ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΗ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 214/24, 22/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 214/24)

 

22 Οκτωβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Λ. Νεοφύτου για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε. μαζί με Η. Σατολιά για Κώστας Σατολιάς Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα  

Α. Χατζηκύρου μαζί με Ν. Παπούτσα (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με έξι λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργοδικείου Πάφου ημερομηνίας 8.8.2024 να διατάξει την κράτηση του μέχρι την επόμενη εμφάνιση λόγω των κινδύνων φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων. Με βάση το κατηγορητήριο ο Εφεσείων αντιμετωπίζει πέραν των 100 κατηγοριών οι οποίες, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν περί τις 29 διαρρήξεις, δυο απόπειρες διάρρηξης, 26 κλοπές (όλες φέρονται να αφορούσαν κατοικίες πλην μιας διάρρηξης και κλοπής που αφορούσε χρυσοχοείο) και άλλα συναφή αδικήματα (κατοχή διαρρηκτικών οργάνων, κάλυψη προσώπου με προσωπίδα), καθώς και αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής περιουσίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ήτοι από τη φερόμενη διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, με τη συνολική αξία της περιουσίας να ανέρχεται στο ποσό των €1.790.440,20 ευρώ, πλέον $59.000 δολάρια Αμερικής, £200 στερλίνες και Ұ200.000 ιαπωνικά γιέν. Η φερόμενη εγκληματική δράση του Εφεσείοντος βάσει του κατηγορητηρίου καλύπτει χρονικό διάστημα 3,5 περίπου ετών, από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι τον Μάιο του 2024, εκτεινόμενη στις Επαρχίες Πάφου και Λεμεσού.

 

        Τα σφάλματα τα οποία καταλογίζονται στο Κακουργοδικείο με τη σειρά που προβάλλονται στους λόγους έφεσης είναι τα ακόλουθα: (α)  Περιορισμός της έκτασης της αγόρευσης του συνηγόρου του Εφεσείοντος σε ουσιαστικό βαθμό απολήγοντας σε αποστέρηση του αναφαίρετου δικαιώματος του συνηγόρου να αγορεύσει επί ουσιωδών ζητημάτων που άπτονταν της προσωπικής ελευθερίας του Εφεσείοντος, κατά παράβαση των Άρθρων 6, 11, 12 και 30 του Συντάγματος, (β) Σφάλμα αρχής, καθότι (i) δεν λήφθηκε υπόψη η επιφύλαξη του δικαιώματος ένστασης στο αίτημα κράτησης από τον συνήγορο του Εφεσείοντος ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η εξέταση του ζητήματος φυγοδικίας να περιοριστεί από το Κακουργοδικείο στην αναζήτηση νέου διαφοροποιητικού γεγονότος, εστιάζοντας στους προτεινόμενους όρους εγγύησης, αντί ο κίνδυνος φυγοδικίας να εξεταστεί εξ υπαρχής, και (ii) δεν λήφθηκε υπόψη η παράδοση νέου μαρτυρικού υλικού στην υπεράσπιση το οποίο διαφοροποιεί τα δεδομένα από εκείνα τα οποία λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο κατά την εξέταση της Ποινικής Έφεσης Αρ. 152/24 (απόφαση ημερ. 25.6.2024), εν σχέσει με την εύλογη προσδοκία αθώωσης του Εφεσείοντος, (γ) Εσφαλμένη εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης του Εφεσείοντος εν όψει νέου μαρτυρικού το οποίο παραδόθηκε στην Υπεράσπιση κατά τη διαδικασία παραπομπής της υπόθεσης, (δ) Εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας χωρίς να ληφθεί δεόντως υπόψη η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ η οποία «συγκρούεται με την εγχώρια νομολογία», (ε) Σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν οι δεσμοί του Εφεσείοντος με την Κύπρο καθώς και η παράδοση του στην Αστυνομία όταν ενημερώθηκε ότι εναντίον του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης, (στ) Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι δικαιολογείτο η κράτηση του Εφεσείοντος στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΑΔ η οποία βρίσκεται σε διάσταση με την εγχώρια νομολογία.

 

(Ι)    Οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου κατά την αγόρευση του συνηγόρου Υπεράσπισης

 

        Οι διαδικαστικές εγγυήσεις της Υπεράσπισης κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης υποδίκου, περιλαμβανομένου του δικαιώματος αγόρευσης, καλύπτονται από το Άρθρο 5(4) της ΕΣΔΑ (βλ. Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024, Human Rights and Criminal Justice, 3η έκδοση, Ben Emmerson Q.C., Andrew Ashworth Q.C. etc., παρ. 8-96). Κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, έχουμε διεξέλθει με προσοχή τα πρακτικά της διαδικασίας αγορεύσεων ενώπιον του Κακουργοδικείου και δη τα σχετικά αποσπάσματα στα οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος. Με κάθε σεβασμό δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη αδικαιολόγητων  παρεμβάσεων του Κακουργοδικείου τοσούτω μάλλον στέρηση του δικαιώματος αγόρευσης. Οι παρεμβάσεις αφορούσαν το σκέλος της αγόρευσης που σχετιζόταν με τον κίνδυνο φυγοδικίας. Αποσκοπούσαν κυρίως στη μη αναγκαιότητα λεπτομερούς επανάληψης των νομικών αρχών που διέπουν την κράτηση ή απόλυση υποδίκου με όρους εγγύησης, υποδεικνύοντας στον συνήγορο Υπεράσπισης ότι αυτές είναι πολύ καλά γνωστές στο Κακουργοδικείο, καλώντας τον να επικεντρωθεί στους λόγους για τους οποίους εισηγείτο ότι η παρουσία του Εφεσείοντος στη δίκη θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά την αναφορά του συνηγόρου Υπεράσπισης σε νομολογία του ΕΔΑΔ, τού υπεδείχθη ότι δεν διαφέρει από την εγχώρια νομολογία η οποία είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη, προτρέποντας τον να προχωρήσει επί της ουσίας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η πλήρης ευθυγράμμιση της εγχώριας νομολογίας με αυτή του ΕΔΑΔ, επαναλήφθηκε πρόσφατα από το Εφετείο στην Παναγή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω).

 

        Σε άλλο στάδιο της αγόρευσης του συνηγόρου Υπεράσπισης με σκοπό να καταδειχθεί η προοπτική αθώωσης, επιχειρήθηκε η κατάθεση δυο αιτήσεων αφορωσών την έκδοση εντάλματος έρευνας στην οικία του Εφεσείοντος και διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων, για να καταδειχθεί ότι υπήρξε παράνομη αστυνομική πρόσβαση στο περιεχόμενο της τηλεφωνικής του συσκευής το οποίο αποτελεί μέρος του μαρτυρικού υλικού. Το Κακουργοδικείο ορθώς υπέδειξε ότι πιθανότητα καταδίκης στο στάδιο αυτό εξετάζεται με γνώμονα το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό το οποίο παραδόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος κράτησης του Κατηγορούμενου. Πρόκειται για αντίγραφα των καταθέσεων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Κατά την πιθανολόγηση καταδίκης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της προοπτικής αθώωσης του Κατηγορούμενου με βάση τη νομιμότητα ή δεκτότητα της συλλεγείσας μαρτυρίας, το οποίο αναπόφευκτα θα επηρέαζε ή προκαταλάμβανε θέματα τα οποία φυσιολογικά ανάγονται στη δίκη. Πέραν τούτου είναι καλά γνωστή η αρχή ότι τέτοια θέματα δεν εξετάζονται στο πλαίσιο εκτίμησης του κινδύνου φυγοδικίας (βλ. Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183).

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

(ΙΙ)   Κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων

 

        Κατά ορθολογιστική σειρά ακολουθεί εξέταση του 6ου λόγου έφεσης που αφορά στον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων. Τυχόν επικύρωση της εκκαλούμενης απόφασης επί του προκειμένου καθιστά ακαδημαϊκό εγχείρημα την εξέταση όλων των υπολοίπων λόγων έφεσης που άπτονται του κινδύνου φυγοδικίας, καθότι η απόλυση του Εφεσείοντος δεν θα μπορούσε να διαταχθεί με κατάλληλους όρους εγγύησης. Τούτο προκύπτει σαφώς από την υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, όπου λέχθηκε ότι:

 

«…. από τη στιγμή που διαπιστώνεται η πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων και η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου με εγγυήσεις. Η διασφάλιση της απρόσκοπτης πορείας της δικαιοσύνης και η αποτροπή διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελούν ζητήματα υψίστου δημοσίου συμφέροντος έναντι των οποίων πρέπει να υποχωρούν τα συμφέροντα των κατηγορουμένων περιλαμβανομένου και εκείνου της ατομικής ελευθερίας».

(Ιδία υπογράμμιση)

 

        Το πιο πάνω σκεπτικό εφαρμόστηκε πρόσφατα από το Εφετείο στην Chalil Chamount v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/24, ημερ. 10.9.2024.

 

        Με τον 6ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αντίθετη προς το τεκμήριο της αθωότητας η εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία προερχόμενα από τη φύση και σοβαρότητα της υπόθεσης την οποία αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργοδικείου, καθώς και από την εναντίον του εκκρεμούσα ποινική υπόθεση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Νομικό έρεισμα για τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος αντλείται από την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Oreb v. Croatia, Application no. 28824/09, ημερ. 31.10.2013, παρ. 113 (βλ. και Sedji v. The Former Yogoslav Republic of Macedonia, Application No. 8784/11, ημερ. 7.6.2018, παρ. 38).

 

        Η εν λόγω θέση και επιχειρηματολογία προβλήθηκε και εξετάστηκε από το Εφετείο πολύ πρόσφατα στην Παναγή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) με αρνητική κατάληξη. Στην απόφαση γίνεται αναφορά σε προγενέστερη και μεταγενέστερη νομολογία του ΕΔΑΔ η οποία δεν συνάδει με την αρχή η οποία διατυπώνεται στην παράγραφο 113 της Oreb v. Croatia (βλέπε Matznetter v. Austria (1969) Applicaiton no. 2178/64, ημερ. 10.11.1969, Assenov v. Bulgaria, Αίτηση Αρ. 24760/94, ημερ. 28.10.98, Ugulava v. Georgia, Αίτηση Αρ. 5432/15, ημερ. 9.2.2023, παρ. 104), καθώς και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689), και του Εφετείου (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2023, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.2024). Εκφράσαμε δε την άποψη ότι η εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον κατηγορούμενο στη βάση εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων, δεν παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας καθότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε οριστικά συμπεράσματα ή κρίση ή έκφραση γνώμης επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Ό,τι εξετάζεται βάσει της νομολογίας του ΕΔΑΔ η οποία ακολουθείται από την Κυπριακή νομολογία, είναι κατά πόσο ο υπό αναφορά κίνδυνος είναι ευλογοφανής (plausible) (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Οικονομίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 A.A.Δ. 492, Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν. Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023).

 

        Στην επιχειρηματολογία του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος πρόσθεσε ότι η Oreb αναφέρθηκε «με θετικό τρόπο» και σε άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις του ΕΔΑΔ (βλ. Vardan Martirosyan v. Armenia, Application no. 13610/12, ημερ. 15.6.2021, Kangers v. Latvia, Application no. 35726/10, ημερ. 14.3.2019, Mugosa v. Montenegro, Application no. 76522/12, ημερ. 21.6.2016). Παρατηρούμε ότι παραπομπή στην Oreb στις εν λόγω αποφάσεις, δεν σχετίζεται με την επίμαχη παράγραφο 113 της απόφασης στην οποία ερείδεται η θέση του συνηγόρου, αλλά με τις παραγράφους 140-147 όπου διατυπώνεται και εφαρμόζεται η γενική αρχή ότι οποιαδήποτε αναφορά ή έκφραση γνώμης σε δικαστική απόφαση (περιλαμβανομένης απόφασης για κράτηση υποδίκου) ή σε δήλωση δημόσιου αξιωματούχου, ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος για τα υπό κατηγορία αδικήματα πριν την απόδειξη της ενοχής του βάσει του νόμου, παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 6(2) της ΕΣΔΑ (βλ. Vardan, παρ.  83, Kangers, παρ. 50-52, Μugosa, παρ. 67). Το ΕΔΑΔ στην Oreb καταλήγει (παρ. 147) ότι η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορούμενου από τον συνυπολογισμό των εναντίον του ποινικών υποθέσεων ως σχετικού παράγοντα στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας, έγκειτο στο ότι οι εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις θεωρήθηκαν ως δεικνύουσες έλλειψη συμμόρφωσης του τρόπου ζωής του με το νόμο, ούτως υπονοώντας ότι ήταν ένοχος για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο. Πέραν τούτου τα εθνικά Δικαστήρια ανέφεραν επανειλημμένα ότι καταδικάστηκε για παρόμοια αδικήματα ενώ στην πραγματικότητα είχε λευκό ποινικό μητρώο.

 

        Δεν θεωρούμε ότι έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε το οποίο θέτει εν αμφιβόλω την ορθότητα της προηγούμενης μας απόφασης η οποία μας δεσμεύει βάσει της αρχής του δικαστικού προηγούμενου (stare decicis). Συνακόλουθα δεν τίθεται θέμα εξέτασης των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες το ποινικό Εφετείο δύναται να αποκλίνει από προηγούμενη του απόφαση (βλ. R v. Simpson [2003] EWCA Crim 1499). Επαναλαμβάνουμε ότι συμφώνως του λόγου της Παναγή, δεν παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας όταν κατά την εκτίμηση του κίνδυνου διάπραξης άλλων αδικημάτων βάσει του κριτηρίου το οποίο θέτει η νομολογία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις ή στοιχεία προερχόμενα από τη φύση και σοβαρότητα της ποινικής υπόθεσης την οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Εν σχέσει με το δεύτερο, πέραν των αποφάσεων στις οποίες αναφερόμαστε στην Παναγή, σχετική είναι και η υπόθεση Abuladze ν. Estonia, Application No. 12928/20, ημερ. 24.1.2023, παρ. 6, 22, αφορούσα συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο 6ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Εν όψει της ανωτέρω κατάληξης μας δεν παρέχεται πεδίο απόλυσης του Εφεσείοντος με όρους εγγύησης και επομένως δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό η εξέταση των λόγων έφεσης (2-5) που άπτονται του κίνδυνου φυγοδικίας.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο