ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΕΤΤΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 251/24, 22/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 251/24)

 

22 Οκτωβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΕΤΤΙΔΗΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

       

Ν. Δημητρίου, για Νίκος & Χριστόφορος Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Α. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει μία κατηγορία Προμήθειας από άλλον Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β, μία κατηγορία Κατοχής Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β και μία κατηγορία Κατοχής Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την Προμήθεια σε άλλα Πρόσωπα, όλες κατά παράβαση των προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Ν.29/77. Όπως προκύπτει από τις Λεπτομέρειες Αδικημάτων και οι τρεις Κατηγορίες αφορούν σε ποσότητα τριών κιλών ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης και αναφέρονται στην 1.2.2024 ως ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων.

 

        Εναντίον του Εφεσείοντος είχε αρχικά καταχωριστεί η Ποινική Υπόθεση αρ. 1371/24 στο Κακουργοδικείο Λάρνακας, η οποία αναστάληκε στις 9.10.2024. Την ίδια μέρα καταχωρίστηκε η Ποινική Υπόθεση αρ. 14897/24 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Με απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο Εφεσείων παραπέμφθηκε ξανά σε δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λάρνακας για τις 23.10.2024. Μετά την παραπομπή αυτή η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη υπέβαλε αίτημα για κράτηση του Εφεσείοντος στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε.

 

        Ο Εφεσείων προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση με πέντε Λόγους Έφεσης. Εξ αυτών, οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 5 αφορούν σε ισχυριζόμενη εσφαλμένη αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Λόγος Έφεσης 3 σε ισχυρισμό περί σφάλματος στην κρίση περί του ότι ο συνολικός χρόνος κράτησης του Εφεσείοντος δεν είναι υπερβολικός και ο Λόγος Έφεσης 4 σε κατ’ ισχυρισμόν πλημμελή προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα που ο Εφεσείων είχε να εγκαταλείψει το Δικαστήριο πριν την έναρξη της (δεύτερης) διαδικασίας παραπομπής του.

 

        Δεν είναι απαραίτητη η παράθεση των καλά γνωστών αρχών στη βάση των οποίων εξετάζονται αιτήματα κράτησης. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσης στη δίκη εξετάζεται με αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος που αντιμετωπίζει κατηγορούμενος, την πιθανότητα καταδίκης και την ποινή που είναι δυνατό να επιβληθεί (βλ. μεταξύ άλλων Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023).

 

        Ο Εφεσείων εν προκειμένω αντιμετωπίζει αδικήματα η σοβαρότητα των οποίων είναι αυταπόδεικτη, ιδιαίτερα αυτού της 3ης Κατηγορίας, για την οποία προβλέπεται ποινή δια βίου φυλακίσεως. Όπως λέχθηκε στην Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 731 ο κίνδυνος να μην παρουσιασθεί ένας κατηγορούμενος στο Δικαστήριο «θεωρείται πως ελλοχεύει ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει». Η δε σοβαρότητα των αδικημάτων δεν προσδιορίζεται μόνο από την προβλεπόμενη ποινή αλλά και από την ποσότητα των ναρκωτικών και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα (βλ. Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54).

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση της αρχής ότι το μαρτυρικό υλικό εξετάζεται στην όψη του, προέβη σε αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και κατέληξε ότι ο Εφεσείων είχε γνώση των γεγονότων που έλαβαν χώρα. Δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω εισήγηση, η οποία εδράζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των όσων κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία παραθέτουμε πιο κάτω:

 

«Υπενθυμίζω ότι σε αυτό το στάδιο ότι (sic) το μαρτυρικό υλικό εξετάζεται στην όψη του, χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε αξιολόγηση του. Στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει περιστατική μαρτυρία για τις πράξεις, γνώση και προθέσεις του Κατηγορούμενου 2 σε σχέση με τα επίδικα ναρκωτικά, την οποία βέβαια θα αξιολογήσει το Κακουργοδικείο κατά την ακρόαση της υπόθεσης και όχι το παρόν Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο (βλ. Badur v Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 75/2022) ημερ. 15/04/2022). Αντίθετα, τόσο από την μαρτυρία του ΜΚ15 όσο και από την όλη περιστατική μαρτυρία στο Τεκμήριο Α, και χωρίς να προβαίνω σε συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις στο παρόν στάδιο, κρίνω ότι όντως υπάρχει πιθανότητα καταδίκης και των δύο Κατηγορουμένων».

 

        Το γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό προέκυπτε η ύπαρξη περιστατικής και όχι άμεσης, μαρτυρίας, δεν οδηγεί στο ότι αυτό προέβη σε αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού ως η σχετική εισήγηση. Κατέγραψε πως από το μαρτυρικό υλικό ο Εφεσείων φέρεται να ήταν συνοδηγός σε όχημα στο οποίο εντοπίστηκε η ποσότητα των ναρκωτικών για την οποία κατηγορείται, το ότι ο ίδιος κατά την ανακοπή του οχήματος από την Αστυνομία φέρεται να ανέφερε την ποσότητα αυτή, καθώς και το ότι τα ναρκωτικά τα είχε δώσει ο Κατηγορούμενος 1 στον Μ.Κ.15. Καταγράφεται επίσης στην Πρωτόδικη Απόφαση πως μετά τη σύλληψη του ο Εφεσείων ανέφερε στην Αστυνομία ότι κατόπιν οδηγιών του Μ.Κ.15 άνοιξε το καπό όταν ο Κατηγορούμενος 1 τοποθέτησε τα ναρκωτικά στο αυτοκίνητο, καθώς και ότι είχε ακούσει προηγούμενη τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Μ.Κ.15 και του Κατηγορούμενου 1.

 

        Ούτε διαπιστώνουμε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο την «ένορκη δήλωση» στην οποία είχε προβεί ο Μ.Κ.15 και στην οποία ο τελευταίος ανέφερε ότι ο Εφεσείων δεν γνώριζε οτιδήποτε. Όπως είναι νομολογημένο, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η προσδοκία του κατηγορούμενου για αθώωση του, αφού κάτι τέτοιο ανάγεται στη δίκη (βλ. Οικονομίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492). Έπεται πως η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι «…το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας τη μαρτυρία περιστατική του Κατηγορούμενου, καμία μα καμία αναφορά δεν έκανε στην πιθανότητα αθώωσης του…» δεν είναι ορθή, ούτε καταδεικνύει κάποιο εσφαλμένο χειρισμό από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Καταλήγουμε ότι, για σκοπούς της επίδικης ενδιάμεσης διαδικασίας πάντα, η ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία αρκούσε ώστε να δικαιολογήσει κατάληξη περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης του Εφεσείοντος, αφού το σωρευτικό αποτέλεσμα των στοιχείων που παρατίθενται πιο πάνω, εάν κατά την ακρόαση γίνουν δεκτά, τείνει να συνδέσει τον Εφεσείοντα με τα ναρκωτικά. Το πώς το όλο μαρτυρικό υλικό θα αξιολογηθεί από το Κακουργοδικείο που θα εκδικάσει την υπόθεση δεν ήταν θέμα που θα μπορούσε να είχε απασχολήσει κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης.

 

        Κατ’ επέκταση οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 5 δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

        Όσον αφορά στο κατά πόσον ο συνολικός χρόνος κράτησης είναι υπερβολικός, τυγχάνουν εφαρμογής τα πιο κάτω λεχθέντα στην Χαμπή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/23, ημερ. 13.12.2023:

 

«Σχετικά με τη χρονική διάρκεια της κράτησης, ως υποδείχθηκε στην υπόθεση D.R.M. v Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 138/2023, ημερ. 30/6/2023, ECLI:CY:AD:2023:B233:

 

«Οι προεκτάσεις της χρονικής διάρκειας της κράτησης αποτελεί θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης (βλ. Adnan ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183, Κρασοπούλης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).

       

Εν προκειμένω, ο χρόνος που μεσολαβούσε μέχρι την ημερομηνία ακρόασης (1,5 μήνας), αφού συνυπολογιστεί και ο χρόνος των επτά μηνών που τελούσε υπό κράτηση στην πρώτη υπόθεση, ορθά κρίθηκε εύλογος. Ο συνολικός χρόνος κράτησης του Εφεσείοντος δηλαδή 8,5 μήνες, δεν θεωρείται υπερβολικός (βλέπε και Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδη (2001) 2 Α.Α.Δ. 639, Salib ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49)».

 

        Η υπόθεση ενώπιον του Κακουργοδικείου ορίστηκε στις 23.10.2024, δηλαδή σε 14 μέρες από την ημέρα έκδοσης της Πρωτόδικης Απόφασης παραπομπής. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το ότι ο Εφεσείων ευρίσκετο υπό κράτηση από τον Φεβρουάριο του 2024 στο πλαίσιο της πρώτης υπόθεσης που είχε καταχωριστεί εναντίον του, δεν πρόκειται για τόσο υπερβολικό χρονικό διάστημα που να έπρεπε από μόνο του να οδηγήσει σε διαφορετική κατάληξη.

 

        Ούτε και ο Λόγος Έφεσης 3 ευσταθεί.

 

        Με τον Λόγο Έφεσης 4 ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα υποστήριξε ότι στο γεγονός πως, μεταξύ της ώρας διακοπής της πρώτης υπόθεσης και της καταχώρισης της δεύτερης εναντίον του, ο Εφεσείων παρέμεινε στον χώρο του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να είχε αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα, αφού ο Εφεσείων δεν φυγοδίκησε αλλά παρέμεινε στον χώρο του Δικαστηρίου. Αντιπαρερχόμενος την εισήγηση αυτή, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη εισηγήθηκε πως το χρονικό διάστημα των 30 λεπτών που ο Εφεσείων ήταν ελεύθερος στον χώρο του Δικαστηρίου και έχοντας αντίληψη του τι θα συνέβαινε εάν προσπαθούσε να φυγοδικήσει την ώρα που καταχωρείτο εναντίον του νέα υπόθεση, δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία στην απόφαση του κατά πόσο αυτός θα πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση.

 

        Θα συμφωνήσουμε με την θέση της Εφεσίβλητης. Ο Εφεσείων ευρίσκετο στον χώρο του Δικαστηρίου, όπου υπήρχαν και μέλη της Αστυνομίας, έχοντας γνώση ότι η Κατηγορούσα Αρχή βρισκόταν στη διαδικασία καταχώρισης νέου Κατηγορητηρίου εναντίον του και αναμένοντας την έναρξη της νέας διαδικασίας παραπομπής του. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε ότι θα έπρεπε η παραμονή του στον χώρο των Δικαστηρίων να είχε αυξημένη βαρύτητα στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. και Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 143/24, ημερ. 27.6.2024).

 

        Συνεπώς και ο Λόγος Έφεσης 4 είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο