ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 217/2024, 22/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 217/2024)

 

22 Οκτωβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

Εφεσείων

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Δ. Τσολακίδης, για τον Εφεσείοντα

Ε. Νικολάου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με πέντε λόγους έφεσης ο Εφεσείων, Kατηγορούμενος 3, προσβάλλει την απόφαση του E.Δ. Λευκωσίας ημερ. 7.8.24, με την οποία διετάχθη η κράτησή του μέχρι την ορισθείσα εμφάνισή του στο Κακουργοδικείο, στις 23.10.24. Αντιμετωπίζει, από κοινού με τους κατηγορούμενους 1 και 2, κατηγορίες για συνωμοσία, απόπειρα καταστροφής αυτοκινήτου δια εκρηκτικών υλών και κατοχή των εκρηκτικών υλών (Κατηγορίες 1, 2, 3).

 

        Η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την κράτηση όλων στη βάση των κινδύνων φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων στο ενδιάμεσο διάστημα. Ένσταση στο αίτημα ήγειρε μόνον ο Εφεσείων. Με τους πέντε λόγους έφεσής του προβάλλει: (1) Ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητάς του κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων, (2) Ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη ως προς την ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, (3) Ότι εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές με την προφυλάκιση αρχές, εν σχέσει με τον κίνδυνο επαναδιάπραξης αδικημάτων, (4) Ότι δεν υπήρξε αναφορά και ή αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας προς αποτίμηση της πιθανότητας καταδίκης, (5) Ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε καθόλου η επιβολή όρων αντί κράτησης.

 

Κίνδυνος Φυγοδικίας (Λόγος Έφεσης 4)

 

        Σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης και την αυστηρότητα της τυχόν επιβληθησόμενης ποινής συνιστούν τους βασικούς δείκτες εν σχέσει με την πιθανολόγηση μη προσέλευσης ενός κατηγορούμενου κατά τη δίκη του (βλ. Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν. Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23). Εννοείται πως ο κίνδυνος αυτός δεν διαπιστώνεται αυτομάτως κάθε φορά που συνυπάρχουν τα τρία προαναφερθέντα στοιχεία αλλά πάντοτε καθηκόντως συνυπολογίζονται και άλλα σχετικά δεδομένα, τα αποκαλούμενα «υποκειμενικά» στοιχεία (βλ. Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48). Λόγω της φύσης των αδικημάτων, τα οποία και παραπέμπουν σε συγκεκριμένο κύκλο εγκλημάτων στον τόπο μας (με εμπρησμούς, εκρηκτικούς μηχανισμούς, δολοφονίες κ.λπ) και τα οποία παρατηρούνται συχνά, οφείλουμε ξανά να υπενθυμίσουμε το λεχθέν στην Ευριπίδου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 757, ότι σε σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων: «Δεν είναι μόνο οι αυστηρότατες κυρώσεις του Ποινικού Κώδικα, που καθορίζουν τη βαρύτητα τους. Είναι παράλληλα το κλίμα φόβου που δημιουργεί αυτού του είδους η βαρειά εγκληματικότητα στην καθημερινή ζωή» (βλ. και Τζιοβάννη κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23, ημερ. 18.1.24).

 

        Στην παρούσα περίπτωση το ουσιαστικό αδίκημα είναι η τοποθέτηση στις 4.7.24 εκρηκτικού μηχανισμού σε αυτοκίνητο λειτουργού (επιθεωρητή) των Κεντρικών Φυλακών. Οι υπόνοιες στράφηκαν πρώτα προς τον κατηγορούμενο 1 λόγω κάποιων υπηρεσιακών ερευνών που είχε διεξάγει ο παραπονούμενος επιθεωρητής σε σχέση με κινητά τηλέφωνα στις Φυλακές. Ας σημειωθεί πως τόσον ο κατηγορούμενος 1 όσον και ο κατηγορούμενος 2 κρατούνται στις Κεντρικές Φυλακές, ο μεν πρώτος ως υπόδικος για υπόθεση φόνου και ο δε δεύτερος εκτίοντας ποινή φυλάκισης. Η όποια διασύνδεση του Εφεσείοντος προέκυψε όταν αργότερα εντοπίστηκαν σε κατασχεθέν κινητό του κατηγορούμενου 2 ηχητικά μηνύματά του, τα οποία κρίθηκαν ότι συσχετίζοντο με την απόπειρα εναντίον του επιθεωρητή, μεταξύ δε αυτών των μηνυμάτων, το ένα ήταν προς τον Εφεσείοντα. Αυτό, σε συνδυασμό με τα όσα προέκυψαν από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, ήταν τα στοιχεία που συνεκτιμήθηκαν πρωτοδίκως για τη διαπίστωση ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης και έχουν ως εξής (verbatim):

 

«Από επιθεώρηση κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης που καλύπτουν υποστατικά της περιοχής πλησίον της οικίας του παραπονούμενου διαπιστώνεται μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού χρώματος μαύρου με πορτοκαλί να αποχωρεί από το σημείο και ακολούθως να γίνεται έκρηξη στο όχημα του παραπονούμενου. Η μοτοσυκλέτα εντός 9 λεπτών βρέθηκε στο χωριό Εργάτες. Από περαιτέρω επιθεωρήσεις κλειστών κυκλωμάτων διαπιστώνεται ότι 12 λεπτά πριν την έκρηξη εντοπίζεται πανομοιότυπου τύπου μοτοσυκλέτα να (πορτοκαλί με μαύρο) να αποχωρεί από το χωριό Εργάτες και ακολουθώντας περίπου την ίδια διαδρομή να καταλήγει στην Οδό που διαμένει ο παραπονούμενος. Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό ο 2ος κατηγορούμενος φαίνεται να είχε ηγετικό ρόλο στην οργάνωση των αδικημάτων, διαθέτοντας κινητό τηλέφωνο εντός του κελιού του στις Κεντρικές Φυλακές με το οποίο ερχόταν σε επικοινωνία επί καθημερινής βάσης με τρίτα πρόσωπα. Σύμφωνα δε με το Κυανούν 66 εντοπίστηκε επί του κινητού του ηχητικό αρχείο μεταγενέστερο της διάπραξης των υπό του κατηγορητηρίου αδικημάτων στο οποίο αναφέρεται ότι «… εννά του βάλω σιηρότερη που του βαριάνου». Επιθεώρηση της εν λόγω συσκευής περισυλλέγηκαν φωνητικά μηνύματα του 2ου κατηγορούμενου προς τον 3ο κατηγορούμενο ο οποίος στις 8.7.24 αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «ο 1ος κατηγορούμενος ψάχνει δυνατά εκρηκτικά γιατί θέλει να ξανακάμει δουλειά». Σημειώνεται ότι το τελευταίο σημείο που φαίνεται η μοτοσυκλέτα στα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης πριν και μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, αποχωρεί και κατευθύνεται πλησίον της οικίας του 3ου κατηγορούμενου. Σύμφωνα με την μαρτυρία που φαίνεται στο Κυανούν 39, ο 3ος κατηγορούμενος, μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, θεάθηκε να περπατά από το σημείο που αυτή ήταν σταθμευμένη (η μοτοσυκλέτα), προς το γκαράζ του σπιτιού του και να εισέρχεται σε αυτό. Τις αμέσως επόμενες ημέρες, πανομοιότυπου τύπου μοτοσυκλέτα (χωρίς αριθμούς εγγραφής) βρέθηκε στην πατρική οικία του κατηγορούμενου 3, με τον πατέρα του κατηγορούμενου να δηλώνει ότι την μετέφερε εκεί ο γιος του (3ος κατηγορούμενος) προ λίγων ημερών από τον μηχανικό».      

 

        Τα όσα παρέθεσε η πρωτόδικη Δικαστής σε ό,τι αφορούσαν τον Εφεσείοντα δύνανται να συνοψιστούν στο ότι: (α) Η εμπλεκόμενη μοτοσυκλέτα φέρεται να είχε αναχωρήσει από κοντινό στην οικία του, στους Εργάτες, σημείο 12 λεπτά πριν την έκρηξη και να επέστρεψε εκεί εννέα λεπτά μετά την έκρηξη, (β) Ο Εφεσείων ακολούθως φέρεται να περπατά από το εν λόγω σημείο επιστροφής της μοτοσυκλέτας και να εισέρχεται στο σπίτι του, (γ) Πανομοιότυπου τύπου μοτοσυκλέτα και μάλιστα χωρίς αριθμούς εγγραφής εντοπίστηκε στο σπίτι του Εφεσείοντος κατά τις επόμενες μέρες, ο δε πατέρας του δήλωσε πως την έφερε ο Εφεσείων λίγες μέρες προηγουμένως και (δ) Σε κατασχεθέν κινητό του κατηγορούμενου 2 εντοπίστηκαν ηχητικά μηνύματα, τα οποία ήταν μεταγενέστερα της επίμαχης εδώ απόπειρας και μεταξύ άλλων εντοπίστηκε μήνυμα του κατηγορούμενου 2 προς τον Εφεσείοντα περί του ότι ο κατηγορούμενος 1 αναζητεί ισχυρά («δυνάμενα») εκρηκτικά διότι θέλει να ξανακάμει «δουλειά», με φερόμενο νόημα να είναι το ότι θέλει να τοποθετήσει ξανά εκρηκτικά εναντίον περιουσίας άλλου προσώπου.

 

        Εκ μέρους του Εφεσείοντος δεν αμφισβητείται ενώπιόν μας ούτε η σοβαρότητα των αδικημάτων ούτε η αυστηρότητα των ποινών που ενδέχεται να επιβληθούν σε περίπτωση καταδίκης. Προβάλλονται παράπονα μόνο για το ζήτημα της πιθανότητας καταδίκης και συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι δεν λήφθηκε υπ' όψιν: (α) Η μαρτυρία μηχανικού πως η μοτοσυκλέτα του (Εφεσείοντος) ευρίσκετο στο συνεργείο εκείνου από τις 21.5.24 έως τις 24.7.24, (β) Το «δεδομένο» πως δύο άλλοι προηγουμένως συλληφθέντες ως ύποπτοι κατέχουν μοτοσυκλέτα ίδιου τύπου (KTM) και χρώματος πορτοκαλί ενώ ένας εξ αυτών είναι γείτονας του Εφεσείοντος και (γ) Ότι το ηχητικό μήνυμα προς τον Εφεσείοντα περιέχει και άλλες αναφορές που δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα.

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις της Υπεράσπισης. Δεν ήταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο ούτε να ελέγξει την αξιοπιστία μαρτύρων ούτε να καταλήξει σε συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις. Το έργο του ήταν να εξετάσει κατά πόσον υπάρχει ενδεχόμενο, ήτοι πιθανότητα καταδίκης (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Γιωργαλλίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 526). Θα πρέπει, ίσως εκ του περισσού, να διευκρινίσουμε πως κατά την κοινή λογική, η αναφορά σε «πιθανότητα» δεν εξισούται ασφαλώς με «βεβαιότητα» καταδίκης, από την οποία και αντιδιαστέλλεται. Εξ ορισμού λοιπόν δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας. Ορθώς στο παρόν στάδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βασιμότητα της εκδοχής του κάθε μάρτυρος ή των πιθανών υπερασπίσεων του Εφεσείοντος (βλ. M.S.Α. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 200/22, ημερ. 19.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B362), πράγμα το οποίο θα προκαταλάμβανε ή επηρέαζε θέματα τα οποία φυσιολογικά ανάγονται στη δίκη.

 

        Ειδικά ως προς τη συνέχεια του ηχητικού μηνύματος, την οποία παραθέτει αυτούσια και επικαλείται ο Εφεσείων, αρκούμαστε στο να πούμε ότι φέρεται να εντάσσεται στην ενότητα στοιχείων μαρτυρίας τα οποία τείνουν να δείξουν την ύπαρξη σχέσης και ομάδας προσώπων, ασχέτως της καταληκτικής φράσης («E αρφούι μου ο Μελής είπε μου να ρωτήσουμε αν έσιη (sic) κανένας δικός μας τίποτε εκρηκτικά δυνάμενα για να ξανακάμει δουλειά, εθύμωσε τον ένας άλλος μες’ τα μαγειρεία μιαν μέρα. Πού να έβρουμε είπα του ρε πελλέ έτσι πράγματα είπα του να πάει να πιάει τον άλλο τζι (sic) πας τον Πύρκο και εννά τον κανονίσει»).

 

        Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση και στη βάση όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Υποκειμενικές Περιστάσεις (Λόγος Έφεσης 5)

 

        Στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης προβάλλεται ειδικότερα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε βαρύτητα στις υποκειμενικές περιστάσεις του Εφεσείοντος και στην πρόθεσή του να συμμορφωθεί με οποιουσδήποτε όρους, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής εγγύησης με αξιόχρεους εγγυητές, για πολύ μεγάλο ποσό (€400.000) ενώ δεν έλαβε υπ' όψιν και την απουσία δεσμών με το εξωτερικό.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις υποκειμενικές περιστάσεις του Εφεσείοντος. Όπως προκύπτει, αυτός είναι Κύπριος πολίτης, ηλικίας 31 ετών, διαμένει μόνιμα στη Δημοκρατία με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα τέκνα τους (10 και 3,5 ετών) και από την αποφυλάκισή του (το 2020) εργάζεται σε πλυντήριο αυτοκινήτων. Αυτά τα είχε καταγράψει το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα είχε συνεκτιμήσει δεόντως. Έκρινε δε πως δεν ήταν τέτοιες οι περιστάσεις που θα μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την ανάγκη παρουσίας στο Δικαστήριο και την απονομή της δικαιοσύνης. Ελλείψει οποιασδήποτε αντίθετης εισήγησης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν αναγκαία η εξειδικευμένη ενασχόληση με την απουσία δεσμών με κάποια ξένη χώρα. Εξάλλου δεν υπάρχει κάποιος κανόνας λογικής ότι διαφυγή επιχειρείται μόνον σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν δεσμοί με το εξωτερικό. Τόσον ως προς αυτό το θέμα όσον και ως προς την εισήγηση για ψηλή εγγύηση, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε μέσω αποσπάσματος από την Τζιοβάννη κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23, ημερ. 18.1.24 που έχει ως εξής:

 

«...το γεγονός ότι κάποιος είναι Κύπριος και διαμένει στην Κύπρο, έχοντας εδώ το κέντρο των οικονομικών και οικογενειακών του δραστηριοτήτων λαμβάνεται μεν υπόψιν αλλά δεν σημαίνει πως αφήνεται άνευ ετέρου ελεύθερος (Βύρωνος ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 454). Ούτε βέβαια η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου, για παροχή εγγυήσεων, επενεργεί απαρέγκλιτα ως ασπίδα για την υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ώστε να αποδυναμώνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας (Memic κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/19 κ.α., ημερ. 16.7.19, ECLI:CY:AD:2019:B314, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, Ποιν. Έφ. Ε151/19, ημερ. 13.8.19.

 

        Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό. Συνεπώς και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Κίνδυνος Διάπραξης Νέων Αδικημάτων (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3)

 

        Σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων η πρωτόδικη Δικαστής επίσης καθοδηγήθηκε ορθώς ως προς τις εφαρμοζόμενες αρχές, παραθέτοντας αποσπάσματα από πρόσφατη νομολογία, την οποία δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε (βλ. Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.24, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.24, Παναγή v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.  152/24, ημερ. 25.6.24, Φ.Φ. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 171/24, ημερ. 6.8.24). Αρκεί να λεχθεί πως η βασική αρχή είναι ότι η εκτίμηση περί της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου αναφέρεται σε τάση ή ροπή ενός κατηγορούμενου, ο κίνδυνος πρέπει να είναι εύλογος και επίσης ότι πρέπει να δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση πως υπάρχει πιθανότητα εμπλοκής σε νέο αδίκημα.

 

        Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν ότι ο Εφεσείων βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη. Είχε καταδικαστεί το 2017 σε φυλάκιση οκτώ ετών για ναρκωτικά αλλά κατόπιν σχετικής του αίτησης, το αρμόδιο Συμβούλιο Αποφυλάκισης κατά το 2020 ενέκρινε την υπό όρους αποφυλάκισή του επ' αδεία, βάσει του Άρθρου 14 του περί Φυλακών Ν.62(I)/96, ως ο ίδιος ο συνήγορός του διευκρίνισε πρωτοδίκως. Δραττόμαστε της ευκαιρίας να τονίσουμε πως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ορθότερο, με πρωτοβουλία είτε του Δικαστηρίου είτε άλλου παράγοντα της διαδικασίας, να ενημερώνεται το Δικαστήριο για τους τυχόν όρους που είχαν τεθεί από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης, κάτι που δεν έγινε στην παρούσα.

 

        Εν πάση περιπτώσει, όλα τα επιχειρήματα του Εφεσείοντος άπτονται δύο αποσπασμάτων της κρινόμενης απόφασης και ειδικότερα στηρίζονται: (α) Στη φράση «...το γεγονός ότι φέρεται να εντάχθηκε, σε μια ομάδα, η οποία έδρασε συνωμοτικά και η δράση της οποίας σκοπό είχε την διάπραξη των φερόμενων υπό του κατηγορητηρίου πολύ σοβαρών αδικημάτων, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί την πεποίθηση στο Δικαστήριο ότι υπάρχει από μέρους του κίνδυνος επαναδιάπραξης νέων αδικημάτων σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος με όρους» και (β) Στη φράση «...ο κατηγορούμενος φαίνεται να έχει εμπλακεί (εκ νέου) στη διάπραξη αδικημάτων, απασχολώντας τη Δικαιοσύνη έστω και 4 χρόνια μετά την αποφυλάκιση του».

 

        Εννοείται βέβαια πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας τους όρους «φέρεται» και «φαίνεται», δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση μαρτυρίας και ούτε κατέληξε σε οποιοδήποτε οριστικό συμπέρασμα ή κρίση ή άποψη για την ενοχή του. Είναι σαφές ότι χρησιμοποίησε τους όρους αυτούς με τη σημασία του «διαφαίνεται» και αυτό ασφαλώς και εκ των πραγμάτων το έπραξε βασιζόμενο στην όψη του μαρτυρικού υλικού που είχε ενώπιόν του. Η δε αναφορά του στον όρο «εμπλακεί», αν και δύναται να δώσει αφορμή για εισηγήσεις, όπως αυτές του Εφεσείοντος στην παρούσα, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι χρησιμοποιήθηκε όχι με την έννοια που κάτι τέτοιο γίνεται σε τελική δικαστική κρίση αλλά με την έννοια της συμπερίληψής του Εφεσείοντος ως κατηγορούμενου σε υπόθεση η οποία καταχωρείται και απασχολεί τη Δικαιοσύνη. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το πιο πάνω λεκτικό αφ' εαυτού παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας ή ότι με αυτό «καταδικάστηκε» ο Εφεσείων, ως ήταν η ενώπιον μας εισήγηση.

 

        Εκ μέρους του Εφεσείοντος δόθηκε μεγάλη έμφαση σε επιχειρούμενο παραλληλισμό της παρούσας με την υπόθεση Chamount v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/24, ημερ. 10.9.24, υπό την έννοια ότι εκεί στη βάση «μιας προηγούμενης καταδίκης» δεν επικυρώθηκε η κράτηση βάσει του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Αυτή η προσπάθεια εκ μέρους του Εφεσείοντος έγινε σε συνάρτηση και με άλλες υποθέσεις, στις οποίες αποδίδοντο με το ίδιο κατηγορητήριο «αριθμός ποινικών αδικημάτων» και όχι ενός περιστατικού όπως στην παρούσα (Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.24, Παναγή v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.24).

 

        Ομολογουμένως μας έχει προβληματίσει η τελευταία αυτή εισήγηση και θα μπορούσαμε ενδεχομένως υπό άλλες περιστάσεις να την εξετάζαμε περαιτέρω εάν δεν διαπιστώναμε (από τα πρακτικά και τις δηλώσεις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου) ότι στην πραγματικότητα ο Εφεσείων βαρύνεται με ακόμα μια καταδίκη, ήτοι στην υπόθεση 8926/15, στην οποία τού είχε επιβληθεί φυλάκιση με τριετή αναστολή εκτέλεσης. Πρόκειται για φυλάκιση την οποία είχε ενεργοποιήσει αργότερα το Κακουργοδικείο Λευκωσίας, στην υπόθεση 8820/17 (25.10.17), διατάσσοντας όπως εκτιθεί διαδοχικά με την 8ετή φυλάκιση για ναρκωτικά. Ατυχώς ούτε σε αυτή την περίπτωση ζητήθηκαν ή δόθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες στο πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το εν λόγω στοιχείο. Είναι αυτονόητο ότι η διάπραξη των σχετικών με τα ναρκωτικά αδικημάτων είχε λάβει χώρα εντός της περιόδου αναστολής της φυλάκισης, εξ ου και ακολούθησε κατά το 2017 η ενεργοποίηση της παλαιότερης ποινής. Η παλαιότερη καταδίκη του 2015 δεν είχε εξαλειφθεί εν όψει του ότι επρόκειτο για φυλάκιση σε πρόσωπο άνω των 21 ετών και του ότι εντός της ελάχιστης 3ετούς περιόδου αποκατάστασης, την οποία προνοεί ο περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Ν.70/81 [Άρθρο 5(2)], επεβλήθη στον Εφεσείοντα 8ετής φυλάκιση η οποία αποκλείει την αποκατάσταση (Άρθρο 3 του Ν.70/81).

 

        Συνιστά νομολογιακή αρχή ότι όπου η διάπραξη νέων αδικημάτων λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο που ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό καθεστώς αναστολής έκτισης ποινής φυλάκισης τότε ο παράγων αυτός αποκτά αυξημένη ισχύ (Μιχαήλ. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 397, Ευθυμίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 147, Λυσάνδρου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 242/24, ημερ. 18.10.24). Βέβαια στην παρούσα περίπτωση δεν είναι τα εκδικαζόμενα αδικήματα αυτά που φέρονται να έχουν διαπραχθεί εντός περιόδου αναστολής αλλά από την άλλη δεν μπορεί να μην έχει τη σημασία του το ότι από το σχετικά πρόσφατο ιστορικό του Εφεσείοντος διαπιστώνεται πως είναι πρόσωπο το οποίο (όχι έχει προσαχθεί αλλά) έχει καταδικαστεί για αδικήματα τα οποία διέπραξε εντός περιόδου αναστολής ποινής φυλάκισης. Η σημασία λοιπόν της ύπαρξης δύο προηγούμενων καταδικών στη μια εκ των οποίων αφενός ενεργοποιήθηκε παλαιότερη ανασταλείσα ποινή και αφετέρου αργότερα έτυχε του ευεργετήματος της υπό όρους αποφυλάκισης επ’ αδεία, σφραγίζουν την ύπαρξη εύλογου κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Κατ΄ αναλογίαν όσων είχαν λεχθεί και στην Ευριπίδου (ανωτέρω), ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων στην περίπτωση απόλυσης του Εφεσείοντος αποτελεί, εν όψει των προηγούμενων καταδικών, ρεαλιστική αποτίμηση της προοπτικής αυτής. Ως εκ τούτου και οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                        Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                        Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                        Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο