RUTH NSAH v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 20/2024, 22/10/2024

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                      (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 20/2024 i-Justice)

 

22 Οκτωβρίου, 2024

 

              [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

RUTH NSAH

                                                                                                                     Εφεσείουσα,

v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.  

 --------------------

 Κ. Κουπαρή (κα), για Εφεσείoυσα.

Θ. Παπανικολάου(κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

                                                    --------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη, ως προς την κατάληξή της, όχι όμως, ως προς το σκεπτικό της.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη και μ’αυτή συμφωνεί ο Σεραφείμ, Δ.  Απόφαση με το ίδιο αποτέλεσμα μ’ αυτό της πλειοψηφίας, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με απόφασή του ημερομηνίας 31/5/2024, το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 665/2024 της Εφεσείουσας, η οποία στρεφόταν εναντίον των πιο κάτω αποφάσεων της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 23/4/2024:

(α) Να κηρύξει την Εφεσείουσα απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει του Άρθρου 1 6(1)(κ) του ΚΕΦ. 105 και

(β) Να εκδώσει εναντίον της, δυνάμει του Άρθρου 14 του ΚΕΦ. 105,  διατάγματα κράτησης και απέλασης μετά την υποβολή από την Εφεσείουσα της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ημερομηνίας 6/2/2024, για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

 

Τα γεγονότα της περίπτωσης καταγράφονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη Απόφαση και σε συντομία είναι τα ακόλουθα:

Η Εφεσείουσα, υπήκοος Καμερούν, η οποία αφίχθη στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα μέσω των κατεχομένων σε άγνωστη ημερομηνία, υπέβαλε στις 24/10/2019 αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Η Υπηρεσία Ασύλου, με απόφασή της ημερομηνίας 5/4/2024, απέρριψε την αίτηση και η αιτήτρια κατεχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την Προσφυγή Αρ. 5844/2021, η οποία απερρίφθη στις 24/11/2023.  Ακολούθως, η Εφεσείουσα υπέβαλε στις 6/2/2024 πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας και στις 23/4/2024 η Εφεσείουσα συνελήφθη λόγω παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία από τις 24/11/2023.  Εναντίον της εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, με έρεισμα την κήρυξη της ως απαγορευμένης μετανάστριας.

 

Σημειώνεται ότι, μετά την καταχώρηση στις 29/4/2024 της Προσφυγής Αρ. 665/2024, ανεστάλη η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης.   Σημειώνεται επίσης, ότι η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, απερρίφθη στις 9/5/2024 ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου και την απόφαση αυτή αμφισβήτησε η Εφεσείουσα με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η ακύρωση επί της οποίας εκκρεμεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τους προβληθέντες από την Εφεσείουσα λόγους ακύρωσης, οι οποίοι είχαν ως κοινό υπόβαθρο ότι η Εφεσείουσα αποκτά καθεστώς νόμιμης παραμονής και καθίσταται αιτήτρια διεθνούς προστασίας, με την υποβολή της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της. 

 

Η Εφεσείουσα βάλλει κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με πέντε Λόγους Έφεσης.

 

Με τους συναφείς μεταξύ τους Λόγους Έφεσης Αρ. 1,3 και 5, τους οποίους η Εφεσείουσα αναπτύσσει ενιαία στο περίγραμμα αγόρευσής της, ισχυρίζεται ότι «Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το δικαίωμα παραμονής της Εφεσείουσας στην πρώτη μεταγενέστερη και μέχρι την απόφαση του παραδεκτού της δεν διέπεται και ή δε δίδεται με βάση τον περί προσφύγων νόμο και εσφαλμένα  καθοδηγήθηκε από την Madber ως προς το ότι η εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν εφεσείουσα ασύλου, στην οποία τα γεγονότα δεν προσομοιάζουν με την υπό κρίση υπόθεση» (Λόγος Έφεσης Αρ.3).  Ισχυρίζεται επίσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την κήρυξη της Εφεσείουσας ως απαγορευμένης μετανάστριας και τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης νομότυπα «αφού μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης της Εφεσείουσας, δεν δύνανται τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφός τους και ως εκ τούτου η Εφεσείουσα δεν εμπιπτε στις εξαιρέσεις του εδαφίου (1Α) του άρθρου 8 και τις περιπτώσεις του άρθρου 16Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου» (Λόγος Έφεσης Αρ.1).  Πρόσθετα, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «τοποθετήθηκε ότι η Εφεσείουσα δεν αμφισβητεί την κήρυξή της ως απαγορευμένος μετανάστης» (Λόγος Έφεσης Αρ. 5).

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 προβάλλει η Εφεσείουσα ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αναστείλει το διάταγμα απέλασης της Εφεσείουσας και με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «υπερέβηκε την εξουσία του αποδεχόμενο ως ορθό της απόφαση [sic] της Υπηρεσίας Ασύλου, δικαιοδοσία που έχει μόνο το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας προχωρώντας λανθασμένα να αξιολογήσει την έκβαση της μεταγενέστερης αίτησης της Εφεσείουσας σε σχέση με τα νέα στοιχεία».

 

Αποτελεί πραγματικό γεγονός, ότι μετά την έκδοση απορριπτικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας επί της αρχικής αίτησης της Εφεσείουσας, αυτή υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας.  Εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, με το τελευταίο να έχει ανασταλεί από την Εφεσίβλητη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την κύρια και βασική θέση που είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα, ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που η Εφεσείουσα υπέβαλε της προσέδιδε την ιδιότητα της αιτούσας διεθνούς προστασίας (και κατ’ επέκταση τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν παράνομα) και ανέφερε τα εξής:

«Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015».

[…..]

«Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ' εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23)».

 

Στην Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερομηνίας 17/11/2022 («Madber»), την οποία η πρωτόδικη απόφαση επικαλείται, ο Εφεσείων δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αλλά υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.    Η αίτηση, αφού εξετάστηκε, απερρίφθη ως απαράδεκτη.  Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και όσον η εκδίκασή της εκκρεμούσε, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ. 105.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε στην Madber ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας.  Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη».  Θεώρησε επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι εφαρμογής ετύγχαναν τα λεχθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015, ότι όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, «τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτητής.»   Σημειώθηκε δε ότι, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης [sic] ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν».

 

Στην παρούσα περίπτωση, η διαφοροποίηση που εντοπίζεται ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Madber, είναι ότι στην επίδικη περίπτωση, η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης, ενώ στην Madber, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Εκκρεμούσε όμως η εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής που αφορούσε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης. 

 

 Δεν έχει τεθεί και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα δεσμευτικώς αποφασισθέντα στη Madber.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Δ(2) και 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000:

«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη».

 

 

Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι,

 « "αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».

 

 

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου Άρθρου του Νόμου,

 

 «"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και -

(α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή

(β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·».

 

 

Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης.  Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή και διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.  Εν προκειμένω, τελική απόφαση επί της αίτησης της Εφεσείουσας είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 5844/2021, ημερομηνίας 24/11/2023 και η Εφεσείουσα μέχρι την ημερομηνία αυτή   διατηρούσε την ιδιότητα της αιτήτριας ασύλου.

 

Πρόσθετα των αποφασισθέντων στη Madber, που υποστηρίζουν την πιο πάνω θεώρηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση Habeas Corpus Αρ. 114/2023 (ijustice), ημερομηνίας 24/10/2023, είναι ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης:

«Ο Αιτητής παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες που περιέχονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000, συμφώνως των οποίων η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το αδιαμφισβήτητο πραγματικό ιστορικό της υπόθεσης, ασκήθηκε από τον Αιτητή προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εκδόθηκε επί αυτής απορριπτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Με βάση, δε, τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι ο Αιτητής άσκησε έφεση εναντίον αυτής. Η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι « «αιτητής» […]

 

«Προβλήθηκε, ακόμη, από μέρους του Αιτητή ότι δυνάμει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης (πρώτη μεταγενέστερη αίτηση) στην Υπηρεσία Ασύλου, αυτός επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης και κανένα διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του.

 

Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς αβάσιμη.

 

Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον Αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον έχει εξετασθεί μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ  εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απερρίφθη από το ΔΔΔΠ με απόφαση του στις 31/7/2023.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022, μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται η συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Όπως προέκυψε, ο Αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός της καταχώρισης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία ήταν μεταγενέστερη των Διαταγμάτων Κράτησης/Απέλασης, δεν τον μετατρέπει σε αιτητή ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της».

 

 

Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Madber, ξεκινά με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου και δεν επανακτά ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεώς της και μόνο το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία.  Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της  από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησής της, η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου.        

 

Καταληκτικά, αυτό που αναδεικνύεται ως απόφθεγμα από το σκεπτικό και κατάληξη στη Madber είναι ότι, μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου.  Μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση  παραδεκτή και εξεταστεί περαιτέρω, ο αιτών θα λάβει το καθεστώς αιτητή ασύλου.  Εν προκειμένω, η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας μετά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας να της παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς), δεν τη μετέτρεπε σε αιτήτρια ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα κατά τον χρόνο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν επανέκτησε το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο είχε τερματιστεί κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  Συνεπώς, η παραμονή της στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη και κατ’ επέκταση νόμιμη κρίνεται τόσο η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ως προς το ότι βασίστηκαν επί της εν λόγω κήρυξης.

 

Κατά συνέπεια κρίνονται αβάσιμοι οι Λόγοι Έφεσης 1 και 3 και απορρίπτονται.

 

Aναφορικά με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 5, με τον οποίο η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τοποθετήθηκε ότι δεν αμφισβήτησε η Εφεσείουσα την κήρυξη της ως απαγορευμένης μετανάστριας, παρατηρούμε ότι η Εφεσείουσα προσέβαλε την κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας στο Αιτητικό της Προσφυγής της και περιλαμβάνει σχετικούς λόγους ακύρωσης.   Πλην όμως περιορίστηκε αποκλειστικά κατά την ανάπτυξη των θέσεων της, μέσω των αγορεύσεων της, στο ζήτημα της μεταγενέστερης αίτησης που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου που της προσέδιδε, κατά τη θέση της, το καθεστώς του αιτούντος άσυλο.  

 

Μπορεί η Εφεσείουσα να υπονοεί ότι κακώς κρίθηκε ως απαγορευμένη μετανάστρια, επειδή υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση και ως εκ τούτου απέκτησε το καθεστώς αιτήτριας ασύλου, όμως δεν ανέπτυξε ξεχωριστό λόγο ακύρωσης και δεν ανέλυσε ειδικά για το συγκεκριμένο ζήτημα τη θέση της, όπως επιτάσσει ο Καν.7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να κριθεί εσφαλμένη η πιο πάνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που εν πάση περιπτώσει λόγω της κρίσης μας επί των Λόγων Έφεσης 1 και 3 (ανωτέρω), δεν θα διαφοροποιούσε την κατάληξή μας.

Ούτε ο Λόγος Έφεσης Αρ. 2 που αφορά την κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη μη αναστολή του διατάγματος απέλασης από το Δικαστήριο (σε σχέση με τη δυνατότητα παραμονής της Εφεσείουσας στην Δημοκρατία μέχρι εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησής της, βλ. 16Δ (1)(α), (4)(β) του Νόμου), επειδή μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων η Εφεσείουσα κατεχώρησε ενδιάμεση αίτηση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.   Δεδομένου του (παραδεκτού) γεγονότος ότι έχει ανασταλεί το διάταγμα απέλασης από την Εφεσίβλητη, ο λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς.  Πρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Η.S. Limon ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΕΔΔ Αρ. 126/2021, ημερομηνίας 20/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A166), δεν είναι επιτρεπτή η ενασχόληση του Διοικητικού Δικαστηρίου (εν αντιθέσει με το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας) με μεταγενέστερα της επίδικης διοικητικής πράξης γεγονότα.  Κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης Αρ. 2 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά  με τον Λόγο Έφεσης Αρ.4 και την κατ’ ισχυρισμό υπέρβαση της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω αξιολόγησης των προσκομισθέντων διά της μεταγενέστερης αίτησης στοιχείων, παρατηρούμε ότι όντως δεν ήταν επιτρεπτή η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με μεταγενέστερα της επίδικης διοικητικής πράξης γεγονότα (βλ. Limon – ανωτέρω), πόσο μάλλον τέτοια που άπτονται αρμοδιότητας άλλου Δικαστηρίου.   Αυτό όμως δεν μπορεί να έχει επίδραση στις εδώ επίδικες πράξεις και στην κατάληξή μας, δεδομένης της κρίσης μας αναφορικά με τους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης.  Είναι πάγια η θέση της νομολογίας ότι οι λόγοι έφεσης πρέπει να προβάλλονται λυσιτελώς και μετ’ έννομου συμφέροντος (βλ. Καλλένου Ελένη Πιερή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 Α.Α.Δ.14).

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται 2500 ευρώ έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                                      Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                      Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.   

                

 

 

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.:  Απορρίπτω την έφεση με το εξής διακριτό σκεπτικό:

 

Η βασική θέση της Εφεσείουσας είναι ότι, ως υποβάλλουσα πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας (εφεξής «η μεταγενέστερη αίτηση»), είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, οπότε παράνομα η Εφεσίβλητη την κήρυξε απαγορευμένη μετανάστρια και διέταξε την απέλαση και την (προς υλοποίηση της απέλασης) κράτησή της.

 

Στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής της, η Εφεσείουσα ναι μεν προσβάλλει και τις τρεις διοικητικές πράξεις (ήτοι, την κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας, το διάταγμα απέλασης και το διάταγμα κράτησης), πλην όμως προβάλλει αόριστα την παράβαση της οικείας νομοθεσίας καθώς και το ότι η από πλευράς της υποβολή μεταγενέστερης αίτησης «παρείχε αναστολή στην έκδοση νέας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης της προσφυγής του [sic] από το Διεθνές Δικαστήριο».

 

Αυτή η ασάφεια φρονώ ότι καθιστά θνησιγενή τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, ως δικονομικά απαράδεκτο, καθότι δεν αρκεί η επικαλούμενη παράβαση γενικά της νομοθεσίας (Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 134/2018 Δημοκρατία ν. Τσιγαρίδa, απόφαση ημερ. 5.6.2024).

Οπότε, η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης έπρεπε καταρχάς να προσδιορίσει τη νομοθετική διάταξη η οποία χορηγεί στην Εφεσείουσα δικαίωμα παραμονής το οποίο κατ’ ισχυρισμό παραβιάστηκε και, εν συνεχεία, να στοιχειοθετήσει πως αυτή η νομοθετική διάταξη παραβιάστηκε στη βάση των επίδικων γεγονότων (LATOMIA ESTATES ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672· Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018).

 

Συναφώς, υπομνύεται ότι το Εφετείο δύναται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη δικονομική ορθότητα των ενώπιόν του προβαλλόμενων λόγων έφεσης και (αν αυτοί αντανακλούν λόγους ακύρωσης κατά των προσβαλλόμενων πράξεων) να μην τους εξετάζει όταν είναι δικονομικά απαράδεκτοι (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 9/2019 Δημοκρατία ν. Σπύρου κ.ά., απόφαση ημερ. 13.12.2023), ακόμα και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους αντίστοιχους λόγους ακύρωσης (Εφέσεις κατά Aπόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 184/2019 και 187/2019 Δημοκρατία ν. ΝΕΜΕΣΙΣ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΛΤΔ, απόφαση ημερ. 30.4.2024· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/2019 Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 23.5.2024).

 

Εφόσον ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης (ο οποίος είναι δικονομικά απαράδεκτος) συνιστά τον πυρήνα του πρώτου, τρίτου και πέμπτου λόγου έφεσης (ως τους παραθέτει η πλειοψηφική απόφαση των αδελφών μου Δικαστών), έχω την άποψη ότι οι εν λόγω λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.  

Δεν λησμονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέχει υποχρέωση -η οποία απορρέει από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης -εφεξής «το ΔΕΕ»- ημερ. 8.11.2022 στις συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C-704/20 και C-39/21, C and others, σκέψεις 75-94)- να εξετάζει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας (δηλαδή, την τήρηση των προϋποθέσεων έκδοσης διατάγματος κράτησης ή παράτασης αυτής, τις οποίες θέτει η Οδηγία 2008/115/ΕΚ[1], η Οδηγία 2013/33/ΕΕ[2] ή ο Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013)[3].

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα (σελ. 24-25 εφεσιβαλλόμενης απόφασης) ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε νόμιμα στο πλαίσιο εξουσίας την οποία παρέχει στην Εφεσίβλητη το Άρθρο 14(1), σε συνδυασμό με το Άρθρο 18ΠΣΤ(1), του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (εφεξής «το Κεφ. 105»).

 

Το Άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105 συνιστά νομοθετική διάταξη που ενσωματώνει το Άρθρο 15.1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, ως αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από την εννοιολογική ταυτοσημότητα των δύο διατάξεων και το γεγονός ότι το Άρθρο 18ΠΣΤ παρατίθεται στον τροποποιητικό Νόμο 153(Ι) του 2011 ο οποίος δηλώνει -στο προοίμιο του- ότι αποσκοπεί στην εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ.

 

Δεδομένου τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπείχε υποχρέωση να εξετάσει αυτεπάγγελτα κατά πόσο το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε τηρουμένων των προϋποθέσεων νομιμότητας τις οποίες μεταξύ άλλων θέτει το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ (μέσω του εναρμονιστικού Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105), υπό το φως του πεδίου εφαρμογής αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων, από το οποίο πεδίο εξαιρούνται οι αιτητές διεθνούς προστασίας (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 25.6.2020  στην Υπόθεση C-3620PPU Ministeri Fiscal, σκέψεις 96-99).

 

Το Άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105 θέτει -ως (μεταξύ άλλων) προϋπόθεση της έκδοσης διατάγματος κράτησης- όπως ο επηρεαζόμενος αλλοδαπός υπόκειται «σε διαδικασίες επιστροφής».

 

Εξυπακούεται ότι, όταν το Άρθρο 18ΠΣΤ(1) αναφέρεται σε «διαδικασίες επιστροφής» -κατά γενικό ερμηνευτικό κανόνα (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12th edition, σελ. 274-278)- αναφέρεται σε και εννοεί νομότυπες διαδικασίες.

 

Εν προκειμένω, οι διαδικασίες επιστροφής συνίστανται στην επίδικη κήρυξη της Εφεσείουσας ως απαγορευμένης μετανάστριας και την έκδοση του επίδικου διατάγματος απέλασης σε βάρος της, τα οποία καλύπτονται από μαχητό τεκμήριο νομιμότητας όπως όλες οι διοικητικές πράξεις (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, απόφαση ημερ. 15.10.2024).

 

Για να αρθεί αυτό το τεκμήριο νομιμότητας, η Εφεσείουσα είχε το βάρος, όχι μόνο να προσβάλλει την επίδικη κήρυξη και το επίδικο διάταγμα απέλασης, όπως και έπραξε με την αιτούμενη θεραπεία στην πρωτοδίκη Αίτησης ακύρωσής της, αλλά και να παραθέσει στην ίδια Αίτηση ακύρωσης -με δικονομικά παραδεκτό τρόπο- βάσιμο λόγο ακύρωσης περί της παρανομίας αυτών των δύο πράξεων (οι οποίες θεωρούνται διακριτές ακόμα και όταν ενσωματώνονται στο ίδιο κείμενο: Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 12/2024 Shbib ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 15.10.2024)·εν προκειμένω, η Εφεσείουσα απέτυχε ως προς το στοιχείο του δικονομικά παραδεκτού.

 

Ενόψει τούτου, παρέλκει η εξέταση του κατά πόσο η Εφεσείουσα -ως υποβάλλουσα πρώτη  μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας- είναι εκ νέου Αιτήτρια διεθνούς προστασίας εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[4] και της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, στη βάση νομολογίας[5] του ΔΕΕ την οποία επικαλείται, με συνεπαγόμενο δικαίωμα παραμονής.  Αυτό, διότι το Εφετείο δεν ενεργεί επί ματαίω ούτε διασαφηνίζει νομικά ζητήματα εν είδει ακαδημαϊκής ενασχόλησης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/2017 Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Θεοφάνους, απόφαση ημερ. 5.10.2023).

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης:

Ο δεύτερος λόγος έφεσης (ως τον παραθέτει η πλειοψηφική απόφαση των αδελφών μου Δικαστών) κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου (Ερυθρό 48) δεικνύει ότι η Εφεσίβλητη ανέστειλε (στις 8.5.2024) το διάταγμα απέλασης «μέχρι τη [sic] εκδίκαση της Προσφυγής με αρ. 665/2024 ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου».

 

Kατά τα δε στοιχεία του δικαστικού φακέλου της Προσφυγής Αρ. 665/2024, η Εφεσείουσα δεν αιτήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσωρινό διάταγμα αναστολής του διατάγματος απέλασης.

 

Ενόψει των ως άνω δεδομένων, έχω την άποψη ότι η Εφεσείουσα δεν προβάλλει τον λόγο έφεσής της λυσιτελώς και μετά του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος το οποίο δέον να υποστηρίζει έκαστο λόγο έφεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 157/2019 Λιπέρτη ν. Δήμου Αμμοχώστου, απόφαση ημερ. 29.2.2024).

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης:

Κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του κατά την απόρριψη της Προσφυγής Αρ. 665/2024 αυτής, αξιολογώντας την έκβαση της μεταγενέστερης αίτησής της σε σχέση με τα νέα στοιχεία.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ο εν λόγω λόγος έφεσης εστιάζει σε απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας κρινόταν παραδεκτή (από την Υπηρεσία Ασύλου, εννοείται), το πρωτόδικο Δικαστήριο θα εξέταζε την περίπτωσή της υπό το πρίσμα των βασικών αρχών και θεμελιωδών εγγυήσεων που παρέχονται σε αιτητές ασύλου, παρατηρώντας όμως από τα ενώπιόν του έγγραφα ότι η περίπτωση δεν ήταν τέτοια και διά τούτο η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε εντέλει ως απαράδεκτη.

 

Ορθά η Εφεσείουσα προβάλλει ότι η δικαιοδοσία του δικαστικού ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 9.5.2024 (με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας) ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και όχι στο πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Εντούτοις, θεωρώ ότι -με το πρωτόδικο απόσπασμα- το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασκεί δικαστικό έλεγχο επί της μεταγενέστερης αίτησης και της συναφούς απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 9.5.2024, αλλά μάλλον αναφέρεται και λαμβάνει υπόψη αυτή την τελευταία απόφαση για να αντλήσει νομικά συμπεράσματα ως προς την ύπαρξη δικαιώματος παραμονής της Εφεσείουσας κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να κρίνει τη νομιμότητα των ενώπιόν του προσβαλλόμενων πράξεων.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αλυσιτελής και δεν βοηθεί την Εφεσείουσα να προωθήσει επιτυχώς την υπόθεσή της λόγω -και πάλι- του προσκόμματος της μη ενδεικνυόμενης δικογράφησης της (κατ’ ισχυρισμό) παράβασης του δικαιώματος παραμονής της.

 

 

 

                                                                                       Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

                                                    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμένοντων υπήκοων τρίτων χωρών.

[2] Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία.

[3] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα.

[4] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

[5] Απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 14.5.2020 στις συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C-924/19 και C-925/19PPU FMS and others, σκέψεις 212-213).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο