρμογή του Kανονισμού (ΕΚ) 1069/2009, στην Κύπρο ισχύει ο περί της Υγείας των Ζώων (τροποποιητικός) νόμος του 2012, αρ. 43(Ι)/2012, ο οποίος ενσωματώνει στο βασικό Νόμο τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τα ζωικά υποπροϊόντα, αντικαθιστώντας τον Κανονισμό 1774/2002 ο οποίος έχει καταργηθεί.
(δ) Ο ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ του 2011 [Αρ. 185(I)/2011]
63. Ως αναφέρεται στο Προοίμιό του, ο εν λόγω Νόμος, μεταξύ άλλων θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών»[26]. Σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, σκοπός του είναι η θέσπιση μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, εμποδίζοντας ή μειώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων και περιορίζοντας το συνολικό αντίκτυπο της χρήσης των πόρων και βελτιώνοντας την αποδοτικότητα της.
64. Παρά ταύτα, στο άρθρο 4 του εν λόγω Νόμου διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διέπονται από άλλη νομοθεσία: (α) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24(α), υγρά απόβλητα· (β) ζωικά υποπροϊόντα, περιλαμβανομένων των μεταποιημένων προϊόντων που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1774/2002[27], εκτός από εκείνα που προορίζονται για αποξήρανση με σκοπό την καύση, αποτέφρωση, υγειονομική ταφή ή χρήση σε εγκαταστάσεις βιοαερίου ή κομποστοποίησης.
65. Στο άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
«συλλογή»: η «συγκέντρωση αποβλήτων, περιλαμβανομένης της προκαταρκτικής διαλογής και της προκαταρκτικής αποθήκευσης αποβλήτων, με σκοπό τη μεταφορά τους σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων».
«διαχείριση αποβλήτων»: η «συλλογή, μεταφορά, ανάκτηση και διάθεση αποβλήτων, περιλαμβανομένης της εποπτείας των εργασιών αυτών, καθώς και της επίβλεψης των χώρων απόρριψης και των ενεργειών, στις οποίες προβαίνουν οι έμποροι ή οι μεσίτες».
«εγκατάσταση»: «το χώρο όπου πρόσωπο διενεργεί τις εργασίες διαχείρισης αποβλήτων»·
«μεταφορά»: «το σύνολο των εργασιών μετακίνησης των αποβλήτων από τα μέσα συλλογής στις εγκαταστάσεις διάθεσης, μεταφόρτωσης, ανάκτησης ή/και διάθεσης·».
4.2 Ορθολογική Διαχείριση Υδάτινων Αποβλήτων
66. Όσον αφορά στη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου, όπως αναφέρεται στην επιστολή του Τμήματος Περιβάλλοντος (εφεξής και «ΤΠ»), ημερομηνίας 11/2/2021[28], η εγκατάσταση βιολογικού σταθμού για τη διαχείριση των υγρών ξεπλυμάτων ενός σφαγείου δεν είναι επιβεβλημένη από το Νόμο, παρόλο που αποτελεί «την πλέον διαδεδομένη και οικονομικά συμφέρουσα επιλογή των ιδιοκτητών σφαγείων». Όπως επίσης διευκρινίζεται, τα υγρά λύματα / ξεπλύματα από τις δραστηριότητες των σφαγείων δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων του Κανονισμού 1069/2009. Η διαχείριση τους αποτελεί ευθύνη του κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης (εφεξής και «ΦΕ») και ρυθμίζεται από τους περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμους του 2002 έως 2013 και τους περί Βιομηχανικών Εκπομπών (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης) Νόμων του 2013 και 2016.
(α) Οι περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμοι του 2002 έως 2013 & (β) Οι περί Βιομηχανικών Εκπομπών (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης) Νόμοι του 2013 και 2016
67. Οι περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμοι του 2002 έως 2013 [Ν. 106(Ι)/2002, ο.τ.] αποτελούν το βασικό νομοθετικό εργαλείο βάσει του οποίου ρυθμίζονται τα θέματα του ελέγχου της ρύπανσης των νερών και του εδάφους.
68. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ΤΠ[29], ο Τομέας του Ελέγχου της Ρύπανσης έχει την ευθύνη «για την προστασία, τον έλεγχο και την πρόληψη της ρύπανσης των νερών και του εδάφους από τη λειτουργία βιομηχανικών και κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων καθώς και από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία μπορεί ή τείνει να ρυπάνει τα νερά και το έδαφος.».
69. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχονται από το Τμήμα Περιβάλλοντος στην εν λόγω ιστοσελίδα, η προστασία των νερών και του εδάφους επιτυγχάνεται μέσω συστήματος αδειοδότησης και επιθεώρησης: «Σύμφωνα με τους πιο πάνω Νόμους, χορηγούνται από τον Υπουργό Γεωργίας, αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, κατόπιν σχετικής εξέτασης, άδειες Απόρριψης Αποβλήτων στις διάφορες εγκαταστάσεις. Στις άδειες καθορίζονται, ανάλογα με τον τύπο και τη δραστηριότητα της κάθε εγκατάστασης όροι για την ορθή διαχείριση των υγρών και στερεών αποβλήτων, καθώς και πιθανής ελεγχόμενης διάθεσης στους στο περιβάλλον. Όλες οι άδειες επιθεωρούνται σύμφωνα με σχετικό σχέδιο Επιθεωρήσεων με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης των όρων. Εκεί που διαπιστώνονται παραβιάσεις, λαμβάνονται τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Τα μέτρα περιλαμβάνουν επιστολές συμμόρφωσης, Ειδοποιήσεις Εξώδικης Ρύθμισης αδικήματος ή Εκθέσεις στο Γενικό εισαγγελέα για λήψη ποινικών μέτρων.».
70. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, στις πρόνοιες των περί Βιομηχανικών Εκπομπών (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και έλεγχος της Ρύπανσης) Νόμων του 2013 και 2016 [Ν. 184(Ι)/2013 και Ν. 131(Ι)/2016] εμπίπτουν ορισμένες κατηγορίες εγκαταστάσεων (ηλεκτροπαραγωγοί σταθμοί, τσιμεντοποιεία, μεγάλες χοιροτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες) που, λόγω των δραστηριοτήτων τους, δυνητικά θεωρούνται ως οι πιο ρυπογόνες. Σκοπός της εν λόγω νομοθεσίας, όπως σημειώνεται από το Τμήμα Περιβάλλοντος, «είναι η ολοκληρωμένη πρόληψη και ο έλεγχος της ρύπανσης με την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, τη μείωση των εκπομπών καθώς και με την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολο του. Κυριότερο εργαλείο αποτελεί η εφαρμογή των Βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (ΒΔΤ).».
71. Έχοντας παραθέσει το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων (ήτοι, ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) που παράγονται κατά την άσκηση δραστηριοτήτων από διάφορες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των σφαγείων, η Επιτροπή προβαίνει ακολούθως σε εξέταση των σχετικών αγορών για την προκείμενη υπόθεση, στη βάση των τομέων της δραστηριότητας καθώς και της συνεργασίας των δύο μερών.
5.1 Σχετική Αγορά Προϊόντος / Υπηρεσιών
72. Προκειμένου να εκτιμηθεί η θέση της καταγγελλόμενης επιχείρησης στην αγορά θα πρέπει πρώτα να καθοριστεί η σχετική αγορά, εφόσον οι δυνατότητες ανταγωνισμού μπορούν να εκτιμηθούν μόνο σε συνάρτηση προς τα χαρακτηριστικά των σχετικών προϊόντων δυνάμει των οποίων τα προϊόντα αυτά είναι ιδιαζόντως ικανά να ικανοποιήσουν πάγιες ανάγκες και μπορούν να εναλλαγούν μόνο σε περιορισμένο βαθμό με άλλα προϊόντα[30].
73. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τον τρόπο οριοθέτησης της σχετικής αγοράς για σκοπούς ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού (εφεξής η «Ανακοίνωση»):
«Η σχετική αγορά προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα που οι πελάτες θεωρούν ότι μπορούν να εναλλάσσονται με ή να υποκαθίστανται από το/τα προϊόν/-ντα της/των εμπλεκόμενης/-ων επιχείρησης/-εων, βάσει των χαρακτηριστικών των προϊόντων, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ανταγωνισμού και της διάρθρωσης της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά» [31].
74. Με τον ορισμό της σχετικής αγοράς προσδιορίζονται τα όρια εντός των οποίων ασκείται ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων και καθορίζεται το πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόζεται η εθνική και ενωσιακή πολιτική ανταγωνισμού. Κύριος επίσης σκοπός του προσδιορισμού της σχετικής αγοράς είναι να διαπιστωθούν οι ανταγωνιστικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζουν οι εκάστοτε εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Προκειμένου δε περί εφαρμογής του άρθρου 6(1) του Νόμου, ο ορισμός της αγοράς αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να εξεταστεί αν υπάρχει δεσπόζουσα θέση σε αυτή την αγορά.
75. Σύμφωνα με την κρατούσα ενωσιακή νομολογία, για την εξέταση ενδεχόμενης δεσπόζουσας θέσης μιας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη αγορά, οι δυνατότητες ανταγωνισμού πρέπει να εκτιμώνται στο πλαίσιο της σχετικής αγοράς. Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής το «ΔΕΕ»), ο προσδιορισμός της σχετικής αγοράς χρησιμεύει για να διαπιστωθεί αν η ενδιαφερόμενη, κατά περίπτωση, επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να παρεμποδίσει τη διατήρηση του πραγματικού ανταγωνισμού και να συμπεριφερθεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της, αλλά και τους καταναλωτές: «Δεν είναι, επομένως, δυνατόν για το σκοπό αυτό να περιοριστεί η εξέταση μόνο στα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των σχετικών προϊόντων, αλλά πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες ανταγωνισμού και η δομή της ζητήσεως και της προσφοράς στην αγορά»[32].
76. Όπως λοιπόν προκύπτει από την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή/και τις υπηρεσίες που είναι δυνατό να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών, και της χρήσης για την οποία προορίζονται[33].
77. Στην υπόθεση Michelin, το ΔΕΕ είχε αποφανθεί ότι το πλαίσιο της αγοράς εντός του οποίου εκτιμώνται οι δυνατότητες ανταγωνισμού περιλαμβάνει «το σύνολο των προϊόντων τα οποία, βάσει των χαρακτηριστικών τους, είναι ιδιαιτέρως ικανά να ικανοποιήσουν διαρκείς ανάγκες και μπορούν να εναλλαγούν με άλλα προϊόντα σε μικρό βαθμό»[34].
78. Στην προκείμενη καταγγελία, τα εμπλεκόμενα μέρη δραστηριοποιούνται αμφότερα στον τομέα των υπηρεσιών σφαγής ζώων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση: η μεν καταγγέλλουσα δραστηριοποιείται στον τομέα της σφαγής χοίρων, αμνοεριφίων και στρουθοκαμήλων, και για το σκοπό αυτό διατηρεί σφαγείο στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας, η δε καταγγελλόμενη δραστηριοποιείται στον τομέα της σφαγής χοίρων, αμνοεριφίων και βοοειδών, και διατηρεί σφαγείο στην περιοχή Αγίων Ηλιόφωτων στην Κάτω Μονή της επαρχίας Λευκωσίας. Προκύπτει συνακόλουθα ότι οι δύο εταιρείες είναι ανταγωνίστριες στον τομέα της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων. Σε αυτή τη βάση η Επιτροπή θεωρεί ότι, για σκοπούς σφαιρικής αποτύπωσης της θέσης που καταλαμβάνουν στην αγορά τα δύο εμπλεκόμενα μέρη αλλά και κατανόησης των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν τους όρους εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της σφαγής ζώων για ανθρώπινη κατανάλωση από την οποία προκύπτουν ζωικά απόβλητα – για τα οποία ο ΦΕ έχει την υποχρέωση όπως εξασφαλίζει την ορθολογική διαχείριση και τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα υπόθεση – θα εξετασθεί εν πρώτοις η υπό αναφορά δραστηριότητα.
5.1.1 Υπηρεσίες σφαγής ζώων για ανθρώπινη κατανάλωση
79. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η καταγγέλλουσα στην καταγγελία της ημερομηνίας 13/8/2019, το μερίδιο αγοράς των Α&Α Σφαγεία και Cypra από τη δραστηριότητά τους στον τομέα της σφαγής ζώων για ανθρώπινη κατανάλωση ανέρχεται περίπου σε ποσοστό [40-50]%* για την κάθε μία. Στον εν λόγω τομέα, όπως επίσης αναφέρεται, δραστηριοποιούνταν άλλα δύο σφαγεία, το Σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς, με μερίδιο αγοράς [5-10]%, και το Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς, με μερίδιο αγοράς [0-5]%.
80. Στην επιστολή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (εφεξής οι «Κτηνιατρικές Υπηρεσίες» ή οι «ΚΥ»), ημερομηνίας 08/11/2019[35], επισυνάπτονται τρία παραρτήματα με στοιχεία που παρουσιάζουν την εικόνα στον τομέα της σφαγής στην Κύπρο κατά την περίοδο 2014-2019[36]. Από αυτά προκύπτει ότι κατά την περίοδο 2014-2019 ως σφαγεία στην Κύπρο δραστηριοποιούνταν οι ακόλουθες εταιρείες:
(α) Cypra
(β) Α&Α Σφαγεία
(γ) ΒΙΟΤΑΤ Ltd (πρώην Σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς)[37]
(δ) Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς
Έλεγχοι Σφαγείων
81. Οι Φορείς Εκμετάλλευσης σφαγείων στην Κύπρο είναι υποχρεωμένοι όπως υποβάλλονται στους απαιτούμενους από το νόμο ελέγχους οι οποίοι σχετίζονται με τα τρόφιμα και την υγιεινή και διενεργούνται από τις ΚΥ.
82. Όπως σχετικά καταγράφεται σε Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας με ημερομηνία 8/1/2020[38]:
«Οι ΚΥ, ως η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή διαφόρων προνοιών που προβλέπονται στο εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, καλούνται να διενεργούν στα σφαγεία ένα μεγάλο φάσμα ελέγχων, οι οποίοι σχετίζονται γενικά με τα τρόφιμα και την υγιεινή, την υγιεινή παραγωγή τροφίμων ζωικής προέλευσης, την υγεία των ζώων και την ευημερία τους κατά τη θανάτωση, τη σήμανση των τροφίμων, των βοοειδών, των χοίρων και των αιγοπροβάτων, τις μεταφορές, τα κτηνιατρικά τέλη κ.ά.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Κανονισμού (ΕΚ) 854/2004 για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διενεργούνται επίσημοι έλεγχοι νωπού κρέατος. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι ο επίσημος κτηνίατρος διενεργεί ελέγχους σε σφαγεία, εγκαταστάσεις χειρισμού θηραμάτων και εργαστήρια τεμαχισμού που διαθέτουν νωπό κρέας στην αγορά, σύμφωνα με συγκεκριμένες γενικές και ειδικές απαιτήσεις.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5(5) του πιο πάνω Κανονισμού, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ύπαρξη επαρκούς προσωπικού, ώστε οι επίσημοι έλεγχοι που απαιτούνται, να διενεργούνται με τη συχνότητα που ορίζεται στον Κανονισμό και ακολουθείται προσέγγιση, η οποία βασίζεται στην αξιολόγηση κινδύνου για τον υπολογισμό του αριθμού του επίσημου προσωπικού που πρέπει να παρευρίσκεται στη γραμμή σφαγής ενός συγκεκριμένου σφαγείου. Ο αριθμός του επίσημου προσωπικού ορίζεται από την αρμόδια αρχή και πρέπει να είναι τέτοιος που να επιτρέπει την εφαρμογή όλων των απαιτήσεων του εν λόγω Κανονισμού.
Όσον αφορά στη συχνότητα των ελέγχων, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙ «Συχνότητα Ελέγχων» του Τμήματος ΙΙΙ του πιο πάνω Κανονισμού, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι είναι παρών ένας τουλάχιστον επίσημος κτηνίατρος στα σφαγεία καθ’ όλη τη διάρκεια της επιθεώρησης πριν και μετά τη σφαγή και στις εγκαταστάσεις χειρισμού θηραμάτων, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιθεώρησης μετά τη σφαγή.»[39].
83. Από τα πιο πάνω προκύπτει επομένως ότι μία εκμετάλλευση που δραστηριοποιείται ως σφαγείο στην Κύπρο είναι υποχρεωμένη όπως υποβάλλεται στους ελέγχους που διενεργούνται από τις ΚΥ, οι οποίοι προβλέπονται από το εθνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο και καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα ούτως ώστε να διασφαλίζεται γενικότερα η υγιεινή των τροφίμων ζωικής προέλευσης.
Προϋποθέσεις και κριτήρια λειτουργίας σφαγείων
84. Μία εκμετάλλευση, προκειμένου να λειτουργεί ως σφαγείο, θα πρέπει να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια και να τελεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
85. Στην επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2019, η καταγγέλλουσα, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο της 31/10/2019, όπου μεταξύ άλλων της είχε ζητηθεί να αναφέρει κατά πόσο ένα σφαγείο δύναται να δραστηριοποιείται ταυτόχρονα στη σφαγή διαφόρων ειδών ζώων ή αν υπάρχουν ειδικές προϋποθέσεις ανάλογα με το είδος του ζώου, ανέφερε ότι η καταγγελλόμενη δραστηριοποιείται στον τομέα της σφαγής βοοειδών, σημειώνοντας πως για να δύναται και η ίδια να δραστηριοποιηθεί στον τομέα αυτό θα πρέπει να προβεί σε επέκταση των εγκαταστάσεων / υποδομών της και να λάβει σχετικές άδειες από τις αρμόδιες Αρχές.
86. Όπως ειδικότερα ανέφερε, ο εξοπλισμός για την παροχή των υπηρεσιών σφαγής βοοειδών είναι διαφορετικός και κατά συνέπεια «χρειάζεται επέκταση ή/και αύξηση δυναμικότητας από αυτόν που απαιτείται / υφίσταται για την παροχή υπηρεσιών σφαγής χοιρινών και αμνοεριφίων». Επιπρόσθετα, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα πρέπει να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες από το νόμο άδειες από την Επαρχιακή Διοίκηση (π.χ. άδεια οικοδομής), την Πολεοδομία (π.χ. Πολεοδομική Άδεια), το Τμήμα Περιβάλλοντος (άδεια διαχείρισης αποβλήτων), και τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες (άδεια λειτουργίας εγκατάστασης ως εγκεκριμένο σφαγείο για βοοειδή).
87. Όσον αφορά στο κόστος παροχής των υπηρεσιών σφαγής, η καταγγέλλουσα, στην εν λόγω επιστολή της, σημείωσε επιπρόσθετα τα εξής: «αυτό δεν διαφοροποιείται μόνον λόγω του διαφορετικού εξοπλισμού / εγκαταστάσεων / υποδομών που απαιτείται για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, αλλά ακόμη και για την χρήση της ίδιας γραμμής παραγωγής λόγω διαφορετικών απαιτήσεων στη χρήση όλων ή/και μερικών μόνον μερών του εξοπλισμού / εγκαταστάσεων / υποδομών. Για παράδειγμα το κόστος παροχής υπηρεσιών σφαγής για χοιρινά είναι διαφορετικό από αυτό που αφορά την παροχή υπηρεσιών σφαγής για αμνοερίφια, έστω και αν η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών γίνεται με την χρήση της ίδιας γραμμής παραγωγής. Επισημαίνεται σχετικά ότι η παροχή υπηρεσιών σφαγής χοιρινών απαιτεί την κατανάλωση μεγαλύτερης ενέργειας (π.χ. μαζούτ, υγραέριο) λόγω του μεγαλύτερου βάρους και όγκου των χοιρινών σε σχέση με τα αμνοερίφια, αλλά και λόγω του μεγαλύτερου όγκου που έχουν σε ζωικά απόβλητα. Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών σφαγής χοιρινών περιλαμβάνει ορισμένες επιμέρους υπηρεσίες / διαδικασίες που διακρίνονται από αυτές που αφορά η παροχή υπηρεσιών σφαγής αμνοεριφίων οι οποίες αυξάνουν το κόστος σφαγής (π.χ. για τα χοιρινά γίνεται αναισθησία πριν την σφαγή με μονοξείδιο του άνθρακα ενώ για τα αμνοερίφια γίνεται διαδικασία ηλεκτροσόκ, τα χοιρινά τοποθετούνται σε ζεστό νερό μετά την σφαγή για να μαλακώσουν και να επιτευχθεί η αποτρίχωση απολυμαίνονται σε φωτιά, χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες νερού κτλ.).».
89. Στην υπόθεση SOVION / HMG[40] της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι εμπλεκόμενες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δραστηριοποιούνταν, μεταξύ άλλων, η μεν Sovion στους τομείς της σφαγής χοίρων και βοοειδών και στην επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων, η δε Hendrix Meat Group (HMG) στη σφαγή χοίρων.
90. Όπως αναφέρθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε παλαιότερες αποφάσεις της είχε ορίσει την αγορά σφαγής χοίρων ως ξεχωριστή αγορά[41]:
«13. The Commission has previously defined a separate product market for the slaughtering of live pigs. Moreover, the Commission has in the past further delineated the market for slaughtering of live pigs into slaughtering of pigs on the one hand and slaughtering of sows on the other. This is based on the fact that pigs and sows for slaughtering differ greatly in weight. The Commission has found that the slaughtering of pigs and sows requires a different technical design of the slaughter line since sows are much heavier at the time of slaughter and therefore require different processing lines at the slaughterhouse. Switching from pigs to sows is in principle possible but generally takes time and implies non-negligible switching costs.
[…]
15. The market investigation has nevertheless largely confirmed the market definition adopted by the Commission in past cases. Most respondents claim that pigs and sows constitute distinct markets, due to the characteristics of sows at time of slaughtering. Although very few slaughterhouses can use the same slaughter lines, thanks to recent technological improvements, in most cases switching costs remain high. They also claim that the downstream markets are different, as meat from pigs and meat from sows are mostly used for different meat end-products.
16. Therefore for the purpose of this case, the Commission has defined two different markets, one for the slaughtering of sows and one for the slaughtering of pigs.»[42] (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
91. Στην υπόθεση SOVION / SUDFLEISCH[43], η Sudfleisch δραστηριοποιείτο στην αγορά σφαγής χοίρων και βοοειδών (pigs and cattle). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε πως, καθώς τα βοοειδή είναι πολύ βαρύτερα από τους χοίρους, απαιτείται από τα σφαγεία να διαθέτουν αποκλειστικές γραμμές για την επεξεργασία τους, σημειώνοντας ότι ορισμένα σφαγεία επεξεργάζονται μόνο χοίρους ή βοοειδή: «As cattle are much heavier than pigs, slaughterhouses require dedicated lines for the processing of cattle and pigs. A number of slaughterhouses only process pigs or cattle.»[44].
92. Στην εν λόγω υπόθεση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού παρέπεμψε σε προηγούμενες αποφάσεις της επί του θέματος, περιλαμβανομένης της SOVION / HMG που παρατίθεται ανωτέρω, επεσήμανε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«The market investigation has, however, largely confirmed that sows and pigs are still perceived as belonging to distinct products markets, due to the fact that their product characteristics (weight, meat structure etc.) differ and that sows are mainly used for processed meat. The market investigation has also confirmed that still not all slaughterhouses are able to process both sows and pigs and that significant price differences exist between both pigs and sows (sows being nearly 50% more expensive). As the parties' market share for live sows is - irrespective of the geographic scope of the market - significantly lower than that for pigs and does not lead to affected markets (combined market shares below [5-10]%), the further assessment will focus on pigs only.»[45]
93. Στην υπόθεση[46] Smithfield / Pini Polonia υπήρχε, μεταξύ άλλων, οριζόντια επικάλυψη στις δραστηριότητες των μερών που αφορούσαν (α) την αγορά ζώντων χοίρων για σκοπούς σφαγής και (β) την παραγωγή και πώληση φρέσκου χοιρινού κρέατος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παραπέμποντας σε παλαιότερες αποφάσεις της[47], διαχώρισε την αγορά για τους σκοπούς της συγκεκριμένης υπόθεσης ως ακολούθως:
«(15) In previous decisions, the Commission has analysed the pork meat industry, and has identified several relevant product markets along the pork meat value chain, of which the following are relevant for the present case: (1) The purchase of live pigs for slaughtering; (2) The sale of fresh pork meat for direct human consumption, that could potentially be further segmented by the distribution channel, into retail and catering/out-of-home ("OOH"); (3) The sale of fresh pork meat for further processing; (4) The sale of processed meat products; (5) The sale of animal by-products ("ABPs")».
94. Σε ότι αφορά τη δραστηριότητα που σχετίζεται με την αγορά ζώντων χοίρων για σκοπούς σφαγής, «Purchase of live pigs for slaughtering», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι η σφαγή χοίρων συνιστά ξεχωριστή αγορά από τη σφαγή άλλων ειδών, παραθέτοντας τα εξής:
«(17) In previous decisions, the Commission has taken the view that there is a separate product market for the slaughter of live pigs compared to the slaughter of other animals. This market has, in some previous decisions, also been further segmented into the slaughtering of live pigs and the slaughtering of sows. This delineation is based on the fact that pigs and sows for slaughtering differ greatly in weight and therefore require different processing lines in the slaughterhouse.
[…]
(19) The market investigation confirmed the distinction between the slaughtering of live pigs and the slaughtering of other animals owing to different technical requirements and different production lines.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
95. Όσον αφορά στη δραστηριότητα που σχετίζεται με την πώληση φρέσκου χοιρινού κρέατος για άμεση ανθρώπινη κατανάλωση «Sale of fresh pork meat for direct human consumption», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι η έρευνα αγοράς που είχε διενεργηθεί κατέδειξε ότι το φρέσκο χοιρινό κρέας περιλαμβάνει κρέας το οποίο δεν έχει υποστεί περαιτέρω επεξεργασία, καθώς και την ύπαρξη ξεχωριστής αγοράς προϊόντος για την πώληση φρέσκου χοιρινού κρέατος για άμεση ανθρώπινη κατανάλωση και την πώληση φρέσκου χοιρινού κρέατος για περαιτέρω επεξεργασία.
96. Κατά την άποψη της Επιτροπής από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στην αγορά σφαγής έχει διαχρονικά επικρατήσει η θέση ότι αυτή υποδιαιρείται σε επιμέρους αγορές, ανάλογα με το είδος του ζώου. Η εν λόγω υποδιαίρεση κρίθηκε δόκιμη εφόσον διαπιστώθηκε ότι, στη βάση ορισμένων παραγόντων, όπως, το βάρος του εκάστοτε είδος ζώου, οδηγούν σε διαφορετικές απαιτήσεις από άποψη εξοπλισμού και κόστους, γεγονός μάλιστα που οδηγεί τις περισσότερες επιχειρήσεις να ειδικεύονται σε ένα και μόνο είδος.
97. Όπως επιπρόσθετα συνάγεται από την παρατεθείσα νομολογία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει σε αποφάσεις της αναλύσει τη βιομηχανία χοιρινού κρέατος διακρίνοντας αριθμό σχετικών αγορών προϊόντος στην αλυσίδα αξίας μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται: (1) η αγορά ζώντων χοίρων για σκοπούς σφαγής, (2) η πώληση φρέσκου χοιρινού κρέατος για άμεση ανθρώπινη κατανάλωση (η οποία θα μπορούσε να διαιρεθεί περαιτέρω ανάλογα με το κανάλι διανομής/προμήθειας), (3) η πώληση φρέσκου χοιρινού κρέατος για περαιτέρω επεξεργασία, (4) η πώληση επεξεργασμένων προϊόντων κρέατος, και (5) η πώληση ζωικών υποπροϊόντων.
98. Συνακόλουθα, η Επιτροπή, υπό το φως της ισχύουσας ενωσιακής νομολογίας και των πληροφοριών που αντλήθηκαν από τις αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας επί του θέματος, και έχοντας υπόψη τα στοιχεία που υπέβαλαν σχετικά τα δύο εμπλεκόμενα στην υπόθεση μέρη, διαπιστώνει ότι η αγορά υπηρεσιών σφαγής δύναται να διαιρεθεί ανάλογα με το είδος του ζώου και να υποδιαιρεθεί περαιτέρω ανάλογα με τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα κατά τα επιμέρους στάδια της αλυσίδας παραγωγής.
99. Τούτων λεχθέντων, η Επιτροπή σημειώνει επιπρόσθετα τα στοιχεία που αντλήθηκαν από την προαναφερόμενη επιστολή των ΚΥ της 8/11/2019[48], σύμφωνα με τα οποία κατά την περίοδο 2014 - 2019[49] τα τέσσερα τότε σφαγεία δραστηριοποιούνταν στη σφαγή των ακόλουθων ειδών:
(α) Cypra : βοοειδών, χοίρων και αμνοεριφίων[50]
(β) Α&Α Σφαγεία : χοίρων και αμνοεριφίων
(γ) ΒΙΟΤΑΤ ΛΤΔ[51] : χοίρων και αμνοεριφίων
(δ) Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς : αμνοεριφίων
100. Για τους σκοπούς της προκείμενης υπόθεσης, έχοντας ως δεδομένο ότι η διαφορά των δύο εμπλεκομένων μερών πηγάζει από τη συνεργασία τους στην κατάντη αγορά (downstream market) της παροχής υπηρεσιών που αφορούν στην επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων και τα οποία προκύπτουν από την κύρια δραστηριότητα ενός σφαγείου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, τυχόν διαχωρισμός της αγοράς παροχής υπηρεσιών σφαγής σε υποαγορές δεν θα διαφοροποιούσε την αξιολόγησή της. Συνακόλουθα, η Επιτροπή, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ως σχετική αγορά προϊόντος δύναται να ορισθεί η αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων, στην οποία περιλαμβάνεται ολόκληρη η αλυσίδα δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε ένα σφαγείο, από την αγορά των ζώντων ζώων για σκοπούς σφαγής μέχρι και τη διάθεση των παραγόμενων προϊόντων (όπως, η πώληση φρέσκου ή/και επεξεργασμένου κρέατος, κλπ.)
101. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η καταγγέλλουσα δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε θέσεις σε σχέση με τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής.
102. Σε αυτή τη βάση, στη συνέχεια εξετάζονται οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων ενός σφαγείου εν γένει, συγκεκριμενοποιώντας ακολούθως σε ότι αφορά επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο.
5.1.2 Διαχείριση ζωικών αποβλήτων
103. Σε σχέση με τις δραστηριότητες που αφορούν στη διαχείριση ζωικών αποβλήτων, η Επιτροπή εστιάζει εν πρώτοις στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τη νομοθεσία στους Φορείς Εκμετάλλευσης (ΦΕ) σφαγείων στην Κύπρο. Ως έχει ήδη αναφερθεί, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την ορθολογική διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο[52], οι Φορείς Εκμετάλλευσης των κατά περίπτωση μονάδων οφείλουν να διασφαλίζουν την ορθολογική διαχείριση των υπό αναφορά υλικών που προκύπτουν από τις δραστηριότητες των εκμεταλλεύσεών τους.
104. Ως εκ τούτου, τόσο η καταγγέλλουσα όσο και η καταγγελλόμενη, εφόσον δραστηριοποιούνται στον τομέα των σφαγείων, οφείλουν να εξασφαλίζουν την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων (τόσο των ζωικών υποπροϊόντων όσο και των υδάτινων αποβλήτων) που προκύπτουν από τη δραστηριότητά τους αυτή.
105. Ως έχει υπομνησθεί, η καταγγελλόμενη εταιρεία Cypra συνιστά επιχείρηση η οποία, πρόσθετα από τη δραστηριοποίησή της στον τομέα των σφαγείων, δραστηριοποιείται επίσης στην επεξεργασία ζωικών αποβλήτων (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) τόσο για ίδιο όφελος, ως η υποχρέωση της βάσει της σχετικής νομοθεσίας, όσο και ως παρεχόμενη υπηρεσία προς τρίτους.
106. Όπως σχετικά σημειώνεται στην επιστολή του Τμήματος Περιβάλλοντος, ημερομηνίας 11/2/2021[53], η Cypra «διαθέτει σφαγείο και μονάδα διαχείρισης σφάγιων, ζωικών υποπροϊόντων και άλλων κτηνοτροφικών αποβλήτων με σκοπό την παραγωγή και ενεργειακή εκμετάλλευση βιοαερίου από αναερόβια χώνευση».
107. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος για την υπό εξέταση υπόθεση αρχίζει περί τον Ιούνιο 2016 – οπότε και ξεκίνησε εκ νέου η συνεργασία των δύο εταιρειών σε πλήρη βάση – και λήγει με την υποβολή της καταγγελίας ημερομηνίας 13/8/2019 στην Επιτροπή, η καταγγέλλουσα δεν διέθετε μονάδα για την επεξεργασία των ζωικών υποπροϊόντων του σφαγείου της. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα[54], η ιδιόκτητη μονάδα επεξεργασίας υδάτινων αποβλήτων (αερόβιος σταθμός), ενώ αρχικά επαρκούσε για τις ανάγκες της, εντούτοις, εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων και βλαβών που προέκυψαν στη συνέχεια δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί.
108. Ως αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η Α&Α Σφαγεία δεν διέθετε την υποδομή ή/και τις σχετικές άδειες προκειμένου να διαχειρίζεται τα ζωικά υποπροϊόντα αλλά ούτε και τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της, προχώρησε σε συνεργασία με την καταγγελλόμενη ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η ορθολογική διαχείριση των υπό αναφορά υλικών.
109. Εξετάζοντας τους όρους της γραπτής Συμφωνίας μεταξύ των μερών της 15/4/2019 σε συνάρτηση με τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την έρευνα, συνάγεται ότι η συνεργασία των δύο εταιρειών αφορούσε στην παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών από τη Cypra προς την Α&Α Σφαγεία:
(α) διαχείριση (συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία) των ζωικών υποπροϊόντων του σφαγείου της, και
(β) επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων αυτού (πλυσίματα σφαγείου και λάσπης).
110. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή προέβη ακολούθως σε εξέταση του πλαισίου εντός του οποίου επιτυγχάνεται η ορθολογική διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων και των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου στην Κύπρο. Για το σκοπό αυτό, εστίασε την προσοχή της στα στοιχεία που συνθέτουν τις επιμέρους διεργασίες στις μονάδες επεξεργασίας και συνίστανται στον εξοπλισμό που απαιτείται για κάθε ενέργεια, στις μεθόδους επεξεργασίας ανά κατηγορία και είδος υλικού, και στη σειρά που ακολουθείται σε κάθε διαδικασία, ως εξής:
111. Ως έχει ήδη αναφερθεί, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1069/2009[55] διαχωρίζει τα ζωικά υποπροϊόντα (ΖΥΠ) σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων[56]. Οι τρεις κατηγορίες έχουν ως εξής:
(α) Υλικά κατηγορίας 1, που είναι υψηλού κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων, όπου κατατάσσονται ζωικά υποπροϊόντα ακατάλληλα για όλες τις χρήσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονται πτώματα μηρυκαστικών (αγελάδες, αιγοπρόβατα) ή μέρη πτωμάτων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι έχουν μολυνθεί από μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες ή άλλη σοβαρή νόσο, και ΖΥΠ που περιέχουν κατάλοιπα μη επιτρεπόμενων ουσιών.
(β) Υλικά κατηγορίας 2, που είναι χαμηλότερου κινδύνου από την προηγούμενη κατηγορία, όπου κατατάσσονται ζωικά υποπροϊόντα ακατάλληλα για ανθρώπινη και ζωική κατανάλωση. Σε αυτά περιλαμβάνονται πτώματα χοίρων, πτηνών, κουνελιών κλπ, ΖΥΠ που έχουν κριθεί ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο λόγω παρουσίας ξένων σωμάτων σε αυτά ή περιέχουν κατάλοιπα επιτρεπόμενων ουσιών ή μολυσματικών ουσιών που υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια βάσει σχετικής νομοθεσίας, η κόπρος κ.α..
(γ) Υλικά κατηγορίας 3, που είναι τα λιγότερο επικίνδυνα από όλα, στα οποία περιλαμβάνονται προϊόντα ζωικής προέλευσης τα οποία είναι κατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο αλλά αποσύρονται είτε για εμπορικούς λόγους είτε λόγω προβλημάτων στην παρασκευή ή ελαττωμάτων στη συσκευασία, υλικά από σφαγεία, όπως αίμα, μαλλί, φτερά, τρίχες, κέρατα και δέρματα από ζώα τα οποία δεν παρουσίασαν κανένα σημείο ασθένειας.
112. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, οι παραγωγοί ζωικών υποπροϊόντων οφείλουν να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τη νομοθεσία από την αρχή έως το τέλος της αλυσίδας παραγωγής. Οφείλουν να τηρούν μητρώο των προϊόντων που αποστέλλουν, μεταφέρουν ή παραλαμβάνουν, παράλληλα με τα απαιτούμενα έγγραφα. Οφείλουν επίσης να ενημερώνουν τις εθνικές αρχές για τα προϊόντα και τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν κατά την αλυσίδα παρασκευής. Οι εγκαταστάσεις πρέπει να πληρούν ορισμένα πρότυπα υγιεινής και απαιτείται επίσημη έγκριση για τη χρήση τους. Για τους σκοπούς του Κανονισμού, οι χώρες της ΕΕ διενεργούν επίσημους ελέγχους για να διασφαλίζουν ότι οι παραγωγοί συλλέγουν, ταυτοποιούν και μεταφέρουν τα ζωικά υποπροϊόντα χωρίς καθυστέρηση και ότι τα επεξεργάζονται, χρησιμοποιούν ή διαθέτουν σύμφωνα με τους κανόνες[57].
113. Στο Εγχειρίδιο για επίσημους κτηνιάτρους[58] των ΚΥ αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα τα οποία είναι διαφωτιστικά όσον αφορά στα ζωικά υποπροϊόντα, την προέλευση και την περαιτέρω χρήση τους:
«Τα σφαγεία, τα εργαστήρια κοπής κρέατος και άλλες εγκαταστάσεις, πέραν από τα παραγόμενα τρόφιμα, παράγουν υλικά που είναι είτε ακατάλληλα ή δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (εφεξής Ζωικά Υποπροϊόντα). Ο σκοπός αυτού του εγχειριδίου είναι να συμβουλεύει το προσωπικό των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών σχετικά με το ρόλο τους στην οργάνωση των επίσημων ελέγχων για τα ζωικά υποπροϊόντα (ΖΥΠ).
Τα Ζωικά υποπροϊόντα ελέγχονται ώστε να εξασφαλίζεται ότι:
· δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγιεινή παραγωγή του κρέατος μέσω αλληλομόλυνσης
· δεν εκτρέπονται από την αλυσίδα ενεργειών σωστής διαχείρισης που γίνεται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, είτε από λάθος είτε από δόλο, για να επανέλθουν πίσω στην τροφική αλυσίδα
· η υγεία των ανθρώπων και των ζώων προστατεύεται και δεν γίνεται διασπορά παθογόνων παραγόντων.
· είναι ασφαλή και μεταφέρονται, τυγχάνουν διαχείρισης, χρησιμοποιούνται, ή απορρίπτονται με βάση τις πρόνοιες της ενωσιακής νομοθεσίας.
Ορισμός: «ζωικά υποπροϊόντα»: ολόκληρα πτώματα ή μέρη πτωμάτων ζώων, προϊόντα ζωικής προέλευσης ή άλλα προϊόντα που λαμβάνονται από ζώα και δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Στα ζωικά υποπροϊόντα περιλαμβάνονται τα προϊόντα, τα οποία, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, απαγορεύεται να καταναλωθούν από τον άνθρωπο αλλά επίσης και τα ακόλουθα προϊόντα τα οποία με αμετάκλητη απόφαση του υπευθύνου της επιχείρησης προορίζονται για άλλους σκοπούς εκτός της κατανάλωσης από τον άνθρωπο:
· προϊόντα ζωικής προελεύσεως τα οποία θα μπορούσε να προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας
· πρώτες ύλες για την παραγωγή προϊόντων ζωικής προελεύσεως.
Το σημαντικό δηλαδή είναι η χρήση για την οποία προορίζονται. Το μεγαλύτερο μέρος ενός ζώου που έχει θανατωθεί για ανθρώπινη κατανάλωση χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό, ορισμένα μέρη του όμως όχι. Αυτό δεν συμβαίνει αναγκαστικά επειδή τα μέρη αυτά δεν είναι κατάλληλα για βρώση· μπορεί απλώς να μην υπάρχει η κατάλληλη αγορά. Για παράδειγμα, σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, όπου οι βοδινές γλώσσες θεωρούνται εξαιρετικό έδεσμα, αυτό το μέρος του σφάγιου μπορεί να χαρακτηριστεί βρώσιμο κρέας. Στις περιοχές της Ευρώπης όπου οι βοδινές γλώσσες δεν είναι εμπορεύσιμες χαρακτηρίζονται ως ζωικό υποπροϊόν. Τα ζωικά προϊόντα χαρακτηρίζονται υποπροϊόντα από τη στιγμή που αποφασίζεται ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Όταν φτάσουν να χαρακτηριστούν ως τέτοια δεν επιτρέπεται να ξαναμετονομαστεί και να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
114. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή εξετάζει στη συνέχεια το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγονται οι δραστηριότητες διαχείρισης των ζωικών υποπροϊόντων στην Κύπρο.
115. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, πριν το έτος 2007 η διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων στην Κύπρο διεξαγόταν με την επιτόπου καύση ή ταφή. Από την έναρξη ισχύος του πρώτου Κανονισμού[59] (ΕΚ) 1774/2002, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 1069/2009, η επί τόπου καύση ή ταφή απαγορεύεται και επιβάλλεται η ορθολογική ενδεδειγμένη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων[60].
116. Η διαχείριση ΖΥΠ κατηγορίας 1 στην Κύπρο διενεργείται μόνο από την εταιρεία Sigan Management Ltd (εφεξής η «Sigan»)[61],[62]. Στην επιστολή τους ημερομηνίας 25/1/2021[63] οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες διευκρίνισαν μεταξύ άλλων ότι η εταιρεία Sigan, που κατέχει κτηνιατρική έγκριση για επεξεργασία ΖΥΠ κατηγορίας 1, δικαιούται να επεξεργάζεται και ΖΥΠ κατηγορίας 2: «Σε αυτή την περίπτωση όμως τα ζωικά υποπροϊόντα κατηγορίας 2 υποβιβάζονται στην κατηγορία 1 και πρέπει να τυγχάνουν του ανάλογου χειρισμού. Το αντίστροφο όμως δεν μπορεί να γίνει, δηλαδή μονάδες που έχουν έγκριση να επεξεργάζονται ζωικά υποπροϊόντα κατηγορίας 2, δεν επιτρέπεται να επεξεργάζονται ζωικά υποπροϊόντα κατηγορίας 1.».
117. Αναφερόμενη στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, η εταιρεία Sigan, με την επιστολή της ημερομηνίας 27/5/2020, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο με ημερομηνία 5/5/2020, ανέφερε τα εξής: «το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών προκήρυξε διαγωνισμό για τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και τελική διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων κατηγορίας 1 και μέρους ζωικών υποπροϊόντων κατηγορίας 2 και κατακύρωσε την προσφορά […] στην εταιρεία Sigan […]. Η σύμβαση με τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες είναι σε ισχύ μέχρι και σήμερα. Η συλλογή των νεκρών ζώων γίνεται σε Παγκύπρια βάση από τους χώρους που πεθαίνουν.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
118. Όπως συνακόλουθα προκύπτει από τα ανωτέρω, κατά την περίοδο που εξετάζεται τα ζωικά υποπροϊόντα Κατηγορίας 1 της Α&Α Σφαγεία τύχαιναν διαχείρισης από την εταιρεία Sigan. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το Τμήμα Περιβάλλοντος στην επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2021.
119. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπομνησθεί πως, σύμφωνα με την επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 30/9/2021[64], οι υπηρεσίες που παρείχε στην Α&Α Σφαγεία αφορούσαν κατά κύριο λόγο ζωικά απόβλητα κατηγορίας 3. Όπως περαιτέρω διευκρινίζεται στην εν λόγω επιστολή, με αναφορά στα ΖΥΠ κατηγορίας 2:
«Σύμφωνα με την σύμβαση που είχαμε με τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Χοιροτρόφων, η συλλογή και επεξεργασία των πτωμάτων των νεκρών χοιρινών αφορούσε όλα τα νεκρά χοιρινά των μελών του Συνδέσμου σε όλη την επικράτεια της Κύπρου. Στην περίπτωση που υπήρχε θάνατος στις εγκαταστάσεις της Καταγγέλλουσας, η εταιρεία μας είχε υποχρέωση να διαχειριστεί το πτώμα, χωρίς να προβαίνει σε αντίστοιχη χρέωση προς την Καταγγέλλουσα, καθότι η πληρωμή για αυτή την υπηρεσία γινόταν σύμφωνα με την σύμβαση με τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Χοιροτρόφων. Τον Αύγουστο του 2016 το λογιστήριο μας τιμολόγησε δυο φορές την Καταγγέλλουσα με μηδενική αξία συνολικά 1.800 κιλά για υλικά κατηγορίας 2 που συλλέχθηκαν με το φορτηγό των νεκρών χοιρινών, βλ. Παράρτημα 2. Επίσης τον Ιούλιο του 2019 η εταιρεία μας τιμολόγησε την Καταγγέλλουσα για την διαχείριση 3.760 κιλών κοπριάς, η οποία θεωρείται κατηγορίας 2, βλ. Παράρτημα 2.».
120. Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, η Επιτροπή εστιάζει ακολούθως στις προδιαγραφές του εξοπλισμού που απαιτείται για την επεξεργασία αφενός των ζωικών υποπροϊόντων και αφετέρου των υδάτινων λυμάτων ενός σφαγείου. Σε αυτό το πλαίσιο κατωτέρω παρατίθενται: (α) τα όσα σχετικά υποστήριξαν τα δύο μέρη και (β) οι πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους.
(α) Στοιχεία από εμπλεκόμενα μέρη
121. Όπως αναφέρει στην καταγγελία της η Α&Α Σφαγεία, λόγω των διαφορετικών απαιτήσεων σε μηχανολογικό και κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, κάθε διαδικασία επεξεργασίας διακρίνεται αισθητά ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εμπίπτουν τα ζωικά υποπροϊόντα, τα οποία δεν μπορούν να απορριφθούν σε χωματερές αλλά χρειάζεται να γίνει επεξεργασία τους υπό την επίβλεψη των ΚΥ.
122. Σύμφωνα με την επιστολή της καταγγέλλουσας ημερομηνίας 4/12/2019[65], η επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων διενεργείται μέσω αερόβιου ή αναερόβιου σταθμού, ως εξής:
(α) Μία αερόβια μονάδα (ανοικτή μονάδα) επεξεργάζεται υγρά λύματα, συμπεριλαμβανομένων των χοιρολυμάτων. Μέσω της κατάλληλης επεξεργασίας, ο αερόβιος μετατρέπει τα λύματα σε καθαρό νερό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αρδευτικούς σκοπούς.
Η Επιτροπή σημειώνει ότι, ομοίως, στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020 η καταγγελλόμενη υπέβαλε ότι τα πλυσίματα των στάβλων ενός σφαγείου όπου στεγάζονται οι χοίροι πριν τη σφαγή τους, θεωρούνται υγρά απόβλητα και τυγχάνουν επεξεργασίας σε αερόβιο βιολογικό σταθμό.
(β) Μία αναερόβια μονάδα (κλειστή μονάδα) επεξεργάζεται ζωικά απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων ζωικών αποβλήτων από χοίρους και αμνοερίφια. Μέσω της κατάλληλης επεξεργασίας ο αναερόβιος μετατρέπει τα ζωικά απόβλητα σε πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας (π.χ. βιομάζα).
Αναφερόμενη στην επεξεργασία που γίνεται σε μία αναερόβια μονάδα, η καταγγελλόμενη, με την επιστολή της ημερομηνίας 4/6/2020[66], υπέβαλε ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό, τα ζωικά υποπροϊόντα κατηγορίας 2 και 3 «μπορούν να τύχουν επεξεργασίας σε μία αναερόβια μονάδα (σταθμός βιοαερίου - βλ. απάντηση στην ερώτηση 3) αφού πρώτα πολτοποιηθούν (ήτοι τύχουν ειδικής επεξεργασίας μεταποίησης) σε ένα οποιοδήποτε αδειοδοτημένο σταθμό επεξεργασίας.».
123. Ο πίνακας που ακολουθεί καταρτίστηκε στη βάση των στοιχείων αντίστοιχου πίνακα που υποβλήθηκε με την επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020, σε σχέση με τις διαδικασίες επεξεργασίας που ακολουθούνται στην Κύπρο για τα ΖΥΠ των σφαγείων:
Πίνακας 1
Υλικά |
Καύση |
Αποξήρανση (Συναποτέφρωση) |
Πολτοποίηση (Αδρανοποίηση) |
Υλικά Ειδικού Κινδύνου (SRM) |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΟΧΙ |
Αίμα ΚΑΤ 1 |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΟΧΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με παστερίωση |
|
Μαλακά Εντόσθια ΚΑΤ 3 |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με παστερίωση |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με αποστείρωση |
|
Απορριπτόμενα Δέρματα Ζώων (ΚΑΤ3) |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με αποστείρωση |
Τρίχα Χοίρων (ΚΑΤ3) |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με αποστείρωση |
Υλικά κάτω των 6μμ από το κόσκινο στην είσοδο του Αερόβιου Βιολογικού Σταθμού (ΚΑΤ3) |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με παστερίωση |
Λίπος από το Floating Unit στην είσοδο του Αερόβιου Βιολογικού Σταθμού (ΚΑΤ3) |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με παστερίωση |
Γενικά όσα Υλικά ΚΑΤ3 δεν τύχουν επεξεργασίας εντός 48 ωρών από την παραγωγή τους αυτόματα υποβαθμίζονται στην ΚΑΤ 2 και πρέπει να τύχουν επεξεργασίας ως υλικά ΚΑΤ 2. |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ |
ΝΑΙ με αποστείρωση |
124. Όσον αφορά στις μεθόδους πολτοποίησης / αδρανοποίησης των κατά περίπτωση υλικών, η καταγγελλόμενη, στην ίδια ως άνω εν λόγω επιστολή της, ανέφερε τα εξής:
«‘Παστερίωση’: Μετά τον κατάλληλο τεμαχισμό των ζωικών αποβλήτων, αυτά θερμαίνονται για 60 λεπτά στους 70 βαθμούς κελσίου.
‘Αποστείρωση’: Μετά τον κατάλληλο τεμαχισμό των ζωικών αποβλήτων, αυτά θερμαίνονται υπό πίεση 3,5 μπαρ, στους 135 βαθμούς κελσίου από 20 λεπτά μέχρι 60 λεπτά ανάλογα με την σκληρότητα του υλικού.»
125. Αναφερόμενη στις μονάδες επεξεργασίας και τις μεθόδους που ακολουθούνται στην Κύπρο, καθώς και στην τελική χρήση των επεξεργασμένων υλικών, ανά κατηγορία ΖΥΠ, η καταγγελλόμενη παρέθεσε επίσης στην εν λόγω επιστολή της τα ακόλουθα στοιχεία:
Πίνακας 2 |
|||
Εγκατάσταση |
Υλικά |
Μέθοδος |
Τελική Χρήση |
Κατηγορία 1, 2, 3 |
Καύση |
Ν/Α |
|
Κατηγορία 1, 2, 3 |
Αποξήρανση |
Καύση στα Τσιμεντοποιεία Βασιλικού |
|
Κατηγορία 3 |
Αποξήρανση |
Τροφές κατοικίδιων ζώων |
|
CY ABP R 2 |
Κατηγορία 3 |
Αποξήρανση |
Τροφές κατοικίδιων ζώων |
CY ABP BG 4 |
Κατηγορία 3 |
Πολτοποίηση |
Παραγωγή Βιοαερίου |
CY ABP R 4 (CYPRA LTD) |
Κατηγορία 2, 3 |
Πολτοποίηση |
Παραγωγή Βιοαερίου |
CY ABP BG 1 CY ABP BG 2 CY ABP BG 3 CY ABP BG 4 CY ABP BG 5 CY ABP BG 6 CY ABP BG 7 CY ABP BG 8 CY ABP BG 9 CY ABP BG 10 CY ABP BG 11 CY ABP BG 12 |
Αδρανοποιημένα Υλικά των ΚΑΤ 2 και 3 που έχουν τύχει επεξεργασίας είτε με τη μέθοδο της αποξήρανσης είτε με τη μέθοδο της πολτοποίησης |
Παραγωγή Βιοαερίου |
(Α) Όσον αφορά στις μεθόδους επεξεργασίας των ζωικών υποπροϊόντων, προκύπτει ότι :
Ø Η επεξεργασία των υλικών ΚΑΤ1 διενεργείται μέσω της καύσης ή της αποξήρανσης.
Ø Η επεξεργασία των υλικών ΚΑΤ2 καθώς και των σκληρών και έτερων υλικών της ΚΑΤ3, διενεργείται μέσω της διαδικασίας αποστείρωσης.
Ø Η επεξεργασία των υπόλοιπων υλικών - αίμα ΚΑΤ3, Μαλακά Εντόσθια ΚΑΤ3, υλικά κάτω των 6μμ από το κόσκινο στην είσοδο του Αερόβιου Βιολογικού Σταθμού (ΚΑΤ3) και το Λίπος από το Floating Unit στην είσοδο του Αερόβιου Βιολογικού Σταθμού (ΚΑΤ3), διενεργείται μέσω της διαδικασίας παστερίωσης.
(Β) Όσον αφορά στην τελική χρήση των υλικών που έχουν τύχει επεξεργασίας, προκύπτει ότι αυτή εξαρτάται από την εγκατάσταση όπου λαμβάνει χώρα η επεξεργασία, η οποία καθορίζει και τη μέθοδο που θα ακολουθηθεί σε συνδυασμό με την κατηγορία ΖΥΠ που υποβάλλεται σε επεξεργασία.
127. Έχοντας σημειώσει τα ανωτέρω, η Επιτροπή προέβη ακολούθως σε εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που υποβλήθηκαν σχετικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους.
Στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους
128. Στην επιστολή τους ημερομηνίας 25/1/2021[67], οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες διευκρίνισαν ότι η Cypra επεξεργάζεται ΖΥΠ των κατηγοριών 2 και 3 {……..… ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..}. Όπως περαιτέρω σημειώνεται, τα ΖΥΠ που επεξεργάζεται η Cypra περιλαμβάνουν τα σφαγειοαπορρίμματα του σφαγείου της καθώς και διάφορα άλλα υλικά που κατατάσσονται στις υπό αναφορά κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων νεκρών χοίρων, πτηνών και κουνελιών.
129. Όσον αφορά στον εξοπλισμό που απαιτείται να διαθέτει μια επιχείρηση προκειμένου να δραστηριοποιείται στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων, στην εν λόγω επιστολή επισυνάπτεται κατάσταση όπου απαριθμείται και περιγράφεται ο απαιτούμενος εξοπλισμός, ανά κατηγορία, καθώς και κατάσταση στην οποία απαριθμείται και περιγράφεται ο βασικός τεχνικός εξοπλισμός της εταιρείας Cypra.
130. Το Τμήμα Περιβάλλοντος, στην απαντητική του επιστολή ημερομηνίας 11/2/2021, σημείωσε ότι η καταγγέλλουσα μετέφερε για επεξεργασία στις εγκαταστάσεις της καταγγελλόμενης τα ζωικά υποπροϊόντα Κατηγορίας 2 και 3 που προέκυπταν από τις διεργασίες της, όπως αίμα, έντερα κλπ., καθώς και λάσπη που παραγόταν στον αερόβιο σταθμό που διαθέτει. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή: «Σχετικά με την ερώτηση 7 σημειώνεται ότι η εταιρεία «Α & Α ΣΦΑΓΕΙΑ ΛΤΔ» μετέφερε στις εγκαταστάσεις της «CYPRA LTD» στην Κάτω Μονή για επεξεργασία τα ζωικά υποπροϊόντα Κατηγορίας 2 και 3 που προέκυπταν από τις διεργασίες της όπως αίμα, έντερα κλ.π. καθώς και λάσπη που παραγόταν στον αερόβιο σταθμό που διαθέτει. Τα ζωικά υποπροϊόντα Κατηγορίας 1 μεταφέρονταν στην εταιρεία «Sigan Management Ltd». Τούτο επιβεβαιώθηκε και σε επιθεώρηση που πραγματοποιήθηκε από Επιθεωρητές του ΤΠ στις 11.11.2017.».
131. Όσον αφορά στη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου, στην εν λόγω επιστολή του ΤΠ σημειώνεται ότι, η εγκατάσταση βιολογικού σταθμού για τη διαχείριση των υγρών ξεπλυμάτων ενός σφαγείου δεν είναι επιβεβλημένη από το Νόμο, παρόλο που αποτελεί «την πλέον διαδεδομένη και οικονομικά συμφέρουσα επιλογή των ιδιοκτητών σφαγείων». Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται επίσης ότι τα υγρά λύματα / ξεπλύματα από τις δραστηριότητες των σφαγείων δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες ΖΥΠ του Κανονισμού 1069/2009 και διευκρινίζεται ότι η διαχείριση τους, η οποία αποτελεί ευθύνη του κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης, ρυθμίζεται από τους περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμους του 2002 έως 2013 και τους περί Βιομηχανικών Εκπομπών (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης) Νόμων του 2013 και 2016[68].
132. Όσον αφορά στον εξοπλισμό που διαθέτει η Cypra προκειμένου να προβαίνει στην επεξεργασία ζωικών αποβλήτων (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) καθώς και στη σειρά που ακολουθείται από την παραλαβή των κατά περίπτωση υλικών μέχρι και την περαιτέρω χρήση / εκμετάλλευσή τους, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από την Περιβαλλοντική Γνωμάτευση, ημερομηνίας 18/5/2011, η οποία επισυνάπτεται ως παράρτημα Β’[69] στην επιστολή του ΤΠ ημερομηνίας 11/2/2021. Στη Γνωμάτευση, η οποία έχει ως αντικείμενο την κατασκευή και λειτουργία μονάδων αερόβιας και αναερόβιας επεξεργασίας από τη Cypra, ενσωματώνονται οι όροι για το σύνολο των μονάδων επεξεργασίας αποβλήτων που αφορούσαν το έργο[70].
133. Συνοψίζοντας τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία, προκύπτει ότι στη Cypra θα παραχωρούνταν οι αιτούμενες άδειες για επεξεργασία ζωικών αποβλήτων με σκοπό την παραγωγή και ενεργειακή εκμετάλλευση βιοαερίου καθώς και την επί τόπου διαχείριση των αποβλήτων του σφαγείου της. Επιπρόσθετα, για σκοπούς που σχετίζονται με την εν λόγω δραστηριότητα, η Cypra παραλαμβάνει ζωικά υποπροϊόντα και από άλλες εγκαταστάσεις καθώς και χοιρολύματα από χοιροστάσια. Συνάγεται επομένως ότι στη Cypra δόθηκε μεταξύ άλλων η δυνατότητα επεξεργασίας των ζωικών υποπροϊόντων και άλλων εγκαταστάσεων (όπως πτηνοσφαγείων, κρεοπωλείων, κλπ) πέραν αυτών που θα παράγονταν στο δικό της σφαγείο.
134. Όσον αφορά στη λειτουργία των υπό αναφορά εγκαταστάσεων της Cypra, όπως διαπιστώνεται από τα ανωτέρω, τα υλικά που προκύπτουν από την επεξεργασία υγρών και στερεών ζωικών υποπροϊόντων σε μονάδα μεταποίησης τροφοδοτούνται σε αναερόβιους χωνευτήρες για την παραγωγή βιοαερίου, ενώ τα υδάτινα απόβλητα (πλυσίματα σφαγίου) οδηγούνται για επεξεργασία σε αερόβιο βιολογικό σταθμό. Συνάγεται επίσης ότι η λάσπη που δημιουργείται στον αερόβιο επίσης τροφοδοτείται στις μονάδες αναερόβιας επεξεργασίας.
135. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή, εστιάζοντας στα γεγονότα που διαμορφώνουν το αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα υπόθεση, και έχοντας υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που αντλήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους καθώς και τις σχετικές διατάξεις του οικείου νομοθετικού πλαισίου, προβαίνει ακολούθως σε εξέταση υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκειμένου να αντλήσει καθοδήγηση ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς στον τομέα της επεξεργασίας των ζωικών αποβλήτων που προκύπτουν από τις δραστηριότητες σφαγείων.
136. Η υπόθεση SOVION / HMG[71] αφορούσε στη συγκέντρωση των εταιρειών Sovion και Hendrix Meat Group. Η Sovion δραστηριοποιείτο στη σφαγή χοίρων και βοοειδών, στην επεξεργασία, παραγωγή και πώληση προϊόντων κρέατος, στην επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων (abattoir by-products – ΑΒΡ) και στην παραγωγή και πώληση προϊόντων από ζωικά υποπροϊόντα. Η Hendrix Meat Group δραστηριοποιείτο στη σφαγή χοίρων και στην επεξεργασία, παραγωγή και πώληση προϊόντων κρέατος.
137. Στην εν λόγω υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξετάζοντας τη σχετική αγορά, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής σημαντικά:
«During the slaughtering process, each slaughterhouse produces different abattoir byproducts (ABPs) which can either be further processed or have to be disposed of. All companies active in slaughtering produce by-products both for further processing or disposal. The volume of by-products supplied by a slaughterhouse to processing companies is directly proportional to the volume of animals slaughtered.»[72]. (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
138. Όπως επομένως προκύπτει από την εν λόγω αναφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναπτυχθεί σε σχέση με το θέμα που εξετάζεται, κάθε σφαγείο παράγει ζωικά υποπροϊόντα τα οποία είτε θα τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας είτε θα απορριφθούν. Προκύπτει επίσης ότι ο όγκος των ζωικών υποπροϊόντων που ένα σφαγείο προωθεί προς εταιρείες επεξεργασίας είναι αντιστοίχως ανάλογος με τον όγκο των σφαγιασθέντων ζώων.
140. Σε εθνικό επίπεδο, οι επίσημοι έλεγχοι στα σφαγεία και εργαστήρια κοπής αναφορικά με τα ζωικά υποπροϊόντα διενεργούνται από τις ΚΥ. Το «Εγχειρίδιο για τους επίσημους κτηνίατρους» που αφορά στους εν λόγω ελέγχους[73], αναφέρει ότι, το πρώτο βήμα πριν από κάθε ενέργεια είναι να κατηγοριοποιηθούν τα υλικά σύμφωνα με τις τρείς κατηγορίες που ορίζει ο Κανονισμός αρ. 1069/2009 για τα ζωικά υποπροϊόντα.
141. Στην υπόθεση VION / WEYL[74] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζοντας την υπό αναφορά σχετική αγορά, σημείωσε τα εξής:
«During the slaughtering process, slaughterhouses produce different abattoir by-products (“ABPs”) which can either be further processed to become suitable for human consumption ("food grade") or which have to be disposed or fed to animals ("non-food grade").
Non-food grade products may not be used for further processing into products for human consumption. They are for example processed into pet food, used for other nonfood grade applications or have to be disposed of. On the basis of EC Regulation 1774/2002 of 3 October 2002, ABPs not intended for human consumption are classified into three different categories. (i) Category 1 materials are mainly body parts of animals suspected of being infected by certain diseases (e.g. BSE); (ii) Category 2 materials cover dead animals not infected by dangerous diseases as well as animals which are not admitted for slaughtering; (iii) Category 3 materials include all other ABPs which are not used in the food/gelatine-grade sector. These are parts of slaughtered animals (e.g. blood) which could be fit for human consumption but are not used for that purpose for commercial reasons.
In previous cases the Commission identified a product market for the collection and disposal of category 1 and 2 material. Both under EU and national law, the two groups are strictly regulated. As regards the category 3 material the previous Commission's precedents considered that they might be part of the relevant product markets (i.e. bones, fat, etc.) but ultimately left the definition open.»[75] [76]
(Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
142. Στην υπόθεση SARIA / DANISH CROWN / DAKA JV[77] οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις δραστηριοποιούνταν, μεταξύ άλλων, στη χρήση ζωικών υποπροϊόντων για την παρασκευή διαφόρων προϊόντων περιλαμβανομένου του βιοντίζελ (biodiesel). Κατά την εξέταση της σχετικής αγοράς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«A.1. Collection and processing/supply of animal by-products
13. Animal by-products include all products other than meat rendered from the slaughter of animals or from fallen stock, including offal, hides and skins, blood, bones, hair and meat pieces.
14. The Parties claim in line with previous Commission decisions that the markets for animal by-products should be broadly categorised into: (i) animal by-products that can be further processed for human consumption and (ii) animal by-products only fit for other uses.
15. Products not fit for human consumption can be further broadly segmented according to the risk level of the materials and corresponding EU legislation into (i) category 1 and 2 (high-risk) materials and (ii) category 3 (low-risk) materials.
A.1.i. Differentiation between collection and processing/supply
16. In line with previous Commission decisions concerning category 3 materials, the Parties distinguish between: (a) the upstream markets for (i) the sourcing of category 1 and 2 animal by-products and (ii) the sourcing of category 3 animal by-products; and (b) the downstream markets for processed animal by-products, which could be further differentiated according to different products. These output markets would include (i) a market for the sale of category 1 and 2 meal, (ii) a market for the sale of category 1 and 2 fats, (iii) a market for the sale of category 3 fat and (iv) a market for the sale of category 3 processed animal proteins or “PAP”.
[…]
18. The Commission's market investigation broadly confirmed a distinction between the markets for the collection of animal by-products and the downstream market for the sale of processed animal by-products. Replies from respondents to the Commission's requests for information show that after collection from the slaughterhouses, all rendering companies process even the lower value category 1 and 2 products by splitting them into fats and meals. Unlike in the past, energy-intensive industries such as cement and electricity plants are today willing to pay for category 1 and 2 meals instead of demanding a charge for their disposal. The same is true, mutatis mutandis, for the higher valued category 3 animal by-products.
19. This clearly indicates that rendering companies add value to the collected products by further processing them. Hence, the collection of raw material and the sale of the processed product must be regarded as two different activities and therefore constitute separate markets.
A.1.ii. Collection of animal by-products
[…]
22. The market investigation in the present case has suggested that a basic difference does indeed exist between category 1 and 2 raw materials on the one hand and category 3 raw material on the other hand.
23. The Commission found that slaughterhouses receive a payment for the supply of the high-valued category 3 raw animal by-products. By contrast, the collection of low value category 1 and 2 raw animal by-products is essentially a service for slaughterhouses. Therefore, rendering companies request a payment from slaughterhouses for the collection of these products. Slaughterhouses are at the same time obliged to ensure the correct disposal of these products under Article 4 of the Animal by-products Regulation and national health and hygiene obligations adopted in accordance with that Regulation.
24. The Commission also found some indications that a further differentiation could be drawn between category 1 and category 2 animal by-products as the former are of higher risk level than the latter. Furthermore, while category 1 animal by-products are almost exclusively derived from the slaughter of cattle, category 2 animal byproducts are mainly derived from pigs.
[…]
26. In view of the above, it appears that a differentiation can be made at least between the collection of category 1 and 2 animal by-products on the one hand and the collection of category 3 animal by-products on the other hand. In any event, the precise product market definition can ultimately be left open as no competitive concerns arise even under the narrowest market definition.» (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
144. Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εξετασθεί συνάγεται ότι η Α&Α Σφαγεία, ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται στις υπηρεσίες σφαγής ζώων για ανθρώπινη κατανάλωση, οφείλει, σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, να διασφαλίζει την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων που δημιουργούνται από τις δραστηριότητες του σφαγείου της.
145. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Α&Α Σφαγεία δεν κατείχε την υποδομή για τη διαχείριση των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της και αναζητούσε την παροχή αυτών των υπηρεσιών από άλλες επιχειρήσεις, η σχετική αγορά θα πρέπει να καθοριστεί ως η παροχή τέτοιων υπηρεσιών προς τρίτους.
146. Ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ζωικών προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση (υπηρεσίες σφαγής), οι δύο εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παράγουν απόβλητα από τις εν λόγω δραστηριότητες τα οποία δύναται να εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες τρεις κατηγορίες, σύμφωνα με τον έλεγχο που διεξάγεται από τις ΚΥ, καθώς και υδάτινα απόβλητα.
147. Όπως ειδικότερα σημειώνεται στη Μελέτη των ΚΥ που αναφέρεται ανωτέρω, «Μόλις οι υπεύθυνοι επιχείρησης παράγουν ζωικά υποπροϊόντα ή παράγωγα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο του κανονισμού για τα ζωικά υποπροϊόντα, τα εντοπίζουν και εξασφαλίζουν ότι αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τον συγκεκριμένο κανονισμό (αρχικό σημείο) (άρθρο 4(1) καν. (ΕΚ) αριθ. 1069/2009). Συνεπώς είναι υποχρέωση τους, να τα διαχωρίζουν άμεσα, ανάλογα με την κατηγορία τους (βλπ παρακάτω), να τα έχουν σημασμένα και να τα αποστέλλουν σε μονάδα διαχείρισης εγκεκριμένη για την κατηγορία στην οποία ανήκουν.».
148. Όπως πρόσθετα αναφέρεται στην εν λόγω Μελέτη, «Το πρώτο βήμα πριν από κάθε ενέργεια με βάση τον κανονισμό για τα ζωικά υποπροϊόντα, είναι να καταταγούν τα υλικά, σε μια από τις τρείς κατηγορίες που ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009. Οι τρεις κατηγορίες διαμορφώθηκαν ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, βάσει εκτίμησης της επικινδυνότητας. […] Οι έλεγχοι πρέπει να γίνονται όπως απαιτείται για να διαπιστωθεί η συμμόρφωση των υπευθύνων των επιχειρήσεων με τις πρόνοιες της νομοθεσίας για τα ζωικά υποπροϊόντα».
149. Όσον αφορά στη συχνότητα των ελέγχων, στην υπό αναφορά Μελέτη παρατίθεται το ακόλουθο διάγραμμα :
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Καθήκον ή Αντικείμενο ελέγχου |
Έλεγχος από: |
Ελάχιστη συχνότητα των ελέγχων |
|
Στο σφαγείο |
Στο εργαστήριο κοπής |
||
Αναγνώριση και διαχωρισμός ΖΥΠ |
Οποιοσδήποτε υπάλληλος των κτηνιατρικών Υπηρεσιών που είναι υπεύθυνος ή τοποθετημένος στην εγκατάσταση. |
Καθημερινά |
Σε κάθε επίσκεψη |
Επισήμανση |
Καθημερινά |
||
Φύλαξη |
Στο τέλος της μέρας |
||
Μεταφορά και διαχείριση |
Μηνιαίως |
||
Αρχεία |
Μηνιαίως |
||
Διαχείριση αίματος |
Καθημερινά αν απορρίπτονται σφάγια, ειδικά αν γίνεται λόγω ΜΣΕ |
Δεν εφαρμόζεται |
|
Έλεγχος για το καθεστώς έγκρισης των μονάδων αποδεκτών ΖΥΠ |
Μηνιαίως |
|
|
Επιβολή |
Επίσημος Κτηνίατρος Σφαγείου ή εργαστηρίου κοπής |
Όποτε διαπιστώνονται παρατυπίες |
Όποτε διαπιστώνονται παρατυπίες |
Εξέλεγξη του υπεύθυνου μονάδος για τις διαδικασίες που ακολουθεί για τα ΖΥΠ |
Επίσημος Κτηνίατρος ΤΚΔΥ για τα σφαγεία ερυθρού κρέατος. Επίσημος Κτηνίατρος Επαρχιακού γραφείου για τα υπόλοιπα. |
Όπως καθορίζεται από την εκτίμηση του κινδύνου |
Όπως καθορίζεται από την εκτίμηση του κινδύνου |
150. Υπό το φως των ανωτέρω και έχοντας υπόψη της τα γεγονότα της προκείμενης υπόθεσης, η Επιτροπή ομόφωνα καταλήγει ότι, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, ως σχετική αγορά προϊόντος ορίζεται η αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο τα ΖΥΠ (κατηγορίας 1, 2 και 3) όσο και τα υδάτινα απόβλητα μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται στην παραγωγή ζωικών προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση και συνίστανται στις υπηρεσίες που προσφέρονται σε επιχειρήσεις που δεν κατέχουν τις δικές τους εγκαταστάσεις για την εν λόγω επεξεργασία.
Συμπέρασμα - Αξιολόγηση
151. Υπό το φως της ισχύουσας εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας και νομολογίας επί του θέματος και των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Α&Α Σφαγεία με την καταγγελία της, σε συνάρτηση με όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή καταλήγει ομόφωνα ότι ως σχετικές αγορές προϊόντων/υπηρεσιών στην παρούσα υπόθεση ορίζονται οι εξής:
i. Η αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων, στην οποία περιλαμβάνεται ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής που λαμβάνει χώρα σε ένα σφαγείο, από την αγορά των ζώντων ζώων για σκοπούς σφαγής μέχρι και τη διάθεση των παραγόμενων προϊόντων (όπως, η πώληση φρέσκου ή/και επεξεργασμένου κρέατος, κλπ.).
ii. Η αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο τα ΖΥΠ (κατηγορίας 1,2 και 3) όσο και τα υδάτινα απόβλητα μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται στην παραγωγή ζωικών προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση και συνίστανται στις υπηρεσίες που προσφέρονται σε επιχειρήσεις που δεν κατέχουν τις δικές τους εγκαταστάσεις για την εν λόγω επεξεργασία.
152. Στην αγορά i. ανωτέρω δραστηριοποιούνται τόσο η καταγγέλλουσα όσο και η καταγγελλόμενη και στην αγορά ii. δραστηριοποιείται η καταγγελλόμενη παρέχοντας τις σχετικές υπηρεσίες.
153. Ως έχει υπομνησθεί, η καταγγέλλουσα δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε θέσεις σε σχέση με τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής.
154. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά στον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς για σκοπούς ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού:
«Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει τη γεωγραφική περιοχή στην οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρουν ή ζητούν σχετικά προϊόντα, στην οποία επικρατούν αρκούντως ομοιογενείς συνθήκες ανταγωνισμού ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν οι συνέπειες της υπό έρευνα συμπεριφοράς ή συγκέντρωσης και η οποία μπορεί να διακριθεί από άλλες γεωγραφικές περιοχές, ιδίως λόγω των αισθητά διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν σε αυτές.»[78]
155. Η σχετική γεωγραφική αγορά αντιστοιχεί στην περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί δραστηριοποιούνται στην προσφορά και ζήτηση των σχετικών προϊόντων ή και υπηρεσιών, και όπου οι συνθήκες του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς, και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές διότι στις εν λόγω περιοχές οι συνθήκες του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά.
156. Ακολουθώντας την πάγια ενωσιακή νομολογία και τη σχετική πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Επιτροπή προχώρησε στον ορισμό της γεωγραφικής εμβέλειας των σχετικών αγορών, ακολουθώντας το πιο κάτω σκεπτικό:
5.2.1 Αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων & αμνοεριφίων
157. Εξετάζοντας το θέμα του ορισμού της σχετικής γεωγραφικής αγοράς για τις υπηρεσίες σφαγής, η Επιτροπή παραπέμπει καταρχάς στην προαναφερόμενη υπόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Smithfield / Pini Polonia[79]. Στην εν λόγω υπόθεση, όπου η αγορά είχε διαιρεθεί, μεταξύ άλλων, στην αγορά ζώντων χοίρων για σκοπούς σφαγής («purchase of live pigs for slaughtering») και στην πώληση φρέσκου κρέατος («production and sale of fresh pork meat and related by-products»), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξετάζοντας το θέμα του ορισμού της σχετικής γεωγραφικής αγοράς, είχε αναφέρει τα ακόλουθα:
«5.2.1. Purchase of live pigs for slaughtering
(49) In previous decisions, the Commission has considered the geographic market to be national or wider than national in scope, or consisting of a 150km or 200-300km radius around a slaughterhouse. Ultimately, the geographic market has been left open.
[…]
(52) The Commission disagrees with the Notifying Party's view that the market is wider than national for the following reasons.
(53) First, the Commission notes that when purchasing live pigs for slaughtering, a slaughterhouse generally looks for pigs available 'in the area', from farmers with whom it has a working contract.
(54) Second, the Commission notes that as per the Notifying Party's submission, according the EU Regulatory framework as regards the transport of livestock, pigs have to be given a rest after 8 hours of transport. Moreover, trucks that are transporting pigs for longer than 8 hours must dispose of a special ventilation and watering system. The absolute maximum traveling time for pigs is 24 hours. The Notifying Party further states that traders generally do not transport live pigs for slaughter for longer distances than in the event of direct purchases by slaughterhouses from farmers. Even more, as traders bear the costs of the transport between the farmers from which they purchase their pigs and the slaughterhouse to which they sell these pigs, they tend to supply slaughterhouses with pigs they purchased in the proximity of that slaughterhouse, in order to minimise these costs.
[…]
(58) Sixth, the vast majority of respondents to the market investigation confirmed that slaughter pigs are sold to/purchased by slaughterhouses in Poland. This is clearly supported by the information submitted by the Notifying Party, that exports of live pigs for slaughtering from Poland amounted to 9 000 tons which represents 0.5% of the total amount of pigs slaughtered in Poland. This effectively confirms that Polish pigs are sold to Polish slaughterhouses. Therefore, customer-supplier relationships are forged at most on a national basis, if not more locally. Most respondents also indicated that that live pigs are rarely, if ever, transported across borders, because of limits relating to animal welfare and also due to the ASF outbreak.
The replies regarding the typical distance in kilometres over which live pigs are transported varied. However, 85% of the respondents indicated a maximum transport distance of less than 300 kilometres, and all respondents to the market investigation confirmed that the typical time for transporting live pigs was less than 8 hours, due to transport costs and weight loss during transportation.
(59) In light of the above and based on the results of the market investigation, the Commission considers that the geographic market for the purchase of live pigs for slaughtering in Poland is likely national or narrower than national […]. […]
5.2.2. Sale of fresh pork meat for direct human consumption
(61) In previous decisions, the Commission has considered the geographic market to be national, wider than national or EU-wide in scope, but has ultimately left the market definition open.
[…]
(63) The results of the market investigation indicate that while fresh meat does travel to some extent and that there are cross-border sales of fresh meat, in Poland the majority of fresh meat appears to be of Polish origin. Based on the replies from Polish producers of fresh pork meat, more than 75% of their sales are to customers in Poland; based on the replies from purchasers of fresh pork meat located in Poland, the vast majority source more than 50% of their fresh pork meat from suppliers in Poland. There were mixed results as to the importance of the origin of fresh meat to Polish consumers, therefore no conclusion can be drawn on this point.
(64) In light of the above and based on a preliminary analysis, the Commission's investigation has shown a sufficient number of indications suggesting the existence of a possible Polish market for the sale of fresh pork meat for direct human consumption (including its sub-segments retail and OOH). If this market were considered to be wider than national, the Proposed Transaction would not give rise to a horizontally affected market or threaten to significantly affect competition. […] the Commission has reached the conclusion that the geographic market definition can be left open for the purposes of this decision, leaving it to UOKiK to investigate the matter further.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
158. Η Επιτροπή, εξετάζοντας τα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης υπό το φως της ως άνω νομολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαπιστώνει εν πρώτοις τις συγκλίσεις που υπάρχουν ως προς τα πραγματικά δεδομένα που συνθέτουν τη δομή της αγοράς τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλα κράτη μέλη, παρά τις διαφοροποιήσεις που εκ των πραγμάτων υφίστανται. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ως άνω υπόθεση, η σχετική γεωγραφική αγορά για την αγορά ζώντων χοίρων που προορίζονταν για σφαγή στην Πολωνία θεωρήθηκε ότι ήταν εθνική ή ακόμη και στενότερη. Όσον αφορά στις δραστηριότητες που αφορούσαν την αγορά πώλησης φρέσκου χοιρινού κρέατος για άμεση κατανάλωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι υπήρχαν ικανοποιητικές ενδείξεις ότι η σχετική γεωγραφική αγορά ήταν επίσης εθνική. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και δεδομένης της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου, μιας νησιωτικής χώρας που δεν έχει άμεση σύνδεση με κάποια άλλη και όπου η οποιαδήποτε εξαγωγή ζώντων χοίρων ή/και αμνοεριφίων για σκοπούς σφαγής εκτός Κύπρου ή και η εξαγωγή φρέσκου κρέατος για άμεση κατανάλωση, και αντίστροφα, η εισαγωγή ζώντων ζώων ή και φρέσκου κρέατος για τους σκοπούς αυτούς, καθίσταται ουσιαστικά ανέφικτη. Λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τους περιορισμούς που υφίστανται για το χρόνο μεταφοράς των ζώντων ζώων και των λοιπών περιοριστικών παραγόντων που παρατίθενται στην ως άνω απόφαση συνάγεται ότι, τόσο η πώληση ζώντων ζώων για σκοπούς σφαγής όσο και η πώληση φρέσκου κρέατος για άμεση κατανάλωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν σε αγορά ευρύτερη της εθνικής.
159. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή υπογραμμίζει παράλληλα ότι, για τους λόγους που έχουν ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο του ορισμού της σχετικής αγοράς προϊόντος/υπηρεσίας, η υπό αναφορά αγορά ορίσθηκε σε γενικότερο πλαίσιο κατά τρόπο που να καλύπτει ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής ενός σφαγείου που δραστηριοποιείται στη σφαγή χοίρων και αμνοεριφίων. Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει με την ενωσιακή νομολογία, στην εν λόγω αγορά περιλαμβάνεται το σύνολο των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε ένα σφαγείο, από την αγορά των ζώντων ζώων μέχρι και την πώληση του παραγόμενου προϊόντος.
160. Όπως επιπρόσθετα έχει σημειωθεί, στο πλαίσιο εξέτασης της σχετικής αγοράς προϊόντος / υπηρεσιών, κατά την περίοδο 2014 - 2019 στην Κύπρο δραστηριοποιούνταν τα ακόλουθα τέσσερα σφαγεία[80]:
(α) Cypra, στους Άγιους Ηλιόφωτους της επαρχίας Λευκωσίας, με δραστηριότητα στα βοοειδή, χοίρους και αμνοερίφια.
(β) Α&Α Σφαγεία, στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας της επαρχίας Λευκωσίας, με δραστηριότητα σε χοίρους και αμνοερίφια.
(γ) ΒΙΟΤΑΤ ΛΤΔ[81], στους Αγίους Τριμιθιάς της επαρχίας Λευκωσίας, με δραστηριότητα σε χοίρους και αμνοερίφια.
(δ) Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς[82], στην Πόλη Χρυσοχούς της επαρχίας Πάφου, με δραστηριότητα στα αμνοερίφια.
161. Προκύπτει συνεπώς ότι, κατά την υπό αναφορά περίοδο οι υπηρεσίες σφαγής παρέχονταν, όσον αφορά: (α) στους χοίρους, από τα τρία σφαγεία της επαρχίας Λευκωσίας, ενώ όσον αφορά (β) στα αμνοερίφια, οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονταν και από το σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς της επαρχίας Πάφου.
162. Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, η Επιτροπή σημειώνει επιπρόσθετα ότι, τα μερίδια αγοράς που παρουσιάζονται στο παράρτημα Ι της επιστολής των ΚΥ ημερομηνίας 8/11/2019, δεικνύουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σφαγών λαμβάνει χώρα στα πρώτα τρία υπό αναφορά σφαγεία τα οποία βρίσκονται στην επαρχία Λευκωσίας. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το ότι το σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς δραστηριοποιείται μόνο στη σφαγή αμνοεριφίων καθώς και την αναφορά στην ιστοσελίδα του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς ότι το εν λόγω σφαγείο εξυπηρετεί τους κρεοπώλες της επαρχίας Πάφου, συνάγεται ότι τα υπό αναφορά σφαγεία της επαρχίας Λευκωσίας εξυπηρετούν το σύνολο της εθνικής αγοράς.
163. Στην επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2019 η καταγγέλλουσα σημειώνει επί αυτού ότι, από τα στοιχεία των ΚΥ, διαπιστώνεται ότι τόσο η Cypra όσο και η Α&Α Σφαγεία μπορούν να εξυπηρετούν πελάτες σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
164. Αντλώντας καθοδήγηση από την πάγια ενωσιακή νομολογία και την πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Επιτροπή προχώρησε στον ορισμό της γεωγραφικής εμβέλειας της υπό αναφορά σχετικής αγοράς προϊόντος/υπηρεσίας, βασιζόμενη κυρίως στα πιο κάτω κριτήρια, ήτοι:
§ Στο γεγονός ότι και τα τρία υπό αναφορά σφαγεία της επαρχίας Λευκωσίας κατά την περίοδο που εξετάσθηκε δραστηριοποιούνταν στην αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων και εξυπηρετούσαν όλους τους τρίτους που περιλαμβάνονται στην αλυσίδα παραγωγής (προμήθεια ζώντων ζώων από κτηνοτρόφους στην ανάντη αγορά, πώληση σφαγέντων ζώων σε κρεοπώλες, κλπ, στην κατάντη αγορά), χωρίς περιορισμούς που να προκύπτουν από τη γεωγραφική τους τοποθεσία, καλύπτοντας το σύνολο της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
§ Στο γεγονός ότι τόσο οι κτηνοτρόφοι όσο και οι λιανέμποροι, οι οποίοι βρίσκονται διάσπαρτοι σε ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχουν πρόσβαση και οι μεν προμηθεύουν τα προϊόντα τους (εν προκειμένω, ζώντα ζώα) οι δε προμηθεύονται τα παραγόμενα από τα σφαγεία προϊόντα, χωρίς περιορισμούς που να προκύπτουν από τη γεωγραφική τοποθεσία τους.
165. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή ομόφωνα καταλήγει στο συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει και προκαταρτικά, ότι, ως γεωγραφική αγορά για τη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων ορίζεται το σύνολο της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
166. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η καταγγέλλουσα δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε θέσεις ως προς τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής.
5.2.2 Αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους
167. Η Επιτροπή προβαίνει ακολούθως σε διερεύνηση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς για τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) και για το σκοπό αυτό εξετάζει σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
168. Στην υπόθεση VION/ WEYL[83], εξετάζοντας την αγορά για τα ζωικά υποπροϊόντα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε τα εξής:
«In previous cases the Commission identified a geographic market that is at most national as the category 1 and 2 materials may not be exported and need to be processed in the area where they originate from. National regulations require slaughterhouses to supply category 1 and 2 material for disposal to a specific rendering plant that holds an exclusive license. In the Netherlands, and certain regions of Germany, Vion companies hold exclusive licenses (subsidiaries Rendac and SNP). The activities of and prices paid to Rendac and SNP are subject to governmental control.» (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
169. Ομοίως, στην υπόθεση SARIA / DANISH, CROWN / DAKA JV[84], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα όσον αφορά στη δραστηριότητα που σχετίζεται με τη συλλογή – για σκοπούς επεξεργασίας – ζωικών υποπροϊόντων :
«B.1.i. Collection of animal by-products
41. The Parties support the Commission's previous finding that the markets for the collection of category 1, 2 and 3 animal by-products can be viewed as national in scope due to export restrictions and transport costs. In any event, in previous decisions the Commission has always left the market definition open.
42. As regards category 1 and 2 animal by-products, market participants generally only source these raw materials in the Member State where they are located. This is mainly caused by the restrictions imposed on cross-border trade of these materials under Article 48 of the Animal by-products Regulation.
43. However, the Commission found in its market investigation certain indications that markets for the collection of animal by-products could be broader than national. Firstly, the majority of respondents to the Commission's requests for information stated that although applying for and obtaining a permission to export category 1 and 2 animal by-products can be very cumbersome, especially for small companies, it is certainly not impossible. Likewise, the Parties confirmed that a subsidiary of Daka and also some Swedish companies export category 1 and 2 animal by-products from Sweden to Denmark and Germany, while Vion, a competitor of Old Daka, collects these products in Denmark while processing them in Germany.
44. With regard to category 3 products, a number of market participants confirmed that cross-border sales are relatively frequent. Likewise, some rendering companies consider players active in different Member States as actual or potential competitors.
45. For the purposes of the competitive assessment in this case, it appears that category 3 animal by-products cross-border trade is generally limited to a region encompassing the agricultural centres of Northern Germany, the Netherlands, Poland and Denmark, and possibly also Sweden, not least due to time restrictions for the processing of raw materials and the impact of transport costs on the product price. At the very least, almost all market participants regularly referred to Denmark, the Netherlands and Germany as the three countries between which category 3 products are quite regularly traded. […]». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
170. Στην προαναφερόμενη υπόθεση Smithfield / Pini Polonia[85], όπου τα μέρη μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν στην προμήθεια ζωικών υποπροϊόντων «Supply of animal by-products», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αναφέρει τα εξής:
«5.2.5. Supply of animal by-products ("ABPs")
(76) In previous decisions, the Commission has found indications of the geographic market being national in scope but ultimately left the market definition open.
[…]
(78) The majority of respondents to the market investigation indicated that the geographic market for ABPs is national.
(79) The Commission also notes that in the most recent case where this market was assessed by the Commission, M.7565 – Danish Crown / Tican, the contacts with market participants indicated that, as ABPs need to be very fresh and chilled in order to be processed, the sourcing of ABPs might be limited in distance. The Commission considered that the market investigation had shown a sufficient number of indications suggesting the existence of a national market in Denmark.
(80) In light of the above and based on a preliminary analysis, the Commission's investigation has shown a number of indications suggesting the existence of a possible Polish market for the sale of ABPs. If this market were considered to be wider than national, the Transaction would in any case not give rise to a horizontally affected market or threaten to significantly affect competition.
(81) Although on the basis of information submitted by the Notifying Party, the combined market share of the Parties in Poland would remain relatively limited (see recital (117) below), this market may warrant closer scrutiny given that it is directly downstream from that of the purchase of live pigs for slaughtering where the Proposed Transaction threatens to significantly affect competition. […] Hence, the Commission has reached the conclusion that the geographic market definition can be left open for the purposes of this decision, leaving it to UOKiK to investigate the matter further.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
171. Όπως εύλογα συνάγεται από το σκεπτικό που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις ως άνω υποθέσεις, και ως έχει ήδη αναφερθεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η δραστηριότητα που αφορά στη διαχείριση ζωικών υποπροϊόντων δύναται να διαχωριστεί μεταξύ αφενός αυτών που εμπίπτουν στις ΚΑΤ 1 και 2 και αφετέρου αυτών που εμπίπτουν στην ΚΑΤ3, ενώ ταυτόχρονα περαιτέρω διαχωρισμός διενεργείται μεταξύ των υπηρεσιών συλλογής (για σκοπούς επεξεργασίας) από τη μία πλευρά και της πώλησης των επεξεργασμένων προϊόντων από την άλλη. Συνακόλουθα, το σκεπτικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς διαμορφώθηκε με γνώμονα τις συγκεκριμένες υπό τις περιστάσεις παραμέτρους, ενώ λήφθηκε επίσης υπόψη η απόσταση / προσβασιμότητα μεταξύ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και των γειτονικών, ως προς αυτό, χωρών.
172. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην υπόθεση Vion αξιολογώντας τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας, έλαβε υπόψη της τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης και ειδικότερα ότι, μεταξύ άλλων, ορισμένες επιχειρήσεις εξάγουν ζωικά υποπροϊόντα κατηγορίας 1 και 2 από τη Σουηδία στη Δανία και τη Γερμανία, ενώ η Vion παραλαμβάνει αυτά τα προϊόντα στη Δανία και τα επεξεργάζεται στη Γερμανία.
173. Όσον αφορά στα ΖΥΠ κατηγορίας 3, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημείωσε ότι, στη βάση της έρευνας που είχε διενεργηθεί, φάνηκε ότι λάμβαναν χώρα συχνές διασυνοριακές πωλήσεις. Σημείωσε επίσης ότι ορισμένες εταιρείες επεξεργασίας θεωρούν ως ανταγωνιστές τους εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Για σκοπούς αξιολόγησης της υπόθεσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι το διασυνοριακό εμπόριο για ζωικά υποπροϊόντα ΚΑΤ3 περιορίζεται σε μία περιοχή που περιλαμβάνει τα αγροτικά κέντρα της Βορείου Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Πολωνίας, της Δανίας και πιθανώς της Σουηδίας, για λόγους που σχετίζονται και με τους χρονικούς περιορισμούς που υφίστανται για την επεξεργασία των πρώτων υλών καθώς και την επίδραση του κόστους μεταφοράς στην τιμή του προϊόντος.
174. Όπως επισημάνθηκε και στο πλαίσιο εξέτασης της γεωγραφικής αγοράς για την αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής, η γεωγραφική θέση της Κύπρου, ως νησιωτική χώρα που δεν έχει άμεση σύνδεση με κάποια άλλη, καθιστά την πιθανότητα εξαγωγής ζωικών υποπροϊόντων για σκοπούς επεξεργασίας εκτός Κύπρου, και αντίστροφα, της εισαγωγής των εν λόγω υλικών για τους σκοπούς αυτούς, ενδεχομένως ανέφικτη. Το συμπέρασμα αυτό ισχυροποιείται αν ληφθούν ειδικότερα υπόψη οι περιορισμοί που υφίστανται σε σχέση με τον κατάλληλο χρόνο και τρόπο μεταφοράς των εν λόγω υλικών προκειμένου να παραμένουν φρέσκα υπό τις κατάλληλες θερμοκρασίες, αλλά και άλλων ανασταλτικών παραγόντων, όπως το κόστος μεταφοράς. Όπως αναφέρθηκε στην ως άνω απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «as ABPs need to be very fresh and chilled in order to be processed, the sourcing of ABPs might be limited in distance.».
175. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή λαμβάνει παράλληλα υπόψη τις αναφορές του ΤΠ σε σχέση με το ότι η εξαγωγή ζωικών υποπροϊόντων ενδεχομένως να μην αποτελεί δόκιμη πρακτική για τις εταιρείες που παράγουν ζωικά υποπροϊόντα στην Κύπρο. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην επιστολή του ΤΠημερομηνίας 11/2/2021, η εξαγωγή ΖΥΠ στο εξωτερικό ενδεχομένως να μην αποτελεί λύση καθότι το κόστος μεταφοράς θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα ασύμφορο.
176. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή λαμβάνει επιπρόσθετα υπόψη την επιστολή της καταγγελλόμενης, ημερομηνίας 3/3/2020, στην οποία αναφέρεται ότι γενικά, τα υλικά που εμπίπτουν στην ΚΑΤ3 πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία εντός στενού χρονικού πλαισίου από την παραγωγή τους, αλλιώς αυτόματα υποβιβάζονται, και συνακόλουθα τυγχάνουν επεξεργασίας, ως υλικά ΚΑΤ2[86].
177. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή σημειώνει παράλληλα ότι από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει πως κατά την περίοδο που εξετάζεται, στην Κύπρο, εκτός από τη Cypra, οι μόνες εγκαταστάσεις που είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν υπηρεσίες επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων προς τρίτους ήταν αυτές της εταιρείας Sigan, στην Κοφίνου. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η εν λόγω εταιρεία έχει τη δυνατότητα για επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων όλων των κατηγοριών (ήτοι, ΚΑΤ 1, 2 και 3).
178. Δεδομένων των στενών χρονικών περιθωρίων που υφίστανται για τη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων ενός σφαγείου, λαμβανομένης υπόψη και της φύσης των εν λόγω υλικών η οποία επιβάλλει την επεξεργασία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα από την παραγωγή τους, σε συνδυασμό με το ότι η Κύπρος είναι νησιωτική χώρα αρκετά απομακρυσμένη από άλλα κράτη, εύλογα συνάγεται ότι η εναλλακτική της προώθησης για επεξεργασία ΖΥΠ εκτός Κύπρου ενδεχομένως να μην αποτελεί επιθυμητή επιλογή, λαμβανομένου υπόψη του κόστους μεταφοράς και των δυσκολιών ως προς την τήρηση των χρονικών περιορισμών που υφίστανται μεταξύ παραγωγής και επεξεργασίας σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις διατήρησης / συντήρησής τους.
179. Η θέση αυτή σχετίζεται με τα στάδια που ακολουθούνται προκειμένου για την ορθολογική διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων ενός σφαγείου, και υπογραμμίζεται πως εφαρμόζονται mutatis mutandis και όσον αφορά στις υπηρεσίες επεξεργασίας των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου. Ωστόσο, δεδομένης της φύσης και του όγκου των υδάτινων υλικών, εξυπακούεται ότι το ενδεχόμενο προώθησής τους για επεξεργασία στο εξωτερικό δεν εξετάσθηκε. Σε κάθε περίπτωση, ούτε από την έρευνα προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να παραπέμπει σε τέτοιο ενδεχόμενο αλλά ούτε και υποδείχθηκε ως τέτοιο από τα εμπλεκόμενα μέρη.
180. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, υπηρεσίες επεξεργασίας των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου στην Κύπρο, πρόσθετα από τη Cypra, είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν σε τρίτους η εταιρεία Animalia Genetics Ltd (εφεξής και «Animalia»), όσον αφορά στη λάσπη αερόβιου, και ο Σταθμός Επεξεργασίας Βιομηχανικών Αποβλήτων Βαθιάς Γωνιάς (εφεξής και «Σταθμός Βαθιάς Γωνιάς») – ο οποίος τελεί υπό την ευθύνη του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων – όσον αφορά στα πλυσίματα ενός σφαγείου.
181. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναλύονται ανωτέρω υπό το φως της σχετικής ενωσιακής νομολογίας και των στοιχείων που συλλέχθηκαν κατά την έρευνα, η Επιτροπή καταλήγει ομόφωνα ότι για τους σκοπούς της παρούσας καταγγελίας ως γεωγραφική αγορά για τη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών διαχείρισης ζωικών αποβλήτων προς τρίτους ορίζεται η επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
182. Ως έχει ήδη υπομνησθεί, η καταγγέλλουσα δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε θέσεις ως προς την προκαταρκτική απόφαση της Επιτροπής.
6. ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ
183. Βάσει του άρθρου 35(1) και (2) του Νόμου ως ίσχυε τότε (νυν άρθρο 44 του Νόμου), δικαίωμα καταγγελίας πιθανολογούμενων παραβάσεων του Νόμου έχει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
184. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αναφορά στη θέση της καταγγελλόμενης σύμφωνα με την οποία η Α&Α Σφαγεία δεν είχε έννομο συμφέρον να προχωρήσει με την καταγγελία.
185. Όπως ειδικότερα υποστήριξε η Cypra, η καταγγέλλουσα λειτουργεί εκτός των κειμένων νομικών απαιτήσεων για εξασφάλιση των απαιτούμενων αδειών και ακολουθεί παράνομες και επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία πρακτικές. Σύμφωνα με την επιστολή των νομικών της εκπροσώπων ημερομηνίας 14/11/2019, η Α&Α Σφαγεία παραβιάζει την πολεοδομική άδεια του σφαγείου της, ενώ λειτουργεί χωρίς οικοδομική άδεια και άδεια απόρριψης αποβλήτων. Καταλήγοντας στην εν λόγω επιστολή η καταγγελλόμενη υποστηρίζει πως κατανοεί ότι, «[…] η απουσία εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της A&A δεν αποστερεί την ΕΠΑ από τη δυνατότητα να προχωρήσει αυτεπαγγέλτως στην παρούσα έρευνα […]».
186. Με την επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020 η καταγγελλόμενη υπέβαλε επίσης τα εξής: «[…] επιθυμούμε όπως αναφέρουμε ότι η Καταγγελία εναντίον της εταιρείας μας […] είναι ξεκάθαρα καταχρηστική και/ή παράτυπη και/ή εκβιαστικής φύσεως και/ή επιχειρεί στοχευμένα να πλήξει τα συμφέροντα της Εταιρείας. Επίσης, η εν λόγω Καταγγελία δεν αποκαλύπτει ή στοιχειοθετεί οποιαδήποτε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού ή οποιουδήποτε άλλου κλάδου δικαίου. Εντύπωση προκαλεί δε η παντελής απουσία αναφοράς σε σχετικά άρθρα του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (Ν. 13(Ι)/2008), ως έχει τροποποιηθεί, ούτε σε σχετικά Άρθρα της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή πώς αυτά παραβιάζονται.».
187. Η Επιτροπή, εξετάζοντας τους ως άνω ισχυρισμούς της καταγγελλόμενης, επιθυμεί να παραπέμψει στο προαναφερόμενο άρθρο 35 του Νόμου ως ίσχυε τότε (άρθρο 44 του Νόμου) και να επαναλάβει αυτά που έχουν ήδη σημειωθεί, ότι δηλαδή, κατά τη συνεδρία της στις 19/9/2019, υπό την προηγούμενή της σύνθεση, αφού εξέτασε την καταγγελία, αποφάσισε ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες ήταν ικανοποιητικές για εξέταση αυτής και ενεργώντας στη βάση των υπό αναφορά διατάξεων αποφάσισε τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας σε σχέση με πιθανολογούμενες παραβάσεις του άρθρου 6 του Νόμου ως ίσχυε τότε (νυν άρθρο 6 του Νόμου).
188. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι, η κατοχή των εκάστοτε απαιτούμενων αδειών από ένα νομικό πρόσωπο προκειμένου να λειτουργεί υπό συγκεκριμένη ιδιότητα δεν αποτελεί προϋπόθεση για εφαρμογή του Νόμου. Ως προαναφέρεται, μοναδική προϋπόθεση για υποβολή καταγγελίας βάσει του άρθρου 35 του Νόμου ως ίσχυε τότε (άρθρο 44 του Νόμου) είναι ο καταγγέλλων να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
189. Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, η Επιτροπή σημειώνει τις θέσεις που προβάλλονται στην καταγγελία της Α&Α Σφαγεία και αφορούν στο ότι ο τερματισμός της συνεργασίας των δυο μερών από την καταγγελλόμενη συνιστούσε προσπάθεια δημιουργίας αδιεξόδου που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο του σφαγείου της. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, αναφερόμενη στις επιστολές ημερομηνίας 17/7/2019 και 21/7/2019 της καταγγελλόμενης με τις οποίες της ανακοινώθηκε ο οριστικός τερματισμός της συνεργασίας και οι λόγοι που κατά την καταγγελλόμενη οδήγησαν σε αυτή της την απόφαση:
«29. Κανείς από τους λόγους που επικαλείται η καταγγελλόμενη δεν συντρέχει. Οι λόγοι που προβάλλονται για ακύρωση της συμφωνίας είναι προφάσεις. Είναι πασιφανές από την όλη προϊστορία στην συμπεριφορά της καταγγελλόμενης ότι έχει πληροφορηθεί για την πρόθεση της καταγγέλλουσας να κάνει δικό της σταθμό επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων και προσπαθεί να την στραγγαλίσει με άμεση διακοπή παραλαβής εκ μέρους της των ζωικών αποβλήτων ώστε οι κτηνιατρικές υπηρεσίες να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να κλείσουν το σφαγείο της καταγγέλλουσας με άμεσο αποτέλεσμα να εξαφανιστεί ο κύριος ανταγωνιστής της καταγγελλόμενης σε επίπεδο σφαγής ζώων.
30. Ενδεικτικά επισυνάπτεται ως Παράρτημα 13 κατάλογος που η ίδια η καταγγελλόμενη επισυνάπτει σε δικό της τιμολόγιο προς την καταγγέλλουσα ημερ. 30/4/19. Ο εν λόγω κατάλογος εκδόθηκε από τις κτηνιατρικές υπηρεσίες και αφορά τον Μάρτιο 2019. Από εκεί προκύπτει ότι μόνο σε ένα μήνα η καταγγέλλουσα έσφαξε {.....} ζώα και αυτή περίπου είναι η μηνιαία συνεισφορά της στην αγορά κρέατος της Κύπρου. Αν η καταγγέλλουσα κλείσει το σφαγείο της είναι πρόδηλος ο αντίκτυπος τόσο στην αγορά κρέατος όσο βεβαίως και στους εμπόρους, κτηνοτρόφους και το προσωπικό ακόμη της καταγγέλλουσας που εργάζεται στο σφαγείο.».
190. Ως έχει υπομνησθεί, στην υπό κρίση υπόθεση τα δύο εμπλεκόμενα μέρη συνιστούν ανταγωνίστριες στην αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων. Όπως επίσης αναλύεται ανωτέρω, κάθε σφαγείο έχει την υποχρέωση όπως εξασφαλίζει την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων που προκύπτουν από τις εργασίες του. Σε αυτή τη βάση, και δεδομένου ότι η καταγγέλλουσα δεν είχε τον εξοπλισμό που απαιτείτο για την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της, συνεργάστηκε με την καταγγελλόμενη η οποία, ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται παράλληλα στην παροχή υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους, της παρείχε τις σχετικές υπηρεσίες.
191. Όπως υποστηρίζει η καταγγέλλουσα, η συνεργασία της με την καταγγελλόμενη της εξασφάλιζε την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και συνακόλουθα, την απρόσκοπτη λειτουργία του. Όπως ειδικότερα υπέβαλε με την καταγγελία της:
«23. Με αυτή την συμφωνία, εξασφαλίστηκε η ομαλή λειτουργία του σφαγείου της καταγγέλλουσας μέχρι 31/12/2021. Τυχόν αδυναμία διαχείρισης των ζωικών αποβλήτων έστω και για μια ημέρα οδηγεί αναπόφευκτα στο κλείσιμο του σφαγείου την ίδια ημέρα δεδομένου ότι οι κτηνιατρικές υπηρεσίες δεν μπορεί να επιτρέψουν την σφαγή έστω και ενός ζώου χωρίς να υπάρχει διευθέτηση του χειρισμού των αποβλήτων που θα προκύψουν.».
192. Στη βάση των όσων αναφέρονται ανωτέρω, και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες της ισχύουσας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί της υποχρέωσης των Φορέων Εκμετάλλευσης σφαγείων αναφορικά με την ορθολογική διαχείριση των υπό αναφορά υλικών, θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της εταιρείας Α&Α Σφαγεία για υποβολή της υπό εξέταση καταγγελίας, δεδομένης της αδυναμίας της, κατά τον ουσιώδη χρόνο, να παρέχει η ίδια τις υπηρεσίες αυτές για τις ανάγκες του σφαγείου της, με αποτέλεσμα ενέργειες όπως ο τερματισμός της συνεργασίας από μέρους της καταγγελλόμενης να δύναται να τη θέσουν σε δυσμενή στον ανταγωνισμό θέση.
193. Ως εκ τούτου η Α&Α Σφαγεία, εφόσον αποτελεί νομικό πρόσωπο που, με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης, δύναται να επηρεάζεται άμεσα από τις ενέργειες της καταγγελλόμενης η οποία κατά την περίοδο που εξετάζεται της παρείχε τις υπό εξέταση υπηρεσίες, πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου για υποβολή της καταγγελίας.
194. Το άρθρο 2 του Νόμου (άρθρο 2 του Νόμου ως ίσχυε τότε) ορίζει ως «επιχείρηση» κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του.
195. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια επιχείρηση στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνει «κάθε οντότητα που ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες», ανεξάρτητα από τη νομική της υπόσταση και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτείται.[87] Επιπλέον, ο όρος «οικονομικής φύσεως δραστηριότητα» εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, ενώ είναι αδιάφορο αν οι δραστηριότητες έχουν σκοπό το κέρδος.[88] Ο φορέας που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένο υποκείμενο δικαίου αλλά έχει την έννοια οποιουδήποτε φορέα ασκεί οικονομικής φύσης δραστηριότητες. Συνεπώς, είναι αδιάφορο κατά πόσον ο φορέας που ασκεί δραστηριότητες οικονομικής φύσης υπάγεται στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα ή σε τομέα μεικτής οικονομίας και ο χαρακτηρισμός μιας συγκεκριμένης οντότητας ως επιχείρησης εξαρτάται αποκλειστικά από τη φύση των δραστηριοτήτων που ασκεί[89].
196. Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη επιχείρησης υπό το πρίσμα του δικαίου ανταγωνισμού: (α) αυτονομία οικονομικής δράσης και (β) πλήρης ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα[90]. Ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης, η επιδίωξη κέρδους από αυτήν ή ο τρόπος χρηματοδότησής της δεν αποτελούν στοιχεία προσδιοριστικά της έννοιας της επιχείρησης[91].
197. Στην απόφαση Pavel Pavlov κ.λπ. και Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten, το ΔΕΕ ανέφερε τα εξής σχετικά: «Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, στην έννοια της επιχειρήσεως υπάγεται κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του φορέα αυτού και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του […].
Εν προκειμένω, πάλι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά […].»[92].
198. Με άλλα λόγια, η έννοια της επιχείρησης κατά το Νόμο και τη νομολογία καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ήτοι, δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά ενώ είναι αδιάφορο αν οι δραστηριότητες έχουν σκοπό το κέρδος. Ο φορέας που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένο υποκείμενο δικαίου αλλά έχει την έννοια οποιουδήποτε φορέα ασκεί οικονομικής φύσεως δραστηριότητες.
199. Βάσει όλων όσων προαναφέρθηκαν, της σχετικής νομοθεσίας και της νομολογίας του ΔΕΕ, η καταγγελλόμενη εταιρεία Cypra, η οποία δραστηριοποιείται τόσο στη σφαγή ζώων για εμπορικούς σκοπούς όσο και στην παροχή υπηρεσιών επεξεργασίας αποβλήτων προς τρίτους (περιλαμβανομένων των σφαγίων), για τις οποίες λαμβάνει από τους κατά περίπτωση συνεργάτες της αμοιβή στη βάση χρεώσεων που η ίδια επιβάλλει, αποτελεί επιχείρηση, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο Νόμο, εφόσον οι υπό αναφορά υπηρεσίες συνιστούν καθόλα εμπορικής φύσεως δραστηριότητες.
7. ΚΑΤ’ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
200. Ως έχει ήδη αναφερθεί, αντικείμενο εξέτασης στην προκείμενη υπόθεση είναι οι πιθανολογούμενες, στη βάση των ζητημάτων που εγείρονται στην καταγγελία, παραβάσεις του άρθρου 6 [άρθρα 6(1) και 6(2)] του Νόμου.
201. Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εξετασθεί, οι δυο εταιρείες, οι οποίες συνιστούν ανταγωνίστριες στον τομέα της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων, διατηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο συνεργασία σύμφωνα με την οποία η Cypra παρείχε υπηρεσίες επεξεργασίας των ζωικών αποβλήτων (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) που προέκυπταν από τη λειτουργία του σφαγείου της καταγγέλλουσας.
202. Η καταγγέλλουσα, όπως ισχυρίζεται, ήταν πλήρως εξαρτημένη από την καταγγελλόμενη όσον αφορά στην επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της. Διευκρινίζεται ότι η συνεργασία των δύο εταιρειών σε κάποιο στάδιο επεκτάθηκε και στην επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων (πλυσιμάτων) του σφαγείου της Α&Α Σφαγεία. Όπως σχετικά υποστήριξε η καταγγέλλουσα[93], λόγω τεχνικών προβλημάτων που παρουσιάσθηκαν στον αερόβιο σταθμό της προχώρησε σε συμφωνία με τη Cypra η οποία προνοούσε επιπρόσθετα την παροχή υπηρεσιών επεξεργασίας υδάτινων αποβλήτων, παραπέμποντας στο παράρτημα 7 της καταγγελίας, ήτοι στη Συμφωνία της 15/4/2019. Λόγω της καταχρηστικής και αναιτιολόγητης, κατά τον ισχυρισμό της, διακοπής της εν λόγω συμφωνίας, η Α&Α Σφαγεία «υποχρεώθηκε να αναζητήσει άλλες επιλογές (συγκεκριμένα στον Σταθμό Επεξεργασίας Βαθιάς Γωνιάς και στην Animalia Genetics Ltd – Μαρκί), οι οποίες συνεπάγονταν αυξημένο κόστος.».
203. Συνοψίζοντας, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι η καταγγέλλουσα επικαλείται, κατά κύριο λόγο, τα ακόλουθα:
(i) την καταχρηστική και αδικαιολόγητη διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών από μέρους της Cypra η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της παροχής των υπηρεσιών διαχείρισης των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της από μέρους της Cypra. Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, η συμπεριφορά της καταγγελλόμενης, και κατά κύριο λόγο η διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας με άμεση διακοπή της παραλαβής των ζωικών της αποβλήτων, συνιστούσε προσπάθεια δημιουργίας αδιεξόδου, υποβάλλοντας ότι, τυχόν αδυναμία διαχείρισης των υπό αναφορά αποβλήτων έστω και για μια ημέρα οδηγεί αναπόφευκτα σε κλείσιμο του σφαγείου αυθημερόν, προς ζημιά των καταναλωτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καταγγέλλουσα ήγειρε ζήτημα απουσίας ισοδύναμων εναλλακτικών λύσεων, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε για αυτήν παρά μόνο μια εναλλακτική λύση, η οποία όμως ήταν δύσκολα εφικτή λόγω απόστασης και τιμών. Όπως μάλιστα υπέβαλε, το αισθητά αυξημένο κόστος με το οποίο επιβαρύνθηκε εξαιτίας της μεταστροφής της σε τρίτους για παροχή των υπό αναφορά υπηρεσιών της δημιούργησε ένα σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι της καταγγελλόμενης στην αγορά της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων όπου οι δύο εταιρείες είναι ανταγωνίστριες[94].
(ii) την επιβολή αυξήσεων στα τέλη επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων από τη Cypra, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ των δύο εταιρειών. Όπως υποστηρίζει η Α&Α Σφαγεία, μέσω των αυξήσεων στα τέλη επεξεργασίας η Cypra την έθεσε σε δυσμενή θέση έναντι αυτής, εξαιτίας του αυξημένου κόστους.
(iii) την προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ τους για αύξηση στα τέλη σφαγής.[95]
204. Στο πλαίσιο που διαγράφεται από τα ανωτέρω και προκειμένου η Επιτροπή να προβεί σε διερεύνηση των πιθανολογούμενων παραβάσεων του Νόμου υπό το πρίσμα του άρθρου 6(1) αυτού, θα πρέπει εν πρώτοις να διερευνηθεί εν πρώτοις η ισχύς της καταγγελλόμενης εταιρείας στις σχετικές αγορές προϊόντος / υπηρεσιών, και ειδικότερα, η πιθανότητα ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης από μέρους της σε αυτές.
7.1 Δεσπόζουσα Θέση
205. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου:
«6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης, που κατέχει ή κατέχουν στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, η οποία κατάχρηση δύναται να συνίσταται ιδίως-
(α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτών·
(γ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό·
(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεως τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.»
206. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου, δεσπόζουσα θέση έχει μια επιχείρηση που απολαμβάνει οικονομική δύναμη και η οποία την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, επιτρέποντάς της να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της, και, κατ’ επέκταση, τους καταναλωτές.
207. Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, για τη στοιχειοθέτηση δεσπόζουσας θέσης προϋποτίθεται, καταρχάς, ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς και ταυτόχρονα η πραγματική δυνατότητα, από μέρους της επιχείρησης, μονομερούς επηρεασμού των όρων της αγοράς, αυτό δηλαδή που η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει διατυπώσει ως: «δυνατότητα παρεμπόδισης ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού».[96] Ομοίως, στην υπόθεση Continental Can[97], το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όρισε τη δεσπόζουσα θέση ως τη δυνατότητα μιας επιχείρησης να λειτουργεί με πλήρη ανεξαρτησία στην αγορά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τη συμπεριφορά άλλων ανταγωνιστών[98].
208. Η ύπαρξη της οικονομικής ισχύος μπορεί να απορρέει είτε μεμονωμένα από την ύπαρξη πολύ υψηλών μεριδίων αγοράς είτε από το συνδυασμό διαφόρων παραγόντων. Οι εν λόγω παράγοντες, παρότι εξεταζόμενοι μεμονωμένα ενδεχομένως να μην αποτελούν επαρκή ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, συνδυαζόμενοι μεταξύ τους δύναται να οδηγούν σε στοιχειοθέτηση της θέσης αυτής. Τέτοιοι σημαντικοί παράγοντες, εκτός του μεριδίου αγοράς, είναι: (α) η ύπαρξη ανταγωνιστών στην ίδια σχετική αγορά και το μερίδιο αγοράς που κατέχουν, (β) το εύρος του φάσματος των προϊόντων που προσφέρουν οι ανταγωνιστές και η διαφοροποίηση προϊόντων/υπηρεσιών, (γ) η δυνατότητα πρόσβασης αλλά και επιβίωσης των νεοεισερχόμενων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων[99], (δ) οικονομίες κλίμακας και φάσματος, (ε) κάθετη ολοκλήρωση, (στ) ιδιαίτερα ανεπτυγμένα δίκτυα διανομής και πωλήσεων, (ζ) απουσία δυνητικού ανταγωνισμού, (η) φραγμοί στην επέκταση, (θ) απουσία αντισταθμιστικής αγοραστικής ισχύος, (ι) έλεγχος της υποδομής που δεν είναι εύκολο να αναπαραχθεί, και (ια) το μέγεθος της εμπλεκόμενης επιχείρησης, η γεωγραφική της παρουσία, οι οικονομικοί της πόροι, η ποικιλία των προϊόντων που προσφέρει[100].
209. Συνακόλουθα, η κατοχή ενός σημαντικά μεγάλου μεριδίου αγοράς από συγκεκριμένη επιχείρηση αποτελεί ενδεχομένως τη σοβαρότερη ένδειξη οικονομικής δύναμης, η οποία όμως δεν αποδεικνύει άνευ ετέρου την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, αν δεν συνεξεταστεί με τους υπόλοιπους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη[101]. Συνεπώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία, βασικό στοιχείο της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης είναι η ύπαρξη οικονομικής ισχύος, η οποία παρέχει στη δεσπόζουσα επιχείρηση ευχέρεια ανεξάρτητης συμπεριφοράς, την αποδεσμεύει δηλαδή από τους περιορισμούς που υπάρχουν σε μια ανταγωνιστική αγορά.
210. Επίσης, εκτιμάται ότι μια σημαντική επένδυση ως προαπαιτούμενο για να καταφέρει μια νέα επιχείρηση να εισέλθει σε μία αγορά, θα αποτελούσε ένα σημαντικό μη ανακτήσιμο κόστος (sunk cost) και επομένως σημαντικό φραγμό εισόδου στην οικεία αγορά[102].
211. Σύμφωνα με τη νομολογία, η σημασία των μεριδίων αγοράς μπορεί να είναι διαφορετική σε κάθε αγορά μπορεί όμως δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι ιδιαίτερα σημαντικά μερίδια συνιστούν από μόνα τους, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης[103]. Πράγματι η κατοχή ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό επί περίοδο κάποιας διάρκειας, με τον όγκο παραγωγής και προσφοράς που αντιπροσωπεύει - ενώ οι κάτοχοι αισθητά μικρότερων μεριδίων δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν γρήγορα τη ζήτηση που θα επιθυμούσε ενδεχομένως να εγκαταλείψει την κατέχουσα το σημαντικότερο μερίδιο επιχείρηση - σε θέση ισχύος που την καθιστά αναγκαστικό συμβαλλόμενο και ήδη για τον λόγο αυτό, της εξασφαλίζει, τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση[104].
212. Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Compagnie maritime belge transports SA κ.λπ., το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Πρωτοδικείο, στο εξής «ΓενΔΕΕ») είχε αποφανθεί ότι, «η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως μπορεί να είναι το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων οι οποίοι, αν ληφθούν υπόψη μεμονωμένα, δεν είναι κατ' ανάγκη καθοριστικοί. Εντούτοις, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, πάρα πολύ σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν, αυτά καθαυτά, απόδειξη υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως.»[105].
213. Γίνεται νομολογιακά αποδεκτό ότι, εφόσον η θέση της επιχείρησης στην αγορά είναι μονοπωλιακή ή σχεδόν μονοπωλιακή (ποσοστά της τάξης του 80% - 100%), τότε η θέση αυτή είναι αρκετή για την απόδειξη δεσπόζουσας θέσης. Αντιθέτως, η ενδεχόμενη ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς, στην οποία η επιχείρηση κατέχει μερίδιο της τάξης του 40% - 50%, δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή ένδειξη δεσπόζουσας θέσης και επομένως απαιτούνται συμπληρωματικά στοιχεία για τη διαπίστωσή της.
214. Στην απόφαση του ΓενΔΕΕ SELEX SISTEMI INTEGRATI αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά[106]: «Εν προκειμένω, το άρθρο 82 ΕΚ, που η προσφεύγουσα ζητεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει, απαγορεύει σε επιχείρηση να προβαίνει σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά. Εκτός από την προϋπόθεση του δυνατού επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, η διάταξη αυτή θέτει δύο σωρευτικά κριτήρια, τα οποία αφορούν, πρώτον, την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως της οικείας επιχειρήσεως και, δεύτερον, το γεγονός της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως αυτής της δεσπόζουσας θέσεως[…]».
215. Η Επιτροπή διευκρινίζει πως, δεδομένου ότι οι δύο εταιρείες είναι ανταγωνίστριες στον τομέα της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων, ενώ η καταγγελλόμενη, η οποία δραστηριοποιείται και στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων, παρείχε τις εν λόγω υπηρεσίες προς την καταγγέλλουσα, για σκοπούς σφαιρικής αποτύπωσης της θέσης της Cypra σε όλο το φάσμα της αγοράς, εφόσον η αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους είναι εκ των πραγμάτων άμεσα συναρτώμενη με την αγορά σφαγής, προβαίνει εν πρώτοις σε εξέταση της θέσης της καταγγελλόμενης στην αγορά αυτή.
7.1.1 Αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων
216. Ως έχει ήδη διαπιστωθεί, κατά την περίοδο 2014-2019[107] (η οποία εμπερικλείει την περίοδο που καλύπτει ο ουσιώδης χρόνος), στον τομέα της παροχής υπηρεσιών σφαγής εν γένει στην Κύπρο δραστηριοποιούνταν οι ακόλουθες εταιρείες:
(α) Cypra
(β) Α&Α Σφαγεία
(γ) ΒΙΟΤΑΤ ΛΤΔ
(δ) Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς
217. Αναφερόμενη στην καταγγελία της στα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων που κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσαν ως σφαγεία στην Κύπρο, η καταγγέλλουσα υπέβαλε ότι η ίδια «έχει περίπου μερίδιο αγοράς ως σφαγείο [40-50]% η δε καταγγελλόμενη [40-50]%. Τα άλλα δύο σφαγεία ζώων Παγκύπρια είναι το Σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς (μερίδιο αγοράς [5-10]%) και το Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς (μερίδιο αγοράς [0-5]%).».
218. Αναφορικά με τα μερίδια αγοράς, η καταγγελλόμενη, με την επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020[108], υποστήριξε ότι: «τα μερίδια αγοράς στην αγορά των σφαγείων υπολογίζονται, σύμφωνα με Ευρωπαϊκό προηγούμενο, βάσει των μονάδων ζωικού κεφαλαίου, ήτοι όγκου παραγωγής σε τόνους κρέατος», παραπέμποντας στο έγγραφο «Κρατική Ενίσχυση S.A. 31855 (11/C ex N 503/10) Ενίσχυση αναδιάρθρωσης του Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (C 165/10)». Η Cypra παρέθεσε ακολούθως την κατάσταση της αγοράς σφαγής κατά τους μήνες Αύγουστο και Ιανουάριο 2019. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, τον Ιανουάριο του 2019 το μερίδιο αγοράς της στη σφαγή χοίρων ανήλθε σε [40-50]% και σε [10-20]% στη σφαγή αιγοπροβάτων, με το συνολικό μερίδιο αγοράς της να ανέρχεται για την περίοδο αυτή σε [40-50]%. Τα αντίστοιχα μερίδια για τον Αύγουστο του 2019, σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε, ανήλθαν σε [40-50]% (έναντι [50-60]% της Α&Α Σφαγεία) στη σφαγή χοίρων και σε [20-30]% στη σφαγή αιγοπροβάτων, με το συνολικό μερίδιο αγοράς της να ανέρχεται σε [40-50]% για την περίοδο αυτή[109].
219. Έχοντας παραθέσει τα ανωτέρω, η Επιτροπή εστίασε ακολούθως την προσοχή της στην επιστολή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ημερομηνίας 08/11/2019 όπου επισυνάπτονται τρία παραρτήματα με στοιχεία που παρουσιάζουν την εικόνα στον τομέα της σφαγής στην Κύπρο κατά την περίοδο 2014-2019[110]: Στο παράρτημα Ι παρουσιάζονται τα μερίδια αγοράς ανά είδος ζώου για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον υπό αναφορά τομέα, στο παράρτημα ΙΙ, ο αριθμός των ζώων που σφάγηκαν κατά την εν λόγω περίοδο, και στο παράρτημα ΙΙΙ, η ημερήσια δυναμικότητα σφαγής ανά σφαγείο. Όπως σημειώνεται, τα μερίδια αγοράς παρουσιάζονται ανά κατηγορία κρέατος (ζώου) γιατί, με αυτό τον τρόπο, «επιτυγχάνεται ακριβέστερη εικόνα της κρατούσας κατάστασης, δεδομένου ότι δεν δραστηριοποιούνται όλα τα σφαγεία στο ίδιο αντικείμενο, π.χ. το Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου ήταν το μόνο που προέβαινε σε σφαγή βοοειδών και από τα σφαγεία που λειτουργούν σήμερα το σφαγείο Cypra Ltd είναι το μόνο που προβαίνει και σε αυτή τη δραστηριότητα.».
220. Σύμφωνα με τα στοιχεία του εν λόγω παραρτήματος ΙΙΙ των ΚΥ, η δομή της αγοράς σφαγείων στην Κύπρο, ως προς τη δυναμικότητα σφαγής, κατά το διάστημα 2014-2019, είχε ως ακολούθως[111]
Πίνακας 3
Ημερήσιο δυναμικό σφαγής για κάθε Σφαγείο ξεχωριστά
|
Επωνυμία |
Ημερήσιο Δυναμικό Σφαγής[112] |
||
Βοειδή |
Χοίροι |
Αιγοπρόβατα |
||
1 |
Cypra Ltd |
104 |
1920 |
1200 |
2 |
Α&Α Σφαγεία Λτδ |
- |
1200 |
880 |
3 |
ΣΑΤ Βιομηχανίαι Λτδ[113] |
- |
700 |
700 |
4 |
Δημοτικό Σφαγείο Πόλεως Χρυσοχούς |
- |
- |
500 |
221. Συνακόλουθα, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω στοιχεία που αντλήθηκαν από τις ΚΥ, προέβη σε υπολογισμό των μεριδίων αγοράς των τεσσάρων εν ενεργεία – κατά την περίοδο που εξετάζεται (2016-2019) – σφαγείων, στην υπό αναφορά σχετική αγορά. Σημειώνεται ότι στους πίνακες που ακολουθούν περιλαμβάνονται στοιχεία και για τα έτη 2014-2015, τα οποία παρατίθενται αποκλειστικά για πληροφοριακούς σκοπούς.
222. Από τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία προκύπτει ότι η καταγγελλόμενη κατείχε τα υψηλότερα ποσοστά στον τομέα της σφαγής χοίρων κατά την περίοδο που εξετάσθηκε, ενώ στα αμνοερίφια, παρά το γεγονός ότι η καταγγελλόμενη είχε μεγαλύτερη δυναμικότητα, τα μεγαλύτερα ποσοστά κατείχε η καταγγέλλουσα. Όμως συνολικά το μερίδιο αγοράς στη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων της καταγγελλόμενης κυμάνθηκε μεταξύ [40-50]% (2014) και [40-50]% (2018).
223. Όσον αφορά στο συνολικό μερίδιο της καταγγέλλουσας στην εν λόγω σχετική αγορά, όπως παρατηρείται, κυμάνθηκε σε ποσοστά μεταξύ [30-40]% (2015) και [40-50]% (2019). Σημειώνεται ότι τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς της ΣΑΤ Βιομηχανίαι Ltd σημείωσαν αυξομειώσεις που κυμάνθηκαν μεταξύ [10-20]% και [20-30]%. Συγκεκριμένα, το έτος 2017 το μερίδιο αγοράς της εν λόγω εταιρείας ανερχόταν σε [20-30]% ενώ μέχρι το 2019 αυτό μειώθηκε σε [10-20]%, ενώ αυτά του Δημοτικού Σφαγείου Πόλεως Χρυσοχούς είναι ακόμη μικρότερα ([0-5]% το 2014 και [0-5]% το 2019).
224. Συνακόλουθα, εξετάζοντας τα πιο πάνω στοιχεία υπό το φως της ισχύουσας νομοθεσίας και νομολογίας διαπιστώνεται ότι, στη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων κανένα από τα εν ενεργεία κατά την υπό αναφορά περίοδο σφαγεία δεν κατείχε σαφή δεσπόζουσα θέση. Παρά το γεγονός ότι η Cypra κατείχε συνολικά τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς, τα μερίδια της Α&Α Σφαγεία ήταν ιδιαίτερα υπολογίσιμα και διαχρονικά αυξανόμενα με αποτέλεσμα τα μερίδια της Cypra, κατά την αναφερόμενη περίοδο, να μην είναι τέτοιας δυναμικότητας που να της επιτρέπουν να ενεργεί με ανεξαρτησία στην αγορά. Σημειώνεται ειδικότερα το γεγονός ότι η Cypra, το έτος 2019, παρουσιάζεται να έχει απωλέσει μία ποσοστιαία μονάδα από το μερίδιο της στην εν λόγω αγορά, συγκριτικά με το έτος 2018 ([40-50]% έναντι [40-50]% αντίστοιχα), ενώ η καταγγέλλουσα κατά την ίδια περίοδο παρουσιάζεται να έχει αυξήσει το μερίδιό της κατά [5-10] ποσοστιαίες μονάδες, από [30-40]% το 2018 σε [40-50]% το 2019. Αυτό αποδεικνύει ότι, μεταξύ των δύο, η Α&Α Σφαγεία είναι εκείνη που επωφελήθηκε από την πτωτική τάση των άλλων σφαγείων εξασφαλίζοντας μερίδιο από το απολεσθέν μερίδιο των ανταγωνιστών της.
225. Σημειώνεται ότι, ως προβλέπεται από το άρθρο 2 του Νόμου, ‘δεσπόζουσα θέση’ «σημαίνει τη θέση οικονομικής ισχύος που απολαμβάνει επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και κατ’ επέκταση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές».
226. Το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής της επιχείρησης σε μια αγορά αποτελεί την πρώτιστη ένδειξη για την απόδειξη δεσπόζουσας θέσης. Μία επιχείρηση που διαθέτει πολύ υψηλό μερίδιο αγοράς για αρκετό χρονικό διάστημα βρίσκεται λόγω του μεριδίου αυτού σε κατάσταση ισχύος που την καθιστά υποχρεωτικό συνέταιρο και της εξασφαλίζει την ελευθερία συμπεριφοράς (freedom of action) έναντι των ανταγωνιστών, η οποία χαρακτηρίζει την επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση.[116]
227. Στην Ανακοίνωση[117] της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προτεραιότητες της κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 102[118] της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «ΣΛΕΕ»), αντίστοιχο του άρθρου 6(1) του Νόμου: «Τα μερίδια αγοράς παρέχουν ένα χρήσιμο πρώτο δείκτη για την Επιτροπή σχετικά με τη διάρθρωση της αγοράς και τη σχετική σπουδαιότητα των διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Ωστόσο, η Επιτροπή θα ερμηνεύει τα μερίδια αγοράς με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στη σχετική αγορά, και ιδίως τη δυναμική της αγοράς και το βαθμό στον οποίο διαφοροποιούνται τα προϊόντα. Η διαχρονική τάση ή εξέλιξη των μεριδίων αγοράς πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη σε ασταθείς αγορές ή αγορές που λειτουργούν βάσει προσκλήσεων υποβολής προσφορών.».
228. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το συνολικό μερίδιο αγοράς της Cypra παρουσιάζει σταθερότητα κατά τα έτη που εξετάσθηκαν, εφόσον κυμάνθηκε σε ποσοστά μεταξύ [40-50]% - [40-50]%, ενώ μεταξύ των ετών 2018-2019 σημείωσε μικρή μείωση που ανήλθε σε [0-5]%. Το αντίστοιχο μερίδιο της καταγγέλλουσας, το οποίο φαίνεται να κυμάνθηκε μεταξύ [30-40]% και [30-40]% μεταξύ των ετών 2014 και 2018, το έτος 2019 αυξήθηκε σημαντικά εφόσον ανήλθε από [30-40]% το 2018 σε [40-50]% το 2019 και προέκυψε από την απώλεια μεριδίου αγοράς των ανταγωνιστών της. Τα πιο πάνω στοιχεία δεικνύουν την έλλειψη ισχύος στη σχετική αγορά.
7.1.2 Αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους
229. Ως προαναφέρεται, η Α&Α Σφαγεία υπέβαλε με την καταγγελία της ότι στην αγορά επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων η Cypra κατέχει μερίδιο αγοράς που ανέρχεται σε ποσοστό περίπου [80-90]%, σημειώνοντας σχετικά τα ακόλουθα: «Η καταγγελλόμενη ελέγχει περίπου το [80-90]% της βιομηχανίας επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων ενώ το υπόλοιπο [20-30]% ελέγχεται από μια άλλη εταιρεία που βρίσκεται στη Κοφίνου στην επαρχία Λάρνακας […]». Ωστόσο, στην επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2019, η καταγγέλλουσα διευκρίνισε ότι τα εν λόγω μερίδια αποτελούν δικές της εκτιμήσεις, χωρίς να υποβάλει οποιαδήποτε υποστηρικτικά στοιχεία.
230. Από την πλευρά της, η καταγγελλόμενη σημείωσε πως δεν έχει πρόσβαση σε στοιχεία αναφορικά με τον κύκλο εργασιών των ανταγωνιστικών της εταιρειών στον υπό αναφορά τομέα, και ότι εξ όσων γνωρίζει δεν υπάρχουν δημόσια διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία που να επιτρέπουν τον ορθό υπολογισμό του μεριδίου αγοράς για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
231. Στις απαντήσεις της στο ερωτηματολόγιο της 31/10/2019, όπως αυτές υποβλήθηκαν με την επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020, παρέθεσε κατάσταση στην οποία, όπως υπέβαλε, περιλαμβάνονται οι βασικοί ανταγωνιστές της στην αγορά επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων. Τα στοιχεία αυτά έχουν περιληφθεί στον πίνακα που ακολουθεί:
Πίνακας 5
Εγκατάσταση |
Είδος Μονάδας |
Plant CY ABP IP 1: SIGAN |
Αποτεφρωτήρας στην Κοφίνου |
Plant CY ABP R 1: SIGAN |
Πρώην Αποξηραντήριο COMET FARM στην Κοφίνου |
Plant CY ABP R 2: |
Αποξηραντήριο MINTIKKIS FARM LTD στο Τσέρι |
Plant CY ABP R 3: SIGAN |
Πρώην Αποξηραντήριο Vouros Protein Industries στην Κοφίνου |
Plant CY ABP BG 1: |
Σταθμός Βιοαερίου NICOS ARMENIS & SONS LTD στο Μοναγρούλλι |
Plant CY ABP BG 3: |
Σταθμός Βιοαερίου A/FOI ANDREOU CHRIROSTASIA LTD στην Τερσεφάνου |
Plant CY ABP BG 4: |
Σταθμός Βιοαερίου ΑΝΙΜΑΛΙΑ GENETICS LTD στο Μαρκί |
Plant CY ABP BG 5: |
Σταθμός Βιοαερίου S & P LAGOS FARM LTD στο Γέρι |
Plant CY ABP BG 6: |
Σταθμός Βιοαερίου G & AF ENERGY LTD στο Ψεματισμένο. |
Plant CY ABP BG 7: |
Σταθμός Βιοαερίου ANDRIANA στην Ξυλοτύμπου |
Plant CY ABP BG 8: |
Σταθμός Βιοαερίου IOANNIS GEORGIOU PIGGERY LTD στην Κάτω Μονή |
Plant CY ABP BG 9: |
Σταθμός Βιοαερίου ARMENIS FARM LTD στο Μοναγρούλλι. |
Plant CY ABP BG 10: |
Σταθμός Βιοαερίου CHRISTAKIS NEOPHYTOU BIOGAS LTD στο Παλιομέτοχο |
Plant CY ABP BG 11: |
Σταθμός Βιοαερίου ANDREAS KAILAS & SONS LTD στην Αθηαίνου |
Plant CY ABP BG 12: |
Σταθμός Βιοαερίου A & F ATHIENOU FARMERS GAS LTD στην Αθηαίνου |
232. Εξετάζοντας τα στοιχεία του ως άνω πίνακα, παρατηρείται εν πρώτοις πως σημαντικός αριθμός των εγκαταστάσεων που παρατίθενται συνιστούν σταθμούς βιοαερίου. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή κρίνει σημαντικό να υπογραμμίσει πως, δεδομένου ότι αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα υπόθεση είναι οι υπηρεσίες επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους, συνεπώς αυτό που ενδιαφέρει είναι οι σταθμοί επεξεργασίας (μεταποίησης) εφόσον χωρίς προηγούμενη επεξεργασία τα εν λόγω υλικά δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν από οποιονδήποτε σταθμό βιοαερίου.
233. Αξίζει να σημειωθεί πως, το συμπέρασμα αυτό συνάδει και με τα στοιχεία που παρέθεσε η ίδια η καταγγελλόμενη στην επιστολή της ημερομηνίας 4/6/2020 στην οποία αναφέρονται ειδικότερα τα εξής[119]:
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (Ε.Κ.) αρ. 1069/2009, οι σταθμοί επεξεργασίας (Processing Plants) και οι σταθμοί βιοαερίου (Biogas Plants) είναι δυο διαφορετικές κατηγορίες εγκαταστάσεων με διαφορετικές διεργασίες και λειτουργούν με διαφορετικές άδειες λειτουργίας οι οποίες εκδίδονται από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Οι σταθμοί επεξεργασίας αδειοδοτούνται σύμφωνα με το Άρθρο 24(1)(α) του Κανονισμού (Ε.Κ.) αρ. 1069/2009, ενώ οι σταθμοί βιοαερίου αδειοδοτούνται σύμφωνα με το Άρθρο 24(1)(ζ) του Κανονισμού (Ε.Κ.) αρ. 1069/2009. Οι σταθμοί επεξεργασίας επεξεργάζονται ζωικά απόβλητα Κατηγορίας 1, 2 και 3 (είτε μια κατηγορία είτε συνδυασμό κατηγοριών) από τα οποία παράγουν κρεατάλευρα και τετηγμένα λίπη ως τελικά προϊόντα. Οι σταθμοί επεξεργασίας επεξεργάζονται επίσης ζωικά απόβλητα Κατηγορίας 2 και 3 από τα οποία παράγουν πολτό ο οποίος χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοαερίου στους σταθμούς βιοαερίου. Όλοι οι σταθμοί βιοαερίου μπορούν να χρησιμοποιούν ζωικά απόβλητα Κατηγορίας 2 και 3 για παραγωγή βιοαερίου, τα οποία έχουν πρώτα αδρανοποιηθεί (μεταποιηθεί) σε οποιοδήποτε ειδικά αδειοδοτημένο σταθμό επεξεργασίας.
Η ανωτέρω διαφοροποίηση είναι σύμφωνη με την διεθνή πρακτική. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ότι στην λίστα των 58 αδειοδοτημένων σταθμών επεξεργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αναφέρεται κανένας σταθμός βιοαερίου ως συνδεδεμένη δραστηριότητα (associated activity) (βλ. https://www.aov.uk/government/publications/animal-by-productoperating-plants-approved-premises. Περαιτέρω, από τους 27 σταθμούς βιοαερίου στην Ελλάδα, κανείς δεν έχει ως συνδεδεμένη δραστηριότητα σταθμό επεξεργασίας, ενώ από τους 52 σταθμούς επεξεργασίας της Ελλάδας μόνο μία μονάδα έχει σταθμό βιοαερίου ως συνδεδεμένη δραστηριότητα ο οποίος επεξεργάζεται υλικά Κατηγορίας 2.»
234. Σημειώνεται πως στη συνέχεια της επιστολής της η καταγγελλόμενη ανέφερε επίσης τα ακόλουθα, τα οποία, λαμβανομένων υπόψη των εγκαταστάσεων που περιλαμβάνονται στον ως άνω πίνακα και που η ίδια υπέδειξε ως τους βασικούς ανταγωνιστές της στην αγορά επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων[120], διαφαίνονται αντιφατικά[121]: «[…] όπως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω, η επεξεργασία μέσω εγκαταστάσεων πολτοποίησης αποτελεί προαπαιτούμενο για να χρησιμοποιηθούν ζωικά απόβλητα σε σταθμό βιοαερίου.
[…] Επίσης, θεωρούμε ότι οι σταθμοί επεξεργασίας (processing plants) υλικών κατηγορίας 3 και οι σταθμοί βιοαερίου (biogas plants) με συνδεδεμένη δραστηριότητα σταθμού επεξεργασίας υλικών κατηγορίας 3 αποτελούν υποκατάστατες επιλογές για τη διαχείριση ζωικών αποβλήτων, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με ανταγωνιστικούς όρους και τιμές.
Προς υποστήριξη της θέσης μας ότι η επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων αποτελεί υποκατάστατη λύση της παραγωγής βιοαερίου, παραθέτουμε ως παράδειγμα τις εγκαταστάσεις της εταιρείας SIGAN […]. Οι εγκαταστάσεις της εταιρείας SIGAN πραγματοποιούν μόνο επεξεργασία και δεν γίνεται παραγωγή βιοαερίου.
[…]
Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι οι σταθμοί επεξεργασίας υλικών κατηγορίας 3, κατηγορία που είναι σχεδόν το 98% των ζωικών αποβλήτων ενός σφαγείου που σφάζει χοίρους και αμνοερίφια, από μόνοι τους είναι πολύ κερδοφόροι και αρκετά διαδεδομένοι στην Ευρώπη και δύνανται να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά με τους σταθμούς βιοαερίου με συνδεδεμένη δραστηριότητα […]».
(Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
235. Από τα στοιχεία της έρευνας δεν έχει προκύψει ότι οι σταθμοί βιοαερίου που καταγράφονται στη λίστα που παρέθεσε η Cypra και παρατίθεται στον πίνακα 5 ανωτέρω, διαθέτουν συνδεδεμένη δραστηριότητα. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν σχετικά κατά τη διάρκεια της έρευνας από τρίτους.
236. Συγκεκριμένα, σε ερωτηματολόγιο που της είχε σταλεί στις 5/5/2020, η εταιρεία Sigan[122], αναφερόμενη στους ανταγωνιστές της στην αγορά επεξεργασίας ΖΥΠ Κατηγορίας 3[123], κατέγραψε τις εταιρείες {……………………… ………………………….}. Σε σχέση με τις υπόλοιπες μονάδες στις οποίες αναφέρθηκε η καταγγελλόμενη στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν ανταγωνίστριές της στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων, ως άνω, η Sigan υπέβαλε ότι συνιστούν μονάδες βιοαερίου με τις οποίες δεν έχει ανταγωνισμό.
237. Υπομνίζεται στο σημείο αυτό πως, στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020 η Cypra, με αναφορά στα στοιχεία που παρέθεσε ως προς τις εταιρείες που θεωρεί ως βασικούς ανταγωνιστές της, επεσύναψε σχετικές καταστάσεις των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών οι οποίες αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα τους[124]. Ωστόσο, κατόπιν μελέτης των εν λόγω καταστάσεων διαπιστώνεται πως οι μονάδες επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων, πέραν της ίδιας της Cypra, συνίσταντο μόνο από δύο, αυτές της Sigan και της Mintikkis. Οι υπόλοιπες μονάδες συνιστούσαν κατά κύριο λόγο μονάδες βιοαερίου και μία άλλη, επίσης της Sigan, μονάδα αποτέφρωσης.
238. Ως έχει ήδη αναφερθεί, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες στην επιστολή τους ημερομηνίας 25/1/2021[125], η Cypra επεξεργάζεται ΖΥΠ κατηγορίας 2 και 3, τα οποία περιλαμβάνουν τα σφαγειοαπορρίμματα του σφαγείου της καθώς και διάφορα άλλα υλικά που κατατάσσονται στις κατηγορίες 2 και 3 (όπως, νεκρών χοίρων, πτηνών και κουνελιών).
239. Σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή των ΚΥ, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην επεξεργασία ζωικών αποβλήτων (υποπροϊόντων) στην Κύπρο είναι οι εξής: (i) Sigan, (ii) Mintikkis Farm Ltd, (iii) Cypra, (iv) A&A Σφαγεία.
240. Οι επιχειρήσεις αυτές, καθώς και η κατηγορία ΖΥΠ την οποία δύνανται, βάσει σχετικής αδειοδότησης, να επεξεργάζονται, παρουσιάζονται σε πίνακα που επισυνάπτεται στην εν λόγω επιστολή[126]. Ο πίνακας που ακολουθεί καταρτίστηκε στη βάση των υπό αναφορά στοιχείων:
Πίνακας 6
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΓΕΚΡΙΜΜΕΝΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ SECTION IV (Άρθρο 24 (1) (α) Κανονισμού (ΕΚ) Αρ. 1069/2009) |
||||||||
Αρ. |
Αρ. Έγκρισης |
Επωνυμία |
Περιοχή |
Κατ. |
Δραστηριότητες[127] |
|||
1 |
|
|
Κοφίνου, Λάρνακα |
1 |
|
|||
2 |
|
|
|
3 |
PROCP |
|||
3 |
|
|
|
3 |
PROCP |
|||
4 |
|
|
|
2 |
PROCP |
|||
5 |
|
|
|
2 |
PROCP |
241. Διευκρινίζεται ότι, όλες οι ως άνω επιχειρήσεις ήταν ενεργές κατά την περίοδο 2016-2019, με εξαίρεση την Α&Α Σφαγεία η οποία, σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή των ΚΥ, εξασφάλισε υπό όρους κτηνιατρική έγκριση για επεξεργασία ΖΥΠ κατηγορίας 2 και 3 στις 20/11/2020.
242. Εν κατακλείδι, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων (υποπροϊόντων) δραστηριοποιούνταν τρεις εταιρείες, ήτοι, οι: Cypra, Sigan και Mintikkis.
243. Υπογραμμίζεται εντούτοις πως, σύμφωνα με επιστολή της, ημερομηνίας 28/1/2022[128], η εταιρεία Mintikkis, η οποία κατέχει άδεια επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων ΚΑΤ3, έχει δυναμικότητα επεξεργασίας των υλικών που προκύπτουν από το σφαγείο της και μόνο. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή: «Δεν υπάρχει δυνατότητα παραλαβής από εξωτερικές πηγές καθ’ ότι η υποδομή έχει γίνει για αυτοματοποιημένη παραλαβή των υλικών απευθείας από τις γραμμές παραγωγής. Πέραν των πιο πάνω όμως και το πλέον σημαντικό είναι ότι η άδεια λειτουργίας που κατέχουμε ξεκάθαρα έχει εκδοθεί για επεξεργασία των υποπροϊόντων του πτηνοσφαγείου της εταιρείας ΜΟΝΟ».
245. Συνακόλουθα, η Επιτροπή προβαίνει σε εξέταση των μεριδίων αγοράς των υπό αναφορά εταιρειών, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η καταγγελλόμενη Cypra κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους.
Μερίδια Αγοράς (στη βάση των τόνων επεξεργασίας)
246. Στην επιστολή της ημερομηνίας 4/6/2020[129] η καταγγελλόμενη επισύναψε κατάσταση (ως παράρτημα Α’) στην οποία παρουσιάζονται οι τόνοι ΖΥΠ κατηγορίας 2 και 3 που επεξεργάστηκε κατά τα έτη 2016 – 2019 (σε ετήσια και μηνιαία βάση). Ωστόσο, δεδομένου ότι, κατόπιν σχετικών διευκρινίσεων που ζητήθηκαν κατά την έρευνα, η καταγγελλόμενη, με επιστολή της ημερομηνίας 14/2/2022, διευκρίνισε πως σε αυτά περιλαμβάνονταν και τα ΖΥΠ του σφαγείου της, παρέθεσε εκ νέου τα εν λόγω στοιχεία με διαχωρισμό μεταξύ των ΖΥΠ τρίτων εταιρειών και αυτών του δικού της σφαγείου. Από τα στοιχεία αυτά διαπιστώνεται πως η πλειοψηφία των υλικών που έτυχαν επεξεργασίας στις εγκαταστάσεις της Cypra κατά το εν λόγω διάστημα αφορούσε σε ζωικά υποπροϊόντα κατηγορίας 3.
247. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η εταιρεία Sigan δύναται να επεξεργάζεται ΖΥΠ όλων των κατηγοριών. Απαντώντας σε σχετικό ερωτηματολόγιο ημερομηνίας 5/5/2020, η εν λόγω εταιρεία[130] ανέφερε ότι κατέχει άδειες για την επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων όλων των κατηγοριών (ήτοι 1, 2 και 3).
248. Η εταιρεία Sigan διευκρίνισε επιπρόσθετα ότι παράλληλα με την επεξεργασία ΖΥΠ κατηγορίας 1 και 2, διαχειρίζεται και εργοστάσιο το οποίο επεξεργάζεται ΖΥΠ κατηγορίας 3 τα οποία συλλέγει και μεταφέρει από κρεοπωλεία, εργαστήρια κοπής κρεάτων και πτηνοσφαγεία. Η Sigan διαθέτει επίσης εργοστάσιο αποτέφρωσης.
249. Όσον αφορά στην ποσότητα των ζωικών υποπροϊόντων που επεξεργάζεται, η εταιρεία Sigan, στην ίδια ως άνω επιστολή της, παρέθεσε πίνακα όπου παρουσιάζονται οι τόνοι ΖΥΠ που έτυχαν διαχείρισης στις εγκαταστάσεις της κατά την περίοδο 2016 – 2019. Σημειώνεται ότι τα στοιχεία που αφορούν στις κατηγορίες 1 και 2 δόθηκαν συνολικά, εφόσον, ως έχει ήδη αναφερθεί, τα ΖΥΠ ΚΑΤ2 που παραδίδονται στη Sigan προς επεξεργασία υποβιβάζονται αυτόματα και τυγχάνουν επεξεργασίας ως ΖΥΠ ΚΑΤ1.
250. Έχοντας παραθέσει τα ανωτέρω, η Επιτροπή προβαίνει ακολούθως σε εξέταση των στοιχείων που υποβλήθηκαν σχετικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους. Στην επιστολή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών ημερομηνίας 25/1/2021 επισυνάπτεται πίνακας με τις ποσότητες ΖΥΠ όλων των κατηγοριών που επεξεργάστηκαν οι εταιρείες Cypra και Sigan κατά την περίοδο 2016 – 2019, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι τα ζωικά υποπροϊόντα που επεξεργάζεται η Cypra περιλαμβάνουν τα σφαγειοαπορρίμματα του σφαγείου της. Ο πίνακας που ακολουθεί καταρτίστηκε στη βάση των υπό αναφορά στοιχείων:
Πίνακας 7
Ζωικά υποπροϊόντα ανά κατηγορία (σε τόνους) που επεξεργάστηκαν οι εταιρείες Cypra και Sigan (κατ’ έτος) κατά την περίοδο 2016 – 2019
Επιχείρηση |
Κωδικός Εγκατάστασης |
ΚΑΤ
|
2016 |
2017 |
2018 |
2019 |
CY ABP R4 |
2 |
{…} |
{…} |
{…} |
{…} |
|
CY ABP 8G 2 |
3 |
{…} |
{…} |
{…} |
{…} |
|
Sigan |
CY ABP R1 |
1 |
{…} |
{…} |
{…} |
{…} |
CY ABP R3 |
3 |
{…} |
{…} |
{…} |
{…} |
251. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή κρίνει σημαντικό να επαναλάβει πως, στο πλαίσιο του αντικειμένου εξέτασης στην παρούσα υπόθεση, που είναι η αγορά επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους, περιλαμβάνεται το σύνολο των υλικών που προκύπτουν από τις δραστηριότητες ενός σφαγείου και των οποίων η ορθολογική διαχείριση αποτελεί, σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, υποχρέωση του εκάστοτε Φορέα Εκμετάλλευσης.
252. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται τα μερίδια αγοράς των εταιρειών Cypra και Sigan στην επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων γενικά (και όχι μόνο προς τρίτους) τα οποία υπολογίσθηκαν στη βάση των ως άνω στοιχείων που αντλήθηκαν από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω, τα μερίδια αγοράς της Sigan διαχωρίζονται μεταξύ ΚΑΤ1 (στην οποία περιλαμβάνονται τόσο τα ΚΑΤ1 όσο και τα ΚΑΤ2) και ΚΑΤ3 ενώ τα κατωτέρω στοιχεία, όσον αφορά στη Cypra, περιλαμβάνουν και τα ΖΥΠ του δικού της σφαγείου:
Πίνακας 8
Μερίδια Αγοράς (%) των ΖΥΠ που επεξεργάστηκαν οι εταιρείες Cypra και Sigan (κατ’ έτος) κατά την περίοδο 2016 – 2019 βάσει των στοιχείων που λήφθηκαν από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες |
|||||||||
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1&2 |
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 |
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΑΓΟΡΑΣ ΕΚΑΣΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (%) |
||||||
ΕΤΟΣ |
ΜΕΡΙΔΙΑ ΑΓΟΡΑΣ (%) |
ΜΕΡΙΔΙΑ ΑΓΟΡΑΣ (%) |
|||||||
CYPRA |
SIGAN |
ΣΥΝΟΛΟ |
CYPRA |
SIGAN |
ΣΥΝΟΛΟ |
CYPRA |
SIGAN |
ΣΥΝΟΛΟ |
|
2016 |
[50-60]% |
[40-50]% |
100% |
[40-50]% |
[50-60]% |
100% |
[40-50]% |
[50-60]% |
100% |
2017 |
[50-60]% |
[40-50]% |
100% |
[40-50]% |
[50-60]% |
100% |
[40-50]% |
[50-60]% |
100% |
2018 |
[50-60]% |
[40-50]% |
100% |
[40-50]% |
[50-60]% |
100% |
[50-60]% |
[40-50]% |
100% |
2019 |
[50-60]% |
[40-50]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
[40-50]% |
[50-60]% |
100% |
253. Όπως παρατηρείται, στη βάση των στοιχείων των ΚΥ οι αποκλίσεις μεταξύ των συνολικών μεριδίων αγοράς των δύο εταιρειών είναι μικρές, με τη Sigan να παρουσιάζει {…….} υψηλότερα ποσοστά κατά την περίοδο 2016 – 2017 και τη Cypra αντίστοιχα το 2018, ενώ το 2019, έτος κατά το οποίο επήλθε η διακοπή της συνεργασίας της με την Α&Α Σφαγεία, το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχει η Sigan.
254. Παρά ταύτα, δεδομένου ότι τα εν λόγω μερίδια, ως προαναφέρεται, έχουν υπολογισθεί στη βάση των στοιχείων που λήφθηκαν από τις ΚΥ – όπου τα στοιχεία που αφορούν στη Cypra περιλαμβάνουν τα ΖΥΠ του σφαγείου της – η Επιτροπή παρουσιάζει κατωτέρω τα μερίδια αγοράς των Cypra και Sigan στην επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων ως υπηρεσία που παρέχεται προς τρίτους, βάσει των στοιχείων που υπέβαλαν οι ίδιες οι εταιρείες. Για το σκοπό αυτό, όσον αφορά στη Cypra, έχουν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά τα στοιχεία που αναφέρονται στην επεξεργασία των ΖΥΠ τρίτων τα οποία υπέβαλε η ίδια η εταιρεία με την προαναφερόμενη επιστολή της ημερομηνίας 14/2/2022 και τα οποία βρίσκονται καταχωρισμένα στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
255. Με βάση τα στοιχεία αυτά, τα μερίδια αγοράς των εταιρειών Cypra και Sigan στον εν λόγω τομέα έχουν ως ακολούθως:
Πίνακας 9
Μερίδια Αγοράς (%) των ΖΥΠ που επεξεργάστηκαν οι εταιρείες Cypra και Sigan (κατ’ έτος) κατά την περίοδο 2016 – 2019, ως υπηρεσία παρεχόμενη προς τρίτους, βάσει των στοιχείων που υπέβαλαν οι ίδιες οι εταιρείες |
|||||||||
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1&2 |
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 |
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΑΓΟΡΑΣ ΕΚΑΣΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (%) |
|||||||
ΕΤΟΣ |
ΜΕΡΙΔΙΑ ΑΓΟΡΑΣ (%) |
ΜΕΡΙΔΙΑ ΑΓΟΡΑΣ (%) |
|||||||
CYPRA |
SIGAN |
ΣΥΝΟΛΟ |
CYPRA |
SIGAN |
ΣΥΝΟΛΟ |
CYPRA |
SIGAN |
ΣΥΝΟΛΟ |
|
2016 |
[20-30]% |
[70-80]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
[20-30]% |
[70-80]% |
100% |
2017 |
[20-30]% |
[70-80]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
2018 |
[20-30]% |
[70-80]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
2019 |
[20-30]% |
[70-80]% |
100% |
[30-40]% |
[60-70]% |
100% |
[20-30]% |
[70-80]% |
100% |
256. Αξιολογώντας τα στοιχεία που προκύπτουν από τον ως άνω πίνακα, η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς πως, αφαιρώντας τα ποσοστά των ΖΥΠ του δικού της σφαγείου που επεξεργάστηκε η Cypra κατά την υπό εξέταση περίοδο, τα δεδομένα διαφοροποιούνται κατά πολύ όσον αφορά στα μερίδια των δύο εταιρειών στην επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων προς τρίτους.
257. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία του ως άνω πίνακα 9, τα συνολικά μερίδια αγοράς της Cypra είναι κατά πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Sigan, και κυμαίνονται μεταξύ [20-30]% - [30-40]%, σε αντίθεση με την Sigan για την οποία τα μερίδια αγοράς κυμαίνονται μεταξύ [60-70]% - [70-80]%.
258. Επαναλαμβάνεται ότι, η καταγγέλλουσα δεν απέστειλε οποιεσδήποτε θέσεις ως προς τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής.
259. Αξιολογώντας τα ως άνω αποτελέσματα υπό το φως της ισχύουσας νομοθεσίας και νομολογίας, που παρατίθεται ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι δεν δύναται να διαπιστωθεί δεσπόζουσα θέση της καταγγελλόμενης εταιρείας Cypra στην επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων ως υπηρεσία παρεχόμενη προς τρίτους.
Φραγμοί Εισόδου
260. Η ανωτέρω διαπίστωση υπερθεματίζεται και από παράγοντες όπως οι μειωμένοι φραγμοί που υπάρχουν για δραστηριοποίηση επιχειρήσεων στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων.
261. Αναφερόμενη στους φραγμούς εισόδου προκειμένου νέοι ανταγωνιστές να εισχωρήσουν στην αγορά επεξεργασίας ΖΥΠ, η εταιρεία Sigan υπέβαλε ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί που να εμποδίζουν τη δραστηριοποίηση μιας επιχείρησης σε σχέση με οποιασδήποτε κατηγορία ζωικών υποπροϊόντων, σημειώνοντας επιπρόσθετα ότι οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι οι ίδιες για όλους.
262. Από την πλευρά της, η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι τέτοια προοπτική είναι εξαιρετικά δύσκολη και χρονοβόρα: «Ένεκα της φύσεως της αγοράς, υπάρχει αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο το οποίο πρέπει να τηρείται και τυχόν υποψήφιος ανταγωνιστής θα πρέπει να εξασφαλίσει αριθμό αδειών (κτηνιατρικές υπηρεσίες, υγειονομικές υπηρεσίες κτλ) για να μπορέσει να εισχωρήσει στην αγορά. Περαιτέρω, αξιολογείται ότι το κόστος για εγκαταστάσεις biogas υπολογίζεται στα 15 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το κόστος για ανέγερση σφαγείου γύρω στα 10 εκατομμύρια ευρώ. Το τεράστιο κόστος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά. Σημειώνεται δε ότι ούτε και έχει περιέλθει στην αντίληψή μας οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά».
263. Παρά ταύτα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ίδια η καταγγέλλουσα, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος αφότου υπέβαλε τις σχετικές αιτήσεις, έλαβε άδειες και προέβη σε επέκταση των εγκαταστάσεών της προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της επεξεργασίας ΖΥΠ. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη επιστολή των ΚΥ, ημερομηνίας 25/1/2021, η Α&Α Σφαγεία «εξασφάλισε υπό όρους κτηνιατρική έγκριση για επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων κατηγορίας 2 και 3 στις 20/11/2020.».
264. Εστιάζοντας ακολούθως την προσοχή της στο θέμα της επεξεργασίας των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου, η Επιτροπή, έχοντας καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα αναφορικά με τη θέση της Cypra στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων ως υπηρεσία παρεχόμενη προς τρίτους, κρίνει σημαντικό να υπογραμμίσει πως το υπόβαθρο μεταξύ των δύο τομέων δραστηριότητας διαφέρει σημαντικά. Καταρχάς, η ίδια η καταγγέλλουσα διατηρούσε στις εγκαταστάσεις της αερόβια μονάδα επεξεργασίας για τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της. Το ότι από κάποιο στάδιο και έπειτα αυτή υπολειτουργούσε δεν αναιρεί το γεγονός αυτό.
265. Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η καταγγέλλουσα, με την επιστολή της ημερομηνίας 21/10/2021, ανέφερε ότι τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της τύχαιναν διαχείρισης από την ίδια, στον ιδιόκτητο αερόβιο βιολογικό της σταθμό, μέχρι τον Φεβρουάριο 2019. Στην ίδια επιστολή της Α&Α Σφαγεία σημειώνονται επίσης τα ακόλουθα:
«Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η εταιρεία Α και Α Σφαγεία Λτδ υπέγραψε Συμφωνία ημερ. 28.2.2013 με την εταιρεία Cypra Ltd για τη διαχείριση των ζωικών αποβλήτων της Κατηγορίας 2 και 3, καθώς και των αποβλήτων του σταθμού αερόβιας επεξεργασίας της. Παράλληλα η εταιρεία Α και Α Σφαγεία Λτδ λειτουργούσε τον δικό της βιολογικό σταθμό για τη διαχείριση των υγρών αποβλήτων της. Λόγω του προβλήματος που παρουσιάστηκε στον βιολογικό σταθμό αερόβιας επεξεργασίας της εταιρείας Α και Α Σφαγεία Λτδ περί τον Φεβρουάριο του 2019, η εταιρεία μας προχώρησε στην υπογραφή Συμφωνίας ημερ. 15.4.2019 με την εταιρεία Cypra Ltd, βάσει της οποίας η εταιρεία Cypra Ltd ανέλαβε την υποχρέωση να παραλαμβάνει και να διαχειρίζεται (εκτός από τα ζωικά απόβλητα Κατηγορίας 2 και 3 που προβλέπονταν στη Συμφωνία ημερ. 28.2.2013) και τα υγρά ζωικά απόβλητα της εταιρείας Α και Α Σφαγεία Λτδ.
Προκειμένου να υλοποιηθεί η Συμφωνία ημερ. 15.4.2019 και να εξασφαλισθεί η μεταφορά των υγρών ζωικών αποβλήτων της εταιρείας Α και Α Σφαγεία Λτδ προς την εταιρεία Cypra Ltd, ήταν αναγκαία η τοποθέτηση αγωγού μεταφοράς από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας Α και Α Σφαγεία Λτδ προς την εταιρεία Cypra Ltd, καθώς και η αγορά και τοποθέτηση αντλίας.
Βάσει των όσων είχαν συμφωνηθεί προφορικά μεταξύ των μερών η εταιρεία Cypra Ltd ανέλαβε την υποχρέωση να εγκαταστήσει τον αγωγό μεταφοράς και η εταιρεία Α και Α Σφαγεία Λτδ να εγκαταστήσει την αντλία.».
266. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τις εν λόγω υπηρεσίες στην Κύπρο πρόσθετα από τη Cypra είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν σε τρίτους η εταιρεία Animalia Genetics Ltd, όσον αφορά στη λάσπη αερόβιου, και ο Σταθμός Επεξεργασίας Βιομηχανικών Αποβλήτων Βαθιάς Γωνιάς, όσον αφορά στα πλυσίματα σφαγείου, στις οποίες η καταγγέλλουσα κατέφυγε για τις εν λόγω υπηρεσίες μετά τη διακοπή της συνεργασίας της με τη Cypra. Όπως η ίδια η καταγγέλλουσα σημειώνει[131], μετά την εν λόγω διακοπή αναζήτησε «άλλες επιλογές (συγκεκριμένα στον Σταθμό Επεξεργασίας Βαθιάς Γωνιάς και στην Animalia Genetics Ltd – Μαρκί), […]».
267. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκτός από τη Cypra, υπηρεσίες επεξεργασίας υδάτινων αποβλήτων είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν οι ως άνω αναφερόμενες εγκαταστάσεις.
268. Σημειώνεται επίσης ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που αντλήθηκαν από το Τμήμα Περιβάλλοντος, και όπως η ίδια η καταγγέλλουσα αναφέρει στην επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2019, τα υδάτινα απόβλητα που προκύπτουν από τις διεργασίες του σφαγείου της οδηγούνται πλέον στον υφιστάμενο αερόβιο σταθμό της εταιρείας, ο οποίος έτυχε αναβάθμισης πριν το τέλος του 2019.
269. Ως εκ των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι υφίστανται φραγμοί εισόδου στην εν λόγω αγορά.
Συμπέρασμα
270. Από την έρευνα που διενεργήθηκε ως προς την ισχύ της καταγγελλόμενης στις ορισθείσες σχετικές αγορές προϊόντος / υπηρεσιών διαπιστώθηκε ότι τα μερίδια αγοράς της στους επί μέρους τομείς δραστηριότητας που εξετάσθηκαν δεν είναι τέτοια ώστε να δύνανται να τεκμηριώσουν δεσπόζουσα θέση της Cypra σε αυτές.
271. Ως έχει υπομνησθεί, η καταγγέλλουσα δεν έφερε κάποια ένσταση ως προς τα προκαταρκτικά ευρήματα της Επιτροπής.
272. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην καταγγελία της Α&Α Σφαγεία θα εξετασθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 6(2) του Νόμου.
7.2 ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΣΧΕΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
«(2)(α) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος αγαθών ή υπηρεσιών, και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.
(β) Η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.»
274. Με το άρθρο 6(2) του Νόμου για την «Απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης» γίνεται καταρχήν μία παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού και παρέχεται αποτελεσματική προστασία στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είναι ευάλωτες σε σχέσεις εξάρτησης από επιχειρήσεις, οι οποίες, λόγω του επιχειρηματικού τους εύρους και της δυναμικότητας μπορούν να επιβάλλουν καταχρηστικούς όρους συναλλαγών.
275. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, (και όχι δεσπόζουσας θέσης), σε σημείο που η μονομερής διακοπή της σχέσης αυτής να καθιστά αδύνατη την εξεύρεση από την εκμεταλλευόμενη επιχείρηση ισοδύναμων εναλλακτικών λύσεων εμπορικών επιλογών και συναλλαγών. Η αυθαίρετη και καταχρηστική μονομερής διακοπή τέτοιων συμβάσεων από τον «ισχυρό» αντισυμβαλλόμενο μπορεί να δημιουργήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στην επιχείρηση, η οποία έχει οργανωθεί και βασιστεί με γνώμονα τις συμβάσεις που έχει πετύχει. Η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου προσθέτει μία ακόμα νομική βάση για τις μικρές κυρίως επιχειρήσεις ενάντια σε τυχόν αυθαιρεσίες των «ισχυρών», όταν η απρόσκοπτη τήρηση συγκεκριμένων όρων και συνθηκών συναλλαγών αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς τους.
276. Με γνώμονα τις διατάξεις του άρθρου 6(2) του Νόμου, για την υπαγωγή στον απαγορευτικό κανόνα που αυτές θέτουν απαιτείται η στοιχειοθέτηση, σωρευτικά, τριών παραμέτρων, και ειδικότερα:
(i) η ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης μιας επιχείρησης από κάποια άλλη,
(ii) η εξαρτώμενη επιχείρηση να μην διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, και
(iii) η καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω εξάρτησης από την επιχείρηση που βρίσκεται σε θέση ισχύος.
7.2.1 Σχέση Οικονομικής Εξάρτησης
277. Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 6(2) του Νόμου, απαγορεύεται από τις επιχειρήσεις η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκονται προς αυτές πελάτες ή προμηθευτές τους, οι οποίοι δεν διαθέτουν ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις, υπό την έννοια είτε ότι δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές λύσεις, είτε ότι οι υπάρχουσες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση.
278. Η οικονομική εξάρτηση εμπόρου από προμηθευτή μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι ο πρώτος έχει, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας του και των επενδύσεων που έκανε, προσαρμόσει την επιχείρησή του στις ανάγκες διάθεσης και προώθησης των προϊόντων του δευτέρου, ώστε δεν θα μπορούσε να στραφεί σε εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού χωρίς να υποστεί σοβαρές οικονομικές θυσίες.
279. Κάθε μορφή εξάρτησης οφείλεται σε διαφορετικά περιστατικά[132]. Για παράδειγμα, η εξάρτηση μπορεί να είναι απόρροια της καταρτισθείσας σύμβασης, «όταν δηλ. ανατρέχει στην ισχυρή προσαρμογή της επιχείρησης εμπόρου στις ανάγκες διανομής και προώθησης του προϊόντος, υπό την επιφύλαξη ότι δεν συρρέει με την προηγούμενη μορφή εξάρτησης. Καίτοι η υπαίτια εξάρτηση δεν κωλύει εκ προοιμίου την προστασία του εμπόρου, είναι αδύνατον να απαγορεύεται στο διηνεκές η περάτωση της σύμβασής του. Αρκεί, επομένως, να του παρασχεθεί εύλογη προθεσμία προσαρμογής στη νέα τάξη πραγμάτων. Η διάρκεια της εξάρτησης ταυτίζεται με εκείνη της σύμβασης. Η οικονομική εξάρτηση δεν είναι, λοιπόν, αιώνια και σταθερής έντασης. Μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του ανταγωνιστικού γίγνεσθαι.».
280. Υπογραμμίζεται ότι, η απαγόρευση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6(2) του Νόμου δεν επιδιώκει να επιβάλλει τη διαιώνιση συμβατικών σχέσεων, αλλά αποσκοπεί στην εξασφάλιση μιας εύλογης προθεσμίας μέσα στην οποία η εξαρτημένη επιχείρηση θα μπορέσει να αποσβέσει σημαντικό μέρος των επενδύσεων, στις οποίες υποβλήθηκε, εξαιτίας της συγκεκριμένης εμπορικής συνεργασίας και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα[133].
281. Για την στοιχειοθέτηση καταχρηστικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο των εν λόγω διατάξεων απαιτείται η συμπεριφορά της επιχείρησης που βρίσκεται σε θέση ισχύος να είναι τέτοια ώστε να δημιουργεί συνθήκες κατάχρησης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης.
282. Η καταγγέλλουσα αναφέρεται στην καταγγελία της σε καταχρηστική και αδικαιολόγητη διακοπή της συνεργασίας της με τη Cypra από μέρους της τελευταίας. Η καταγγελλόμενη από την πλευρά της προβάλλει ως αιτιολογία για τη διακοπή την παραβίαση ουσιωδών όρων της Συμφωνίας από την καταγγέλλουσα, αναφέροντας ειδικότερα ότι η Α&Α Σφαγεία «ουδέποτε διοχέτευσε οποιαδήποτε υδάτινα απόβλητα μέσω του αγωγού για επεξεργασία στην Cypra (βλ. Όρος Β2.1.3. της συμφωνίας ημερομηνίας 15/4/2019)»[134].
283. Στην απόφαση της υπ’ αρ. 42/2012[135] η Επιτροπή είχε επισημάνει «ότι για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 6(2) στη βάση της «αιφνίδιας και αδικαιολόγητης διακοπής μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων», θα πρέπει η εν λόγω διακοπή να είναι αφενός αιφνίδια και αφετέρου αδικαιολόγητη. Το συνδετικό «και» που έθεσε ο νομοθέτης αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω παράβασης θα πρέπει να συντρέχουν και οι δύο προϋποθέσεις.».
284. Επίσης, στην απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (στο εξής η «ΕΠΑΝΤ») υπ’ αριθμό 89/1997 τονίζεται ότι η διακοπή της εμπορικής σχέσης οικονομικής εξάρτησης θεωρείται αδικαιολόγητη «όταν τα συμφέροντα της επιχείρησης, από την οποία η εξάρτηση, που επιβάλλονται στην εξαρτημένη επιχείρηση, είναι από ανταγωνιστική άποψη λιγότερο άξια προστασίας από τα συμφέροντα της τελευταίας, ή όταν η επιδίωξη των συμφερόντων της επιχείρησης, από την οποία η εξάρτηση, γίνεται με τρόπο που περιορίζει δυσανάλογα την ανταγωνιστική ελευθερία της εξαρτημένης επιχείρησης σε σύγκριση προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».
285. Στην καταγγελία της η Α&Α Σφαγεία ισχυρίζεται ότι κανένας από τους λόγους που επικαλείται η Cypra στις επιστολές τερματισμού δεν συντρέχει, υποβάλλοντας παράλληλα ότι το έναυσμα για τη διακοπή έδωσε το ότι περιήλθε σε γνώση της Cypra η πρόθεσή της για εγκατάσταση δικού της σταθμού επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων. Όπως χαρακτηριστικά προσθέτει, η ακύρωση της συμφωνίας από τη Cypra συνιστά προσπάθεια της τελευταίας να την «στραγγαλίσει» με άμεση διακοπή παραλαβής των ζωικών της αποβλήτων, «ώστε οι κτηνιατρικές υπηρεσίες να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να κλείσουν το σφαγείο της καταγγέλλουσας με άμεσο αποτέλεσμα να εξαφανιστεί ο κύριος ανταγωνιστής της καταγγελλόμενης σε επίπεδο σφαγής ζώων».
286. Υπό το φως των ανωτέρω και έχοντας υπόψη τα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης, η Επιτροπή κρίνει σημαντικό όπως στη συνέχεια παραθέσει εν συνόψει το ιστορικό της υπόθεσης και τις θέσεις των δύο μερών.
Γεγονότα
287. Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εξετασθεί, οι εταιρείες Α&Α Σφαγεία και Cypra, που αποτελούν ανταγωνίστριες στον τομέα της σφαγής χοίρων και αμνοεριφίων, διατηρούσαν συνεργασία στο πλαίσιο της οποίας η Cypra, ως επιχείρηση που δραστηριοποιήθηκε και στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων, παρείχε υπηρεσίες επεξεργασίας των ζωικών αποβλήτων (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) του σφαγείου της Α&Α Σφαγεία. Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει ότι η έγκριση για τη δημιουργία του σταθμού επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων από την οποία παράγει και εκμεταλλεύεται βιοαέριο δόθηκε στη Cypra «[…] μετά και από παραστάσεις της καταγγελλόμενης ότι θα εξυπηρετεί και τα άλλα σφαγεία ή επιχειρήσεις στην επεξεργασία των δικών τους ζωικών αποβλήτων.»[136].
288. Όσον αφορά στον εν λόγω ισχυρισμό της καταγγέλλουσας, η Επιτροπή σημείωσε ότι από τα ενώπιόν της στοιχεία προκύπτει ότι στη Cypra δόθηκε η δυνατότητα επεξεργασίας όχι μόνο των δικών της ζωικών αποβλήτων αλλά και τρίτων επιχειρήσεων και συνάγεται ότι η παραλαβή ζωικών υποπροϊόντων και από άλλες εγκαταστάσεις είναι μία δυνατότητα που παραχωρείται στη Cypra η οποία συνακόλουθα της επιτρέπει να μην περιορίζεται μόνο στα δικά της υλικά, για σκοπούς που σχετίζονται με την απόδοση στην παραγωγή βιοαερίου από τις εγκαταστάσεις της.
289. Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή που της παρέχεται δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως να περιορίζει την ελευθερία της Cypra να επιλέγει τους συνεργάτες της. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση[137] της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προτεραιότητες της κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αντίστοιχο του άρθρου 6(1) του Νόμου, κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα εάν κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μία αγορά ή όχι, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους εμπορικούς της εταίρους. Όπως ειδικότερα προβλέπεται στην εν λόγω Ανακοίνωση:
«75. Κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής, η Επιτροπή ξεκινά από τη θέση ότι, γενικά, κάθε επιχείρηση, δεσπόζουσα ή όχι, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους εμπορικούς εταίρους της και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά στοιχεία της. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι κάθε παρέμβαση βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού χρειάζεται προσοχή, ιδίως όταν η εφαρμογή του άρθρου 82 θα συνεπαγόταν την επιβολή υποχρέωσης προμήθειας στη δεσπόζουσα επιχείρηση. Η ύπαρξη μίας τέτοιας υποχρέωσης, ακόμη και όταν πρόκειται για δίκαιη αμοιβή, ενδέχεται να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν και να καινοτομήσουν, και κατ' αυτόν τον τρόπο να ζημιώσει ενδεχομένως τους καταναλωτές. Εάν γνωρίζουν ότι ενδέχεται να έχουν καθήκον προμήθειας ακόμη και παρά τη θέλησή τους, δεσπόζουσες επιχειρήσεις, ή επιχειρήσεις που αναμένουν ότι μπορεί να καταστούν δεσπόζουσες, ενδέχεται να μην επενδύσουν ή να επενδύσουν λιγότερο στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Επιπλέον, αυτό ενδέχεται να δελεάσει τους ανταγωνιστές να χρησιμοποιήσουν δωρεάν τις επενδύσεις της δεσπόζουσας επιχείρησης αντί να επενδύσουν οι ίδιοι. Καμία από τις συνέπειες αυτές δεν θα ήταν μακροπρόθεσμα προς όφελος των καταναλωτών.» (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
290. Αξιολογώντας τα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης υπό το φως των ανωτέρω, συνάγεται ότι η Cypra, ως Φορέας Εκμετάλλευσης που στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του παράγει ζωικά απόβλητα, επέλεξε να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση της νομικής του υποχρέωσης για ορθολογική διαχείριση αυτών, προβαίνοντας για το σκοπό αυτό σε σημαντικές επενδύσεις. Το γεγονός ότι η Cypra, για σκοπούς που σχετίζονται με την απόδοση στην παραγωγή βιοαερίου, λαμβάνει υλικά και από τρίτες επιχειρήσεις, δεν συνεπάγεται απώλεια της ελευθερίας της να επιλέγει τους εμπορικούς της εταίρους και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά της στοιχεία.
291. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, η Α&Α Σφαγεία συνεργάστηκε με τη Cypra αρχικά το έτος 2013, στη βάση γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 28/2/2013, η οποία προέβλεπε για «τη διαχείριση των ζωικών αποβλήτων της Κατηγορίας 2 και 3, καθώς και των αποβλήτων του σταθμού αερόβιας επεξεργασίας της»[138], η οποία ωστόσο φαίνεται ότι διακόπηκε, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος της, εντός του έτους στο οποίο συνήφθη.
292. Όσον αφορά στο χρόνο της συνεργασίας της Α&Α Σφαγεία με τη Cypra, σύμφωνα με το λεκτικό της καταγγελίας, ημερομηνίας 13/8/2019, αυτή βασίσθηκε αρχικά σε προφορική συμφωνία, χωρίς να προσδιορίζεται η ημερομηνία ή έστω η χρονολογία έναρξης αυτής, ενώ δεν γίνεται αναφορά σε άλλη γραπτή συμφωνία εκτός από εκείνην της 15/4/2019. Όπως ειδικότερα σημειώνεται στην καταγγελία: «8. Η καταγγέλλουσα και η καταγγελλόμενη συνεργάζονταν αρχικά στη βάση προφορικής συμφωνίας που είχαν μέχρι την 31/1/2019 […] 22. Στις 15/4/19 καταρτίστηκε γραπτή συμφωνία μεταξύ καταγγέλλουσας και καταγγελλόμενης […]».
293. Όπως επίσης διαπιστώνεται, η καταγγελία δεν αναφέρει ότι η συμφωνία της 15/4/2019 καταρτίστηκε για να συμπεριληφθεί στη συνεργασία η επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της, λόγω υπολειτουργίας του δικού της σταθμού, αλλά αυτό που αναφέρεται είναι ότι η γραπτή Συμφωνία της 15/4/2019 καταρτίστηκε «ώστε να διασφαλιστεί ότι για μια συγκεκριμένη περίοδο η καταγγέλλουσα θα είχε βέβαιο οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου να δραστηριοποιείται.».
294. Ωστόσο, στις επιστολές που υποβλήθηκαν από την Α&Α Σφαγεία στο πλαίσιο της έρευνας γίνονται αναφορές και στη συμφωνία του 2013, χωρίς όμως να διευκρινίζεται κατά πόσο αυτή τερματίσθηκε (ολικώς ή έστω μερικώς).
295. Από την πλευρά της η καταγγελλόμενη αναφέρει ότι η συμφωνία της 28/2/2013 είχε καταγγελθεί από τη Cypra εντός του έτους στο οποίο συνήφθη, επισυνάπτοντας σχετικές επιστολές προς την καταγγέλλουσα και το ΤΠ. Με την επιστολή της ημερομηνίας 14/11/2019[139] (σημ.3 της επιστολής) αναφερόμενη στη συνεργασία του 2013 και τους λόγους τερματισμού της Συμφωνίας της 15/4/2019 από μέρους της, ανέφερε τα εξής: «Ας σημειωθεί ότι η Α&Α επέδειξε ανάλογη και/ή αντίστοιχη παράνομη συμπεριφορά εναντίον των πελατών μας περί το έτος 2013, όταν παραβίασε αντίστοιχη συμφωνία και/ή σύμβαση με τους πελάτες μας ως η συμφωνία για επεξεργασία ζωικών αποβλήτων. Υπογραμμίζεται ότι η Α&Α δεν προέβη κατά τον εν λόγω χρόνο (2013) σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον των πελατών μας ενώπιον της και/ή προς την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού. […] Η προαναφερθείσα άρνηση των πελατών μας να συνεργαστούν με την Α&Α Σφαγεία πηγάζει από το γεγονός ότι η Α&Α παραβίασε τη σύμβαση ημερομηνίας 15.04.2019, που είχε υπογράψει με τους πελάτες μας […]».
296. Στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020 η καταγγελλόμενη υποστήριξε επίσης τα ακόλουθα:
«10. Η συνεργασία της Καταγγελλόμενης με την Καταγγέλλουσα για την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων άρχισε τον Μάρτιο του 2013. Επισυνάπτεται η σχετική σύμβαση ημερομηνίας 28/02/2013 ως Παράρτημα 13. Η εν λόγω συνεργασία τερματίστηκε εντός του ιδίου έτους λόγω παράβασης της σύμβασης αυτής από την Καταγγέλλουσα. Επισυνάπτεται η επιστολή 28 Νοεμβρίου 2013 με την οποία τερματίζουμε την σύμβαση ως Παράρτημα 14, αλλά και η επιστολή 05 Δεκεμβρίου 2013 που κοινοποιεί αυτόν τον τερματισμό στο Τμήμα Περιβάλλοντος ως Παράρτημα 15.
[…]
Τον Ιούνιο του 2016 ξεκίνησε εκ νέου η συνεργασία της Καταγγελλόμενης με την Α&Α στη βάση προφορικής συμφωνίας. Με σκοπό την αποφυγή διαφωνιών και πολλαπλών ερμηνειών των συμφωνηθέντων, η συνεργασία αποκρυσταλλώθηκε στη βάση γραπτής σύμβασης ημερομηνίας 15 Απριλίου 2019 (η οποία επισυνάπτεται Παράρτημα 16) και η οποία ήταν σε ισχύ μέχρι και τον Ιούλιο του 2019, όταν αυτή τερματίστηκε (επισυνάπτεται η επιστολή τερματισμού της εν λόγω σύμβασης ημερομηνίας 21/07/2019 ως Παράρτημα 17) καθώς η Α&Α παράβαινε τη σύμβαση, και συγκεκριμένα τον όρο 2.1.3 αυτής που αφορούσε στην αποστολή των υγρών αποβλήτων της.» ( Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
297. Εν πάση περιπτώσει, ως έχει ήδη αναφερθεί, περί τον Ιούνιο του 2016 τα δύο μέρη προέβησαν σε προφορική συμφωνία συνεργασίας για την επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της καταγγέλλουσας, ενώ στις 15/4/2019 προχώρησαν στη σύναψη της γραπτής Συμφωνίας της 15/4/2019, στην οποία συμπεριλήφθηκε η επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων (πλυσιμάτων σφαγείου) αυτού.
298. Οι θέσεις των δύο μερών ως προς τη συνεργασία τους έχουν ως εξής:
Θέσεις καταγγέλλουσας
299. Στην καταγγελία της, η Α&Α Σφαγεία αναφερόμενη στη συνεργασία της με τη Cypra, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η καταγγελλόμενη είχε προβεί σε μονομερείς αυξήσεις των προσφερόμενων υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό σημείωσε ότι στη βάση της προφορικής συμφωνίας που είχαν μέχρι την 31/1/2019 υπήρχε σταθερή μηνιαία χρέωση ύψους €3.500 για την επεξεργασία και σταθερή μηνιαία χρέωση ύψους €2.000 για τη συλλογή και μεταφορά των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της. Όπως αναφέρει, με ηλεκτρονικό της μήνυμα ημερομηνίας 24/1/2019, η καταγγελλόμενη την ενημέρωσε για την επιβολή «μονομερώς, χωρίς οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, νέων χρεώσεων που θα ίσχυαν από την 1/2/2019, χωρίς να δοθεί στην καταγγέλλουσα επαρκής χρονική προειδοποίηση πριν από την εφαρμογή των νέων χρεώσεων και έτσι εκμηδενίστηκαν οι δυνατότητες της καταγγέλλουσας να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις.»[140].
300. Όπως πρόσθετα υποβάλλεται με την καταγγελία της 13/8/2019, «Η αναφορά στο παράρτημα 1 σε ευνοϊκότερες τιμές σε περίπτωση κλεισίματος του αερόβιου της καταγγέλλουσας αποδεικνύει την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων εκ μέρους της καταγγελλόμενης ήτοι την αποθάρρυνση της να επεκταθεί στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων ώστε να υπάρξει συγκέντρωση όλων των υπηρεσιών στη καταγγελλόμενη με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση της καταγγέλλουσας από αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, οι δήθεν καλύτερες τιμές που προσφέρθηκαν σε περίπτωση τερματισμού της χρήσης αερόβιου της Καταγγέλλουσας δεν δικαιολογούνταν από τυχόν σχετικές εξοικονομήσεις κόστους»[141].
301. Ακολούθως, στο σημείο 12 της καταγγελίας της, η καταγγέλλουσα αναφέρεται σε ηλεκτρονικό μήνυμα της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 15/2/2019 (επισυνάπτεται ως παράρτημα 3 στην καταγγελία), με το οποίο την ενημέρωσε για την απόφασή της να προχωρήσει σε αυξήσεις στα τέλη σφαγής χοίρων, επιδιώκοντας, κατά τον ισχυρισμό της, όπως και η ίδια προχωρήσει σε ανάλογες αυξήσεις. Όπως ειδικότερα ισχυρίζεται, ο διευθυντής της καταγγελλόμενης είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον διευθυντή της καταγγέλλουσας αναφέροντάς του πως «ανέμενε ότι θα συμφωνούσαν με τις νέες χρεώσεις της καταγγελλόμενης και θα προχωρούσαν σε ανάλογες αυξήσεις, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα τις αυξήσεις που επιβλήθηκαν όσον αφορά την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων».
302. Η καταγγέλλουσα, όπως περαιτέρω υπέβαλε, πληροφόρησε το διευθυντή της Cypra ότι δεν θα συμμετείχε «σε τέτοιου είδους συνεννοήσεις», υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο οι μονομερείς αυξήσεις στις χρεώσεις της καταγγελλόμενης για επεξεργασία ζωικών αποβλήτων με την συναίνεση της καταγγέλλουσας να προχωρήσει σε μετακύληση του αυξημένου κόστους στους πελάτες της όσον αφορά την σφαγή χοιρινών. […].
Κατόπιν η καταγγέλλουσα απέστειλε και ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 25/2/2019 που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 4 ότι ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν τηλεφωνικώς σε σχέση με το θέμα των αυξήσεων των τελών σφαγής χοιρινών, ότι δηλαδή δεν συμφωνεί η καταγγέλλουσα να αυξήσει τις δικές της τιμές».
303. Όπως μάλιστα ισχυρίζεται η καταγγέλλουσα, η συμπεριφορά της καταγγελλόμενης την έθεσε σε δυσμενή θέση έναντι της Cypra που αποτελεί καθετοποιημένη επιχείρηση και ανταγωνιστή της στην αγορά σφαγής χοίρων. Όπως ειδικότερα ανέφερε στην καταγγελία της: «Η συμπεριφορά της έθετε την καταγγέλλουσα σε δυσμενή θέση έναντι αυτής, λόγω αυξημένου κόστους. Το επιχείρημα της καταγγελλόμενης ότι θα έπρεπε η καταγγέλλουσα να συμφωνήσει μαζί της ώστε να αυξηθούν τα τέλη σφαγής, και να καλυφθεί το πρόσθετο κόστος με το οποίο θα επιβαρύνετο όσον αφορά την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από την καταγγέλλουσα»
304. Σύμφωνα με την Α&Α Σφαγεία, ένεκα των παραπόνων που υπέβαλε προς την καταγγελλόμενη, η τελευταία, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 20/2/2019 (που επισυνάπτεται ως παράρτημα 5 στην καταγγελία), παρείχε διευκρινίσεις ως προς τις αυξήσεις των χρεώσεών της. Όπως υπέβαλε η καταγγέλλουσα: «Από το περιεχόμενο του εν λόγω μηνύματος προκύπτει και πάλι η απουσία διάθεσης διαπραγμάτευσης της όσον αφορά τη διαμόρφωση των νέων χρεώσεων. Επίσης διαφαίνεται ότι όλα τα κατ’ ισχυρισμό αυξημένα κόστη της καταγγελλόμενης θα μετακυλούνταν στην καταγγέλλουσα, που είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της καταγγελλόμενης όσον αφορά την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων».
305. Κίνητρο της καταγγελλόμενης για τις εν λόγω ενέργειές της, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, ήταν η εκμετάλλευσή της ως ο μεγαλύτερος πελάτης της αλλά και ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της στην αγορά σφαγής χοίρων.
306. Αναφερόμενη στη γραπτή Συμφωνία της 15/4/2019, η Α&Α Σφαγεία επεσήμανε ότι της διασφάλιζε πως για μια συγκεκριμένη περίοδο θα είχε «βέβαιο οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου να δραστηριοποιείται» και της εξασφάλιζε «την ομαλή λειτουργία του σφαγείου της».
307. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπομνησθεί ότι με την επιστολή της ημερομηνίας 21/10/2021 η οποία είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της έρευνας[142] η καταγγέλλουσα, αναφερόμενη στον τρόπο διαχείρισης των ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της κατά το διάστημα 2013-2019, είχε υποβάλει ότι τα στερεά ζωικά υποπροϊόντα αποστέλλονταν «σε αδειούχους διαχειριστές», ενώ τα υγρά απόβλητα «μέχρι τον Φεβρουάριο 2019» τύγχαναν διαχείρισης στον αερόβιο βιολογικό της σταθμό.
308. Σημειώνεται ότι, παράλληλα με την υπογραφή της Συμφωνίας, η Α&Α Σφαγεία ξεκίνησε διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες άδειες για δημιουργία δικού της σταθμού επεξεργασίας ΖΥΠ ούτως ώστε, όπως ανέφερε, να απεξαρτηθεί από την καταγγελλόμενη κατά τη λήξη της Συμφωνίας. Όπως ισχυρίζεται η καταγγέλλουσα, η Cypra απέστειλε το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 17/7/2019 με το οποίο τερμάτισε τη Συμφωνία, έχοντας πληροφορηθεί τις εν λόγω ενέργειες της. Όπως πρόσθετα υποβάλλει, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης, στις 21/7/2019 λήφθηκε δεύτερη επιστολή από τη Cypra με την οποία προβάλλονταν πρόσθετοι ή/και διαφορετικοί λόγοι τερματισμού της συνεργασίας τους. Σύμφωνα με την ίδια, κανένας εκ των λόγων τερματισμού της συνεργασίας που επικαλείται η καταγγελλόμενη δεν συντρέχει: «Είναι πασιφανές από την όλη προϊστορία στην συμπεριφορά της καταγγελλόμενης ότι έχει πληροφορηθεί για την πρόθεση της καταγγέλλουσας να κάνει δικό της σταθμό επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων και προσπαθεί να την στραγγαλίσει με άμεση διακοπή παραλαβής εκ μέρους της των ζωικών αποβλήτων ώστε οι κτηνιατρικές υπηρεσίες να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να κλείσουν το σφαγείο της καταγγέλλουσας με άμεσο αποτέλεσμα να εξαφανιστεί ο κύριος ανταγωνιστής της καταγγελλόμενης σε επίπεδο σφαγής ζώων».
309. Καταλήγοντας στην καταγγελία της η Α&Α Σφαγεία υποστήριξε ότι με τις ενέργειές της η Cypra παραβιάζει τις διατάξεις του Νόμου κατά τρόπο που θα οδηγούσε στον «οικονομικό στραγγαλισμό» της.
Θέσεις Καταγγελλόμενης
310. Σύμφωνα με την καταγγελλόμενη, οι λόγοι που την οδήγησαν στον τερματισμό της συνεργασίας με την Α&Α Σφαγεία ήταν η μη τήρηση ουσιωδών όρων της μεταξύ τους Συμφωνίας. Ας υπομνησθεί ότι οι ίδιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν από την καταγγελλόμενη σε σχέση και με τη συμφωνία του 2013, για την οποία όμως δεν ηγέρθηκε θέμα στην καταγγελία της Α&Α Σφαγεία.
311. Όπως ειδικότερα υποστήριξε η καταγγελλόμενη, το μεγαλύτερο πρόβλημα στη συνεργασία τους αποτέλεσε το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα ουδέποτε της απέστειλε τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της, παρά την τοποθέτηση του αγωγού και παρά τους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας ότι προέβη σε παραγγελία (έτερης και κατάλληλης) αντλίας προκειμένου να τα διοχετεύει μέσω αυτού. Η Cypra αναφέρθηκε μάλιστα στο ότι τα ανεπεξέργαστα υδάτινα απόβλητα της Α&Α Σφαγεία διοχετεύονταν σε παρακείμενα χωράφια, στιγματίζοντας κατά αυτό τον τρόπο και την εικόνα της ίδιας, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας των εγκαταστάσεων των δύο εταιρειών.
312. Σε σχέση με τη συνεργασία των δύο μερών, παρατίθενται ειδικότερα τα ακόλουθα:
(α) Όσον αφορά στη συνεργασία του 2013, η Επιτροπή παραπέμπει σε δύο επιστολές της Cypra, η μία προς την καταγγέλλουσα και η έτερη προς το ΤΠ, οι οποίες είχαν ως εξής:
Ø Στην επιστολή της Cypra προς το Διευθυντή της Α&Α Σφαγεία, ημερομηνίας 28/11/2013, η καταγγελλόμενη αναφέρει τα ακόλουθα : «Σύμφωνα με τον όρο 9 της σύμβασης ημερομηνίας 28/02/2013 η CYPRA LTD έχει το δικαίωμα διακοπής της σύμβασης όταν οι όροι της σύμβασης δεν τηρούνται. Ο όρος 7 Ε [Λάσπη Αερόβιας Επεξεργασίας υγρών λυμάτων σε αυτοκίνητο βυτίο] δεν τηρείται από την εταιρεία σας εδώ και αρκετούς μήνες. Ενώ προειδοποιήσαμε τηλεφωνικά και εσάς και τον υπάλληλό σας που είναι υπεύθυνος για τα απόβλητα σχετικά με τις ποσότητες που συλλέγει η εταιρεία του Βούρου από τις εγκαταστάσεις σας, η εταιρεία σας συνέχιζε ακόμα μέχρι και σήμερα να παραδίδει απόβλητα και στον Βούρο με αποτέλεσμα να πηγαινοερχόμαστε με μισογεμάτα ΣΚΙΠ. Συνέπεια αυτού το μεταφορικό κόστος μας να υπερδιπλασιαστεί. Η πιο σοβαρή παραβίαση των όρων της σύμβασης ήταν η τοποθέτηση στα ΣΚΙΠ μας την ώρα που βρισκόντουσαν στις εγκαταστάσεις σας, ζωικών αποβλήτων κατηγορίας 2 (κόπρος) από το σφαγείο των Αγίων Τριμιθιάς που διαχειρίζεται ο Βούρος, χωρίς την εκ των προτέρων συγκατάθεσή μας.»
Ø Στην επιστολή της ημερομηνίας 5/12/2013 προς το Τμήμα Περιβάλλοντος, η Cypra αναφέρεται στο ότι η συμφωνία της 28/2/2013 είχε παύσει να ισχύει. Όπως πρόσθετα αναφέρει, η συλλογή του αίματος και των ζωικών αποβλήτων ΚΑΤ3 είχε σταματήσει από την 1/12/2013 ενώ σημειώνει ότι η τελευταία φορά που είχε λάβει Λάσπη από τον αερόβιο σταθμό επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων της Α&Α Σφαγεία ήταν στις 12/8/2013.
(β) Όσον αφορά στη συνεργασία του 2016-2019, πέραν από το περιεχόμενο των επιστολών τερματισμού με ημερομηνίες 17/7/2019 και 21/7/2019, η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στις επιστολές της καταγγελλόμενης προς την καταγγέλλουσα ημερομηνίας 24/1/2019 και 4/2/2019 με τις οποίες επισημαίνονται ορισμένα προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί σε σχέση με τα υλικά που αποστέλλονταν για επεξεργασία στη Cypra, όπως τη μη αποστολή των υδάτινων αποβλήτων της στη Cypra και την απόρριψη αυτών από το μεταφορέα της καταγγέλλουσας σε αργάκια και χωράφια της περιοχής.
313. Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στην επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 15/1/2021, η Α&Α Σφαγεία «ουδέποτε διοχέτευσε οποιαδήποτε υδάτινα απόβλητα μέσω του αγωγού για επεξεργασία στην Cypra (βλ. Όρος Β2.1.3. της συμφωνίας ημερομηνίας 15/4/2019)». Όπως διευκρινιστικά σημειώνεται: «Ο σχετικός όρος Β2.1.3. της συμφωνίας ημερομηνίας 15.4.2019 ήταν ουσιώδης και παράβαση αυτού έδινε το δικαίωμα στην Cypra να τερματίσει την εν λόγω συμφωνία ανεξάρτητα από τους επιπρόσθετους λόγους οι οποίοι αναφέρονται κατωτέρω. Η συμφωνία ημερομηνίας 15/04/2019 αφορούσε όλα τα απόβλητα που αναφέρονται στους Όρους Β1 και Β2. Η λειτουργία του αερόβιου βιολογικού σταθμού της καταγγέλλουσας κρίθηκε επανειλημμένα ως ανεπαρκής σε επιθεωρήσεις του Τμήματος Περιβάλλοντος (βλ. Παράρτημα 31 της απαντητικής επιστολής της Cypra ημερομηνίας 3/3/2020).
Η συμφωνία της Cypra με την καταγγέλλουσα επέτρεπε στην καταγγέλλουσα να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Τμήματος Περιβάλλοντος. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Τμήματος Περιβάλλοντος θα γινόταν μόνο όταν η καταγγέλλουσα τηρούσε όλους τους όρους της συμφωνίας. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Η καταγγέλλουσα δεν διοχέτευσε ποτέ τα υδάτινα απόβλητα της για επεξεργασία στις μονάδες της Cypra. Από την ημερομηνία εγκατάστασης του αγωγού πέρασαν 12 και πλέον μήνες χωρίς να στείλει η καταγγέλλουσα ούτε ένα λίτρο υδάτινων αποβλήτων. Η ανεπάρκεια των εγκαταστάσεων της καταγγέλλουσας επηρέαζε την καλή φήμη του σφαγείου της Cypra λόγω των παράνομων τρόπων στους οποίους κατέφευγε η καταγγέλλουσα για την «διαχείριση» των αποβλήτων της (βλ. Παράρτημα 30 της απαντητικής επιστολής της Cypra ημερομηνίας 3/3/2020, δημοσιεύματα στον Τύπο στα οποία δεν διευκρινίζεται το σφαγείο που είναι αντικείμενο του δημοσιεύματος με αποτέλεσμα την δυσφήμηση της Cypra λόγω γεωγραφικής εγγύτητας με την καταγγέλλουσα).
Η ψευδής δήλωση του κυρίου […] [Διευθυντή της καταγγέλλουσας][143] στο ηλεκτρονικό μήνυμα του ότι η αντλία που θα διοχέτευε τα πλυσίματα προς τον σταθμό της Cypra έχει παραγγελθεί και θα εγκατασταθεί σε 2 μήνες (βλ. Παράρτημα 34 της απαντητικής επιστολής της Cypra ημερομηνίας 3/3/2020) ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η παράνομη εκμετάλλευση εκ μέρους της καταγγέλλουσας της συμφωνίας ημερομηνίας 15/4/2019 εκτυλισσόταν πλέον ξεκάθαρα ενώπιον της Cypra.»
314. Στην εν λόγω επιστολή της η καταγγελλόμενη, αναφερόμενη στις περιστάσεις της συνεργασίας της με την καταγγέλλουσα και τη συνακόλουθη διακοπή αυτής σημειώνει τα εξής:
«Η προφορική συμφωνία του 2016 δεν έβαινε επιτυχώς για τους πιο κάτω λόγους:
(i) Η Cypra διαμαρτυρήθηκε πάρα πολλές φορές γραπτώς και προφορικώς για το περιεχόμενο των ζωικών αποβλήτων (κέρατα και κεφαλές ζώων μέσα στα μαλακά υλικά, ξύλα, γάντζους του σφαγείου και νεκρά ζώα που εμπίπτουν σε άλλη κατηγορία) μέσα στους κάδους συλλογής που έστελνε η καταγγέλλουσα – βλ. ενδεικτικά Παράρτημα 33 της απαντητικής επιστολής της Cypra ημερομηνίας 3/3/2020.
(ii) Η καταγγέλλουσα δεν απέστελλε στην Cypra όλα τα απόβλητα της που περιγράφονται στην συμφωνία ημερομηνίας 15/4/2019. Αντ’ αυτού απέστελλε τα προβληματικά απόβλητα και χρησιμοποιούσε την συμφωνία για κάλυψη για το Τμήμα Περιβάλλοντος και τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Τις μεγαλύτερες ποσότητες αίματος τις έστελνε στον σταθμό βιοαερίου της ΑΝΙΜΑΛΙΑ στο Μαρκί, παράνομα (ο σταθμός δεν είχε αδειοδοτημένη παστερίωση σύμφωνα με τον Κανονισμό 1069/2009).
(iii) Η καταγγέλλουσα κορόιδευε την Cypra συνεχώς για το θέμα της διοχέτευσης των πλυσιμάτων στον αναερόβιο σταθμό της. Η καταγγέλλουσα είχε ένα ολόκληρο χρόνο να συμμορφωθεί με την προφορική συμφωνία, δηλαδή από τον Ιούλιο του 2018 που εγκαταστάθηκε ο αγωγός μέχρι τον Ιούλιο του 2019, και τρείς (3) μήνες από την γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 15/04/2019 – κάτι το οποίο δεν έπραξε ποτέ παρ’ όλες τις συνεχείς προτροπές από την Cypra.
(iv) Απόδειξη του ότι η σχέση βάσει προφορικής συμφωνίας δεν έβαινε ομαλώς ήταν το γεγονός ότι κρίθηκε απαραίτητη η σύναψη γραπτής συμφωνίας. Οι όροι Γ (i) έως (iv) της συμφωνίας 15/04/2019 δεικνύουν ότι υπήρξε ιστορικό κακής συνεργασίας εκ μέρους της καταγγέλλουσας.
Τόσο πριν αλλά και ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 15/04/2019, προφορικά μέσω τηλεφώνου, ανέφερα πολλές φορές στον διευθυντή της καταγγέλλουσας, […], ότι δεχόμασταν πιέσεις από το Τμήμα Περιβάλλοντος σχετικά με την επεξεργασία των πλυσιμάτων του σφαγείου του – και συγκεκριμένα αναφορικά με την καθυστέρηση αποστολής αυτών για επεξεργασία στον αερόβιο σταθμό της Cypra. Κάθε φορά, ο κ. […] απαντούσε ψευδώς ότι θα το κανονίσει σύντομα. Εκ των υστέρων φάνηκε ότι όλες οι δικαιολογίες ήταν προφάσεις για να καλύψει την ανεπάρκεια του αερόβιου σταθμού του έναντι των απαιτήσεων του Τμήματος Περιβάλλοντος.
Η καταγγέλλουσα χρησιμοποιούσε την γραπτή συμφωνία για κάλυψη για το Τμήμα Περιβάλλοντος, και είχε πέραν των 3 μηνών για να συμμορφωθεί. Επιπλέον μετά την πληροφόρηση από τον προμηθευτή της εν λόγω αντλίας ότι ο κύριος […] είπε ψέματα στην Cypra ότι δήθεν έβαλε παραγγελία, τα περιθώρια υπομονής είχαν εξαντληθεί. Ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν αναμενόμενο αποτέλεσμα για τον κ. […] αφού αυτός ο τερματισμός ακολούθησε τις συνεχείς προειδοποιήσεις και έντονη διαμαρτυρία από μέρους της Cypra για την εκ μέρους της καταγγέλλουσας παράβαση της συμφωνίας 15/4/2019.».
315. Στην επιστολή της ημερομηνίας 30/9/2021 η καταγγελλόμενη προσέθεσε επίσης τα ακόλουθα:
«Στις υπηρεσίες που προσφέραμε στην Καταγγέλλουσα συμπεριλαμβανόταν και η επεξεργασία της λάσπης του αερόβιου βιολογικού σταθμού της στον αναερόβιο σταθμό της εταιρείας μας. Επειδή ο αερόβιος σταθμός της Καταγγέλλουσας ήταν ανεπαρκής (βλ. στα Παραρτήματα 30 και 31 της επιστολής μας ημερομηνίας 3/3/2020 τις σχετικές αναφορές από τις επιθεωρήσεις του Τμήματος Περιβάλλοντος), αναγκαστήκαμε να χρεώσουμε την Καταγγέλλουσα για την υπηρεσία της αερόβιας επεξεργασίας υγρών λυμάτων (ξεπλύματα περιεχομένου εντέρων), βλ. Παράρτημα 3. Δηλαδή αντί να μας παραδώσει, η Καταγγέλλουσα, λάσπη από τον αερόβιο σταθμό της, μας παρέδωσε ανεπεξέργαστα ξεπλύματα περιεχομένου εντέρων τα οποία απαιτούσαν αερόβια επεξεργασία. Αυτή η αερόβια επεξεργασία χρεώθηκε με το τιμολόγιο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 3. Αυτή η πρακτική αποτελούσε, από πλευράς της Καταγγέλλουσας, παράβαση του όρου Β.2.1.1 της γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 15 Απριλίου 2019.».
316. Όσον αφορά στις αυξήσεις των χρεώσεών της, η καταγγελλόμενη στην εν λόγω επιστολή της σημειώνει τα εξής: «Στο Παράρτημα 22 της επιστολής μας ημερομηνίας 3/3/2020 αναφέρονται 3 λόγοι για την αύξηση των χρεώσεων μας προς την Καταγγέλλουσα:
1. Το 2018 τα έσοδα του ρεύματος μειώθηκαν κατά €{…} λόγω της μείωσης της τιμής της κιλοβατώρας που πληρώνει η ΑΗΚ.
Ως αποδεικτικό για αυτή την μείωση εισοδήματος επισυνάπτεται το Παράρτημα 5, λογιστικές εγγραφές του 2018 και Παράρτημα 6, λογιστικές εγγραφές του 2013 (η ακριβής μείωση στο εισόδημα από την πώληση του ρεύματος μετά τον έλεγχο από τους ελεγκτές είναι €{…}).
2. Το μισθολόγιο έχει αυξηθεί κατά €{…}
Ως αποδεικτικό στοιχείο για αυτή την αύξηση επισυνάπτεται το Παράρτημα 7, λογιστικές εγγραφές του 2018 και Παράρτημα 8 λογιστικές εγγραφές του 2013 (η ακριβής αύξηση μετά τον έλεγχο από τους ελεγκτές είναι €{…})
3. Τα κόστη της συντήρησης των μηχανημάτων και γεννητριών έχουν αυξηθεί κατά €{…} Ως αποδεικτικό στοιχείο για αυτή την αύξηση επισυνάπτονται τα Παραρτήματα 9, 10, 11, 12 λογιστικές εγγραφές του 2018 και τα Παραρτήματα 13, 14, 15, 16 λογιστικές εγγραφές του 2013 (η ακριβής αύξηση μετά τον έλεγχο από τους ελεγκτές είναι €{…}. Η διαφορά είναι η διορθωτική εγγραφή των €{…} που έγινε από τους ελεγκτές στις 20/08/2019).»
Στοιχεία από Τμήμα Περιβάλλοντος
317. Προκειμένου να αξιολογήσει τις ως άνω θέσεις, η Επιτροπή παραθέτει στη συνέχεια τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από το Τμήμα Περιβάλλοντος σε σχέση με την επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων της Α&Α Σφαγεία καθ’ όλη την περίοδο μεταξύ των ετών 2013 – 2019.
318. Σύμφωνα με το Τμήμα Περιβάλλοντος, ως η επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2021:
«Το ΤΠ, ως υπεύθυνη αρχή για την προστασία των νερών και του εδάφους πραγματοποιούσε επιθεωρήσεις και όπου διαπιστώνονταν παραβάσεις λαμβάνονταν τα προβλεπόμενα μέτρα. Σε επιθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην εταιρεία «{…………………....}» διαπιστώθηκε επανειλημμένως αδυναμία του βιολογικού σταθμού να επεξεργαστεί στο βαθμό που έπρεπε τα υγρά απόβλητα του σφαγείου και απορρίψεις ανεπεξέργαστων υγρών αποβλήτων σε παρακείμενα τεμάχια γης και παρακείμενους καλαμιώνες και αργάκι. Για το λόγο αυτό επιδόθηκαν στο ΦΕ επιστολές συμμόρφωσης, καθώς και Ειδοποιήσεις Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος. Παράλληλα, ζητήθηκε από το ΦΕ, με δεδομένη την αδυναμία του βιολογικού σταθμού να λειτουργήσει ικανοποιητικά ή/και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σφαγείου, να εξεύρει άλλους τρόπους διαχείρισης των υγρών αποβλήτων με πιθανή μεταφορά τους σε άλλους κατάλληλους σταθμούς επεξεργασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο ΦΕ προφανώς αναζήτησε και υπέγραψε συμφωνία με την εταιρεία «CYPRA LTD»».
319. Όπως πρόσθετα αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή της 11/2/2021: «{… ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….».
320. Θα πρέπει εδώ να παρατηρηθεί ότι, η προφορική συνεννόηση για εγκατάσταση αγωγού μεταξύ των μερών έγινε το έτος 2018. Ωστόσο, η καταγγέλλουσα ισχυρίσθηκε ότι ο αερόβιος σταθμός της ξεκίνησε να υπολειτουργεί το 2019, ενώ από τα στοιχεία του ΤΠ προκύπτει ότι εν λόγω σταθμός υπολειτουργούσε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα προ του 2019.
321. Όπως αναφέρεται στην επιστολή της 11/2/2021, κατά την περίοδο μεταξύ {…}2013 και {...}2020 είχε διενεργηθεί αριθμός επιθεωρήσεων στις εγκαταστάσεις της καταγγέλλουσας, κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, είχαν διαπιστωθεί τα εξής: Κατά την περίοδο {………………….…….} 2013 διαπιστώθηκαν απορρίψεις αποβλήτων σε παρακείμενα χωράφια. Σε νέες επιθεωρήσεις κατά το 2014 και 2015 είχε διαπιστωθεί ότι η μονάδα αερόβιας επεξεργασίας των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της καταγγέλλουσας {… …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..…..}. Εντούτοις, κατά την επιθεώρηση που διενεργήθηκε {………………………….……….… ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………}. Κατά την επιθεώρηση περί το Μάρτιο 2018, μετά από καταγγελία για απορρίψεις αποβλήτων, είχε διαπιστωθεί «{…………………………..……………………… ………………………………………………………………………………………….}» Σύμφωνα με την υπό αναφορά επιστολή του ΤΠ, η εταιρεία {………… …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………}.
322. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει παράλληλα να ληφθεί υπόψη το δημοσίευμα της εφημερίδας «Χαραυγή», ημερομηνίας 18/3/2018[144] με τίτλο «Μαύρο ποτάμι με ζωικά απόβλητα στην κυπριακή φύση – Τα λύματα και οι σωλήνες απόρριψής τους ‘φωτογραφίζουν σφαγείο…’». Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, το ΤΠ στην επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2021 ανέφερε τα εξής: «[…] το ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στον Κυπριακό τύπο στις 18.03.2018 προφανώς αναφέρεται στην εταιρεία ‘Α&Α ΣΦΑΓΕΙΑ ΛΤΔ’. Οι παράνομες απορρίψεις υγρών αποβλήτων διαπιστώθηκαν σε επιθεώρηση που πραγματοποίησαν Επιθεωρητές του ΤΠ στις 16.03.2018, μετά από σχετική καταγγελία που λήφθηκε. Για το σκοπό αυτό επιδόθηκε στο ΦΕ Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος και ζητήθηκε η λήψη μέτρων συμμόρφωσης.».
323. Στην επιστολή της 11/2/2021 αναφέρεται επιπροσθέτως ότι στις 19/8/2019 το ΤΠ ενημερώθηκε γραπτώς από την A&A Σφαγεία ότι, μετά τη διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών προχώρησε σε διευθετήσεις για την ορθή διαχείριση των υγρών αποβλήτων και των ζωικών υποπροϊόντων του σφαγείου της, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι όλα τα ΖΥΠ μεταφέρονταν στην εταιρεία Sigan ενώ τα υγρά ξεπλύματα του σφαγείου τύχαιναν διαχείρισης «στον ιδιόκτητο βιολογικό σταθμό της μονάδας, στη Βαθιά Γωνιά και στην εταιρεία «Animalia Genetics Ltd»».{…………………………………………………… … …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………}.
324. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, από πληροφορίες του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων (εφεξής το «ΤΑΥ») {…………………………… ………………………………………………………….……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….}.
325. Στο σημείο αυτό και έχοντας υπόψη τα όσα παρατίθενται ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει σημαντικό να αναφέρει και τα ακόλουθα τα οποία αντλήθηκαν από τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν κατά την έρευνα και αφορούν στην ποιότητα των ζωικών αποβλήτων που διοχετεύονταν από την καταγγέλλουσα προς τρίτους για επεξεργασία:
326. Στην υπό αναφορά επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2021 το ΤΠ αναφέρει ότι η Α&Α Σφαγεία «προχώρησε σε συμφωνία με το σταθμό Βαθιάς Γωνιάς για μεταφορά προς επεξεργασία των υγρών αποβλήτων που παράγονται από τα ξεπλύματα του σφαγείου. Η συμφωνία της Βαθιάς Γωνιάς με την εταιρεία ‘Α&Α ΣΦΑΓΕΙΑ ΛΤΔ’ {…………………………………………} διαβιβάστηκε στο Τμήμα Περιβάλλοντος στις 13.09.2019, κατατάσσοντας τα εν λόγω απόβλητα στην κατηγορία των ‘Δυνατών Οργανικών Αποβλήτων’ ‘SOW’ […]». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
327. Στην επιστολή της ημερομηνίας 27/5/2020 η εταιρεία Sigan σημειώνει ότι, η τιμολογιακή της πολιτική είναι βασισμένη σε διάφορες παραμέτρους, όπως η ποιότητα και η ποσότητα των προϊόντων και το κόστος παραλαβής. Όπως διευκρινίζεται στην επιστολή της ημερομηνίας 19/1/2021 «οι χρεώσεις δεν διαφέρουν ανάλογα με το ζώο αλλά πρωτίστως με την κατάσταση των Ζ.Υ. καθώς και πρόσθετων υλικών που μπορεί να συμπεριλαμβάνονται στους κάδους παραλαβής π.χ. ακατέργαστα νερά ή άλλα υγρά. […] Επειδή τα Ζ.Υ. που παραλαμβάνουμε από {…………………………..…….} δεν είναι καλής ποιότητας και για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω, οι χρεώσεις μας περιλαμβάνουν πάντοτε το αυξημένο κόστος για την επεξεργασία των προϊόντων που παραλαμβάνουμε από την εν λόγω εταιρεία.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
328. Από τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία συνάγεται ότι:
§ η διαμόρφωση των χρεώσεων εταιρειών που επεξεργάζονται ζωικά απόβλητα για λογαριασμό τρίτων εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ποιότητα των εν λόγω υλικών που αποστέλλονται προς επεξεργασία από τον εκάστοτε ΦΕ,
§ τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, η ποιότητα τόσο των στερεών όσο και των υδάτινων ζωικών αποβλήτων της καταγγέλλουσας που αποστέλλονταν προς την καταγγελλόμενη, την εταιρεία Sigan αλλά και το Σταθμό Βαθιάς Γωνιάς, ανάλογα με την περίπτωση, δεν ήταν καλής ποιότητας, και
§ τα υδάτινα απόβλητα της καταγγέλλουσας διοχετεύονταν, για μεγάλα χρονικά διαστήματα – χωρίς να έχουν υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία – σε παρακείμενα χωράφια και αργάκια της περιοχής, κατά παράβαση της οικείας νομοθεσίας.
329. Ως έχει ήδη αναφερθεί, η καταγγέλλουσα δεν απέστειλε οποιεσδήποτε θέσεις αναφορικά με τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής.
Συμπεράσματα ως προς τη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων της Α&Α Σφαγεία
330. Όσον αφορά ειδικότερα στη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της καταγγέλλουσας, από όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω η Επιτροπή παρατηρεί τα εξής:
331. Κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 2013 – 2019 ο αερόβιος σταθμός της Α&Α Σφαγεία υπολειτουργούσε, με εξαίρεση το έτος 2017 όπου, σύμφωνα με το ΤΠ, κατά την επιθεώρηση που είχε διενεργηθεί διαπιστώθηκε ικανοποιητική λειτουργία αυτού. Παρά το γεγονός αυτό, από τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από το ΤΠ προκύπτει ότι, τουλάχιστον κατά περιόδους, η Α&Α Σφαγεία χρησιμοποιούσε την εν λόγω μονάδα ενώ μη επεξεργασμένα απόβλητα απορρίπτονταν σε παρακείμενα χωράφια. Προκύπτει συνακόλουθα ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο η Α&Α Σφαγεία δεν προέβαινε σε αποστολή των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της στις εγκαταστάσεις της καταγγελλόμενης, ως ο όρος Β2.1.3. της μεταξύ τους Συμφωνίας.
332. Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, ως η επιστολή της ημερομηνίας 6/8/2021, εξαιτίας των λανθασμένων προδιαγραφών για την αντλία μεταφοράς των υδάτινων αποβλήτων της προς την καταγγελλόμενη που της είχαν δοθεί από την τελευταία, η αντλία που αγοράσθηκε δεν ήταν κατάλληλη με αποτέλεσμα να καταστραφεί. Όπως επίσης ανέφερε, αν και ακολούθως προέβη σε ενέργειες για αγορά νέας με τις σωστές προδιαγραφές, η σχετική παραγγελία ακυρώθηκε δεδομένης της διακοπής της συνεργασίας από τη Cypra.
333. Αφενός, όσον αφορά στους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας ότι η αντλία που είχε αγορασθεί ήταν ακατάλληλη, προκειμένου να αιτιολογήσει τη μη διοχέτευση υδάτινων αποβλήτων μέσω του αγωγού που είχε εγκαταστήσει για το σκοπό αυτό η καταγγελλόμενη, διαφαίνεται ότι η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της αρκετό χρονικό περιθώριο προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας περί διαχείρισης των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της, είτε με την επιδιόρθωση της ιδιόκτητης μονάδας (και τερματισμό της συνεργασίας για την υπό αναφορά υπηρεσία) είτε, εφόσον αυτό προβλεπόταν σε συμφωνία της με τη Cypra, με την αγορά της κατάλληλης αντλίας για εφαρμογή στον αγωγό. Ας υπομνησθεί ότι, όπως συνάγεται από τα στοιχεία της έρευνας, ο αγωγός τοποθετήθηκε από τη Cypra περί τα μέσα του 2018 ενώ η διακοπή της συνεργασίας επήλθε ένα περίπου χρόνο αργότερα (21 Ιουλίου 2019).
334. Αφετέρου, όσον αφορά στην επίρριψη ευθυνών στην καταγγελλόμενη για το ότι η αντλία που είχε αγορασθεί δεν ήταν κατάλληλη για τη συγκεκριμένη χρήση, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί καθυστέρηση και τελικά μη υλοποίηση της συνεργασίας στον τομέα των υδάτινων αποβλήτων, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η νομική αλλά και η επαγγελματική και η ηθική ευθύνη για ορθολογική διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της βάρυνε εξολοκλήρου την ίδια. Επομένως, η εξεύρεση της κατάλληλης αντλίας, εφόσον αυτή ήταν η συμφωνία της με τη Cypra, συνιστούσε ευθύνη της ίδιας της Α&Α Σφαγεία. Σημειώνεται πως η καταγγελλόμενη, ενεργώντας στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, ανέλαβε και εγκατέστησε τον αγωγό προκειμένου να διευκολύνει τη διοχέτευση των υδάτινων αποβλήτων της Α&Α Σφαγεία. Ως εκ τούτου, η αγορά της σωστής αντλίας και η διοχέτευση των εν λόγω αποβλήτων μέσω του αγωγού εναπόκειτο στην καταγγέλλουσα. Εξάλλου, εφόσον η καταγγέλλουσα είχε την πρόθεση, όπως υποστηρίζει, να διοχετεύει τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της στη Cypra για επεξεργασία, θα μπορούσε, μέχρι εξεύρεσης και τοποθέτησης της κατάλληλης αντλίας, να το είχε πράξει χρησιμοποιώντας άλλα μέσα μεταφοράς (πχ ειδικά φορτηγά-βυτία). Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η Cypra προέβη σε εγκατάσταση του αγωγού με δικά της έξοδα, τη συνέφερε να εγκατασταθεί και η κατάλληλη αντλία.
335. Έχοντας καταγράψει τα ανωτέρω, η Επιτροπή προχωρεί ακολούθως σε εξέταση της παραμέτρου που σχετίζεται με το κατά πόσο η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις για τις υπό εξέταση υπηρεσίες, η αξιολόγηση της οποίας προνοείται από τις διατάξεις του άρθρου 6(2) του Νόμου.
7.2.2 Απουσία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης
336. Η Επιτροπή σημειώνει καταρχάς ότι, απουσία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης προϋποθέτει είτε ότι δεν υπάρχουν καθόλου τέτοιες λύσεις ή, ότι οι προσφερόμενες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα[145].
337. Όπως ειδικότερα αποφάνθηκε η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού στην απόφασή της αρ. 514/VI/2011, «η απουσία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης προϋποθέτει, είτε ότι δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές λύσεις, είτε ότι οι υπάρχουσες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση, δηλαδή, η τελευταία δεν μπορεί να προμηθεύεται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από άλλη πηγή ή εάν μπορεί, τα προμηθεύεται όχι με τους ίδιους αλλά με δυσμενέστερους όρους, οι οποίοι θα έχουν ως αποτέλεσμα να περιέλθει η εξαρτώμενη επιχείρηση σε δυσμενή έναντι των ανταγωνιστών της θέση. Τούτο έχει ως συνέπεια να μειώνεται σημαντικά η ικανότητα της να ανταπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, γεγονός το οποίο μπορεί να την οδηγήσει ακόμη και σε αδυναμία συνέχισης της λειτουργίας της.»[146].
338. Το άρθρο 2α του Ελληνικού Νόμου 703/77[147] (το αντίστοιχο του άρθρου 6(2) του Νόμου), ορίζει την οικονομική εξάρτηση ως ανυπαρξία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης, υιοθετώντας το γράμμα της διάταξης του γαλλικού δικαίου. «Δεδομένου, όμως, ότι δεν αρκεί η εξ αντικειμένου ύπαρξη εναλλακτικής λύσης, αλλά πρέπει αυτή να είναι και ισοδύναμη με την υπάρχουσα ή εν δυνάμει υπάρχουσα, η διαπίστωση της εξάρτησης εκφαίνεται ως δίβαθμη νοητική διαδικασία. […] Ο ισοδύναμος χαρακτήρας της εναλλακτικής λύσης κατέχει, λοιπόν, αποφασιστική σημασία στον μηχανισμό της διάταξης. Επιφυλάσσει δε ουκ ολίγες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Η πρώτη αφορά στην ερμηνεία της λέξης ‘ισοδύναμη’.»[148]. (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
339. Όσον αφορά στο σκοπό της διάταξης, σύμφωνα με το προαναφερόμενο σύγγραμμα του Γ. Ι. Μπαμπέτα, αυτή «[…] δεν χορηγεί κοινωνική προστασία. Διασφαλίζει μόνον την ανταγωνιστικότητα του εμπόρου. Αυτός τελεί σε εξάρτηση, όταν η ανταγωνιστικότητά του ερείδεται σε συγκεκριμένο αγαθό.».
340. Από τη διατύπωση της διάταξης του Νόμου συνάγεται ότι, παράβαση αυτής προϋποθέτει αδυναμία εξεύρεσης ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης, υπό την έννοια, είτε ότι δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές λύσεις, είτε ότι οι υπάρχουσες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση.
341. Στην απόφαση της υπ’ αριθμ. 493/VI/2010, η ΕΠΑΝΤ ανέφερε επίσης ότι, «κατάχρηση της σχέσεως οικονομικής εξαρτήσεως υπάρχει όταν η ισχυρή επιχείρηση από την οποία μία ή περισσότερες επιχειρήσεις εξαρτώνται, εκμεταλλεύεται την ισχύ, την οποία της δίνει η αδυναμία της εξαρτημένης επιχειρήσεως να διαθέτει άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση και να αποκομίζει οφέλη για την ίδια και εις βάρος της εξαρτημένης επιχειρήσεως, τα οποία δεν θα αποκόμιζε αν υπήρχε εναλλακτική λύση για την εξαρτώμενη επιχείρηση».
342. Συνεπώς, δεν συντρέχει σχέση οικονομικής εξάρτησης για προϊόντα προς τα οποία υπάρχουν επαρκείς εναλλακτικές λύσεις[149]. Η Ελληνική Επιτροπή, στην ίδια απόφαση σημείωσε επιπρόσθετα ότι: «η εμμονή μιας επιχείρησης να εμπορεύεται ένα συγκεκριμένο προϊόν, όταν αυτό δεν χαρακτηρίζεται από μοναδικότητα, ενώ διαθέτει ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις δεν θεμελιώνει σχέση οικονομικής εξάρτησης».
343. Στην προκείμενη υπόθεση, η καταγγελλόμενη εταιρεία υποστήριξε ότι η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της αριθμό εναλλακτικών λύσεων για τις υπό αναφορά υπηρεσίες. Στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020 αναφέρθηκε στις συνεργασίες στις οποίες, όπως ισχυρίσθηκε, είχε προβεί η καταγγέλλουσα μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους το 2013 και οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτικές λύσεις για αυτήν. Όπως ειδικότερα ανέφερε:
«Η συνεργασία της Καταγγελλόμενης με την Καταγγέλλουσα για την επεξεργασία ζωικών αποβλήτων άρχισε τον Μάρτιο του 2013. Επισυνάπτεται η σχετική σύμβαση ημερομηνίας 28/02/2013 ως Παράρτημα 13. Η εν λόγω συνεργασία τερματίστηκε εντός του ιδίου έτους λόγω παράβασης της σύμβασης αυτής από την Καταγγέλλουσα. Επισυνάπτεται η επιστολή 28 Νοεμβρίου 2013 με την οποία τερματίζουμε την σύμβαση ως Παράρτημα 14, αλλά και η επιστολή 05 Δεκεμβρίου 2013 που κοινοποιεί αυτόν τον τερματισμό στο Τμήμα Περιβάλλοντος ως Παράρτημα 15. Εκείνη την περίοδο η εγκατάσταση CY ABP R 3 (βλ. απαντήσεις μας στις ερωτήσεις 6 και 7 ανωτέρω) που βρίσκεται στην Κοφίνου, ήταν υπό τη διεύθυνση της εταιρείας Vouros Protein Industries Ltd. Η εν λόγω εγκατάσταση τώρα βρίσκεται υπό την διαχείριση της SIGAN MANAGEMENT LTD (απόσταση μεταξύ Άγιου Ιωάννη Μαλούντας και Κοφίνου, περίπου, σαράντα έξι (46) χιλιόμετρα), η οποία παραλάμβανε τα ζωικά απόβλητα κατηγορίας 3 από τους χώρους της Α&Α χωρίς καμία χρέωση. Το ίδιο έκανε και η εταιρεία ANIMALIA GENETICS LTD η οποία διαχειριζόταν την εγκατάσταση CY ABP BG 4 στο Μαρκί (απόσταση μεταξύ Άγιου Ιωάννη Μαλούντας και Μαρκί, περίπου, δεκαοκτώ (18) χιλιόμετρα). Αυτές αποτελούσαν εναλλακτικές λύσεις για την Καταγγέλλουσα κατά την περίοδο αυτή.
[…] Σε κάθε περίπτωση, αυτό αναγνωρίζεται και από την ίδια την Καταγγέλλουσα αφού μετά τον τερματισμό της συμβατικής μας σχέσης, μεταξύ του 2013 και 2016, προχώρησε με συμφωνίες – σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα – με τις πιο πάνω εταιρείες (VOUROS PROTEIN INDUSTRIES LTD και ANIMALIA GENETICS LTD), για να διεξάγει την επεξεργασία των ζωικών της αποβλήτων. Προκύπτει λοιπόν το εμφανές συμπέρασμα ότι η απόσταση αυτών των εγκαταστάσεων από το σφαγείο της Α&Α δεν επηρέασε την επιλογή της Α&Α αναφορικά με το που θα μεταφέρει τα απόβλητά της αφού όπως αναφέρεται πιο πάνω το κόστος μεταφοράς είναι αμελητέο σε σχέση με το κόστος επεξεργασίας των αποβλήτων.»
344. Υπενθυμίζεται ότι, η ίδια η καταγγέλλουσα δεν παρείχε ακριβείς πληροφορίες αναφορικά με το διάστημα 2013 – 2016 ούτε παρείχε στοιχεία που να δεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλιζόταν η ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων της κατά το διάστημα αυτό (ήτοι, για το διάστημα μετά την καταγγελία/διακοπή της συμφωνίας του 2013 και πριν την προφορική συμφωνία του 2016).
345. Εν πάση περιπτώσει, ως προαναφέρεται, στην εν λόγω επιστολή της η καταγγελλόμενη παρέθεσε αριθμό εταιρειών ως ανταγωνιστικές της, στις οποίες ωστόσο περιλαμβάνονταν εταιρείες με εγκαταστάσεις επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων αλλά και εταιρείες παραγωγής βιοαερίου[150].
346. Όσον αφορά στις εναλλακτικές επιλογές που είχε στη διάθεσή της η καταγγέλλουσα κατά την οριστική διακοπή της συνεργασίας της με τη Cypra στις 21/7/2019, η Επιτροπή σημειώνει τα όσα αναφέρθηκαν από την εταιρεία Sigan, η οποία, με επιστολή της ημερομηνίας 19/1/2021[151], απαντώντας σε σχετικό ερώτημα που της είχε τεθεί, ανέφερε τα εξής:
«Η εταιρεία μας κατέχει άδεια επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων (Ζ.Υ.) Κατηγορίας 1 για την μονάδα μας με αριθμό έγκρισης CY ABP/R/1 και άδεια μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων (Ζ.Υ.) Κατηγορίας 3 με αριθμό έγκρισης CY ABP R3 στην περιοχή της Κοφίνου. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι στην μονάδα επεξεργασίας Z.Y. Κατηγορίας 1 (που είναι τα πλέον επικίνδυνα από όλες τις κατηγορίες) επιτρέπεται η επεξεργασία όλων των κατηγοριών Z.Y. τα οποία όμως μετατρέπονται και θεωρούνται ως Ζ.Υ. Κατηγορίας 1 ως προς την μέθοδο επεξεργασίας αλλά και σε ότι αφορά την τελική διάθεση που είναι η καταστροφή και όχι η περαιτέρω εμπορευσιμότητα.»
347. Αναφερόμενη στους ανταγωνιστές της στην αγορά επεξεργασίας ΖΥΠ Κατηγορίας 3 η εν λόγω εταιρεία, με την επιστολή της ημερομηνίας 27/5/2020[152], κατέγραψε {……………………………….}. Ως προαναφέρεται, σε σχέση με τις υπόλοιπες μονάδες στις οποίες αναφέρθηκε η καταγγελλόμενη στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν ανταγωνίστριές της στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων, η εταιρεία Sigan υπέβαλε ότι συνιστούν μονάδες βιοαερίου με τις οποίες δεν έχει ανταγωνισμό.
348. Τα πιο πάνω δύνανται να επιβεβαιωθούν στη βάση των πληροφοριών που αντλήθηκαν από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες[153] οι οποίες, με την επιστολή τους ημερομηνίας 25/1/2021, σημειώνουν πως, παρά το ότι η Sigan κατέχει έγκριση για επεξεργασία ΖΥΠ κατηγορίας 1, δικαιούται ωστόσο να επεξεργάζεται και ΖΥΠ κατηγορίας 2. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση τα ΖΥΠ ΚΑΤ2 υποβιβάζονται σε ΖΥΠ ΚΑΤ1 και τυγχάνουν του ανάλογου χειρισμού, διευκρινίζοντας παράλληλα πως το αντίστροφο δεν μπορεί να γίνει, ήτοι, μονάδες που έχουν έγκριση για επεξεργασία ΖΥΠ ΚΑΤ2 δεν επιτρέπεται να επεξεργάζονται ΖΥΠ ΚΑΤ1.
349. Όπως πρόσθετα συνάγεται από τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σήμερα στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων είναι οι: (i) Sigan, (ii) Mintikkis, (iii) Cypra και (iv) η καταγγέλλουσα. Από τις τρεις πρώτες, μόνο οι Sigan και Cypra δραστηριοποιούνταν στην παροχή των υπό αναφορά υπηρεσιών προς τρίτους κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον η εταιρεία Mintikkis η οποία κατέχει άδεια επεξεργασίας ΖΥΠ ΚΑΤ3, έχει δυναμικότητα επεξεργασίας των υλικών που προκύπτουν από το δικό της σφαγείο και μόνο[154].
350. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή συνακόλουθα καταλήγει ομόφωνα ότι υφίστατο ως εναλλακτική λύση για την καταγγέλλουσα, όσον αφορά στην επεξεργασία των ζωικών υποπροϊόντων του σφαγείου της κατά τον τερματισμό της συνεργασίας της με την καταγγελλόμενη, η εταιρεία Sigan, την οποία και χρησιμοποίησε.
351. Όσον αφορά στις εναλλακτικές λύσεις που είχε στη διάθεσή της η καταγγέλλουσα για την επεξεργασία των υδάτινων αποβλήτων της, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από το ΤΠ, ως οι επιστολές του ημερομηνίας 11/2/2021, από τις οποίες συνάγεται ότι η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της την επιλογή να αποταθεί για το σκοπό αυτό στο Σταθμό Βαθιάς Γωνιάς, ενώ η λάσπη θα μπορούσε να τυγχάνει επεξεργασίας από την εταιρεία Animalia.
352. Όπως επίσης συνάγεται από όσα αναφέρονται στην επιστολή της καταγγέλλουσας ημερομηνίας 4/12/2019, και σύμφωνα με την ενημέρωση που η τελευταία παρείχε στο ΤΠ στις 19/8/2019, ως οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν με τις ως άνω επιστολές του, μετά τη διακοπή της συνεργασίας της με τη Cypra, η Α&Α Σφαγεία κατέφυγε στο Σταθμό Βαθιάς Γωνιάς για την επεξεργασία των πλυσιμάτων του σφαγείου της, και στην εταιρεία Animalia για την επεξεργασία της λάσπης που θα δημιουργείτο στον αερόβιο. Σημειώνεται σχετικά ότι η Α&Α Σφαγεία είχε παράλληλα προχωρήσει σε εργασίες για επιδιόρθωση της μονάδας αερόβιας επεξεργασίας της η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες του ΤΠ, έτυχε αναβάθμισης πριν το τέλος του 2019.
353. Στο πλαίσιο που διαγράφεται από τα ανωτέρω, η Επιτροπή λαμβάνει συνδυαστικά υπόψη της ότι, σύμφωνα με την καταγγελία, ταυτόχρονα με τη σύναψη της Συμφωνίας η Α&Α Σφαγεία ξεκίνησε διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια δημιουργίας ιδιόκτητου σταθμού επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων, ούτως ώστε «να απεξαρτηθεί από την καταγγελλόμενη κατά τη λήξη της συμφωνίας»[155]. Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι οι άδειες για εγκατάσταση μονάδας επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων κατηγορίας 2 και 3 (καθώς και άλλων κτηνοτροφικών και οργανικών αποβλήτων) και σταθμού παραγωγής βιοαερίου, εξασφαλίσθηκαν από την Α&Α Σφαγεία εντός του 2020[156].
354. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή παραθέτει σχετικά το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της ΕΠΑΝΤ στην υπόθεση αρ. 156/ΙΙ/2000[157] όπου σημειώνονται τα εξής σημαντικά:
«Η παράβαση του άρθρου 2α προϋποθέτει σχέση οικονομικής εξάρτησης. Η έννοια της οικονομικής εξάρτησης προϋποθέτει αφενός την ύπαρξη μιας επιχείρησης, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή και αφετέρου την ύπαρξη μιας εξαρτημένης επιχείρησης, η οποία να μη διαθέτει ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις, υπό την έννοια είτε ότι δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές λύσεις, είτε ότι οι υπάρχουσες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση. Η οικονομική εξάρτηση εμπόρου από προμηθευτή μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι ο πρώτος έχει προσαρμόσει την επιχείρησή του στις ανάγκες διάθεσης και προώθησης των προϊόντων του δεύτερου, λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας του και των επενδύσεων που έκανε, ώστε δεν θα μπορούσε να στραφεί προς εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού χωρίς να υποστεί σοβαρές οικονομικές θυσίες.». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
355. Συνάγεται επομένως ότι, η ανυπαρξία ισοδύναμων εναλλακτικών λύσεων, βάσει της νομολογίας, μεταφράζεται είτε ως ότι, (α) δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές, είτε ως ότι, (β) οι υπάρχουσες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση.
356. Αξιολογώντας τα δεδομένα και περιστατικά της προκείμενης υπόθεσης στη βάση των στοιχείων που παρατίθενται και αναλύονται ανωτέρω, διαφαίνεται ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούνται.
357. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι λόγω νομικής υποχρέωσης για διαχείριση των ζωικών της αποβλήτων η καταγγέλλουσα επιζητούσε τις υπηρεσίες της Cypra. Σημειώνεται ότι η ίδια δεν προέβη στις απαιτούμενες επενδύσεις προς αυτό το σκοπό αλλά επιζητούσε τις υπηρεσίες αυτές από άλλες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την ίδια, η μεταστροφή της σε τρίτους για την επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) συνεπαγόταν αυξημένο κόστος. Όπως μεταξύ άλλων επισημαίνεται σχετικά στην επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2019:
«[…] η εταιρεία μας ενόψει της απουσίας εναλλακτικής επιλογής υποχρεώθηκε να συνεργαστεί με την εταιρεία Sigan Management Ltd προκειμένου να επεξεργάζεται τα ζωικά απόβλητα του σφαγείου μας. Τονίζεται ότι η αγορά των εν λόγω υπηρεσιών από την εταιρεία Sigan Management Ltd γίνεται με σημαντικά αυξημένο κόστος. Αυτό θέτει την εταιρεία μας σε μειονεκτική θέση έναντι της εταιρείας Cypra Ltd, η οποία είναι ανταγωνιστική εταιρεία όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών σφαγής χοιρινών και αμνοεριφίων.»[158].
358. Η καταγγέλλουσα σημείωσε σχετικά τη διαφορά στην απόσταση μεταξύ των δικών της εγκαταστάσεων και αυτών της Sigan (περίπου 50 χλμ) έναντι περίπου 4,5χλμ μεταξύ των εγκαταστάσεων της Α&Α Σφαγεία και της Cypra.
359. Όσον αφορά στη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων της μετά τη διακοπή της συνεργασίας της με τη Cypra, η καταγγέλλουσα ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής στην εν λόγω επιστολή της: «Λόγω της καταχρηστικής και αναιτιολόγητης διακοπής της εν λόγω συμφωνίας η εταιρεία Α και Α Σφαγεία Λτδ υποχρεώθηκε να αναζητήσει άλλες επιλογές (συγκεκριμένα στον Σταθμό Επεξεργασίας Οικιακών Λυμάτων και Βιομηχανικών Αποβλήτων Βαθιάς Γωνιάς και στην Animalia Genetics Ltd – Μαρκί), οι οποίες συνεπάγονταν αυξημένο κόστος.».
360. Το γεγονός ότι για τη λήψη των εν λόγω υπηρεσιών αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τρίτους (που συνίσταντο τόσο σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας των εν λόγω υλικών όσο και σε εταιρείες που παρείχαν υπηρεσίες μεταφοράς αυτών στις εταιρίες επεξεργασίας), με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί με πρόσθετο κόστος (λόγω απόστασης και τιμών, μη εξαιρουμένου του ότι η Cypra παρείχε το σύνολο των εν λόγω υπηρεσιών για τα ΖΥΠ, εφόσον παρείχε προς την Α&Α Σφαγεία υπηρεσίες συλλογής, μεταφοράς και επεξεργασίας), δεν αναιρεί το στοιχείο της ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης. Ως έχει αναφερθεί, μία εναλλακτική, για να κριθεί ως μη ισοδύναμη, θα πρέπει να συνδέεται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση, όπως το να υποστεί σοβαρές οικονομικές θυσίες ή και να προσαρμοστεί η επιχείρηση στις υπηρεσίες της προσφέρουσας επιχείρησης. Από τα στοιχεία της έρευνας δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι η μεταστροφή της καταγγέλλουσας σε τρίτους για τις υπό αναφορά υπηρεσίες είχαν αυτό το αποτέλεσμα. Επισημαίνεται ότι, η καταγγελλόμενη προέβη σε επενδύσεις για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νομοθεσίας, ενώ η καταγγέλλουσα απέφυγε να προβεί σε αυτές τις επενδύσεις και επεδίωξε να λάβει τις υπηρεσίες αυτές από τρίτους, οι οποίες δεν ήταν δυνατό να παρασχεθούν χωρίς κόστος. Σύμφωνα δε με τον Πίνακα 4, το μερίδιο της Α&Α Σφαγεία αυξήθηκε σημαντικά τόσο στη σφαγή χοίρων όσο και στα αμνοερίφια, περιλαμβανομένης μάλιστα και της περιόδου 2014 – 2016 που σύμφωνα με τη Cypra δεν της παρείχε υπηρεσίες.
361. Όσον αφορά στον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας ότι υπήρχε κίνδυνος κλεισίματος του σφαγείου της από τις αρμόδιες αρχές σε περίπτωση που δεν εξασφάλιζε την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της, δεδομένων των εναλλακτικών λύσεων τις οποίες είχε στη διάθεσή της κατά το χρόνο τερματισμού της συνεργασίας με τη Cypra, διαφάνηκε από την έρευνα ότι η καταγγέλλουσα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στην κατάσταση που δημιουργήθηκε και να τη διαχειριστεί κατάλληλα εφόσον τεκμηριώνεται η ύπαρξη ισοδύναμων εναλλακτικών λύσεων στις οποίες μάλιστα κατέφυγε η καταγγέλλουσα, καθώς και το γεγονός ότι, παρά τους ισχυρισμούς της, η καταγγέλλουσα συνέχισε να λειτουργεί το σφαγείο της.
362. Ως έχει υπομνησθεί, η καταγγέλλουσα δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε θέσεις ως προς τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής.
363. Ως εκ των ανωτέρω, η Επιτροπή, αξιολογώντας την προκείμενη υπόθεση υπό το φως της ισχύουσας νομοθεσίας και νομολογίας, καταλήγει ομόφωνα ότι, τόσο όσον αφορά στη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων όσο και στη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της, η καταγγέλλουσα είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στη διάθεσή της ισοδύναμες εναλλακτικές επιλογές.
364. Παρά τις ως άνω διαπιστώσεις, σύμφωνα με τις οποίες η συγκεκριμένη παράμετρος που θέτει το άρθρο 6(2) του Νόμου δεν ικανοποιείται, η Επιτροπή ωστόσο, για σκοπούς παρουσίασης μίας σφαιρικής και ολοκληρωμένης εικόνας της προκείμενης υπόθεσης, προβάλλει στη συνέχεια, εν συντομία, το ζήτημα που αφορά στο κατά πόσο η καταγγέλλουσα προέβη σε οποιεσδήποτε επενδύσεις προκειμένου να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της συνεργασίας της με τη Cypra.
7.2.3 Επενδύσεις Εξαρτώμενης Επιχείρησης
365. Όσον αφορά στις επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν επιχειρήσεις προκειμένου να προσαρμόσουν την επιχείρησή τους στις απαιτήσεις μίας συνεργασίας, στην απόφαση της υπ’ αριθμ. 550/VII/2012[159] η Ελληνική Αρχή Ανταγωνισμού είχε μεταξύ άλλων αποφανθεί ως εξής: «Συναφές κριτήριο µπορεί να συνιστά και η προσαρµογή στην οποία έχει προβεί µία επιχείρηση για τις ανάγκες συνεργασίας της µε µία άλλη ισχυρή επιχείρηση. Η προσαρµογή αυτή µπορεί να έχει λάβει τη µορφή της προηγούµενης οργάνωσης της εξαρτηµένης επιχείρησης, η οποία έχει υιοθετήσει µονοµερή προσανατολισµό προς αποκλειστική ή σχεδόν αποκλειστική οικονοµική εξυπηρέτηση της επιχείρησης από την οποία εξαρτάται».
366. Εξετάζοντας τη συγκεκριμένη πτυχή, η Επιτροπή σημειώνει τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν από την Α&Α Σφαγεία, η οποία, στην επιστολή της ημερομηνίας 11/2/2021[160] δήλωσε τα εξής: «Η εταιρεία Α&Α Σφαγεία Λτδ δεν έχει προβεί σε επενδύσεις προκειμένου να καταστεί εφικτή η συνεργασία με την εταιρεία Cypra Ltd εκτός από την αγορά αντλίας αξίας €{…} πλέον ΦΠΑ. Διευκρινίζεται ότι η εν λόγω αντλία θα χρησιμοποιείτο ώστε να μεταφέρονται τα υγρά ζωικά απόβλητα (λάσπη ζαχαρίου, λάσπη αερόβιου, πλυσίματα σφαγείου) από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας Α&Α Σφαγεία προς τις εγκαταστάσεις της εταιρείας Cypra Ltd μέσω του αγωγού μεταφοράς βάσει της Συμφωνίας ημερ. 15.4.2019». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
367. Όπως επίσης σημειώνεται στην εν λόγω επιστολή: «Διευκρινίζεται ότι ο αγωγός μεταφοράς αποσκοπούσε στην μεταφορά υγρών ζωικών αποβλήτων (λάσπη ζαχαρίου, λάσπη αερόβιου, πλυσίματα σφαγείου) από το σφαγείο της Α&Α Σφαγεία Λτδ προς τον αερόβιο βιολογικό σταθμό της εταιρείας Cypra Ltd, βάσει της Συμφωνίας ημερ. 15.4.2019. Σημειώνεται ότι λόγω της μονομερούς απόφασης της εταιρείας Cypra Ltd να τερματίσει την εν λόγω Συμφωνία, ο συγκεκριμένος αγωγός ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε.»[161]. (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
368. Με την επιστολή της ημερομηνίας 21/10/2021[162] η καταγγέλλουσα σημείωσε επίσης ότι: «2) Η συνεργασία μας με την εταιρεία Cypra Ltd αφορούσε τις κατηγορίες ζωικών αποβλήτων 2 και 3. Σας παραπέμπουμε στη Συμφωνία ημερ. 28.2.2013 μεταξύ της εταιρείας Α&Α Σφαγεία Λτδ και της εταιρείας Cypra Ltd, όπου αναφέρεται ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά τη διαχείριση των ζωικών αποβλήτων κατηγορίας 2 και 3 της εταιρείας Α&Α Σφαγεία Λτδ. […] Βάσει των όσων είχαν συμφωνηθεί προφορικά μεταξύ των μερών, η εταιρεία Cypra Λτδ ανέλαβε την υποχρέωση να εγκαταστήσει τον αγωγό μεταφοράς και η εταιρεία Α&Α Σφαγεία Λτδ να εγκαταστήσει την αντλία. […]». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
369. Σημειώνεται ότι, στο τιμολόγιο αγοράς της υπό αναφορά αντλίας, το οποίο φέρει ημερομηνία 10/4/2019, αναγράφεται η αγορά του προϊόντος «{…………… …………………}», αξίας €{…}[163].
370. Εξετάζοντας τις ως άνω αναφορές της καταγγέλλουσας, συνάγεται ότι οι όποιες προσαρμογές έγιναν από μέρους της Α&Α Σφαγεία στη βάση της συνεργασίας της με τη Cypra περιορίσθηκαν στον τομέα της επεξεργασίας των υδάτινων αποβλήτων, εφόσον ως μοναδική επένδυση στην οποία προέβη για τους σκοπούς της συνεργασίας με τη Cypra δεικνύεται από την ίδια την καταγγέλλουσα η αγορά της υπό αναφορά αντλίας. Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, λόγω λανθασμένων προδιαγραφών που της έδωσε η καταγγελλόμενη η εν λόγω αντλία δεν ήταν κατάλληλη για τη συγκεκριμένη χρήση, με αποτέλεσμα να παραγγελθεί νέα, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε την καταγγελλόμενη με ηλεκτρονικό μήνυμά της ημερομηνίας 18/7/2019[164].
371. Τα ανωτέρω θα πρέπει να αξιολογηθούν στο εξής πλαίσιο:
(α) η υποχρέωση και η ευθύνη για τη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της βάρυνε την ίδια την καταγγέλλουσα,
(β) η Cypra ανέλαβε και προέβη στην τοποθέτηση του αγωγού, ως η μεταξύ τους προφορική συνεννόηση, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία τους στον τομέα αυτό, και
(γ) παρά την τοποθέτηση του αγωγού εντός του 2018, η καταγγέλλουσα, μέχρι και την οριστική διακοπή της συνεργασίας στις 21/7/2019, δεν είχε μεταφέρει μέσω αυτού οποιαδήποτε υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της[165].
372. Υπό το φως των ανωτέρω, προκύπτει ότι η καταγγέλλουσα δεν προέβη σε οποιεσδήποτε επενδύσεις για σκοπούς της συνεργασίας της με τη Cypra. Η μοναδική ενέργεια στην οποία προέβη για τους σκοπούς της εν λόγω συνεργασίας συνίσταται στην αγορά της αντλίας προκειμένου να καταστεί εφικτή η διοχέτευση των υδάτινων αποβλήτων του σφαγείου της προς τις εγκαταστάσεις της καταγγελλόμενης μέσω του αγωγού που είχε ήδη εγκαταστήσει, για το σκοπό αυτό, η καταγγελλόμενη.
373. Σε αυτό το πλαίσιο η Επιτροπή καταλήγει ομόφωνα ότι δεν συντρέχουν οι περιστάσεις εκείνες που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν ότι η αγορά της αντλίας, στη βάση των στοιχείων και περιστάσεων που την περιβάλλουν, συνεπάγεται την πραγματοποίηση επενδύσεων από μέρους της καταγγέλλουσας. Η αγορά αντλίας έγινε προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνεργασία της με τη Cypra προς το σκοπό της δικής της εξυπηρέτησης για να αποστέλλει τα υδάτινα απόβλητά της μέσω του αγωγού που εγκατέστησε η Cypra.
374. Όσον αφορά στο σκέλος της συνεργασίας που αφορούσε την επεξεργασία των ζωικών υποπροϊόντων της καταγγέλλουσας, ως έχει ήδη υπομνησθεί, η ίδια η καταγγέλλουσα δήλωσε πως δεν προέβη σε οποιεσδήποτε επενδύσεις προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εν λόγω συνεργασίας.
375. Στο πλαίσιο που διαγράφεται από τα ανωτέρω η Επιτροπή θεωρεί σημαντικό να υπογραμμίσει παράλληλα ότι, ως έχει ήδη υπομνησθεί, η ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων (ζωικών υποπροϊόντων και υδάτινων αποβλήτων) της Α&Α Σφαγεία συνιστούσε νομική υποχρέωση και ευθύνη της ίδιας της καταγγέλλουσας. Επισημαίνεται και πάλι ότι η καταγγελλόμενη προέβη σε επενδύσεις για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νομοθεσίας, ενώ η καταγγέλλουσα απέφυγε να προβεί σε αυτές τις επενδύσεις και επεδίωξε να λάβει τις υπηρεσίες αυτές από τρίτους.
376. Υπό το φως των ως άνω διαπιστώσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι προϋποθέσεις της μη ύπαρξης εναλλακτικών λύσεων και της πραγματοποίησης επενδύσεων για τους σκοπούς της συνεργασίας δεν πληρούνται, η εξέταση της παραμέτρου που σχετίζεται με τη διάρκεια της συνεργασίας των δύο μερών, παρέλκει.
377. Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί σχετικά, και ως έχει ήδη σχολιασθεί ανωτέρω, πως, παρά το ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τα δύο μέρη διαφέρουν ως προς τη διάρκεια της συνεργασίας τους, εντούτοις τα στοιχεία της έρευνας δεικνύουν πως η συνεργασία του 2013, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο τμήμα της, τερματίσθηκε περί το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Υπενθυμίζεται επίσης ότι η συμφωνία του 2013 δεν είχε συμπεριληφθεί στην καταγγελία, η οποία αναφέρεται μόνο σε προφορική συμφωνία συνεργασίας και στη γραπτή Συμφωνία της 15/4/2019.
7.2.4 Συμπεράσματα της Επιτροπής για κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις του άρθρου 6(2) του Νόμου
378. Η Επιτροπή, αξιολογώντας τα δεδομένα της υπόθεσης υπό το φως των ανωτέρω, και έχοντας υπόψη της ότι η καταγγέλλουσα δεν έφερε οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της, καταλήγει ομόφωνα ότι δεν διαπιστώνεται σχέση οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των δύο μερών, καθότι οι υπηρεσίες που προσφέρονταν από τη Cypra προς την Α&Α Σφαγεία συνιστούσαν εξυπηρέτηση / διευκόλυνση της καταγγέλλουσας εφόσον της επέτρεπαν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της οι οποίες απορρέουν από την ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία για την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της χωρίς να έχει προβεί η ίδια στις αναγκαίες επενδύσεις.
379. Ως έχει ήδη υπομνησθεί, βάσει του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου που έχει ενσωματωθεί και στην κυπριακή νομοθεσία[166], μόλις οι υπεύθυνοι επιχείρησης παράγουν ζωικά υποπροϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο του Κανονισμού για τα ζωικά υποπροϊόντα, τα εντοπίζουν και εξασφαλίζουν ότι τυγχάνουν διαχείρισης σύμφωνα με τον συγκεκριμένο Κανονισμό. Ως εκ τούτου, η Α&Α Σφαγεία είχε την υποχρέωση όπως συμμορφωθεί με το εν λόγω κανονιστικό/νομοθετικό πλαίσιο, εφόσον για να συνεχίσει να λειτουργεί το σφαγείο της όφειλε να διασφαλίζει την ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων αυτού.
380. Επιπροσθέτως, όσον αφορά στη διαχείριση των υδάτινων αποβλήτων ενός σφαγείου, ως έχει υπομνησθεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από το ΤΠ[167], η εγκατάσταση βιολογικού σταθμού για τη διαχείριση των υγρών ξεπλυμάτων ενός σφαγείου «δεν είναι επιβεβλημένη από την οποιαδήποτε Νομοθεσία, παρόλο που αποτελεί την πλέον διαδεδομένη και οικονομικά συμφέρουσα επιλογή των ιδιοκτητών σφαγείων». Όπως διευκρινίζεται, τα υγρά λύματα / ξεπλύματα από τις δραστηριότητες των σφαγείων δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων του Κανονισμού 1069/2009 και η διαχείριση τους, η οποία αποτελεί ευθύνη του κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης, ρυθμίζεται από τους περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμους του 2002 έως 2013 και τους περί Βιομηχανικών Εκπομπών (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης) Νόμων του 2013 και 2016.
381. Σε αυτό το πλαίσιο η καταγγελλόμενη εταιρεία Cypra επέλεξε να προχωρήσει σε σχετικές επενδύσεις που της δημιούργησαν αυξημένο κόστος ενώ η Α&Α Σφαγεία δεν ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο. Ως εκ τούτου, με βάση και τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά ανωτέρω, η Cypra δεν είχε υποχρέωση να παρέχει στην Α&Α Σφαγεία αυτές τις υπηρεσίες ιδιαίτερα εάν αυτή δεν τηρούσε τα συμφωνηθέντα.
382. Η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις για την επεξεργασία όλων των υλικών για τα οποία προνοούσε η συνεργασία με τη Cypra, ήτοι, τόσο για τα ΖΥΠ όσο και για τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της. Εφόσον υπήρχαν εναλλακτικές επιλογές οι οποίες ήταν στη διάθεση της κατά το χρόνο τερματισμού της συνεργασίας της με την καταγγελλόμενη, το κριτήριο της ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης πληρούται. Η θέση ότι, η πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση λόγω της μεταστροφής της σε τρίτους την οποία επικαλείται η καταγγέλλουσα προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι δεν υπήρχαν για αυτήν εναλλακτικές λύσεις (λόγω απόστασης και τιμών), δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθότι δεν συνάδει με την έννοια της μη ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης ούτε και καθιστά τη Cypra υποχρεωτικό για πάντα εταίρο. Επαφίετο στην Α&Α Σφαγεία να προβεί στην κατάλληλη διαχείριση των αποβλήτων της, που τελικά την οδήγησε στην εγκατάσταση δικής της μονάδας.
383. Ως έχει ήδη υπομνησθεί δεν είναι δυνατό να απαγορεύεται ο τερματισμός μίας σύμβασης στο διηνεκές. Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Γ. Μπαμπέτα[168] που παρατίθεται ανωτέρω, «Καίτοι η υπαίτια εξάρτηση δεν κωλύει εκ προοιμίου την προστασία του εμπόρου, είναι αδύνατον να απαγορεύεται στο διηνεκές η περάτωση της σύμβασής του. Αρκεί, επομένως, να του παρασχεθεί εύλογη προθεσμία προσαρμογής στη νέα τάξη πραγμάτων. Η διάρκεια της εξάρτησης ταυτίζεται με εκείνη της σύμβασης. Η οικονομική εξάρτηση δεν είναι, λοιπόν, αιώνια και σταθερής έντασης. Μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του ανταγωνιστικού γίγνεσθαι.».
384. Επισημαίνεται και πάλι το γεγονός ότι η καταγγελλόμενη προέβη σε επενδύσεις για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νομοθεσίας για να δύναται να συνεχίσει νόμιμα τη λειτουργία της κύριας δραστηριότητας της που ήταν η παροχή υπηρεσιών σφαγής ενώ η καταγγέλλουσα επέλεξε να αποφύγει τις επενδύσεις αυτές.
385. Στην απόφαση Oscar Bronner[169] του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής το «ΔΕΚ», τώρα ΔΕΕ) όπου εξετάσθηκε το θέμα της παροχής σε ανταγωνίστρια επιχείρηση των απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων της υπηρεσιών, προκειμένου να υφίσταται κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, αναφέρθηκε ότι η άρνηση παροχής μιας υπηρεσίας πρέπει να μπορεί να εξαφανίσει οποιονδήποτε ανταγωνισμό στη σχετική αγορά, να μη μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, αλλά και η υπηρεσία καθαυτή να είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της. [170]
386. Με την εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνεται η εφαρμογή της προηγούμενης νομολογίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τώρα ΓενΔΕΕ) σύμφωνα με την οποία μια ή περισσότερες επιχειρήσεις «δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κατέχουσες υποδομές, προϊόντα ή υπηρεσίες «απαραίτητα» ή «ουσιώδη» για τη διείσδυση στην σχετική αγορά, παρά μόνο αν αυτές οι υποδομές, τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες δεν είναι υποκαταστάσιμες και αν λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους και ιδίως του απαγορευτικού κόστους της αναπαραγωγής τους και/ή του εύλογου χρόνου που απαιτείται προς τούτο δεν υφίστανται βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για τους δυνητικούς ανταγωνιστές της κοινής επιχείρησης, οι οποίοι λόγω αυτού του στοιχείου, αποκλείονται από την αγορά.»[171]
387. Στην απόφασή του το ΔΕΕ εξήγησε περαιτέρω ότι οι εν λόγω όροι δεν ικανοποιούνταν στην υπόθεση που εξετάσθηκε καθότι υπήρχαν και άλλοι τρόποι διανομής ημερήσιων εφημερίδων και ότι δεν φάνηκε να υπήρχαν τεχνικά, κανονιστικά ή οικονομικά εμπόδια δυνάμενα να καταστήσουν αδύνατη τη δημιουργία, εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου εκδότη ημερήσιων εφημερίδων, του δικού του συστήματος κατ’ οίκον διανομής.[172] Το ΔΕΕ απεφάνθη πως «το γεγονός ότι μια επιχείρηση τύπου, η οποία κατέχει πολύ σημαντικό μερίδιο της αγοράς των ημερησίων εφημερίδων εντός κράτους μέλους και η οποία εκμεταλλεύεται το μοναδικό σύστημα κατ' οίκον διανομής εφημερίδων σε εθνικό επίπεδο που υφίσταται στο εν λόγω κράτος μέλος, αρνείται την πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα, έναντι κατάλληλης αμοιβής, στον εκδότη ανταγωνιστικής ημερήσιας εφημερίδας ο οποίος, λόγω της χαμηλής κυκλοφορίας αυτής, δεν μπορεί να δημιουργήσει και να εκμεταλλευθεί, υπό λογικούς οικονομικούς όρους, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους εκδότες, το δικό του σύστημα κατ' οίκον διανομής, δεν συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.».[173]
388. Η καταγγέλλουσα δεν προέβη σε οποιεσδήποτε επενδύσεις προκειμένου να προσαρμόσει την επιχείρησή της στις απαιτήσεις της συνεργασίας αναφορικά με τα ζωικά απόβλητα του σφαγείου της. Όσον αφορά στην αγορά της αντλίας, για σκοπούς διοχέτευσης των υδάτινων αποβλήτων της στην καταγγελλόμενη, σημειώνεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά, ήτοι, την αξία αυτής και κατά κύριο λόγο το γεγονός ότι ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο αγοράσθηκε, παρά το ότι η καταγγελλόμενη από πλευράς της είχε από μηνών προβεί στην τοποθέτηση του αγωγού επί του οποίου αυτή θα συνδεόταν, δεν δύναται να θεωρηθεί ως σημαντική επένδυση[174].
389. Υπό το φως των ανωτέρω, η Επιτροπή σημειώνει επίσης και τα κάτωθι τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη συνδυαστικά με τα ως άνω συμπεράσματά της:
(α) Η διακοπή της συνεργασίας διαπιστώνεται ότι ήταν αιτιολογημένη. Οι θέσεις της καταγγελλόμενης σε σχέση με το ότι η καταγγέλλουσα δεν προωθούσε στις εγκαταστάσεις της τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της για επεξεργασία, με βάση όσα έχουν εξετασθεί και παρατεθεί ανωτέρω, τεκμηριώνονται. Ας υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την καταγγελλόμενη, αυτός ήταν και ο κύριος λόγος διακοπής της συνεργασίας από μέρους της. Η κατάληξη αυτή στηρίχθηκε ειδικότερα στις κάτωθι διαπιστώσεις:
§ Ο αερόβιος βιολογικός σταθμός της καταγγέλλουσας υπολειτουργούσε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα προ της Συμφωνίας της 15/4/2019. Από τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από το ΤΠ φαίνεται ότι ο εν λόγω σταθμός υπολειτουργούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 2014 - 2019.
§ Παρά την τοποθέτηση αγωγού για το σκοπό αυτό εντός του 2018, η καταγγέλλουσα, μέχρι και την οριστική διακοπή της συνεργασίας με τη Cypra στις 21/7/2019, δεν είχε μεταφέρει μέσω αυτού τα υδάτινα απόβλητα του σφαγείου της. Σημειώνεται πως, ως έχει ήδη παρατηρηθεί, η καταγγέλλουσα δεν φαίνεται να διαψεύδει την αναφορά της καταγγελλόμενης ως προς το χρονικό σημείο τοποθέτησης του αγωγού, ότι δηλαδή ο αγωγός εγκαταστάθηκε περί τα μέσα του 2018, ενώ παραδέχθηκε και η ίδια πως αυτός ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε. Θα πρέπει επί τούτου να υπομνησθεί πως η αγορά της αντλίας (η οποία ήταν τελικά ακατάλληλη, σύμφωνα με την ίδια) από την Α&Α Σφαγεία φέρει ημερομηνία 10/4/2019, ήτοι δέκα περίπου μήνες αφότου έγινε η εγκατάσταση του αγωγού.
(β) Η διακοπή της συνεργασίας διαπιστώνεται ότι δεν ήταν αιφνίδια: Στην προκείμενη υπόθεση δεν τεκμηριώνεται το στοιχείο του αιφνιδιασμού, καθότι στη σχέση των δύο μερών υπήρχαν διαχρονικά προβλήματα τα οποία, όπως μπορεί να συναχθεί από τη μεταξύ τους αλληλογραφία[175], ήταν εν γνώσει της καταγγέλλουσας και ειδικότερα:
§ η συνεργασία του 2013 η οποία είχε προηγηθεί, με τα όποια προβλήματα αυτή συνεπαγόταν και η διακοπή αυτής·
§ τα παράπονα που κατά καιρούς η καταγγελλόμενη εξέφραζε προς την καταγγέλλουσα σε σχέση με την ποιότητα των υλικών που της παρέδιδε για επεξεργασία αλλά και σε σχέση με τη μη διοχέτευση των υδάτινων αποβλήτων της·
§ τα πορίσματα των αλλεπάλληλων επιθεωρήσεων του ΤΠ σε σχέση με την ακαταλληλότητα του αερόβιου σταθμού της καταγγέλλουσας και τη διοχέτευση ανεπεξέργαστων αποβλήτων σε παρακείμενα χωράφια, ως επίσης και το δημοσίευμα σε καθημερινή εφημερίδα που αναφέρεται ανωτέρω[176].
Από τα ανωτέρω δεδομένα προκύπτει ότι η Α&Α Σφαγεία ήταν σε θέση να έχει πλήρη επίγνωση πως, σε περίπτωση που δεν συμμορφωνόταν με τους όρους της συνεργασίας της με την καταγγελλόμενη, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να προκαλούσε την αρνητική αντίδραση και σε τελική ανάλυση, την καταγγελία αυτής από την τελευταία, όπως είχε γίνει και στο παρελθόν (ήτοι, το έτος 2013).
390. Ανεξάρτητα επομένως από τα όποια κίνητρα που σύμφωνα με την καταγγέλλουσα ενδεχομένως πυροδότησαν τον τερματισμό της συνεργασίας από την καταγγελλόμενη – ισχυριζόμενη πληροφόρηση ότι αυτή επρόκειτο να δημιουργήσει δικές της εγκαταστάσεις – τα οποία δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάσει, η κατάληξη αυτή δεν διαφοροποιείται καθότι η αιτιολογία που προβλήθηκε από την καταγγελλόμενη σε σχέση με τη διακοπή της συνεργασίας της με την καταγγέλλουσα στοιχειοθετείται.
391. Συνακόλουθα, στη βάση των όσων έχουν διαπιστωθεί, ο τερματισμός της συνεργασίας από την καταγγελλόμενη δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αδικαιολόγητος αλλά ούτε και αιφνίδιος. Παρενθετικά δε σημειώνεται ότι η πρώτη επιστολή διακοπής, της 17/7/2019, έδιδε προθεσμία μέχρι τέλος του μηνός για εφαρμογή του τερματισμού, εφόσον η επεξεργασία των σκληρών και μαλακών ζωικών υποπροϊόντων καθώς και του αίματος θα συνεχιζόταν μέχρι τις 31/7/2019.
392. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης πως συνιστά εύλογο δικαίωμα της καταγγελλόμενης να διατηρεί την ευχέρεια επιλογής των συνεργατών της, ιδιαίτερα εάν αυτοί ενεργούν κατά τρόπο που δυνατό να πλήττουν τα συμφέροντά της, περιλαμβανομένης της αλλοίωσης της εικόνας της στην αγορά. Αξίζει παράλληλα να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την έρευνα, η Α&Α Σφαγεία αποτελούσε για τη Cypra μεγάλο πελάτη στον τομέα της επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων[177].
393. Επιπρόσθετα, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι η Α&Α Σφαγεία απέρριπτε ανεπεξέργαστα υλικά σε παρακείμενα χωράφια, γεγονός που διέρρευσε και στον Τύπο. Σύμφωνα με την καταγγελλόμενη, λόγω της εγγύτητας μεταξύ των εγκαταστάσεων των δύο μερών, οι εν λόγω ενέργειες της καταγγέλλουσας δημιουργούσαν την εντύπωση ότι ήταν η ίδια υπαίτια για τις παράνομες απορρίψεις, με όποιο κόστος μπορούσε να έχει για την ίδια αυτό στην αγορά.
394. Στην προαναφερόμενη Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον έλεγχο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ καθορίζεται ως γενική αρχή ότι κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα εάν κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μία αγορά ή όχι, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους εμπορικούς της εταίρους και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά της στοιχεία.[178] Όπως ειδικότερα προβλέπεται στην εν λόγω Ανακοίνωση:
«75. Κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής, η Επιτροπή ξεκινά από τη θέση ότι, γενικά, κάθε επιχείρηση, δεσπόζουσα ή όχι, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους εμπορικούς εταίρους της και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά στοιχεία της. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι κάθε παρέμβαση βάσει του δικαίου του ανταγωνισμού χρειάζεται προσοχή, ιδίως όταν η εφαρμογή του άρθρου 82 θα συνεπαγόταν την επιβολή υποχρέωσης προμήθειας στη δεσπόζουσα επιχείρηση. Η ύπαρξη μίας τέτοιας υποχρέωσης, ακόμη και όταν πρόκειται για δίκαιη αμοιβή, ενδέχεται να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν και να καινοτομήσουν, και κατ' αυτόν τον τρόπο να ζημιώσει ενδεχομένως τους καταναλωτές. Εάν γνωρίζουν ότι ενδέχεται να έχουν καθήκον προμήθειας ακόμη και παρά τη θέλησή τους, δεσπόζουσες επιχειρήσεις, ή επιχειρήσεις που αναμένουν ότι μπορεί να καταστούν δεσπόζουσες, ενδέχεται να μην επενδύσουν ή να επενδύσουν λιγότερο στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Επιπλέον, αυτό ενδέχεται να δελεάσει τους ανταγωνιστές να χρησιμοποιήσουν δωρεάν τις επενδύσεις της δεσπόζουσας επιχείρησης αντί να επενδύσουν οι ίδιοι. Καμία από τις συνέπειες αυτές δεν θα ήταν μακροπρόθεσμα προς όφελος των καταναλωτών.
76. Τυπικά προβλήματα ανταγωνισμού δημιουργούνται όταν η δεσπόζουσα επιχείρηση ανταγωνίζεται στην αγορά «επόμενου σταδίου» τον αγοραστή που αρνείται να προμηθεύσει. Το παρόν τμήμα ασχολείται με αυτό το είδος αρνήσεων. Ο όρος «αγορά επόμενου στάδιο» χρησιμοποιείται σε σχέση με την αγορά για την οποία η εισροή που μία εταιρεία αρνείται να παράσχει είναι απαραίτητη για την κατασκευή προϊόντος ή την παροχή υπηρεσίας. Το παρόν τμήμα αφορά μόνο αυτό το είδος αρνήσεων.
[…]
78. Η έννοια της άρνησης προμήθειας καλύπτει ευρύ φάσμα πρακτικών, όπως την άρνηση προμήθειας προϊόντων σε παλαιούς και νέους πελάτες, άρνηση χορήγησης άδειας εκμετάλλευσης για δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ακόμη και όταν αυτό είναι απαραίτητο για την παροχή πληροφοριών για διεπαφές, ή άρνηση χορήγησης πρόσβασης σε εγκατάσταση ή δίκτυο πρωταρχικής σημασίας.
[…]
83. Όταν εξετάζει εάν μια άρνηση προμήθειας πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα ελέγχου, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη της το κατά πόσο η προμήθεια της εισροής που αποτελεί το αντικείμενο της άρνησης, είναι αντικειμενικά αναγκαία για την άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η έννοια της αναγκαιότητας σημαίνει απαραίτητα ότι χωρίς την εν λόγω εισροή κανένας ανταγωνιστής δεν θα μπορούσε ποτέ να εισέλθει ή να επιβιώσει στην αγορά επόμενου σταδίου. Μία εισροή είναι αναγκαία όταν δεν υπάρχει πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο στο οποίο οι ανταγωνιστές στην αγορά επόμενου σταδίου μπορούν να βασιστούν ώστε να αντισταθμίσουν, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, τις αρνητικές επιπτώσεις της άρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα, η Επιτροπή, κανονικά, θα εξετάζει εάν οι ανταγωνιστές μπορούν να αντιγράψουν την εισροή που παράγει η δεσπόζουσα επιχείρηση στο άμεσο μέλλον. Η έννοια της αντιγραφής σημαίνει τη δημιουργία εναλλακτικής πηγής αποτελεσματικής προμήθειας που θα επιτρέψει στους ανταγωνιστές να επιβάλουν ανταγωνιστικό περιορισμό στη δεσπόζουσα επιχείρηση στην αγορά επόμενου σταδίου.»[179] (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
395. Στην υπό αναφορά Ανακοίνωση σημειώνεται παράλληλα ότι η αντιγραφή μιας εισροής ενδέχεται να είναι αδύνατη όταν αφορά φυσικό μονοπώλιο λόγω οικονομιών κλίμακας ή φάσματος, όταν υπάρχουν έντονα αποτελέσματα δικτύου ή όταν αφορά πληροφορίες τις λεγόμενες «από μία πηγή». Ωστόσο, όπως πρόσθετα αναφέρεται, σε όλες τις περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη η δυναμική φύση του τομέα και ιδίως, εάν υπάρχει η δυνατότητα ταχείας εξάλειψης της ισχύος της επιχείρησης στην αγορά.
396. Ας υπομνησθεί σχετικά ότι, στην προαναφερόμενη υπόθεση Oscar Bronner[180], όπου εξετάσθηκε το θέμα της παροχής σε ανταγωνίστρια επιχείρηση των απαραίτητων για την άσκηση των δραστηριοτήτων της υπηρεσιών, προκειμένου να υφίσταται κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης είχε αναφερθεί ότι η άρνηση παροχής μιας υπηρεσίας πρέπει να μπορεί να εξαφανίσει οποιονδήποτε ανταγωνισμό στη σχετική αγορά, να μη μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, αλλά και η υπηρεσία καθαυτή να είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της.
397. Αξιολογώντας τα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης υπό το φως της εν λόγω Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της παρατεθείσας ενωσιακής νομολογίας, συνάγεται ότι η Cypra, ως Φορέας Εκμετάλλευσης που στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του παράγει ζωικά απόβλητα, επέλεξε να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της επεξεργασίας των εν λόγω υλικών προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση της νομικής του υποχρέωσης για ορθολογική διαχείρισή τους, προβαίνοντας για το σκοπό αυτό σε σημαντικές επενδύσεις. Το γεγονός ότι, για σκοπούς υψηλότερης απόδοσης στην παραγωγή βιοαερίου, λαμβάνει υλικά και από τρίτες επιχειρήσεις, δεν συνεπάγεται απώλεια της ελευθερίας που έχει ως επιχείρηση να επιλέγει τους εμπορικούς της εταίρους και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά της στοιχεία.
398. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή υπογραμμίζει το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα είχε την επιλογή να δημιουργήσει δικές της εγκαταστάσεις προκειμένου να ανταποκριθεί στη νομική υποχρέωσή της προς ορθολογική διαχείριση των ζωικών αποβλήτων της, επιλογή στην οποία κατέφυγε εντέλει με την υποβολή σχετικών αιτήσεων εντός του 2019 και την εξασφάλιση της αδειοδότησης το επόμενο έτος.
399. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι η καταγγέλλουσα δεν απέστειλε οποιεσδήποτε θέσεις ως προς τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της.
400. Συνακόλουθα, υπό το φως των όσων έχουν εξετασθεί και αξιολογηθεί ανωτέρω και όλων των ενώπιόν της στοιχείων, η Επιτροπή ομόφωνα καταλήγει ότι στην προκείμενη υπόθεση δεν συντρέχουν αθροιστικά οι προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνται για στοιχειοθέτηση παράβασης υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 6(2) του Νόμου από μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας Cypra.
8. ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
401. Για σκοπούς μιας σφαιρικής και ολοκληρωμένης εικόνας ως προς τους ισχυρισμούς που προέβαλε η καταγγέλλουσα στην καταγγελία της, η Επιτροπή σημειώνει επίσης, εν συνόψει, τα ακόλουθα:
402. Όσον αφορά στη θέση της καταγγέλλουσας για αιφνίδιες αυξήσεις από μέρους της Cypra που δεν της έδιναν χρόνο να διερευνήσει άλλες λύσεις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, η καταγγέλλουσα ενημερώθηκε για τις εν λόγω αυξήσεις μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 24/1/2019 (παρ.1 καταγγελίας), με ισχύ από 1/2/2019. Παρά ταύτα, δεδομένου ότι η Συμφωνία φέρει ημερομηνία 15/4/2019, συνάγεται ότι η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της αρκετό χρονικό περιθώριο (περίπου 2,5 μήνες) προκειμένου να εξεύρει εναλλακτικές λύσεις προτού προχωρήσει στην υπογραφή της Συμφωνίας.
403. Επί τούτου η Επιτροπή σημειώνει και τις σχετικές αναφορές του Διευθυντή της Cypra προς το Διευθυντή της καταγγέλλουσας ο οποίος σε ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερομηνίας 26/2/2019[181] επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής: «[…] 2. Όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική της εταιρείας μας σχετικά με τα τέλη επεξεργασίας των ζωικών αποβλήτων, η απόφαση μας είναι αυτή που σας δηλώθηκε γραπτώς 2 φορές και που ήδη έχει εφαρμοστεί για όλους τους πελάτες του σταθμού επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων από την 1/2/2019. Τα τέλη που εφαρμόσαμε έχουν βασιστεί πάνω στα κόστη επεξεργασίας του 2018 πλην τα έσοδα για το 2018 για το κάθε ρεύμα αποβλήτου ξεχωριστά, και δεν υπάρχει έδαφος προς συζήτηση. Όπως πολύ καλά γνωρίζεις η εταιρεία μας δεν είναι η μοναδική που επεξεργάζεται ζωικά απόβλητα στην Κύπρο. Η επιλογή του συνεργάτη σου στο θέμα αυτό είναι απόλυτα δική σου.»
404. Όπως επίσης σημειώνεται μεταξύ άλλων στην επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020 για το θέμα αυτό, η ίδια «δεν έχει την δυνατότητα να αποφασίσει την αύξηση των τιμών μονομερώς και δη χωρίς δυσμενείς γι’ αυτήν συνέπειες […] Επίσης, το γεγονός ότι, όπως παραδέχεται και η Καταγγέλλουσα στο ανωτέρω απόσπασμα, η Καταγγέλλουσα είναι μεγάλος πελάτης της Καταγγελλόμενης δεν της επιτρέπει να διαμορφώνει ανεξέλεγκτα την τιμολόγηση της αναφορικά με την επεξεργασία. Η αντισταθμιστική ισχύς (‘countervailing buyer power’) της Καταγγέλλουσας δεν της επιτρέπει να ενεργεί με αυτό τον τρόπο.»
405. Όσον αφορά στους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας σε σχέση με προσπάθεια της καταγγελλόμενης για συνεννόηση αναφορικά με αυξήσεις στις τιμές σφαγής, η Επιτροπή παραθέτει τη σχετική τοποθέτηση της καταγγελλόμενης, ως παρατίθεται στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/2020:
«Σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή η κοινοποίηση πρόσκληση για να καθοριστούν οι τιμές μεταξύ μας. Αυτό διαφαίνεται από μεταγενέστερο μήνυμά μου προς τον ίδιο ημερομηνίας 26/02/2019 όπου του ανέφερα «ο καθένας είναι ελεύθερος να αποφασίζει για την πολιτική που θα ακολουθήσει», αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως Παράρτημα 20, το οποίο απέκρυψε η καταγγέλλουσα. […] Επισυνάπτεται, επίσης, ως Παράρτημα 21, κατάλογος των πελατών της Καταγγελλόμενης στους οποίους απεστάλησαν είτε ηλεκτρονικά είτε με φαξ τις επιστολές σχετικά με τις αυξήσεις στα τέλη σφαγής. Σημειώστε ότι αντίγραφα των δυο επιστολών είχαν τοποθετηθεί στο γραφείο παραλαβής των ζώων και στο γραφείο παράδοσης των κρεάτων από όπου παραδίδονταν επίσης στους πελάτες της Καταγγελλόμενης.».
406. Εξετάζοντας τα υπό αναφορά στοιχεία η Επιτροπή παρατηρεί ότι, το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 26/2/2019 της καταγγελλόμενης προς την καταγγέλλουσα (παράρτημα 20 της εν λόγω επιστολής της) αναφέρει σχετικά τα εξής: «1. Όσον αφορά την αύξηση των τελών σφαγής δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω από αυτά που ειπώθηκαν και τηλεφωνικώς, ο κάθε ένας είναι απόλυτα ελεύθερος να αποφασίζει για την πολιτική που θα ακολουθήσει. […]». (Η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
407. Η Επιτροπή, με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, και έχοντας υπόψη ότι η καταγγέλλουσα δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε αντιρρήσεις ως προς τα προκαταρκτικά της συμπεράσματα, ομόφωνα καταλήγει ότι οι ως άνω ισχυρισμοί της Α&Α Σφαγεία δεν αποδεικνύονται και ότι συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται οιαδήποτε παράβαση των οικείων διατάξεων του Νόμου από μέρους της Cypra ως αποτέλεσμα αυτών.
9. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ
408. Υπό το φως των όσων έχουν εξετασθεί ανωτέρω και στη βάση των επί μέρους συμπερασμάτων της, η Επιτροπή καταλήγει ομόφωνα ως εξής:
· Δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης από μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας Cypra στη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων προς τρίτους και ως εκ τούτου δεν υφίστατο το νομικό υπόβαθρο προς εξέταση ενδεχόμενων παραβάσεων του άρθρου 6(1) του Νόμου από μέρους της στην εν λόγω αγορά.
· Δεν στοιχειοθετήθηκε παράβαση του άρθρου 6(2) του Νόμου από μέρους της καταγγελλόμενης εταιρείας Cypra καθότι δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων για υπαγωγή στην απαγόρευση των υπό αναφορά διατάξεων. Ειδικότερα:
i. δεν στοιχειοθετήθηκε η ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης της καταγγέλλουσας από την καταγγελλόμενη,
ii. κατά τον ουσιώδη χρόνο η καταγγέλλουσα είχε στη διάθεσή της ισοδύναμες εναλλακτικές λύσεις για την επεξεργασία των ζωικών αποβλήτων του σφαγείου της, και
iii. η διακοπή των εμπορικών σχέσεων των δύο μερών από μέρους της καταγγελλόμενης δεν ήταν υπό τις περιστάσεις αιφνίδια αλλά ούτε και αδικαιολόγητη.
[1] Ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2022, Ν. 13(Ι)/2022, Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4875, 23.2.2022. Σημειώνεται ότι στις 14/11/2022 δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022 (Nόμος 169(Ι)/2022).
[2] Νυν άρθρο 44 του Νόμου.
[3] Σημειώνεται ότι το μέλος της Επιτροπής, κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας, αποτελούσε μέλος και της Επιτροπής υπό την προηγούμενη σύνθεσή της σύμφωνα με τον τότε διορισμό του από το Υπουργικό Συμβούλιο ημερομηνίας 21/5/2018, ενώ επαναδιορίστηκε στη θέση του Μέλους της Επιτροπής με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15/6/2023, και συνεπώς συμμετείχε στις αποφάσεις της Επιτροπής υπό την προηγούμενη σύνθεσή της.
[4] Σύμφωνα με την επιστολή της καταγγέλλουσας ημερομηνίας 4/12/2019, η ημερομηνία εγγραφής της στον Έφορο Εταιρειών είναι η 15/2/2006.
[5] Βλ. απαντητική επιστολή της καταγγέλλουσας, ημερομηνίας 21/10/2021, στο ερωτηματολόγιο της 6/8/2021.
[6] Βλ παραρτήματα 4 & 5 στην επιστολή της Cypra ημερομηνίας 3/3/2020.
[7] Βλ. επιστολή καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020.
[8] Αυτούσια η Συμφωνία της 15/4/2019 επισυνάπτεται ως παράρτημα 7 στην καταγγελία.
[9] Οι εν λόγω επιστολές επισυνάπτονται ως Παραρτήματα 8 & 10 στην καταγγελία της 13/8/2019.
[10] Απαντήσεις καταγγελλόμενης ημερομηνίας 15/1/2021 (στο ερωτηματολόγιο της 30/12/2020).
[11] Επιστολή Α&Α Σφαγεία ημερομηνίας 4/12/2019, σε απάντηση του ερωτηματολογίου της 31/10/2019.
[12] Για την έννοια του όρου «ζωικά υποπροϊόντα» βλ. κατωτέρω, «4. Νομοθετικό Πλαίσιο».
[13] ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα). Ο Κανονισμός εφαρμόζεται από τις 4 Μαρτίου 2011. Αλλαγές που εισήχθησαν με τον κανονισμό τροποποίησης (ΕΕ) 2019/1009 εφαρμόζονται από την 15η Ιουλίου 2019.
[14]Βλ. επίσης Μελέτη των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών «Αξιολόγηση αντίκτυπου για το σχέδιο συλλογής επεξεργασίας και διάθεσης ζωικών αποβλήτων», Μάρτιος 2014 :
[15] Άρθρο 1 («Αντικείμενο») του Κανονισμού.
[16] Άρθρο 2 («Πεδίο Εφαρμογής») του Κανονισμού.
[17] Οι κατηγορίες των ΖΥΠ καθορίζονται στα άρθρα 8, 9 και 10 του Κανονισμού.
[18] Βλ. άρθρα 7 - 10 και 12 - 14 του Κανονισμού.
[19]Σύμφωνα με το Τμήμα 4 (Κατηγοριοποίηση), Κεφάλαιο Ι (Κοινές Διατάξεις), Τίτλος Ι (Γενικές Διατάξεις) του Κανονισμού, τα ζωικά υποπροϊόντα κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο του κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων σύμφωνα με τους καταλόγους που καθορίζονται στα άρθρα 8, 9 και 10 αυτού. Τα παράγωγα προϊόντα υπόκεινται στους κανόνες της συγκεκριμένης κατηγορίας ζωικών υποπροϊόντων από τα οποία παράγονται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον Κανονισμό.
[20] Βλ. υποσημείωση 14 ανωτέρω.
[21] Βλ. Τμήμα 2 «Υποχρεώσεις» - Άρθρο 4 «Αρχικό σημείο της αλυσίδας παρασκευής και υποχρεώσεις».
[22] Βλ. ως άνω, Μελέτη των Κτηνιατρικών υπηρεσιών.
[23] Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1009, ο οποίος θεσπίζει τους κανόνες της ΕΕ για τα λιπάσματα, τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 ώστε να επιτραπεί στα παραγόμενα προϊόντα, τα οποία δεν συνιστούν πλέον σημαντικό κίνδυνο για την υγεία των ζώων, να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά σαν προϊόντα λίπανσης. Οι αλλαγές που εισήχθησαν με τον Κανονισμό τροποποίησης (ΕΕ) 2019/1009 εφαρμόζονται από την 15η Ιουλίου 2019.
[24] ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 142/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 25ης Φεβρουαρίου 2011 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την εφαρμογή της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία.
[25] Βλ. Παράρτημα Ι του εν λόγω Κανονισμού.
[26] Στην αιτιολογική σκέψη αρ.17 του Κανονισμού (ΕΚ) 1069/2009, αναφέρεται ότι, για λόγους συνέπειας της κοινοτικής νομοθεσίας, στον εν λόγω Κανονισμό θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ορισμένοι ορισμοί «που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών καθώς και στην οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα».
[27] Ο εν λόγω Κανονισμός, ως έχει ήδη αναφερθεί, αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 1069/2009.
[29]http://www.moa.gov.cy/moa/environment/environmentnew.nsf/page17_gr/page17_gr?OpenDocument
[30] Βλ. Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 21/2/1973, Continental Can 6/72, σκέψη 32· Υπόθεση Τ-30/89 Hilti AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) (δεύτερο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 1991, σκ. 64.
[31] Βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (C/2024/1645). Επίσης σημειώνεται και το παρόμοιο σχετικό λεκτικό της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς (97/C 372/03), ΕΕ C 372 της 3.12.1997, παρ7, η οποία ίσχυε κατά το χρονικό πλαίσιο των υπό εξέταση γεγονότων.
[32] Υπόθεση 322/81, NV Nederlandshe Banden Industrie Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1983 σελ.3461, σκ.37.
[34] Ibid..
* Οι αριθμοί και/ή τα στοιχεία που παραλείπονται/διαγράφονται και δεν εμφανίζονται τόσο σε αυτό το σημείο όσο και στη συνέχεια, καλύπτονται από επιχειρηματικό απόρρητο ή αφορούν πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως ή/και αφορούν τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμο του 2018 (Ν. 125(I)/2018). Ενδεικτικό της απάλειψης είναι το σύμβολο {…}. Όσον αφορά στα μερίδια αγοράς, αυτά αντικαθίστανται με εύρος 5 ή 10 ποσοστιαίων μονάδων.
[35] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της 4/11/2019.
[37] Σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, το Σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς, στις 6/2/2013 μετονομάστηκε σε ΣΑΤ Βιομηχανίαι Λτδ και την 1/1/2018 σε Biotad Ltd.
[38] Ειδική Έκθεση αρ. ΚΥ/01/2020 («Έλεγχος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών») της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8/1/2020: http://www.audit.gov.cy/audit/audit.nsf/41478C08256AABA4C22584E900284FAB/$file/2020%2001%2008%20%20%CE%84%CE%95%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CF%87%CE%BF%CF%82%20%CE%9A%CF%84%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD%20%CE%A5%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CF%8E%CE%BD.pdf
[39] Ibid..
[40] Υπόθεση αρ. COMP/M.3605 - SOVION / HMG της 21/12/2004, σκ. 3-5 & 13-16: https://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/decisions/m3605_20041221_20310_en.pdf
[41] Βλ. αποφάσεις COMP/M.1313 - Danish Crown/Vestjyske Slagterier; COMP/M.2662 - Danish Crown/Steff-Houlberg και COMP/M.3337 - Best Agrifund/Nordfleisch.
[43] Υπόθεση αρ. COMP/M.3968 - SOVION / SUDFLEISCH, της 21/12/2005, σκ. 5: https://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/decisions/m3968_20051221_20310_en.pdf
[44] Ibid., σκ. 12.
[45] Ibid., σκ. 14.
[46] Υπόθεση αρ. M.8611 – Smithfield / Pini Polonia, της 23.1.2018.
[47] Βλ. υποθέσεις M.2662 – Danish Crown / Steff Houlberg; M.1313 – Danish Crown / Vestjyske Slagterier; M.7565 – Danish Crown / Tican; M.6285 – Saria / Danish Crown / Daka JV; M.3968 – Sovion / Südfleisch; M.3337 – Best Agrifund / Nordfleisch.
[48] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της 4/11/2019.
[49] Ως προαναφέρεται, τα στοιχεία για το έτος 2019 αφορούν την περίοδο από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
[50] Στους πίνακες που παρατίθενται στην εν λόγω επιστολή των ΚΥ χρησιμοποιούνται οι όροι «πρόβατα» και «αίγες», ωστόσο πρόκειται για τα είδη «αμνοί» και «ερίφια». Ως εκ τούτου χρησιμοποιείται ο όρος «αμνοερίφια», όπου συγκαταλέγονται και τα δύο υπό αναφορά είδη, ο οποίος χρησιμοποιείται από τα δύο εμπλεκόμενα στην υπόθεση μέρη.
[51] Πρώην ΣΑΤ Βιομηχανίαι Ltd.
[52] Βλ. ανωτέρω, Ενότητα 4: «Νομοθετικό Πλαίσιο».
[53] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Υπηρεσίας ημερομηνίας 26/1/2021.
[54] Βλ. επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2019.
[55] Supra. Κανονισμός περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
[56] Βλ. κεφ. 4, ανωτέρω, «Νομοθετικό Πλαίσιο».
[58] «Εγχειρίδιο για τους επίσημους κτηνίατρους: Επίσημοι έλεγχοι στα σφαγεία και εργαστήρια κοπής για τα Ζωικά Υποπροϊόντα» - Ιούλιος 2013: http://www.moa.gov.cy/moa/vs/vs.nsf/All/4507D14C97ED55F3C2257BB20026BBE1?OpenDocument
[59]Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
[60] Σημειώνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε εξασφαλίσει προσωρινή παρέκκλιση μέχρι και την 1/11/2005 για τη συνέχιση των εν λόγω μεθόδων διαχείρισης - Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρ. 2005/62/ΕΚ.
[61]https://inbusinessnews.reporter.com.cy/business/services/article/238079/s-karasialis-diacheirizomaste-20-000-tonoys-zoika-ypoproionta-kathe-chrono: «Η Sigan Management Ltd, ιδρύθηκε το 2004 και είναι θυγατρική της Galatariotis Brothers Group of Companies. Από το 2006 είναι πλήρως αδειοδοτημένη για την παγκύπρια περισυλλογή και επεξεργασία ζωικών υποπροϊόντων κατηγορίας 1, 2 και 3.».
[62] Βλ.: Μελέτη των ΚΥ «Αξιολόγηση αντίκτυπου για το σχέδιο συλλογής επεξεργασίας και διάθεσης ζωικών αποβλήτων», που δημοσιεύθηκε το Μάρτιο 2014:
[63] Σε απάντηση του ερωτηματολογίου ημερομηνίας 15/12/2020.
[64] Σε απάντηση του ερωτηματολογίου της 6/8/2021.
[65] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της 31/10/2019.
[66] Η επιστολή φέρει ημερομηνία 4/6/2020 και ημερομηνία αποστολής 9/6/2020.
[67] Σε απάντηση του ερωτηματολογίου ημερομηνίας 15/12/2020.
[68] Βλ. ανωτέρω, Ενότητα 4 «Νομοθετικό Πλαίσιο».
[69] Βλ.: «Γνωμάτευση με βάση το άρθρο 13 του περί της εκτίμησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον από ορισμένα έργα Νόμου (Αρ. 140(Ι) 2005) για την κατασκευή και λειτουργία μονάδων αναερόβιας και αερόβιας επεξεργασίας αποβλήτων της εταιρείας ‘CYPRA LTD’ στην Κάτω Μονή και Άγιους Ηλιόφωτες», Τμήμα Περιβάλλοντος, 18 Μαΐου, 2011.
[70] Όπως επισημαίνεται, η Γνωμάτευση αφορούσε σε τρεις Αιτήσεις Πολεοδομικών Αδειών, υπ’ αρ. ΛΕΥ/01677/2009, ΛΕΥ/01678/2009 και ΛΕΥ/0767/2011.
[71] Υπόθεση COMP/M.3605 - SOVION / HMG, 21/12/2004.
[72] Ibid., παρ.98.
[73] «Εγχειρίδιο για τους επίσημους κτηνίατρους: Επίσημοι έλεγχοι στα σφαγεία και εργαστήρια κοπής για τα Ζωικά Υποπροϊόντα» - Ιούλιος 2013: http://www.moa.gov.cy/moa/vs/vs.nsf/All/4507D14C97ED55F3C2257BB20026BBE1?OpenDocument
[74] Υπόθεση COMP/M.5935 - VION/ WEYL, 20/08/2010.
[75] Ibid., παρ. 66 – 68.
[76] Διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 54 του Κανονισμού (ΕΚ) 1069/2009, όποιες παραπομπές γίνονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, ο οποίος καταργήθηκε από τις 4 Μαρτίου 2011, λογίζονται ως παραπομπές στο νέο Κανονισμό (ΕΚ) 1069/2009.
[77] Υπόθεση COMP/M.6285 SARIA / DANISH CROWN / DAKA JV, 29/06/2012.
[78] Supra, υποσ. 31, Ανακοίνωση της Επιτροπής για τον ορισμό της σχετικής αγοράς (C/2024/1645). Επίσης σημειώνεται και το παρόμοιο σχετικό λεκτικό της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς (97/C 372/03), ΕΕ C 372 της 3.12.1997, η οποία ίσχυε κατά το χρονικό πλαίσιο των υπό εξέταση γεγονότων.
[79] Υπόθεση M.8611 – Smithfield / Pini Polonia, ημερομηνίας 23.1.2018.
[80] Σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις ΚΥ, ως η επιστολή τους ημερομηνίας 8/11/2019.
[81] Πρώην Σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς και ακολούθως ΣΑΤ Βιομηχανίαι Ltd.
[82] Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς, το σφαγείο, το οποίο λειτούργησε το 1999, βρίσκεται στο δρόμο Πόλης-Πελαθούσας και εξυπηρετεί τους κρεοπώλες της επαρχίας Πάφου (https://www.polis.org.cy/el/page/dimotiko-sfageio).
[83] Υπόθεση αρ. COMP/M.5935 - VION/ WEYL, 20/08/2010, παρ.69.
[84] Υπόθεση COMP/M.6285 - SARIA / DANISH CROWN / DAKA JV, 29/06/2012.
[85] Υπόθεση M.8611 – Smithfield / Pini Polonia, ημερομηνίας 23.1.2018.
[86] Βλ. ανωτέρω, πίνακα 1.
[87] Υπόθεση C-41/90, Hoffner & Elsner v. Macrotron, [1991] ECR I-1979; Υπόθεση C-67/96, Albany International BV κατά Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie, [1999] ECR 1999 I-05751. Υπόθεση 170/83, Hydrotherm v. Compact, [1984] ECR 2999.
[88] Ibid.
[89] ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ αριθ. 3/17/COL της 18ης Ιανουαρίου 2017 «για την τροποποίηση, για εκατοστή δεύτερη φορά, των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων με την εισαγωγή νέων κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο [2017/2413]».
[90] Βλ. σχετικά Απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού ΑΡΙΘΜ. 355/V/2007 σελ.8, καθώς και Απόφαση ΑΡΙΘΜ. 610/2015, σελ. 79, η οποία παραπέμπει ενδεικτικά στην ακόλουθη νομολογία: «Βλ. ενδεικτικά υπόθ. Τ-23/09 Conseil national de l’Ordre des pharmaciens (CNOP), Conseil central de la section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκ. 70-71, υπόθ. C-55/96, Job Centre coop.arl, Συλλογή 1997, σελ. Ι-7119, σκ.21, συνεκδ. υποθ. C-180-184/98, Pavel Pavlov κ.ά. κατά Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten, Συλλ. 2000 σ. Ι-6451, σκ. 74, υπόθ. C-118/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας Συλλ. 1987 σ. 2599, σκ. 7, υπόθ. C-41/90 Klaus Höfner and Fritz Elser κατά Macrotron GmbH Συλλ. 1991 σ. I-1979, σκ. 21, υπόθ. C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας (CNSD) Συλλ. 1998 σ. I-3851, σκ. 36, υπόθ. C-244/94 Fédération Française des Sociétés d’Assurance κ.ά. κατά Ministère de l'Agriculture et de la Pêche Συλλ. 1995 σ. I-4013, σκ. 14, απόφαση ΕΑ 292/IV/2005 υπό 2.1.» . Βλ. επίσης αποφάσεις ΔΕΕ με αριθμ. C-118/85 Commission v. Italy [1987] Συλλ. Νομολ. 2599, παρ. 7, και C35/96 Commission v. Italy (CNSD) [1998] Συλλ. Νομολ. I-03851 [εκτελωνιστές - Εθνικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών Ιταλίας], παρ. 36, C-41/90 Höfner and Elser v. Macrotron [1991] Συλλ. Νομολ. I -1979, παρ. 21 [Δημόσια Υπηρεσία Ευρέσεως Εργασίας], C-244/94 Federation Francaise des Societes d’Assurance [1995], Συλλ. Νομολ. I-4013, παρ. 14 [Μη κερδοσκοπικός οργανισμός διαχείρισης ασφαλιστικού συστήματος].
[91] Υπέρ του τελευταίου σημείου λειτουργεί η διάταξη του άρθρου 7 του Νόμου, η οποία αναφέρεται ευθέως στις δημόσιες επιχειρήσεις και περιλαμβάνει αυτές ρητά στις ρυθμίσεις για τον ανταγωνισμό.
[92] ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 PAVLOV κ.λπ., στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98, ECLI:EU: C:2000:428, σκ. 74-75.
[93] Βλ. επιστολή της Α&Α Σφαγεία ημερομηνίας 4/12/2019.
[94] Επιστολή Α&Α Σφαγεία ημερομηνίας 4/12/2019, σε απάντηση του ερωτηματολογίου της 31/10/2019.
[95] Βλ. καταγγελία ημερομηνίας 13/8/2019, σημ. 17 και επομ..
[96] Υπόθεση 85/76, Hoffmann- La Roche & Co. AG v. Commission, [1979] ECR 461, Υπόθεση 27/76, United Brands, Συλλ. Νομολ. 1978, 207.
[97] Euroemballage Corpa and Continental Can Co Inc. v Commission: 6/72 (Continental Can case), EE L 7/8-1-1972.
[98] Βλ. επίσης απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση 322/81 NV Nederlandsche Bande Industrie Michelin κατά της Επιτροπής, Συλλογή Νομολογίας 1983.
[99] Απόφαση του Πρωτοδικείου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-24/93, T25/93, T/26/93 και T/28/93 Compagie Maritime Belge Transports and others κατά της Επιτροπής, Συλλογή Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996, σελ ΙΙ-01201.
[100] Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την ανάλυση αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, (2002/C 165/03).
[101] Βλ. ανωτέρω, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-24/93, T25/93, T/26/93 και T/28/93.
[102] Απόφαση ΔΕΕ 27/76 United Brands κατά Επιτροπής, Συλλ.1978, σελ, 207, σκ.122.
[103] Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1991, Akzo κατά Επιτροπής, C-62/86, Συλλογή 1991, σ. Ι-3359, σκέψη 60.
[104] Απόφαση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, ό.π., σκέψη 41.
[105] Βλ. ανωτέρω συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-24/93, T25/93, T/26/93 και T/28/93, σκ.18.
[106] ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2006 SELEX SISTEMI INTEGRATI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ στην υπόθεση Τ-155/04, σκ. 48.
[107] Βλ. επιστολή ΚΥ ημερομηνίας 8/11/2019.
[108] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της 31/10/2019.
[109] Στην επιστολή της 3/3/2020 επισυνάπτονται οι μηνιαίες καταστάσεις σφαγής του σφαγείου της Cypra για το έτος 2019 (ως παράρτημα 6), καθώς και οι εξαμηνιαίες καταστάσεις των ετών 2017 και 2018 (ως παράρτημα 7).
[110] Τα στοιχεία για το έτος 2019 αφορούν την περίοδο από τον Ιανουάριο μέχρι και το Σεπτέμβριο.
[111] Παράρτημα ΙΙΙ που επισυνάπτεται στην επιστολή των ΚΥ ημερομηνίας 8/11/2019.
[112] Για οκτώ (8) ώρες σφαγής.
[113] Ως έχει ήδη σημειωθεί, στην εν λόγω επιστολή των ΚΥ αναφέρεται ότι, το Σφαγείο Αγίων Τριμιθιάς στις 6/2/2013 μετονομάστηκε σε ΣΑΤ Βιομηχανίαι Λτδ και την 1/1/2018 σε Biotad Ltd.
[114] Η κατηγορία "ΧΟΙΡΟΙ" περιλαμβάνει χοίρους πάχυνσης, χοιρίδια, γουρούνες και κάπρους (βλ. παρ.Ι της επιστολής των ΚΥ ημερομηνίας 8/11/2019). Για σκοπούς παρουσίασης των μεριδίων αγοράς οι τρεις αυτές υποκατηγορίες έχουν συμπτυχθεί σε μία γενικότερη κατηγορία.
[115] Η κατηγορία "ΑΜΝΟΕΡΙΦΙΑ" περιλαμβάνει πρόβατα άνω του έτους και κάτω του ενός έτους, καθώς και αίγες άνω του έτους και κάτω του ενός έτους. (βλ. παρ.Ι της επιστολής των ΚΥ ημερομηνίας 8/11/2019). Για σκοπούς παρουσίασης των μεριδίων αγοράς οι τέσσερις αυτές υποκατηγορίες έχουν συμπτυχθεί σε μία γενικότερη κατηγορία.
[116] Υπόθεση C-85/76 Hoffmann-La Roche v. Commission, παρ. 41.
[117] Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (2009/C 45/02), παρ.13.
[118] Τότε άρθρο 82 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
[119] Απαντήσεις στην ερώτηση 3i του ερωτηματολογίου της 19/5/2020.
[120] Βλ. επιστολή της Cypra ημερομηνίας 3/3/2020.
[121] Απαντήσεις στην ερώτηση 3ii του ερωτηματολογίου της 19/5/2020.
[122] Επιστολή Sigan ημερομηνίας 27/5/2020.
[123] Υπενθυμίζεται ότι η Sigan επεξεργάζεται ΖΥΠ ΚΑΤ 1 και 3. Σε περίπτωση που υλικά ΚΑΤ2 τυγχάνουν διαχείρισης από τη Sigan υποβιβάζονται και τυγχάνουν επεξεργασίας ως υλικά ΚΑΤ1.
[124] Βλ. παράρτημα 9 της εν λόγω επιστολής,
[125] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ημερομηνίας 15/12/2020.
[126]Ο εν λόγω πίνακας μπορεί επίσης να ανευρεθεί στην ιστοσελίδα των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών : http://www.moa.gov.cy/moa/vs/vs.nsf/All/00FA09CDD6EB414EC2257A940025E75F/$file/3.%20SECTION_IV-PROCESSING_PLANTS%207.12.2020.pdf
[127] Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέχονται στην ως άνω ανάρτηση, η συντομογραφία PROCP αντιστοιχεί στις λέξεις: Processing plant / Μονάδα επεξεργασίας.
[128] Σε απάντηση ερωτηματολογίου ημερομηνίας 6/8/2021.
[129] Ως προαναφέρεται, η επιστολή φέρει ημερομηνία 4/6/2020 και ημερομηνία αποστολής 9/6/2020.
[130] Επιστολή της Sigan η οποία φέρει ημερομηνία 27/5/2020.
[131] Βλ. επιστολή της Α&Α Σφαγεία ημερομηνίας 4/12/2019.
[132] Βλ. σύγγραμμα Γιώργου Ι. Μπαμπέτα «Οικονομική Εξάρτηση και Καταχρηστική Εκμετάλλευση», 2008, σελ.214 και επομ..
[133] Βλ. σχετικά Απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Αρ. 144/II/2000.
[134] Βλ. επιστολή της ημερομηνίας 15/1/2021.
[135] Καταγγελία της εταιρείας Alpha Electric House Ltd εναντίον της εταιρείας Fissler GmbH (αρ. φακ. 11.17.010.16).
[136] Βλ. σημ. 3 της καταγγελίας ημερομηνίας 13/8/2019.
[137] Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (2009/C 45/02).
[138] Βλ., μεταξύ άλλων, επιστολή καταγγέλλουσας, ημερομηνίας 21/10/2021. Η συμφωνία της 28/2/2013 επισυνάπτεται ως παράρτημα 13 στην επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020.
[139] Η επιστολή είναι η πρώτη (από δύο) που υποβλήθηκε σε σχέση με το ερωτηματολόγιο της 31/10/2019. Η δεύτερη φέρει ημερομηνία 3/3/2020.
[140] Βλ. σημ. 8 & 9 της καταγγελίας.
[141] Βλ. σημ. 10 της καταγγελίας.
[142] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της 6/8/2021.
[143] Στη βάση των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018 (Ν. 125(I)/2018), δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως το όνομα φυσικού προσώπου, παραλείπονται.
[144] Αντίγραφο του εν λόγω δημοσιεύματος επισυνάπτεται ως παράρτημα 30 στην επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020.
[145] Βλ. σχετικά Αποφάσεις της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού με Αρ. 91/99,150/00, 144/00, 145/00.
[146] Απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού στην υπόθεση ΝΤΑΚΟΣ Α.Ε. κατά BROTHER INTERNATIONAL EUROPE LTD.
[147] Ως ίσχυε τότε.
[148] Supra, σύγγραμμα Γ. Ι. Μπαμπέτα.
[149] Απόφαση ΕΠΑΝΤ στην υπόθεση με τίτλο «Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της εταιρίας Α/ΦΟΙ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ κατά της εταιρείας Ι. ΣΑΜΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Ε.Ε.» (Απόφαση 11/1995). Βλ. επίσης Κοτσίρης, «Δίκαιο Ανταγωνισμού Αθέμιτου και Ελεύθερου», 6η έκδοση, 2011, Σάκκουλα, σελ. 325
[150] Supra, Πίνακας 5.
[151] Απαντήσεις της εταιρείας Sigan στο ερωτηματολόγιο της 30/12/2020.
[152] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ημερομηνίας 5/5/2020.
[153] Επιστολή ημερομηνίας 25/1/2021 σε απάντηση του ερωτηματολογίου ημερομηνίας 15/12/2020.
[154] Βλ. επιστολή της, ημερομηνίας 28/1/2022 (σε απάντηση ερωτηματολογίου ημερομηνίας 6/8/2021).
[155] Βλ. καταγγελία της 13/8/2019, σημ.24.
[156] Βλ. μεταξύ άλλων, επιστολή καταγγέλλουσας ημερομηνίας 11/2/2021, επιστολή ΤΠ ημερομηνίας 11/2/2021 (όπου αναφέρεται ότι η Α&Α Σφαγεία εξασφάλισε στις 22/9/2020 Πολεοδομική Άδεια για μονάδα διαχείρισης ΖΥΠ και σταθμού βιοαερίου), και επιστολές ΚΥ ημερομηνίας 25/1/2021.
[157] Απόφαση 156/ΙΙ/2000 N.A. κατά ROTHMANS ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΝΟΜΩΝ Α.Ε.Ε..
[158] Επιστολή Α&Α Σφαγεία ημερομηνίας 4/12/2019, σε απάντηση του ερωτηματολογίου της 31/10/2019.
[159] Επανεξέταση της καταγγελίας της «IRON TENCO ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ-ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΣΙΔΗΡΟΥ ΑΕ» κατά της «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΙΑΝΟΣ ΣΙΔΕΡΑ – ΤΣΙΜΕΝΤΑ - ΔΟΜΙΚΑ Α.Ε.» για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 και 2α του ν. 703/77, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 2930/2010 αναπεμπτικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, σχετικά με την υπ’ αριθ. 442/V/2009 Απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού επί της ανωτέρω καταγγελίας, παρ.100.
[160] Απαντήσεις της στο ερωτηματολόγιο της 30/12/2020 (ερώτημα αρ. 4).
[161] Το ερώτημα υπ’ αρ. 7 του ερωτηματολογίου ημερομηνίας 30/12/2020 είχε ως εξής: «Σύμφωνα με την καταγγελλόμενη, περί τον Ιούνιο-Ιούλιο του 2018 τοποθετήθηκαν αγωγοί μεταφοράς των υγρών αποβλήτων από το σφαγείο σας προς τον αερόβιο βιολογικό της σταθμό, συνολικού μήκους πέντε χιλιάδων επτακοσίων μέτρων. Να διευκρινίσετε το είδος των ζωικών αποβλήτων που μεταφέρονταν με τον εν λόγω αγωγό και την ποσότητα αυτών σε τόνους […]».
[162] Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της 6/8/2021.
[163] Συνολική αξία περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, €{…} (Επισυνάπτεται στην επιστολή της 21/10/2021).
[164] Επισυνάπτεται ως παρ.9 στην καταγγελία και ως παρ.34 στην επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020.
[165] Υπενθυμίζεται ότι η καταγγελία της Α&Α Σφαγεία φέρει ημερομηνία 13/8/2019.
[166] Βλ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) και ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) αριθ. 142/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 25ης Φεβρουαρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 και της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία. Για την εφαρμογή των πιο πάνω κανονισμών στην Κύπρο ισχύει ο «Ο περί της Υγείας των Ζώων (τροποποιητικός) νόμος του 2012» (Ν. 43(Ι)/2012), ο οποίος ενσωματώνει στο βασικό νόμο τους νέους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τα ζωικά υποπροϊόντα αντικαθιστώντας τον παλιό σχετικό κανονισμό (1774/2002) ο οποίος έχει καταργηθεί.
[167] Βλ. επιστολή του Τμήματος Περιβάλλοντος ημερομηνίας 11/2/2021.
[168] Βλ. σύγγραμμα Γιώργου Ι. Μπαμπέτα «Οικονομική Εξάρτηση και Καταχρηστική Εκμετάλλευση», 2008, σελ.214 και επομ..
[169] Υπόθεση C-7/97 της 26/11/1998, Oscar Bronner, ECR [1998] Ι-7791.
[170]Ibid., σκ.41.
[171] Απόφαση ΠΕΚ European Night Services, 15/9/1998, Τ-374, 375, 384 & 388/94, ECR [1998] ΙΙ-3141, σκέψη 209.
[172] Ibid., σκ. 42-46.
[173] Ibid., σκ.47.
[174] Βλ. πχ απόφαση ΕΠΑΝΤ αρ. 166/ΙΙ/2000, Α.Τ. και της Εταιρείας KMS HAIR CARE ΕΛΛΑΣ Α.Ε. ΕΙΔΩΝ ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟΥ, ΦΕΚ Β’ 1250/26/9/2001.
[175] Βλ. πχ. μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνίες 4/2/2019 (παρ.2 της καταγγελίας) και 24/1/2019 (παρ.1 καταγγελίας και παρ.24 επιστολής καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020), που είχαν αποσταλεί από τη Cypra προς την Α&Α Σφαγεία.
[176] Βλ. ανωτέρω, δημοσίευμα της εφημερίδας «Χαραυγή», ημερομηνίας 18/3/2018, που επισυνάπτεται στην επιστολή της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020 ως παράρτημα 30 με τίτλο «Μαύρο ποτάμι με ζωικά απόβλητα στην κυπριακή φύση – Τα λύματα και οι σωλήνες απόρριψής τους ‘φωτογραφίζουν σφαγείο…’».
[177] Βλ. επιστολή Cypra ημερομηνίας 3/3/2020 (απάντηση αρ. 4β).
[178] Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (2009/C 45/02).
[179] Στην Ανακοίνωση γίνονται οι ακόλουθες παραπομπές: «Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-241/91 P και C-242/91, Radio Telefis Eireann (RTE) και Independent Television Publications (ITP) κατά Επιτροπής (Magill), Συλλογή 1995, σ. I-743, σκέψη 50· υπόθεση C-418/01 IMS Health κατά NDC Health, Συλλογή 2004, σ. I-5039, σκέψη 35· υπόθεση T-201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-3601, σκέψεις 319, 330, 331, 332 και 336.» Η Ανακοίνωση παραπέμπει επίσης στα εξής: «(1) Υπόθεση T-201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-3601, σκέψεις 428 και 560 έως 563. (2) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-241/91 P και C-242/91, Radio Telefis Eireann (RTE) και Independent Television Publications (ITP) κατά Επιτροπής (Magill), Συλλογή 1995, σ. 743, σκέψεις 52 και 53· υπόθεση 7/97, Oscar Bronner κατά Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriften- verlag, Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft και Mediaprint Anzei- gengesellschaft, Συλλογή 1998, σ. I-7791, σκέψεις 44 και 45· υπόθεση T-201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-3601, σκέψη 421. […] (4) Υπόθεση 7/97, Oscar Bronner κατά Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag, Mediaprint Zeitungsvertriebsgesellschaft και Mediaprint Anzeigengesellschaft, Συλλογή 1998, σ. I-7791, σκέψη 46· υπόθεση C-418/01, IMS Health κατά NDC Health, Συλλογή 2004, σ. I-5039, σκέψη 29.».
[180] Supra, απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση Oscar Bronner.
[181] Παράρτημα 20 της επιστολής της καταγγελλόμενης ημερομηνίας 3/3/2020.