ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. NASO ELIADOU INSURANCE AGENTS AND CONSULTANTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε80/2023, 23/9/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε80/2023)

(i-justice)

 

23 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ,

2. ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΛΤΔ,

3. ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ,

4. ΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσείοντες,

v.

 

NASO ELIADOU INSURANCE AGENTS

AND CONSULTANTS LTD,

Εφεσίβλητοι.

____________________

 

Κ. Κουκούνης με Χρ. Ζαντή (κα) για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε και Χ. Σταυράκης για Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε.

Θ. Ανδρέου με Θ. Ανδρέου (κα) για Θεοφάνης Ανδρέου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν, σε πρωτόδικο Δικαστήριο, αίτηση – στο εξής η Κύρια Αίτηση -, ως μετόχοι μειοψηφίας στην εταιρεία Ασφαλιστική Εταιρεία η «Κεντρική» Λίμιτεδ, – οι εφεσείοντες 1 – ζητώντας τη διάλυση της δυνάμει του Άρθρου 211(στ) του Κεφ. 113, στη βάση της εκδοχής τους ότι η διοίκηση των εφεσειόντων 1 διεξάγεται κατά τρόπο καταπιεστικό, καθώς επίσης ζητούνται, επιπλέον, συναφή προς τη διάλυση διατάγματα.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, πριν τον ορισμό της Κύριας Αίτησης για ακρόαση, οι εφεσείοντες 1 υπέβαλαν προφορικό αίτημα προς το πρωτόδικο Δικαστήριο ζητώντας όπως η Κύρια Αίτηση, των εφεσίβλητων, θεωρηθεί εγκαταληφθείσα επειδή αυτοί δεν είχαν καταχωρήσει Κλήση για Οδηγίες, δυνάμει της Δ.30 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Επί του εν λόγω αιτήματος τοποθετήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι δύο πλευρές.  Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε κάθετί που τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε, με απόφαση του, ημερομηνίας 09.11.2023, στην απόρριψη του προφορικού αιτήματος των εφεσειόντων 1, επιδικάζοντας έξοδα εναντίον τους και προς όφελος των εφεσίβλητων, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προαναφερόμενη πρωτόδικη κατάληξη, απόρριψης του αιτήματος των εφεσειόντων, στηρίχθηκε στο ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Οι πρόνοιες της Δ.30 εφαρμόζονται σε αγωγές. Κατά την κρίση μου, μια αίτηση εκκαθάρισης (winding up petition) δεν μπορεί να «εξισωθεί» με «αγωγή» με την έννοια που αποδίδεται στον όρο στη Δ.1 Θ. 2 των Θεσμών. Κατέληξα σε αυτό το συμπέρασμα γιατί τόσο σε σχέση με τη διαδικασία εκδίκασης όσο και επί της ουσίας, η αίτηση εκκαθάρισης (winding up petition) διαφέρει ουσιωδώς από μια αγωγή.

 

Ξεκινώντας από τη διαδικασία εκδίκασης μιας αίτησης εκκαθάρισης (winding up petition), αυτή δεν ακολουθεί τη συνήθη πορεία εκδίκασης μιας αγωγής. Δηλαδή, η εκδίκαση δεν γίνεται με την παράθεση μαρτυρίας και εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων. Η εκδίκαση γίνεται στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση (petition) και την ένσταση αντίστοιχα.

 

Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Pennington Company Law, 4η έκδοση, σελ. 698:

 

«The hearing of a winding up petition is held in open court by one of the judges of the Companies Court. The evidence on the hearing consists of the affidavits filed in support of and against the petition, unless the court permits testimony to be given orally. The affidavit verifying the petition is prima facie proof of the facts alleged by it and suffices to prove the petitioner's case unless there are affidavits filed in opposition.»

 

Η προσέγγιση αυτή ακολουθείται και από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Στην απόφαση της σε διαδικασία άδειας για certiorari, η έντιμη κα Σταματίου, Δ. ανέφερε τα εξής:

 

«Η υπό κρίση απόφαση δόθηκε στα πλαίσια αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας. Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Παπαπέτρου κατά την αγόρευσή του ενώπιόν μου προς υποστήριξη της αίτησης, με αναφορά στην απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Εταιρική Αίτηση 259/89 Επί της αφορώσι την εταιρεία D.J. Demades & Sons Ltd, ημερομηνίας 28.5.1990, η ακρόαση τέτοιων αιτήσεων γίνεται κατά κανόνα στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρούνται. Το απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση στο οποίο με παρέπεμψε, με το οποίο συμφωνώ αναφέρει τα εξής:

 

«Μια Εταιρική Αίτηση ακολουθεί, κατά κανόνα, τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όταν δεν γίνεται εξειδικευμένη πρόνοια στους περί Εταιρειών (Διάλυσις) Κανονισμούς του 1933-38 (δέστε τον Κανονισμό 92 και την υπόθεση KMC Motors Ltd v. Josephanco Trading and Contracting Company (1984) 1 Α.Α.Δ. 390). Η ιδιαιτερότητα μιας Εταιρικής Αίτησης έγκειται στο μηχανισμό παρουσίασης της με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ 113 και τους περί Εταιρειών Κανονισμούς του 1951. Η εκδίκαση γίνεται κατά κανόνα με βάση τα γεγονότα που στηρίζουν την Αίτηση και Ένσταση αντίστοιχα όπως πιστοποιούνται από τις Ένορκες Δηλώσεις που τις συνοδεύουν.» (υπογράμμιση δική μου)

 

Επιπρόσθετα, διαβήματα που είναι κατά κανόνα διαθέσιμα στα πλαίσια μιας αγωγής, δεν εφαρμόζονται και καμία σχετικότητα έχουν με την εκδίκαση μιας αίτησης εκκαθάρισης (winding up petition). Σε αυτά τα διαβήματα περιλαμβάνονται π.χ. διαδικασίες αποκάλυψης και επιθεώρησης εγγράφων, παραδοχής γεγονότων, περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών, συνένωσης αγωγών και άλλα ζητήματα για τα οποία μπορούν να δοθούν οδηγίες στα πλαίσια της κλήσης για οδηγίες.

 

Συνεπώς, ως προς τη διαδικασία εκδίκασης, η αίτηση εκκαθάρισης (winding up petition) είναι διακριτή από τη διαδικασία εκδίκασης μιας αγωγής.

 

Πέραν όμως της διαδικασίας, η ίδια η ουσία της αίτησης εκκαθάρισης (winding up petition) είναι ουσιωδώς διαφορετική από την ουσία μιας αγωγής.

 

Σκοπός της εκδίκασης μιας αγωγής είναι, μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, μέσα από την κατάληξη σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα και υπαγωγής τους στις νομικές αρχές, το Δικαστήριο να επιλύσει μια διαφορά μεταξύ δύο διαδίκων αποδίδοντας θεραπεία στον αιτών διάδικο εφόσον κριθεί ότι τη δικαιούται.

 

Αντίθετα, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εκκαθάρισης είναι διαφορετική. Το Δικαστήριο εκκαθάρισης δεν αξιολογεί αντικρουόμενη μαρτυρία για να επιλύσει διαφωνίες για πολύπλοκα, αμφισβητούμενα γεγονότα. Ούτε αποδίδει θεραπεία στον ενάγοντα/αιτούντα διάδικο. Εάν διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διάλυση μιας εταιρείας τότε έχει καθήκον να ενεργήσει για την προαγωγή των σκοπών της εκκαθάρισης και όχι για να αποδώσει θεραπεία ή αποζημίωση στον ενάγοντα/αιτούντα διάδικο. Αντίστοιχα αποφασίζοντας κατά πόσο είναι δίκαιο και σύμφωνο με τους κανόνες επιείκειας (just and equitable) να εκκαθαριστεί μια εταιρεία στη βάση του άρθρου 211(στ) του Κεφ. 113, δεν επεμβαίνει στις υποθέσεις της εταιρείας για να επιλύσει τις διαφορές μεταξύ μειοψηφούντων και πλειοψηφούντων μετόχων.

 

Επανέρχομαι στον Κανονισμό 92 των περί Εταιρειών Κανονισμών που προβλέπει ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας «θα εφαρμόζονται για το τοιούτο ζήτημα στην έκταση που δεν θα αντίκειται με αυτούς τους κανονισμούς». Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, διαδικαστικούς και ουσιαστικούς, κρίνω ότι η Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόζεται στη ρύθμιση της διαδικασίας εκδίκασης μιας αίτησης εκκαθάρισης (winding up petition).»

 

Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την προαναφερόμενη, εκκαλούμενη, απόφαση και καταχώρισαν την παρούσα έφεση, την οποία υποστηρίζουν με δώδεκα (12) λόγους έφεσης, αμφισβητώντας την ορθότητα των πιο πάνω πρωτόδικων συμπερασμάτων.  Ειδικότερα, και συνοπτικά, οι λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως η αίτηση των εφεσίβλητων δεν εξισούται με αγωγή ή ότι δεν ισχύουν οι παλαιοί Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί (1ος, 2ος και 5ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως σε περίπτωση που υπάρχει κενό, για κάποιο ζήτημα, στους Περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς η εφαρμογή των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν είναι καθολική (3ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα δεν ακολουθήθηκε ο Κ.92 των Περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμοί του 1933-1938 και οι πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 14/1960 (4ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως η αίτηση (Petition) διαφέρει ουσιωδώς από την αγωγή (6ος λόγος έφεσης) ή ότι η διαδικασία εκδίκασης αίτησης είναι διακριτή από τη διαδικασία εκδίκασης της αγωγής (7ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως η Δ.30 δεν είχε εφαρμογή στην αίτηση για διάλυση εταιρείας – petition (8ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε συμπέρασμα πως «… η παρούσα αίτηση petition δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται» (9ος λόγος έφεσης), ότι δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς η πρωτόδικη απόφαση (10ος λόγος έφεσης), ότι δεν εφαρμόστηκε η νομολογία και το πνεύμα της (11ος λόγος έφεσης), και, τέλος, ότι λανθασμένα επιδικάστηκαν έξοδα προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων 1 (12ος λόγος έφεσης).

 

Ξεκαθαρίζουμε, από αυτό το στάδιο, έχοντας μελετήσει όλο το αναγκαίο υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, πως με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε μόνο το προφορικό αίτημα, απόρριψης της Κύριας Αίτησης, το οποίο υπέβαλε η πλευρά των εφεσειόντων 1, συνεπώς, οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 δεν νομιμοποιούνται να αμφισβητούν το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, ούτε και προωθήθηκε οποιοδήποτε σχετικό προς τούτο επιχείρημα ή λόγος έφεσης.  Συνακόλουθα, η συμπερίληψη τους ως εφεσείοντες στον τίτλο της έφεσης προβάλλει να είναι άνευ νομικού ερείσματος, και η έφεση τους απαράδεκτη.

 

Λόγω του περιεχομένου των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι δύο πλευρές ενώπιον μας, κατά την ακρόαση, κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα αναγκαία αποσπάσματα από τις πρόνοιες, της Δ.1 Κ.2, και Δ.30 των παλαιών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, του Κ.92 των Περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμών, και του Κ.3 του Περί Εταιρειών Διαδικαστικού Κανονισμού (396/1944).

 

«Δ.1, Κ.2:

 

«2. In these Rules, unless repugnant to the context-

"action"  means a civil proceeding commenced by writ or in such other manner as may be prescribed by any law or Rules of court;

"cause"  includes any action or other original proceeding between a plaintiff and defendant;

"the Court"  means the court having jurisdiction or power under the law for the, time being in force, and includes a judge having such jurisdiction or power;

"days"  does not mean clear days unless expressly stated to be such;

"defendant"  includes any person served with any writ of summons or process, or served with notice of, or entitled to attend any proceedings;

"Judge"  includes a Judge of the Supreme Court, a President of a District Court, a District Judge, and a Magistrate, according to the context in which it occurs and in so far as he has jurisdiction or power under the law for the time being in force;

"matter"  includes every proceeding in court not in a cause;

"office copy"  means a sealed copy or translation of any document lodged, filed or kept in, or issued out of a court registry, certified to be a true copy or translation by the registrar of that registry;

"originating summons"  means any summons other than a, summons in a pending cause or matter;

"personal representative"  means the executor or administrator of the deceased's estate or, if there is none, his heirs as representing the estate;

"plaintiff"  includes every person asking any relief (other than a defendant asking relief by way of counter-claim) against any other person by any form of proceeding, whether the proceeding is by action, petition, motion, summons or otherwise;

"the Registrar"  means the registrar of the court and includes an assistant registrar attached to the court, and in the case of a registry established in a place other than the principal town of a district, a judge or (save in regard to the taxation of costs) the clerk in charge of such registry;

"sealed"  means sealed with a court seal;

"specially indorsed" , in the case of a writ of summons, means a writ of summons indorsed pursuant to Order 2, Rule 6.»

 

 

«ΔΙΑΤΑΓΗ 30 : ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ

 

1. (α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών.

(β) Η κλήση για οδηγίες εκδίδεται σύμφωνα με τον συνημμένο Τύπο 25, ο οποίος συμπληρώνεται με τις αναγκαίες λεπτομέρειες χρησιμοποιώντας προς τούτο και πρόσθετα φύλλα.

(γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο (α) πιο πάνω κλήση για οδηγίες, ο εναγόμενος δύναται, εντός περαιτέρω 15 ημερών, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο δύναται, επιλαμβανόμενο τέτοιας αίτησης, είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο, είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της παρούσας διαταγής:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα.

Νοείται ότι, η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιτούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.

(δ) …………………………………………………………………………..

(ε) …………………………………………………………………………..

2. (α) Διάδικος στην αγωγή υποχρεούται να καταθέσει στο Πρωτοκολλητείο μέσα σε 30 μέρες από την έκδοση και επίδοση της κλήσης το συνημμένο στον Τύπο 25, Παράρτημα, συμπληρωμένο ως προς όλα τα στοιχεία αυτού.

(β) Οι προθεσμίες που προβλέπονται στον Κανονισμό 1(α) και 2(α) ανωτέρω, δύνανται να παραταθούν, εάν καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω προθεσμίες ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράτασή τους.

3. …………………………………………………………………………..

4. …………………………………………………………………………..

5. …………………………………………………………………………..

6. …………………………………………………………………………..

7. …………………………………………………………………………..

8. …………………………………………………………………………..

9. …………………………………………………………………………..

10. (1) Σε αγωγές που δεν καθορίζεται χρηματικό ποσό αξίωσης θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν αντικείμενο διαφοράς που δεν υπερβαίνει τις €3.000, εξαιρουμένων των υποθέσεων που εκδικάζονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια και αφορούν γονική μέριμνα, δικαστική αναγνώριση τέκνου, προσβολή πατρότητας και προσβολή εκούσιας αναγνώρισης για τις οποίες θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν αντικείμενο διαφοράς άνω των €3.000:

Νοείται ότι, με συμφωνία των διαδίκων ακόμα και οι προαναφερόμενες κατηγορίες υποθέσεων δύνανται στην κατάλληλη περίπτωση και αφού αποδεχθεί τούτο το Δικαστήριο, να εκδικάζονται με εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν αντικείμενο διαφοράς κάτω των €3.000.

(2) Όλες οι υποθέσεις διατροφής, ανεξάρτητα από το χρηματικό ποσό της αξίωσης, εκδικάζονται στην κατηγορία της «ταχείας εκδίκασης».

(3) Σε υποθέσεις διαζυγίου δεν είναι αναγκαία η έκδοση κλήσης για οδηγίες και το Δικαστήριο δύναται να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και την τήρηση τυχόν οδηγιών από το Δικαστήριο.

(4) Σε υποθέσεις γονικής μέριμνας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ως προς το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και την αναγκαιότητα του χρόνου ετοιμασίας της έκθεσης του λειτουργού ευημερίας.

(5) Όπου στα Δικαστήρια ειδικών δικαιοδοσιών δεν υπάρχει υποχρέωση αναγραφής κλίμακος ή ποσού επίδικης διαφοράς, το Δικαστήριο δύναται, ανεξαρτήτως των διατάξεων της Δ.30, να χειριστεί την ενώπιον του υπόθεση κατά τον τρόπο που θα εξυπηρετηθεί η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Προς τούτο δύναται να ακολουθήσει τις ειδικές ρυθμίσεις που γίνονται στους οικείους διαδικαστικούς κανονισμούς είτε αυτούσιες, είτε σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Δ.30.

11. Οι διατάξεις της Δ.30 εφαρμόζονται σε αγωγές που καταχωρούνται από 1.1.2015, αναστέλλεται όμως η εφαρμογή της αναφορικά και μόνο με αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 που κατατέθηκαν μέχρι 31.12.2015. Από 1.1.2016 οι Διατάξεις της Δ.30 θα τυγχάνουν, ασχέτως κλίμακας, καθολικής εφαρμογής:

Νοείται ότι για αγωγές που καταχωρήθηκαν μέχρι και 31.12.2014 και αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 που καταχωρήθηκαν μέχρι τις 31.12.2015, θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται μέχρι την αποπεράτωσή τους, οι πρόνοιες των διατάξεων της Διαταγής 30 που ίσχυαν πριν την 1.1.2015.»

 

 

«ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 92 των Περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμών:

 

Όπου σε αυτούς τους κανονισμούς δεν γίνεται πρόνοια σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα που εγείρεται σε διαδικασία εκκαθάρισης, οι κανονισμοί του Δικαστηρίου που διέπουν τες πολιτικές διαδικασίες (περιλαμβανομένων των κανονισμών πτώχευσης) θα εφαρμόζονται για το τοιούτο ζήτημα στην έκταση που δεν θα αντίκειται με αυτούς τους κανονισμούς.»

 

«Κ.3 του Περί Εταιρειών Διαδικαστικού Κανονισμού (396/1944):

 

3. The Rules of Court for the time being in force relating to civil actions, and the general practice and procedure of the Courts in the Colony (or, in default of local provision, the practice and procedure observed by the Courts in England), shall apply as regards all proceedings in relation to applications to which these rules relate so far as may be practicable, except if and so far as the Law or these rules otherwise provide.»

 

 

Διαπιστώνεται πως όλοι οι λόγοι έφεσης, πλην του υπ’ αριθμόν 9, αντιμάχονται τα επιμέρους συμπεράσματα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα τους εξετάσουμε, ως εκ τούτου, στη συνέχεια, στο πλαίσιο ενιαίας κρίσης αφού είναι μεταξύ τους συνδεδεμένοι με την τελική, πρωτόδικη, κρίση.

 

Ο λόγος έφεσης αρ. 9 απορρίπτεται, εκ προοιμίου, αφού δεν εντοπίζεται να διατυπώθηκε συμπέρασμα, στην εκκαλούμενη απόφαση «… ότι η παρούσα αίτηση – αίτηση petition δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται». Ό,τι προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης είναι πως το Δικαστήριο απέρριψε το προφορικό αίτημα των εφεσειόντων 1, με το οποίο ζήτησαν την απόρριψη της Κύριας Αίτησης, στη βάση του ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καταχωρήσει Κλήση για Οδηγίες.  Συνεπώς, ο λόγος έφεσης αρ. 9 είναι ανεδαφικός και δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης.

 

Ερχόμενοι στην ουσία των υπόλοιπων λόγων έφεσης, και αφού έχουμε αξιολογήσει όλα τα επιχειρήματα και τις θέσεις των δύο πλευρών – διαδίκων, όπως τις ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους, προβαίνουμε στην πιο κάτω ετυμηγορία.  Συμφωνούμε κατ’ αρχήν με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαδικασία εκδίκασης της επίδικης Κύριας Αίτησης – petition - δεν είναι η ίδια, ως η διαδικασία εκδίκασης μίας αγωγής.  Με την Κύρια Αίτηση ζητήθηκε συγκεκριμένη θεραπεία, για εκκαθάριση των εφεσειόντων, ως νομικό πρόσωπο που είναι, και συναφή, προς τον σκοπό αυτό, διατάγματα, ενώ με την εκδίκαση μίας αγωγής ζητείται, κυρίως, είτε η ικανοποίηση απαίτησης, χρηματικής αξίας ή μη χρηματικής, είτε η έκδοση διαταγμάτων προς διασφάλιση ή προστασία δικαιωμάτων.  Επιπρόσθετα, ως ορθά υπέδειξε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, ο τύπος των δικογράφων των δύο διαδικαστικών εγγράφων είναι διαφορετικός.  Διαφορετική είναι συνήθως και η μορφή της ακροαματικής διαδικασίας που διεξάγεται.  Προφανώς η διαδικασία εκδίκασης των δύο διαβημάτων είναι διακριτή.

 

Το ερώτημα ωστόσο που πρέπει να απαντηθεί, δεδομένου του περιεχομένου της Δ.30, δεν είναι αν η αίτηση εκκαθάρισης εταιρείας εξισούται με αγωγή, αλλά αν η αναφορά στη Δ.30 Κ.1(γ) για «αγωγές» περιλαμβάνει και οποιοδήποτε άλλο διαδικαστικό διάβημα, όπως είναι οι Γενικές Αιτήσεις, περιλαμβανομένης της επίδικης, ή οι Εναρκτήριες Κλήσεις.  Η φύση της αγωγής, ως διαδικαστικό διάβημα για προστασία δικαιωμάτων και προς ικανοποίηση θεραπειών, διαφέρει από τα υπόλοιπα διαδικαστικά διαβήματα πολιτικής διαδικασίας, ωστόσο αυτό το γεγονός, ως κρίνουμε, από μόνο του, δεν αποκλείει την εφαρμογή της Δ.30 στις αιτήσεις εκκαθάρισης.  Σκοπός της Δ.30 Κ.1(γ) προφανώς, μεταξύ άλλων, είναι η προετοιμασία ακρόασης του διαδικαστικού διαβήματος και η αποφυγή έγερσης ενδιάμεσων ζητημάτων, σε προχωρημένο στάδιο, οπότε θα καθυστερούσε η έναρξη της ακρόασης.  Επίσης, και η αποφυγή αχρείαστων εξόδων και η απώλεια δικαστικού χρόνου.  Τα ζητήματα που είναι δυνατό να εγερθούν ενδιάμεσα, προφανώς, είναι πολύ περισσότερα σε μία αγωγή απ’ ότι σε μία Εναρκτήρια Κλήση ή Γενική Αίτηση, και αυτό οφείλεται στη διαφορετική φύση του κάθε διαβήματος. 

 

Προκύπτει, εύλογα, το ερώτημα κατά πόσο είναι απαραίτητο, αλλά και πρακτικά ωφέλιμο, να εκδοθεί Κλήση για Οδηγίες σε μια Αίτηση – Petition.  Σε μια αγωγή συνήθως δίδονται οδηγίες για αποκάλυψη εγγράφων, για τον αριθμό μαρτύρων, ή επιθεώρηση εγγράφων, και άλλα ενδιάμεσα ζητήματα, τα οποία, όμως, δεν απαιτούνται, λόγω της φύσεως της Αίτησης – Petition, αφού η μαρτυρία και τα έγγραφα βρίσκονται ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και των διαδίκων. Καθίσταται αντιληπτό πως ό,τι προκύπτει, από τα προλεγόμενα, είναι η διαφορετικότητα των δύο διαδικασιών, ωστόσο δεν είναι ορθό το πρωτόδικο απόλυτο συμπέρασμα ότι η Δ.30 δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση.  Είναι δε ορθό, ως κρίνουμε, να γίνεται λόγος για εφαρμογή της Δ.30 στις Αιτήσεις – Petition στον βαθμό που επιτρέπει η φύση του εν λόγω διαδικαστικού διαβήματος.  Συνακόλουθα, είναι επιτρεπτή η Κλήση για Οδηγίες και δεν αποκλείεται αν οι διάδικοι, ή ένας εξ αυτών, ζητήσουν, και το Δικαστήριο, αφού εξετάσει το αίτημα το αποδεχθεί, να δώσει, στον βαθμό και στην έκταση που κριθεί δικαιολογημένο, οδηγίες για κάποια ζητήματα που θα εγερθούν στη διαδικασία της Αίτησης – Petition, επί παραδείγματι αντεξέταση επί ένορκης δήλωσης, παραδοχές γεγονότων, ή συνένωση αιτήσεων, υιοθετώντας, ανάλογα, πρόνοιες από τη Δ.30, προσαρμόζοντας την εν λόγω Διαταγή στη φύση της υπό συζήτηση  πολιτικής διαδικασίας. Τέτοιες οδηγίες, ενδεχομένως, αν κριθεί ορθό, από το εκδικάζον Δικαστήριο, να δίδονται και σε μεταγενέστερο χρόνο από τη συμπλήρωση της προθεσμίας που προβλέπεται στη Δ.30 1.(α), εν πάση όμως περιπτώσει, όχι πριν τον ορισμό για ακρόαση.

 

Προχωρώντας, περαιτέρω, στην ουσία του ζητήματος, δεν θεωρούμε ότι είναι ορθό να ερμηνευθεί πως ήταν πρόθεση του συντάκτη της Δ.30 Κ.1(γ) να εξαιρεθεί η εφαρμογή της στις αιτήσεις εκκαθάρισης που ανήκουν στην πολιτική διαδικασία.  Αν υπήρχε τέτοια πρόθεση, τότε, θα γινόταν ρητή αναφορά, όπως έγινε και στην περίπτωση των υποθέσεων διαζυγίου (βλέπε Δ.30 Κ.10(3)).  Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι η Δ.30 έχει εφαρμογή σε όλες τις πολιτικές διαδικασίες (βλέπε και υπόθεση Κ.Μ. κ.α. v. Αναφορικά με την Α.Μ.Κ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 436/2012, ημερομηνίας 10.07.2019, ECLI:CY:AD:2019:A297, όπου υποδείχθηκε η μη χρήση της Δ.30 πριν την έναρξη της ακρόασης οπότε δεν εγκρίθηκε αίτημα για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας μεσούσης της ακρόασης).  Ταυτόχρονα όμως κατανοούμε πως η φύση του κάθε διαβήματος πολιτικής διαδικασίας θα πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την εφαρμογή της Δ.30 Κ.1(γ)

 

Κατά συνέπεια των πιο πάνω, η θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων 1, η οποία διατυπώθηκε κατηγορηματικά, ότι για την ακολουθητέα διαδικασία ακρόασης Αίτησης – Petition – ίσχυαν απόλυτα και καθολικά οι παλαιοί Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, δεν γίνεται αποδεκτή.  Φρονούμε ότι συντρέχει ο παράγοντας της σχετικότητας, υπό την έννοια ότι, ως κρίνουμε, η ακολουθητέα διαδικασία εκδίκασης για τέτοιου είδους αιτήσεις, - petition – προκύπτει εν μέρει από το Άρθρο 213 του Κεφ. 113, εν μέρει από τον Περί Εταιρειών Κανονισμό (396/1944) και, όπου δεν υπάρχει ειδική πρόνοια για αντιμετώπιση εγερθέντος ζητήματος, συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι παλαιοί Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, στο βαθμό όμως που η όποια εφαρμογή τους δεν αντίκειται στις πρόνοιες είτε του Κεφ. 113 είτε των προαναφερόμενων Κανονισμών (βλέπε Κ.3 των Περί Εταιρειών Κανονισμού).

 

Ως αβάσιμη κρίνεται και η θέση των εφεσειόντων 1 ότι το περιεχόμενο του  Άρθρου 2 του Ν. 14/1960 υποστηρίζει την εκδοχή τους για την εφαρμογή της Δ.30.  Έχουμε κατά νου ότι «αγωγή», σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 14/1960 σημαίνει «πολιτική διαδικασία με την οποία εγείρεται απαίτηση», ωστόσο ισχύει, στην παρούσα περίπτωση, η εφαρμογή της πρόνοιας της Δ.1 Κ.2 των παλαιών Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ως ειδικής, όπου προνοείται (σε ελεύθερη μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά), στον ορισμό της «αγωγής», πως «Σε αυτούς τους Κανονισμούς, εκτός αν είναι αντιφατικό με το κείμενο, «αγωγή» σημαίνει πολιτική διαδικασία αρξάμενη με κλητήριο ή με άλλο τέτοιο τρόπο που μπορεί να ορίζεται σε οποιοδήποτε νόμο ή Κανόνες Δικαστηρίου».  Από το κείμενο της Δ.30 δεν προκύπτει, φρονούμε, οτιδήποτε το οποίο να μην επιτρέπει την υιοθέτηση της εν λόγω ερμηνείας, αντίθετα, φαίνεται να την ενισχύει.  

 

Όσον αφορά, ειδικότερα, στην πρόνοια του Κ.92, την οποία επικαλούνται οι συνήγοροι των εφεσειόντων 1, επισημαίνουμε πως αυτή έχει εφαρμογή, συμπληρωματικά, για πλήρωση κάποιου κενού που ήθελε τυχόν παρουσιασθεί κατά την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ήτοι μετά την έναρξη της, ως προκύπτει από το περιεχόμενο των εν λόγω Κανονισμών, και όχι κατά τη διαδικασία της ακρόασης της αίτησης για να τεθεί μια εταιρεία σε εκκαθάριση, ως είναι η Κύρια Αίτηση των εφεσίβλητων. 

 

Δεν παραγνωρίσαμε το παράπονο των εφεσειόντων 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη νομολογία, κρίνουμε όμως πως αυτό δεν ευσταθεί.  Ουδεμία νομολογία υποδείχθηκε η οποία να έχει υπαγορεύσει ότι θα ήταν ορθό, υπό τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, να απορρίψει την Κύρια Αίτηση των εφεσίβλητων δυνάμει της Δ.30 Κ.1(γ).  Παράλληλα, σημειώνουμε πως ο εν λόγω Κανονισμός παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα, αντί της αυστηρής λύσης, ήτοι της απόρριψης της Αγωγής ή Γενικής Αίτησης ή Εναρκτήριας Κλήσης, να θεωρήσει αίτηση απόρριψης ως Κλήση για Οδηγίες και να προχωρήσει η διαδικασία.     

 

Περαιτέρω, δεν εντοπίζουμε πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ως η σχετική θέση των εφεσειόντων 1, την οποία απορρίπτουμε, αφού δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αιτιολογία για τα συμπεράσματα του, η οποία όμως δεν κρίθηκε ορθή, εντούτοις αυτό αφορά την ορθότητα της αιτιολογίας και όχι ότι δεν υπάρχει αιτιολογία και δη ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Σε συνέχεια με τα προλεχθέντα, θεωρούμε καθήκον να επισημάνουμε ότι το περιεχόμενο της Δ.30 δεν υπαγόρευε την απόρριψη της Κύριας Αίτησης, ως μονόδρομο, λόγω μη καταχώρισης Κλήσης για Οδηγίες, όταν υποβλήθηκε προφορικό αίτημα από τους εφεσείοντες 1, αλλά παρεχόταν η ευχέρεια στο Δικαστήριο να περισώσει την Κύρια Αίτηση, ούτως ή άλλως, θεωρώντας το αίτημα απόρριψης ως Κλήση για Οδηγίες, και, επειδή ήταν προφορικό, να δώσει οδηγίες για καταχώρηση Κλήσης για Οδηγίες, αν επιθυμούσαν οι διάδικοι να ζητήσουν κάτι συγκεκριμένο, ούτως ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Η μη καταχώριση Κλήσης για Οδηγίες από μόνη της, ελλείψει περιστάσεων που να δικαιολογούν συμπέρασμα εγκατάλειψης του διαδικαστικού διαβήματος, από το πρόσωπο που το εγείρει, δεν είναι ορθό, άνευ ετέρου, να οδηγεί σε απόρριψη του. 

 

Επιπρόσθετα, ασκώντας την εξουσία που μας παρέχεται από το Άρθρο 25(3) του Ν. 14/1960 καθώς και το Μέρος 41.12(1) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μην απορρίψει την Κύρια Αίτηση, ως έπραξε, δεδομένου και του γεγονότος, αναφερόμενου στην πρωτόδικη απόφαση, το οποίο δεν αμφισβητείται, ότι εκκρεμούσε, κατά τον χρόνο υποβολής του προφορικού αιτήματος των εφεσειόντων 1, η έκδοση απόφασης επί άλλης ενδιάμεσης γραπτής αίτησης τους για παραμερισμό της Κύριας Αίτησης.  Πρόκειται για ένα σοβαρό στοιχείο που δεν επιτρέπει να κριθεί ότι οι εφεσίβλητοι εγκατέλειψαν την Κύρια Αίτηση που είχαν εγείρει, εφ’ όσον είχαν καταχωρήσει ένσταση στην προαναφερόμενη ενδιάμεση αίτηση παραμερισμού, των εφεσειόντων 1, και εκκρεμούσε το αποτέλεσμα της απόφασης.  Η διαδικασία ήταν εκκρεμούσα και όχι εγκαταληφθείσα.  Παρόμοια γεγονότα υπήρξαν και στην υπόθεση Μ.Φ.Χ. v. Μ.Κ.Χ., Έφεση Αρ. 28/2021, ημερομηνίας 23.06.2022, στην οποία παραπέμπουμε, και το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την πρωτόδικη κρίση με την οποία δεν απορρίφθηκε αίτηση διατροφής.  Συνεπώς, το τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο καταλήγουμε είναι πως, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, δεν δικαιολογούνταν και δεν δικαιολογείται η απόρριψη της Κύριας Αίτησης. 

 

Όσον αφορά στη διαταγή για τα πρωτόδικα έξοδα, εφόσον εν τέλει η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μεν ορθή αλλά με λανθασμένο σκεπτικό, θα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός στον καθορισμό των εξόδων της έφεσης.

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων αν και διαφαίνεται ότι, πλην των λόγων έφεσης 3, 4, 6, 7, 9, 10, 11 και 12 οι οποίοι αποτυγχάνουν, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 8 είναι βάσιμοι, ωστόσο αυτοί δεν κρίνονται ικανοί για διαφορετική κατάληξη, εκ μέρους του Εφετείου, από αυτήν που οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εκ τούτου η έφεση δεν δύναται να επιτύχει και κατ’ επέκταση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση επικυρώνεται, με το σκεπτικό και αιτιολογικό που έχουμε πιο πάνω παραθέσει.

 

Όσον αφορά στα έξοδα, της έφεσης, κρίνουμε δίκαιο όπως αυτά επιδικασθούν μειωμένα προς όφελος των εφεσίβλητων, και εναντίον των εφεσειόντων, στο ποσό των €4.900,00, το οποίο αντιπροσωπεύει τα 2/3 του συνόλου των εξόδων της παρούσας έφεσης.   

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο