ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ, Ποινική Έφεση Αρ.: 214/2021, 20/12/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 214/2021)

 

20 Δεκεμβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

                                          Εφεσείων

v.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ

                                          Εφεσίβλητου

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Π. Πίτσιλλου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α' για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα

Ν. Νικηφόρου με Μ. Σιακού (κα), για Νέστορας Αδάμου Νικηφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο

Εφεσίβλητος παρών

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας με την παρούσα έφεσή του υποστηρίζει ότι το Ε.Δ. Αμμοχώστου εφήρμοσε πλημμελώς τον νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και ότι εσφαλμένα αθώωσε τον Εφεσίβλητο (κατηγορούμενο 1) στα αδικήματα της κατοχής, και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, κάνναβης βάρους 96,41 γραμμαρίων αντίστοιχα (κατηγορίες 1 και 2). Σημειώνεται πως ο κατηγορούμενος 2 στην υπόθεση είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες και του επιβλήθηκε ποινή σε προγενέστερο στάδιο.

 

      Η υπόθεση αφορά κάνναβη η οποία εντοπίστηκε σε αγροικία στο Φρέναρος μετά από συντονισμένη επιχείρηση της ΥΚΑΝ Αμμοχώστου και την εκτέλεση σχετικού εντάλματος έρευνας στις 8.12.16.

 

      Πρωτοδίκως, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, είχαν καταθέσει ενόρκως οι οκτώ συμμετέχοντες στην έρευνα αστυφύλακες της ΥΚΑΝ (Μ.Κ.1 έως Μ.Κ.8), οι δύο εμπλεκόμενοι χημικοί του Γενικού Χημείου, δρ Αυξεντίου και δρ Χατζηβασιλείου (Μ.Κ.9, Μ.Κ.11) και τέλος οι δύο εμπλεκόμενοι γενετιστές του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής, δρ Καριόλου και δρ Κουντούρης (Μ.Κ.10, Μ.Κ.12). Κληθείς σε απολογία ο Εφεσίβλητος προέβη σε γραπτή δήλωση ανωμοτί ότι είναι αθώος και δεν έχει καμμιά σχέση με την υπόθεση (Έγγραφο Ι). Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες και στη βάση της μαρτυρίας τους εξήγαγε ευρήματα, τα κυριότερα εκ των οποίων δύνανται να συνοψιστούν στο ότι:

 

1.       Βάσει σχετικής πληροφορίας ότι κατά τις προηγηθείσες δύο εβδομάδες ο κατηγορούμενος 2 προμήθευε κάνναβη σε χρήστες, χρησιμοποιώντας περιφραγμένη αγροικία ιδιοκτησίας των γονέων του στην Κτηνοτροφική Περιοχή Φρενάρους, η ΥΚΑΝ εξασφάλισε ένταλμα έρευνας και έθεσε από απόσταση τον χώρο υπό διακριτική παρακολούθηση στις 8.12.16 και περί ώρα 14:30.

2.       Περί τις 16:00 της ίδιας μέρας έφτασε στην αγροικία αυτοκίνητο από το οποίο εξήλθαν ο κατηγορούμενος 2 και ο Εφεσίβλητος και εισήλθαν στην αγροικία (φωτογραφία αρ. 14, Τεκμήριο 61). Πρώτοι τους αντιλήφθηκαν οι Μ.Κ.2, Μ.Κ.4, οι οποίοι κινήθηκαν εποχούμενοι προς την αγροικία, είδαν την αποβίβαση των δύο, ενημέρωσαν μέσω ασυρμάτου τις υπόλοιπες ομάδες της ΥΚΑΝ και επέστρεψαν στη δική τους αρχική θέση παρακολούθησης αναμένοντας τους υπόλοιπους αστυφύλακες της ΥΚΑΝ.

3.       Κατά την άφιξη των υπόλοιπων ομάδων, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 κινήθηκαν πλέον πεζή προς τη δυτική πλευρά της αγροικίας. Ενώ κατευθύνοντο είδαν τον Εφεσίβλητο να πηδά από το δυτικό παράθυρο, οπότε χωρίστηκαν. Η Μ.Κ.2, η οποία κατευθύνθηκε δυτικά, μόλις έφτασε στην καγκελόπορτα είδε τον Εφεσείοντα να έχει κρυφτεί ανάμεσα σε σωρούς από ξύλα (ως υπέδειξε στη φωτογραφία αρ. 15) και να σηκώνεται μόλις την αντιλήφθηκε, κατευθυνόμενος προς τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.8, οι οποίοι μετά από άλλες ενέργειές τους, είχαν εξέλθει ήδη στην αυλή, (ως εξηγείται κατωτέρω).

4.       Παράλληλα, από τους υπόλοιπους έξι αστυφύλακες που έφτασαν με οχήματα, οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.8 είχαν αρχικά κατευθυνθεί προς το πίσω μέρος της αγροικίας, όπου είδαν τον κατηγορούμενο 2 να ρίχνει έξω από ανοικτό παράθυρο της αγροικίας μια τσάντα και να επιστρέφει στην εξώπορτα, οπότε και την άνοιξε για τους υπόλοιπους, ήτοι τους Μ.Κ.3, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.7, που κτυπούσαν. Εξ αυτών ο Μ.Κ.3 είχε δει από το μισό πάνω μέρος της εξώπορτας, που ήταν γυάλινο, το τρέξιμο του κατηγορουμένου 2 στο ανοικτό παράθυρο και την επιστροφή του για να τους ανοίξει.

5.       Η ομάδα των Μ.Κ.3, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.7 εισήλθε από την εξώπορτα όταν την ξεκλείδωσε και τους άνοιξε ο κατηγορούμενος 2. Εξ αυτών ο Μ.Κ.3 βρήκε, κατά την είσοδό του, πάνω σε τραπεζάκι ένα πλαστικό (νάιλον) σακουλάκι με κάνναβη (Τεκμήριο 4), το οποίο παρέλαβε, συνέλαβε τον κατηγορούμενο 2 και τον παρέδωσε, με το τεκμήριο, στους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.8, οι οποίοι τον οδήγησαν στην αυλή, στο σημείο όπου πριν είχαν δει να πέφτει η πλαστική τσάντα που εκείνος έριξε έξω (Τεκμήριο 5).

6.       Στον εσωτερικό χώρο και πάνω στο ίδιο τραπεζάκι εντός ολίγου εντοπίστηκαν από τους υπόλοιπους αστυφύλακες μια ζυγαριά ακριβείας με ίχνη ουσιών (Τεκμήριο 32), το ποσόν των €1.560 σε 75 χαρτονομίσματα, ήτοι 18 των €50,18 των €20, 21 των €10 και 18 των €5 (Τεκμήριο 42), καθώς και δύο κινητά τηλέφωνα (Τεκμήρια 34, 35).

7.       Στον εξωτερικό χώρο οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.8 παρέλαβαν, στην παρουσία του κατηγορουμένου 2, την τσάντα την οποία είχε εκείνος ρίξει (Τεκμήριο 4). Δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα ότι σε αυτήν υπήρχαν 26 συσκευασίες με κάνναβη (Τεκμήρια 6 έως 31), όπως ομολόγησε επιτόπου και ο κατηγορούμενος 2, οπότε συνελήφθη και για αυτά.

8.       Αυτή ήταν η στιγμή κατά την οποία είχε σηκωστεί ο Εφεσίβλητος από το σημείο που είχε κρυφτεί και προσέγγισε τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.8. Όταν επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο απάντησε «Ήρτα να δω τον φίλο μου». Δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση σε όσες επιστήσεις ακολούθησαν κατά τις έρευνες. Το δικαίωμα της σιωπής άσκησε και αργότερα όταν συνελήφθη περί τις 20:25 βάσει εντάλματος, καθώς και κατά την ανακριτική κατάθεσή του (Τεκμήριο 2).

9.       Πρωτοδίκως, με βάση την έκθεση του Γενικού Χημείου, δεν αμφισβητήθηκε ότι οι 27 συσκευασίες ήταν διαφανή τεμάχια πλαστικού σακουλιού, οι οποίες περιείχαν κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και ότι στη ζυγαριά υπήρχαν ίχνη παρόμοιας κάνναβης, καθώς και κοκαΐνης.

10.   Παρομοίως δεν αμφισβητούντο τα ευρήματα του δρος Καριόλου, ήτοι ότι υπήρχε γενετικό υλικό του Εφεσίβλητου σε διάφορα τεκμήρια, όπως αυτά είχαν εξειδικευθεί στις εκθέσεις του (Τεκμήρια 58, 59).

 

      Στη συνέχεια η πρωτόδικη Δικαστής επεσήμανε πως η υπόθεση είχε ως επίκεντρο το ότι επί των συσκευασιών ανευρέθηκε γενετικό υλικό του Εφεσίβλητου και ότι τα στοιχεία συνίσταντο ως επί το πλείστον σε περιστατική μαρτυρία γενετικού υλικού, θέματα για τα οποία παρέθεσε τις σχετικές νομικές αρχές, όπως και για την έννοια της κατοχής, υποδεικνύοντας ότι αυτό που απασχόλησε τα μέρη ήταν ο τρόπος εναπόθεσης του γενετικού υλικού.

 

      Ακολούθως κατέγραψε τα δύο βασικά δεδομένα, ήτοι την παρουσία του Εφεσίβλητου στον χώρο και τη μεταγενέστερη απόκρυψή του λέγοντας:

 

      «Είναι δεδομένη η παρουσία του κατηγορουμένου 1 στο χώρο όπου βρίσκονταν τα τεκμήρια προτού ο Λ…… τα ρίξει έξω από το παράθυρο, όπως και το γεγονός ότι μετά την άφιξη της ΥΚΑΝ στο χώρο αυτός εντοπίστηκε στην αυλή σκυφτός πίσω από ξύλα μετά που πήδηξε από παράθυρο της αγροκατοικίας. Έχω υπόψη μου ως προς την παρουσία του κατηγορουμένου 1 στο χώρο ότι υπάρχει μαρτυρία αναφορικά με τον λόγο που αυτός βρισκόταν εκεί. Όταν του επιστήθηκε η προσοχή στον Νόμο, μετά που εμφανίστηκε στην αυλή, αυτός είπε ότι είχε πάει για να επισκεφθεί τον Λ……. διότι ήταν φίλοι. Η γραπτή κατάθεσή του στην αστυνομία, στην οποία καθώς ανέφερα ο κατηγορούμενος 1 απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν: «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο», δεν ρίχνει φως στο θέμα».

 

      Προχώρησε να υποδείξει στοιχεία που απουσίαζαν από την υπόθεση όπως π.χ. δεν ίσχυε επαλήθευση πληροφορίας εν σχέσει με τον Εφεσίβλητο, μη εντοπισμός οποιουδήποτε σχετικού αντικειμένου στην έρευνα που έγινε αργότερα στο σπίτι του, μη εντοπισμός στοιχείων από άλλες έρευνες που να τον συνέδεαν με ναρκωτικά και τέλος ούτε δακτυλικά του αποτυπώματα επί των τεκμηρίων, λέγοντας ότι εκείνο που ανευρέθηκε ήταν το γενετικό υλικό του σε κάποια από τα τεκμήρια και καταλήγοντας ως εξής:

 

      «Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το κατά πόσο η μαρτυρία είναι αρκετή για να οδηγήσει με ασφάλεια στην καταδίκη του κατηγορουμένου 1. Ο ΜΚ10 στη μαρτυρία του δεν απέκλεισε την πιθανότητα να εναποτέθηκε πάνω στο τεκμήριο 4 το σάλιο του κατηγορουμένου κάτω από εντελώς αθώες περιστάσεις. Σε σχέση με άλλα τεκμήρια στα οποία υπήρχε γενετικό υλικό του, ο ΜΚ10 ανέφερε ως πιο πιθανό το σενάριο ο κατηγορούμενος να είχε έρθει σε άμεση επαφή με αυτά και να μην ήλθε σε επαφή άλλο πρόσωπο μετά από εκείνον. Όμως ήταν μεικτό το γενετικό υλικό που ανευρέθηκε σε αυτά που σημαίνει, καθώς ο μάρτυρας εξήγησε, ότι υπήρχε γενετικό υλικό πέραν του ενός προσώπου, ενώ πέραν του Λ……. ανευρέθηκε και γενετικό και άλλου άντρα όπως και γυναίκας. Επομένως, με την ίδια λογική, θα μπορούσε να καταδικαζόταν για τα υπό κρίση αδικήματα και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του οποίου το γενετικό υλικό ανευρίσκετο σε αυτά (βλ. Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ 428). Τα εν λόγω αντικείμενα βρίσκονταν στο υποστατικό όπου βρισκόταν και ο κατηγορούμενος 1 και καθώς προκύπτει από τη μαρτυρία που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή δυνητικά θα ήταν δυνατόν ο κατηγορούμενος να έχει έρθει σε επαφή μαζί τους, δηλαδή να τα είχε αγγίξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ενεργώντας ανεπίγνωστα ως προς τη μελλοντική χρήση τους από άλλο πρόσωπο και το εν τέλει περιεχόμενο τους ή ακόμα και γνωρίζοντας τι αυτά περιείχαν και για ποιο σκοπό. Αυτό δεν συνεπάγεται κατοχή ή έλεγχο επί αυτών. Παρόλο που το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου 1 παρέχει έδαφος για υποψία, και παρόλο που δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς τον σκοπό που ο κατηγορούμενος βρισκόταν στην αγροκατοικία, εκείνο που προέχει είναι το ότι πρόκειται για ποινική υπόθεση όπου το βάρος απόδειξης ενοχής το φέρει ακέραιο η κατηγορούσα αρχή και, εν προκειμένω, δεν ελαφρύνεται από την οποιαδήποτε αδυναμία ενδεχομένως της υπεράσπισης. Εξάλλου, δεν πρόκειται για περίπτωση όπου θα δικαιολογείτο να μετατοπιζόταν το βάρος τους (sic) ώμους του κατηγορουμένου:

        ..................................................................................................................

        Καταλήγω ότι τα ενώπιον μου στοιχεία δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ότι ο κατηγορούμενος 1 είχε έρθει σε άμεση επαφή με τα τεκμήρια επί των οποίων ανευρέθηκε το γενετικό του υλικό ή ότι ακόμα και αν επρόκειτo για τέτοια περίπτωση, ότι αυτό από μόνο του δεν (sic) οδηγεί με ασφάλεια σε συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε οποιοδήποτε (sic) φυσική κατοχή ή φύλαξη ή έλεγχο ή δικαιώματα επί των εν λόγω ουσιών. Υπό τις περιστάσεις, πρέπει αναπόφευκτα να δοθεί το ευεργέτημα αμφιβολίας στον κατηγορούμενο».

 

Παραδεκτότητα Έφεσης

 

      Επί του παρόντος προέχει η εξέταση της εισήγησης του Εφεσίβλητου ότι «ενυπάρχει συγκαλυμμένη προσβολή της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων», η οποία δεν καλύπτεται από το Άρθρο 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Είναι γεγονός ότι το θέμα της εμβέλειας του Άρθρου 137 είναι δικαιοδοτικό. Το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο.

 

      Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να εφεσιβάλει αθωωτικές αποφάσεις μόνον επί θεμάτων τα οποία προνοεί το πιο πάνω άρθρο, δηλαδή νομικών. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151:

 

      «Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων». 

 

      Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων Γενικός Εισαγγελέας ενέταξε την έφεση του στις πρόνοιες του υποεδαφίου 1(α)(iii) του Άρθρου 137, το οποίο του παρέχει το δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης επί τω ότι «ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων» («the law was wrongly applied to the facts»). 

 

      Ως προς το νόημα του όρου «γεγονότα», στην ως άνω υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου, προστέθηκαν τα εξής:

 

      «Η παράγραφος (iii) του Άρθρου 137(1)(α) παρέχει δικαίωμα έφεσης οποτεδήποτε οι σχετικές διατάξεις του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης. Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά». 

 

      Καθίσταται ήδη αντιληπτό πως το υπόβαθρο επί του οποίου εξετάζεται ένας τέτοιος λόγος έφεσης είναι τα γεγονότα τα οποία εξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε στη βάση μη αμφισβήτησης είτε στη βάση αξιολόγησης της αμφισβητούμενης μαρτυρίας. Στην εν λόγω υπόθεση πρωτοδίκως το Δικαστήριο, παρότι έκρινε ως πλαστές κάποιες γραπτές δηλώσεις, εντούτοις αξιολογώντας εμπειρογνώμονες δέχθηκε ότι ήταν αβέβαιο κατά πόσον υπέγραψε ο κατηγορούμενος ή ο πατέρας του. Η προσβολή αυτής της αξιολόγησης ήταν εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii).

 

      Στη μεταγενέστερη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 το προσβληθέν ήταν η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε γραπτές καταθέσεις παραπονούμενων κοπέλων, οι οποίες δεν είχαν προσέλθει να καταθέσουν ενόρκως και βεβαίως κρίθηκε πως τα περιεχόμενα των κειμένων αυτών δεν συνιστούσαν «γεγονότα» σε σχέση με τα οποία να είχε εφαρμοστεί πλημμελώς ο Νόμος, αφού ουσιαστικά ήταν ισχυρισμοί υποκείμενοι σε αξιολόγηση.

 

      Την απάντηση σε ό,τι απασχολεί στην παρούσα θεωρούμε ότι παρέχει ευκρινώς και τελεσίδικα η απόφαση της Ολομέλειας (πλειοψηφίας) του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ευσταθίου κ.ά (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, σε απόσπασμα στο οποίο γίνεται και ανασκόπηση της νομολογίας ως εξής:

 

      «Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α), έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτή. Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί αλλά και, ειδικότερα, εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων». 

        ………….....................................................................................................

        «Ενώ, σε σχέση με την (iii), στην (iv)δεν αναφερόμαστε γιατί δεν έχουμε εδώ κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή αντικανονικότητα διαδικασίας, για το ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Είναι συναφώς χρήσιμο να ανατρέξουμε στη νομολογία αναφορικά με το πώς, αυτή η δυνατότητα, εφαρμόστηκε. Στην The Attorney General of the Republic v. Takis Herodotou (1969) 2 C.L.R.10, η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε επειδή, αντίθετα προς την αποτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία, στην πραγματικότητα, αποδείκνυε τη διάπραξη του αδικήματος. Όπως ακριβώς και στις Δήμος Λευκωσίας v. Hopeland Enterprises Ltd κ.ά (1996) 2 Α.Α.Δ.21 και Γεν. Εισαγγελέας v. Χρυσοστόμου (Αρ.1)(2002) 2 Α.Α.Δ 473. Στην The Attorney General of the Republic v. Kyriacos Chrysanthou Petrou (1972) 2 C.L.R.81, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικης, αφού δεν ήταν διατεθειμένο να στηρικτεί στη μη ενισχυόμενη μαρτυρία της παραπονούμενης. Διαπιστώθηκε πως υπήρχε μαρτυρία, από τρίτο, που θα μπορούσε, ανάλογα με την αξιολόγησή της, να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Δεν αναφέρθηκε σ' αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από το Άρθρο 137(1)(α)(iii) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας των παραπονούμενων σε σεξουαλικής φύσης υπόθεση. Και θεωρήθηκε πως εφαρμόστηκε πλημμελώς εξ αιτίας της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ουσιώδες γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπ' όψιν αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Τελικά, στην Attorney General v. Panayiotides (1983)2 C.L.R. 253, η αθώωση παραμερίστηκε, μεταξύ άλλων, ως το αποτέλεσμα απόδοσης μη δέουσας βαρύτητας σε ορισμένη μαρτυρία».  

(έμφαση δοθείσα)

 

      Αναμφίβολα είναι συναφή με τα πιο πάνω και τα όσα είχαν αναφερθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου κ.ά (2012) 2 Α.Α.Δ. 851. Εκεί τέθηκε το ερώτημα κατά πόσον ο όρος «νόμος» περιορίζεται στο ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο ποινικοποιεί το συγκεκριμένο εκδικαζόμενο αδίκημα ή επεκτείνεται στο σύνολο των εφαρμοστέων αρχών δικαίου και δόθηκε η ακόλουθη απάντηση:

 

      «Επ' αυτού δεν έχουμε τον παραμικρό ενδοιασμό να πούμε ότι ο όρος «νόμος» όντως περιλαμβάνει κάθε εφαρμοστέα στην περίπτωση νομική πρόνοια αλλά και νομολογιακή αρχή, όπως είναι οι αρχές που διέπουν την κρίση του δικαστηρίου ως προς την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Ούτε μας παρατέθη (sic) ούτε έχουμε υπ' όψη μας οποιαδήποτε αυθεντία που να αντιστρατεύεται αυτή την αντίληψη». 

                                          (έμφαση δοθείσα)

 

      Η ως άνω Γ.Ε. v. Δράκου ήταν επίσης απόφαση της Ολομέλειας (πλειοψηφίας) του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχει τη δική της σημασία η κρίση ότι οι σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(iii) συνιστούν «... τη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα να επιδιώξει αποκατάσταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης σε περίπτωση πλημμέλειας στην εφαρμογή του νόμου, που είναι η κατ' εξοχήν ενέργεια του δικαστηρίου ως κριτή της νομικής υπαγωγής των γεγονότων στον νόμο».

 

      Όλες οι πιο πάνω αρχές έχουν συνοψιστεί και στην υπόθεση Corina Snacks Ltd v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/15, ημερ. 29.5.18, όπου τονίστηκε ξανά πως: «Η έννοια του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων».

                                          (έμφαση δοθείσα)

 

      Με δεδομένη την απαγόρευση προσβολής της πρωτόδικης αξιολόγησης και των συναφών πρωτογενών ευρημάτων επί γεγονότων, είναι κατά τη γνώμη μας αυτονόητο πως εάν αποκλειστεί η προαναφερθείσα δυνατότητα προσβολής της νομικής υπαγωγής των γεγονότων στον νόμο, τότε εξουδετερώνεται και καθίσταται εκ προοιμίου ανούσια κάθε έφεση βάσει του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, αφού δεν θα απομένει αντικείμενο προς συζήτηση. Με άλλα λόγια εάν απαγορεύεται η προσβολή της αξιολόγησης, η προσβολή των ευρημάτων και η προσβολή της υπαγωγής στις νομικές αρχές τότε δεν απομένει οτιδήποτε για συζήτηση στην έφεση. Πράγμα το οποίο δεν θεωρούμε πως ήταν η πρόθεση του Νομοθέτη.

 

          Ως προς τη διάκριση μεταξύ «πρωτογενών γεγονότων», αφενός και «συμπερασμάτων» αφετέρου, πολύτιμη βοήθεια παρέχει η υπόθεση Λοϊζίδης κ.ά v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 965 (συνεκδικασθείσα με εφέσεις του Γ.Ε.), στην οποία μάλιστα όλη η προηγούμενη νομολογία χαρακτηρίστηκε ως καθιερωθέν «δεσμευτικό προηγούμενο». Παρατηρήθηκε δε πως η δικαστική εργασία προϋποθέτει αξιολόγησή της μαρτυρίας και στη συνέχεια την εξαγωγή ευρημάτων, τα οποία απολήγουν στη διαπίστωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των πρωτογενών ή αληθών, κατά την κρίση του, γεγονότων, τα οποία αυτά ευρήματα (γεγονότων) υπαγάγονται στον νόμο και με αυτό τον τρόπο οδηγούν στα καταληκτικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ενοχής. Τονίστηκε ακριβώς πως ό,τι εκεί τέθηκε προς κρίση ήταν τα συμπεράσματα (του Κακουργοδικείου) και όχι τα πρωτογενή ευρήματα επί των γεγονότων, πορεία που καλύπτεται από το Άρθρο 137(1)(α)(iii) επισημαίνοντας ότι: «Το Εφετείο στην περίπτωση διατύπωσης συμπερασμάτων, είναι στην ίδια καλή θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα δικά του συμπεράσματα που προκύπτουν από τα πρωτογενή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου» (Γενικός Εισαγγελέας v. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207).

 

      Ο Εφεσίβλητος επικαλέστηκε την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου, Ποιν.  Έφ. 176/21, ημερ. 7.2.23 στην οποία το Εφετείο έκρινε αφενός ότι ο εφεσείων εκεί προσέβαλλε τη δικανική διεργασία (εκτίμησης) των στοιχείων της περιστατικής μαρτυρίας διά της οποίας το Κακουργοδικείο είχε καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα (ότι δεν μπορούσε να πειστεί για την ενοχή) και αφετέρου ότι συνεπώς εξέφευγε της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii). Το ζήτημα δεν έχει συζητηθεί βέβαια εκτενώς ενώπιόν μας πλην όμως αισθανόμαστε με κάθε σεβασμό ότι η εν λόγω απόφαση δεν αντανακλά την προαναφερθείσα σταθερή νομολογία της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από την οποία δεν μας έχει ζητηθεί να αποστούμε με επίκληση κάποιου από τους νομολογιακά καθιερωθέντες λόγους απόκλισης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις [Νικολάου κ.ά v. Νικολάου κ.ά (Αρ.2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Ρόναλντ Γούοτς κ.α. ν. Λαούρη κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401].

 

      Επιστρέφοντας στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι αρκεί απλώς η παραπομπή στην αιτιολογία της έφεσης ούτως ώστε να καταδειχθεί ότι δεν ευσταθεί η εισήγηση του Εφεσίβλητου. Προβάλλεται εκεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς έκρινε ότι η μαρτυρία δεν οδηγούσε στην απόδειξη των αδικημάτων και ότι αδικαιολόγητα δεν είχε ληφθεί υπ' όψιν το σύνολο της μαρτυρίας. Στο διάγραμμα του Εφεσείοντος εξηγείται αρχικά πως το θέμα στην ουσία είναι κατά πόσον τα ευρήματα στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα (σ. 2) και καταληκτικά ότι το γενετικό υλικό με την υπόλοιπη μαρτυρία έπρεπε να οδηγήσει σε καταδίκη (σ. 11). Εξετάσαμε με προσοχή όλες τις θέσεις του Εφεσείοντος, γραπτές και προφορικές. Σε κανένα σημείο δεν ζητείται από το Εφετείο είτε η επέμβαση στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτυρίας είτε η διαφοροποίηση πρωτόδικων ευρημάτων επί γεγονότων. Αντιθέτως, είναι με την υφιστάμενη αξιολόγηση ως υπόβαθρο που μας ζητείται να ελέγξουμε την εφαρμογή των νομικών αρχών και την πρωτόδικη εκτίμηση περί αποτυχίας απόδειξης στη βάση των διαπιστωθέντων γεγονότων. Δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για έλεγχο ο οποίος εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(iii).

 

Λόγος έφεσης

 

      Όσον αφορά την ουσία της έφεσης η θέση του Γενικού Εισαγγελέως είναι ότι στη βάση της μαρτυρίας την οποία απεδέχθη και των συναφών ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην καταδίκη του Εφεσίβλητου.

 

      Από δικής μας πλευράς σημειώνουμε κατ' αρχάς πως το ότι στις 8.12.16 στον συγκεκριμένο χώρο κάποιος, και δη ο πρώην συγκατηγορούμενος, κατείχε την επίδικη ποσότητα κάνναβης με σκοπό την προμήθειά της σε άλλους, διαπιστώθηκε και δεν έχει τεθεί ως αμφισβητούμενο σε οποιοδήποτε στάδιο της κρινόμενης εδώ υπόθεσης. Ουσιαστικά, το εγειρόμενο ερώτημα, ακόμα και να μην υπήρχε το Π.Κ.20 στη νομική βάση των κατηγοριών (βλ. Ajini κ.ά v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319), ήταν το κατά πόσον ο Εφεσίβλητος συμμετείχε στην κατοχή των ναρκωτικών εν γνώσει της φύσης τους και του σκοπού για τον οποίον προορίζοντο.

 

      Εντός του πιο πάνω πλαισίου η πρωτόδικη Δικαστής ορθώς ανέδειξε ως κυρίαρχο επίδικο ζήτημα σε σχέση με τον Εφεσίβλητο αυτό της κατοχής, το οποίο αποτελεί κοινό συστατικό στοιχείο και των δύο αδικημάτων. Άλλωστε η Υπεράσπιση πρωτοδίκως είχε ακριβώς αντιληφθεί το κρίσιμο του θέματος εστιάζοντας την προσοχή της τότε στην εισήγησή της ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε αποδείξει «κοινή κατοχή» και κατ' επέκταση ούτε «κοινό σκοπό» των δύο κατηγορουμένων να τα προμηθεύσουν σε τρίτα πρόσωπα.

 

      Εξίσου σαφές είναι και το ότι σε σχέση με τον Εφεσίβλητο άμεση μαρτυρία δεν υπήρχε είτε για την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) είτε για την υποκειμενική υπόσταση (mens rea). Για αυτό, παρομοίως ορθή ήταν και η πρωτόδικη κρίση ότι το θέμα ετίθετο προς εξέταση στη βάση περιστατικής μαρτυρίας. Όπως έχει λεχθεί στην κλασική υπόθεση Παφίτης κ.ά v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 103 η περιστατική μαρτυρία δύναται να αποτελέσει βάση για την καταδίκη μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας εντός των πλαισίων της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή ενός κατηγορουμένου. Η δε αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής πρέπει να είναι άμεση και να μην μπορεί να συμβιβαστεί με άλλη λογική ερμηνεία των στοιχείων τα οποία αποτελούν την περιστατική μαρτυρία.

 

      Η προερχόμενη από γενετικό υλικό τέτοια μαρτυρία είναι απλώς ένα είδος περιστατικής μαρτυρίας και, όπως οποιαδήποτε άλλη περιστατική μαρτυρία προερχόμενη από επιστημονικές εξετάσεις, είναι ιδιαιτέρως σημαντική ως προς τη δυναμική που αναπτύσσει λόγω της φύσης της, ούτως ώστε επαρκεί στην κατάλληλη περίπτωση να θεμελιώσει ενοχή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525). Αναφορικά με την αποδεικτική δύναμή της, τη σημασία και τον τρόπο προσέγγισής της, σχετικές είναι οι υποθέσεις Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428. Τέλος, όπως έχουμε αναφέρει στην πρόσφατη υπόθεση Μαυρόλουκα v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 74/21 κ.ά, ημερ. 31.10.23, η απουσία γενετικού υλικού ή αποτυπωμάτων δεν οδηγεί υποχρεωτικά και στο αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι στο ότι δεν άγγιξε ή δεν είχε επαφή με το αντικείμενο ο κατηγορούμενος. Υπ' αυτή την έννοια η καταγραφή στην κρινόμενη απόφαση τέτοιων στοιχείων (ή και άλλων) που δεν υπήρχαν ήταν αχρείαστη, αφού ως έχουμε πει πιο πριν, μια υπόθεση εξετάζεται στη βάση των στοιχείων που έχουν καταδειχθεί.

 

      Ουσιώδες είναι το ότι σε περίπτωση που η υπόθεση στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, τότε η απόφαση πρέπει να αναφέρει με καθαρότητα, ένα προς ένα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ευρίσκει ότι συνιστούν κρίκους περιστατικής μαρτυρίας και να τα συνδέει κατά σειρά σε αλυσίδα η οποία τελικά να δένει τον κατηγορούμενο ως τον δράστη του εγκλήματος (Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687).

 

      Η αποδεικτική σημασία του γενετικού υλικού συνήθως εξαρτάται σε μεγάλο μέρος από την υπόλοιπη μαρτυρία στην υπόθεση. Από μόνο του ενδεχομένως να μην προωθεί την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής μακριά πλην όμως σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία πιθανόν να καθίσταται καθοριστικής σημασίας (βλ. Archbold 2023, §14 ‑ 85, σελ. 1872). Η εξέταση και συνεκτίμηση μαρτυρίας γενετικού υλικού γίνεται και πάλι στη βάση της κοινής λογικής και της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Andrews & Hirst on Criminal Evidence, 4η έκδοση, §10.36, σελ. 301:

 

«Οf course, DNA evidence will ordinarily fall to be assessed alongside other evidence….......  Conversely, evidence, derived from DNA profiling, may be contradicted by an alibi or by other non‑scientific defence evidence. When evaluating DNA evidence, alongside or against such evidence, juries should be directed to use their common sense and knowledge of the world».

 

      Σε σχέση με τους παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπ' όψιν, κατά την αποτίμηση της σημασίας του γενετικού υλικού, καθοδηγητικά είναι όσα είχαν αναφερθεί στην υπόθεση R v. Tsekiri (2017) 1 Cr. App. R. 32 τα οποία συνοψίζονται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence 19η έκδοση, §15 ‑ 33, σελ. 467 ως εξής:

 

        «... the magnitude of the random match probability (in this case, it was said to be 1 in a billion); whether the evidence disclosed any innocent explanation for the presence of DNA matching the accused' s; the degree of association between the article where the DNA was found and the offense; the moveability of this article; whether there was a geographical association between the accused and the offense; where the sample involved a mix of profiles, whether the match was with the major contributor or a minor contributor to the mix; whether the DNA in the sample was likely to be there as a result of primary rather than secondary transfer».

                                     (έμφαση δοθείσα)

 

      Εν σχέσει με την κρινόμενη υπόθεση σχηματίσαμε την πεποίθηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε ορθά τις ως άνω νομικές αρχές. Κατ' ακρίβειαν έχουμε την άποψη πως η παρούσα περίπτωση παρουσιάζει, από πλευράς δικαστικού χειρισμού, αρκετές ομοιότητες με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525. Υπό την έννοια ότι και εδώ αφενός παρατηρείται παραγνώριση δεδομένων περιστατικής μαρτυρίας τα οποία προέκυπταν από την αποδεκτή μαρτυρία και αφετέρου διαπιστώνεται ότι η μη ενασχόληση και εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων από τα δεδομένα αυτά ευθύνεται για το ότι η σκέψη της πρωτόδικης Δικαστού δεν είχε κατευθυνθεί προς την αντίθετη κατάληξη. Το τελευταίο, σε συνδυασμό με το ότι σε ορισμένα στοιχεία μαρτυρίας δόθηκε αχρείαστη ή δυσανάλογη σημασία από ό,τι αναλογούσε σε αυτά. Κατά τη γνώμη μας ελλείψει άμεσης μαρτυρίας τρία ήταν τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας τα οποία αναδύοντο από όσα είχε δεχθεί το Δικαστήριο και τα οποία έπρεπε να αναλυθούν και συνεκτιμηθούν: (α) Η μετάβαση και παρουσία στη σκηνή, (β) Η προσπάθεια διαφυγής και απόκρυψης και (γ) Η ύπαρξη γενετικού υλικού επί αριθμού τεκμηρίων. 

 

Παρουσία στη σκηνή

 

      Σε σχέση με την παρουσία του Εφεσείοντος στον χώρο στον οποίον ευρίσκοντο τα ναρκωτικά, αυτή ήταν δεδομένη, όπως ορθώς ανέφερε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Μέλη της ΥΚΑΝ τον είχαν δει να φτάνει εκεί με τον κατηγορούμενο 2, να εισέρχεται στην αγροικία (όπου ευρίσκοντο τα ναρκωτικά) και να πηδά κάποια στιγμή από το παράθυρο. Ο λόγος της παρουσίας του στον χώρο ήταν το στοιχείο που αποκτούσε τεράστια σημασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό το γνώριζε ο Εφεσίβλητος, όταν είδε την Αστυνομία στον χώρο. Η αντίδρασή του μόλις είχε εντοπιστεί πιο μετά ήταν ακριβώς να μιλήσει για τον λόγο της παρουσίας του, λέγοντας «ήρτα να δω τον φίλο μου».

 

      Η δήλωση αυτή του Εφεσίβλητου δεν ήταν μια απλή καθημερινή τυπική φράση. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η φράση αυτή εξυπονοούσε πως οτιδήποτε και να συνέβαινε, το οποίο επέφερε την αστυνομική εμπλοκή, ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση αφού ευρίσκετο εκεί απλά για να δει τον φίλο του. Ασχέτως του ότι είχαν φτάσει με το ίδιο όχημα, η θέση του ήταν πως ευρίσκετο εκεί για μια αθώα επίσκεψη, άρα με τη δήλωσή του αυτή υποστήριξε ότι δεν εμπλέκετο σε οτιδήποτε το επιλήψιμο.

 

      Η επίμαχη φράση του Εφεσείοντος από νομικής πλευράς εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία δηλώσεων διαδίκου και δη «δηλώσεων κατηγορουμένου», οι οποίες κατά κανόνα τυγχάνουν αξιολόγησης και το Δικαστήριο δύναται κατόπιν αιτιολογίας να αποδώσει διαφορετική βαρύτητα στα διάφορα μέρη τέτοιας δήλωσης ή κατάθεσης (βλ. Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Γαβριήλ v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693). Το ιδιάζον χαρακτηριστικό όμως στην παρούσα περίπτωση είναι πως η επίμαχη δήλωση του Εφεσίβλητου είναι εν συνόλω απαλλακτική (αθωωτική) δήλωση οποιασδήποτε ενοχής και ασφαλώς ως τέτοια δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να συνιστά απόδειξη του περιεχομένου της (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν. Σάντης, 2014, σελ. 690, R v. Storey (1968) 52 Cr. App. R. 334). Η φράση ισοδυναμούσε με τον ισχυρισμό κάποιου ότι είναι αθώος και ως τέτοια δεν είχε κάποια αποδεικτική αξία πέραν του να δείξει την αντίδρασή του ή τη στάση του κατά την ώρα που έγινε η δήλωση (R v. Pearce (1979) 69 Cr. App. R. 365). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση R. v. Donaldson (1977) 64 Cr. App. R. 59:

 

      “When the Crown adduce evidence in the form of a statement by the defendant which is not relied on as an admission of the offence charged such a statement is evidence in the trial in that it is evidence that the defendant made the statement and of his reaction which is part of the general picture which the jury have to consider but it is not evidence of the facts stated”.

 

      Το βέβαιο λοιπόν είναι πως δεν μπορούσε εκ προοιμίου μια τέτοια δήλωση να θεωρηθεί ως απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της, ήτοι να γίνει δεκτό άνευ άλλου τινός ότι ο Εφεσίβλητος είχε έρθει με τον φίλο του για να τον δει. Όμως αυτό φαίνεται πως έπραξε το Δικαστήριο όταν είπε πως είχε υπ' όψιν του πως για τον λόγο της παρουσίας του εκεί «υπάρχει μαρτυρία», επεξηγώντας ότι όταν του επιστήθηκε η προσοχή, ο Εφεσίβλητος είπε ότι είχε πάει για να επισκεφθεί τον φίλο του. Ασφαλώς δεν είχε θέση η παράθεση της δήλωσης αυτής κατά το στάδιο της υπαγωγής των γεγονότων στον νόμο και πολύ περισσότερο δεν ήταν ορθή η διαφαινόμενη απόδοση σημασίας σε αυτή.

 

      Έχουμε την άποψη πως ο πιο πάνω χειρισμός συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών νομολογιακών αρχών και σε όποιο βαθμό επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου κακώς έγινε δεκτή η δήλωση ως αποδεικνύουσα και το περιεχόμενό της. Αφαιρουμένου λοιπόν του ολισθήματος αυτού εκείνο το οποίο παραμένει ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας είναι το ότι αμέσως πριν την επέμβαση της ΥΚΑΝ ο Εφεσίβλητος έφτασε στην αγροικία με το ίδιο αυτοκίνητο που έφτασε και ο κατηγορούμενος 2, οπότε και εισήλθαν στο εσωτερικό κλειδώνοντας την πόρτα. Η δήλωση του Εφεσίβλητου μπορούσε να ληφθεί υπόψιν μόνον ως η αρχική του αντίδραση και ως η γενική του εικόνα όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σύλληψη του φίλου του και τον εντοπισμό των ναρκωτικών, μάλιστα μετά τη δική του προσπάθεια διαφυγής και απόκρυψης. Όλα δηλαδή δείχνουν πως αντιλαμβανόταν τη σημασία της δικής του παρουσίας εκεί και αυτό διαφαίνεται πως έγινε στη βάση των όσων άλλων γνώριζε. Εξ ου και προέβη στη συγκεκριμένη δήλωση. Αυτό λοιπόν το στοιχείο, το οποίο απομονωμένο ίσως φαίνεται ουδέτερο, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα για να φανεί επακριβώς η δυναμική του.

 

Προσπάθεια Διαφυγής και Απόκρυψης

 

      Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, το οποίο εντάσσεται στην ενότητα «συμπεριφορά κατά ή μετά το αδίκημα» (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης, ανωτέρω, σελ. 570, 571). Για το θέμα αυτό και με αναφορά σε ξένη νομολογία ασχοληθήκαμε και στην υπόθεση Μαυρόλουκα (ανωτέρω). Όπως συνάγεται, μια τέτοια επίμαχη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου εξετάζεται, κατ' αναλογίαν πάντα, με τα ίδια κριτήρια αξιολόγησης δηλώσεων οι οποίες δυνατόν να συνιστούν ψεύδη κατηγορουμένου για σκοπούς τυχόν ενίσχυσης άλλης μαρτυρίας (Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260). Κατ' αναλογίαν λοιπόν, για να αποτελέσει η εξεταζόμενη εδώ συμπεριφορά περιστατική μαρτυρία θα πρέπει να είναι: (i) σκόπιμη, (ii) να αφορά σε ουσιώδες ζήτημα (iii) να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία ή με παραδοχή και (iv) το κίνητρο για αυτή να είναι η επίγνωση ενοχής και η ανησυχία για την αποκάλυψη της αλήθειας.

 

      Καταγράψαμε ήδη τον τρόπο με τον οποίο ασχολήθηκε με το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Έχουμε την άποψη πως δεν υπήρξε συνολική εξέταση της συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου και σίγουρα δεν φαίνεται να συσχετίστηκε αυτή με τα υπόλοιπα στοιχεία. Σημειώνουμε κατ' αρχάς πως η ενέργειά του να πηδήξει από το παράθυρο ασφαλώς ήταν εκούσια, κατά δεύτερον αφορά το ουσιώδες ζήτημα της παρουσίας του στη σκηνή εγκλήματος και κατά τρίτον έχει αποδειχθεί με την ανεξάρτητη μαρτυρία των αστυφυλάκων, χωρίς παράλληλα ούτως ή άλλως να είχε αμφισβητηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο από την Υπεράσπιση. Εκείνο που αμφισβητείται είναι το κίνητρο για την ενέργεια αυτή, δηλαδή το τελευταίο από τα πιο πάνω κριτήρια ή προϋποθέσεις.

 

      Από την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 προέκυπτε κατά λογική προέκταση πως η κίνηση του Εφεσίβλητου προς το παράθυρο και εν τέλει το πήδημα μέσω αυτού στην αυλή ταυτίζετο χρονικά επακριβώς με την άφιξη στη σκηνή των υπόλοιπων έξι αστυφυλάκων με οχήματα. Μάλιστα, αν ληφθεί υπ' όψιν πως οι αφιχθέντες πρόλαβαν να σταθμεύσουν, να κινηθούν προς την εξώπορτα και κάποιοι από αυτούς να έχουν δει το ρίξιμο της τσάντας έξω, ήταν σαφές ως θέμα λογικής πως ο Εφεσίβλητος έτρεξε προς το παράθυρο για να τους αποφύγει πριν καν προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση με την τσάντα ο κατηγορούμενος 2.

 

      Το ερώτημα βέβαια που γεννάται είναι για ποιον λόγο ανησύχησε ή φοβήθηκε ο Εφεσίβλητος αν είχε απλά πάει να δει τον φίλο του. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν απλώς ένας φίλος επισκέπτης στην αγροικία, μη έχοντας σχέση με οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει την παρουσία της Αστυνομίας εκεί. Θα μπορούσε να παραμείνει και να αναφέρει τον λόγο αυτόν, όπως εξάλλου έπραξε αργότερα, παρά να διακινδυνεύσει αφενός τη θέση του απέναντι σε οτιδήποτε και αν ερευνούσε η Αστυνομία και αφετέρου τη σωματική του ακεραιότητα πηδώντας από το παράθυρο (που δεν ήταν και τόσο χαμηλό). Είναι ζήτημα κοινής λογικής πως κάποιος ο οποίος δεν εμπλέκεται ή δεν γνωρίζει κάτι το επιλήψιμο δεν αναμένεται υπό παρόμοιες περιστάσεις να τρομάξει και να διαφεύγει μέσω παραθύρου.

 

      Δεν υπήρχε λοιπόν καμμιά αμφιβολία πως κάτι άλλο φοβήθηκε και αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ότι είχε γνώση τόσο για το τι υπήρχε στην αγροικία όσο και για τη δική του ανάμιξη και συγκεκριμένα ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να συνδεθεί και ο ίδιος. Συνεπώς το κίνητρό του ήταν η επίγνωση ενοχής και ο φόβος του να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια αυτά που τον οδήγησαν στην απέλπιδα κίνηση μέσω παραθύρου και στην προσπάθειά του να κρυφτεί, πίσω από ξύλα. Επομένως το ότι με την άφιξη της αστυνομίας πήδηξε από το παράθυρο και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τα ξύλα, αποτελεί περιστατική μαρτυρία ενοχής, η οποία εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη και δεν αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Γενετικό Υλικό (DNA) 

 

      Αποτέλεσε διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφενός πως η Υπεράσπιση δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τα ευρήματα του δρος Καριόλου, ήτοι ότι υπήρχε γενετικό υλικό του Εφεσίβλητου στα διάφορα τεκμήρια, (όπως αυτά εξειδικεύονται στις εκθέσεις του) και αφετέρου πως ό,τι απασχόλησε ήταν μόνον ο τρόπος εναπόθεσης του γενετικού υλικού. Ο δρ Καριόλου άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη για λόγους που πρωτοδίκως επαρκώς εξηγήθηκαν. Υπενθυμίζουμε ότι απολύτως αξιόπιστοι είχαν κριθεί και οι δύο μάρτυρες του Γενικού Χημείου, των οποίων επίσης η μαρτυρία έγινε εν όλω αποδεκτή. Η συνολική εικόνα η οποία προέκυψε από τον συνδυασμό των πιο πάνω ήταν ότι, εκ των 43 δειγματοληψιών που έλαβε ο δρ Καριόλου, ο Εφεσίβλητος είχε συσχετιστεί με τις 27 και από αυτές ενδιαφέρουν μόνον οι 12 δειγματοληψίες στις οποίες ο Εφεσίβλητος ήταν δότης γενετικού υλικού (στις άλλες 15 το εύρημα ήταν απλώς πως δεν μπορούσε να αποκλειστεί, που δεν ενδιαφέρει). Η μια εκ των 12 αφορούσε ένα κινητό τηλέφωνο αλλά οι υπόλοιπες 11 είχαν όλες σχέση είτε με την τσάντα στην οποία εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά είτε με τις επιμέρους μικρές ποσότητες και συσκευασίες ναρκωτικών. Σε συνδυασμό με την έκθεση του Χημείου, Τεκμήριο 56, η όλη εικόνα από τα επιστημονικά και αποδεκτά πρωτοδίκως ευρήματα δύναται να συνοψιστεί ως εξής:

Α/Α

Τεκμήριο

Περιγραφή

Επίχρισμα

Κάνναβη

Αποτέλεσμα

1

4

Τεμάχιο διαφανούς σακουλιού

Εξωτερική πλευρά  (5940-1)

0.99γρ

Ταύτιση πλήρης

2

5

Πλαστική τσάντα

Χερούλια (5940-2.1)

(όλη)

Δότης μέρους

3

5

Πλαστική τσάντα

Εσωτερική πλευρά  (5940-2.3)

(όλη)

Δότης μέρους

4

7

Τεμάχιο πράσινου σακουλιού

Εξωτερική πλευρά (5940-4.2)

9.17γρ

Δότης μέρους

5

10

Τεμάχιο διαφανούς  σακουλιού

Εξωτερική πλευρά (5940-7)

6.87γρ

Δότης μέρους

6

18

Τεμάχιο διαφανούς σακουλιού

Εξωτερική πλευρά (5940-15)

0.85γρ

Δότης μέρους

7

21

Τεμάχιο διαφανούς σακουλιού

Εξωτερική πλευρά  (5940-18)

2.71γρ

Δότης μέρους

8

23

Τεμάχιο διαφανούς σακουλιού

Εξωτερική πλευρά (5940-20)

2.83γρ

Δότης μέρους

9

27

Τεμάχιο κόκκινου σακουλιού

Εξωτερική πλευρά (5940-24)

2.93γρ

Δότης μέρους

10

30

Τεμάχιο διαφανούς σακουλιού

Εξωτερική πλευρά  (5940-27)

1.33γρ

Κύριος δότης

11

31

Τεμάχιο πράσινου σακουλιού

Εξωτερική πλευρά (5940-28)

0.93γρ

Κύριος δότης

 

      Το πρώτο το οποίο πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι στην απόφαση και δη στο σημείο που καταγράφονται τα αποδεκτά συμπεράσματα του δρος Καριόλου (σ. 43), διέφυγαν την προσοχή και δεν κατεγράφησαν οι τρεις πρώτες από τις πιο πάνω δειγματοληψίες. Είχαν βέβαια τη δική τους σημασία:

 

·          Αφενός επειδή η πρώτη αφορούσε το Τεκμήριο 4 το οποίο ήταν το τεμάχιο σακουλιού με κάνναβη που είχε εντοπιστεί μόνο του (εκτός τσάντας) πάνω στο τραπεζάκι και κυρίως διότι εδώ το ανευρεθέν γενετικό υλικό, στο οποίο εντοπίστηκε και σάλιο, είχε ταυτιστεί πλήρως με εκείνο του Εφεσίβλητου.

·          Αφετέρου επειδή η δεύτερη και η τρίτη από τις πιο πάνω δειγματοληψίες είχαν ληφθεί από δύο διαφορετικά σημεία του Τεκμηρίου 5, το οποίο είναι η τσάντα που περιείχε τις υπόλοιπες 26 συσκευασίες με κάνναβη και την οποία έριξε έξω ο κατηγορούμενος 2 μόλις αντιλήφθηκε την Αστυνομία.

 

      Περαιτέρω, όπως γίνεται αντιληπτό, όλες οι ανευρεθείσες 27 συσκευασίες ήταν μικρά τεμάχια σακουλιών στα οποία συσκευάστηκαν σχετικά μικρές ποσότητες κάνναβης. Κατ' ακρίβειαν η έκθεση της δρος Αυξεντίου, Τεκμήριο 56, είχε καταδείξει πως από τις 27 συσκευασίες η μικρότερη ήταν βάρους 0.67γρ. (Τεκμήριο 19) και η μεγαλύτερη βάρους 9.17γρ. (Τεκμήριο 7). Υπ' αυτή την έννοια ήταν ορθότατο το προηγηθέν συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ολική ποσότητα, ο τρόπος συσκευασίας και η ύπαρξη της ηλεκτρονικής ζυγαριάς ακριβείας στον ίδιο χώρο με τις συσκευασίες, καθώς και ο εντοπισμός των 75 χαρτονομισμάτων συνολικής αξίας €1.560 κατεδείκνυε ότι όλες οι 27 αυτές ποσότητες προορίζοντο για προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα. Πράγμα βέβαια για το οποίο ίσχυε και το νομοθετικό τεκμήριο εκ της ποσότητας δεδομένου ότι δεν υπήρξε και οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής του.

 

      Ένα άλλο στοιχείο το οποίο πρέπει να σημειωθεί είναι πως οι επιμέρους πλαστικές συσκευασίες δεν είχαν όλες το ίδιο χρώμα. Το στοιχείο αυτό το είχε υποδείξει στην έκθεσή της η δρ Αυξεντίου κατά τις περιγραφές που έδωσε αλλά ούτως ή άλλως, ευρισκόμενα τα αντικείμενα ενώπιον του Δικαστηρίου συνιστούσαν πλέον τα ίδια εμπράγματη ή ενσώματη μαρτυρία (real evidence) και το Δικαστήριο είχε το δικαίωμα να τα επιθεωρήσει και βασιστεί στις διαπιστώσεις του (βλ. «Η Απόδειξη», Γ.Π. Κακογιάννη, 1983, σελ. 19επ. και 688, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», ανωτέρω, σελ. 335). Πάντως και η οπτική εξέταση των συσκευασιών επιβεβαιώνει όσα κατέγραψε η δρ Αυξεντίου, ήτοι ότι, πέραν των άχρωμων πλαστικών συσκευασιών, υπάρχουν οκτώ από τις 27 που είναι χρώματος άσπρου, πράσινου και κόκκινου. Βέβαια ενδιαφέρουν κυρίως οι προαναφερθείσες 11, στις οποίες εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Εφεσίβλητου, για αυτό περιοριζόμαστε στο να πούμε ότι από αυτές δύο ήταν πράσινες (Τεκμήρια 7 και 31), μια ήταν κόκκινη (Τεκμήριο 27) και οι υπόλοιπες οκτώ ήταν άχρωμες. Τονίζουμε ότι εκτός από την τσάντα πρόκειται σε όλες τις περιπτώσεις για τεμάχια (από σακούλια) στα οποία έχουν συσκευαστεί οι μικροποσότητες κάνναβης. Αυτοί οι χρωματισμοί βέβαια δεν ήταν απολύτως καθοριστικοί πλην όμως είχαν και αυτοί τη σημασία τους εν όψει κάποιων εκδοχών του Εφεσίβλητου, οι οποίες είχαν εκφραστεί ήδη με υποβολές προς τον δρα Καριόλου.

 

      Οφείλουμε εδώ να παρατηρήσουμε ότι υπήρξαν αλλεπάλληλες προσπάθειες του δρος Καριόλου να εξηγήσει, (το εν πολλοίς αυτονόητο), πως το θέμα εδώ δεν ήταν να σκεφτεί κάποιος ένα υποτιθέμενο θεωρητικό σενάριο από την ανθρώπινη καθημερινότητα γενικά και αόριστα (αφού τα σενάρια είναι ούτως ή άλλως απειράριθμα στη ζωή) αλλά να ετίθετο ένα συγκεκριμένο σενάριο επί του οποίου ο ίδιος να τοποθετηθεί. Η πραγματικότητα είναι πως κατά την εκτενή αντεξέτασή του, τού είχαν τεθεί σε σχέση με τις 11 δειγματοληψίες συνολικά οκτώ σενάρια, με την τελική καταληκτική εισήγηση να ήταν ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε ακουμπήσει τις συσκευασίες ενόσω υπήρχε οποιαδήποτε ουσία εντός αυτών και ότι σε προγενέστερο στάδιο μπορεί (να άγγιξε), εννοώντας υπό αθώες περιστάσεις. Τα προαναφερθέντα οκτώ σενάρια δύνανται να διακριθούν σε ενότητες αναλόγως του υποβάθρου γεγονότων το οποίο προϋπέθεταν. Κάποια από αυτά αφορούσαν ένα ή περισσότερα από τα τεκμήρια στα οποία είχε εντοπιστεί γενετικό υλικό του Εφεσίβλητου ενώ άλλα αφορούσαν το σύνολο των τεκμηρίων αυτών.

 

      Η πρώτη ενότητα, εκ τριών σεναρίων, είχε ως υπόβαθρο το να υπήρξε αθώο προγενέστερο άγγιγμα από τον Εφεσίβλητο σε μια κοινή πλαστική (νάιλον) τσάντα εμπορίου την οποία αργότερα χρησιμοποίησε κόβοντας κομμάτια από αυτή ο κατηγορούμενος 2 για να συσκευάσει την κάνναβη. Αφορούσαν αφενός τη μια συσκευασία που εντοπίστηκε μόνη της με την οποία υπήρξε ταύτιση γενετικού υλικού (Τεκμήριο 4) και αφετέρου δύο άλλες εκ των συσκευασιών και δη αυτές στις οποίες ο Εφεσίβλητος ήταν ο κύριος δότης γενετικού υλικού (Τεκμήρια 30, 31).

 

      Ειδικότερα για την πρώτη, ήτοι το Τεκμήριο 4, υπεβλήθη (σ. 335) πως στην περίπτωση που ένα σακούλι είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο και το κρατά ο Εφεσίβλητος και αργότερα το παραλαμβάνει άλλος και συσκευάζει μέσα κάνναβη τότε θα εντοπιστεί πάνω σε αυτό το γενετικό υλικό του Εφεσίβλητου.

 

      Για τις άλλες δύο συσκευασίες, ήτοι τα Τεκμήρια 30, 31, υπεβλήθη (σ. 348, 349) ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να πήγε να αγόρασε ο Εφεσίβλητος ψωμί από φούρνο, να ακούμπησε στο σακούλι, μετά να το έπιασε ο κατηγορούμενος 2 και κόβοντας το κομμάτι από το σακούλι στο οποίο είχε ακουμπήσει ο Εφεσίβλητος να συσκεύασε την κάνναβη, ακουμπώντας σε άλλο σημείο από εκείνο στο οποίο είχε άμεση επαφή ο Εφεσίβλητος, οπότε να διατηρήθηκε το γενετικό υλικό του τελευταίου.

 

      Ασφαλώς, πέραν οποιωνδήποτε άλλων ζητημάτων (ως εξηγείται κατωτέρω) αυτά ήταν σενάρια τα οποία δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να ευσταθούν αφού: (i) Δεν θα παρείχαν εξήγηση για το γενετικό υλικό στις υπόλοιπες οκτώ δειγματοληψίες από τις άλλες συσκευασίες, μεταξύ των οποίων η μια είναι κόκκινη και μια άλλη είναι πράσινη (ii) Οι ίδιες οι συσκευασίες Τεκμήρια 30 και 31 είναι η μια τεμάχιο από άχρωμο σακούλι και η άλλη τεμάχιο από κόκκινο σακούλι και (iii) Δεν θα παρείχαν εξήγηση για το γενετικό υλικό στην ίδια την τσάντα, Τεκμήριο 5, η οποία είναι βέβαια ολόκληρη, (iv) Το υποτιθέμενο αθώο άγγιγμα δεν θα εξηγούσε τον εντοπισμό σάλιου μόνο σε μια συσκευασία και δη στο Τεκμήριο 4.

 

      Η δεύτερη ενότητα, εκ τεσσάρων σεναρίων, είχε ως υπόβαθρο το ότι μπορεί εκείνη τη μέρα (8.12.16) ο Εφεσίβλητος να ήταν άρρωστος και να φταρνίστηκε πάνω από τις συσκευασίες οπότε «να πετάχτηκαν σταγονίδια και να πήγαν πάνω» (πρακτικά, σ. 333, 337, 339, 348). Η θέση αυτή αρχικά υποβλήθηκε μόνο για το Τεκμήριο 4, αργότερα το σενάριο αυτό κάλυψε και τα Τεκμήρια 30, 31 με την προσθήκη να κάθονταν, ο Εφεσίβλητος με τον κατηγορούμενο 2, «γύρω από ένα τραπεζάκι» οπότε ο Εφεσίβλητος να φταρνίστηκε και να μεταφέρθηκε το γενετικό του υλικό στον χώρο (σ. 337), πιο μετά η πιθανολόγηση επεκτάθηκε ούτως ώστε να αφορά όλες τις συσκευασίες κάνναβης αλλά και την τσάντα αφού πλέον η εκδοχή ήταν να φταρνίστηκε πάνω από όλα αυτά, δηλαδή τις 26 συσκευασίες εντός της τσάντας καθώς και τη μια που ήταν έξω (Τεκμήριο 4) και εν τέλει υπεβλήθη η ελαφρώς παραλλαγμένη θέση ότι ευρισκόμενος πάνω από το τραπεζάκι μπορεί να εναπέθεσε το γενετικό του υλικό από σταγονίδια σάλιου επειδή φταρνίστηκε (σ. 348).

 

      Ανεξαρτήτως και πάλι άλλων ζητημάτων (ως εξηγείται κατωτέρω), όπως είναι εμφανές η δεύτερη αυτή ενότητα σεναρίων επικεντρώνεται στην εισήγηση ότι η εναπόθεση γενετικού υλικού μπορεί να έγινε μέσω σταγονιδίων κατά τη διαδικασία φταρνίσματος. Ήταν βέβαια σενάρια τα οποία μπορούσαν να ισχύουν μόνο σε σχέση με το Τεκμήριο 4 στο οποίο είχε εντοπιστεί σάλιο του Εφεσίβλητου και όχι σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συσκευασία ή και την τσάντα, στα οποία το γενετικό υλικό είχε άλλη προέλευση και δεν περιελάμβανε σάλιο. Με άλλα λόγια αυτά τα σενάρια δεν παρείχαν εξήγηση για το γενετικό υλικό σε αυτές τις υπόλοιπες συσκευασίες και στην τσάντα, όπως εξήγησε και ο δρ Καριόλου.

 

      Η τρίτη ενότητα αποτελείτο από ένα μεμονωμένο σενάριο έμμεσης μεταφοράς. Το τεθέν σενάριο εδώ ήταν εκείνην τη μέρα ο Εφεσίβλητος και ο κατηγορούμενος 2 να ευρίσκοντο στην αγροικία, ο Εφεσίβλητος να ακούμπησε στο στόμα του, να το καθάρισε με το χέρι του και στη συνέχεια να έκαμε χειραψία με τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος μετά να ακούμπησε στις συσκευασίες κάνναβης (σ. 342). Ο δρ Καριόλου εξηγούσε ότι το ερώτημα δεν ήταν αν γίνεται κάτι ή όχι (σ. 342), ήτοι αν δύναται θεωρητικά και γενικά να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση πλην όμως η Υπεράσπιση επέμενε ότι, ασχέτως του συγκεκριμένου κάθε φορά σεναρίου, αυτό το οποίο την ενδιέφερε ήταν το κατά πόσον υπήρχε πιθανότητα να είχε υπάρξει οποιοδήποτε από τα σενάρια. Αυτή ήταν μια γενική υποβολή για οτιδήποτε είχε προηγουμένως υποβληθεί στον δρα Καριόλου (βλ. σ. 343: «Κύριε μάρτυς, όποιο και να είναι το σενάριο... όποιο πιάσεις, εμένα με ενδιαφέρει εάν υπάρχει πιθανότητα»).

 

      Όπως διαπιστώνεται, τέτοιες εισηγήσεις φαίνεται επηρέασαν και τη σκέψη της πρωτόδικης Δικαστού, παρά τη δική της παλαιότερη ορθή παραίνεση προς την Υπεράσπιση (κατά τη διαδικασία) ότι ήταν χωρίς νόημα να θέτει τόσα σενάρια απλώς για να καταδείξει γενικά την ύπαρξη πιθανότητας, χωρίς δηλαδή να ήταν θέση της Υπεράσπισης, αφού τα σενάρια μπορούσε θεωρητικά να είναι ανεξάντλητα (σ. 347).

 

      Ήταν λόγω του πιο πάνω επηρεασμού προφανώς που σημειώθηκε στην απόφαση πως ο δρ Καριόλου δεν απέκλεισε την πιθανότητα να εναποτέθηκε πάνω στο Τεκμήριο 4 το σάλιο υπό εντελώς αθώες περιστάσεις. Δεν ήταν όμως δικό του καθήκον να συνεκτιμήσει την ύπαρξη του σάλιου εκεί και να καταλήξει σε σχέση με την ενοχή ή όχι. Ο ίδιος εντόπισε σάλιο και ορθώς απάντησε ότι θεωρητικά υπήρχαν διάφοροι τρόποι και περιστάσεις να εναποτεθεί εκεί. Μια τέτοια πιθανότητα θα ήταν όντως το αθώο τυχαίο φτάρνισμα κάποιου επισκέπτη σε σπίτι φίλου του. Η διαφορά είναι ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο μαρτυρίας το οποίο, να ενεργοποιούσε την υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει και αποφασίσει τέτοιο θέμα. Δεν έχει σημασία από ποια πλευρά θα προερχόταν μια τέτοια μαρτυρία. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα και από πλευράς των αστυφυλάκων οι οποίοι να είχαν ακούσει το φτάρνισμα. Το θέμα είναι να αναδύεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο (εναπόθεσης με φτάρνισμα) από την ολότητα της μαρτυρίας. Όμως ούτε καν ο Εφεσίβλητος στην ανώμοτη δήλωσή του δεν προέβαλε ότι εκείνη τη μέρα ήταν άρρωστος και είχε φταρνιστεί. Συνεπώς το φτάρνισμα ήταν και παρέμενε μια θεωρητική πιθανότητα. Θα μπορούσε κάποιος άλλος να παραθέσει άλλες πολλές θεωρητικές πιθανότητες αναλόγως της ευρύτητας της φαντασίας την οποία διαθέτει. Απλά όμως δεν ήταν θέμα πιθανολογήσεων αλλά μαρτυρικού υποβάθρου το οποίο απουσίαζε.

 

      Ασφαλώς τα ίδια κατ' αναλογίαν ισχύουν και για τα σενάρια περί του ότι ο Εφεσίβλητος πήγε και αγόρασε ψωμί ή ότι μέσα στο αυτοκίνητο κρατούσε τσάντα την οποίαν αργότερα χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος 2 κόβοντας τεμάχια για να συσκευάσει την κάνναβη. Όπως και για το ευφάνταστο σενάριο ότι ενώ έφτασαν μαζί, μόλις εισήλθαν έτυχε να ακουμπήσει το στόμα του με το χέρι του και αμέσως μετά έτυχε να κάμει χειραψία με τον κατηγορούμενο 2, οπότε μετέφερε γενετικό υλικό σε όλα αυτά τα σημεία. Δεν εγείροντο τέτοια ζητήματα ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης ούτε από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως εξηγούμε και πιο κάτω. Επί του παρόντος υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41:

 

        «... διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, άλλως πως τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες, ως προς τα συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιον τους και αυτό δεν είναι το έργο του Δικαστηρίου».

 

      Όπως επίσης λέχθηκε στην υπόθεση Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 704:

 

«Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική».

 

      Έχουμε ακριβώς την άποψη πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα έδωσε υπόσταση στις πιθανότητες και στα σενάρια που έθετε η Υπεράσπιση αφού όλα παρέμειναν σε επίπεδο εικασιών και θεωρητικών ασκήσεων. Ούτε ήταν ορθή η αναφορά ότι ο δρ Καριόλου σε σχέση με άλλα Τεκμήρια (εκτός δηλαδή του Τεκμηρίου 4) ανέφερε ως πιο πιθανό το σενάριο να υπήρξε άμεση επαφή. Για κάποια τεκμήρια ήταν σε θέση να εκφράσει συγκεκριμένη γνώμη και το έπραξε, βασιζόμενος στα ευρήματά του. Αυτό που είχε πει τόσο για το Τεκμήριο 4 όσο και για τα Τεκμήρια 30, 31, ήταν πως κατά την άποψή του η εναπόθεση ήταν άμεση. Η δε μαρτυρία του είχε γίνει πλήρως αποδεκτή, συνεπώς και η επιστημονική του αυτή άποψη. Άλλωστε ίσχυε και εδώ αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (ανωτέρω) και δη ότι:

 

        «Το απόλυτο δικαίωμα του εφεσίβλητου να επιλέξει, μετά που κλήθηκε σε απολογία…………………………………………………………..…………………, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και να μην καλέσει μάρτυρες, άφησε τα πράγματα ως είχαν κατά το κλείσιμο της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή και με την τεκμηριωμένη επιστημονική θέση του Δρ. Καριόλου, αλώβητη».

 

 

          Περαιτέρω, η διασύνδεση της παρούσας υπόθεσης με την υπόθεση Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428 ήταν ατυχής. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε ληστεία τράπεζας στον πάγκο του ταμείου της οποίας είχε εντοπιστεί γενετικό υλικό του εφεσείοντος. Στη βάση της μαρτυρίας του γενετιστή εκεί υπήρξε πρωτόδικη διαπίστωση ότι λόγω της πλήρους ένδυσης του δράστη (ήταν ακάλυπτη μόνο η περιοχή ματιών), η εναπόθεση γενετικού υλικού από τον ληστή ήταν δυνατή μόνον εμμέσως, ήτοι μέσω επιμολυσμένων ενδυμάτων του. Αυτό ήταν το κενό το οποίο εντόπισε το Εφετείο αφού με την ίδια πιθανότητα που το γενετικό υλικό του δράστη θα μπορούσε εμμέσως να εναποτεθεί μόνο μέσω των ενδυμάτων του, θα μπορούσε να είχε εναποτεθεί από οποιοδήποτε άλλο άτομο είχε επισκεφθεί την τράπεζα οποιαδήποτε ώρα πριν από τη ληστεία. Εννοούσε το Εφετείο ότι το υλικό του εκεί κατηγορούμενου θα μπορούσε να το είχε μεταφέρει στην τράπεζα εμμέσως κάποιος τρίτος πριν τη ληστεία, άρα δεν ήταν ασφαλής η κατάληξη ότι αυτό εναποτέθηκε από τον ληστή και ότι αυτός ήταν ο κατηγορούμενος. Η υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω) είναι καλό παράδειγμα περίπτωσης στην οποία ακριβώς η ολότητα της μαρτυρίας επέβαλλε την εξέταση του συγκεκριμένου σεναρίου. Η εναπόθεση ήταν έμμεση βάσει της μαρτυρίας και αφού δεν μπορούσε να εντοπιστεί ο χρόνος έμενε ανοικτό το ενδεχόμενο εναπόθεσης σε οποιοδήποτε χρόνο από οποιονδήποτε και άρα όχι κατ' ανάγκην κατά τη ληστεία.

 

      Στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στην υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω) έκρινε πως αφού το γενετικό υλικό ήταν μεικτό (και άλλου άντρα και γυναίκας) έπεται πως θα μπορούσε να καταδικαζόταν και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του οποίου το υλικό ανευρίσκετο σε αυτά. Αυτό, δηλαδή το ότι θα μπορούσε να καταδικαστεί και άλλο πρόσωπο του οποίου εντοπίζεται γενετικό υλικό επί ναρκωτικών ήταν ορθό αλλά καθόλου αξιοσημείωτο ή αξιοπερίεργο. Υπό κατάλληλες περιστάσεις τα πολλαπλά γενετικά υλικά σε ένα τεκμήριο είναι δυνατόν όντως να οδηγήσουν στην καταδίκη διαφόρων προσώπων ως συνεργών ή συμμετόχων στο ίδιο αδίκημα. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει όμως πως η ενοχή του ενός αποκλείει τη συνενοχή και άλλου προσώπου. Η ενοχή του καθενός θα πρέπει να κρίνεται στη βάση των στοιχείων που υπάρχουν για τον ίδιο. Άλλωστε οι αναφορές από τον δρα Καριόλου σε άλλους ήταν σχετικά περιορισμένες και συγκεκριμένα υπήρξαν: (i) Για τον πρώην συγκατηγορούμενο μόνον εν σχέσει αφενός με τη συσκευασία Τεκμήριο 21 στην οποία δότης ήταν και ο Εφεσίβλητος και αφετέρου εν σχέσει με τη ζυγαριά Τεκμήριο 32 στην οποία ο Εφεσίβλητος δεν μπορούσε να αποκλειστεί, (ii) Για άγνωστο άνδρα μόνον εν σχέσει με το εσωτερικό της τσάντας Τεκμήριο 5 στην οποία ήταν δότες με τον Εφεσίβλητο και αφετέρου με ένα από τα τηλέφωνα (Τεκμήριο 34) με το οποίο δεν είχε σχέση ο Εφεσίβλητος και (iii) Για την άγνωστη γυναίκα μόνον εν σχέσει με άλλο κινητό τηλέφωνο (Τεκμήριο 35) στο οποίο ο Εφεσίβλητος ήταν επίσης δότης μέρους του γενετικού υλικού ενώ εκείνη είχε κύρια συνεισφορά.

 

      Η ύπαρξη των πιο πάνω γενετικών υλικών κυρίως σε κινητά τηλέφωνα, σε μια συσκευασία και στο εσωτερικό της τσάντας δεν μπορούσε ως θέμα λογικής να εξαλείψει ή εξαφανίσει τη σύνδεση του Εφεσίβλητου με εννέα συσκευασίες και την ίδια την τσάντα στην οποία ήταν τοποθετημένες. Ιδιαίτερα όταν για τρεις συσκευασίες η αποδεκτή μαρτυρία του δρος Καριόλου ήταν πως επρόκειτο για άμεση εναπόθεση γενετικού υλικού, ο παραλληλισμός με την υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω) ήταν άστοχος και κακώς επέδρασε στη σκέψη του Δικαστηρίου. Στην παρούσα ούτως ή άλλως ο Εφεσίβλητος δεν αμφισβητούσε ούτε την παρουσία του στη σκηνή ούτε το γεγονός ότι τράπηκε σε φυγή ούτε το ότι προσπάθησε να κρυφτεί ούτε και την απάντηση που έδωσε όταν εντοπίστηκε. Θα λέγαμε πως ακόμα και αυτά τα στοιχεία από μόνο τους ήταν επαρκέστατα υπό τις περιστάσεις να οδηγήσουν στο μοναδικό λογικό συμπέρασμα ότι η άφιξή του εκείνη τη μέρα με τον κατηγορούμενο 2 στην αγροικία είχε αναμφίβολα άμεση σχέση με τις 27 συσκευασίες ναρκωτικών για τις οποίες είχε πλήρη γνώση όσον αφορά τη φύση και τον σκοπό τους. Αυτός ήταν αναμφίβολα και ο λόγος που αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την Αστυνομία επιχείρησε να διαφύγει από το παράθυρο και να κρυφτεί σε ξύλα.

 

          Στην πραγματικότητα ο εντοπισμός γενετικού υλικού σε τόσες συσκευασίες κάνναβης, καθώς και στην τσάντα στην οποία είχαν τοποθετηθεί, ήταν επιπρόσθετα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας τα οποία καθιστούσαν ακλόνητο το συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος εμπλέκετο στην κατοχή των συσκευασιών κάνναβης. Όλα τα σενάρια που είχαν προβληθεί, ήτοι του φταρνίσματος, της χειραψίας και του αθώου προγενέστερου αγγίγματος σε σακούλι εντός του αυτοκινήτου δεν ήταν καν προς συζήτηση αφού δεν αναδύετο κάτι σχετικό από την ολότητα της μαρτυρίας. Ειδικά το τελευταίο κατέρρεε και για τον επιπλέον λόγο ότι η εμπράγματη μαρτυρία κατέδειξε πως θα έπρεπε να εξηγηθεί το γενετικό υλικό όχι μόνο στην άχρωμη τσάντα του Τεκμηρίου 5, αλλά και στα άχρωμα τεμάχια των Τεκμηρίων 4, 10, 18, 21, 23, 30 και κυρίως σε πράσινη τσάντα για τα Τεκμήρια 7 και 31 καθώς και κόκκινη για το Τεκμήριο 27. Με άλλα λόγια θα έπρεπε να τύχει σωρευτικά (i) Να άγγιξε σε τέσσερις τσάντες οι οποίες αργότερα έτυχε να χρησιμοποιηθούν από άλλον για συσκευασίες κάνναβης (ii) Να έτυχε εκείνην τη μέρα να τον μεταφέρει στην κτηνοτροφική περιοχή ο φίλος του για επίσκεψη (iii) Να έτυχε εκείνην τη μέρα να ευρίσκονται όλες αυτές οι συσκευασίες σε τραπεζάκι.

 

      Καταληκτικά και συνεκτιμώντας τους προαναφερθέντες παράγοντες (Phipson on Evidence, ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι η όλη μαρτυρία δεν αποκάλυπτε κάποια αθώα εξήγηση για το γενετικό υλικό αλλά το αντίθετο, ήτοι ότι το γενετικό υλικό ευρίσκετο επί των αντικειμένων τα οποία συνιστούν το αδίκημα, ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα ευρίσκετο δίπλα από τα ναρκωτικά, σε τρεις τουλάχιστον δειγματοληψίες από τα ναρκωτικά ο Εφεσίβλητος ήταν ο κύριος δότης γενετικού υλικού (ενώ στις υπόλοιπες ήταν δότης μέρους) και τέλος η επιστημονική μαρτυρία για τις τρεις αυτές περιπτώσεις ήταν πως επρόκειτο για άμεση εναπόθεση γενετικού υλικού (primary transfer).

 

      Στη βάση των πιο πάνω δεν συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη ότι ο Εφεσίβλητος άγγιξε τα ναρκωτικά «ανεπίγνωστα ως προς τη μελλοντική τους χρήση από άλλο πρόσωπο». Το μοναδικό ασφαλές και εύλογο συμπέρασμα ήταν πως είχε πλήρη γνώση και για το είδος αλλά και για τον σκοπό τον οποίον προορίζοντο. Η υπάρχουσα περιστατική μαρτυρία δεν συμβιβάζεται με οποιαδήποτε άλλη λογική ερμηνεία ή συμπέρασμα.

 

      Ούτε βέβαια συμφωνούμε με το επιχείρημα ότι πρόκειται για περίπτωση στην οποία ο κατηγορούμενος είχε απλή γνώση ως προς την κατοχή υπό άλλου προσώπου. Το γενετικό υλικό κατεδείκνυε εμπλοκή στην ίδια τη  διαδικασία συσκευασίας των ναρκωτικών, ήτοι στην προετοιμασία τους για προμήθεια σε τρίτους, η κοινή άφιξη και ενασχόληση με αυτά επιβεβαίωνε τη συνεργασία των δύο και η διαφυγή του Εφεσίβλητου με την προσπάθεια απόκρυψής του σφράγιζε το συμπέρασμα ότι μετείχε στην κατοχή της επίδικης ποσότητας, η οποία συνιστούσε κοινή παρακαταθήκη (common pool) κατά τα λεχθέντα στην υπόθεση Σίφουνας κ.ά v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91.

 

      Στη βάση όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση καταδικαστική, κρίνοντας τον Εφεσίβλητο ένοχο και στις δυο κατηγορίες.

 

 

                                               

X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                        Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                        Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο