Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/2019, 22/11/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/2019)

 

22 Noεμβρίου, 2023

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                      1. Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ

                                2. ΧΡΥΣΩ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

 

                                                                                                           Εφεσείοντες,

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

                                                                                                           Εφεσίβλητου.

 

--------------------

 

Χ. Θ. Χριστάκης & Σ. Μεστάνη, για Χ. Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες

Α. Ποιητής & Φουλλά - Χατζηνικολάου, για Δρ. Α. Π. Ποιητή & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.

Ε. Φλωρέντζου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Ε/Μ Υπουργό Εσωτερικών.

T. Kadri, για Ε/Μ.

--------------------

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης, είναι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 215/2019, με την οποία, μέσα στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, κρίθηκε ως απαράδεκτη η Προσφυγή, λόγω έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος των Εφεσειόντων.

 

Για ευχερέστερη κατανόηση των επίδικων ζητημάτων που εγείρονται, κρίνεται αναγκαία η καταγραφή των ακόλουθων γεγονότων που προηγήθηκαν της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο Τουρκοκύπριος εγγεγραμμένος, κατά το ήμισυ, ιδιοκτήτης της επίδικης περιουσίας (Ε/Μ στην παρούσα), είχε καταχωρίσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας την αγωγή 3741/11, εναντίον της Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.  Το Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 21/1/2016, αναγνώρισε ως ιδιοκτήτη τον Τουρκοκύπριο και εξέδωσε διάταγμα για παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της περιουσίας, καθώς και αποζημιώσεις.

Οι Εφεσείοντες αρ. 1 καταχώρισαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση, με την οποία επεδίωκαν τη χορήγηση άδειας για άσκηση έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης.  Προβλήθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση στην απουσία τους και συναφώς ότι είχαν στερηθεί της δυνατότητας προβολής της υπεράσπισης τους, κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Στο πλαίσιο της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 37/2016, Riza v. Δημοκρατίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 2674, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, σημειώνοντας ότι δεν ήταν επιτρεπτό οι Εφεσείοντες αρ. 1, τα συμφέροντα των οποίων απέρρεαν από τη συμβατική τους σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλούνται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες.  Κρίθηκε ότι δεσμεύονται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπα νομικώς ταυτιζόμενα με τους εναγόμενους (ήτοι τον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών), οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του εκεί πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της σ’ αυτούς.

 

Στις 7/8/2017, ο έτερος Τουρκοκύπριος συνιδιοκτήτης, κατά ½ μερίδιο, του επίδικου κτήματος (Ε/Μ στην παρούσα), καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή 1082/2017, εναντίον και πάλι της Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξιώνοντας την ίδια θεραπεία, όπως η προγενέστερη αγωγή 3741/2011.  Στις 17/5/2018, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με ανάλογο διατακτικό, όπως και στην 3741/2011.  Ακολούθως, υπεβλήθη από τον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, η υπ’ αρ. 33/2019 αίτηση για έκδοση άδειας κατεδάφισης των επίδικων υποστατικών, η οποία εξεδόθη από τον Εφεσίβλητο στις 14/2/2019. 

 

Για σκοπούς πληρότητας του ιστορικού, σημειώνεται ότι ακολούθησε η καταχώρηση από τους Εφεσείοντες αρ. 1, αίτησης για άδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, η οποία απερρίφθη λόγω του ότι τα εγερθέντα ζητήματα είχαν ήδη αποφασισθεί στην Πολιτική Έφεση Αρ. 37/2016 (Riza v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)) και ως εκ τούτου, η αίτηση συνιστούσε καταχρηστικό διάβημα. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε έφεση, η οποία απερρίφθη με την απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 297/2018, ημερομηνίας 11/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A359.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αρχικά εκδώσει με απόφαση του ημερομηνίας 18/2/2018, διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 14/2/2019, με την οποία ο Εφεσίβλητος χορήγησε στον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, άδεια κατεδάφισης του Κτήματος Μακένζυ και όλων των υποστατικών που ανηγέρθησαν. 

 

Έκρινε, εκ πρώτης όψεως, ορατό το ενδεχόμενο οι Εφεσείοντες να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος.  Το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο και επιδόθηκε τόσο στον Εφεσίβλητο Δήμο Λάρνακας, όσο και στα Ε/Μ, Υπουργό Εσωτερικών και διαχειριστές της περιουσίας των Τουρκοκύπριων συνιδιοκτητών του ακινήτου επί του οποίου ανηγέρθησαν τα επίδικα υποστατικά, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην διαδικασία εκδίκασης της αίτησης. 

 

Σημειώνεται ότι η Πολιτική Αίτηση Αρ. 28/2019 για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, που κατεχωρήθη από τον Εφεσίβλητο, απερρίφθη με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 6/3/2019.  Σημειώνουμε επίσης ότι η υποβληθείσα από τον συνήγορο του Εφεσίβλητου ειδοποίηση αντέφεσης δεν προωθήθηκε

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε καταρχάς το ζήτημα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος των Εφεσειόντων, το οποίο εξέτασε κατά προτεραιότητα και κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον και συνακόλουθα απέρριψε ως απαράδεκτη την Προσφυγή των Εφεσειόντων. 

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης προσβάλλεται με τέσσερις Λόγους Έφεσης.

Με τον Λόγο Έφεσης 1, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε επί του εννόμου συμφέροντος των Εφεσειόντων στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αίτησης για χορήγηση προσωρινού διατάγματος.  Με τους Λόγους Έφεσης 2 και 3 προβάλλουν ότι, εσφαλμένα, υπό πλάνη, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσείοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος στην Προσφυγή τους. Τέλος, με τον Λόγο Έφεσης 4, προβάλλουν οι Εφεσείοντες ότι, δεν έτυχαν δίκαιης δίκης, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Οι προβληθέντες Λόγοι Έφεσης θα τύχουν από κοινού εξέτασης, λόγω της συνάφειας τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος των Εφεσείοντων αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία και αποσπάσματα ελληνικής βιβλιογραφίας επί συναφών θεμάτων, μεταξύ των οποίων, της ευχέρειας του Δικαστηρίου να εξετάσει στα πλαίσια εξέτασης αίτησης διατάγματος αναστολής, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος κατέληξε ως ακολούθως:

 

Μεταφέρονται τα σχετικά αποσπάσματα της πρωτόδικης Απόφασης από τις σελίδες 29 και επ.

 

«Με κάθε σεβασμό, όμως, προς την εκφρασθείσα αντίθετη θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών, καταλήγω ότι το ερώτημα κατά πόσον η ισχύς του ήδη εκδοθέντος διατάγματος θα πρέπει να παραταθεί ή το διάταγμα να ακυρωθεί, δεν θα πρέπει να απαντηθεί χωρίς προηγουμένως το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να αιτούνται της επίδικης θεραπείας.  Τούτο δε λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το γεγονός ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών αποτελεί τον βασικό λόγο ένστασης του καθ' ου η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών, αλλά, κυρίως, λόγω ακριβώς της εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο δυνάμει του Κανονισμού 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, να εκδίδει προσωρινό διάταγμα το οποίο δεν θα διαγιγνώσκει μεν την ουσία της υπόθεσης, ως ορθώς ο κ. Χριστάκης επισημαίνει, πλην όμως εφόσον αυτό εκδίδεται «εις περιπτώσεις διαδικασίας συμφώνως προς το Άρθρον 146» του Συντάγματος.[2]

 

Είναι, βεβαίως, ορθή η θέση των αιτητών ότι σύμφωνα με την εκτενή νομολογία στην οποία έχουν παραπέμψει, η έκφραση κρίσης επί προδικαστικών θεμάτων στα πλαίσια εξέτασης αίτησης διατάγματος αναστολής αποφεύγεται, ιδιαίτερα όταν τούτο δεν καθίσταται αναγκαίο για την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως.  Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι η έκδοση ενός διατάγματος αναστολής συνιστά εκτροπή από τον κανόνα της άμεσης εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, έχω την άποψη ότι παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο να εξετάσει σε αυτό το στάδιο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, έστω και αν η κατάληξη του Δικαστηρίου δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.  Προς τούτο θεωρώ ότι συνηγορεί και το γεγονός ότι στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και της εξέτασης αίτησης για χορήγηση προσωρινού διατάγματος, είναι δυνατή η έκδοση απόφασης η οποία αναπόφευκτα θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάληξη και επί της ουσίας της προσφυγής. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ήθελε διαγνωστεί από το Δικαστήριο η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, κατάληξη στην οποία οι αιτητές καλούν εν προκειμένω το Δικαστήριο να προβεί, σφραγίζεται και η τύχη της προσφυγής με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο παρόν στάδιο (Hellenic Petroleum Cyprus Ltd  v. Δημοκρατίας κ.ά (2007) 3 ΑΑΔ 602).  Η ανασκόπηση της νομολογίας αποκαλύπτει, πράγματι, ότι δεν ενδείκνυται, εκτός εξαιρετικών, αυταπόδεικτων και οφθαλμοφανών περιπτώσεων, το Δικαστήριο να προβαίνει στο στάδιο έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε εκτίμηση ως προς την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τούτο, όμως, έχω την άποψη ότι αφορά την άσκηση του αναθεωρητικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης προς το σκοπό έκφρασης κρίσης κατά πόσον το τεκμήριο της νομιμότητας με το οποίο αυτή περιβάλλεται θα πρέπει να ανατραπεί, κρίση η οποία κατά κανόνα θα πρέπει να εκφέρεται όταν το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του όλο το σχετικό υπόβαθρο γεγονότων, χωρίς αυτό να παρεμποδίζει θεωρώ το Δικαστήριο να εξετάσει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για την ανάληψη δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της προσφυγής όταν τούτου κρίνεται πρόσφορο με βάση το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό […]

 

 

Τούτων λεχθέντων θεωρώ ότι έχω ενώπιόν μου ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων ώστε να εξετάσω στο παρόν στάδιο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών, επισημαίνοντας ότι αυτοί, οι οποίοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, είχαν την ευκαιρία να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου οιανδήποτε μαρτυρία θεωρούσαν πρόσφορη με την προσκόμιση σχετικών ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη της αίτησής τους ή, έστω, να αιτηθούν σχετικής άδειας για προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας δοθέντος ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος αποτέλεσε τον βασικό λόγο ένστασης του καθ' ου η αίτηση και των Ε/Μ.  Εν πάση δε περιπτώσει στην πλευρά των αιτητών δόθηκε το δικαίωμα να αγορεύσει επί του εν λόγω ζητήματος και δεν έχει υποδειχθεί εκ μέρους τους ποια άλλα συγκεκριμένα γεγονότα θα επιδιώξουν σε κατοπινό στάδιο να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου ώστε να κριθεί το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής.  Εξάλλου, τόσο το ζήτημα της ύπαρξης έκδηλης παρανομίας στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω μη προηγούμενης ακρόασης των αιτητών όσο και το ενδεχόμενο πρόκλησης σε αυτούς ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, συμπλέκονται άμεσα με το ερώτημα κατά πόσον το συμφέρον εκ του οποίου αντλούν τις θέσεις  και τα επιχειρήματά τους οι αιτητές είναι έννομο, ως η έννοια συγκεκριμενοποιείται στη σχετική θεωρία και νομολογία. […]

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τίθεται από το Σύνταγμα στο Άρθρο 146.2, ως προϋπόθεση για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως.  Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης και εξετάζεται ακόμα και αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ. Joannou & Paraskevaides Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 341).

 

Στην Κλεοβούλου Κλείτος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 4 Α.Α.Δ. 228, στην οποία εξετάστηκε στα πλαίσια διαδικασίας αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος, το έννομο συμφέρον του αιτητή, λέχθηκε ότι η έρευνα του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, η οποία, όπως σημειώθηκε, επηρεάζει την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της απόφασης, αφορά και στη νομιμοποίηση του αιτούντος, καθιστώντας προδήλως απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως. 

 

Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα:

 

«Το παραδεκτό της προσφυγής αποτελεί λογική προϋπόθεση για την παροχή προσωρινής προστασίας. Ο Β. Σκουρής "Η Δικαστική Αναστολή Εκτελέσεως των Διοικητικών Πράξεων", 3η έκδοση, παράγρ. 53 στη σελ. 55 θέτει ως εξής το ζήτημα:

 

"Η αίτηση αναστολής εκτελέσεως επηρεάζεται από το εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως. Πάγια είναι η τακτική των Ε.Α. να μην εξετάζουν τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως στην ουσία τους, όταν θεωρούν τις αντίστοιχες αιτήσεις ακυρώσεως προδήλως απαράδεκτες....."

 

Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως παρατηρεί ο ίδιος συγγραφέας στις σελ. 55-56:

 

"........η έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως δεν περιορίζεται στις προϋποθέσεις εκείνες, η πλήρωση των οποίων - όπως η τήρηση της προθεσμίας ή η έλλειψη παράλληλης προσφυγής - αποδεικνύεται εύκολα, αλλά αφορά και στη φύση της προσβαλλόμενης πράξεως ή στη νομιμοποίηση του αιτούντος, αναγκάζοντας με τον τρόπο αυτό το ΣτΕ να ασχολείται σε βάθος (και) με όλες τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως.  Π.χ. οι Ε.Α. 6 και 36/1971 κρίνουν απαράδεκτες τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως εγκυκλίων......»

 

(Η έμφαση προστέθηκε).

 

(βλ. επίσης Βασιλείου Γεώργιος κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 643).

 

Ομοίως στην S. Dominion Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 189, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Γενικός και απαράβατος όρος της παροχής προσωρινού διατάγματος  είναι  η άσκηση παραδεκτής  προσφυγής ακυρώσεως. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο προβαίνει σε παρεμπίπτουσα έρευνα του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, γιατί η προσωρινή προστασία με την έκδοση προσωρινού διατάγματος προϋποθέτει τη δυνατότητα παροχής οριστικής προστασίας. Εκπρόθεσμος προσφυγή, ή προσφυγή από πρόσωπο που δεν έχει έννομο συμφέρον είναι πρόδηλα απαράδεκτη.

 

(Η έμφαση προστέθηκε).

 

Χρήσιμη είναι επίσης η παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη Sofokleous v. The Republic of Cyprus (1971) 3 C.L.R. 345:

 

«In my opinion it is correct to say that the merits of a recourse for annulment of an administrative act are factors to be taken into consideration in deciding whether or not a provisional order for a stay will be granted. The flagrant illegality of an administrative act is a ground for granting a provisional order even if no irreparable damage has been proved and even when serious obstacles will be caused to the administration. This, it appears, is also a view propounded in Greece, as can be seen from the following passage in the textbook, by Professor Tsatsos 'The Recourse for Annulment before the Council of State', 2nd Ed. page 284:-

 

«Ταύτα πάντα όλως ασχέτως προς το βάσιμον ή μη της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία επιβάλλεται μεν να έχη προηγηθή της αιτήσεως αναστολής, αλλ' αποτελεί τυπικήν μόνον προϋπόθεσιν αυτής. Εν η περιπτώσει όμως η αίτησις ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτος ή (α)βάσιμος συγχωρείται η περί τούτου γνώμη της Επιτροπής να επηρεάση την περί του κατ' ουσίαν απαραδέκτου της αιτήσεως αναστολής κρίσιν αυτής, και αν ακόμη η ζημία του αιτησαμένου την ακύρωσιν είναι ανεπανόρθωτος, ως και αντιστρόφως εάν είναι προδήλως παραδεκτή και βάσιμος η περί ακυρώσεως αίτησις αυτού, είναι δηλαδή προδήλως άκυρος η προσβαλλομένη πράξις, συγχωρείται να διαταχθή η αναστολή και αν ακόμη εκ της αναστολής επέρχεται πρόσκομμα εις την λειτουργίαν της διοικήσεως ή τα εκ της εκτελέσεως της πράξεως αποτελέσματα δεν είναι ικανά να προξενήσωσιν ανεπανόρθωτον ζημίαν. Τούτο προκύπτει εκ του νόμου, διότι ναι μεν, εφ' όσον ουδέν ορίζεται σχετικώς, η Επιτροπή δέον να λάβη λόγους υπ' όψιν αμέσως και, ούτως ειπείν αποκλειστικώς προς το αίτημα της αναστολής συνδεομένους, αλλ' εφ' όσον είναι πρόδηλον το απαράδεκτον ή το αβάσιμον ή το παραδεκτόν και βάσιμον της αιτήσεως, ε.π. εξ' αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί ομοίας υποθέσεως, συγχωρείται, ίνα μη επέρχωνται ασκόπως ανωμαλίαι εις την λειτουργίαν της διοικήσεως, να λαμβάνωνται και τα στοιχεία ταύτα υπ' όψιν. Η αντίθετος εκδοχή ήθελεν αγάγει την ερμηνείαν του νόμου εις αποτελέσματα προδήλως αντίθετα του κυρίου σκοπού, όν επιδιώκει.»

 

Τούτων λεχθέντων διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος των Εφεσειόντων, στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ενήργησε εντός συμβατών με τη νομολογία πλαισίων και δεν αφήνεται περιθώριο παρέμβασής μας.

 

Εξετάζοντας ακολούθως το βάσιμο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι Εφεσείοντες στερούνται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για τη καταχώρηση και προώθηση της Προσφυγής τους, παρατηρούμε τα ακόλουθα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε ενώπιον του ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων ώστε να εξεταστεί στο στάδιο της αιτήσεως για έκδοση προσωρινού διατάγματος, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, επισημαίνοντας ότι οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου οιανδήποτε μαρτυρία θεωρούσαν πρόσφορη προς υποστήριξη των θέσεων τους. 

 

Σημείωσε επίσης, ότι δόθηκε στους Εφεσείοντες το δικαίωμα να αγορεύσουν για το ζήτημα, χωρίς να έχει υποδειχθεί από μέρους τους, ποιά άλλα συγκεκριμένα γεγονότα θα επεδίωκαν σε κατοπινό στάδιο να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, ώστε να κριθεί το παραδεκτό της Προσφυγής τους.  Αφού δε κατέγραψε και ανέλυσε, με παραπομπή σε σχετικά συγγράμματα και νομολογία, την έννοια του εννόμου συμφέροντος, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι αιτητές, βάσει όσων έχουν θέσει ενώπιόν μου, δικαιούνται να τύχουν δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής καθότι δεν έχουν θεμελιώσει ότι το συμφέρον τους, το οποίο επιδιώκουν να διασφαλίσουν, είναι έννομο.

 

Ειδικότερα, εν πρώτοις απορρίπτεται η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «αφορά»  τους αιτητές και ως εκ τούτου το έννομο συμφέρον τους να την αμφισβητήσουν τεκμαίρεται.  Όπως επεξηγείται από τον Π.Δ. Δαγτόγλου:[10]

«Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τεκμαίρεται από τον ίδιο το νόμο, αν η αίτηση ακυρώσεως ασκείται από αυτόν τον οποίο «αφορά» η προσβαλλόμενη πράξη, αυτόν δηλαδή στον οποίο απευθύνεται ονομαστικώς ή υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη συγκεκριμένου ακινήτου ή οχήματος κλπ. [.] Αντιθέτως, εκείνος τον οποίο δεν «αφορά» η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει πάντοτε να πιθανολογήσει έννομο συμφέρον.».

 

Εν προκειμένω είναι προφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στους ίδιους τους αιτητές, ώστε το έννομο τους συμφέρον να τεκμαίρεται.  Η δε απαίτηση για πιθανολόγηση δεν αναφέρεται στο κατά πόσον το συμφέρον, το οποίο αυτοί επικαλούνται, είναι έννομο, άξιο δηλαδή νομικής προστασίας, κρίση για την οποία θεωρώ ότι απαιτείται βεβαιότητα και όχι απλή πιθανολόγηση, αλλά στο κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία αν και δεν απευθύνεται στους αιτητές, εντούτοις θίγει δικά τους συμφέροντα, τα οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι έννομα.

 

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ότι οι αιτητές δυνατόν να θεμελίωναν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εάν είχαν αποδείξει ότι, πράγματι, είχαν ανεγείρει τα επίδικα υποστατικά «κατόπιν εξασφάλισης όλων των σχετικών αδειών από τις αρμόδιες αρχές», ως παραπλανητικώς αναφέρουν στο ίδιο το αιτητικό της προσφυγής τους.  Εάν, δηλαδή, είχαν καταδείξει ότι το συμφέρον τους στηρίζεται σε συγκεκριμένη εκδοθείσα και ισχύουσα διοικητική πράξη, οπότε και εξ ορισμού το συμφέρον τους θα ήταν έννομο δοθέντος ότι διοικητική πράξη η οποία δεν ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε, παράγει, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όλα τα έννομα αποτελέσματά της, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα του δικαιούχου να αξιώσει την επέλευση όλων των έννομων συνεπειών που απορρέουν από την ύπαρξή της.  Τούτη όμως, όπως τελικώς διαφάνηκε, δεν είναι η περίπτωση εν προκειμένω καθότι, ως οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ' ου η αίτηση και των Ε/Μ υπέβαλαν χωρίς αυτό να αντικρουσθεί από τους αιτητές, για την ανέγερση των επίδικων υποστατικών εξασφαλίσθηκε μεν σχετική πολεοδομική άδεια, πλην όμως αυτή έχει λήξει χωρίς να ακολουθήσει η έκδοση άδειας οικοδομής και πιστοποιητικού τελικής έγκρισης.  Οι δε αιτητές δεν έχουν καταδείξει ότι η ανέγερση των υποστατικών και η λειτουργία της επιχείρησής τους ήταν, εν πάση περιπτώσει και παρά τη μη εξασφάλιση των εν λόγω αδειών, σύννομη, ώστε αυτοί να δικαιούνται δικαστικής προστασίας. (…)

 

Θα πρέπει, περαιτέρω, να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς υπέδειξαν η κα Φλωρέντζου και ο κ. Κυριακόπουλος κατά την ακρόαση, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στο ίδιο το αιτητικό της προσφυγής αλλά και στις παραγράφους 9, 10 και 34 της ένορκης δήλωσης του κ. Ματώλη, εντούτοις το γεγονός ότι για την ανέγερση των επίδικων υποστατικών δεν είχε προηγηθεί η εξασφάλιση σχετικής άδειας οικοδομής καθιστώντας έτσι την αξία τους μηδενική, ρητώς αναφέρεται στο Τεκμήριο 6 της ένορκης δήλωσης και επιπλέον, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 5 της εν λόγω ένορκης δήλωσης, η ισχύς της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας έχει λήξει. (…)

 

Περαιτέρω, σε σχέση συγκεκριμένα με την αιτήτρια 2 θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου να αποφανθεί ούτε για την εγκυρότητα της σύμβασης την οποία η αιτήτρια 2 επικαλείται ούτε για την τυχόν γένεση εξ αυτής οιουδήποτε δικαιώματος ή υποχρέωσης.  Αυτό που έχει τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι οι ρητές αναφορές στην ένορκη δήλωση του κ. Ματώλη (παράγραφοι 12-13) ότι η ισχυριζόμενη συμφωνία πώλησης δεν έγινε με τον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ιδιοκτήτη του ½ του επίδικου ακινήτου αλλά με τη σύζυγο και κληρονόμου αυτού και ότι, ως περαιτέρω ρητώς αναφέρεται (παράγραφος 16), η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε εφόσον η εξόφληση του τιμήματος αγοράς του ακινήτου δεν κατέστη δυνατή.  Στις δε παραγράφους 39 και 40 της ένορκης δήλωσης του κ. Ματώλη, ρητώς αναγνωρίζεται ότι οι αιτητές, άρα και η αιτήτρια 2, δεν είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του ακινήτου.

 

Λαμβάνω επιπλέον υπόψη την αναφορά στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης της Προϊσταμένης του Κλάδου Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, η οποία υποστηρίζει την ένσταση του Ε/Μ Υπουργού Εσωτερικών, ότι από έρευνα την οποία διενήργησε η ενόρκως δηλούσα στο Τμήμα Κτηματολογίου, δεν εντοπίστηκε κατατεθειμένο οποιοδήποτε έγγραφο ή συμβόλαιο ώστε να προκύπτει η ισχυριζόμενη αγοραπωλησία του επίδικου ακινήτου, αναφορά η οποία δεν αντικρούστηκε από τους αιτητές.

 

Σε σχέση δε με την αιτήτρια 1, πρόσθετα των ανωτέρω διαπιστώσεων του παρόντος Δικαστηρίου, επαναλαμβάνεται η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική ECLI:CY:AD:2016:B528, Αίτηση αρ. 37/16, ημερ. 18.11.2016, ότι «[.]δεν είναι επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη. Οι αιτητές δεσμεύονται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπα νομικώς ταυτιζόμενα με τους εναγόμενους, οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή (legal possession) (Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα των Τ/Κ Περιουσιών ν. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120, 131) και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της στην αιτήτρια.  Η φυσική κατοχή κρίθηκε παράνομη, ως παρεπόμενο του παράνομου της νομικής ανάληψης της κατοχής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426).».

 

Θεωρούμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας, δεδομένης της επάρκειας με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα, όπως αναδύεται από το πιο πάνω σκεπτικό και ανάλυση στην οποία το Δικαστήριο προέβη.  Αποτελεί γεγονός ότι τα συμφέροντα των Εφεσειόντων αρ.1 απορρέουν από τη συμβατική τους σχέση με τον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο οποίος σύμφωνα με τελεσίδικη απόφαση Δικαστηρίου, παράνομα ανέλαβε νομική κατοχή του επίδικου κτήματος, το οποίο μίσθωσε στη συνέχεια στους Εφεσείοντες.  Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσαν οι Εφεσείοντες να αντλήσουν οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα το οποίο εδράζεται σε παρανομία και ορθώς κρίθηκε ότι στερούνται εννόμου συμφέροντος.  Σε σχέση δε με την Εφεσείουσα Αρ. 2, η  οποία διατείνεται ότι αντλεί συμφέρον από τη συμφωνία που συνομολόγησε για την αγορά κατά το ήμισυ μεριδίου που εμπίπτει στην κηδεμονία του Κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών, υποδεικνύουμε ότι χωρίς την εξασφάλιση συγκατάθεσης από τον Κηδεμόνα, η οποία ουδέποτε παρουσιάστηκε από την Εφεσείουσα Αρ. 2 ως έχουσα το βάρος αποδείξης, τέτοια συμφωνία δεν είναι έγκυρη και δεν συνιστά πηγή εννόμου συμφέροντος το οποίο να νομιμοποιεί προς προώθηση υπόθεσης με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος (βλ. Ιωαννίδης ν. Υπουργού Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Α.Ε. Αρ. 49/2015, ημερομηνίας 9/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:C102)

 

Στα πιο πάνω θα προσθέταμε και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 297/2018, ημερομηνίας 11/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A359, που η πλευρά των Εφεσειόντων αρ. 1 καταχώρησε εναντίον της απόρριψης του αιτήματος των για παραχώρηση άδειας με σκοπό την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος ακύρωσης της εκ συμφώνου εκδοθείσας απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή 1082/2017 (ανωτέρω), τα οποία επιβεβαιώνουν την πιο πάνω θεώρησή μας επί του ζητήματος:

 

«Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι το όποιο νομικό δικαίωμα παρουσίας της εφεσείουσας στο επίδικο κτήμα, στο σύνολο του, εδραζόταν στη μίσθωση που έγινε μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και της εφεσείουσας ημερ. 1 Ιουνίου 2014.  Είναι νομικό αξίωμα, χωρίς οποιαδήποτε επί του προκειμένου αμφισβήτηση, ότι ουδένα νόμιμο δικαίωμα μπορεί να τεκμηριωθεί εδραζόμενο σε μια παρανομία.  Παρανόμως κατείχετο το κτήμα από τον Κηδεμόνα και παρανόμως προχώρησε σε συμβατική σχέση με την εφεσείουσα παραχωρώντας το συγκεκριμένο επίδικο κτήμα. 

 

Αυτό ήταν το σκεπτικό και το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης στην Πολ. Αιτ. Αρ. 37/2016 Rizaσυνεπώς η απάντηση στο προγενέστερο ερώτημα είναι θετική.  Υπάρχει τελεσίδικη κρίση ότι ο Υπουργός Εσωτερικών παρανόμως εισήλθε στο συγκεκριμένο ακίνητο, που είναι ενιαίο με δύο συνιδιοκτήτες, και παρανόμως το «ενοικίασε» στην εφεσείουσα. 

 

Το τι επιδίωξε η εφεσείουσα με την εκκαλούμενη απόφαση είναι η παραχώρηση μιας, εκ δευτέρου, παροχής δυνατότητας αμφισβήτησης της κρίσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 3741/2011.  Τέτοια δυνατότητα δεν μπορεί να παραχωρηθεί καθότι ο χρόνος έφεσης έχει παρέλθει και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αναζήτηση αυτής της εκ δευτέρου ευκαιρίας αποτελεί κατάχρηση. 

 

Το γεγονός ότι η μια απόφαση είναι μετά από ακροαματική διαδικασία και η άλλη μετά από συμβιβασμό και εκ συμφώνου εκδόθηκε, ουδόλως επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου.  Ούτε επίσης το γεγονός ότι η εφεσείουσα αν της διδόταν η ευκαιρία να παραμερίσει την απόφαση στην αγωγή αρ. 1082/2017 θα προέβαλλε και αγώγιμο δικαίωμα για δόλο.  Το Εφετείο στην Πολ. Αίτ. Αρ. 37/2016 Riza έχει προσδιορίσει, και ορθώς κατά τη γνώμη μας, ότι υπάρχει ενδεχομένως αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ή και της Δημοκρατίας, το οποίο η πρώτη μπορεί να αξιοποιήσει». 

 

 

Υπό το φως των ανωτέρω η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται €3.000 (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει), υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                  

                                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο