Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε. v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 18/2023, 30/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

        (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 18/2023(i-Justice))

 

         30 Οκτωβρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

        Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

           Εφεσείουσα,

  v.

 

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

 

         Εφεσίβλητου.

----------------------

Δρ Π.Ν. Κούρτελλος μαζί με Μ. Κουσταή (κα), για Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα.

Κ. Μελάς, για  ΜΑΡΚΙΔΗ, ΜΑΡΚΙΔΗ & ΣΙΑ, δικηγόροι για το Εφεσίβλητο Συμβούλιο.

-----------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

-----------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η ως άνω Έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 477/2023, με την οποία προσβλήθηκε η απόφαση του Εφεσίβλητου επιβολής διοικητικού προστίμου συγκεκριμένου ύψους στην Εφεσείουσα, κατόπιν κρίσης περί παραβίασης από την τελευταία προνοιών του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν.188(Ι)/2007 (εφεξής «ο Νόμος»). Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι, «...ο καθ’ ου η αίτηση δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έτσι ώστε να μπορεί να ασκήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο.» και, συνεπεία τούτου, η προσφυγή απορρίφθηκε.

 

Η Εφεσείουσα βάλλει εναντίον της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με τους εξής επτά λόγους έφεσης, των οποίων η αιτιολογία δεν απαιτείται να παρατεθεί, αφού είναι αυτόδηλοι:

«Πρώτος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ανέλαβε δικαιοδοσία αποφαινόμενο στις σελίδες 7-8 της απόφασής του ότι οι Εφεσίβλητοι δεν ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία «…στη βάση των αρχών ως εκφράστηκαν από τη νομολογία και δεσμεύουν το παρόν Δικαστήριο».

 

 

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μηχανιστικά και υιοθετώντας προηγούμενη νομολογία του ιδίου Δικαστηρίου σε σχέση με επίδικο ζήτημα για το οποίο ωστόσο το ίδιο ορθώς διαπιστώνει ότι «...το θέμα ήταν διαφορετικό...» αναφορά η οποία ποσώς εξαντλεί το ζήτημα αφού η επίδικη διαφορά προκύπτει και/ή αφορά σε διαφορετική νομοθεσία, ήτοι τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος (sic) του 188(Ι)/2007 («ο Νόμος»), νομοθεσία την οποία ποσώς εξέτασε το Δικαστήριο ή στην έκταση που υπόμνησε ερμήνευσε αυτή εσφαλμένα συνεπώς η απόφαση δεν ευρίσκει έρεισμα στον Νόμο.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

Η αιτιολογία της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι επαρκής και/ή δεν συναρτάται καθόλου με τα γεγονότα, νομικά και πραγματικά που τέθηκαν υπόψιν του Δικαστηρίου ώστε εσφαλμένα αποφαίνεται στην σελίδα 8 της απόφασης ότι «ο καθ’ ου η αίτηση δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έτσι ώστε να μπορεί να ασκήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο».

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφαίνεται στην σελίδα 7 της απόφασης του με αναφορά στον Νόμο ότι «Σκοπός, βεβαίως, είναι ο εποπτικός έλεγχος δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων έτσι ώστε να παρεμποδίζεται και να καταπολεμάται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Άπτεται, δηλαδή, άμεσα του ελέγχου της νόμιμης δραστηριοποίησης των δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών που αποτελεί, μάλλον, και την πεμπτουσία του λόγου ύπαρξης του ως σώματος ως αντικατοπτρίζεται στο Άρθρο 24(1)(α) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2 ως το αρμόδιο όργανο «για να διαφυλάττει την τιμή [.] του Δικηγορικού Σώματος.».

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην μη ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με τον έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης δίχως να συνυπολογίσει ότι αυτό συνεπάγεται την διαφορετική και άνιση μεταχείριση των Εφεσειόντων σε σχέση με τις άλλες εποπτευόμενες οντότητες ως αυτές καθορίζονται περιοριστικά στο Νόμο ώστε ελλείψει επαρκούς αιτιολόγησης προς τούτο η απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τελεί σε σύγκρουση με το Σύνταγμα είτε διατάξεις του Νόμου πάσχουν ως αντισυνταγματικές.

 

Έκτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα και εσφαλμένα αποδέχεται ή αναγνωρίζει εξουσία άσκησης πειθαρχικού ελέγχου υπέρ των Εφεσιβλήτων στην σελίδα 1 της απόφασης του και αυτή απολήγει κατά τρόπο αντίθετο του Συντάγματος να αποστερεί τους Εφεσείοντες οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή την πρόσβαση το Δικαστήριο.

 

Έβδομος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση του ότι στερείται δικαιοδοσίας και εσφαλμένα επιδίκασε τα έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.»

 

 

Είναι ευδιάκριτο από τα ανωτέρω, ότι όλοι οι λόγοι εφέσεως έχουν ως κοινό ακρογωνιαίο λίθο την καταληκτική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στερείται δικαιοδοσίας εξέτασης της προσφυγής, διότι αυτή στρέφεται εναντίον απόφασης του Εφεσίβλητου, το οποίο δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική εξουσία. Κρίθηκε, δηλαδή, ότι δεν είναι απόφαση τέτοιου «…οργάνου, αρχής, ή προσώπου…» εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, η οποία να είναι δεκτική ελέγχου από το Διοικητικό Δικαστήριο (βλ. περί της εν λόγω προϋπόθεσης στην Φλωρεντία Πετρίδου v. Ογκολογικού Κέντρου Τράπεζας Κύπρου και Άλλης (2005) 3 Α.Α.Δ. 56). Αποδοχή της αντίθετης της ανωτέρω θέσης της Εφεσείουσας εκ μέρους μας, οδηγεί νομοτελειακά στην επιτυχία της παρούσας Έφεσης. Αντιθέτως, επικύρωση της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης επί τούτου του ζητήματος, οδηγεί αναπόδραστα στην αποτυχία συλλήβδην των λόγων έφεσης και στην απόρριψη της Έφεσης.

 

Υπενθυμίζεται ότι ανεξαρτήτως έγερσης του ζητήματος και με ποια αιτιολογία και τεκμηρίωση υποστηρίζεται αυτό από διάδικο, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξετάζεται αυτεπάγγελτα και από τα δικαστήρια δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας (βλ. ενδεικτικά απόφαση ημερομηνίας 5.6.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 95/2019 ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΤΑ ΟΛΥΜΠΙΑ» v. ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ και απόφαση ημερομηνίας 26.9.2023 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/19).

 

Έχουμε ενώπιον μας και μελετήθηκαν προσεκτικά όλες οι θέσεις, η αιτιολογία, τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, η ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, καθώς και το πραγματικό υλικό της υπόθεσης. Θα σχολιαστούν, κατά την παράθεση της κρίσης μας, όλα όσα απαιτούνται για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης. Ως επεξηγήθηκε, συναφώς, στην  απόφαση ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση 9/2023 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΈΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 86/2019:

 

«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 490:

 

«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»

 

Η αρχή αυτή έχει επανειλημμένα τονιστεί (Βλ. μεταξύ άλλων, Νίκος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 179/22, ημερ. 8.2.2023, Λ.Γ.Γ. (L.G) ν. Π.Γ., Έφεση Αρ. 2/23 (i-justice), ημερ. 21.6.2023, Sokolowski v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 52/19, ημερ. 23.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:B267, ECLI:CY:AD:2022:B267, Ειρηναίος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B304).»

 

Για να έχει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο (και, κατ’ επέκταση, το αναθεωρητικό Εφετείο) πρέπει, καταρχάς, η επίδικη πράξη να έχει εκδοθεί από (διοικητικό) όργανο, αρχή, ή πρόσωπο (βλ. Φλωρεντία Πετρίδου, supra). Στην Φλωρεντία Πετρίδου, supra, επικροτήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με το υπό αναφορά κριτήριο, η ακόλουθη ανάλυση του (εκεί) πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«...Στη σελ. 6 της πρωτόδικης απόφασης διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Το κρίσιμο ζήτημα αφορά στο κατά πόσο το Κέντρο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Εφόσον είναι ιδιωτικού δικαίου δεν θα έχουμε αρχή, όργανο ή πρόσωπο με την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Και οι πράξεις τους δεν θα υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου αυτού. Όπως στις Elias Petrou and Others v. The New Co-operative Credit Society of Karpashia 3 R.S.C.C. 58 και Premier Chemical Co Ltd v. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1994) 4 Α.Α.Δ. 458, σε σχέση με τις συνεργατικές πιστωτικές εταιρείες και τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ. Αλλά και στην Papacharalambous and Others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, σε σχέση με το Δικηγορικό Σύλλογο Λευκωσίας και Papacharalambous and Another v. Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 σε σχέση με τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο. Και περαιτέρω στην J.N. Christofides Trading Ltd v. Δήμου Λευκωσίας και άλλων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1015, σε σχέση με την Ένωση Δήμων Κύπρου. Σε τέτοια περίπτωση η μορφή και η έκταση της συμμετοχής του Κράτους δεν θα αλλοιώνει τη φύση της δράσης του ως fiscus.»

 

Δεν αρκεί, βεβαίως, σύμφωνα με τη διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η επίδικη πράξη να έχει εκδοθεί από (διοικητικό) όργανο, αρχή, ή πρόσωπο, ώστε να υπέχει, ως εκ τούτου και μόνο, δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο. Πρέπει και το περιεχόμενο της επίδικης πράξης να είναι διοικητικής και όχι ιδιωτικής φύσεως, δηλαδή να συνιστά άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας. Το κριτήριο, δηλαδή, δεν είναι, στην κυπριακή έννομη τάξη, μόνο τυπικό, όπως ισχύει στην Ελλάδα, αλλά ουσιαστικό (βλ. Ν. Χαραλάμπους, «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου. Δεύτερη έκδοση, 2013, σελ. 47 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία επί του θέματος). Ως επεξηγήθηκε και στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882:

 

«Η λειτουργία δημόσιας αρχής ή οργάνου δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου επεκτείνεται και στο ιδιωτικό δίκαιο οποτεδήποτε η αρχή ενεργεί για την προστασία του ταμιευτικού της συμφέροντος (fiscus). Οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζονται ως πράξεις διαχείρισης. Έρεισμα για τον καταρτισμό ή σύναψη πράξης διαχείρισης, αντλείται όχι από τη δημόσια εξουσία αρχής ή οργάνου, αλλά από τα περιουσιακά τους δικαιώματα βάσει του αστικού δικαίου. Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής επενεργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο. Στις πράξεις διαχείρισης εμπίπτουν και συμβάσεις αναφορικά με τη διάθεση και εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας δημόσιας αρχής. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης οποτεδήποτε παίρνουν τη μορφή "σύμβασης"· άλλο είναι η αποβολή, εκ μέρους της Αρχής, του μανδύα της εξουσίας στον καταρτισμό τους.

 

Πράξεις διαχείρισης διαστέλλονται από πράξεις εξουσίας, ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο εκδίδονται και τα συστατικά τους στοιχεία. Στην Κύπρο, έχει κατ' επανάληψη αναγνωριστεί ότι στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και κατ' ακολουθία στην αποκλειστική του αρμοδιότητα, υπάγονται μόνο εκτελεστές πράξεις δημόσιων αρχών που επενεργούν στον τομέα του δημόσιου δικαίου [βλ. μεταξύ άλλων, Achilleas HadjiKyriakou v. Theologia Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89; Savvas Yianni Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91]. Εμπειρική υπήρξε η προσέγγιση στην ταξινόμηση των διοικητικών πράξεων ως προς το πεδίο δικαίου, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος ή η μορφή την οποία λαμβάνει η πράξη, συνιστά το κριτήριο για την κατάταξή τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης. Η διάκριση των δυο τομέων δικαίου και τα κριτήρια για το διαχωρισμό τους, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο ειδικά στηνAntoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342. Ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση, ή γίνεται πράξη σε συνάρτηση με τις εξουσίες δημόσιας αρχής, αποτελεί το γνώμονα για την ταξινόμησή τους στο ένα ή το άλλο πεδίο του δικαίου. Εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών δημόσιας αρχής ή οργάνου, αυτή επενεργεί στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωσή του.»

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, όσον αφορά στις ανωτέρω προϋποθέσεις, έχει επανειλημμένα κριθεί ότι, ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, η απόφαση του (εφεσίβλητου) Συμβουλίου του οποίου είναι η εδώ επίδικη, δεν ενεργεί στο χώρο του δημοσίου δικαίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε στο σκεπτικό της απόφασης του τα αποφασισθέντα σε δική του προηγούμενη απόφαση, η οποία έτυχε επιδοκιμασίας στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.11.2023 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 5/18 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ v. 1. ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ κ.ά., στην οποία το εν λόγω Δικαστήριο, σε σχέση με την εκεί επίδικη απόφαση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου για χορήγηση άδειας συμβούλου αφερεγγυότητας, ληφθείσα δυνάμει του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου, Ν.64(Ι)/2015 (ο οποίος καθόριζε και τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, ως επαγγελματικό σώμα, ως αρμόδια αρχή), ανέφερε τα εξής:

 

«Το πως η νομολογία μας αντιμετωπίζει το ζήτημα, αν η προσβαλλόμενη πράξη ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Λεωφορεία Λευκωσίας Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ε.Δ.Δ. αρ. 36/17, ημερ. 17.10.23, όπου υιοθετήθηκε ο λόγος της υπόθεσης Αναφορικά με την Darimpex Ltd, Πολ. Έφ. 216/20, ημερ. 7.6.2021, στην οποία επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218, απασχόλησαν τα βασικά κριτήρια για την οριοθέτηση των τομέων του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Βασική παράμετρο συνιστά η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου. Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δυο τομέων δικαίου είναι λεπτή και δεν είναι εύκολο πάντοτε να συρθεί, σημειώνονται τα ακόλουθα, στη σελίδα 222:

 

'O τομέας του δημοσίου δικαίου οριοθετείται, όπως διευκρινίζει η νομολογία, από το ενδιαφέρον του δημοσίου στην προαγωγή των σκοπών που αποβλέπει ο νομοθέτης να προάγει, με τη χορήγηση της εξουσίας, από την άσκηση της οποία απορρέει η απόφαση η οποία προσβάλλεται.

 

Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου - (βλ. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346).'

 

Όπως είχε την ευκαιρία να επαναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Θεοχαρίδη, Π.Ε. 124/2018, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A392:

 

'Ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης είναι ο πιο καθοριστικός, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Στην υπόθεση Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, τονίστηκε ότι «αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». (Βλ. Επίσης Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623

 

Το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος διαλαμβάνει ότι το Διοικητικό Δικαστήριο «. έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσας προσφυγής υποβαλλόμενης κατά αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία .».

 

Στην υπόθεση Valana v. The Republic 3 R.S.C.C. 92, αποφασίστηκε ότι οι λέξεις «πράξη» ή «απόφαση» στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος σημαίνει μια πράξη ή απόφαση, η οποία εμπίπτει μόνο στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου και όχι μια πράξη ή απόφαση ενός δημοσίου λειτουργού στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.(βλ. Achilleas Hadjikyriakou and Theodologia Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89).

 

Στην υπόθεση Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174 αποφασίστηκε ότι η εκλογή Προέδρου και κατ΄ επέκταση Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου «. δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου γιατί όταν ένας δημόσιος λειτουργός περιβάλλεται με αρμοδιότητα να ενεργήσει σχετικά με θέματα ο κύριος σκοπός των οποίων δεν είναι η προώθηση ενός δημόσιου σκοπού αλλά η ρύθμιση των σχέσεων που ανάγονται στη σφαίρα του Αστικού Δικαίου, τότε τέτοια πράξη είναι θέμα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και δεν αποτελεί μια πράξη ή απόφαση μέσα στην έννοια της παραγράφου 1 του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος περιλαμβάνει όλους τους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα στη Δημοκρατία[4]. Το δε Συµβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου αποτελείται από τα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 23, μεταξύ αυτών και ο Γενικός Εισαγγελέας. Οι δε εξουσίες του Συμβουλίου καθορίζονται στο άρθρο 24 του Περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, ως εκ της φύσης του,  δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη που να καθιστά τις λειτουργίες του θέμα δημοσίου δικαίου ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς και συνεπώς δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Βλ., επίσης,Papacharalambous and others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous and others v. The Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου ν. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση αρ. 455/2007, ημερ. 1.9.2009).

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Νόμος απάλλαξε τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο από την υποχρέωση υποβολής αίτησης για να αναγνωριστεί ως επαγγελματικό σώμα για τους σκοπούς του πιο πάνω Νόμου. Ο τελευταίος, υπό την ιδιότητα του ως αρμόδια αρχή, με βάση το Νόμο, έχει εξουσία να ρυθμίζει θέματα, μεταξύ άλλων και την έκδοση αδειών συμβούλων αφερεγγυότητας. Η εξουσία του αυτή περιορίζεται μόνο στα μέλη του και σε κανένα άλλο πρόσωπο. Η πράξη του εφεσίβλητου αρ. 1 να ζητήσει από τον εφεσείοντα να παρακολουθήσει σεμινάριο και να παρακαθήσει σε εξετάσεις, για να συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ η άδεια του μετά την πάροδο 5 μηνών, δεν εντάσσεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Εν κατακλείδι, τα συγκεκριμένα θέματα που εγέρθηκαν με την προσφυγή δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Παρά το ότι ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση και αναγνωρίστηκε από τον Υπουργό ως αναγνωρισμένο σώμα για σκοπούς του Νόμου, δεν μεταβάλλεται το πιο πάνω συμπέρασμα.»

 

Στην προηγηθείσα της πιο πάνω απόφασης απόφαση του (τότε) Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.10.2021 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 30/17 ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ v. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ κ.ά., η οποία αφορούσε σε επιβολή πειθαρχικής ποινής σε δικηγόρο εναντίον της οποίας ασκήθηκε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος από τον επηρεαζόμενο, λέχθηκαν και τα εξής:

 

«…Η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή  ότι οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων που προεδρεύεται από τον Γενικό Εισαγγελέα,  δεν θεωρούνται διοικητικές πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή στη βάση του άρθρου  146.1 του Συντάγματος, εφόσον οι αρμοδιότητες του έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία της δικαιοσύνης (βλ. In re CH an advocate (1969) 1 C.L.R. 561 και Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174). Η απόφαση CH υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη Kourris v. The Supreme Court of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390 όπου αποφασίστηκε ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο απαρτίζεται από δικηγόρους, με πρόεδρο τον Γενικό Εισαγγελέα, και ασκεί εξουσία που σχετίζεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης, κατά συνέπεια δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις υπό το φως της πιο πάνω νομοθεσίας και νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως διαγράφοντο από τον πρωτόδικο φάκελο.

 

Εφόσον εκδότης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι αυτή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και ως τέτοια δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Συνεπώς η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του υιοθέτησε, σε σχέση με την υφιστάμενη νομολογία περί της φύσεως του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, την ακόλουθη θέση:

 

«Στην υπό κρίση υπόθεση οι εξουσίες που ασκεί ο καθ' ου η αίτηση προκύπτουν από τις πρόνοιες του Νόμου. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 59(1)(ε) ορίζει τον καθ' ου η αίτηση ως εποπτική αρχή:

 

«(ε) [.] για τις επαγγελµατικές δραστηριότητες -

 

(i) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων κατά την έννοια που δίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόµου·

 

(ii) οµόρρυθµης εταιρείας ή ετερόρρυθµης εταιρείας της οποίας οι οµόρρυθµοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρείες δικηγόρων, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

 

Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαµβάνουν τις υπηρεσίες εµπιστευµάτων και υπηρεσιών προς τρίτα µέρη που καθορίζονται στον παρόντα Νόµο·»

 

Σκοπός, βεβαίως, είναι ο εποπτικός έλεγχος δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων έτσι ώστε να παρεμποδίζεται και να καταπολεμάται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Άπτεται, δηλαδή, άμεσα του ελέγχου της νόμιμης δραστηριοποίησης των δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών που αποτελεί, μάλλον, και την πεμπτουσία του λόγου ύπαρξής του ως σώματος ως αντικατοπτρίζεται στο Άρθρο 24(1)(α) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 ως το αρμόδιο όργανο για «να διαφυλάττει την τιµή [.] του Δικηγορικού Σώµατος».

 

Δεν διαφεύγει τις προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι μέσω του Νόμου δίδονται αυστηρές και δραστικές εξουσίες στον καθ' ου η αίτηση γεγονός που του επιβάλλει την αυξημένη υποχρέωση να ασκεί τις εξουσίες αυτές με εξαιρετική προσοχή και να κινείται εντός των νόμιμων πλαισίων και διαδικασιών αποφεύγοντας αυθαιρεσίες. Παρόλαυτά, στη βάση των αρχών ως εκφράστηκαν από τη νομολογία και δεσμεύουν το παρόν Δικαστήριο, ο καθ' ου η αίτηση δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έτσι ώστε να μπορεί να ασκήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο.»

 

Η πλευρά της Εφεσείουσας, χωρίς να βάλλει εναντίον της ορθότητας των προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων σε σχέση με τη φύση των αποφάσεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου που σ’ αυτές κρίθηκαν, διαφωνεί με το πιο πάνω συμπέρασμα, υποστηρίζοντας ότι, η προαναφερθείσα νομολογία δεν είναι εφαρμόσιμη στην περίπτωση λήψης αποφάσεων του Εφεσίβλητου στη βάση του Νόμου, αφού οι περιπτώσεις που εκεί αποφασίστηκαν δεν είναι συγκρίσιμες με την παρούσα.

 

Μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.7.2024 στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 70/2024 Αναφορικά με την αίτηση της δικηγορικής εταιρείας Γιάννης Παπαζαχαρία ΔΕΠΕ, στην οποία το εν λόγω Δικαστήριο, ενεργώντας ως μονομέλεια (και ως εκ τούτου η απόφαση του έχει πειστική αξία και όχι δεσμευτική, βλ. απόφαση ημερομηνίας 11.1.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 69/2018 PRETORIAN ENTERPRISES LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ), αποφάσισε τα ακόλουθα σχετικά, επικροτώντας, κατ’ ουσία, την πιο πάνω προσέγγιση του εδώ πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Με βάση τη σχετική νομολογία, οι δικηγόροι θεωρούνται αξιωματούχοι του Δικαστηρίου και τα πειθαρχικά τους ζητήματα είναι άρρηκτα συνυφασμένα με την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης.

 

Στην υπόθεση In the matter CD an advocate (1969) 1 C.L.R. 561 λέχθηκε από το Δικαστή Τριανταφυλλίδη (όπως ήταν τότε):

 

"..advocates are officers of the Court and disciplinary matters concerning them are considered as being related to the administration of justice.."

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με τον Μ.Ι. Δικηγόρο (2001) 1 Α.Α.Δ. 702, «Είναι από τα πιο πάνω σαφές ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων συνιστά δικαστική διαδικασία».

 

Πειθαρχικές αποφάσεις εναντίον δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων που εκδίδονται με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, με βάση το Άρθρο 17(5) του εν λόγω Νόμου[5] υπόκεινται σε έφεση.

 

Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια για έφεση στο Ν. 188(Ι)/2007 ο οποίος είναι Νόμος μεταγενέστερος του περί Δικηγόρων Νόμου, ειδικός, και αφορά στην Παρεμπόδιση και Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και εφαρμόζεται σε σχέση με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και γενεσιουργά αδικήματα[6]. Προβλέπεται, μόνο, η δυνατότητα άσκησης προσφυγής στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου. Συγκεκριμένα στη δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 59 (6Α) (α) του Νόμου διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής, καθώς και κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου: »

     (Ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

Ωστόσο, όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε τόσο από μέρους των δικηγόρων του Αιτητή όσο και των δικηγόρων που εκπροσώπησαν το Γενικό Εισαγγελέα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο ΠΔΣ δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στις υποθέσεις Papacharalambous and Others v. The Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous and Another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου v. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση Αρ. 455/2007, ημερ. 1/9/2009, αποφασίστηκε ότι «ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος είναι σύνδεσμος επαγγελματιών που προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς αλλά δεν είναι ως εκ της φύσεως του όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία με την έννοια του Άρθρου 146 διότι δεν υπάρχει ούτε ρητή νομοθετική διάταξη που καθιστά τις λειτουργίες τέτοιου συνδέσμου θέμα δημοσίου δικαίου, ούτε και πληρεί τις προϋποθέσεις που το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε ως απαραίτητες για να δύναται να θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως κρατικός έλεγχος επ' αυτού ή τέτοια έκταση δυνάμεως δημοσίου δικαίου πάνω στην οργάνωση και λειτουργία του ώστε να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως δημόσια υπηρεσία»[7].

 

Στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Λοϊζίδης v. (1) Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος κ.ά., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 5/2018, ημερ. 20/11/2023, επαναλήφθηκε η μη διοικητική ή εκτελεστική λειτουργία του ΠΔΣ. Το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω Απόφαση είναι σχετικό:

 

«Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, ως εκ της φύσης του, δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη που να καθιστά τις λειτουργίες του θέμα δημοσίου δικαίου ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς και συνεπώς δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Βλ., επίσης,Papacharalambous and others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous and others v. The Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου ν. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση αρ. 455/2007, ημερ. 1.9.2009).»

 

Όπως πολύ εύστοχα τέθηκε από πλευράς των ευπαίδευτων συνηγόρων που εμφανίστηκαν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, απότοκο της θεώρησης των δικηγόρων ως αξιωματούχων του Δικαστηρίου που συμμετέχουν στην απονομή της Δικαιοσύνης ως λειτουργοί της είναι, ασφαλώς, η αναγωγή της πειθαρχικής εξουσίας στους δικηγόρους σε δικαστικής φύσεως εξουσία σε αντιδιαστολή με τη διοικητική και/ή εκτελεστική εξουσία.

 

Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι αν το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε στην περίπτωση εφαρμογής του Ν. 188(Ι)/2007 ως οιονεί Δικαστήριο, προκειμένου παραδεκτά η απόφαση του να υποβάλλεται στη διαδικασία του Άρθρου 154 του Συντάγματος και, συνεπακόλουθα, στο Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Για τους σκοπούς εξέτασης του εν λόγω ζητήματος θα πρέπει να γίνει αναφορά στα ακόλουθα γεγονότα.

 

Με βάση το Άρθρο 59(4), ως Εποπτική Αρχή για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των δικηγόρων, δικηγορικών εταιρειών και Εταιρειών Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών (ΕΠΔΥ) που ελέγχονται από δικηγόρους, το Συμβούλιο του ΠΔΣ, αρχής γενομένης από το 2005, εξέδωσε σχετική Οδηγία προς τα Μέλη του αναφορικά με την καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, με τίτλο «Οδηγία προς τα Μέλη του ΠΔΣ αναφορικά με την Καταπολέμηση Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως η «Βασική Οδηγία»).

 

Η εν λόγω Βασική Οδηγία κατά τη διάρκεια των ετών από το 2005 τροποποιείται σταδιακά, με την τροποποίηση του 2019 να εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.

 

Επιπρόσθετα της Βασικής Οδηγίας, περί τον Ιανουάριο του 2014 το Συμβούλιο του ΠΔΣ και πάλι μέσα στο πλαίσιο του Άρθρου 59(4) του Ν. 188(Ι)/2007 ως Εποπτική Αρχή, εξέδωσε σχετική Οδηγία (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως η «Εξειδικευμένη Οδηγία»), προς τα Μέλη του με τίτλο «ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΠΔΣ (α) Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου (β) Πειθαρχική Διαδικασία».

 

Με αυτή την Εξειδικευμένη Οδηγία το Συμβούλιο του ΠΔΣ καθόρισε τη διαδικασία του Εποπτικού Ελέγχου με βάση το Ν. 188(Ι)/2007, ως επίσης καθόρισε σχετική Πειθαρχική Διαδικασία σε περίπτωση που τα Μέλη του παράβαιναν τις οδηγίες του (Βασική Οδηγία), ή το Ν. 188(Ι)/2007. Περαιτέρω η Εξειδικευμένη Οδηγία προβλέπει ότι για σκοπούς ελέγχου της συμμόρφωσης, διεξάγονται επιτόπιοι έλεγχοι από Λειτουργούς, οι οποίοι υπάγονται στο Τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του ΠΔΣ και διεξάγουν έρευνα ώστε να ετοιμάσουν πόρισμα/έκθεση με τα ευρήματα τους ως προς τη συμμόρφωση των εποπτευόμενων μελών.

 

Στο Άρθρο 5 της Εξειδικευμένης Οδηγίας περιγράφεται η «Πειθαρχική Διαδικασία» η οποία ακολουθείται με βάση την Οδηγία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή παράβασης του «Εποπτευόμενου»[8] με οποιεσδήποτε πρόνοιες του Νόμου και της Οδηγίας. Το Άρθρο 5.1 που ακολουθεί έχει ως ακολούθως:

 

«Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Εποπτευομένου με οποιεσδήποτε πρόνοιες του Νόμου ή/και Οδηγίες ή/και με τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας Οδηγίας ή/και σε περίπτωση μη ανταπόκρισής του σε ειδοποίηση του Λειτουργού για διεξαγωγή Επιτόπιου Εποπτικού Ελέγχου ή Επανελέγχου ή/και παρεμπόδισης ή παρεμβολής προσκομμάτων στην διεξαγωγή του Επιτόπιου Εποπτικού Ελέγχου ή Επανελέγχου ή σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με τις υποδείξεις του Λειτουργού που κοινοποιούνται στον Εποπτευόμενο μέσω της Έκθεσής του, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει όπως προχωρήσει σε έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας και να ετοιμάσει ή/και εγκρίνει σχετικό Κατηγορητήριο εναντίον του Εποπτευόμενου.»

 

Σε περίπτωση δε διαπίστωσης παράβασης του Νόμου 188(Ι)/2007 ή των Οδηγιών του αναφορικά με την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου από τους Εποπτευόμενους του, το Συμβούλιο του ΠΔΣ, αφού ακολουθήσει τη διαδικασία που καθόρισε με την Εξειδικευμένη Οδηγία, επιβάλλει σχετικές ποινές. Ο Νόμος 188(Ι)/2007 περιγράφει τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται ως διοικητικά πρόστιμα. Μεταξύ άλλων, παρέχεται η δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου μέχρι ποσού €1.000.000 και ανάκλησης ή αναστολής της άδειας για άσκηση του επαγγέλματος του Εποπτευόμενου[9].

 

Οι δυνατότητες του ΠΔΣ, ως διαμορφώνονται στο πλαίσιο του σχετικού Νόμου και της Εξειδικευμένης Οδηγίας, αποκαλύπτουν την πειθαρχική φύση της ακολουθούμενης διαδικασίας. Όπως ορθά επεσήμαναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσωπούν το Γενικό Εισαγγελέα, δεν είναι εν προκειμένω τυχαία και η ονομασία της ακολουθουμένης διαδικασίας ως τέτοιας στην Εξειδικευμένη Οδηγία που εξεδόθη και στη βάση της οποίας προέκυψε η υπό έλεγχο Απόφαση του ΠΔΣ[10].

 

Ως εκ τούτου και σε συμφωνία με τα όσα υποστηρίχθηκαν και από τις δύο πλευρές, ό,τι προκύπτει στην υπό συζήτηση περίπτωση είναι η πρόσδοση στο Συμβούλιο του ΠΔΣ πειθαρχικών αρμοδιοτήτων εν σχέση με την ειδική υπό εξέταση Νομοθεσία, πέραν της γενικής πειθαρχικής εξουσίας την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΠΔΣ, που προβλέπεται στον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, κέκτηται.

 

Έχει ήδη γίνει αναφορά σε αποφάσεις στις οποίες κρίθηκε ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των δικηγόρων έχουν δικαστικό χαρακτήρα λόγω της συνάφειας του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης. Η πάγια αυτή νομολογία η οποία αφορά στην πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, ήτοι του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΠΔΣ με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, κατά την κρίση μου, εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν και στην υπό συζήτηση περίπτωση σε όση έκταση το Συμβούλιο του ΠΔΣ δρα ως πειθαρχικό σώμα και ασκεί πειθαρχική εξουσία κατά των δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων στο πλαίσιο του Νόμου 188(Ι)/2007. Δρώντας, δε, ως τέτοιο, οφείλει να ενεργεί με όρους πειθαρχικού σώματος ενσωματώνοντας πλήρως τις πρόνοιες των Άρθρων 12.5 και 30 του Συντάγματος και κατοχυρώνοντας πλήρως τα εχέγγυα της δίκαιης και αμερόληπτης δίκης για προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εποπτευόμενων του.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του θέματος από το Ανώτατο Δικαστήριο και η κατάληξη του, όπως και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (ανωτέρω-παρόμοια στην κατάληξη της κρίση εκφράστηκε και στην επίσης πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας

25.6.2024 στην Προσφυγή Αρ. 1815/2019 ΔΡ. Κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ) μας βρίσκει σύμφωνους και την υιοθετούμε ως ορθή και εφαρμοστέα και στην παρούσα περίπτωση.

Για σκοπούς πληρότητας της τοποθέτησης μας, προσθέτουμε και τα εξής:

 

Το επιχείρημα της Εφεσείουσας ότι στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου η φράση «"Εποπτικές Αρχές" σημαίνει τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 59» συνεπάγεται και ότι όλες εξ αυτών είναι διοικητικές αρχές που λαμβάνουν εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ένας ορισμός συνιστά πληροφοριακή διάταξη και όχι κανόνα δικαίου (βλ. G. C. ThorntonLEGISLATIVE DRAFTINGFourth edition, p. 150 Rule 2), εξ ου και από μόνος του δεν επηρεάζει δικαιώματα (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.10) (2017) 3 Α.Α.Δ. 513). Μεγαλύτερη σημασία, φρονούμε, έχει η διατύπωση αυτού καθ’ αυτού του Άρθρου 59(1) του Νόμου, κατά την οποία (με δική μας υπογράμμιση) «Εποπτικές Αρχές των υπόχρεων οντοτήτων είναι» (μεταξύ άλλων) το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες (μεταξύ άλλων) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων (όπως, εν προκειμένω, είναι η Εφεσείουσα). Ο καθορισμός του Εφεσίβλητου ως Εποπτική Αρχή για σκοπούς του Νόμου, επομένως, δεν προεξοφλεί και ότι ενεργεί στο πεδίο του δημοσίου-διοικητικού δικαίου, ένεκα της φύσεως του, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω στις αποφάσεις που παρατέθηκαν.

 

Ούτε το επιχείρημα ότι ο Νόμος ομιλεί, σε διάφορα σημεία, περί «διοικητικού» προστίμου είναι, κατά την άποψη μας, πειστικό ως προς την κατάταξη (και) των αποφάσεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ως εκτελεστών διοικητικών, ένεκα του ρόλου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, τον οποίο η νομολογία έχει καθορίσει (βλ. ανωτέρω). Αντιθέτως, φρονούμε ότι η χρήση του όρου «διοικητικό», στην περίπτωση, οφείλει να ιδωθεί με την ευρύτερη κοινή έννοια του όρου και όχι την στενή νομική. Εν τέλει, ως προαναφέρθηκε και στην πρωτόδικη απόφαση, σκοπός του Άρθρου 59(1)(ε) του Νόμου είναι ο εποπτικός έλεγχος δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων, ούτως ώστε να παρεμποδίζεται και/ή να καταπολεμάται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και αυτό συνιστά άσκηση «διοίκησης» ενός επαγγελματικού σώματος επί των μελών του και στη συγκεκριμένη περίπτωση του Εφεσίβλητου, του οποίου η ιδιαιτερότητα και η διαφοροποίηση, σε σχέση με άλλα επαγγελματικά σώματα και αποφάσεις τους, έχει σαφώς υποδειχθεί και επεξηγηθεί στη σχετική νομολογία (ανωτέρω).

 

Η πιο πάνω τελευταία τοποθέτηση μας απαντά και στο επιχείρημα της Εφεσείουσας περί (κατά παράβαση του Συντάγματος) άνισης μεταχείρισης λόγω της διαφοροποίησης της φύσεως των αποφάσεων του Εφεσίβλητου ως προς τις αποφάσεις των υπόλοιπων Εποπτικών Αρχών βάσει του Νόμου, αφού δεν τίθεται βάσιμα ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας από την διαφορετική μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Ούτε, βεβαίως, τίθεται βάσιμα, από την οπτική μας γωνία, ζήτημα άνισης μεταχείρισης από το ότι, επιφυλάσσεται, κατ’ ουσία, άλλη (και σαφώς όχι υποδεέστερη στη δραστικότητα της) νομική οδός αμφισβήτησης της νομιμότητας ή ορθότητας της επίδικης απόφασης του Εφεσίβλητου, από αυτή του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Ούτε σε σχέση, με αυτό το ζήτημα είναι πειστικό το επιχείρημα ότι, επειδή δεν προβλεπόταν ρητώς στον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2 (κατά τον ουσιώδη χρόνο, ακολούθησε σχετική νομοθετική τροποποίηση, ήτοι το Άρθρο 32Α ως παρατίθεται στον τροποποιητικό Νόμο 99(Ι) του 2023, ο οποίος δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ κατά την 24.10.2023) η δυνατότητα αγωγής ή αίτησης εναντίον αποφάσεων του Εφεσίβλητου, έπεται και ότι δεν παρεχόταν τέτοιο δικαίωμα, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, υποδεικνύουμε ότι πηγάζει ευθέως από το Άρθρο 30 του Συντάγματος.

 

Ούτε, τέλος, πείθει το επιχείρημα ότι επειδή ο Νόμος ομιλεί περί δυνατότητας «προσφυγής» εναντίον τέτοιων αποφάσεων στο Άρθρο 59(6Α)(α) του Νόμου (σε αντιδιαστολή, μάλιστα, προς τα οριζόμενα στα Άρθρα 61Α(9)(γ) και 61Γ(16)(α) του Νόμου, όπου γίνεται ρητή αναφορά περί προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ), ως η εδώ επίδικη, συνεπάγεται ότι εννοείται προσφυγή εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Καταρχάς, το ίδιο το Άρθρο 30 του Συντάγματος ομιλεί περί δυνατότητας «προσφυγής» ενώπιον δικαστηρίου και σαφώς δεν περιορίζεται το νόημα του εν λόγω Άρθρου μόνο στις περιπτώσεις των διοικητικών δικαστηρίων αλλά αφορά νομικά διαβήματα ενώπιον όλων των (αρμόδιων, ανά περίπτωση) δικαστηρίων και έτσι πρέπει να ερμηνευτεί η εν λόγω αναφορά. Η δε, Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2015/849, στην απόδοση της στην Αγγλική, η οποία ενσωματώθηκε στην ημεδαπή έννομη τάξη με τον Νόμο, ομιλεί, στο εκεί Άρθρο 60(2), το οποίο αντιστοιχεί στο Άρθρο 59(6Α)(α) του Νόμου, περί δυνατότητας για «appeal» και όχι «recourse», κάτι που επίσης συνιστά επιβεβαίωση της ευρύτητας με την οποία οφείλει να ερμηνευτεί ο όρος στην Ελληνική (ενδεικτικά δε, στην απόδοση στη Γερμανική της εν λόγω Οδηγίας η αντίστοιχη λέξη είναι «Rechtsmittel», τουτέστιν «ένδικα μέσα».). Υπενθυμίζεται, εν κατακλείδι, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εκ του γεγονότος της διαφορετικότητας των νομικών συστημάτων των κρατών-μελών που την συναποτελούν και κατ’ εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας (βλ. Άρθρο 5, παράγραφο 4, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν επεμβαίνει και δεν καθορίζει με τη νομοθεσία της τα αρμόδια, ανά περίπτωση, δικαστήρια στα κράτη-μέλη, εξετάζοντας, βεβαίως, εκεί και όπου απαιτείται, ότι διασφαλίζεται αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ούτε προκαθορίζει το επακριβές είδος του ένδικου μέσου που ασκείται στο πλαίσιο της εθνικής δικαιοταξίας των κρατών-μελών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερομηνίας 24.10.2018 στην Υπόθεση C-234/17 X.C.  σκέψεις 21-243).

Με βάση όλα τα προαναφερθέντα, ουδείς εκ των λόγων εφέσεως ευσταθεί, αφού ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την προσβληθείσα απόφαση του Εφεσίβλητου.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολο της.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

                                      Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο