ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 174/2019)
31 Οκτωβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
CHRISANMARI ENTERPRISES LTD
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Γ. Γεωργίου, για Πανίκος Α. Λεωνίδου & Σία, δικηγόροι για την Εφεσείουσα.
Τ. Ιακωβίδου (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
-------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.8.2019 στην Προσφυγή Αρ. 1255/2015, την οποία άσκησε η Εφεσείουσα, επικυρώθηκε η απόφαση της Εφεσίβλητης, με την οποία βεβαιώθηκε, ως εκ των υστέρων τελωνειακή οφειλή της Εφεσείουσας, το συνολικό ποσό των €71.895 (ως εισαγωγικός δασμός, δασμός αντιντάμπινγκ και φόρος προστιθέμενης αξίας), καθώς και χρηματική επιβάρυνση ποσού ύψους €7.189, επιπλέον νόμιμος τόκος (εφεξής η «επίδικη απόφαση»).
Τα ουσιώδη γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης καταγράφηκαν στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, ως ακολούθως:
«Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, επειδή οι τελευταίοι διαπίστωσαν, σύμφωνα με μαρτυρία που είχαν στην κατοχή τους, ότι οι αιτητές, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λεμεσό που ασχολούνταν με εισαγωγές και πωλήσεις ποδηλάτων, κατά την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι το 2011 εισήγαγαν και έθεσαν σε κυκλοφορία ποδήλατα που είχαν χώρα καταγωγής την Κίνα και όχι την Σρι Λάνκα, όπως είχε δηλωθεί στις σχετικές διασαφήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 52 του Νόμου, με αποτέλεσμα, ως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, «να μην καταβληθεί ορθά ο εισαγωγικός δασμός 14% ή 3,5% και ο φόρος προστιθέμενης αξίας 15% και παράλληλα να αποφευχθεί η καταβολή δασμού αντιντάμπινγκ».
Από ελέγχους που διενήργησε το Τμήμα Τελωνείων αναφορικά με εισαγωγές ποδηλάτων από τη Σρι Λάνκα, προέκυψε ότι κατά την περίοδο από το έτος 2009 μέχρι το έτος 2011, οι αιτητές είχαν εισαγάγει στη Δημοκρατία ποδήλατα από τη Σρι Λάνκα, με σκοπό να τα διαθέσουν προς πώληση στην Κυπριακή αγορά. Πράγματι, τα ποδήλατα τέθηκαν σε κυκλοφορία, αφού προηγουμένως έγιναν αποδεκτά όλα τα σχετικά έγγραφα εισαγωγής και οι δηλώσεις διασαφήσεων που είχαν καταχωρήσει οι αιτητές για σκοπούς εκτελωνισμού[1], μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος «Θησέας» (Theseas Declaration Information), αναγράφοντας ως χώρα καταγωγής των ποδηλάτων τη Σρι Λάνκα. Ως εκ τούτου, ο σχετικός εισαγωγικός δασμός καταβλήθηκε με μειωμένο συντελεστή.
Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, οι υπό του Τμήματος Τελωνείων προαναφερθέντες έλεγχοι διενεργήθηκαν στη βάση πληροφόρησης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF- Office Européen De Lutte Antifraude), ανεξάρτητης υπηρεσίας που λειτουργεί στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ενεργεί προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και της καταπολέμησης της απάτης και διαφθοράς. Στο πλαίσιο των εν λόγω ελέγχων, το Τμήμα Τελωνείων, με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 10.1.2012, ενημέρωσε τους αιτητές ότι είχαν επιλεγεί για εκ των υστέρων τελωνειακό έλεγχο οι προαναφερθείσες τέσσερεις διασαφήσεις εισαγωγής ποδηλάτων, μαζί με όλα τα σχετικά συνοδευτικά έγγραφα. Τελικά, η έκθεση της OLAF (παράρτημα 12 στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση), η οποία κοινοποιήθηκε και στους καθ' ων η αίτηση, ολοκληρώθηκε στις 3.12.2014. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, είχε εισαχθεί στο εσωτερικό της Ε.Ε. μεγάλος αριθμός ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στα οποία προσδίδεται με αναληθή πιστοποιητικά, ως χώρα καταγωγής η Σρι Λάνκα, με αποτέλεσμα, στα εν λόγω προϊόντα να μην επιβάλλονται κατάλληλοι δασμοί, κατά παράβαση της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας.
Ως εκ των πιο πάνω και κατόπιν ολοκλήρωσης των σχετικών ερευνών, στο πλαίσιο των οποίων είχαν ληφθεί και καταθέσεις του διευθυντή και του γραμματέα των αιτητών από το Τμήμα Τελωνείων (βλ. παραρτήματα 13 και 14 αντίστοιχα στην ένσταση), οι καθ' ων η αίτηση, προέβησαν στις 8.7.2015 σε «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 508/15», κοινοποιώντας την απόφασή τους (παράρτημα 15 στην ένσταση) στους αιτητές. Οι τελευταίοι αντέδρασαν και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησαν, στις 29.9.2015, την υπό κρίση προσφυγή.»
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για απόρριψη της Προσφυγής Αρ. 1255/2015 αμφισβητείται με την ενώπιον μας έφεση, στην οποία προβλήθηκαν συνολικά επτά λόγοι εφέσεως.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι, η Εφεσίβλητη προέβη στην έκδοση της επίδικης απόφασης κατά πλάνη περί το νόμο, εγείροντας, εντός του εν λόγω πλαισίου, ζήτημα παραγραφής των επιβληθέντων στην Εφεσείουσα, με την επίδικη απόφαση, τελωνειακών οφειλών, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 221 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992 (εφεξής ο «Κανονισμός») και/ή του Άρθρου 39 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι)/2004 (εφεξής ο «Νόμος»), με το σκεπτικό ότι, είχε παρέλθει η τριετής προθεσμία προς τούτο (οι επίδικες ηλεκτρονικές διασαφήσεις έφεραν, κατά την Εφεσείουσα, ημερομηνία 23.6.2009, 16.11.2009, 15.6.2010 και 31.5.2011 αντίστοιχα, ενώ η επίδικη απόφαση επιδόθηκε στην Εφεσείουσα στις 8.7.2015).
Υποστηρίζοντας η Εφεσείουσα ότι το θέμα, αν και δεν εγέρθηκε και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα, συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξεως, το οποίο εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (και όφειλε πρωτοδίκως ως τέτοιο να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως), επιχειρηματολόγησε, μεταξύ άλλων, ότι, η Εφεσίβλητη δεν ενομιμοποιείτο να επιβάλει εκ των υστέρων βεβαίωση στην Εφεσείουσα, παρά μόνο στηριζόμενη στο Άρθρο 221(4) του Κανονισμού, το οποίο ρητώς ορίζει ότι, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη μπορεί να γίνει μετά την πάροδο τριών ετών, μόνο στην περίπτωση που η οφειλή έχει γεννηθεί από πράξη η οποία, κατά τη στιγμή της διάπραξης της, εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα. Συνεχίζοντας, η Εφεσείουσα διατείνεται και ότι, ακόμη και αν η διοίκηση κρίνει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση ως η προαναφερθείσα, όφειλε να δικαιολογήσει επαρκώς και ειδικώς ως προς τούτο το ζήτημα την απόφαση της, κάτι που η Εφεσίβλητη δεν έπραξε στην παρούσα περίπτωση, υποστηρίζοντας, περαιτέρω και επί της ουσίας, ότι, η Εφεσείουσα δεν διέπραξε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα και/ή δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών καταγωγής, ούτε έχει ασκηθεί εναντίον της οποιαδήποτε ποινική δίωξη σε σχέση με τέτοια αδικήματα.
Η Εφεσίβλητη απορρίπτει τα ανωτέρω, αντιτάσσοντας ότι, το προαναφερθέν ζήτημα δεν δύναται να εξεταστεί, διότι δεν δικογραφήθηκε στην προσφυγή και το θέμα της παραγραφής δεν αφορά ζήτημα, το οποίο δύναται να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Εξετάσαμε το εγειρόμενο ζήτημα με τη δέουσα προσοχή.
Καταρχάς, το Άρθρο 221 του Κανονισμού έχει ως ακολούθως (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας, όπως και ο τονισμός):
«1. Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις καταλογισθεί.
2. Όταν αναφέρεται ενδεικτικά στην τελωνειακή διασάφηση το ποσό των εισπρακτέων δασμών, η τελωνειακή αρχή μπορεί να ορίσει ότι η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται μόνο αν το ποσό των δασμών που έχει αναγραφεί στη διασάφηση δεν αντιστοιχεί στο ποσό που αυτή καθορίζει.
Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 218 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, όταν γίνεται χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων από την τελωνειακή αρχή ισοδυναμεί με γνωστοποίηση του καταλογισθέντος ποσού των δασμών, στον οφειλέτη.
3. Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται από τη στιγμή που υποβάλλεται προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 243 και καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής.
4. Εάν η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί από πράξη η οποία, κατά τη στιγμή της διαπράξεώς της, εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη είναι δυνατόν να γίνει, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις ισχύουσες διατάξεις, μετά την παρέλευση της τριετούς προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.»
Το Άρθρο 39 του Νόμου καθορίζει ότι:
«(2) Σε περίπτωση που η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί από πράξη η οποία κατά τη στιγμή της διάπραξής της εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη του ποσού των δασμών είναι δυνατό να γίνει και μετά την παρέλευση της τριετούς προθεσμίας που αναφέρεται στις αντίστοιχες Ενωσιακές διατάξεις, αλλά όχι µετά την πάροδο δέκα (10) ετών από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής.»
Το Άρθρο 44 του Νόμου προβλέπει τα εξής:
«44.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η εκ των υστέρων βεβαίωση σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία δεν εκδίδεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημερομηνία γένεσης της άλλης τελωνειακής οφειλής.
(2) Αν έχει απολεσθεί οποιοδήποτε ποσό άλλης τελωνειακής οφειλής ως αποτέλεσμα πράξης η οποία κατά τη στιγμή της διάπραξής της εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα, τότε δύναται να εκδοθεί εκ των υστέρων βεβαίωση ως εάν η αναφορά σε έξι (6) έτη στο εδάφιο (1) να ήταν αναφορά σε δώδεκα (12) έτη.»
Το Άρθρο 48 του Νόμου (το οποίο επικαλέστηκε η πλευρά της Εφεσίβλητης), προνοεί τα ακόλουθα:
48.-(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Ενωσιακή Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει εκ των υστέρων το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.
(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή παράλειψής του προκύπτει ποσό οφειλόμενο, τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει εκ των υστέρων το οφειλόμενο ποσό και το κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό.
(3) Σε περίπτωση που λόγω υποβολής στο Τμήμα Τελωνείων από οποιοδήποτε πρόσωπο οποιασδήποτε δήλωσης ή γγνωστοποίησης ή πιστοποιητικού ή οποιασδήποτε άλλης φύσης εγγράφου, δεν καταβλήθηκε το πλήρες ποσό που οφείλετο, με βάση την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία, ή επιστράφηκε ή παραχωρήθηκε έκπτωση ή αποδόθηκε ποσό μεγαλύτερο εκείνου που σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία προβλέπετο, το οφειλόμενο ποσό ή το ποσό που επιστράφηκε αχρεώστητα ή που παραχωρήθηκε ως έκπτωση, βεβαιώνεται εκ των υστέρων και κοινοποιείται στο πρόσωπο αυτό.
(4) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει εκ των υστέρων βεβαιωθεί και κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τα πιο πάνω εδάφια, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως ποσό οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και δύναται να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν αποσυρθεί η σχετική εκ των υστέρων βεβαίωση ή αναθεωρηθεί το σχετικό ποσό.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε κοινοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή σε πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, θεωρείται ως κοινοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το οποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.
(6) Τα ποσά που βεβαιώνονται στα πιο πάνω εδάφια καταλογίζονται όπως αναφέρεται στα άρθρα 45 και 46.»
Στην παρούσα περίπτωση αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά, ότι, η Εφεσείουσα, για την έκδοση της επίδικης απόφασης, βασίστηκε (μεταξύ άλλων) στον Κανονισμό και στον Νόμο (βλ. σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης). Όπως, επίσης, ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 13 της απόφασης του:
«Είναι λοιπόν σαφής η άρρηκτη διασύνδεση της Κοινοτικής με την ημεδαπή νομοθεσία και στο επίδικο ζήτημα της εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής και άλλης τελωνειακής οφειλής, εφόσον ο εθνικός νομοθέτης ρητά επιτάσσει τη συμμόρφωση και με τις διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου κατά την υποβολή διασάφησης.»
Έχοντας αυτά υπόψη, σαφώς καμία νόμιμη απόφαση επιβολής εκ των υστέρων τελωνειακής οφειλής δεν δύναται να ληφθεί, εάν αυτή συγκρούεται, μεταξύ άλλων, με το Άρθρο 221(3), (4) του Κανονισμού, το οποίο ορίζει δυνατότητα παραγραφής αξιώσεων του δημοσίου, ως (και) η επίδικη και υπό τις προϋποθέσεις και/ή εξαιρέσεις που εκεί καθορίζονται. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΔΕΕ»), η οποία ερμηνεύει το Άρθρο 221(3) του Κανονισμού, το ποσό των δασμών, τόσο το αρχικώς βεβαιωθέν όσο και το ποσό που ενδεχομένως καθορίστηκε κατόπιν επανεξέτασης ή ελέγχου, πρέπει να γνωστοποιείται, κατά κανόνα στον οφειλέτη εντός τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής (απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 9.6.2022 στην Υπόθεση C-187/21 FAWKES Kft. v. Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága, σκέψη 61), με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο Άρθρο 221(3) ή/και (4) του Κανονισμού. Διαφορετικά, η τελωνειακή οφειλή παραγράφεται και, κατά συνέπεια, αποσβένεται κατά την έννοια του Άρθρου 233 του Κανονισμού (απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 28.1.2010 στην Υπόθεση C-264/08 Belgische Staat v Direct Parcel Distribution Belgium NV, σκέψη 43).
Υπενθυμίζουμε ότι, όταν (ευθείας, μάλιστα, εφαρμογής) διάταξη (όπως, εν προκειμένω, το Άρθρο 221(3),(4) του Κανονισμού) του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΕΕ») επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση, τότε έκαστη κρατική αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, τελεί υπό δέσμια εξουσία να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα και εφαρμογή αυτής της διάταξης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 14.3.2024 στην Υπόθεση C‑516/22 European Commission v United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland, σκέψη 94). Είναι, επίσης, εξίσου σαφές ότι, σε περίπτωση που εθνική διάταξη αντίκειται προς το δίκαιο της ΕΕ, οφείλει να παραμένει ανεφάρμοστη. Ως αναφέρθηκε, σχετικά, στην απόφαση ημερομηνίας 19.12.2019 στην υπόθεση C‑752/18 Deutsche Umwelthilfe eV v. Freistaat Bayern, εκεί σκέψη 42:
«...το εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, αν δεν μπορεί να ερμηνεύσει εθνική ρύθμιση σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, έχει ως όργανο κράτους μέλους την υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που είναι αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχουσα άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 21, καθώς και της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski,C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61).»
(βλ. και απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 19.11.2019 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18 A. K. And Others v Sąd Najwyższy, CP v Sąd Najwyższy and DO v Sąd Najwyższ, σκέψεις 156-161, καθώς και απόφαση του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.3.2015 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2009 Tlais Enterprises Ltd v Her Majesty's Revenue & Customs.)
Στην παρούσα περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος (αλλά επιβεβαιώνεται και από τα ενώπιον μας έγγραφα και δικόγραφα) ότι, το ζήτημα στο οποίο αφορά ο πρώτος λόγος έφεσης δεν δικογραφήθηκε και δεν συζητήθηκε πρωτόδικα.
Αν, συνεπώς, η παραγραφή, η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 221(3),(4) του Κανονισμού δεν αποτελεί ζήτημα, το οποίο, ως δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. απόφαση Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην (πλειοψηφία) SIGMA RADIO T.V. LTD. κ.α. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (2004) 3 ΑΑΔ 134, Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 255, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314), το γεγονός της μη δικογράφησης του στην αίτηση ακύρωσης, το καθιστά δικονομικά απαράδεκτο και μη εξεταστέο, αφού το αντίθετο θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3399 Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 27), ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής και στις προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015, 6/2015.
Αντιθέτως, αν αποτελεί ζήτημα το οποίο όφειλε να είχε εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, τότε η ορθή διαδικασία δεν μπορεί να είναι άλλη από την παραπομπή του ζητήματος προς λήψη απόφασης (πρώτα) από το πρωτόδικο Δικαστήριο (διευκρινίζεται ότι, το ζήτημα δεν αφορά περίπτωση παραδεκτού, όπως εκτελεστότητα, έννομο συμφέρον, προθεσμία υποβολής προσφυγής ή αρμοδιότητας κλπ., ώστε να εδύνατο να εξεταστεί και από το Εφετείο χωρίς την έκφραση επί του θέματος της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστή), κατ’ εφαρμογή των νομολογηθέντων του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. απόφαση ημερομηνίας 6.7.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ v. ΤΕΠΑΚ (κατ’ επιβάρυνση, βεβαίως, της Εφεσείουσας με τα δικαστικά έξοδα της παρούσης, αφού ανεξαρτήτως αν ήθελε κριθεί ότι το ζήτημα ανήκει στην κατηγορία των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων, αυτή δεν το είχε εγείρει, ενώ προφανώς είχε τη δυνατότητα, πρωτόδικα). Και αυτό, άνευ ενασχόλησης μας με τους υπόλοιπους λόγους εφέσεως, η οποία θα ήταν πρόωρη, αφού τυχόν κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί συνδρομής, στην παρούσα περίπτωση, των προϋποθέσεων παραγραφής των τελωνειακών οφειλών που καταλογίστηκαν στην Εφεσείουσα θα καθιστούσε αλυσιτελή την εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών (σαφώς οι ισχυριζόμενες ημερομηνίες γένεσης των τελωνεικών οφειλών σε σχέση με την ημερομηνίας επιβολής της επίδικης διοικητικής πράξης δεν καθιστούν εκ προοιμίου μη εφαρμόσιμες τις σχετικές πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού, με την προβλεπόμενη εξαίρεση αυτού να χρήζει, ενδεχομένως, ερμηνείας, ιδιαίτερα ενόψει του ότι η Εφεσίβλητη καταλόγισε ποινικό αδίκημα στην Εφεσείουσα (βλ. και δεύτερο λόγο έφεσης, ως ζήτημα αιτιολογίας), ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της εξαίρεσης της παραγράφου (4) του Άρθρου 222 του Κανονισμού, όπως επίσης οφείλει να κριθεί αν η προβλεπόμενη εξαίρεση θέτει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ποινικού αδικήματος γενικά ή τέτοιο πρέπει να έχει διαπραχθεί από τον τελωνειακώς οφειλέτη).
Αναδύεται, συνεπώς, από τα ανωτέρω, ως κεντρικό θέμα, αν το ζήτημα της (ενδεχόμενης) εφαρμογής του Άρθρου 221(3), (4) του Κανονισμού στην παρούσα περίπτωση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Η απάντηση μας στο ερώτημα είναι θετική, με το ακόλουθο σκεπτικό:
Δεν υπάρχει μεν, στο χώρο του δικαίου της ΕΕ οποιαδήποτε ρητή νομοθετική πρόνοια ως γενικός κανόνας, ο οποίος να καθορίζει ότι, η εφαρμογή του εξετάζεται αυτεπάγγελτα από τα ημεδαπά Δικαστήρια. Αυτό στα πλαίσια του σεβασμού της δικονομικής ή διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών της ΕΕ (βλ. απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 16.12.1976 στην Υπόθεση 45/76 Comet BV v. Produktscap v. Siegerwassen, σκέψεις 2 έως 16 και απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 20.2.1979 στην C-120/78 Rewe-Zentral AG v Bundesmonopolverwaltung für Branntwein) να καθορίζουν τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα, καθώς και τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες τους για την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ και της αποτελεσματικής προστασίας των ενωσιακών δικαιωμάτων. Ούτε, κατά την άποψη μας, το Άρθρο 1Α του Συντάγματος ορίζει από μόνο του κάτι το διαφορετικό.
Το ΔΕΕ καθόρισε, καταρχήν, ότι δεν είναι αντίθετοι του ενωσιακού δικαίου εθνικοί δικονομικοί κανόνες, οι οποίοι εμποδίζουν την αυτεπάγγελτη εξέταση του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους των δικαστών κράτους μέλους και μόνο κατ’ εξαίρεση τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείπουν την ουδετερότητα τους. Το εθνικό δικαστήριο μπορεί να δρα αυτεπαγγέλτως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέμβαση του επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον (βλ. απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 7.6.2007 J. van der Weerd and Others (C-222/05), H. de Rooy sr. and H. de Rooy jr. (C-223/05), Maatschap H. en J. van ’t Oever and Others (C-224/05) and B. J. van Middendorp (C-225/05) v Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 14.12.1995 στις συν. Υποθέσεις C-430/93 και 431/93 Jeroen van Schijndel and Johannes Nicolaas Cornelis van Veen v Stichting Pensioenfonds voor Fysiotherapeuten.).
Το ΔΕΕ, μάλιστα, έχει αναγνωρίσει περιπτωσιολογικά υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου του κοινοτικού δικαίου σε διάφορα συγκεκριμένα ζητήματα (ενδεικτικά και μόνο, βλ. απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 1.6.1999 C-126/97 Eco Swiss China Time Ltd v. Benetton International NV, σκέψεις 39 έως 41, απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 27.6.2000 C-240/98 Océano Grupo Editorial SA v.. Rocío Murciano Quintero and Salvat Editores SA v José M. Sánchez Alcón Prades (C-241/98), José Luis Copano Badillo (C-242/98), Mohammed Berroane (C-243/98) and Emilio Viñas Feliú (C-244/98)., σκέψη 26, απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 21.11.2002 C-473/000 Cofidis SA v. Jean-Louis Fredout, σκέψεις 31 έως 38). Μάλιστα, σε σχέση με τις καταχρηστικές ρήτρες το ΔΕΕ στην απόφαση του ημερομηνίας 26.10.2006 C-168/05 Elisa Maria Mostaza Claro v. Centro Movil Milenium SL, σκέψεις 27, 37, 38 κρίθηκε ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση αυτών υποχρεούται να λάβει χώρα από τα εθνικά δικαστήρια, θεωρώντας τις εκεί κριθείσες διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ δημοσίας τάξεως (βλ. και απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 4.6.2009 C-243/08 Pannon GSM Zrt. v Erzsébet Sustikné Győrfi,σκέψη 35 καθώς και απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 6.10.2009 C-40/08 Asturcom Telecomunicaciones SL v. Cristina Rodriquez Nogueria, σκέψη 32). Σύμφωνα δε με την αρχή της ισοδυναμίας, οι δικονομικές πτυχές των ενδίκων βοηθημάτων τα οποία αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της ΕΕ στα άτομα δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν αντίστοιχα ένδικα βοηθήματα του εθνικού δικαίου (βλ. απόφαση van der Weerd, (supra), σκέψη 28,· απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 12.2.2008 στην C-2/06 Willy Kempter KG v Hauptzollamt Hamburg, σκέψη 57 και απόφαση ΔΕΕ ημερομηνίας 6.10.2015 στην C-69/14 Constantin Târșia v Statul român and Serviciul Public Comunitar Regim Permise de Conducere si Inmatriculare a Autovehiculelor, σκέψη 27). Επομένως, ευλόγως συνάγεται το συμπέρασμα ότι, όταν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες παρέχουν σε εθνικό δικαστήριο την ευχέρεια ή του επιβάλλουν την υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο βασιζόμενο στο εθνικό δίκαιο, η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει να καλύπτει η εν λόγω ευχέρεια ή υποχρέωση και τους λόγους που αντλούνται από το δίκαιο της ΕΕ, (δεδομένου όμως ότι, τέτοιος λόγος είναι στη φύση του δημοσίας τάξεως και στο δίκαιο της ΕΕ, βλ. περί τούτου και διαδικτυακό άρθρο της Ε. Πρεβεδούρου, «Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι ισχυρισμοί και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (προτάσεις Mengozzi της 13.1.2016, στην υπόθεση C-161/15, Abdelhafid Bensada Benallal κατά Βελγικού Δημοσίου)»).
Στην παρούσα περίπτωση, κρίνουμε ότι το ζήτημα της παραγραφής αξιώσεων του δημοσίου προς καταλογισμό, βεβαίωση ή είσπραξη τελωνειακής οφειλής είναι, τόσο στο δίκαιο της ΕΕ, όσο και στο ημεδαπό δίκαιο, στη φύση του, δημόσιας τάξεως.
Συγκεκριμένα, εντός της τελωνειακής ένωσης της ΕΕ, τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ επιβάλλουν ένα ενιαίο σύστημα για τη διαχείριση εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης αγαθών και εφαρμόζουν μια κοινή δέσμη τελωνειακών κανόνων, τον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα (UCC), 1.5.2016). Ένα ενιαίο σύστημα τελωνειακών δασμών εφαρμόζεται σε εισαγωγές από τρίτες χώρες και δεν υπάρχουν τελωνειακοί δασμοί στα σύνορα μεταξύ κρατών μελών. Η τελωνειακή ένωση της ΕΕ είναι, συνεπώς, απαραίτητη για την ορθή λειτουργία της ενιαίας αγοράς και, ως τέτοιοι, οι κανόνες που τη διέπουν είναι (ευρωπαϊκής) δημοσίας τάξεως.
Στο δημόσιο δίκαιο, ο θεσμός της παραγραφής υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 13.6.2013 στην C-671/11 έως C-676/11 Établissement national des produits de l’agriculture et de la mer (FranceAgriMer) v Société anonyme d’intérêt collectif agricole Unanimes (C‑671/11 and C‑672/11), Organisation de producteurs Les Cimes (C‑673/11), Société Agroprovence (C‑674/11), Regalp SA (C‑675/11) and Coopérative des producteurs d’asperges de Montcalm (COPAM) (C‑676/11), εκεί σκέψη 31:
«31. Η ασφάλεια δικαίου, πάντως, των ελεγχόμενων φορέων έναντι των δημοσίων αρχών που διενεργούν ελέγχους και αποφασίζουν, ενδεχομένως, την κίνηση διώξεως διασφαλίζεται από την προθεσμία παραγραφής των διώξεων την οποία ορίζει το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), και η οποία είναι, κατ’ αρχήν, τετραετής από την παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, οι προθεσμίες παραγραφής αποσκοπούν, κατά κανόνα, στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου (βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C‑278/02, Handlbauer, Συλλογή 2004, σ.I‑6171, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»).
(βλ. και απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 5.5.2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-201/10 και C202/10, Ze Fu Fleischhandel GmbH (C-201/10) and Vion Trading GmbH (C-202/10) v Hauptzollamt Hamburg-Jonas, εκεί σκέψη 30)
Στην ίδια γραμμή με το ΔΕΕ κινείται και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπου τονίζεται η αναγκαιότητα πρόβλεψης της παραγραφής σε ένα κράτος δικαίου (εφεξής «ΕΔΔΑ», βλ. απόφαση ΕΔΔΑ ημερομηνίας 9.1.2013 στην Προσφυγή Αρ. 21722/2011 Oleksandr Volkov v. Ucraine, παράγραφος 137).
Όσον αφορά στο ημεδαπό δίκαιο, κρίνουμε ότι, η περίπτωση δύναται επίσης να καταταχθεί στα ζητήματα, τα οποία είναι δημοσίας τάξεως (σημειώνεται ότι ως έχει ρητώς σημειωθεί στη σχετική νομολογία-βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, supra- δεν έχει αποκλειστεί η επέκταση των όσων ζητημάτων έχουν αναγνωριστεί ως δημόσιας τάξεως, βλ.Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.)
Αυτό, συγκεκριμένα, έχει ήδη αναγνωριστεί και στην απόφαση ημερομηνίας 1.7.2019 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 98/2013 Δημοκρατία v. Φεραίος Λτδ, στην οποία λέχθηκε ρητώς ότι:
«Ως θέμα αρχής η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων συνιστά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος.»
(σημειώνεται, για σκοπούς πληρότητας, ότι, στην ίδια πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε και η θέση ότι «Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών υπό μορφή δασμών και φόρων και το δικαίωμα προς είσπραξη, δεν παραγράφεται και ότι αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέσω της προώθησης των ανάλογων διαδικασιών», θέση, όμως, με δεδομένο το σεβασμό μας, η οποία δεν μπορεί να υπερισχύσει των σαφών προνοιών περί δυνατότητας παραγραφής που προβλέπεται στο Άρθρο 221(3),(4) του (Ευρωπαϊκού) Κανονισμού, ως η νομολογία του ΔΕΕ που προαναφέρθηκε ανωτέρω υποδεικνύει, αλλά ούτε και του Άρθρου 1Α του Συντάγματος.)
Στο διαδικτυακό νομικό άρθρο της Καθ. Ε. Πρεβεδούρου «Η παραγραφή αξιώσεων του Δημοσίου (ΣτΕ Ολ 1738/2017) (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 27-05-2024)», η συντάκτρια, σχολιάζοντας την σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην ΣτΕ 1738/2017 ανέφερε και τα ακόλουθα, με δικές μας υπογραμμίσεις (οι τονισμοί είναι του κειμένου):
«H παραγραφή, έννοια αστικολογικής προέλευσης, συνιστά τον θεσμό του δημοσίου δικαίου σύμφωνα με τον οποίο ορισμένη αξίωση εξασθενεί {παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη} επειδή παρήλθε ορισμένο χρονικό διάστημα χωρίς να την ασκήσει ο δικαιούχος. Kρατούσα στην ελληνική επιστήμη και νομολογία είναι η άποψη περί του ουσιαστικού χαρακτήρα του θεσμού. Στις σχέσεις με το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, η παραγραφή υπέρ του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ καταλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των αξιώσεων που παρουσιάζουν χρηματικό αντικείμενο, χωρίς να περιορίζεται μόνο σε αυτές. Περιλαμβάνει δηλαδή και την επιβολή κυρώσεων πχ πειθαρχικού χαρακτήρα. Όσον αφορά τις χρηματικές απαιτήσεις που υπάγονται στην κατηγορία αυτή, η παραγραφή αφορά την επιβολή φόρου, τέλους, προστίμου ή εισφοράς (βεβαίωση εν ευρεία εννοία), τη διενέργεια ταμειακής βεβαίωσης του καταλογισθέντος ποσού (βεβαίωση εν στενή εννοία) και την είσπραξη του ταμειακώς βεβαιωθέντος ποσού. Η Ολομέλεια του ΣτΕ, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1738/2017, συμπύκνωσε αριστοτεχνικά τη ratio του θεσμού της παραγραφής όσον αφορά τις φορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου.
........................................
Αρχή της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης
5. Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος [πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά.• βλ. και το ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η)] και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (πρβλ. ΑΕΔ 11/2003, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 3777/2008, 4731/2014, 640/2015 κ.ά.), επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144, 1976/2015) και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσεως κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 144, 1976/2015, 1623/2016, επίσης ΔΕΕ, 2.6.2016, C-81/15, Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε. κατά Υπουργού Οικονομικών, σκέψη 45, 3.9.2015, C-384/14, Établissement national des produits de l’ agriculture et de la mer (FranceAgriMer) κατά SodiaalInternational SA, σκέψη 30). Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή, η οποία εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, επιτάσσει η κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της σχετικής με τις ανωτέρω επιβαρύνσεις νομοθεσίας, να μη μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, απαιτείται να προβλέπεται προθεσμία παραγραφής, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και η διάρκειά της να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον διοικούμενο, μετά δε την λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή εις βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβαρύνσεως (φόρου, τέλους, εισφοράς) ούτε οποιασδήποτε σχετικής κυρώσεως.»
Ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την παραγραφή αξιώσεων του δημοσίου έχουν χαρακτήρα δημόσιας τάξης, εξεφράστηκε και στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου στις ΑΠ 8/2022 (Ολομέλεια), ΑΠ 52/2021, ΑΠ 1819/2012 και ΑΠ 544/2011.
Πρόσθετα και/ή διαζευκτικά, το ζήτημα της παραγραφής, κατά τις αποφάσεις του Στε 848/1991, 937/1992 και 1626/2001, υποστηρίζεται και ότι αφορά και στην κατά χρόνο αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου, εάν η επίδικη αξίωση κριθεί ότι έχει παραγραφεί (σημειώνεται, όμως, ότι με τις αποφάσεις Στε 2660/1997, 3227/2005 και 1378/2006 κρίθηκε ότι δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα το ζήτημα από δικαστήρια ουσίας.. Στην παρούσα υπόθεση, σημειώνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση ως ακυρωτικό, ενόψει της αιτούμενης θεραπείας.).
Συνεπώς, με βάση όλα τα ανωτέρω, κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης (με δεδομένο ότι όλα τα αναγκαία προς κρίση στοιχεία βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης) εξετάζεται αυτεπάγγελτα, ως ζήτημα δημόσιας τάξεως και, για τους λόγους που ήδη επεξηγήθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση θα επιστραφεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο προς έκφραση (πρώτα) της θέσης του επ’ αυτού του ισχυρισμού (στο πλαίσιο που έχει ανωτέρω υποδειχθεί και κατ’ εφαρμογή της Χριστοδουλίδης, supra) και χωρίς να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης (βλ. ανωτέρω).
Ως επίσης έχουμε ανωτέρω αναφέρει, το γεγονός ότι, η Εφεσείουσα όψιμα ήγειρε το ζήτημα ανεξαρτήτως αν είναι και αυτεπάγγελτα εξεταζόμενο, οδηγεί σε απόφαση μας, όπως επωμισθεί (προς όφελος της Εφεσίβλητης) τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία υπολογίζουμε στα €3000.
Ως εκ της πιο πάνω κατάληξης, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητα της.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο