
Απόφαση ΕΠΑ: 9/2025 |
Αρ. φακ. 08.13.007.024.006.001
ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2022
Καταγγελία από τα φαρμακεία ΧΑΣΣΙΑ (ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ) ΛΤΔ, ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ, QUALIMED LIMITED και ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΤΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ καθώς και τους φαρμακοποιούς κα Α.Κ., κ. Π.Γ.Λ., κα Χ.Κ. και κ. Σ.Χ. εναντίον του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του Υπουργείου Υγείας/Φαρμακευτικών Υπηρεσιών
Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού
κα Εύα Παντζαρή Πρόεδρος
κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας Μέλος
κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλας Μέλος
κα Ιωάννα Σαπίδου Μέλος
Ημερομηνία απόφασης: 13/02/2025
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Στις 22/11/2024 υποβλήθηκε από τους Χασσιά (Φαρμακειο) Λτδ, Φαρμακεία Παναγιώτη Γ. Λοϊζου Λιμιτεδ, Qualimed Limited Και Φαρμακείο Στυλιανός Χουβαρτάς Λιμιτεδ καθώς και των φαρμακοποιών κας Α.Κ., κ. Π.Γ.Λ., κας Χ.Κ. και κ. Σ.Χ. (εφεξής οι «Καταγγέλλοντες/Αιτούντες»), μέσω των νομικών εκπροσώπων τους, κ.κ. Kinanis LLC, καταγγελία στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή») εναντίον Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του Υπουργού Υγείας/Φαρμακευτικών Υπηρεσιών (εφεξής οι «καταγγελλόμενοι») για παραβάσεις διατάξεων του άρθρου 3(1) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2022, Νόμος αρ. 13(Ι)/2022, ως έχει τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος») και του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «ΣΛΕΕ»).
Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 12/12/2024, έκρινε ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες και στοιχεία είναι ικανοποιητικές για την εξέταση της καταγγελίας και, ενεργώντας στη βάση των διατάξεων του άρθρου 44(4)(α) του Νόμου, ομόφωνα αποφάσισε να προχωρήσει στην αποδοχή της καταγγελίας. Συνακόλουθα, η Επιτροπή έδωσε οδηγίες στην Υπηρεσία να διεξάγει προκαταρκτική έρευνα αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις των άρθρων 3(1)(γ) και (δ) του Νόμου, καθώς και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και να υποβάλει σχετικά Έκθεση Ευρημάτων.
Η Υπηρεσία, με επιστολή της ημερομηνίας 13/12/2024 ενημέρωσε τους καταγγέλλοντες για τα ανωτέρω. Επιπλέον, η Υπηρεσία ζήτησε ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία και/ή πληροφορίες από τους καταγγέλλοντες.
Οι καταγγέλλοντες, με επιστολή τους ημερομηνίας 20/12/2024, απέστειλαν στην Επιτροπή τα ζητούμενα έγγραφα και πληροφορίες.
Εν συνεχεία, η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερομηνίας 08/01/2024 αποφάσισε, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την αίτηση για προσωρινά μέτρα να καλέσει τα εμπλεκόμενα μέρη να παραστούν σε συνεδρία της στις 20/01/2025 και, εάν επιθυμούν, να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί της αίτησης για λήψη προσωρινών μέτρων μέχρι τις 16/01/2025.
Τα εμπλεκόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με επιστολές ημερομηνίας 13/01/2025.
Οι καταγγελλόμενοι με επιστολή τους ημερομηνίας 14/01/2025 ζήτησαν παράταση για την υποβολή των γραπτών τους θέσεων επί της αίτησης λήψης προσωρινών μέτρων και αλλαγή ημερομηνίας της συνεδρίας στην οποία κλήθηκαν να παραστούν.
Οι καταγγέλλοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 15/01/2025 δήλωσαν τις διαθεσιμότητές τους να παραστούν στη συνεδρία της Επιτροπής στην οποία κλήθηκαν και δήλωσαν ότι συμφωνούν με το αίτημα παράτασης της προθεσμία υποβολής γραπτών θέσεων.
Η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερομηνίας 17/01/2025 εξέτασε τα ως άνω θέματα και ομόφωνα αποφάσισε να αποδεχτεί το αίτημα παράτασης για τις γραπτές θέσεις των εμπλεκομένων μερών, ορίζοντας νέα προθεσμία τις 24/01/2025, ενώ παράλληλα όρισε νέα ημερομηνία διεξαγωγής της συνεδρίας της παρουσία των εμπλεκομένων μερών στις 29/01/2025.
Τα εμπλεκόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με επιστολές ημερομηνίας 17/01/2025.
Στις 24/01/2025, τόσο οι καταγγελλόμενοι όσο και οι καταγγέλλοντες απέστειλαν στην Επιτροπή τις γραπτές τους θέσεις επί της αίτησης για λήψη προσωρινών μέτρων.
Στις 27/01/2025, οι καταγγέλλοντες ζήτησαν από την Επιτροπή όπως επιτραπεί στην κα Μ.Μ., δικηγόρο εξ Ελλάδος, να παραστεί στη συνεδρία της Επιτροπής μέσω εικονο-τηλεδιάσκεψης. Το εν λόγω αίτημα έγινε δεκτό και οι καταγγέλλοντες ενημερώθηκαν σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 28/01/2025.
Στις 29/01/2025, πραγματοποιήθηκε συνεδρία με την παρουσία των εμπλεκομένων μερών, κατά την οποία είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν προφορικά τις θέσεις τους επί της αίτησης λήψης προσωρινών μέτρων των καταγγελλόντων.
Β. ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
1. Καταγγέλλοντες/ Αιτητές
Η καταγγελία και το αίτημα λήψης προσωρινών μέτρων έχει υποβληθεί από τις εταιρείες/ φαρμακεία ΧΑΣΣΙΑ (ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ) ΛΤΔ, ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ, QUALIMED LIMITED και ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΤΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ καθώς και τους φαρμακοποιούς/ διευθυντές των εν λόγω φαρμακείων, κα Α.Κ., κ. Π.Γ.Λ., κα Χ.Κ. και κ. Σ.Χ.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, η εταιρεία ΧΑΣΣΙΑ (ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ) ΛΤΔ είναι δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, με αριθμό εγγραφής ΗΕ 404527 και εγγεγραμμένο γραφείο στην οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙΙ 69, Λειβάδια, Λάρνακα. Επιπλέον, η εν λόγω εταιρεία αποτελεί δεόντως εγγεγραμμένο φαρμακείο, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 15 και 16 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
Η κα Α.Κ., είναι εγγεγραμμένη φαρμακοποιός και μοναδική διευθύντρια της εταιρείας/ φαρμακείου ΧΑΣΣΙΑ (ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ) ΛΤΔ.
Η εταιρεία ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ είναι δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, με αριθμό εγγραφής ΗΕ 23084 και εγγεγραμμένο γραφείο στην οδό Γεωργίου Γουρουνια 150, Παραλίμνι, 5281, Αμμόχωστος. Επιπλέον, εν λόγω εταιρεία αποτελεί δεόντως εγγεγραμμένο φαρμακείο, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 15 και 16 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
Ο κ. Π.Γ.Λ, είναι εγγεγραμμένος φαρμακοποιός και διευθυντής της εταιρείας/ φαρμακείου ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ.
Η εταιρεία QUALIMED LIMITED είναι δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, με αριθμό εγγραφής ΗΕ 195305 και εγγεγραμμένο γραφείο στην οδό Αρκαδίου 14, Έγκωμη, 2414, Λευκωσία. Επιπλέον, εν λόγω εταιρεία αποτελεί δεόντως εγγεγραμμένο φαρμακείο, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 15 και 16 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
Η κα Χ.Κ., είναι εγγεγραμμένη φαρμακοποιός και διευθύντρια της εταιρείας/ φαρμακείου QUALIMED LIMITED.
Η εταιρεία ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΤΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ είναι δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, με αριθμό εγγραφής ΗΕ 146377 και εγγεγραμμένο γραφείο στην οδό Παναγιώτη Τσαγκάρη 9, Ποταμός Γερμασόγειας, 4042, Λεμεσός. Επιπλέον, εν λόγω εταιρεία αποτελεί δεόντως εγγεγραμμένο φαρμακείο, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 15 και 16 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
Ο κ. Σ.Χ., είναι εγγεγραμμένος φαρμακοποιός και μοναδικός διευθυντής της εταιρείας/ φαρμακείου ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΤΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ.
Τα πιο πάνω αναφερόμενα φαρμακεία, όπως σημειώνεται στην καταγγελία: «[…] έχουν συσταθεί ώστε να διαθέτουν προς το κοινό φαρμακευτικά προϊόντα και δια μέσω αυτών των φαρμακείων οι εγγεγραμμένοι φαρμακοποιοί επιδίδονται σε δραστηριότητες που συνιστούν άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος, σύμφωνα με το άρθρο 9Β του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254). Περαιτέρω, δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών φαρμακευτικής φροντίδας, μεταξύ άλλων, μέσω της πώλησης συνταγογραφούμενων και/ή μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και γενικότερα της λιανικής πώλησης φαρμακευτικών και μη φαρμακευτικών προϊόντων και σχετικών υπηρεσιών.».
2. Καταγγελλόμενοι/ Καθ’ ων η Αίτηση
Η υποβληθείσα καταγγελία στρέφεται εναντίον του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου (στο εξής «ΠΦΣ») καθώς και του Υπουργείου Υγείας/ Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (στο εξής «ΥΥ/ΦΥ»).
2.1. Παγκύπριος Φαρμακευτικός Σύλλογος
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την καταγγελία, ο ΠΦΣ αποτελεί νομικό πρόσωπο που συστάθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου του 1972 (Ν. 39/1972) και: «[…] αποτελεί επαγγελματική ένωση υποχρεωτικής συμμετοχής στην οποία μετέχουν υποχρεωτικά όλοι οι φαρμακοποιοί που λειτουργούν φαρμακεία.». Επιπλέον σημειώνεται ότι σκοπός του ΠΦΣ είναι: «[…] η προστασία της τιμής και της ανεξαρτησίας του ΠΦΣ και η προάσπιση αυτής έναντι της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό διαθέτει μεταξύ άλλων τη δημόσια εξουσία να παρέχει διευκρινήσεις και να αποφαίνεται για θέματα που αφορούν την επαγγελματική δεοντολογία, να εξετάζει και αν κρίνει σκόπιμο, να υποβάλλει εισηγήσεις ως προς την ισχύουσα φαρμακευτική νομοθεσία και ως προς φαρμακευτικά θέματα που υποβάλλονται στο Συμβούλιο, να εισηγείται στην Κυβέρνηση προτάσεις νόμων, να προωθεί τις καλές σχέσεις και την κατανόηση μεταξύ του ΠΦΣ και του κοινού, να ρυθμίζει τις κλίμακες αμοιβών των φαρμακοποιών για παρασχεθείσες υπηρεσίες.».
Η Επιτροπή σημειώνει επιπλέον ότι στη βάση του άρθρου 13 του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου του 1972 (Ν. 39/1972), το Συμβούλιο του Φαρμακευτικού Σώματος, το οποίο διοικεί τον ΠΦΣ, έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει όλα τα σχετικά με το φαρμακευτικό επάγγελμα θέματα και να λαμβάνει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει σκόπιμα προς τούτο.
2.2. Υπουργός Υγείας/Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Στην καταγγελία καταγράφεται ότι: «Ο ΠΦΣ εμπλέκεται στην παρούσα καταγγελία, λόγω της αρμοδιότητάς του να συμμετέχει στη διαδικασία έκδοσης Διαταγμάτων σχετικά με τη ρύθμιση του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακοποιών, σύμφωνα με το άρθρο 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου.». Ειδικότερα, τα εν λόγω Διατάγματα εκδίδονται από τον Υπουργό Υγείας, κατόπιν διαβούλευσης με τον ΠΦΣ και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής, τα οποία απολαύουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ευρείας διακριτικής ευχέρειας. Σύμφωνα με την καταγγελία: «[..] Ο ΠΦΣ ανέπτυξε αντι-ανταγωνιστική δράση και, δη, σε ανώτερο θεσμικό επίπεδο, αφού κατόρθωσε, κατόπιν άσκησης πολιτικών πιέσεων, οι αντιβαίνουσες το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού θέσεις του περί ανάγκης υιοθέτησης ενός ιδιαίτερα περιορισμένου και ανελεύθερου ωραρίου εργασίας να καταστούν αντικείμενο Υπουργικού Διατάγματος. Ακολούθως δε, εξακολούθησε να παρουσιάζει αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά εκδίδοντας σχετικά αποφάσεις και οδηγίες επικαλούμενος πλέον τα εκδοθέντα Διατάγματα.».
Η Επιτροπή σημειώνει την αναφορά στην καταγγελία, ότι η συμπεριφορά του ΠΦΣ: «[…] περιενδύεται […] το περίβλημα υπουργικών διαταγμάτων εκδοθέντων κατόπιν διαβούλευσης του Υπουργείου με τον ΠΦΣ και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής. […] Στο πλαίσιο αυτό Υπουργείο Υγείας και Φαρμακευτικές Υπηρεσίες υπέκυψαν στις πολιτικές πιέσεις του ΠΦΣ και κατοχύρωσαν το πάγιο αίτημα του για περιορισμένο ωράριο σε κανονιστικό επίπεδο.».
Περαιτέρω, αναφορικά με το καταγγελλόμενο ΥΥ/ΦΥ, η Επιτροπή σημειώνει ότι η καταγγελία στρέφεται εναντίον του: «[...] στο μέτρο που παρέλειψαν να παρεμποδίσουν ως όφειλαν ως φορείς κρατικής εξουσίας την ανάπτυξη αντίθετης στον ελεύθερο ανταγωνισμό δράσης εκ μέρους του ΠΦΣ.».
Επίσης, σημειώνεται ότι σύμφωνα με την καταγγελία: «Ο Υπουργός Υγείας εμπλέκεται στην καταγγελία λόγω του ότι εξουσιοδοτείται, δυνάμει του άρ. 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254) να εκδίδει Διατάγματα περί καθορισμού του ωραρίου των φαρμακείων, κατόπιν διαβούλευσης με τον ΠΦΣ και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής.». Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι: «Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου εμπλέκονται στην καταγγελία λόγω του ότι συνιστούν την αρμόδια στην Κύπρο αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (‘Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου.». Επί τούτου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας μαζί με τον ΠΦΣ συναποτελούν το Συμβούλιο Φαρμακευτικής, το οποίο έχει συμβουλευτικό ρόλο στο Υπουργείο Υγείας όσον αφορά θέματα λειτουργίας των φαρμακείων, μεταξύ άλλων και του ωραρίου τους.
Γ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ
Αντικείμενο της καταγγελίας αποτελούν οι ισχυρισμοί των καταγγελλόντων περί παράβασης εκ μέρους του ΠΦΣ και/ή του ΥΥ/ΦΥ των προνοιών του άρθρου 3(1)(γ) και (δ) του Νόμου καθώς και του άρθρου 101 παρ. 1 στοιχ. γ’ και δ’ της ΣΛΕΕ, όπως και η αναφορά σε παράβαση του άρθρου 106 της ΣΛΕΕ εκ μέρους του ΠΦΣ και/ή του ΥΥ/ΦΥ.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων, η υιοθέτηση ενός ανελεύθερου ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων καθώς και ο καθορισμός των εφημεριών/ διημερεύσεων/ διανυκτερεύσεων, αλλά και εφαρμογής των κριτηρίων υπαγωγής των φαρμακείων σε ελεύθερου ωραρίου στην βάση των εξαιρέσεων που καθορίζονται από την ΚΔΠ 335/2024 παραβιάζει το άρθρο 3(1)((γ) και (δ) του Νόμου καθώς και το άρθρο 101 παρ. 1 στοιχ. γ’ και δ’ της ΣΛΕΕ.
Όπως σημειώνεται, μεταξύ άλλων, στην καταγγελία, ο ΠΦΣ αποτελεί ένωση επιχειρήσεων, ως η έννοια αυτή αποδίδεται στο δίκαιο του ανταγωνισμού και με τις αποφάσεις και/ή πρακτικές του, στρέβλωσε τον ανταγωνισμό στις αγορές των φαρμακευτικών υπηρεσιών και της εμπορίας παραφαρμακευτικών προϊόντων: «[…] ο ΠΦΣ έδρασε με τρόπο αντίθετο στον ανταγωνισμό, μεταχειριζόμενος τόσο θεσμικά, όσο και εξωθεσμικά μέσα για τη διαμόρφωση ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων που εξυπηρετεί τα συμφέροντα ορισμένων μελών του σε βάρος άλλων, αφενός μεν, προωθώντας και επιτυγχάνοντας την κατοχύρωση του ανελεύθερου ωραρίου χωρίς να διαβουλευθεί με τα μέλη του και χωρίς να τα εκπροσωπεί συμμέτρως, αφετέρου δε στρεβλώντας περαιτέρω τον ανταγωνισμό ορίζοντας κατά το δοκούν εξαιρέσεις από το ωράριο αυτό, αλλά και καθορίζοντας αδιαφανώς και αυθαίρετα τις εφημερίες/διημερεύσεις/διανυκτερεύσεις […]».
Δ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Οι καταγγέλλοντες ήδη με την καταγγελία τους ημερομηνίας 22/11/2024, ζήτησαν, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή να διαταχθεί η λήψη προσωρινών μέτρων και ειδικότερα, να επιτραπεί μέχρι την έκδοση απόφασης από την Επιτροπή, η λειτουργία όλων των φαρμακείων με ελεύθερο ωράριο δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζουν, προκύπτει πρόδηλη βασιμότητα της καταγγελίας τους, καθώς και η ανεπανόρθωτη βλάβη των καταγγελλόντων, συνεπεία των αντιανταγωνιστικών ρυθμίσεων των επίμαχων Διαταγμάτων και των συναφών πρακτικών του ΠΦΣ.
Ε. ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ
1. Θέσεις καταγγελλόντων/Αιτητών
Οι καταγγέλλοντες αρχικά ανέπτυξαν τις θέσεις ως προς την πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης χορήγησης προσωρινών μέτρων βάσει του άρθρου 34 του Νόμου και σημείωσαν τα εξής:
· Πρέπει να στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και παρέπεμψαν την Επιτροπή στην καταγγελία τους όπου όπως ανέφεραν στοιχειοθετείται με επάρκεια.
· Αναφορικά με το Συμβούλιο Φαρμακευτικής, οι καταγγέλλοντες σημείωσαν ότι αποτελείται ουσιαστικά από τον ΠΦΣ και τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες και υπενθύμισαν ότι αυτό έχει την ευθύνη να συμβουλεύει τον Υπουργό, μεταξύ άλλων, για θέματα που αφορούν τις Διημερεύσεις - Θερινές άδειες φαρμακείων (εξουσιοδότηση από το Υπουργικό Συμβούλιο). Αναφορικά με το θέμα των θερινών διακοπών, παρέπεμψαν στην απόφαση ONE BY THE SEA PHARMACY LTD κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1079/2017, 6/4/2021, όπου σημειώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη γνωστοποίηση των θερινών αδειών και/ή το κλείσιμο των φαρμακείων για θερινές άδειες υποχρεωτικά βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του νομοθέτη.
· Αναφορικά με το ζήτημα της ανάπαυσης των φαρμακοποιών, το οποίο συχνά επικαλείται ο ΠΦΣ προκειμένου να ενισχύσει την επιλογή για περιορισμένο ωράριο, όπως σημείωσαν οι καταγγέλλοντες, αξίζει να αναφερθεί ότι τα φαρμακεία των καταγγελλόντων διέθεταν σύστημα βαρδιών όσο λειτουργούσαν υπό καθεστώς διευρυμένου ωραρίου. Κανείς φαρμακοποιός δεν εργαζόταν πάνω από 8 ώρες ημερησίως, το μέγιστο, ούτε πάνω από 40 ώρες εβδομαδιαίως, σε αντίθεση με τις 47 ώρες εργασίας που υποδεικνύει το Διάταγμα. Ακολουθούνταν όλα τα νόμιμα δικαιώματα των εργαζομένων/φαρμακοποιών όπως προβλέπεται από τις σχετικές Νομοθεσίες, ενώ οι υπάλληλοι-φαρμακοποιοί απολάμβαναν μάλιστα ευνοϊκότερα ωράρια εργασίας από αυτά που ορίζει το Διάταγμα, χωρίς να διακόπτεται η ημέρα τους από την μεσημβρινή αργία, ενώ όμως έκαναν το νόμιμο διάλειμμά τους εντός της οχτάωρης βάρδιάς τους. Συνεπώς, το ζήτημα της ανάπαυσης των φαρμακοποιών μπορεί εύκολα να επιλυθεί με τον πιο πάνω τρόπο και σίγουρα δεν αποτελεί λόγο για εφαρμογή περιορισμένου ωραρίου το οποίο έχει σωρεία αλυσιδωτών συνεπειών τόσο στον ανταγωνισμό όσο και στους ασθενείς.
· Εν συνεχεία οι καταγγέλλοντες εστίασαν επί της ισχυριζόμενης παράβασης των κανονισμών του επαγγέλματος εκ μέρους του ΠΦΣ και σημείωσαν ότι ο ΠΦΣ παραβιάζει ο ίδιος τους κανονισμούς που εξέδωσε αναφορικά με το επάγγελμα των Φαρμακοποιών. Προς τούτο, οι καταγγέλλοντες παρέθεσαν του συγκεκριμένα σημεία των Κανονισμών (Κ.Δ.Π.350/2021) οι περί Δεοντολογίας Κανονισμοί του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου τα οποία όπως ισχυρίζονται παραβιάζει ο ΠΦΣ επί ζημία ουσιαστικά των φαρμακοποιών.
· Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, με το περιοριστικό ωράριο οι ασθενείς δεν είναι ελεύθεροι να επιλέγουν ανά πάσα ώρα και στιγμή τον φαρμακοποιό και το φαρμακείο της προτίμησής τους. Επιπλέον, οι καταγγέλλοντες θεωρούν ότι το περιοριστικό ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων εμποδίζει την παροχή ορθών και ποιοτικά κατάλληλων επαγγελματικών υπηρεσιών υγείας. Εκ των πραγμάτων, οι ουρές στα διημερεύοντα φαρμακεία πολλές φορές είναι μεγάλες, οι ελλείψεις φαρμάκων επικίνδυνες και η αγανάκτηση των καταναλωτών ηχηρή. Ταυτόχρονα, με τον εξαναγκασμό των καταναλωτών να επισκέπτονται συγκεκριμένα φαρμακεία μόνο (τα διημερεύοντα και αυτά των Κοινοτήτων) οδηγεί στην μονοπωλιακή/ολιγοπωλιακή οικονομία με σκοπό το κέρδος των διημερευόντων εις βάρος της δημόσιας υγείας και των επιχειρήσεων των καταγγελλόντων.
· Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται επίσης ότι συντηρείται μονοπώλιο εφόσον είναι προφανές ότι με την εφαρμογή στην οποία εμμένει ο ΠΦΣ καθώς και το Συμβούλιο φαρμακευτικής αποστερούν από τους ασθενείς και καταναλωτές την ελεύθερη πρόσβαση στα φαρμακεία της επιλογής τους, με εξαίρεση τα φαρμακεία Κοινοτήτων, με αποτέλεσμα την σταδιακή δημιουργία ενός ολιγοπωλίου διάθεσης φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων.
· Οι καταγγέλλοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο ΠΦΣ υποστηρίζει το περιορισμένο ωράριο, ώστε να εξαλειφθούν οι όποιες δυνατότητες υπάρχουν για ανταγωνισμό μεταξύ των φαρμακείων.
· Οι καταγγέλλοντες σημείωσαν επίσης ότι με την εφαρμογή του περιορισμένου ωραρίου περιορίζεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων/φαρμακείων, αναπόφευκτα θα επηρεαστεί τόσο η ποιότητα της υπηρεσίας αλλά πολύ περισσότερο προβλέπεται να επηρεαστεί άμεσα τόσο η προσφορά όσο και την ζήτηση φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων με έμμεσο ή και άμεσο επηρεασμό και καθορισμό των τιμών των συγκεκριμένων προϊόντων. Αφενός βεβαίως οι τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων καθορίζονται από τον εκάστοτε Υπουργό Υγείας με έκδοση σχετικών διαταγμάτων, αφετέρου όμως, με την εξάλειψη του ανταγωνισμού, εξαλείφονται και οι προωθητικές ενέργειες των επιχειρήσεων ως προς τους ασθενείς/καταναλωτές τους, ειδικά όσον αφορά τα παραφαρμακευτικά προϊόντα.
· Ισχυρίστηκαν δε πως είναι προφανές πως όταν λιγότερες επιχειρήσεις έχουν την αποκλειστική διάθεση συγκεκριμένων προϊόντων, τότε ο ανταγωνισμός υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα την πτώση της παροχής υπηρεσιών στον καταναλωτή αλλά και μεταγενέστερη αύξηση των τιμών των προϊόντων, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού. Αυτό δημιουργείται καθότι τα αγαθά αυτά δεν θα είναι εύκολα προσβάσιμα στο καταναλωτικό κοινό, αφενός λόγω περιοριστικού ωραρίου και αφετέρου λόγω επερχόμενης αύξησης των τιμών των αγαθών από τις εταιρείες οι οποίες θα είναι από τις πλέον λίγες που θα τα διαθέτουν σε ευρεία πώληση οποιαδήποτε ημέρα και ώρα τα χρειαστούν οι καταναλωτές.
· Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, το περιοριστικό ωράριο που προωθεί ο ΠΦΣ και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής μέσω συμμετοχής τους στην έκδοση του επίμαχου Διατάγματος οδηγεί στον έλεγχο και τον περιορισμό της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης και των επενδύσεων, διότι αποστερεί από τους επιχειρηματίες – φαρμακοποιούς τη δυνατότητα ανάπτυξης και διεύρυνσης του πελατολογίου τους. Ταυτόχρονα, αποτελεί τροχοπέδη για την αύξηση των οικονομικών περιουσιακών στοιχείων των φαρμακοποιών και των μελλοντικών επενδύσεων στις οποίες θα προχωρούσαν εάν δούλευαν υπό διαφορετικό καθεστώς. Οι επιχειρηματίες, διαθέτοντας μειωμένους πόρους λόγω αποστέρησης του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας στην εργασία, αναγκαστικά αντιμετωπίζουν το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο με δυστοκία και σκεπτικισμό ως προς τις νέες επενδύσεις γεγονός που θα έχει σοβαρό και άμεσο αντίκτυπο στους ίδιους τους ασθενείς/καταναλωτές.
· Οι καταγγέλλοντες θεωρούν επίσης ότι πέραν των πιο πάνω, ο περιορισμός των ωρών λειτουργίας των φαρμακείων οδηγεί στην γεωγραφική κατανομή των αγορών και των πηγών προμήθειας των καταναλωτικών αγαθών. Πιο συγκεκριμένα, το επίμαχο Διάταγμα, κλείνοντας όσα φαρμακεία ανήκουν σε Δήμους αλλά εξαιρώντας τα φαρμακεία των Κοινοτήτων, δημιουργεί αντιοικονομίες κλίμακος και συγκεντρώνει τους ασθενείς/καταναλωτές σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, αυτές των φαρμακείων των Κοινοτήτων. Παράλληλα, με την εργαλειοποίηση των διημερεύσεων, οι καταναλωτές εξαναγκάζονται να επισκέπτονται συγκεκριμένα φαρμακεία σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές κάθε ημέρα, ενισχύοντας περισσότερο την γεωγραφική κατανομή των αγορών και τον πηγών προμήθειας φαρμάκων και παραφαρμακευτικών ειδών.
· Οι καταγγέλλοντες σημείωσαν ακόμα τη μεγάλη κατεύθυνση των καταναλωτών σε επιχειρήσεις που δεν είναι φαρμακεία αλλά προμηθεύουν παρόμοια προϊόντα με αυτά των φαρμακείων, δηλαδή επιχειρήσεις όπως τα εμπορικά κέντρα και τις υπεραγορές. Οι επιχειρήσεις αυτές, κατέχουν ήδη μεγάλο μερίδιο του καταναλωτικού κοινού της χώρας. Περιορίζοντας το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, αυτομάτως ενισχύεται το πελατολόγιο των εμπορικών κέντρων και των υπεραγορών, επιχειρήσεις οι οποίες ανήκουν σε πολύ συγκεκριμένα άτομα. Αποδεικνύεται λοιπόν η κατάφορη ενίσχυση του ολιγοπωλίου και η στοχοποιημένη υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης συγκεκριμένων επιχειρηματιών όπως οι καταγγέλλοντες.
· Αντίθετα, το διευρυμένο ωράριο επιτρέπει στον καταναλωτή να επισκεφθεί το φαρμακείο της επιλογής του και να προμηθευτεί τα προϊόντα/φάρμακα που χρειάζεται αφού πρώτα έχει λάβει τις απαιτούμενες συμβουλές από τον κατάλληλα καταρτισμένο επαγγελματία υγείας που ο ίδιος προτιμά και όχι αυτόν που του επιβάλλεται. Με το περιοριστικό ωράριο όμως, αποστερείται αυτό το δικαίωμα του καταναλωτή στην ελεύθερη επιλογή και πλέον μπορεί να προμηθευτεί τα προϊόντα που χρειάζεται.
· Περαιτέρω, οι καταγγέλλοντες ισχυρίστηκαν εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό και σημείωσαν τα εξής:
· Είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι με τον περιορισμό που θέτουν τα Διατάγματα, εφαρμόζονται άνισοι όροι (διαφορετικό ωράριο λειτουργίας μεταξύ φαρμακείων Δήμων και φαρμακείων Κοινοτήτων αλλά και μεταξύ φαρμακείων γενικότερα και των εμπορικών καταστημάτων) επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικών συναλλασσόμενων επιχειρήσεων (όλες αυτές οι επιχειρήσεις πουλούν είτε ακριβώς τα ίδια είτε παρόμοια προϊόντα), με αποτέλεσμα οι καταγγέλλοντες να περιέχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό. Προς τούτο σημείωσαν ότι παρόμοιες ρυθμίσεις ωραρίου των καταστημάτων κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές, σύμφωνα με γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2015)3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811
· Εστίασαν στα μη φαρμακευτικά προϊόντα και τόνισαν ότι είναι πασιφανές ότι τα φαρμακεία έχουν πολύ λίγους τρόπους να είναι οικονομικά ανταγωνιστικά ως προς άλλες επιχειρήσεις τις οποίες ανταγωνίζονται, κυρίως σε σχέση με μη φαρμακευτικά προϊόντα. Το ωράριο είναι ένας τρόπος για να καταφέρουν τα φαρμακεία να είναι ανταγωνιστικά σε σχέση με αυτές τις επιχειρήσεις. Με την εφαρμογή των Διαταγμάτων, ο ανταγωνισμός επιδέχεται στρέβλωση καθότι δημιουργούνται τάσεις ολιγοπωλίου και αθέμιτος ανταγωνισμός τόσο μεταξύ των φαρμακείων των Δήμων σε σχέση με τα φαρμακεία των Κοινοτήτων καθώς και με τις επιχειρήσεις που προμηθεύουν παρόμοια καταναλωτικά αγαθά.
· Εξάλλου, όμιλοι που δραστηριοποιούνται στον φαρμακευτικό τομέα με εισαγωγές φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων, στον τομέα της ομορφιάς με εισαγωγές σε καλλυντικά και προϊόντα περιποίησης καθώς και στον τομέα των τροφίμων με εισαγωγές πολλών προϊόντων που διατίθενται στις υπεραγορές, διαθέτουν καταστήματα μέσω των οποίων πωλούν τα συγκεκριμένα προϊόντα. Την ίδια στιγμή, μεγάλη μερίδα αυτών των προϊόντων προμηθεύονται και μεταπωλούνται προς και από τα φαρμακεία στους καταναλωτές. Με το περιοριστικό ωράριο, οι καταναλωτές στρέφονται αναγκαστικά ολοένα και περισσότερο στα συγκεκριμένα μεγάλα καταστήματα που βρίσκουν ανοιχτά όταν τα χρειάζονται, με αποτέλεσμα να προμηθεύονται τα μη φαρμακευτικά προϊόντα από καταστήματα λιανικού εμπορίου τα οποία ανήκουν στους ίδιους τους εισαγωγείς των προϊόντων, συγκεντρώνοντας ακόμα μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και κερδίζοντας ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 34 (2) του Νόμου, ήτοι την απαίτηση να συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό οι καταγγέλλοντες ανέφεραν τα ακόλουθα πέραν των όσων παρατίθενται στην καταγγελία.
· Σημείωσαν ότι τόσο οι καταγγέλλοντες όσο και άλλα φαρμακεία ανά το Παγκύπριο λειτουργούσαν για χρόνια υπό καθεστώς διευρυμένου/ελεύθερου ωραρίου, προσαρμόζοντας κατ’ ανάλογο τρόπο τη βιωσιμότητα και ανάπτυξή τους όπως, μεταξύ άλλων, η πρόσληψη απαραίτητου προσωπικού, η δημιουργία κατάλληλων υποδομών στα Φαρμακεία και άλλες επενδύσεις ανάπτυξης. Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση της κας Α.Κ., ιδιοκτήτριας του Φαρμακείου Χάσσια, όταν το 2018 αποφάσισε να ανοίξει την επιχείρησή της και να επενδύσει σε αυτήν σημαντικά κεφάλαια, το έπραξε έχοντας κατά νου της νόμιμες συνθήκες ωραρίου που επικρατούσαν τότε. Παρ΄ όλα αυτά, τα επίμαχα διατάγματα, επιβάλλοντας περιορισμένο ωράριο την φέρνουν σε φοβερά δυσμενή θέση καθότι όχι μόνο υφίσταται οικονομική ζημιά από τις μειωμένες εισπράξεις αλλά αναγκάζεται μάλιστα, όπως και οι υπόλοιποι καταγγέλλοντες, να αναπροσαρμόσουν τις επιχειρήσεις/φαρμακεία και να λάβουν δραστικά μέτρα προκειμένου να μετριάσουν την απώλεια των επενδύσεων τους.
· Η οικονομική ζημιά των καταγγελλόντων, καθώς και των υπόλοιπων φαρμακείων που επηρεάστηκαν από τα Διατάγματα αλλά δεν προέβησαν σε οιαδήποτε καταγγελία, είναι υπέρογκη και σε περίπτωση που κριθεί παράνομος ο περιορισμός που θέτουν τα επίμαχα Διατάγματα, το κράτος, και κατά συνέπεια ο απλός πολίτης, θα επωμιστεί το τεράστιο κόστος των αποζημιώσεων που θα διεκδικηθούν από όσους φαρμακοποιούς επηρεάστηκαν αρνητικά.
· Οι καταγγέλλοντες, προκειμένου να δώσουνε στην Επιτροπή την εικόνα των ζημιών που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις/φαρμακεία των καταγγελλόντων, παρέθεσαν κατωτέρω σε σχετικό πίνακα, τον κύκλο εργασιών, τζίρο, των τεσσάρων επιχειρήσεων/φαρμακείων για την περίοδο μεταξύ 18.09.2023 – 18.01.2024 όπου λειτουργούσαν με διευρυμένο ωράριο σε σύγκριση με την περίοδο από 18.09.2024 – 18.01.2025 για την οποία αναγκάζονται, βάσει των Διαταγμάτων, να λειτουργούν με περιορισμένο ωράριο και σημείωσαν ότι τα ποσά που παρουσιάζονται κατωτέρω επιβεβαιώνονται από τα λογιστικά βιβλία των φαρμακείων τα οποία παρουσιάζονται ως Παράρτημα Α:
Όνομα Φαρμακείου |
Τζίρος για την περίοδο από 18.09.2023 – 18.01.2024 |
Τζίρος για την περίοδο από 18.09.2024 – 18.01.2025 |
Μείωση τζίρου σε ευρώ (€) και σε ποσοστό (%) |
Μείωση ωρών εργασίας σε ώρες και ποσοστό (%) |
Φαρμακεία Παναγιώτης Λοϊζου ΛΤΔ |
{…}* |
{…} |
{…} -13.39% |
Μείωση κατά 25 ώρες την εβδομάδα (πτώση 34.7%). Αρχικό ωράριο 72 ώρες/εβδομάδα. |
Qualimed LTD |
{…} |
{…} |
{…} -17.54% |
Μείωση κατά 21 ώρες την εβδομάδα (πτώση 30.9%). Αρχικό ωράριο 68 ώρες/εβδομάδα |
Stylianos Houvartas Pharmacies LTD |
{…} |
{…} |
{…} -16.88% |
Μείωση κατά 31 ώρες την εβδομάδα (πτώση 39.7%). Αρχικό ωράριο 78 ώρες/εβδομάδα |
Χάσσια (Φαρμακείο) ΛΤΔ |
{…} |
{…} |
{…} -42.03% |
Μείωση κατά 51 ώρες την εβδομάδα (πτώση 52%). Αρχικό ωράριο 98 ώρες/εβδομάδα. |
· Επιπλέον, οι καταγγέλλοντες σημείωσαν ότι η πιο πάνω αναφερόμενη δραματική μείωση του κύκλου εργασιών των Φαρμακείων οδηγεί αναπόδραστα και σε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που καλούνται να διαχειριστούν οι καταγγέλλοντες και τα λοιπά φαρμακεία της Κύπρου, το οποίο αφορά τους εργαζομένους στα εν λόγω φαρμακεία. Η παρούσα κατάσταση με το περιορισμένο ωράριο δημιουργεί πλεόνασμα υπαλλήλων και αναγκάζει τους ιδιοκτήτες των φαρμακείων σε αναγκαστικό τερματισμό της απασχόλησης των εργαζομένων. Συγκεκριμένα:
Όνομα Φαρμακείου |
Αριθμός υπαλλήλων με διευρυμένο ωράριο |
Απολύσεις που πραγματοποιήθηκαν ήδη |
Απολύσεις που προβλέπονται να πραγματοποιηθούν εάν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα |
Φαρμακεία Παναγιώτης Λοϊζου ΛΤΔ |
22 υπάλληλοι |
Δεν πραγματοποιήθηκαν ακόμα απολύσεις |
7 υπάλληλοι |
Qualimed LTD |
7 υπάλληλοι
|
Δεν πραγματοποιήθηκαν ακόμα απολύσεις φαρμακοποιών |
2 υπάλληλοι |
Stylianos Houvartas Pharmacies LTD |
19 υπάλληλοι |
Δεν πραγματοποιήθηκαν ακόμα απολύσεις αλλά δίνονται πληρωμένα ρεπό στους υπαλλήλους, καθώς δεν χρειάζονται όλοι. |
5 υπάλληλοι |
Χάσσια (Φαρμακείο) ΛΤΔ |
14 υπάλληλοι |
3 υπάλληλοι |
3 υπάλληλοι |
· Επιπλέον, οι καταγγέλλοντες σημείωσαν, μεταξύ άλλων, ότι συντρέχει ζήτημα ταλαιπωρίας ασθενών και άρα συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος. Σημείωσαν ότι έχει παρατηρηθεί, ειδικότερα κατά τη χειμερινή περίοδο κατά την οποία «ευδοκιμούν» οι ιώσεις, ότι δημιουργούνται μεγάλες ουρές αναμονής στα φαρμακεία, με το χρόνο αναμονής πολλές φορές να προσεγγίζει και τα 45 λεπτά ή 1 ώρα, ειδικότερα όταν πρόκειται για διανυκτερεύοντα φαρμακεία.
Με βάση τα πιο πάνω οι καταγγέλλοντες εισηγήθηκαν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 του Νόμου και ως εκ τούτου κάλεσαν την Επιτροπή να εκδώσει τα προσωρινά μέτρα που ζητούν.
2. Θέσεις καταγγελλόμενων/Καθ’ων η Αίτηση
Οι καταγγελλόμενοι υπέβαλαν γραπτώς τις θέσεις τους αναφορικά με το αίτημα για λήψη προσωρινών μέτρων στις 24/01/2025, τις οποίες η Επιτροπή, αφού μελέτησε διεξοδικά, τις συνοψίζει ως ακολούθως:
Αρχικά οι καταγγελλόμενοι αναφέρθηκαν στο νομικό πλαίσιο ρύθμισης ωραρίου φαρμακείων και σημείωσαν τα εξής.
· Ο τρόπος και η διαδικασία ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254) δυνάμει του οποίου μόνον και αποκλειστικά ο Υπουργός Υγείας έχει την εξουσία να ρυθμίζει το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, των αργιών, των ημιαργιών, του ανοίγματος και του κλεισίματος των φαρμακείων εκ περιτροπής (στο εξής το «ωράριο λειτουργίας»). Επίσης, μόνον και αποκλειστικά ο Υπουργός Υγείας έχει την εξουσία, αποκλειστικά, να επιβάλει υποχρέωση σε οποιοδήποτε φαρμακοποιό να διατηρεί το φαρμακείο του ανοικτό ή κλειστό κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε καθορισμένων ωρών, μέσω της έκδοσης διαταγμάτων.
· Όπως σαφώς διαπιστώνεται από τις πρόνοιες του άρθρο 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254), ο ρόλος του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του Συμβουλίου Φαρμακευτικής, κατά τη διαδικασία έκδοσης των πιο πάνω αναφερόμενων διαταγμάτων από τον Υπουργό Υγείας, είναι συμβουλευτικός. Δηλαδή, ο Υπουργός Υγείας, έχει την υποχρέωση, προτού αποφασίσει το περιεχόμενο και την ίδια την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ρυθμίζεται το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, να διαβουλευθεί με τον Παγκύπριο Φαρμακευτικό Σύλλογο και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Φαρμακευτικής διακρίνεται από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες που αποτελούν τμήμα του Υπουργείου Υγείας.
· Τόνισαν επίσης, μεταξύ άλλων, ότι το συμβουλευτικό και μόνο ρόλο του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του Συμβουλίου Φαρμακευτικής (όχι των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών) και την υποχρέωση του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου να συμμετάσχει σε διαβούλευση με τον Υπουργό Υγείας σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 43Α του Νόμου Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
· Σημείωσαν επίσης πως ούτε ο Περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμος του 1972 (Ν. 39/1972), παρέχει στον ο Παγκύπριο Φαρμακευτικό Σύλλογο οποιαδήποτε εξουσία να ρυθμίζει το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων. Επιπλέον, ούτε η Κανονιστική Διοικητική Πράξη με αριθμό 350/2021, που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 13(1)(β) του πιο πάνω αναφερόμενου νόμου, περιλαμβάνει οποιαδήποτε πρόνοια που να αφορά τη ρύθμιση του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων.
Εν συνεχεία, οι καταγγελλόμενοι δήλωσαν την αναρμοδιότητα ΠΦΣ και Φαρμακευτικών Υπηρεσιών για αναστολή ή κατάργηση ΚΔΠ.
· Σύμφωνα με τους καταγγελλόμενους, οι καταγγέλλοντες αιτήθηκαν, ταυτόχρονα με την καταγγελία τους, τη λήψη μέτρων με τα οποία να αναστέλλεται ή ακυρώνεται ουσιαστικά η εφαρμογή οποιουδήποτε διατάγματος εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας στο πλαίσιο άσκησης των απορρεόντων δημοσίων εξουσιών του, σύμφωνα με το άρθρο 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
· Προς τούτο τόνισαν ότι οι καταγγελλόμενοι ουδέποτε διέθεταν και δεν διαθέτουν εξουσία να ετοιμάσουν, καθορίσουν, εκδώσουν, αναστείλουν ή να καταργήσουν οποιοδήποτε διάταγμα εκδίδεται από τον Υπουργό Υγείας δυνάμει του άρθρου 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
· Επιπλέον, πέραν του ότι είναι πρόδηλο ότι ο Υπουργός Υγείας δεν περιλαμβάνεται στους καταγγελλόμενους της υπό κρίση καταγγελίας και συνεπώς η όποια απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να τον δεσμεύει, δεν είναι δυνατόν να ζητηθεί η έκδοση απόφασης από την Επιτροπή που να υποχρεώνει τον Υπουργό Υγείας να αναστείλει ή να καταργήσει τα επίμαχα διατάγματα. Αυτό διότι, η νομοθεσία παρέχει στον Υπουργό την αποκλειστική εξουσία για έκδοση των διαταγμάτων αυτών και οι εν λόγω πράξεις εκτελούνται στο πλαίσιο της εκ μέρους του άσκησης δημόσιας εξουσίας και όχι οικονομικής δραστηριότητας.
· Επιπρόσθετα σύμφωνα με τους καταγγελλόμενους, όπως προκύπτει από το άρθρο 34(4) του Νόμου, η Επιτροπή έχει εξουσία να διατάξει με απόφασή της προσωρινά μέτρα μόνον εναντίον επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, η οποία μάλιστα εμπλέκεται στη διερευνώμενη υπόθεση, ως καταγγελλόμενο μέρος.
· Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι το αίτημα των καταγγελλόντων για τη λήψη προσωρινών μέτρων, που ουσιαστικά αποσκοπεί στην αναστολή ή κατάργηση των διαταγμάτων ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων, στερείται νομικού ερείσματος.
Σύμφωνα με τους καταγγελλόμενους, η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα για λήψη προσωρινών μέτρων ή άλλως πως για αναστολή ή κατάργηση των διαταγμάτων που εκδίδει ο Υπουργός Υγείας δυνάμει του άρθρου 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254)
· Προς τούτο σημείωσαν ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει την αρμοδιότητα να εκδώσει ατομική διοικητική πράξη που να καταργεί ή να αναστέλλει την εφαρμογή κανονιστικής διοικητικής πράξης, η οποία έχει εκδοθεί από άλλο διοικητικό όργανο ή τον Υπουργό Υγείας. Η θέση αυτή απορρέει από τις θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου και τον διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ διοικητικών οργάνων, όπως αυτές διασφαλίζονται από το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία.
· Τόνισαν επίσης, μεταξύ άλλων ότι η κατάργηση ή η τροποποίηση κανονιστικής διοικητικής πράξης αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου που την εξέδωσε ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου διαθέτει εξουσία να ενεργήσει στο πλαίσιο κανονιστικής ρύθμισης. Η Επιτροπή, ενεργώντας ως διοικητικό όργανο με ειδικές εξουσίες που καθορίζονται από τον Νόμο, δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στη νομιμότητα, την ισχύ ή την εφαρμογή κανονιστικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται από άλλα διοικητικά όργανα και δη να παρέμβει στην άσκηση εξουσιών του Υπουργού Υγείας.
Επιπλέον, οι καταγγελλόμενοι σημείωσαν ότι η συμπεριφορά των καταγγελλόντων στην παρούσα υπόθεση συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπως αυτή αναγνωρίζεται στο διοικητικό δίκαιο.
· Η αρχή αυτή αποσκοπεί στην αποφυγή αντιφατικών θέσεων και ενεργειών από τα ίδια πρόσωπα σε διαφορετικά στάδια ή διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, η δικαιοσύνη και η ακεραιότητα της δικαστικής και διοικητικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Καταγγέλλοντες ή κάποιοι εξ ’αυτών, μέσω προσφυγών τους ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, ζήτησαν την ακύρωση των διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254) από τον Υπουργό Υγείας σχετικά με τη ρύθμιση του ωραρίου των φαρμακείων. Στο πλαίσιο αυτών των προσφυγών, αιτήθηκαν, επίσης, την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εφαρμογής των διαταγμάτων, το οποίο ωστόσο δεν εκδικάστηκε.
Επίσης οι καταγγελλόμενοι επικαλέστηκαν κατάχρηση εξουσίας από μέρους των καταγγελλόντων.
· Σημείωσαν μεταξύ άλλων, ότι η καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής, καθώς και το συναφές αίτημα για λήψη προσωρινών μέτρων, συνιστούν προδήλως κατάχρηση της διαδικασίας της Επιτροπής. Ο λόγος είναι ότι οι καταγγέλλοντες γνώριζαν, ήδη από την προηγηθείσα δικαστική διαδικασία, πως ο μόνος αρμόδιος για την αναστολή ή την κατάργηση του επίμαχου διατάγματος (ή διαταγμάτων) είναι ο Υπουργός Υγείας, βάσει της εξουσίας που του απονέμεται από το άρθρο 43 του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
· Στη αναφερόμενη πιο πάνω δικαστική διαδικασία, οι καταγγέλλοντες επιδίωξαν την ακύρωση των διαταγμάτων ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και αιτήθηκαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της ισχύος τους. Αν και το εν λόγω διάταγμα δεν εκδόθηκε, λόγω της δήλωσης των εκεί Καθ’ών η αίτηση (Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Υγείας) ότι δεν θα ελάμβαναν μέτρα εις βάρος των καταγγελλόντων έως την έκδοση τελικής απόφασης, οι καταγγέλλοντες γνώριζαν πλήρως ότι η αναστολή ή η κατάργηση των επίμαχων διαταγμάτων συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργού Υγείας.
· Παρόλα αυτά, προσέφυγαν ενώπιον της Επιτροπής για το ίδιο ζήτημα, υποβάλλοντας αίτημα λήψης προσωρινών μέτρων, με σκοπό την παράκαμψη της νόμιμης διαδικασίας και την άσκηση πίεσης στις αρμόδιες αρχές. Με τη στάση αυτή, καταστρατηγούν τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, η οποία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν διαθέτει εξουσία να παρεμβαίνει στη νομιμότητα ή την ισχύ κανονιστικών διοικητικών πράξεων άλλων διοικητικών οργάνων.
· Επίσης, οι καταγγελλόμενοι επικαλέστηκαν τη δημιουργία νομικής αβεβαιότητας και υπονόμευσης του δημόσιου συμφέροντος, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, πως τυχόν έκδοση προσωρινών μέτρων από την Επιτροπή, που θα αναστέλλουν την ισχύ κανονιστικής διοικητικής πράξης εκδοθείσας από την εκτελεστική εξουσία, θα προκαλούσε σοβαρή νομική αβεβαιότητα και διάβρωση του δημόσιου συμφέροντος. Η παρέμβαση της Επιτροπής σε κανονιστικές διοικητικές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας πολιτικής θα δημιουργούσε αναστάτωση στη λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας και θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της διοίκησης.
Εν συνεχεία, οι καταγγελλόμενοι αναφέρθηκαν στις προϋποθέσεις λήψης προσωρινών μέτρων. Αρχικά, εστιάζοντας στην πρώτη προϋπόθεση για χορήγηση προσωρινών μέτρων, σημείωσαν ότι απαιτείται τεκμηρίωση της ύπαρξης εύλογης και επαρκούς πιθανότητας παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού.
· Σημείωσαν ότι δεν απαιτείται η πλήρης απόδειξη της παράβασης, όπως θα απαιτείτο για την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας της εξεταζόμενης υπόθεσης αλλά αρκούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και νομική ανάλυση που οδηγούν στο εύλογο και ισχυρό συμπέρασμα ότι έχει διαπραχθεί παραβίαση βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών.
· Η Αρχή Ανταγωνισμού που εξετάζει το αίτημα λήψης προσωρινών μέτρων συχνά διαθέτει περιορισμένη πληροφόρηση στα πρώτα στάδια της διαδικασίας διερεύνησης μίας υπόθεσης. Για τον λόγο αυτό, το νομικό πρότυπο εστιάζει στην ύπαρξη εύλογης και επαρκούς πιθανότητας και όχι στην απόλυτη βεβαιότητα. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, η εκ πρώτης όψεως υπόθεση δεν προϋποθέτει σαφή και κατάφωρη (clear and flagrant) παράβαση, αλλά μία εύλογη και επαρκή πιθανότητα παράβασης που βασίζεται σε αξιόπιστα στοιχεία και στη συνεκτίμηση ενός συνόλου παραγόντων, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και θεωρία.
Εν συνεχεία, οι καταγγελλόμενοι αναφέρθηκαν στη δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι τον κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
· Σημείωσαν ότι η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την επείγουσα ανάγκη λήψης προσωρινών μέτρων για την αποτροπή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον ανταγωνισμό. Για να πληρωθεί αυτή η προϋπόθεση, πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ανταγωνισμός διατρέχει άμεσο και πραγματικό κίνδυνο ζημίας, η οποία μπορεί να συμβεί πριν η Αρχή Ανταγωνισμού ολοκληρώσει την έρευνά της και εκδώσει οριστική απόφαση επί της ουσίας της εξεταζόμενης υπόθεσης. Επομένως, η έννοια της «επείγουσας ανάγκης» συνδέεται με τον κίνδυνο βλάβης που είτε ήδη συμβαίνει είτε είναι επικείμενος. Αρκεί η βλάβη να είναι πρόβλεψη με επαρκή πιθανότητα να συμβεί στο εγγύς μέλλον. Σημειώνεται ότι ο εν λόγω κίνδυνος πρέπει να είναι συγκεκριμένος και προβλέψιμος με εύλογη και επαρκή πιθανότητα.[1] Εντούτοις, δεν απαιτείται απόλυτη βεβαιότητα ότι η ζημία θα επέλθει. Από την άλλη, η ζημία δεν μπορεί να είναι υποθετική ή θεωρητική.
· Επιπλέον, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η ζημία στον ανταγωνισμό είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη. Τόσο η σοβαρότητα όσο και η ανεπανόρθωτη φύση της ζημίας σχετίζεται με τον αντίκτυπο των υπό διερεύνηση παραβάσεων στον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, η αποχώρηση ανταγωνιστών από την αγορά ή οι μη αναστρέψιμες αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς μπορεί να αποτελούν επαρκείς ενδείξεις σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
· Σημείωσαν επίσης ότι σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία που παρέθεσαν, η επιβολή προσωρινών μέτρων είναι ιδιαίτερα δυσχερής, ακριβώς διότι δεν είναι εύκολο να τεκμηριωθεί το στοιχείο του κατεπείγοντος που απαιτείται, δηλαδή η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
· Η απαίτηση αυτή υπερβαίνει την απλή επίκληση ζημίας σε μεμονωμένες επιχειρήσεις και προϋποθέτει πειστικά στοιχεία ότι η αγορά, συνολικά, θα υποστεί μη αναστρέψιμες στρεβλώσεις, προτού καταστεί δυνατή η λήψη οριστικής απόφασης επί της ουσίας της εξεταζόμενης υπόθεσης.
· Επιπλέον, επισήμαναν ότι η σημασία της αποφυγής εσφαλμένων θετικών αποφάσεων όπου η επιβολή προσωρινών μέτρων θα μπορούσε να διαταράξει αδικαιολόγητα τη λειτουργία της αγοράς ή να επιβάλει υπερβολικούς περιορισμούς σε επιχειρήσεις, όταν δεν πληρούνται επαρκώς οι εν λόγω προϋποθέσεις. Η ανάγκη για εξισορρόπηση μεταξύ του κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης και της αποτροπής αδικαιολόγητης παρέμβασης στην αγορά καθιστά ακόμη πιο απαιτητική τη διαδικασία παροχής προσωρινής προστασίας, εξού και το βάρος/επίπεδο απόδειξης για τη σοβαρότητα και την ανεπανόρθωτη φύση της βλάβης στον ανταγωνισμό παραμένει υψηλό.
· Επίσης τόνισαν παραθέτοντας σχετική νομολογία ότι οι δύο προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσωρινών μέτρων, δηλαδή η «εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης» και η «επείγουσα ανάγκη», είναι διακριτές και σωρευτικές αλλά διατηρούν έναν βαθμό αλληλεξάρτησης.
· Επιπλέον, οι καταγγελλόμενοι υπογράμμισαν ότι νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, η Επιτροπή δύνανται να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει ωστόσο να είναι αναγκαία και αναλογικά, τόσο ως προς το περιεχόμενο τους όσο και ως προς τη διάρκεια εφαρμογής τους.
Σε αυτό το σημείο, οι καταγγελλόμενοι αξιολόγησαν κατά πόσον πληρούνται οι δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων στην υπό κρίση καταγγελία.
Αρχικά εστίασαν στην πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 34 του Νόμου, ήτοι στην ύπαρξη ισχυρής εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης.
· Σύμφωνα με τους καταγγελλόμενους, από το περιεχόμενο της καταγγελίας δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ως προς τις φερόμενες παραβάσεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων, με αριθμούς 210/2022 και 335/2024, εκδόθηκαν από τον Υπουργό Υγείας στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διοικητικές πράξεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και/ή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.
· Τονίζεται ότι η διαπίστωση αυτή δεν προϋποθέτει την πλήρη και τελική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, εφόσον είναι πρόδηλο από την απλή ανάγνωση του άρθρου 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254) ότι η σχετική κανονιστική εξουσία ασκείται αποκλειστικά από τον Υπουργό Υγείας. Το γεγονός ότι το σχετικό άρθρο υποχρεώνει τον Υπουργό Υγείας να διαβουλευθεί με τον Παγκύπριο Φαρμακευτικό Σύλλογο και το Συμβούλιο Φαρμακευτικής, δεν είναι ικανό, σε καμία περίπτωση να ανατρέψει το πιο πάνω συμπέρασμα.
· Αυτό διότι, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ότι η έκδοση των Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων περί ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων με αριθμούς 210/2022 και 335/2024, είναι αποτέλεσμα «συμφωνίας» μεταξύ των καταγγελλομένων. Πρώτον, κανένα στοιχείο δεν υφίσταται στην καταγγελία που να δεικνύει την ύπαρξη επαφής και/ή σύμπτωση της βούλησης μεταξύ τουλάχιστον δύο ανεξάρτητων οντοτήτων (έστω και αν θεωρηθούν επιχειρήσεις για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου) με σκοπό τη ρύθμιση του ωραρίου λειτουργίας. Δεύτερον, είναι ξεκάθαρο ότι την αποκλειστική εξουσία έκδοσης των συγκεκριμένων διαταγμάτων έχει ο Υπουργός Υγείας. Δέον να υπομνησθεί ότι με βάσει τον Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254) δεν υπάρχει δυνατότητα εκχώρησης ή μεταβίβασης της εν λόγω εξουσίας σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελλομένων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους καταγγελλόμενους, δεν υπάρχει νομική διάταξη που να δύναται να μετατρέψει τον κρατικό χαρακτήρα του μέτρου σε επιχειρηματική απόφαση.
· Περαιτέρω, από τα πιο πάνω αποδεικνύεται ότι η έκδοση των Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων Πράξεις περί ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων με αριθμούς 210/2022 και 335/2024 δεν συνιστά «απόφαση» του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου, π.χ. υπό την ιδιότητα της ένωσης επιχειρήσεων. Αντιστοίχως, δεν τίθεται θέμα «απόφασης» του Υπουργείου Υγείας ή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών ως επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εφόσον είναι προφανές ότι οι πιο πάνω οντότητες δεν συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων.
· Αντίστοιχα, ούτε και η διαβούλευση του Υπουργού Υγείας με τον Παγκύπριο Φαρμακευτικό Σύλλογο στο πλαίσιο έκδοσης των υπό αναφορά διαταγμάτων δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το Άρθρο 101(1)(γ) και (δ) ΣΛΕΕ καθώς και άρθρο 3(1)(γ) και (δ). Αφενός, δεν πληρείται η προϋπόθεση ύπαρξης δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Αφετέρου, η συμμετοχή του Παγκύπριου Φαρμακευτικού Συλλόγου στη συγκεκριμένη διαβούλευση συνιστούσε νομική υποχρέωση, βάσει του άρθρου 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου (Κεφ. 254).
· Σε σχέση με το Υπουργείο Υγείας / Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει ότι έδρασε εκτός του καθορισμένου νομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του. Πολύ δε περισσότερο, δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει ότι η συμπεριφορά του ήταν εξ ‘αντικειμένου περιοριστική του ανταγωνισμού, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί υποκείμενο του πεδίου εφαρμογής του Νόμου, δηλαδή αποτελεί επιχείρηση.
· Σε συνέχεια των πιο πάνω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενόψει του ότι οι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις περί ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων με αριθμούς 210/2022 και 335/2024 εκδόθηκαν στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας του Υπουργού Υγείας δεν μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι η έκδοση αυτών είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Προφανώς, η έκδοση των εν λόγω κανονιστικών διοικητικών πράξεων είχε ως αντικείμενο να ρυθμίσει το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων και όχι να περιορίσει τον ανταγωνισμό, ως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι καταγγέλλοντες. Δέον να υπομνησθεί ότι αντίστοιχα και/ή παρόμοια κρατικά μέτρα κανονιστικής ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων υπάρχουν σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ.
· Προς τούτο οι καταγγελλόμενοι παρέθεσαν αριθμό κρατών και τόνισαν και το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο και τόνισαν ότι σε κανένα κράτος μέλος της ΕΕ δεν υπάρχει πλήρες ελεύθερο ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, εφόσον η λειτουργία και συνεχής πρόσβαση των καταναλωτών αποτελεί σημαντική έκφανση της δημόσιας πολιτικής υγείας τους.
· Επίσης, σημείωσαν ότι όσον αφορά την αναφορά που γίνεται στην καταγγελία περί συνδυαστικής παράβασης των Άρθρων 101 και 106 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει αρμοδιότητα για την εφαρμογή του άρθρου 106 ΣΛΕΕ.
Εν συνεχεία, οι καταγγελλόμενοι αναφέρθηκαν στη δεύτερη προϋπόθεση χορήγησης προσωρινών μέτρων από την Επιτροπή ήτοι στην επείγουσα περίπτωση λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό και σημείωσαν τα εξής.
· Η παρούσα υπόθεση δεν συνιστά επείγουσα περίπτωση που εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό. Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, η έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων περί ρύθμισης του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας από τον Υπουργό Υγείας και όχι οικονομική δραστηριότητα ή ενέργεια επιχείρησης και/ή ένωσης επιχειρήσεων που θα μπορούσε να διαταράξει ανεπανόρθωτα τη λειτουργία της αγοράς.
· Περαιτέρω, σημείωσαν ότι ακόμη και αν υφίσταται ζήτημα ανταγωνισμού, το οποίο βεβαίως δεν διαπιστώνεται στην παρούσα φάση, οι επιπτώσεις μιας τέτοιας ρύθμισης δεν εμφανίζουν τα στοιχεία σοβαρότητας και μη αναστρεψιμότητας της βλάβης που θα αιτιολογούσαν την κατεπείγουσα επέμβαση της Επιτροπής για τη λήψη προσωρινών μέτρων. Συναφώς, η αποτροπή φερόμενης βλάβης στον ανταγωνισμό προϋποθέτει τεκμηριωμένη ένδειξη ότι η αγορά θα υποστεί αλλοίωση μη αναστρέψιμη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, η κανονιστική φύση του συγκεκριμένου μέτρου, σε συνδυασμό με την ακρίβεια, σαφήνεια και διαφάνεια και ομοιομορφία του περιεχομένου του, αποδεικνύει ότι δεν πληρείται το κριτήριο του επικείμενου, σοβαρού και ανεπανόρθωτου κινδύνου βλάβης στον ανταγωνισμό, σημειώνοντας ότι αντίστοιχες και/ή παρόμοιες διοικητικές ρυθμίσεις του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων υπάρχουν σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ.
Τέλος, οι καταγγελλόμενοι ισχυρίστηκαν ότι τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα δεν δύνανται να θεωρηθούν ούτε αναγκαία ούτε αναλογικά για την αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
3. Θέσεις εμπλεκομένων μερών κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία
Περαιτέρω, τα εμπλεκόμενα μέρη κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία που πραγματοποιήθηκε στις 29/01/2025, παρέθεσαν τις θέσεις τους, µέσω των νομικών τους εκπροσώπων, αναπτύσσοντας τα όσα είχαν υποβάλει τόσο στις γραπτές τους θέσεις όσο και στην καταγγελία.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη της τα όσα υπέβαλα και προφορικά και εμπλεκόμενα μέρη κατά την ενώπιόν της προφορική διαδικασία που έλαβε χώρα στα γραφεία της Επιτροπής στις 29/01/2025. Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν κατά την προφορική διαδικασία κινήθηκαν κυρίως γύρω από το κατά πόσον είναι αρμόδια η Επιτροπή να κρίνει και να αποφανθεί επί κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ενώ πρέπει να τονιστεί ότι σε αρκετά μεγάλο βαθμό οι θέσεις και οι ισχυρισμοί των εμπλεκομένων μερών δεν ήταν διαφορετικές σε σχέση με τις γραπτές τους θέσεις. Η Επιτροπή συνοψίζει τα κυριότερα σημεία των όσων ειπώθηκαν ως ακολούθως.
Οι καταγγέλλοντες σημείωσαν, μεταξύ άλλων, ότι η αρχή της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου και η διασφάλιση της εφαρμογής στο σύνολο των κρατών μελών της ένωσης προβλέπει ότι δεν μπορούν οι Εθνικές Αρχές ή νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου όπως ο Παγκύπριος Φαρμακευτικός Σύλλογος να επικαλούνται τις αρμοδιότητές τους στο Εθνικό Δίκαιο προκειμένου να παραβιάσουν το Ενωσιακό, αλλά αντιθέτως οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζεται η υπεροχή του Ενωσιακού Δικαίου, όταν ασκούν αρμοδιότητες προς ρύθμιση του ωραρίου να σέβονται τους όρους της μη περιορισμού του ανταγωνισμού.
Στην πλειοψηφία των κρατών μελών της Ένωσης, προκειμένου να μην νοθευθεί ο ανταγωνισμός, το ωράριο ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει υποχρεωτικό κλείσιμο για ανάπαυση τις μεσημβρινές ώρες, υποχρεωτικό κλείσιμο τις Κυριακές, υπάρχει ένα καθεστώς ελεύθερου ρυθμισμένου φυσικά ωραρίου, αλλά είναι ένα ελεύθερο ωράριο χωρίς υποχρεωτικό κλείσιμο με παράλληλο σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως σημείωσαν, προκύπτει εξ΄ αντικειμένου μια νόθευση του ανταγωνισμού, διότι η ίδια επιβολή του μέτρου του υποχρεωτικού κλεισίματος των φαρμακείων δεν είναι καταρχάς καθολική, δηλαδή, ήδη τα διατάγματα προβλέπουν αόριστες και ευρείες εξαιρέσεις.
Οι καταγγέλλοντες σημείωσαν ότι στην κανονιστική ρύθμιση που ισχύει για όλους δημιουργούνται συνθήκες για επιβολή διαφορετικών όρων σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Δεύτερο σημείο στο οποίο υπάρχει νόθευση του ανταγωνισμού είναι οι δυάδες φαρμακείων Δήμων και κοινοτήτων. Το καταναλωτικό κοινό απλά μαθαίνει πού βρίσκονται τα φαρμακεία των κοινοτήτων που λειτουργούν από το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ. Άρα και αυτό ήδη στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Τρίτον, είναι η νόθευση του ανταγωνισμού σε σχέση με επιχειρήσεις οι οποίες πωλούν παραφάρμακα. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν απλές επιχειρήσεις, εμπορικά καταστήματα και εμπορικά κέντρα όπως το mall όπου μπορεί ο καταναλωτής να βρει άμεσα παραφαρμακευτικά προϊόντα και έχει πρόσβαση σε αυτά στο πλήρες ωράριο χωρίς απόλυτο περιορισμό και αυτό είναι το μερίδιο της αγοράς που στερούνται όλοι οι φαρμακοποιοί.
Επί της προϋπόθεσης για την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου, οι καταγγέλλοντες τόνισαν ότι πρέπει να επιληφθεί άμεσα η Επιτροπή και να μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλία για λήψη προσωρινής προστασίας.
Σημείωσαν, μεταξύ άλλων ότι οι καταγγελλόμενοι έχουν υποστεί μια συστηματική βλάβη ετών που έρχεται και κορυφώνεται όταν απορρίπτεται το αίτημά τους για ακύρωση του διατάγματος ενός κανονιστικού χαρακτήρα που έχει αμφισβητηθεί μεν αλλά δικονομικά αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να βρεθούν σε Δικαστήριο και να διεκδικήσουν προστασία.
Οι καταγγελλόμενοι σημείωσαν, μεταξύ άλλων ότι ακόμα και αν νοθεύεται ο ανταγωνισμός εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ελεγχθεί από την Επιτροπή το διάταγμα του Υπουργού Υγείας. Εάν νοθεύεται ο ανταγωνισμός θα πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της καταγγελίας εάν τούτο οφείλεται στον φαρμακευτικό σύλλογο και να του επιβληθούν ακυρώσεις να το δούμε. Το διάταγμα μένει, ο μόνος που μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή του και να επιτρέπεται το ελεύθερο ωράριο είναι ο Υπουργός ή να τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Άφησαν επίσης να εννοηθεί ότι οι φαρμακευτικές υπηρεσίες, ο φαρμακευτικός σύλλογος και ο Υπουργός Υγείας δεν αποτελούν επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μην έχει αρμοδιότητα η Επιτροπή.
Σημείωσαν ακόμα ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί κανονιστική διοικητική πράξη από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση σημείωσαν ότι σχετικά με τη ζημιά που επικαλούνται οι καταγγέλλοντες θα πρέπει να υφίσταται σοβαρή ένδειξη αυτής της πιθανότητας. Η επίκληση της ζημιάς για απόλυση υπαλλήλων, όπως αναφέρονται στις γραπτές παρατηρήσεις, είναι στοιχεία που ήρθαν με τις θέσεις των μερών και κατά τη συνεδρία ενώπιον της Επιτροπής με αποτέλεσμα να μην έχουν την ευκαιρία να τις εξετάσουν.
Επίσης, τόνισαν ότι δεν είναι σε θέση να σχολιάσουν κατά πόσον η πτώσης του τζίρου των καταγγελλόντων οφείλονταν μόνο στην κανονιστική διοικητική πράξη και ότι για το θέμα των απολύσεων τόνισαν ότι πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια και να είναι άμεσα συνυφασμένο το ωράριο με την οποιανδήποτε ζημιά ή απολύσεις.
ΣΤ. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
1. Αρμοδιότητα Επιτροπής
Η Επιτροπή, προτού προχωρήσει στην εξέταση των προϋποθέσεων για την έκδοση απόφασης σε αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων, εξέτασε το ζήτημα που έθεσαν οι καταγγελλόμενοι αναφορικά με την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάσει και να αποφανθεί επί κανονιστικής διοικητικής πράξης και γενικότερα, σε σχέση με τη θέση τους ότι για κάτι τέτοιο αρμόδια είναι τα δικαστήρια.
Καταρχάς, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να αναφερθεί στο άρθρο 26(2) του Νόμου, το οποίο καθορίζει τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί:
«(2)Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) Να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας
[…]
(θ) να αποφασίζει για τη λήψη προσωρινών μέτρων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 34.».
Η Επιτροπή, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της, σημειώνει ότι δύναται να εξετάζει πιθανολογούμενες παραβάσεις των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπάγγελτα. Η Επιτροπή περαιτέρω δύναται, στη βάση του άρθρου 34 του Νόμου, να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους κατά την κρίση της αναγκαίους κατά περίπτωση όρους, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης.
Η Επιτροπή, σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνει ότι έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει καταγγελίες αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου εφόσον περιέχουν ικανοποιητικά στοιχεία και πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 44 και των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ του Νόμου. Η Επιτροπή σημειώνει ότι έκρινε ήδη στο πλαίσιο εξέτασης της υποβληθείσας καταγγελίας ημερομηνίας 22/11/2024 ότι υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία και πληροφορίες ώστε να δικαιολογείται το νομότυπο της καταγγελίας και έδωσε προς τούτο οδηγίες στην Υπηρεσία να διεξάγει προκαταρκτική έρευνα αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις του Νόμου.
Όσον αφορά το θέμα της αρμοδιότητας, η Επιτροπή αντλεί καθοδήγηση από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής το «ΔΕΕ»)[2] στη βάση της οποίας έχει κριθεί ότι: «[…] μολονότι είναι αληθές ότι τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ [τώρα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ), αυτά καθαυτά, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και δεν αφορούν τα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα, ωστόσο, το άρθρο αυτό [το άρθρο 81 EK και τώρα 101 ΣΛΕΕ], σε συνδυασμό προς το άρθρο 5 της Συνθήκης [τώρα άρθρο 4(3) της ΣΕΕ], επιβάλλουν στα κράτη μέλη να μη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, δυνάμενα να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. […]
Το Δικαστήριο ειδικότερα έχει κρίνει ότι υπάρχει παράβαση των άρθρων 5 και 85 (παλαιότερη αρίθμηση άρθρων της Συνθήκης, τώρα άρθρα 4(3) ΣΕΕ και 101 ΣΛΕΕ) της Συνθήκης όταν κράτος μέλος είτε επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων [συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών] αντιθέτων προς το άρθρο 85 ή ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων, είτε αφαιρεί από τη δική του κανονιστική ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, μεταθέτοντας σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη λήψεως αποφάσεων περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα. […]
[…] Επιβάλλεται η υπόμνηση, δεύτερον, ότι, κατά πάγια νομολογία, η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει να μην εφαρμοστεί οποιαδήποτε διάταξη εθνικού νόμου αντίθετη προς κοινοτική διάταξη, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της κοινοτικής.
Αυτό το καθήκον να μην εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία που είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο απόκειται όχι μόνο στα εθνικά δικαστήρια αλλά και σε όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένων των διοικητικών αρχών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 31), πράγμα που συνεπάγεται, ενδεχομένως, την υποχρέωση να ληφθεί κάθε μέτρο που να διευκολύνει την ανάπτυξη της πλήρους αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1972, 48/71, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 85, σκέψη 7).
Εφόσον μια εθνική αρχή του ανταγωνισμού [...] επιφορτίζεται με την αποστολή να μεριμνά, μεταξύ άλλων, για την τήρηση του άρθρου 81 ΕΚ [τώρα άρθρα 101 ΣΛΕΕ] και η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς το άρθρο 10 ΕΚ [τώρα άρθρο 4(3) της ΣΕΕ], επιβάλλει στα κράτη μέλη το καθήκον αποχής, η πρακτική αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού θα μειωνόταν αν, στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 81 ΕΚ, η εν λόγω Αρχή δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι ένα εθνικό μέτρο είναι αντίθετο προς τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 10 ΕΚ και 81 ΕΚ και, κατά συνέπεια, να μην το εφαρμόσει.».
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή σημειώνει ότι αρμοδιότητά της είναι να εξετάζει κατά πόσον συγκεκριμένες συμπεριφορές, όπως εν προκειμένω οι καταγγελλόμενες, συνιστούν μορφή περιορισμού, νόθευσης και/ή παρακώλυσης του ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του αν υφίσταται πρωτογενής ή δευτερογενής νομοθεσία, η οποία επιτρέπει και/ή ενθαρρύνει και/ή άλλως πως ευνοεί την εν λόγω συμπεριφορά. Στη δε περίπτωση, διαπίστωσης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, που διαπράττουν επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, η Επιτροπή έχει, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα να αναγνωρίσει την εν λόγω παράβαση με σχετική της απόφαση και, υπό προϋποθέσεις, να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, όπως επίσης και να υποχρεώσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων όπως, εντός ταχθείσας προθεσμίας, τερματίσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση και αποφύγουν επανάληψή της στο μέλλον.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή δεν υπεισέρχεται στο ρόλο της νομοθετικής εξουσίας ούτε καταργεί, αναστέλλει ή ακυρώνει stricto sensu μία κανονιστική διοικητική πράξη ή άλλη νομοθεσία που επιτρέπει ή ενθαρρύνει ή ευνοεί την περιοριστική του ανταγωνισμού συμπεριφορά, αλλά ουσιαστικά την παραμερίζει. Δηλαδή δεν θίγει τη νομιμότητα της εν λόγω νομοθεσίας, όπως εσφαλμένα ισχυρίστηκαν οι καταγγελλόμενοι τόσο στις γραπτές τους θέσεις όσο και κατά την προφορική διαδικασία.
Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, να διαπιστώσει ότι κρατικό μέτρο και/ή νομοθετική ρύθμιση είναι αντίθετα προς τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4(3) της ΣΕΕ και 101 και/ή 102 της ΣΛΕΕ ώστε αυτά να μην εφαρμοστούν. Δηλαδή, με τη διαπίστωση παραβάσεων των άρθρων 3 και/ή 6 και των άρθρων 101 και/ή 102 της ΣΛΕΕ καθίσταται ανεφάρμοστη η εθνική νομοθεσία οριστικά έναντι των επιχειρήσεων και η απόφαση αυτή επιβάλλεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Από τη στιγμή αυτή, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν πλέον να υποστηρίζουν ότι υποχρεούνται να παραβιάζουν τις ενωσιακές διατάξεις περί ανταγωνισμού. Συνεπώς, η μελλοντική τους συμπεριφορά υπόκειται σε διοικητικά πρόστιμα/κυρώσεις.[3]
Συνακόλουθα, η ύπαρξη της νομοθεσίας που επικαλούνται οι καταγγελλόμενοι δεν αναιρεί και/ή αποκλείει αφενός την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αναφορικά με πρακτικές και/ή συμπεριφορές που καθορίζονται στα άρθρα 3 και/ή 6 του Νόμου και 101 και/ή 102 της ΣΛΕΕ και αφετέρου την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάσει καταγγελίες υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού και να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, επί αυτών αναφορικά με παραβάσεις των προαναφερόμενων άρθρων. Το ίδιο ισχύει, κατ’ αναλογία και στην περίπτωση της απόφασης επί της λήψης προσωρινών μέτρων.
Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή θα εξετάσει ενδελεχώς το εν λόγω θέμα άμα τη ολοκλήρωση της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας και έχοντας ενώπιον της την πλήρη εικόνα του σχηματισθέντα διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις λήψης απόφασης προσωρινών μέτρων, ως οι πρόνοιες του Νόμου.
2. Προϋποθέσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων
Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Νόμου, η Επιτροπή δύναται να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους, κατά την κρίση της, αναγκαίους κατά περίπτωση όρους. Τα μέτρα αυτά, επιτακτικά ή απαγορευτικά, οφείλουν να μην υπερβαίνουν σε έκταση τα υπό τις περιστάσεις απολύτως αναγκαία και να εφαρμόζονται, είτε για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παραταθεί εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, είτε έως ότου ληφθεί οριστική απόφαση.
Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσωρινή προστασία αποσκοπεί στην εξασφάλιση, όπου υπάρχει κίνδυνος, της μελλοντικής ικανοποίησης των δικαιωμάτων των καταγγελλόντων με τη λήψη του αιτούμενου προσωρινού μέτρου.
Η Επιτροπή, στη βάση του Νόμου, έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει προσωρινά μέτρα, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ αίτηση των ενδιαφερόμενων και η εν λόγω αίτηση δύναται να υποβληθεί μονομερώς ή δια κλήσεως όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις, στο πλαίσιο του άρθρου 34 του Νόμου:
«(α) Στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 κα/ή 6 και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ,
(β) συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.».
Ακολούθως, η Επιτροπή εξέτασε, τις διαδικαστικές προϋποθέσεις νομότυπης υποβολής μιας τέτοιας αίτησης έκδοσης προσωρινών μέτρων και σημείωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 34(3)(β) του Νόμου η αίτηση γίνεται δεκτή μόνο εφόσον συνοδεύεται από καταγγελία που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 ή έπεται της καταγγελίας ή εφόσον υποβάλλεται κατά την διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ και εφόσον καθορίζονται σε αυτή επακριβώς και με σαφήνεια τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα. Η Επιτροπή σημειώνει ότι εν προκειμένω, η αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων υποβλήθηκε ταυτόχρονα με την καταγγελία ημερομηνίας 22/11/2025. Η Επιτροπή περαιτέρω σημειώνει ότι η καταγγελία υποβλήθηκε νομότυπα και οι σχετικές πληροφορίες και στοιχεία κρίθηκαν ικανοποιητικά ώστε να την αποδεχτεί και έδωσε οδηγίες προς την Υπηρεσία να διεξάγει προκαταρκτική έρευνα αναφορικά με τις πιθανολογούμενες παραβάσεις που αναφέρονται σε αυτή.
2.1 Έννομο συμφέρον
Η Επιτροπή σημειώνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 44 του Νόμου αναφορικά με την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος:
«(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2) Έννομο συμφέρον έχει πρόσωπο που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.».
Οι καταγγέλλοντες σημείωσαν αναφορικά με το έννομο συμφέρον τους στην καταγγελία τους[4] τα εξής: «[…] αυτές περιορίζουν την επαγγελματική και οικονομική τους ελευθερία. Όπως αναφέρθηκε εκτεταμένα παραπάνω, ο ΠΦΣ, αφενός μεν πέτυχε την επιβολή ανελεύθερου ωραρίου, αφετέρου δε επικαλείται τις επίμαχες εξόχως προβληματικές διατάξεις για να δημιουργήσει περαιτέρω κλίμα εκφοβισμού και να καθορίσει με άκρως αυθαίρετο και προβληματικό τρόπο τις εφημερίες/διημερεύσεις/διανυκτερεύσεις των φαρμακείων, παραλείποντας συχνά να ακόμα ενημερώσει τα ενδιαφερόμενο μέρη (βλ. παρ. III, υποπαρ. ΙΙΙ2 «Περιγραφή των αντι-ανταγωνιστικών συμπεριφορών του ΠΦΣ...»). Η στρέβλωση του ανταγωνισμού, στην οποία σε οδηγεί η κατάσταση αυτή, επάγεται αυτόθροα εκτός από την οικονομική κατάρρευση των επιχειρήσεων φαρμακείων (βλ. παραπάνω, παρ. IV «Νομική βάση...», υποπαρ. IV1.7).».
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι επίμαχες διατάξεις των κανονισμών και η συμπεριφορά του ΠΦΣ επηρεάζει τους καταγγέλλοντες άμεσα εφόσον ορίζει το ωράριο ανοίγματος και κλεισίματος των φαρμακείων τους με αποτέλεσμα να καθορίζονται ορισμένες παράμετροι στην άσκηση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων με τρόπο άμεσο, ενεργό και ενεστωτικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι καταγγέλλοντες να έχουν χωρίς καμία αμφιβολία το απαραίτητο εκ του Νόμου έννομο συμφέρον να προβούν στην καταγγελία και να ζητήσουν τη χορήγηση προσωρινών μέτρων από μέρους της Επιτροπής.
Ως εκ των ανωτέρω και στη βάση των πιο πάνω σημείων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι καταγγέλλοντες έχουν έννοµο συµφέρον να προβούν στην καταγγελία, εφόσον τόσο οι επίμαχες διατάξεις των κανονισμών όσο και η συμπεριφορά των καταγγελλόμενων τους επηρεάζει άμεσα.
2.2 Έννοια «επιχείρηση»
Η Επιτροπή σημειώνει πως το άρθρο 2 του Νόμου ορίζει ως επιχείρηση «τον φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του». Το ΔΕΕ, προσεγγίζοντας την έννοια «επιχείρηση», στο πλαίσιο του ανταγωνισμού έδωσε ευρεία ερμηνεία συμπεριλαμβάνοντας «κάθε οντότητα που ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες», ανεξάρτητα από τη νομική της υπόσταση και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτείται. Επιπλέον, το ΔΕE έχει αποφανθεί ότι ο όρος «οικονομικής φύσεως δραστηριότητα» εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα που έχει σχέση με την προσφορά αγαθών και/ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τη διέπει και τον τρόπο της χρηματοδότησης της και η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά.[5]
Συνεπώς, προκειμένου μια συμπεριφορά να εξεταστεί υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού σύμφωνα με την ενωσιακή νομολογία, θα πρέπει το πρόσωπο που ασκεί αυτή τη συμπεριφορά να υπάγεται στην έννοια της επιχείρησης, στοιχείο που με τη σειρά του προϋποθέτει την εκ μέρους του άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την επίμαχη συμπεριφορά του. Η αξιολόγηση αυτή δεν γίνεται in abstracto αλλά in concreto και μόνο σε σχέση με την υπό διερεύνηση συμπεριφορά και όχι σε σχέση με το σύνολο της δραστηριοποίησης του.
Περαιτέρω η Επιτροπή σημειώνει παρενθετικά ότι η επιχείρηση δύναται να είναι οποιαδήποτε οικονομική μονάδα που συλλέγει πόρους για την πραγματοποίηση οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς να απαιτείται να διέπεται από συγκεκριμένο νομικό καθεστώς. Μάλιστα, η έννοια της επιχείρησης είναι ευρεία ώστε να καλύψει κάθε οντότητα ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδότησής της και ανεξάρτητα από το σκοπό της οικονομικής δραστηριότητά της. Έτσι, αποτελούν επιχειρήσεις (υπό το δίκαιο του ανταγωνισμού) ακόμα και οι δημόσιες επιχειρήσεις ή οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας[6].
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου: ««ένωση επιχειρήσεων» σημαίνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι, που εκπροσωπεί τα εμπορικά συμφέροντα αυτόνομων επιχειρήσεων και λαμβάνει αποφάσεις ή συνάπτει συμφωνίες προς προώθηση των συμφερόντων αυτών.». Η «ένωση επιχειρήσεων» προϋποθέτει πλειονότητα επιχειρήσεων, οι οποίες συνδέονται µεταξύ τους µε οποιαδήποτε µορφή οργανωµένης συνεργασίας.[7] Δεν απαιτείται η «ένωση επιχειρήσεων» να έχει νοµική προσωπικότητα,[8] ούτε ίδια εµπορική ή παραγωγική δραστηριότητα, προκειµένου να εµπίπτει στο άρθρο 3 του Νόμου,[9] αρκεί να εξυπηρετεί τα εµπορικά συµφέροντα των µελών της.[10] Μεταξύ άλλων, σωµατεία, ενώσεις, σύνδεσµοι, αγροτικοί συνεταιρισμοί θεωρούνται «ενώσεις επιχειρήσεων» ανεξάρτητα από τη νοµική τους µορφή, την άσκηση εκ µέρους τους οικονομικής δραστηριότητας και κερδοσκοπικού ή µη σκοπού.[11]
Το εν λόγω κριτήριο επιτάσσει την εξέταση του κατά πόσο, µεταξύ των αρμοδιοτήτων και/ή εξουσιών ενός συνδέσμου, τα μέλη του οποίου συνιστούν επιχειρήσεις κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού, περιλαμβάνεται και η οργάνωση ή ο συντονισμός της οικονομικής δραστηριότητας των µελών του ή αν ο εν λόγω σύνδεσμος λαμβάνει αποφάσεις αναφορικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων σχετικών µε τη συμπεριφορά των μελών του σε συγκεκριμένη αγορά.[12]
Όπως καταγράφεται στο σύγγραμμα «Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού», «το ζήτημα της υπαγωγής {των ελευθέριων επαγγελμάτων} στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι στο μέτρο που οι επαγγελματίες είναι «επιχειρήσεις», οι επαγγελματικοί τους σύλλογοι συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων, και άρα μια σειρά μέτρων που λαμβάνουν για την οργάνωση του οικείου επαγγέλματος […] ελέγχονται με βάση το άρθρο 101 […]»[13].
Στην υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με την καταγγελία, ο ΠΦΣ αποτελεί νομικό πρόσωπο που συστάθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου του 1972 (Ν. 39/1972) και «[…] αποτελεί επαγγελματική ένωση υποχρεωτικής συμμετοχής στην οποία μετέχουν υποχρεωτικά όλοι οι φαρμακοποιοί που λειτουργούν φαρμακεία.». Επιπλέον σημειώνεται ότι σκοπός του ΠΦΣ είναι «[…] η προστασία της τιμής και της ανεξαρτησίας του ΠΦΣ και η προάσπιση αυτής έναντι της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό διαθέτει μεταξύ άλλων τη δημόσια εξουσία να παρέχει διευκρινήσεις και να αποφαίνεται για θέματα που αφορούν την επαγγελματική δεοντολογία, να εξετάζει και αν κρίνει σκόπιμο, να υποβάλλει εισηγήσεις ως προς την ισχύουσα φαρμακευτική νομοθεσία και ως προς φαρμακευτικά θέματα που υποβάλλονται στο Συμβούλιο, να εισηγείται στην Κυβέρνηση προτάσεις νόμων, να προωθεί τις καλές σχέσεις και την κατανόηση μεταξύ του ΠΦΣ και του κοινού, να ρυθμίζει τις κλίμακες αμοιβών των φαρμακοποιών για παρασχεθείσες υπηρεσίες.».
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στη βάση του άρθρου 13 του περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου του 1972 (Ν. 39/1972), το Συμβούλιο του Φαρμακευτικού Σώματος, το οποίο διοικεί τον ΠΦΣ, έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει όλα τα σχετικά με το φαρμακευτικό επάγγελμα θέματα και να λαμβάνει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει σκόπιμα προς τούτο.
Η Επιτροπή, με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, σημειώνει πως ο ΠΦΣ είναι ανεξάρτητη νομική οντότητα και αποτελεί σύνδεσμο, ενώ τα μέλη του συνιστούν επιχειρήσεις υπό την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, καθόσον αναλαμβάνουν δραστηριότητες οικονομικής φύσης, και συγκεκριμένα παρέχουν υπηρεσίες ως φαρμακοποιοί.
Οι εξουσίες του ΠΦΣ σύμφωνα με τον περί Φαρμακοποιών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμος του 1972 (39/1972), περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
(α) Να προστατεύει την τιμή και την ανεξαρτησία του ΠΦΣ και να προασπίζει τις σχέσεις του προς την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.
(β) Να ρυθμίζει με κανονισμούς οτιδήποτε αφορά τη δεοντολογία του φαρμακευτικού επαγγέλματος.
(γ) Να δίνει διευκρινίσεις και να αποφασίζει σε θέματα που αφορούν την επαγγελματική δεοντολογία.
(δ) Να εξετάζει, και εάν το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλλει εισηγήσεις επί ισχύουσας νομοθεσίας και φαρμακευτικών θεμάτων που υποβάλλονται προς εξέταση, ή να υποβάλλει εισηγήσεις προς την κυβέρνηση σχετικά με το κατά πόσον είναι ανάγκη να εισαχθεί νέα νομοθεσία.
(ε) Να εκπροσωπεί το φαρμακευτικό σώμα σε οποιοδήποτε θέμα ως προς το οποίον τέτοια εκπροσώπηση θεωρείται αναγκαία ή σκόπιμη.
(στ) Να προωθεί καλές σχέσεις και κατανόηση μεταξύ του ΠΦΣ και του κοινού.
(ζ) Να καθορίζει το πληρωτέο προς το Συμβούλιο ποσοστό εκ των επιβαλλομένων υπό των τοπικών φαρμακευτικών συλλόγων συνδρομών στα μέλη τους.
(η) Να καθορίζει τις κλίμακες αμοιβών των Φαρμακοποιών σχετικά με επαγγελματικές συμβουλές, παρασχεθείσες υπηρεσίες ή εκτελεσθείσες εργασίες.
(θ) Να ρυθμίζει οποιοδήποτε θέμα αφορά την ετήσια άδεια απουσίας των Φαρμακοποιών.
(ι) Να εκδίδει Κανονισμούς που διέπουν και ρυθμίζουν οποιοδήποτε των ως άνω θεμάτων υπό τον όρο ότι οι τέτοιοι Κανονισμοί θα εγκριθούν από την πλειοψηφία της γενικής συνέλευσης του ΠΦΣ.
(ια) Να εκδίδει Κανονισμούς διέποντας και ρυθμίζοντας την εκλογή ελεγκτών για τον έλεγχο των λογαριασμών των Τοπικών Φαρμακευτικών Συλλόγων και των λογαριασμών του Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Σώματος.
Τα θέματα που απαριθμούνται ως (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ) και (θ) ανωτέρω, ρυθμίζονται με αποφάσεις του Συμβουλίου του ΠΦΣ, οι οποίες εκδίδονται υπό την μορφή Κανονισμού και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Οι εν λόγω Κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την ημέρα δημοσίευσης τους. Σχετικά με τα θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο (η) ή με άλλα θέματα που εμπίπτουν στο φάσμα των εξουσιών του ΠΦΣ και που δεν συμπεριλαμβάνονται στις περιπτώσεις (α)-(θ), απαιτείται η έγκριση της Γενικής Συνέλευσης του ΠΦΣ, του Υπουργικού Συμβουλίου και κατόπιν κατατίθενται στη Βουλή για ψήφιση. Οι εκάστοτε Κανονισμοί που εκδίδονται από τον ΠΦΣ είναι δεσμευτικοί σε όλους τους Φαρμακοποιούς και οποιοσδήποτε δεν τους τηρεί θεωρείται ένοχος πειθαρχικού αδικήματος και/ή ασυμβίβαστου προς το φαρμακευτικό επάγγελμα διαγωγής.
Η Επιτροπή σημειώνει πως οι επαγγελματίες όπως οι αυτοαπασχολούμενοι φαρμακοποιοί, ενώ ασκούν την ίδια δραστηριότητα όπως οι εργαζόμενοι, εξομοιώνονται κατ’ αρχήν με «επιχειρήσεις», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον παρέχουν υπηρεσίες ή έργο έναντι αμοιβής σε συγκεκριμένη αγορά και ασκούν ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα σε σχέση με τους εντολείς τους.[14] Ως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 413/13 FNV Kunsten Informatie en Media κατά Staat der Nederlanden: «μια οργάνωση που εκπροσωπεί εργαζομένους, όταν πραγματοποιεί διαπραγματεύσεις στο όνομα και για λογαριασμό αυτοαπασχολουμένων οι οποίοι είναι μέλη της, δεν ενεργεί ως συνδικαλιστική οργάνωση και, επομένως, ως κοινωνικός εταίρος, αλλά λειτουργεί στην πραγματικότητα ως ένωση επιχειρήσεων.»[15] Περαιτέρω σημειώνεται ότι οι φαρμακοποιοί κατά τη δραστηριότητα τους μέσω του φαρμακείου τους, δεν λειτουργούν αποκλειστικά στη βάση της εμπειρογνωμοσύνης τους, αλλά ασκούν και οικονομικής φύσεως δραστηριότητες αφού αγοράζουν προϊόντα και τα μεταπωλούν στους πελάτες τους, όχι μόνο φαρμακευτικά προϊόντα, αλλά και λοιπά συναφή με την υγεία και ομορφιά προϊόντα.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, η Επιτροπή ομόφωνα αποφασίζει πως ο ΠΦΣ συνιστά «ένωση επιχειρήσεων» υπό την έννοια του Νόμου.
Ως προς τον Υπουργό Υγείας και τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, οι οποίοι είναι καταγγελλόμενοι στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή σημειώνει ότι με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, δεν είναι σε θέση στο παρόν στάδιο να χαρακτηρίσει τον Υπουργό Υγείας και τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ως «επιχειρήσεις» σύμφωνα µε τον ορισμό που δίδει ο Νόμος και η σχετική νομολογία. Αυτό διότι τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία δεν επαρκούν για να διαπιστωθεί αν ασκούνται οποιασδήποτε οικονομικής φύσεως δραστηριότητες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Σημειώνεται όμως ότι σύμφωνα με τη νομολογία το ίδιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί «επιχείρηση» σε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες του ενώ σε άλλες ότι ασκεί κανονιστική αρμοδιότητα και συνεπώς εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του Νόμου και της ΣΛΕΕ. Άρα είναι απαραίτητη η ανάλυση των πραγματικών περιστατικών και του γενικότερου πλαισίου άσκησης αυτής της κανονιστικής αρμοδιότητας.[16]
2.3 Οι προϋποθέσεις του άρθρου 34(2) του Νόμου
Σύμφωνα με το άρθρο 34(2) του Νόμου, οι προϋποθέσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Άρα, για τη λήψη προσωρινών μέτρων δεν αρκεί να «στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ», αλλά απαιτείται και να «συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό».
Σύμφωνα με την υπόθεση Broadcom[17] «By its very nature, the finding of a prima facie infringement is not based on a full and final appreciation of the facts and law in question,101 but rather on a factual and legal analysis indicating “at first sight” that the undertaking subject to the investigation exceeded the limits allowed to it by the applicable EU competition rules, thus giving rise to serious doubts as to the compatibility of its conduct with those provisions. Therefore, the requirement of a prima facie infringement cannot be placed on the same footing as the requirement of certainty that a final decision must satisfy. In this vein, the case-law has held that the finding of a prima facie infringement does not correspond to the finding of a “clear and flagrant infringement”, nor to the existence of a prima facie violation of the European Union competition rules “as a matter of probability”.».
Επομένως, δεν απαιτείται να γίνει πλήρης και τελική εκτίμηση των γεγονότων, ως θα συνέβαινε εάν εκδιδόταν τελική απόφαση όπου απαιτείται διαπίστωση «σαφούς και κατάφωρης παράβασης». Ωστόσο, θα πρέπει τα γεγονότα να αναλυθούν στο βαθμό που να δείχνει «εκ πρώτης όψεως» ότι η επιχείρηση που υπόκειται σε έρευνα παραβίασε τις πρόνοιες του Νόμου, δημιουργώντας έτσι σοβαρές αμφιβολίες ως προς την συμβατότητα της συμπεριφοράς της.
Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι στο παρόν στάδιο δεν καλείται να αποφασίσει ως προς την ουσία της καταγγελίας, αντιθέτως αποφασίζει ουσιαστικά εκ πρώτης όψεως με βάση τα ενώπιον της διαθέσιμα στοιχεία, επιφυλάσσοντας την πλήρη έρευνα της υπόθεσης στο πλαίσιο της εξέτασης της καταγγελίας μεταγενέστερα. Για το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της προηγούμενη νομολογία[18] μεταξύ της οποίας και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή υπ’ αρ. 494/2001[19] όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων ότι: «Κατά συνέπεια δεν μπορεί να λεχθεί ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έχει αποφασισθεί η ουσία της υπόθεσης. Το γεγονός ότι η επίδικη διαπίστωση της Επιτροπής δυνατόν να σφραγίζει και τη μοίρα της ουσίας του παραπόνου των αιτητών δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το κύριο αίτημα των αιτητών. Άλλωστε, όπως φαίνεται στα πρακτικά κατά την ανακοίνωση της προσβαλλομένης απόφασης «ο Πρόεδρος της Επιτροπής πληροφόρησε τους δικηγόρους των διαδίκων ότι το θέμα της καταγγελίας θα εξεταστεί από την Επιτροπή σε συνεδρία που θα ορισθεί αργότερα.».
H Επιτροπή, έχοντας μελετήσει διεξοδικά τα ενώπιόν της στοιχεία, καθώς και τις θέσεις των εμπλεκομένων μερών και έχοντας υπόψη ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσωρινών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 34 του Νόμου είναι σωρευτικές, κρίνει σκόπιμο να ξεκινήσει με την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο 34 του Νόμου, ήτοι τη στοιχειοθέτηση του επείγοντος της περίπτωσης λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
2.3.1 Δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 34(2) του Νόμου - Επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό
Η Επιτροπή, σε σχέση με την προϋπόθεση της επείγουσας περίπτωσης λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό, παραπέμπει ενδεικτικά στην Απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Αρ. 653/2017 και την εκεί παρατεθείσα νομολογία, όπου σημειώθηκαν τα εξής σημαντικά:
«48. Ως προς την προϋπόθεση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, αυτή εξετάζεται σε συνδυασμό με την ανάγκη αποτροπής άμεσα επικείμενου κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό. Το επείγον, δηλαδή, τελεί σε συνάρτηση με το κατά πόσον υπάρχει, ή προβλέπεται άμεσα να υπάρξει, επικείμενος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης, ήτοι επαπειλούμενος κίνδυνος, ο οποίος για να αποτραπεί πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτης βλάβης[20]. Αντίθετα, έχει γίνει δεκτό ότι δεν συντρέχει επείγουσα περίπτωση και άμεσα επικείμενος κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας όταν μεταβάλλονται με τρόπο ουσιαστικό οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η αρχική συμπεριφορά μίας επιχείρησης ή, αντίστοιχα, μίας ένωσης επιχειρήσεων, και δεν συντρέχει πλέον λόγος διαφύλαξης δημοσίου συμφέροντος[21]. Θα πρέπει, πάντως, η μεταβολή των περιστάσεων να είναι τέτοια που να προσφέρει εγγυήσεις ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά των επιχειρήσεων ή της ένωσης επιχειρήσεων και να μην έγκειται σε προσωρινές και κατ’ επίφαση τροποποιήσεις εμπορικής πολιτικής ενόψει πιθανόν ακροάσεων ενώπιον της Ε.Α.[22]
49. Ανεπανόρθωτη βλάβη υφίσταται όταν πρόκειται για μη επανορθώσιμη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Ε.Α. επί της κυρίας υπόθεσης. Μη επανορθώσιμη βλάβη συντρέχει όταν η προηγούμενη κατάσταση, πραγματική ή νομική, δεν μπορεί να επανέλθει και, συγκεκριμένα, όταν το επελθόν αποτέλεσμα έχει οριστικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη συντρέχει, όταν η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση απαιτεί εντατικές προσπάθειες, χρονοβόρα διαδικασία, δυσανάλογες δαπάνες κ.λπ., χωρίς να είναι βέβαιο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.[23]».[24] (η υπογράμμιση είναι της Επιτροπής)
Συνεπώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ανεπανόρθωτη βλάβη υφίσταται όταν πρόκειται για βλάβη μη επανορθώσιμη ή που προϋποθέτει μεγάλη δυσχέρεια στην επανόρθωσή της και αυτό ισχύει έως ότου εκδοθεί η σχετική απόφαση επί της ουσίας της καταγγελίας από την Επιτροπή κατόπιν της δέουσας έρευνας της. Επομένως, ανεπανόρθωτη βλάβη συντρέχει όταν η προηγούμενη κατάσταση, πραγματική και νομική, δεν μπορεί να επανέλθει και συγκεκριμένα, όταν το επελθόν αποτέλεσμα είναι οριστικό και μη αναστρέψιμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή καλείται να διασφαλίσει ότι κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της καταγγελίας δεν θα προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη τέτοια η οποία να μην μπορεί να τύχει θεραπείας από οποιαδήποτε απόφασή της με την οριστική λήξη της διαδικασίας.[25] Επομένως, ανεπανόρθωτη είναι η βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με την τελική απόφαση της Επιτροπής, αλλά δεν απαιτείται για το χαρακτηρισμό της ως ανεπανόρθωτης να μην μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε άλλη απόφαση οποιουδήποτε άλλου οργάνου. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπέρμετρα αυστηρό και θα περιόριζε σημαντικά την εξουσία της Επιτροπής να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων.[26]
Με παρόμοιο σκεπτικό αντιμετωπίζει το ζήτημα της ανεπανόρθωτης βλάβης και η νομολογιακή πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, το οποίο στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού Αρ. 322/03 ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά την πρόκληση είχα την ευκαιρία να αναλύσω το θέμα στην Petrolina (Holdings) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 924/01, ημερ. 20.2.02, στην οποία ανέφερα τα ακόλουθα, τα οποία επαναλαμβάνω και υιοθετώ:
«Στην υπόθεση Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1208:
"(B) a provisional order may be made in the face of -
Evidence of irreparable damage, that is damage that cannot be remedied by any of the remedies available upon annulment of the impugned administrative act. Even in the face of such damage, the Court may, nonetheless, refuse an order if it is likely to place insuperable obstacles in the way of the Administration."
Επίσης, στην Frangos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. p. 53, στη σελ. 61 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
"Irreparable damage encompasses damage of a kind that is irretrievable by subsequent legal or administrative action, such as the destruction of the res and irreversible physical deterioration."
Περαιτέρω, σε σχέση με το ποια ζημιά είναι δυνατόν να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη, παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από τη Μαρκουλίδου κ.α. ν. Δημοκρατία κ.α. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, από τη σελ. 3423:
«Χρηματική ζημία δεν είναι ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη ζημία. […]»
Καθοδηγητική ως προς το σημείο αυτό είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Saint Dominion,[27] όπου θεωρήθηκε ότι, «ανεπανόρθωτη ζημία μπορεί να είναι υλική ή ηθική. Χρηματική ζημία δεν είναι αρκετή […]».
Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω έχουν γίνει αποδεκτά και έχουν εφαρμοστεί και από την ίδια την Επιτροπή στην Απόφαση Αρ. 24/2018 - Καταγγελία και αίτημα για λήψη προσωρινών μέτρων από την εταιρεία Premier Shukuroglou Cyprus Ltd εναντίον των εταιρειών ΕΛΛΑΓΡΟΛΙΠ ΑΕΒΕ και ΣΟΠΑΖ ΛΤΔ, όπου η Επιτροπή έκρινε περίπτωση όπου δεν αποδείχθηκε επείγουσα λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
Στην παρούσα υπόθεση, οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το υποχρεωτικό κλείσιμο των Φαρμακείων σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες, ως καθορίζεται από τα Διατάγματα Κ.Δ.Π. 210/2022 και Κ.Δ.Π. 335/2024, επιφέρει τεράστιες οικονομικές ζημιές τόσο στους καταγγέλλοντες όσο και σε πολλούς άλλους φαρμακοποιούς και φαρμακεία ανά την Κύπρο. Σημείωσαν επίσης ότι τόσο οι καταγγέλλοντες όσο και άλλα φαρμακεία ανά το Παγκύπριο λειτουργούσαν για χρόνια υπό καθεστώς διευρυμένου/ελεύθερου ωραρίου, προσαρμόζοντας κατ’ ανάλογο τρόπο τη βιωσιμότητα και ανάπτυξή τους όπως, μεταξύ άλλων, η πρόσληψη απαραίτητου προσωπικού, η δημιουργία κατάλληλων υποδομών στα Φαρμακεία και άλλες επενδύσεις ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, η οικονομική ζημιά τους, καθώς και των υπόλοιπων φαρμακείων που επηρεάστηκαν από τα Διατάγματα, αλλά δεν προέβησαν σε οιαδήποτε καταγγελία, είναι υπέρογκη και σε περίπτωση που κριθεί παράνομος ο περιορισμός που θέτουν τα επίμαχα Διατάγματα, το κράτος και κατά συνέπεια ο απλός πολίτης, θα επωμιστεί το τεράστιο κόστος των αποζημιώσεων που θα διεκδικηθούν από όσους φαρμακοποιούς επηρεάστηκαν αρνητικά.
Οι καταγγέλλοντες, προκειμένου να δώσουν στην Επιτροπή την εικόνα των ζημιών που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις/φαρμακεία τους, παρέθεσαν πίνακα με τον κύκλο εργασιών, τζίρο, των τεσσάρων επιχειρήσεων/φαρμακείων για την περίοδο μεταξύ 18.09.2023 – 18.01.2024 όπου λειτουργούσαν με διευρυμένο ωράριο σε σύγκριση με την περίοδο από 18.09.2024 – 18.01.2025 για την οποία αναγκάζονται, βάσει των Διαταγμάτων, να λειτουργούν με περιορισμένο ωράριο όπου φαίνεται μείωση του τζίρου τους. Επίσης, σημείωσαν ότι τίθεται και ζήτημα με τους υπαλλήλους τους και ότι συντρέχει ζήτημα ταλαιπωρίας ασθενών και άρα συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι για το υπό εξέταση ζήτημα, οι καταγγέλλοντες τόσο στις θέσεις τους όσο και στην καταγγελία τους εστίασαν ουσιαστικά μόνο στη ζημία που θεωρούν ότι έχουν υποστεί συνεπεία της θέσεως σε ισχύ των επίμαχων διαταγμάτων, χωρίς όμως να τεκμηριώνουν απτά με ποιο τρόπο και αν υφίσταται επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
Η Επιτροπή, σε αυτό το σημείο, κρίνει σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο, ο σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης πρέπει να αφορά τον ανταγωνισμό και όχι μόνο τα συμφέροντα των αιτούντων τα προσωρινά μέτρα. Σημειώνεται ότι στην ανά χείρας περίπτωση οι καταγγελλόμενοι δεν έδωσαν οποιαδήποτε στοιχεία με τα οποία να τεκμηριώνεται το πρώτο στοιχείο, αντιθέτως παρέμειναν μόνο στη ζημία που θεωρούν ότι υπέστησαν οι ίδιοι.
Η Επιτροπή σημειώνει ότι σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία που παρέθεσαν οι καταγγέλλοντες, σύμφωνα με τα οποία διαφαίνεται ότι έχουν υποστεί οικονομική ζημία συνεπεία των επίμαχων ΚΔΠ, δεν έχει αποδειχθεί σχετική αιτιώδης συνάφεια. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω στη νομολογία, μόνη η επίκληση οικονομικής ζημίας των αιτούντων δεν είναι αρκετή προς λήψη προσωρινών μέτρων, καθώς απαιτείται η απόδειξη βλάβης στον ανταγωνισμό υπό την έννοια της δομής της αγοράς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει αποδεκτό τον εν λόγω ισχυρισμό των καταγγελλόντων στη βάση των οικονομικών στοιχείων που αφορούν επίκληση οικονομικής ζημίας των ιδίων.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν τίθεται θέμα ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό, εφόσον δεν προκύπτει από τα ενώπιόν της στοιχεία οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή της δομής της αγοράς που εξετάζεται και δεν έχει παρουσιαστεί μέσα από αυτά να επέρχεται αποτέλεσμα οριστικό και μη αναστρέψιμο, εφόσον τόσο οι καταγγέλλοντες όσο και τα υπόλοιπα φαρμακεία συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στην αγορά χωρίς να διαφαίνεται άμεσος κίνδυνος δημιουργίας ανεπανόρθωτης βλάβης στη δομή της αγοράς, η οποία να πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, ενώ παράλληλα δεν απέδειξαν ότι η τυχόν μείωση του κύκλου εργασιών τους τελεί σε άμεση και ευθεία αιτιώδη συνάφεια με τις επίμαχες ΚΔΠ. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι δεν έχει αποδειχθεί με βάση τα διαθέσιμα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία, ζήτημα δημοσίου συμφέροντος υπό την έννοια βλάβης των καταναλωτών/ασθενών στην κυπριακή αγορά με την αλλαγή του ωραρίου λειτουργίας συγκεκριμένων φαρμακείων.
Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει ότι από τα ενώπιόν της στοιχεία δεν προκύπτει ότι μέχρι τη λήψη της τελικής της απόφασης επί της καταγγελίας υπάρχει ο κίνδυνος να επέλθει ανεπανόρθωτη βλάβη στον ανταγωνισμό, έχοντας μάλιστα υπόψη της ότι στο στάδιο εξέτασης της λήψης προσωρινών μέτρων, με βάση την προπαρατεθείσα νομολογία, το επίπεδο απόδειξης για τη στοιχειοθέτηση της ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό είναι υψηλό ούτως ώστε να μην διακινδυνεύεται αδικαιολόγητη παρέμβαση των Αρχών Ανταγωνισμού στην αγορά πριν προηγηθεί πλήρης και ενδελεχής έρευνα της υπόθεσης.
Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή καταλήγει ότι δεν στοιχειοθετείται και/ή τεκμηριώνεται στη βάση των υποβληθέντων στοιχείων να «συντρέχει επείγουσα περίπτωση λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό».
Ως εκ των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφασίζει ομόφωνα ότι η δεύτερη προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 34(2) του Νόμου για την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό, δεν ικανοποιείται και δεν έχει στοιχειοθετηθεί στην παρούσα υπόθεση.
Συνακόλουθα, έχοντας υπόψη ότι στην περίπτωση της έκδοσης προσωρινών μέτρων πρέπει να τηρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 34 του Νόμου, η Επιτροπή κρίνει ότι παρέλκει η περαιτέρω εξέταση για τη στοιχειοθέτηση ή μη της ευλόγως ισχυρής εκ πρώτης όψεως υπόθεσης παράβασης του Νόμου, ως οι ισχυρισμοί των καταγγελλόντων.
Ζ. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Η Επιτροπή, υπό το φως των όσων έχουν αναφερθεί και αναλυθεί και στηριζόμενη στα στοιχεία που βρίσκονται κατατεθειμένα στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και στα όσα αναπτύχθηκαν από τα εμπλεκόμενα μέρη κατά την προφορική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε στις 29/01/2025 ενώπιόν της, αλλά και τα όσα υποβλήθηκαν γραπτώς, αποφασίζει ομόφωνα ότι δεν έχουν στοιχειοθετηθεί σωρευτικά οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 34 του Νόμου για την έκδοση των αιτούμενων προσωρινών μέτρων.
Η Επιτροπή, υπό το φως της παρούσας υπό εξέταση αίτησης για λήψη προσωρινών μέτρων, υπογραμμίζει ότι δεν προβαίνει σε τελικό εύρημα, αλλά μόνο εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται από τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί ενώπιον της ότι δεν φαίνεται να συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ομόφωνα αποφασίζει να απορρίψει το αίτημα των καταγγελλόντων για τη λήψη προσωρινών μέτρων και να ενημερώσει τα εμπλεκόμενα μέρη για την ως άνω απόφασή της.
Εύα Παντζαρή Πρόεδρος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
Άριστος Αριστείδου Παλούζας Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
Νεόφυτος Μαυρονικόλας Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
Ιωάννα Σαπίδου Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού |
_________________________ |
* Οι αριθμοί και/ή τα στοιχεία που παραλείπονται/διαγράφονται και δεν εμφανίζονται τόσο σε αυτό το σημείο, όσο και στη συνέχεια, καλύπτονται από επιχειρηματικό απόρρητο ή αφορούν πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως ή/και αφορούν τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμο του 2018 (Ν. 125(I)/2018). Ενδεικτικό της παράλειψης είναι το σύμβολο {…}.
[1] Βλ. Ενδεικτικά Υπόθεση C-149/95 P(R), Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων v Atlantic Container Line and Others, σκέψη 38.
[2] Υπόθεση C-198/01 Consorzio Industrie Fiammiferi (CIF) κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato, σκ. 45-50.
Βλ. επίσης, Υπόθεση C-347/16, Balgarska energiyna borsa AD (BEB) κατά Komisia za energiyno i vodno regulirane (KEVR), της 26ης Οκτωβρίου 2017, σκ. 52-53. Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C‑532/15 και C‑538/15, Eurosaneamientos SL and Others v ArcelorMittal Zaragoza SA and Francesc de Bolós Pi v Urbaser SA, της 8ης Δεκεμβρίου 2016, σκ. 34-35. Υπόθεση 267/86, Pascal Van Eycke κατά ASPA NV, της 21ης Σεπτεμβρίου 1988, σκ. 16. Υπόθεση C-35/96, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, της 18ης Ιουνίου 1988, σκ. 53-55. Υπόθεση 103/88, Fratelli Costanzo SpA κατά Comune di Milano, της 22ης Ιουνίου 1989, σκ. 33.
[3] Υπόθεση C-198/01, Consorzio Industrie Fiammiferi (CIF) κατά Autorita Garante della Concorrenza e del Mercato, Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-08055, σκ. 50 seq..
[4] Βλ. παρ. 116 της Καταγγελίας ημερ. 22/11/2024.
[5] Υπόθεση C-41/90, Hofner & Elsner v. Macrotron, [1991] ECR I-1979; Υπόθεση 170/83, Hydrotherm v. Compact, [1984] ECR 2999 και υπόθεση C-118/85, Commission v. Italy [1987] ECR, I-02599.
[6] Βλ. Σύγγραμμα Λάμπρος Ε. Κοτσίρης «Δίκαιο Ανταγωνισμού» (Έκτη Έκδοση).
[7] Βλ. υπόθ. Τ-23/09, Conseil national de l’Ordre des pharmaciens (CNOP), Conseil central de la section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκ. 74, 76-77, στην οποία κρίθηκε ειδικά ο Εθνικός Σύλλογος Φαρμακοποιών της Γαλλίας ως ένωση επιχειρήσεων. Βλ. επίσης απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού 505/VΙ/2010.
[8] Βλ. Μεταξύ άλλων υποθ. C-395/96 P και C-396/96 P Compagnie maritime belge transports SA, Compagnie maritime belge SA και Dafra-Lines A/S (CEWAL) κατά Επιτροπής Συλλογή 2000 σ. Ι- 01365, σκ. 144. Βλ. επίσης σχετικά και Λ. Κοτσίρη, Ευρωπαϊκό Εµπορικό ∆ίκαιο, 2003, σελ. 398-399.
[9] Βλ. συνεκδ. υποθ. Τ-25/95, Τ-26/95, Τ-30/95 έως Τ-32/95, Τ-34/95 έως Τ-39/95, Τ-42/95 έως Τ-46/95, Τ-48/95 έως Τ-65/95, Τ-68/95 έως Τ-71/95, Τ-87/95, Τ-88/95, Τ-103/95 και Τ-104/95, Cimenteries CBR SA κ.ά. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000 σ. ΙΙ-491, σκ. 1320.
[10] Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 96/438/ΕΚ, FENEX, σκ. 31 και Alison Jones, EC Competition Law, 2011, σελ. 168 επ. Βλ. επίσης Cass. com., 07.07.2011, no 10-12.038, F-D, Conseil national de l’ordre des Chirurgiens-dentistes et alii : JurisData no 2011-011197.
[11] Βλ. ενδεικτικά υποθ. C- 209-215/78, Van Landewyck κατά Επιτροπής, σκ. 87-88, C-96επ/82, ΙΑΖ κατά Επιτροπής, σκ. 19-20 και C-246/86, Belasco κατά Επιτροπής, σκ. 2,65, απόφ. ∆ΕφΕθ 1001/2006 σκ. 16, 20 και απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού 277/IV/2005, σελ. 28.
[12] Βλ. μεταξύ άλλων απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού 512/VI/2010, παρ. 108 επ. και τις εκεί παραποµπές. Βλ. επίσης υπόθ. C-309/99, Συλλ. Σελ. Ι-1577, σκ. 64-65, συνεκδ. αποφ. T-213/95 και T-18/96 SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκ. 170. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 96/438/ΕΚ, FENEX, L 181/28, σκ. 41 και απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού 292/IV/2005.
[13] Δημήτρης Τζουγανάτος, Το Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ.198
[14] Υπόθεση C‑413/13 FNV Kunsten Informatie en Media κατά Staat der Nederlanden, ημερομηνίας 4/12/2014, παρ.27.
[15] Ibid παρ. 28.
[16] Βλ. σχετικά Υπόθ. C- 343/ 95, Diego Cali & Figli SrL v Servizi Ecologici Porto di Genova Spa, ECLI:EU:C:1997:160; Υπόθ. C- 364/ 92, SAT Fluggesellschaft mbH v Eurocontrol, ECLI:EU:C:1994:7; Υπόθ. C-113/07P, SELEX Sistemi Integrati SpA/Επιτροπή, ECLI:EU:C:2009:191.
[17] Case AT 40608 Commission Decision of 16/10/2019 relating to a proceeding under Article 102 of the Treaty on the Functioning of the European Union, article 54 of the EEA Agreement and Article 8 of the Council Regulation (EC) No 1/2003 of 16 December 2002 on the implementation of the rules on competition laid down in articles 81 and 82 of the Treaty.
[18] Βλ. Προσφυγή υπ’ αρ. 790/2005: Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. 1. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, 2. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού.
[19] Προσφυγή υπ’ αρ. 494/2001: L.I.A. Soundtech Car & Home Solutions Ltd v. Κυπριακή Δημοκρατία.
[20] Βλ. Απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Αρ. 297/IV/2006, σελ.5, σκ. Ι.2. Απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Αρ. 368/V/2007, ασφαλιστικά μέτρα «Καταγγελία της εταιρείας "ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΦΛΩΡΑΣ KOSMOS - ΜΑΡΙΑ ΦΛΩΡΑ Ε.Π.Ε." κατά της εταιρείας "ΑΠΟΛΛΩΝ" ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ», σημείο 3.2. βλ. και Υπόθεση C-792/79 R, Camera Care Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Προσωρινά μέτρα) Συλλογή της Νομολογίας 1980 σελίδα 00119, σκ. 19. Υπόθεση Τ-44/90, La Cinq, σκ. 29.
[21] Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 94/19/ΕΚ, Stena, σκ. 79 και Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2003/741/ΕΚ, NDC Health/IMS Health, σκ. 15-17.
[22] Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 83/462/ΕΟΚ, ECS/AKZO, σκ. 35.
[23] Βλ. Απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Αρ. 297/IV/2006, σελ. 5-6, σκ. Ι.2.. Απόφαση Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού Αρ. 368/V/2007, σκ. 3.3. Βλ. επίσης Υπόθεση C-792/79 R, Camera Care, σκ. 19. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2002/165/ΕΚ, NDC/IMS, σκ. 40, καθώς και Υπόθεση Τ-44/90, La Cinq, σκ. 77, 79.
[25] Βλ. Υπόθεση, Moyo & Another v Republic (1988) 3 C.L.R. 1203.
[26] Υπόθεση T-44/90, La Cinq SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελ. II-00001, σημείο 29, παρ. 79-80.
[27] Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση υπ’ αριθμό 67/1989, Saint Dominion Estates Ltd και άλλος v Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών και Λειτουργού Μετανάστευσης.