ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε24/2019, 25/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε24/2019)

25 Οκτωβρίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]


  
ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Εφεσείουσα 


και


       1. THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED
 2.
ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΞΙΟΥΡΟΥ 

   Εφεσίβλητοι

-----------------------------

Χαράλαμπος Στεφάνου για Σκορδής & Στέφανου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Μιχάλης Πελεκάνος μαζί με Νεκτάριο Καπελλάκη για M. Πελεκάνος & Σία, για την Εφεσίβλητη 1.

Χρυστάλλα Καραμανλή (κα) για Ν. Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 2.


Η εφεσείουσα κα Ελένη Κωνσταντίνου είναι παρούσα.        

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την κα Στυλιανίδου, Δ.

  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση προσβάλλει  απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για αναστολή της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εναντίον της, αναφορικά με οφειλή της ως εγγυήτρια δανειολήπτη-πρωτοφειλέτη. Η αίτησή της βασιζόταν, κυρίως, στον Περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμο του 2003 («ο Νόμος»).

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον Νόμο, εφόσον θεώρησε ότι η εφεσείουσα έφερε το βάρος απόδειξης ως προς το ότι ο πρωτοφειλέτης είχε την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος για το οποίο είχε εκδοθεί απόφαση αλληλέγγυα και κεχωρισμένα και εναντίον της εφεσείουσας.  

 

 

 

Πράγματι, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στα στοιχεία που παρέθεσε η εφεσείουσα, ήτοι τις εκτιμήσεις του ενυπόθηκου σε σχέση με το εξ αποφάσεως χρέος, ακινήτου, καθώς και ακινήτου που είχε αγοράσει ο πρωτοφειλέτης αλλά δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του, κατέληξε ότι η περιουσία του πρωτοφειλέτη δεν ήταν τέτοιας αξίας ώστε να επαρκεί προς ικανοποίηση της εξ αποφάσεως οφειλής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, υποστηρίζει ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω, η πιο κάτω επιφύλαξη του άρθρου 10 (1) (γ) του Νόμου:

 

«Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το δικαστήριο δύναται να ικανοποιηθεί με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή και περιουσία να ικανοποιήσει την εξ' αποφάσεως οφειλή που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης εγγύησης, εάν ο πιστωτής δεν αποδείξει-

(i) ότι έχει λάβει ειδοποίηση από δικαστικό επιδότη ότι ο πρωτοφειλέτης δεν έχει κινητή περιουσία· ή

(ίί) σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής ή διάταγμα πτώχευσης εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πτώχευσης Νόμου· ή

(ίίi) σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης είναι εταιρεία, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου· ή

(ίν) σε περίπτωση που έχει εκδοθεί διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παράβασης του σχετικού διατάγματος μηνιαίων δόσεων· ή

(ν) σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται οποιαδήποτε υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία του πρωτοφειλέτη προς όφελος του πιστωτή, ότι αυτή δεν έχει ακόμα εκποιηθεί δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου.»

 

Υποστηρίζει ότι η πιο πάνω επιφύλαξη πρέπει να ερμηνευθεί ωσάν να εναποθέτει στον πιστωτή το βάρος να αποδείξει ότι έχει εξαντλήσει τις διαθέσιμες σε αυτόν διαδικασίες εκτέλεσης της επίδικης απόφασης και πως σε  περίπτωση που δεν αποσείσει το βάρος αυτό, η αίτηση του εγγυητή θα πρέπει να επιτύχει.

 

Με κάθε εκτίμηση, η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Προκύπτει σαφώς, κατά την άποψή μας, από τον Νόμο, ότι το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να ικανοποιηθεί ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή και περιουσία να ικανοποιήσει την οφειλή που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, εάν ο πιστωτής δεν αποδείξει ένα από τα στοιχεία που παρατίθενται στην επιφύλαξη του άρθρου 10(1) (γ) του Νόμου.  Αντιθέτως, διατηρεί, τη διακριτική του ευχέρεια να λάβει υπόψη το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, καθώς επίσης και να διατάξει αναστολή όταν κρίνει ότι αυτό «είναι δίκαιο και ορθό»,  (φράση που προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 10(1) του Νόμου), ακόμη και στην περίπτωση, που ο πιστωτής δεν αποδείξει οποιοδήποτε από τα όσα παρατίθενται στην πιο πάνω επιφύλαξη.

 

Στην Λύρα Αντωνία v. Alpha Bank Limited (2015) 1 Α.Α.Δ. 899, λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με το πεδίο επέμβασης του Εφετείου σε περιπτώσεις ως η παρούσα.

 

«Στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το Άρθρο 10 του Νόμου, παρέχεται στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης, όταν κρίνει ότι είναι «δίκαιο και ορθό». Όπως αναφέρθηκε στην Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, η επίλυση του επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου αποκλειστικός κριτής της οποίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Όπως αναφέρθηκε στην Αρέστη ν. Ηλία, πιο πάνω, ο τρόπος με τον οποίο ασκείται αυτή η διακριτική ευχέρεια από το πρωτόδικο δικαστήριο:-

«..δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:-

 (α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και

 (β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δεν θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο.»

 

Εν όψει των πιο πάνω, κρίνουμε λανθασμένη τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη ότι ο πιστωτής δεν απέδειξε κανένα  από τα διαλαμβανόμενα στην επιφύλαξη, εφόσον κάτι τέτοιο θα αποτελούσε περιορισμό στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ενώ τέτοιος περιορισμός δεν προβλέπεται από τον Νόμο.

 

Συνεπώς, κρίνουμε ότι, οι θέσεις της εφεσείουσας στον παρόντα λόγο έφεσης, δεν δικαιολογούν επέμβασή μας σε σχέση με τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με την ύπαρξη επαρκούς περιουσίας του πρωτοφειλέτη, στοιχείο που εξετάζεται όπως  προβλέπεται από τον Νόμο, έλαβε υπόψη του εξωγενή στοιχεία.

 

Συναφώς, υποστηρίζεται από την εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη εκτίμηση ενός ακινήτου που υπέδειξε η εφεσείουσα, στο πλαίσιο της θέσης της ότι ο πρωτοφειλέτης «είχε δύο  ακίνητα» τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς εξόφληση της οφειλής του. Το ένα ήταν το ενυπόθηκο προς όφελος του πιστωτή, και το δεύτερο, (η αξία του οποίου δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο), ήταν κατοικία η οποία αγοράστηκε από τον πρωτοφειλέτη το έτος 2005, αλλά κατά τον χρόνο εκδίκασης της αίτησης δεν ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, υπήρχε πωλητήριο έγγραφο μεταξύ του πρωτοφειλέτη και της πωλήτριας εταιρείας, στο όνομα της οποίας ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένη η κατοικία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα πιο κάτω αναφορικά με «το δεύτερο ακίνητο» (την ως άνω κατοικία στην Αγία Νάπα):

 

«Όσον αφορά το ακίνητο στην Αγία Νάπα, τούτο δεν είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του πρωτοφειλέτη αλλά τρίτου προσώπου. Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με εξόφληση ή όχι του τιμήματος πώλησης ή εάν έχουν εκδοθεί ξεχωριστοί τίτλοι ιδιοκτησίας ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να καταδεικνύει ότι στο τέλος της ημέρας το εν λόγω ακίνητο θα μεταβιβαστεί επ’ ονόματι του εναγομένου 1, ώστε οι ενάγοντες-πιστωτές να μπορούν να το επιβαρύνουν με ΜΕΜΟ. Συνεπώς, το εν λόγω ακίνητο δεν μπορεί να θεωρηθεί περιουσιακό στοιχείο το οποίο δύναται, με τα υπάρχοντα δεδομένα, να ληφθεί υπόψη σε σχέση με εξόφληση του εξ’ αποφάσεως χρέους.»

 

Δεν διαπιστώνουμε να έχουν παρεισφρήσει, ως εισηγείται η εφεσείουσα, εξωγενείς παράγοντες στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα όσα συνυπολόγισε, σχετίζονταν, βάσει της σχετικής με το ζήτημα νομοθεσίας, με το κατά πόσο ο πρωτοφειλέτης διέθετε «περιουσία» τέτοιας αξίας ώστε να είναι αρκετή να ικανοποιήσει την εξ αποφάσεως οφειλή, ως ορίζει ο Νόμος.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, «περιουσία», σημαίνει κινητή και ακίνητη περιουσία και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο.

 

Ορθά επομένως, εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά πόσον, το κατατεθέν αγοραπωλητήριο έγγραφο αποτελούσε «περιουσία» του πρωτοφειλέτη εν τη εννοία του Νόμου. Με δεδομένο ότι βάσει του Νόμου το Δικαστήριο εξετάζει εάν η αξία της «περιουσίας» είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την εξ αποφάσεως οφειλή, είναι σχετικό το κατά πόσον, η ως άνω κατοικία στην Αγία Νάπα, θα μπορούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο της εκδίκασης της αίτησης, να αποτελέσει το αντικείμενο μέτρων εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη. Όπως προβλέπεται στον  περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο του 2011, ο οποίος εφαρμοζόταν βάσει του άρθρου 16 αυτού και σε συμβάσεις που συνομολογήθηκαν και οι οποίες ήταν ήδη κατατεθειμένες στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο πριν την έναρξη της ισχύος του, η κατάθεση σύμβασης συνιστούσε, εν προκειμένω, «εμπράγματο βάρος» επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελούσε το αντικείμενο της σύμβασης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011, «εμπράγματο βάρος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί  Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο. Στον τελευταίο προβλέπεται ότι:

 

            «Εν τω παρόντι άρθρω-

(α) “εμπράγματον βάρος” σημαίνει άμεσον τινα επί ακινήτου απαίτησιν, δικαίωμα επιβαρύνσεως (lien) ή υποχρέωσιν, υφισταμένην δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου»

 

Είμαστε της άποψης ότι το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται επ’ ονόματι αγοραστή που έχει καταθέσει αγοραπωλητήριο, (όπως ήταν στην παρούσα υπόθεση ο πρωτοφειλέτης), δεν μπορεί να αποτελέσει περιουσία εν τη εννοία του Νόμου, δυνάμενη δηλαδή, να ικανοποιήσει το εξ αποφάσεως χρέος εκτός και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επομένως, ορθά συνυπολόγισε τους διάφορους παράγοντες που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφασή του, οι οποίοι πράγματι σχετίζονται με τις εν λόγω προϋποθέσεις  που προβλέπονται δυνάμει του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011.

 

Εξετάζεται στο σημείο αυτό και ο πέμπτος λόγος έφεσης εφόσον, συναφώς υποστηρίζει, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας για την εν λόγω κατοικία. Το ζήτημα δεν επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης εφόσον ακόμη και αν είχε εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος, υπήρχαν δυνάμει του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 και άλλες σχετικές προϋποθέσεις για τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατέληξε ότι δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία.

 

Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι τα όσα αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ήταν σχετικά με το επίδικο ζήτημα της αξίας της περιουσίας του πρωτοφειλέτη και δεν αποτελούν εξωγενείς παράγοντες. Ως εκ τούτου, δεν χωρεί επέμβασή μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (βλ. Λύρα, ανωτέρω).

 

Ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσείουσα αναφορικά με την αξία των δύο ως άνω ακινήτων, εφόσον ουσιαστικά δεν έλαβε υπόψη την εκτιμημένη αξία της ως άνω κατοικίας στην Αγία Νάπα, που αποτελούσε το αντικείμενο του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Εν όψει της απόρριψης του δεύτερου λόγου έφεσης, καθίσταται εμφανές ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την εν λόγω εκτίμηση εφόσον η εν λόγω κατοικία δεν αποτελούσε μέρος της περιουσίας του πρωτοφειλέτη εν τη εννοία του Νόμου.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ουσιαστικά, ότι εφόσον είχε παραμείνει αναντίλεκτο ότι υφίστατο υποθηκευμένο ακίνητο του πρωτοφειλέτη προς όφελος της εφεσίβλητης 1, το οποίο δεν είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο εκποιηθεί,  αυτό από μόνο του, συνιστούσε επαρκή λόγο για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αναστολής, δυνάμει του άρθρου 10 (1)(γ)(ν) του Νόμου, ανωτέρω.

 

Είμαστε της άποψης ότι ανάγνωση του εν λόγω άρθρου  αυτού οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα: Προβλέπεται σε αυτό ότι το Δικαστήριο δύναται να ικανοποιηθεί ότι πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία να ικανοποιήσει την εξ αποφάσεως οφειλή, εάν ο πιστωτής δεν αποδείξει ότι «(ν) σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται οποιαδήποτε υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία του πρωτοφειλέτη προς όφελος του πιστωτή, ότι αυτή δεν έχει ακόμα εκποιηθεί δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου.» (Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)

 

 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως η ίδια η εφεσίβλητη υποστηρίζει, ήταν αναντίλεκτο ότι δεν είχε εκποιηθεί η υποθηκευμένη προς όφελος του πιστωτή ακίνητη ιδιοκτησία του πρωτοφειλέτη, επομένως το Δικαστήριο δεν δύνατο βάσει του άρθρου 10(γ)(ν) του Νόμου, να ικανοποιηθεί ότι ο πρωτοφειλέτης είχε την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία να ικανοποιήσει την εξ αποφάσεως οφειλή. Αντίθετα με την εισήγηση της εφεσείουσας, στην περίπτωση που δεν αποδειχτεί ότι δεν εκποιήθηκε η υποθηκευμένη ακίνητη περιουσία του πρωτοφειλέτη, είναι που δύναται το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία να ικανοποιήσει την εξ αποφάσεως οφειλή.  

 

Εν πάση περιπτώσει, παρατηρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας,  έλαβε υπόψη και τη θέση της εφεσείουσας, όπως αυτή προκύπτει από τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ότι ήταν αναντίλεκτο ότι υφίστατο υποθηκευμένο ακίνητο του πρωτοφειλέτη προς όφελος της εφεσίβλητης το οποίο δεν είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο εκποιηθεί. Παρά το γεγονός αυτό, λαμβάνοντας υπόψη, ορθά, το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης, θεωρώντας ότι δεν ήταν δίκαιο αλλά ούτε και ορθό να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. Εν όψει δε της απόφασης Λύρα, ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί λόγος επέμβασής μας σχετικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Τα όσα επιπρόσθετα αναφέρονται με το περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας περί άλλων περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη που δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν καλύπτονται από τον παρόντα λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστούν, (βλ. ALKIS H HADJIKYRIACOS (FROU FROU BISCUITS) PUBLIC LTD v. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.322/2013, 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A305).

 

Συνεπεία όλων των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στον πρωτοφειλέτη- εφεσίβλητο 2 να ακουστεί.

 

Σημειώνουμε ότι οι ίδια η εφεσείουσα επέδωσε την επίδικη αίτηση της στον εφεσίβλητο 2, πριν την ακρόαση της ουσίας της αγωγής εναντίον της και του εφεσίβλητου 2, ως συνεναγόμενου. Εντούτοις σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι, ο εφεσίβλητος 2, δεν δικαιούτο να παρέμβει στη διαδικασία προβάλλοντας τη θέση πως το Δικαστήριο «είχε αποφανθεί ως προς το καθεστώς του εναγομένου 1 το οποίο είχε μεταβληθεί από συνεναγόμενο σε πρωτοφειλέτη». Το Δικαστήριο αποφάσισε πριν την εκδίκαση της αίτησης, ότι ο εφεσίβλητος 2 είχε δικαίωμα να παρέμβει στη διαδικασία και αν επιθυμούσε να καταχωρίσει ένσταση.

 

Με την αιτιολογία του παρόντος λόγου έφεσης, υποστηρίζεται ότι εφόσον πουθενά στον Νόμο δεν αναφέρεται ότι ο πρωτοφειλέτης αποτελεί αναγκαίο διάδικο και εφόσον προκύπτει  από τον Νόμο, (σύμφωνα πάντα με την ερμηνεία που εισηγείται η εφεσείουσα) ότι ο πιστωτής, φέρει γενικώς το βάρος απόδειξης, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει στον εφεσίβλητο 2 να ακουστεί, στερείται νομικού ερείσματος. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι κανένα δικαίωμα του εφεσίβλητου 2 δεν μπορούσε να επηρεαστεί από το αιτούμενο διάταγμα αναστολής εκτέλεσης.

 

Παρατηρούμε, εν πρώτοις, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε σε μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσίβλητος 2 κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Η δε διαδικασία διεκπεραιώθηκε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και η εφεσείουσα δεν υπέδειξε πώς η συμπερίληψη στη διαδικασία του εφεσίβλητου 2, επηρέασε δυσμενώς οποιοδήποτε δικαίωμά της. Επομένως, κρίνουμε την έγερση του ζητήματος ατελέσφορη.

 

 

Εντούτοις, θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε τα εξής:

 

Η ίδια η εφεσείουσα επέδωσε την επίδικη αίτηση δια κλήσης την οποία βάσισε, μεταξύ άλλων, στη Δ.48 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ. v. Dynacon Limited (1998) 1 Α.Α.Δ. 1978, η Δ.48, θ.3, επιβάλλει την επίδοση αίτησης, που υποβάλλεται βάσει των προνοιών της Δ.48 σε κάθε πρόσωπο, το οποίο επηρεάζεται από τη θεραπεία η οποία επιζητείται. Στην ίδια υπόθεση αποφασίστηκε ότι με δεδομένη την επίδοση της εκεί επίδικης αίτησης, σε πρόσωπο που επηρεαζόταν ως προβλέπεται από τον εν λόγω θεσμό, το πρόσωπο αυτό, κατέστη διάδικος, ο οποίος είχε το δικαίωμα να υπερασπιστεί με τον προκρινόμενο από τους θεσμούς τρόπο,  ήτοι, με την υποβολή ένστασης, και να ακουστεί στη δίκη. Αποφασίστηκε επίσης ότι τέτοιο πρόσωπο, υπό αυτή την ιδιότητα, δύναται να ακουστεί και στην έφεση αναφορικά με την επίδικη αίτηση. Ως προς το ποιο πρόσωπο θεωρείται ότι επηρεάζεται από την αίτηση, δόθηκε η ερμηνεία ότι περιλαμβάνει και πρόσωπο που επηρεάζεται από τις θεραπείες που ζητούνται με την αίτηση.

 

Εφαρμόζοντας το σκεπτικό της πιο πάνω υπόθεσης, στα ενώπιον μας γεγονότα, κρίνουμε ότι η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης της απόφασης εναντίον της εφεσείουσας, βάσει της οποίας ευθυνόταν αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με τον εφεσίβλητο 2 για το εξ αποφάσεως χρέος, σαφώς και επηρέαζε τον εφεσίβλητο 2, εφόσον θα διαφοροποιούσε ενδεχομένως και τα μέτρα εκτέλεσης που θα λαμβάνονταν εναντίον του από τον πιστωτή.  

 

Επιπλέον, σε σχέση με το εγερθέν σημείο περί έλλειψης αναφοράς στον πρωτοφειλέτη στον Νόμο, επισημαίνουμε ότι όπως αποφασίστηκε από το Εφετείο στην υπόθεση ΑΝΝΑ ΚΑΡΥΔΑ κ.ά.v. ΔΩΡΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ.182/18, 17/5/2024, σε περιπτώσεις απουσίας ρητής εξειδικευμένης νομοθετικής πρόβλεψης για επίδοση διαδικασίας σε πρόσωπο του οποίου τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις διαγιγνώσκονται σε αυτή, εφαρμόζεται η συνταγματική επιταγή του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος, βάσει της οποίας έκαστος δικαιούται να ακουστεί κατά τη διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του, βλ. επίσης την Θεοδώρου Αικατερίνη (Κατερίνα) και Άλλη (Αρ.2) (2014) 1 Α.Α.Δ. 2457.

 

Θεωρούμε ότι, η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης της απόφασης εναντίον της εφεσείουσας βάσει της οποίας ευθυνόταν αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με τον εφεσίβλητο 2 για το εξ αποφάσεως χρέος, σαφώς και επηρέαζε τις υποχρεώσεις του δευτέρου, έναντι του πιστωτή.

 

Επομένως, εν όψει όλων των πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, επέτρεψε στον εφεσίβλητο 2 να ακουσθεί.

 

Συνεπώς, ο έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €2.000 εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ εκάστου εφεσίβλητου.  

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ- ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο