ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. AGRIDIOTIS INSURANCE AGENTS, SUB-AGENTS AND CONSULTANTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε79/2023, 26/9/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε79/2023)

(i-justice)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ,

2. ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΛΤΔ,

3. ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ,

4. ΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσείοντες,

v.

 

AGRIDIOTIS INSURANCE AGENTS, SUB-AGENTS AND CONSULTANTS LTD,

Εφεσίβλητοι.

____________________

 

 

Κ. Κουκούνης με Χρ. Ζαντή (κα) για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε και Χ. Σταυράκης για Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε.

Θ. Ανδρέου με Θ. Ανδρέου (κα) για Θεοφάνης Ανδρέου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν, στις 20.05.2022, σε πρωτόδικο Δικαστήριο, αίτηση – στο εξής η Κύρια Αίτηση -, ως μετόχοι μειοψηφίας στην εταιρεία Ασφαλιστική Εταιρεία η «Κεντρική» Λίμιτεδ – στο εξής οι εφεσείοντες 1 – ζητώντας τη διάλυση τους, δυνάμει του Άρθρου 211(στ) του Κεφ. 113, στη βάση της εκδοχής τους ότι η διοίκηση των εφεσειόντων 1 διεξάγεται κατά τρόπο καταπιεστικό.  Στη συνέχεια οι εφεσείοντες 1, και μετά που καταχώρισαν ένσταση ενάντια στην Κύρια Αίτηση, καταχώρησαν, στις 21.10.2022, αίτηση παραμερισμού της Κύριας Αίτησης η οποία, αφού εκδικάστηκε απορρίφθηκε στις 02.06.2023.  Στις 04.07.2023 που η Κύρια Αίτηση ήταν ορισμένη για να δοθεί ημερομηνία ακρόασης οι εφεσείοντες 1, δια των συνηγόρων τους, εισηγήθηκαν, προφορικά, προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, την απόρριψη της Κύριας Αίτησης των εφεσίβλητων, ως εγκαταληφθείσα, επειδή οι τελευταίοι δεν είχαν συμμορφωθεί, ως ήταν η θέση των εφεσειόντων 1, με καταχώρηση Κλήσης για Οδηγίες, δυνάμει της  Δ.30 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Επί της εν λόγω εισήγησης τοποθετήθηκαν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και οι δύο πλευρές.  Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε κάθετί που τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε, με απόφαση του, ημερομηνίας 26.10.2023, στην απόρριψη της προφορικής εισήγησης των εφεσειόντων 1, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.   

 

Η προαναφερόμενη πρωτόδικη κατάληξη, απόρριψης της εισήγησης των εφεσειόντων, στηρίχθηκε σε σκεπτικό μέρος του οποίου παρατίθεται στη συνέχεια:

 

«Στον περί Εταιρειών Νόμο και συγκεκριμένα στο άρθρο 213(1) καθορίζεται ότι ένα τέτοιο αίτημα υποβάλλεται στο Δικαστήριο με αίτηση. Το αγγλικό κείμενο του νόμου κάνει αναφορά ότι «application to the court …shall be made by σε petition.». Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Η Εκκαθάριση Εταιρειών», Β έκδοση του Δρος Α. Ποιητή στο Κεφαλαίο Β στη σελ. 42 «Είναι φανερό ότι η λέξη application  χρησιμοποιείται στο νόμο όχι με το νομικό όρο που καθορίζουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, αλλά με την κοινή σημασία της  λέξης. Έτσι η λέξη application  δεν καθορίζει τη μορφή του δικογράφου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, αλλά το αίτημα, το οποίο υποβάλλεται για να εξετασθεί από το Δικαστήριο, όπως το αντιλαμβάνεται ο απλός πολίτης. Αντίθετα η λέξη petition καθορίζει το δικογραφικό τύπο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για υποβολή του αιτήματος αυτού. Για αυτό το αγγλικό κείμενο πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι το πιο κατατοπιστικό για το μελετητή.» Να σημειώσω εδώ, για όποια σημασία και να έχει στην παρούσα, ότι στην υπόθεση Pelmako Development Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1369  αναφέρθηκε ως ορθή διατύπωση για την αίτηση/petition η λέξη «αναφορά», και στη υπόθεση O.M. Investments & Finance Ltd v Lapwing Ltd, Πολ. Εφ. 195/2012 και 195/2012  ημερ. 17.10.2018 ως «υπόμνημα».

Στον περί Εταιρειών Νόμο καταγράφονται επίσης οι προϋποθέσεις που χρειάζεται να τηρηθούν για να γίνει αποδεκτή η καταχώρηση μιας τέτοιας αίτησης προτού οριστεί και τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.  Στους περί Εταιρειών Κανονισμούς γίνεται αναφορά για τον τίτλο που πρέπει να έχει κάθε αίτηση (καθορίζοντας τις αιτήσεις σε petitions και summons). Στο άρθρο 214 του ίδιου Νόμου καθορίζονται και οι εξουσίες του Δικαστηρίου στα πλαίσια ακρόασης της εν λόγω αίτησης.

Όσον αφορά τον τύπο της αίτησης που καταχωρείται, πέραν των όσων ανέφερα πιο πάνω, όπου προβλέπεται αυτή να είναι υπό μορφή petition, δηλαδή αίτηση όπως μεταφράστηκε στο νόμο, και τις προϋποθέσεις για τον τίτλο αυτής, δεν υπάρχει σχετικό έντυπο στον περί Εταιρειών Νόμο όπως επίσης ούτε και στους σχετικούς κανονισμούς. Και τούτο σε αντιδιαστολή με τις αιτήσεις που περιέχονται στους καν. 5 – 8 των περί Εταιρειών Κανονισμών,  όπου η φύση της αίτησης και ο τύπος προβλέπεται ρητά, στους οποίους, όπως ήδη ανέφερα, δεν περιλαμβάνεται η αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας.

Ερχόμενη τώρα στον τρόπο εκδίκασης μιας τέτοιας αίτησης, αυτός θεωρώ ότι έχει πλέον ξεκαθαριστεί από τη νομολογία, και η εισήγηση του κ. Σταυράκη ως προς την εφαρμογή της Δ.30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών δεν με βρίσκει σύμφωνη. Στην υπόθεση Κασπαρής Σάββας Ιωάννη (2013) 1 Α.Α.Δ. 2476 στην οποία προσβάλλετο διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία επέτρεψε την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στα πλαίσια αίτησης εκκαθάρισης, το Ανώτατο Δικαστήριο, με μονομελή σύνθεση, με παραπομπή στην απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Εταιρική Αίτηση 259/89 Επί της αφορώσι την εταιρεία D.J. Demades & Sons Ltd, ημερομηνίας 28.5.1990, επανέλαβε τα ακόλουθα: ««Μια Εταιρική Αίτηση ακολουθεί, κατά κανόνα, τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όταν δεν γίνεται εξειδικευμένη πρόνοια στους περί Εταιρειών (Διάλυσις) Κανονισμούς του 1933-38 (δέστε τον Κανονισμό 92 και την υπόθεση KMC Motors Ltd v. Josephanco Trading and Contracting Company (1984) 1  Α.Α.Δ. 390). Η ιδιαιτερότητα μιας Εταιρικής Αίτησης έγκειται στο μηχανισμό παρουσίασης της με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ 113 και τους περί Εταιρειών Κανονισμούς του 1951. Η εκδίκαση γίνεται κατά κανόνα με βάση τα γεγονότα που στηρίζουν την Αίτηση και Ένσταση αντίστοιχα όπως πιστοποιούνται από τις Ένορκες Δηλώσεις που τις συνοδεύουν.»

 

Περαιτέρω, στο σύγγραμμα του Pennington Company Law, 4η Έκδοση, σελ. 698, αναφέρεται:

 

«The hearing of a winding up petition is held in open court by one of the judges of the Companies Court. The evidence on the hearing consists of the affidavits filed in support of and against the petition, unless the court permits testimony to be given orally. The affidavit verifying the petition is prima facie proof of the facts alleged by it and suffices to prove the petitioner´s case unless there are affidavits filed in opposition.»». (ο τονισμός και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Το γεγονός ότι στους περί Εταιρειών Κανονισμούς και στους περί Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμούς γίνεται πρόνοια και για εφαρμογή των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς δεν επηρεάζει την πιο πάνω κρίση μου, εφόσον εκεί καθίσταται σαφές ότι η εφαρμογή τους γίνεται στην έκταση που οι κανονισμοί που αφορούν τον περί Εταιρειών Νόμο δεν έχουν οι ίδιοι σχετικές με το ζητούμενο πρόνοιες. Στο καν. 92 τον περί Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμών αναφέρεται συγκεκριμένα ότι: "Where no provision is made in these Rules regarding any matter arising out of winding-up proceedings, the Rules of Court governing Civil Proceedings (inclu ding the Bankruptcy Rules) shall, so far as they are not repugnant to these Rules, apply to such matter". Η σχετική διαταγή έχει ερμηνευθεί σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ένα θέμα το οποίο καλύπτει είναι και η αίτηση για παραμερισμό της αίτησης εκκαθάρισης, διαδικασία που ήγειρε και ο ίδιος ο κ. Σταυράκης στα πλαίσια της παρούσας. Επί του θέματος υπάρχει δε και αρκετή νομολογία. Ενδεικτικά αναφέρω την απόφαση KMC MOTORS LTD (πιο πάνω) και την Αίτηση Αναφορικά με την PAN AMAN HOTELS LTD (2001) 1 Α.Α.Δ. 1962.

Για τους λόγους που ανέφερα και πιο πάνω, η πορεία μιας αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας μέχρι και την εκδίκαση της δεν θεωρώ, ως η θέση του κ. Σταυράκη, ότι διέπεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς. Η εκδίκαση της, όπως προκύπτει από τη νομολογία που ανέφερα και πιο πάνω, γίνεται στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που τη στηρίζουν. Κατά συνέπεια από αυτό προκύπτει ότι η εκδίκαση της δεν γίνεται όπως θα εγίνετο μια αγωγή. Εξάλλου, πέραν τούτου, σύμφωνα και με τη νομολογία όπου σε εταιρικές αιτήσεις το ποσό δεν είναι εκκαθαρισμένο ή εγείρονται θέματα πολύπλοκα το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει σε απόρριψη της αίτησης εφόσον τα εγειρόμενα και πολύπλοκα αμφισβητούμενα θέματα ορθό είναι να επιλύονται στα πλαίσια αγωγής.

………………………………………………………………………………

Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα ανέφερα πιο πάνω επαναλαμβάνω ότι μια τέτοια αίτηση/petition, η οποία καταχωρείται και ορίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου, εκδικάζεται κατά κανόνα στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που τη στηρίζουν, εννοώντας και της ένστασης, με δικαίωμα προσκόμισης προφορικής μαρτυρίας όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο με αντεξέταση των ενόρκων δηλούντων. Συνεπώς δεν θεωρώ ότι η Δ.30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών έχει εφαρμογή στην εκδίκαση μιας τέτοιας αίτησης και ούτε η πλευρά των αιτητών όφειλε να προχωρήσει στην καταχώρηση κλήσης οδηγιών δυνάμει των προνοιών της Δ.30. Κατά συνέπεια και η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εγκαταληφθείσα.»

 

Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την προαναφερόμενη, εκκαλούμενη, απόφαση και καταχώρισαν την παρούσα έφεση, την οποία υποστηρίζουν με δεκαέξι (16) λόγους έφεσης, αμφισβητώντας την ορθότητα των πιο πάνω πρωτόδικων συμπερασμάτων.  Ειδικότερα, και συνοπτικά, η ουσία των λόγων έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως η Κύρια Αίτηση των εφεσίβλητων δεν εκδικάζεται σύμφωνα και με τους παλαιούς Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς και ειδικότερα τη Δ.30 Κ(1)(γ) και/ή ότι η εν λόγω Διαταγή δεν έχει εφαρμογή στις αιτήσεις εκκαθάρισης (1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 6ος, 7ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος και 14ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως στις εταιρικές αιτήσεις δεν υπάρχουν δικόγραφα εν τη αυστηρή εννοία του νόμου (5ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε συμπέρασμα πως «… η παρούσα αίτηση petition δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται» (8ος λόγος έφεσης), ότι δεν εφαρμόστηκε η νομολογία και το πνεύμα της και/ή ερμηνεύθηκε λανθασμένα (9ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε πως η καταχώριση της ενδιάμεσης αίτησης για παραμερισμό της Κύριας Αίτησης αποτελούσε κώλυμα έγερσης της εισήγησης για απόρριψη της Κύριας Αίτησης εξαιτίας της μη συμμόρφωσης με τη Δ.30 (15ος λόγος έφεσης), και, τέλος, ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη (16ος λόγος έφεσης).

 

Ξεκαθαρίζουμε, από αυτό το στάδιο, έχοντας μελετήσει όλο το αναγκαίο υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, πως με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε μόνο η εισήγηση - προφορικό αίτημα απόρριψης της Κύριας Αίτησης, το οποίο υπέβαλε η πλευρά των εφεσειόντων 1, συνεπώς, οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 δεν νομιμοποιούνται να αμφισβητούν το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, ούτε και προωθήθηκε οποιοδήποτε σχετικό προς τούτο επιχείρημα ή λόγος έφεσης.  Συνακόλουθα, η συμπερίληψη τους ως εφεσείοντες στον τίτλο της έφεσης προβάλλει να είναι άνευ νομικού ερείσματος και η έφεση τους απαράδεκτη.

 

Διαπιστώνεται, περαιτέρω, πως οι λόγοι έφεσης, πλην των υπ’ αριθμούς 8, 9, 15 και 16, αντιμάχονται τα επιμέρους συμπεράσματα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περιστρεφόμενοι γύρω από το κατά πόσο έχει εφαρμογή ή μη η Δ.30 επί της εταιρικής αίτησης εκκαθάρισης των εφεσίβλητων, και κατά πόσο ήταν ορθό αυτή να απορριφθεί, ως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες 1, ενόψει του ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καταχωρίσει Κλήση για Οδηγίες. Θα εξετάσουμε, ως εκ τούτου, τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 4, 6, 7, 10, 11, 12, 13 και 14, στη συνέχεια, στο πλαίσιο ενιαίας κρίσης, αφού είναι, μεταξύ τους, συνδεδεμένοι με την τελική, πρωτόδικη, κρίση.

 

Προηγουμένως όμως διατυπώνουμε την κρίση μας ότι ο λόγος έφεσης αρ. 8 είναι απορριπτέος, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του επί της ουσίας, αφού δεν εντοπίζεται να διατυπώθηκε συμπέρασμα, στην εκκαλούμενη απόφαση «… ότι η παρούσα αίτηση – αίτηση petition δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται». Ό,τι προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης είναι πως το Δικαστήριο απέρριψε την προφορική εισήγηση – αίτημα των εφεσειόντων 1, με το οποίο ζήτησαν την απόρριψη της Κύριας Αίτησης.  Συνεπώς, ο λόγος έφεσης αρ. 8 είναι ανεδαφικός.

 

Όσον αφορά στην ουσία των υπόλοιπων λόγων έφεσης, και αφού έχουμε αξιολογήσει όλα τα επιχειρήματα και τις θέσεις των δύο πλευρών – διαδίκων, όπως τις ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους, καθώς και όλο το υλικό που βρίσκεται ενώπιον μας, προβαίνουμε στις πιο κάτω διαπιστώσεις και συμπεράσματα.  Συμφωνούμε, κατ’ αρχήν, με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαδικασία εκδίκασης της επίδικης Κύριας Αίτησης δεν είναι η ίδια, ως η διαδικασία εκδίκασης μίας αγωγής.  Με την Κύρια Αίτηση ζητήθηκε συγκεκριμένη θεραπεία, για εκκαθάριση των εφεσειόντων 1, ως νομικό πρόσωπο που είναι, ενώ με την εκδίκαση μίας αγωγής ζητείται, κυρίως, είτε η ικανοποίηση απαίτησης, χρηματικής αξίας ή μη χρηματικής, είτε η έκδοση διαταγμάτων προς διασφάλιση ή προστασία δικαιωμάτων.  Συνεπώς, ως ορθά υπέδειξε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, ο τρόπος προώθησης μίας αίτησης εκκαθάρισης διαφέρει από τον τρόπο προώθησης μίας αγωγής.  Διαφορετική, άλλωστε, είναι συνήθως και η μορφή της ακροαματικής διαδικασίας που διεξάγεται.  Προφανώς η διαδικασία εκδίκασης των δύο διαβημάτων είναι διακριτή.

 

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, άντλησε, για το σκεπτικό του, αναφορές από νομολογία που σχετίζονται με τη διαδικασία εκδίκασης αιτήσεων εκκαθάρισης και κατά πόσο καταχωρούνται δικόγραφα ή αν οι ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση ή την ένσταση συνιστούν δικόγραφα ή αν επιτρέπεται προφορική μαρτυρία, ωστόσο, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, δεδομένου του περιεχομένου της Δ.30, είναι κατά πόσο η Δ.30 Κ.1(γ) εφαρμόζεται και στις εταιρικές αιτήσεις και όχι μόνο στις «αγωγές» και σε ποιο βαθμό.  Ίδιο ζήτημα μας απασχόλησε στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ κ.ά. v. NASO ELIADOU INSURANCE AGENTS AND CONSULTANTS LTD, Πολιτική Έφεση Ε80/2023 (i-justice), ημερομηνίας 23.09.2024, όπου το ζήτημα αποφασίστηκε κατά τρόπο που ερμηνεύθηκε πως η Δ.30 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών τυγχάνει εφαρμογής και στις εταιρικές αιτήσεις, στο βαθμό που αυτή δεν συγκρούεται με πρόνοιες του Κεφ. 113, και των Περί Εταιρειών Κανονισμών 396/1944, αλλά και ανάλογα, λαμβανομένης υπόψη της φύσης τέτοιων αιτήσεων.  Τα σχετικά αποσπάσματα έχουν ως ακολούθως: 

 

«Το ερώτημα ωστόσο που πρέπει να απαντηθεί, δεδομένου του περιεχομένου της Δ.30, δεν είναι αν η αίτηση εκκαθάρισης εταιρείας εξισούται με αγωγή, αλλά αν η αναφορά στη Δ.30 Κ.1(γ) για «αγωγές» περιλαμβάνει και οποιοδήποτε άλλο διαδικαστικό διάβημα, όπως είναι οι Γενικές Αιτήσεις, περιλαμβανομένης της επίδικης, ή οι Εναρκτήριες Κλήσεις.  Η φύση της αγωγής, ως διαδικαστικό διάβημα για προστασία δικαιωμάτων και προς ικανοποίηση θεραπειών, διαφέρει από τα υπόλοιπα διαδικαστικά διαβήματα πολιτικής διαδικασίας, ωστόσο αυτό το γεγονός, ως κρίνουμε, από μόνο του, δεν αποκλείει την εφαρμογή της Δ.30 στις αιτήσεις εκκαθάρισης.  Σκοπός της Δ.30 Κ.1(γ) προφανώς, μεταξύ άλλων, είναι η προετοιμασία ακρόασης του διαδικαστικού διαβήματος και η αποφυγή έγερσης ενδιάμεσων ζητημάτων, σε προχωρημένο στάδιο, οπότε θα καθυστερούσε η έναρξη της ακρόασης.  Επίσης, και η αποφυγή αχρείαστων εξόδων και η απώλεια δικαστικού χρόνου.  Τα ζητήματα που είναι δυνατό να εγερθούν ενδιάμεσα, προφανώς, είναι πολύ περισσότερα σε μία αγωγή απ’ ότι σε μία Εναρκτήρια Κλήση ή Γενική Αίτηση, και αυτό οφείλεται στη διαφορετική φύση του κάθε διαβήματος. 

 

Προκύπτει, εύλογα, το ερώτημα κατά πόσο είναι απαραίτητο, αλλά και πρακτικά ωφέλιμο, να εκδοθεί Κλήση για Οδηγίες σε μια Αίτηση – Petition.  Σε μια αγωγή συνήθως δίδονται οδηγίες για αποκάλυψη εγγράφων, για τον αριθμό μαρτύρων, ή επιθεώρηση εγγράφων, και άλλα ενδιάμεσα ζητήματα, τα οποία, όμως, δεν απαιτούνται, λόγω της φύσεως της Αίτησης – Petition, αφού η μαρτυρία και τα έγγραφα βρίσκονται ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και των διαδίκων. Καθίσταται αντιληπτό πως ό,τι προκύπτει, από τα προλεγόμενα, είναι η διαφορετικότητα των δύο διαδικασιών, ωστόσο δεν είναι ορθό το πρωτόδικο απόλυτο συμπέρασμα ότι η Δ.30 δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.  Είναι δε ορθό, ως κρίνουμε, να γίνεται λόγος για εφαρμογή της Δ.30 στις Αιτήσεις – Petition στον βαθμό που επιτρέπει η φύση του εν λόγω διαδικαστικού διαβήματος.  Συνακόλουθα, είναι επιτρεπτή η Κλήση για Οδηγίες και δεν αποκλείεται αν οι διάδικοι, ή ένας εξ αυτών, ζητήσουν, και το Δικαστήριο, αφού εξετάσει το αίτημα το αποδεχθεί, να δώσει, στον βαθμό και στην έκταση που κριθεί δικαιολογημένο, οδηγίες για κάποια ζητήματα που θα εγερθούν στη διαδικασία της Αίτησης – Petition, επί παραδείγματι αντεξέταση επί ένορκης δήλωσης, παραδοχές γεγονότων, ή συνένωση αιτήσεων, υιοθετώντας, ανάλογα, πρόνοιες από τη Δ.30, προσαρμόζοντας την εν λόγω Διαταγή στη φύση της υπό συζήτηση  πολιτικής διαδικασίας. Τέτοιες οδηγίες, ενδεχομένως, αν κριθεί ορθό, από το εκδικάζον Δικαστήριο, να δίδονται και σε μεταγενέστερο χρόνο από τη συμπλήρωση της προθεσμίας που προβλέπεται στη Δ.30 1.(α), εν πάση όμως περιπτώσει, όχι πριν τον ορισμό για ακρόαση.

 

Προχωρώντας, περαιτέρω, στην ουσία του ζητήματος, δεν θεωρούμε ότι είναι ορθό να ερμηνευθεί πως ήταν πρόθεση του συντάκτη της Δ.30 Κ.1(γ) να εξαιρεθεί η εφαρμογή της στις αιτήσεις εκκαθάρισης που ανήκουν στην πολιτική διαδικασία.  Αν υπήρχε τέτοια πρόθεση, τότε, θα γινόταν ρητή αναφορά, όπως έγινε και στην περίπτωση των υποθέσεων διαζυγίου (βλέπε Δ.30 Κ.10(3)).  Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι η Δ.30 έχει εφαρμογή σε όλες τις πολιτικές διαδικασίες (βλέπε και υπόθεση Κ.Μ. κ.α. v. Αναφορικά με την Α.Μ.Κ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 436/2012, ημερομηνίας 10.07.2019, ECLI:CY:AD:2019:A297, όπου υποδείχθηκε η μη χρήση της Δ.30 πριν την έναρξη της ακρόασης οπότε δεν εγκρίθηκε αίτημα για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας μεσούσης της ακρόασης).  Ταυτόχρονα όμως κατανοούμε πως η φύση του κάθε διαβήματος πολιτικής διαδικασίας θα πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την εφαρμογή της Δ.30 Κ.1(γ)

 

Κατά συνέπεια των πιο πάνω, η θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων 1, η οποία διατυπώθηκε κατηγορηματικά, ότι για την ακολουθητέα διαδικασία ακρόασης Αίτησης – Petition – ίσχυαν απόλυτα και καθολικά οι παλαιοί Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, δεν γίνεται αποδεκτή.  Φρονούμε ότι συντρέχει ο παράγοντας της σχετικότητας, υπό την έννοια ότι, ως κρίνουμε, η ακολουθητέα διαδικασία εκδίκασης για τέτοιου είδους αιτήσεις, - petition – προκύπτει εν μέρει από το Άρθρο 213 του Κεφ. 113, εν μέρει από τον Περί Εταιρειών Κανονισμό (396/1944) και, όπου δεν υπάρχει ειδική πρόνοια για αντιμετώπιση εγερθέντος ζητήματος, συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι παλαιοί Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, στο βαθμό όμως που η όποια εφαρμογή τους δεν αντίκειται στις πρόνοιες είτε του Κεφ. 113 είτε των προαναφερόμενων Κανονισμών (βλέπε Κ.3 των Περί Εταιρειών Κανονισμού).

 

Ως αβάσιμη κρίνεται και η θέση των εφεσειόντων 1 ότι το περιεχόμενο του  Άρθρου 2 του Ν. 14/1960 υποστηρίζει την εκδοχή τους για την εφαρμογή της Δ.30.  Έχουμε κατά νου ότι «αγωγή», σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 14/1960 σημαίνει «πολιτική διαδικασία με την οποία εγείρεται απαίτηση», ωστόσο ισχύει, στην παρούσα περίπτωση, η εφαρμογή της πρόνοιας της Δ.1 Κ.2 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ως ειδικής, όπου προνοείται (σε ελεύθερη μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά), στον ορισμό της «αγωγής», πως «Σε αυτούς τους Κανονισμούς, εκτός αν είναι αντιφατικό με το κείμενο, «αγωγή» σημαίνει πολιτική διαδικασία αρξάμενη με κλητήριο ή με άλλο τέτοιο τρόπο που μπορεί να ορίζεται σε οποιοδήποτε νόμο ή Κανόνες Δικαστηρίου».  Από το κείμενο της Δ.30 δεν προκύπτει, φρονούμε, οτιδήποτε το οποίο να μην επιτρέπει την υιοθέτηση της εν λόγω ερμηνείας, αντίθετα, φαίνεται να την ενισχύει.  

 

Όσον αφορά, ειδικότερα, στην πρόνοια του Κ.92, την οποία επικαλούνται οι συνήγοροι των εφεσειόντων 1, επισημαίνουμε πως αυτή έχει εφαρμογή, συμπληρωματικά, για πλήρωση κάποιου κενού που ήθελε τυχόν παρουσιασθεί κατά την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ήτοι μετά την έναρξη της, ως προκύπτει από το περιεχόμενο των εν λόγω Κανονισμών, και όχι κατά τη διαδικασία της ακρόασης της αίτησης για να τεθεί μια εταιρεία σε εκκαθάριση, ως είναι η Κύρια Αίτηση των εφεσίβλητων.»

 

Σε συνέχεια με τα προλεγόμενα, και ακολουθώντας τα αποφασισθέντα στην υπόθεση ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ (ανωτέρω), θεωρούμε καθήκον να επισημάνουμε ότι το περιεχόμενο της Δ.30 δεν υπαγόρευε την απόρριψη της Κύριας Αίτησης, ως μονόδρομο, λόγω μη καταχώρισης Κλήσης για Οδηγίες, όταν υποβλήθηκε προφορικό αίτημα από τους εφεσείοντες 1, αλλά παρεχόταν η ευχέρεια στο Δικαστήριο να περισώσει την Κύρια Αίτηση, ούτως ή άλλως, θεωρώντας το αίτημα απόρριψης ως Κλήση για Οδηγίες, και, επειδή αυτό ήταν προφορικό, να δώσει οδηγίες για καταχώρηση Κλήσης για Οδηγίες, αν επιθυμούσαν οι διάδικοι να ζητήσουν κάτι συγκεκριμένο, ούτως ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Η μη καταχώριση Κλήσης για Οδηγίες από μόνη της, ελλείψει περιστάσεων που να δικαιολογούσαν συμπέρασμα εγκατάλειψης του διαδικαστικού διαβήματος, από το πρόσωπο που το ήγειρε, δεν ήταν ορθό, άνευ ετέρου, να οδηγούσε σε απόρριψη του. 

 

Επιπρόσθετα, ασκώντας την εξουσία που μας παρέχεται από το Άρθρο 25(3) του Ν. 14/1960 καθώς και το Μέρος 41.12(1) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μην απορρίψει την Κύρια Αίτηση, ως έπραξε, δεδομένου και του γεγονότος, αναφερόμενου στην πρωτόδικη απόφαση, το οποίο δεν αμφισβητείται, ότι της υποβολής του επίμαχου προφορικού αιτήματος των εφεσειόντων 1 είχε προηγηθεί η έκδοση απόφασης, επί άλλης ενδιάμεσης γραπτής αίτησης τους για παραμερισμό της Κύριας Αίτησης, και αμέσως μετά η Κύρια Αίτηση ορίστηκε στις 04.07.2023 (ημερομηνία κατά την οποία ηγέρθηκε το επίμαχο αίτημα για απόρριψη) για να δοθεί ημερομηνία ακρόασης, χωρίς οι εφεσείοντες 1 να εγείρουν προγενέστερα ζήτημα εγκατάλειψης της διαδικασίας εκ μέρους των εφεσίβλητων.   Πρόκειται για ένα ισχυρό στοιχείο που δεν επιτρέπει να κριθεί ότι οι εφεσίβλητοι εγκατέλειψαν την Κύρια Αίτηση που ήγειραν, εφ’ όσον είχαν καταχωρήσει ένσταση στην προαναφερόμενη ενδιάμεση αίτηση παραμερισμού, των εφεσειόντων 1 και εμφανίστηκαν για την προώθηση της διαδικασίας ως ήταν ορισμένη από το Δικαστήριο.  Συνεπώς, το τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο καταλήγουμε, είναι πως, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, δεν δικαιολογούνταν απόρριψη της Κύριας Αίτησης. 

 

Εν΄ όψει των όσων έχουμε παραθέσει πιο πάνω, το γεγονός ότι υπήρχαν ή δεν υπήρχαν δικόγραφα στην Κύρια Αίτηση, καθίσταται άνευ σημασίας. Ευθύ συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του θέματος, άλλωστε, δεν εντοπίζουμε παρά μόνο αναφορά από άλλη πρωτόδικη απόφαση στην οποία το Δικαστήριο αναφέρθηκε.  Ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης 5 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Καταληκτικά, δεδομένων των όσων έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογούνταν η αποδοχή του προφορικού αιτήματος των εφεσειόντων 1.  Δεν απορρίφθηκε όμως με το ορθό σκεπτικό.

 

Όσον αφορά στον λόγο έφεσης 15, θεωρούμε ότι η ουσία του καλύπτεται από τα προλεγόμενα.  Προφανώς και η καταχώρηση, εκ μέρους των εφεσειόντων 1, ενδιάμεσης αίτησης στην οποία εκδόθηκε απόφαση, οπότε η Κύρια Αίτηση ορίστηκε στις 04.07.2023 για να δοθεί ημερομηνία ακρόασης, και η σχετική εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, συνιστούσαν «κώλυμα» για να ισχυρίζονται οι εφεσείοντες 1 ότι η Κύρια Αίτηση ήταν εγκαταληφθείσα. Καταλήγουμε ότι ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

 

Περαιτέρω, δεν εντοπίζουμε πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ως η σχετική θέση των εφεσειόντων 1, την οποία απορρίπτουμε, αφού δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αιτιολογία για τα συμπεράσματα του, η οποία όμως δεν κρίθηκε ορθή, αυτό όμως αφορά στην ορθότητα της αιτιολογίας και όχι ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 16 κρίνεται αβάσιμος.

 

Συνοψίζοντας, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης 5, 7, 8, 12, 13, 14, 15 και 16 κρίνονται αβάσιμοι, ωστόσο κρίνονται βάσιμοι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 6, 9, 10 και 11.

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων αν και διαφαίνεται ότι, πλην των λόγων έφεσης 5, 7, 8, 12, 13, 14, 15 και 16 οι οποίοι αποτυγχάνουν, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 6, 9, 10 και 11 είναι βάσιμοι, ωστόσο αυτοί δεν κρίνονται ικανοί να οδηγήσουν σε διαφορετική κατάληξη, εκ μέρους του Εφετείου, από αυτήν που οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ως εκ τούτου η έφεση δεν δύναται να επιτύχει και κατ’ επέκταση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση επικυρώνεται, με το σκεπτικό και αιτιολογικό που έχουμε πιο πάνω παραθέσει. Το τελευταίο γεγονός θα το λάβουμε υπόψη μας στην επιδίκαση εξόδων.

 

Κατ’ επέκταση τα έξοδα, της έφεσης, κρίνουμε δίκαιο όπως επιδικασθούν μειωμένα προς όφελος των εφεσίβλητων, και εναντίον των εφεσειόντων, στο ποσό των €4.900,00, το οποίο αντιπροσωπεύει τα 2/3 του συνόλου των εξόδων της παρούσας έφεσης.   

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο