ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ v. ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΩΛΗ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 259/2018, 24/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 259/2018)

24 Οκτωβρίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


      ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ 

Εφεσείουσα/Καθ' ης η Αίτηση

και

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΩΛΗ

Εφεσίβλητος/Αιτητής

 

-----------------------------

 

Κωνσταντίνος Λαμπριανίδης για Αντρέας Ι. Καρύδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση.

Κωνσταντίνος Μάρκου, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή.

 

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

           ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια διεξαγωγής διαδικασίας Διαιτησίας η εφεσείουσα είχε καταχωρίσει ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €71.761,93 πλέον τόκο 10% ετησίως επί του εν λόγω ποσού από 1.1.2012 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου κάθε 30.6 και 31.12 ετησίως. Νομική βάση της αίτησης ήταν η Δ.24 θ.6, Δ.48 θ.θ.1, 2, 3 και 9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, τα άρθρα του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου Ν. 22/1985, τα άρθρα του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4) και η γενική πρακτική και συμφυείς εξουσίες του Διαιτητή.

 

            Όπως προκύπτει μέσα από το κείμενο της απόφασης του Διαιτητή ημερ.9.12.2013, τα γεγονότα επί των οποίων στηριζόταν η αίτηση προέκυπταν από συγκεκριμένες παραγράφους της τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης που καταχωρήθηκε εκ πλευράς εφεσίβλητου στις 18.6.2013 και ειδικότερα παραδοχές στις οποίες προέβαινε ο εφεσίβλητος στο δικόγραφο του. Ο εφεσίβλητος είχε καταχωρίσει ένσταση με την ίδια νομική βάση ως η αίτηση, και επιπλέον στηριζόμενος σε άρθρα του περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9), στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 30 του Συντάγματος στην οποία προέβαλε ως λόγους ένστασης ότι ουδόλως παραδέχεται ότι οφείλει στην εφεσείουσα και/ή ότι η εφεσείουσα δικαιούται το ποσό το οποίο αξιώνει, έχει ανταπαίτηση, τυχόν παραδοχές του στην Υπεράσπιση του είναι τεχνικές και όχι επί της ουσίας. Ισχυρίστηκε επίσης ότι απλά και μόνο η παραδοχή κάποιων γεγονότων δεν είναι αρκετή για την έκδοση απόφασης, χωρίς την ακρόαση της Υπεράσπισης του. Τόνισε επίσης ότι η έκδοση απόφασης επί παραδοχών αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και μπορεί να γίνει μόνο υπό συγκεκριμένες περιστάσεις οι οποίες δεν υφίστανται στην παρούσα υπόθεση. Συναφώς προέβαλε ισχυρισμούς για αμέλεια, διάρρηξη συμφωνίας, αμφισβήτηση της οφειλής, ισχυρισμούς για απάτη και ψευδείς παραστάσεις σχετικά με τη συμφωνία δανείου. Ανέφερε τέλος ότι η υπόθεση της εφεσείουσας δεν ήταν ξεκάθαρη, τυχόν έκδοση απόφασης στο στάδιο αυτό θα παραβίαζε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη και απόλαυση του δικαιώματος Υπεράσπισης, εισηγούμενος ότι η διακριτική ευχέρεια του Διαιτητή θα πρέπει να ασκηθεί εναντίον της αίτησης.

            Ο Διαιτητής, αφού ασχολήθηκε με τη νομολογία που ερμηνεύει τη Δ.26 θ.6 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα με αναφορά στην απόφαση Τσιμεντοποιεία Βασιλικού Λτδ v. Μακαρίου (1993) 1Α.Α.Δ. 370, και αναγνωρίζοντας ότι το μέτρο αυτό είναι δραστικό και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από το Δικαστήριο μήπως με τη βεβιασμένη έκδοση απόφασης στερήσει τον διάδικο του δικαιώματος Υπεράσπισης του, και ως εκ τούτου πρέπει να προβαίνει στην έκδοση απόφασης μόνο σε αποκρυσταλλωμένες περιπτώσεις παραδοχών, προχώρησε και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου αναφέροντας ότι αυτός (ο εφεσίβλητος) συμφωνεί με τις πλείστες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης, αρνείται το χρεωστικό υπόλοιπο που ισχυρίζεται η εφεσείουσα μεν, αλλά συμφωνεί με τις πληρωμές τις οποίες έκανε κατά καιρούς έναντι του δανείου του και με τις οποίες τον έχει πιστώσει η εφεσείουσα. Αναφέρει ότι αναφορικά με ένα ποσό που o ίδιος ο εφεσίβλητος αμφισβητεί στην Υπεράσπιση του και το θεωρεί υπερχρέωση, η εφεσείουσα έχει μειώσει την απαίτηση της για αυτό, και κατέληξε ότι η έκταση των παραδοχών του εφεσίβλητου που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του, είναι τέτοιες που δεν αφήνουν περιθώρια να προβάλει οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι δεν οφείλει το αιτούμενο ποσό, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι η εφεσείουσα έχει περιορίσει την απαίτηση της ώστε το αιτούμενο από αυτή επιτόκιο να συμφωνεί πλήρως με τις θέσεις τις οποίες προέβαλε ο εφεσίβλητος με το δικόγραφο του.

 

            Η απόφαση αυτή του Διαιτητή προφανώς και δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσίβλητο, o οποίος καταχώρισε Αίτηση Έφεση στις 30.12.2013, με την οποία ζητούσε ακύρωση και παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης ημερομηνίας 9.12.2013. Σύμφωνα με την αίτηση του, η διαιτησία διεξήχθη παράτυπα και είναι άκυρη και/ή παράτυπη, ο Διαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά, η απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, ο Διαιτητής ενήργησε με πλάνη ως προς τον νόμο, καθ' υπέρβαση των εξουσιών του και η απόφαση είναι αποτέλεσμα λανθασμένης νομικής καθοδήγησης. Ιδιαίτερα, προβάλλει τη θέση ότι ο Διαιτητής παρέλειψε να ασχοληθεί με τις υπερασπίσεις που προέβαλε, δεν εξέτασε δικαστικά τις υπερασπίσεις του τις οποίες και επαναλαμβάνει στην αίτηση, όπως και δεν δικαιολογεί την απόρριψη τους, δεν εξέτασε την Υπεράσπιση του στο σύνολο της, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα, δεν είχε δίκαιη δίκη κατά παράβαση της νομοθεσίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του και δεν του επιτράπηκε να θέσει ολόκληρη την υπόθεση του ενώπιόν του Διαιτητή.

 

            Νομική βάση της αίτησης ήταν άρθρα του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4), άρθρα του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου Ν. 22/1985, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί και οι περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμοί.

 

            Την αίτηση συνόδευε η ένορκος δήλωση του εφεσίβλητου και πρωτοφειλέτη στην κατ’ ισχυρισμό συμφωνία δανείου, στην οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει όλους τους νομικούς λόγους της αίτησης του, με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι τυχόν παραδοχές του αφορούν τεχνικά σημεία και δεν είναι επί της ουσίας, η παραδοχή κάποιων γεγονότων δεν ήταν αρκετή για την έκδοση απόφασης χωρίς να εξεταστεί στο σύνολο της η Υπεράσπιση του. Οι παραδοχές, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, δεν ήταν ξεκάθαρες και άνευ όρων ώστε να αποκλείουν την Υπεράσπιση του, επαναλαμβάνοντας την Υπεράσπιση που έθετε τόσο ενώπιόν του Διαιτητή, αλλά και ως λόγους αίτησης. Επισυνάπτει επίσης ως Τεκμήρια αντίγραφα των δικογράφων του, όπως και της τελικής αλλά και προγενέστερης ενδιάμεσης απόφασης του Διαιτητή.

 

            Θέση του ήταν επίσης ότι οι ενέργειες του Διαιτητή και κυρίως η μη εξέταση των Υπερασπίσεων του και των ισχυρισμών του αναφορικά με το δάνειο, καθιστούν την απόφαση ακροσφαλή και δεικνύουν κακό χειρισμό της υπόθεσης από το Διαιτητή, o οποίος, ως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος, παρερμήνευσε τη διαδικασία, πλανήθηκε ως προς το νόμο, ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας, παραβίασε θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα του εφεσίβλητου, όπως και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος στην περιουσία.

 

            Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της εφεσείουσας, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία διαιτησίας είχε διεξαχθεί νόμιμα, νομότυπα και κανονικά, είναι έγκυρη και κανονική, δεν υπήρξε καμία πλάνη ούτε προς το νόμο, ούτε ως προς τα γεγονότα, ούτε και ο Διαιτητής ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας. Αντίθετα, εφάρμοσε σωστά τις νομικές αρχές, εξέτασε τις ενστάσεις του αιτητή, τις οποίες και ορθά απέρριψε, ο αιτητής είχε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική πρόσβαση στη διαδικασία διαιτησίας και την ευκαιρία να θέσει ολόκληρη την υπόθεση του ενώπιόν του Διαιτητή, η απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τους νόμους, τους θεσμούς, το Σύνταγμα και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, δεν υπήρχε καμία κακή συμπεριφορά εκ πλευράς του Διαιτητή και η απόφαση είναι πλήρως τεκμηριωμένη. Την ένσταση συνόδευε ένορκος δήλωση υπαλλήλου της εφεσείουσας, στην οποία επαναλάμβανε όλους τους λόγους ένστασης και επισύναπτε ως Τεκμήρια τα δικόγραφα της διαδικασίας, τις γραπτές αγορεύσεις που τα μέρη έθεσαν ενώπιόν του Διαιτητή, όπως και την εκκαλούμενη απόφαση του Διαιτητή.

 

            Ανέφερε επίσης ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο, προ της εκδίκασης της αίτησης καταχωρήθηκε μετά από διάταγμα του Δικαστηρίου συμπληρωματική ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, στην οποία ουσιαστικά κατέθεσε ως Τεκμήρια δέσμη εγγράφων τα οποία αποτελούσαν μέρος του φακέλου της διαιτησίας.

 

            Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση στις 11.6.2018, με την οποία αποφάσισε τον παραμερισμό της επίδικης διαιτητικής απόφασης ημερ.9.12.2013 και επιδίκασε επίσης τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

 

            Η εφεσείουσα καταχώρισε εναντίον της απόφασης την υπό κρίση έφεση, στην οποία προβάλλει τρεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης προωθεί τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι ο Διαιτητής έλαβε υπόψη μόνο τις παραδοχές που ανάφερε ο εφεσίβλητος στην Υπεράσπιση του στη διαδικασία διαιτησίας και εσφαλμένα έκρινε ότι η μη αναφορά στις υπερασπίσεις του υποσκάπτει τα θεμέλια της ασφάλειας της απόφασης, υιοθετώντας την προβληματική και ατελή, σε τέτοιο βαθμό που να ανάγεται σε κακό χειρισμό της υπόθεσης από τον Διαιτητή, αγνοώντας το πρακτικό ημερομηνίας 10.3.2014 (μεταγενέστερο της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης του Διαιτητή - δική μας σημείωση) της διαιτητικής διαδικασίας, στο οποίο ο εφεσίβλητος απέσυρε την Ανταπαίτηση του και ουσιαστικά τους ισχυρισμούς της παραγράφου 8 της Υπεράσπισης του. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι στη διαιτητική απόφαση δεν έτυχε αξιολόγησης και ανάλυσης από τον Διαιτητή η μαρτυρία που παρουσιάστηκε, ως πρέπει να τυγχάνει και η δικαστική απόφαση που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας και ότι καμία αναφορά γίνεται στις υπερασπίσεις του καθ’ ου η αίτηση από τον Διαιτητή. Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι παραδοχές του καθ’ ου η αίτηση δεν ήταν τέτοιες που να μπορούν να οδηγήσουν τον Διαιτητή σε έκδοση απόφασης βάσει παραδοχών.

 

            Οι δικηγόροι των μερών κατέθεσαν ενώπιόν του Εφετείου εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης παραπέμποντας σε νομολογία και σε συγγράμματα, αλλά και προέβηκαν και σε προφορικές διευκρινίσεις ενώπιόν μας. Κάθε πλευρά προώθησε, ως αναμενόταν, τη δική της θέση.

 

         Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την εσφαλμένη, κατά τη θέση της εφεσείουσας, κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία αποφάσισε ότι ο Διαιτητής είχε λάβει υπόψη του μόνο τις παραδοχές που περιέλαβε ο καθ’ ου η αίτηση/εφεσίβλητος την Υπεράσπιση του στη Διαιτησία, αγνοώντας το πρακτικό ημερ.10.3.2014 της διαιτητικής διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος απέσυρε την Ανταπαίτηση του και ουσιαστικά τους ισχυρισμούς της παραγράφου 8 της Υπεράσπισης του στους οποίους αυτή στηριζόταν, και λανθασμένα αποφάσισε ότι η μη αναφορά στις υπόλοιπες υπερασπίσεις που προέβαλε ο εφεσίβλητος υποσκάπτει τα θεμέλια της ασφάλειας της απόφασης, καθιστώντας την προβληματική και ατελή σε τέτοιο βαθμό που να ανάγεται σε κακό χειρισμό της υπόθεσης. Σημειώνουμε εδώ ξανά ότι το πρακτικό ημερ.10.3.2014 είναι μεταγενέστερο της έκδοσης απόφασης του Διαιτητή, η οποία ήταν ημερ.9.12.2013.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς ασχολήθηκε με το ζήτημα ακύρωσης μιας διαιτητικής απόφασης και αναφέρθηκε συγκεκριμένα συνδυασμένα στα άρθρα 20 και 52 (2) του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4), όπως επίσης και στη νομολογία σχετικά και ορθά αποφάσισε ότι οι διαιτητικές αποφάσεις μπορούν να ακυρωθούν μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που εκθέτει το άρθρο 20 (2), ακριβώς γιατί όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Τσιμεντοποιεία Βασιλικού Λτδ v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 23, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Διαιτησίας είναι και ο περιορισμός των ένδικων μέσων κατά της διαιτητικής απόφασης. Ορθά επίσης επανέλαβε την αρχή ότι ο Διαιτητής στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του ασκεί οιονεί δικαστική εξουσία, γι' αυτό και ο λόγος που τα άρθρα 19 και 20 του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4) δεσμεύουν το Δικαστήριο και περιοριστικά καθορίζουν τις εξουσίες που του παρέχονται για ακύρωση μιας διαιτητικής απόφασης. Γίνεται επίσης παραπομπή στην απόφαση Παναγιώτης Κλεοβούλου v. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικού Κλάδου και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕKΕΚ) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 304/10 ημερ.10.7.2015, όπου λέχθηκαν τα ακολούθα:

 

«Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία και η όλη φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στα πλαίσια διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συνίσταται ακριβώς στην ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς. Τα Δικαστήρια είναι κατά κανόνα απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου νομοθετικά παρέχεται ειδικά τέτοια δυνατότητα. Οι αποφάσεις των διαιτητών ανατρέπονται δικαστικά στις περιπτώσεις όπου ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο εμφανώς ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως εντοπίζεται στην απόφαση Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 687, ο διαιτητής βαρύνεται με την υποχρέωση να ενεργήσει στα πλαίσια των όρων εντολής του και το ζητούμενο είναι η συμμόρφωσή του με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης σε όλη την πορεία της οιονεί δικαστικής αποστολής του. Πέραν της υποχρέωσης αυτής ο διαιτητής είναι δεσμευμένος να συμμορφώνεται και με τις βασικές αρχές του δικαίου. Άλλωστε η διαιτησία διεξάγεται πάντοτε σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομικές αρχές και ο κάθε διαιτητής είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισονομία, βασική αρχή του δικαίου. Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού πορίσματός του και η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση της πλημμέλειας και τις περιστάσεις της υπόθεσης (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 2, παράγραφοι 670, 692, 693).»

         Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι η έννοια του «misconduct» που είναι o όρος που εντοπίζεται στο άρθρο 20 του Κεφ. 4 στο αγγλικό κείμενο, περικλείει όλα όσα μπορούν να θεωρηθούν ως ανάρμοστα, παράτυπα ή παράνομα ή γενικά ως κακοί χειρισμοί εκ μέρους του Διαιτητή, όπως o όρος αυτός έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Σολωμού v. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 687, όπως και στο σύγγραμμα Russell on Arbitration 19η έκδοση, σελίδα 428, όπου αναφέρονται τα ακολούθα:

 

«The term "misconduct" here would appear to be used in its widest sense, perhaps even including mistake (in law or fact) admitted by the arbitrator.

The court has further an inherent power to set aside an award which is bad on its face: either as involving an apparent error in fact or law, or as not complying with the requirements of finality and certainty.  The inherent power to set aside also extends to an award which exceeds the arbitrator's jurisdiction and possibly to cases where fresh evidence has become available.»
 

         Αφού ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατεύθυνε τον εαυτό του ως προς το έργο που έχει να επιτελέσει, ορθά αποφάσισε:

 

«Ανατρέχοντας και μελετώντας την επίδικη απόφαση διαπιστώνω ότι ο διαιτητής έλαβε υπόψη μόνο τις παραδοχές που περιέλαβε ο αιτητής στην Υπεράσπιση του. Αν όντως μόνο αυτές υπήρχαν, είμαι της άποψης ότι ναι θα μπορούσε να εκδοθεί σχετική απόφαση, ωστόσο δεν φαίνεται να έχει λάβει υπόψη του τις υπερασπίσεις που προέβαλε ότι δεν τερματίστηκε το δάνειο και δεν κατέστη οφειλόμενο και απαιτητό το ποσό που αξιώνεται, καθώς και στο θέμα της αμέλειας, της παράλειψης επιμέλειας, της παράβασης καθήκοντος, συνωμοσίας, δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων εκ μέρους του εφεσίβλητου που σχετίζονται με το γεγονός της ασφάλισης του εφεσείοντος έτσι ώστε να υπήρχε και επί αυτού του σημείου η ετυμηγορία του... ».

 

         Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η μη αναφορά στις υπερασπίσεις που προέβαλε ο εφεσίβλητος έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, υποσκάπτει τα θεμέλια της ασφάλειας της απόφασης καθιστώντας την προβληματική και ατελή σε τέτοιο βαθμό που ανάγεται σε κακό χειρισμό της υπόθεσης από τον Διαιτητή.

 

         Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε λανθασμένη τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρακτικό ημερ.10.3.2014 με το οποίο ο εφεσίβλητος απέσυρε την Ανταπαίτηση του, που επαναλαμβάνουμε ήταν μεταγενέστερο της έκδοσης της απόφασης του Διαιτητή ημερ.9.12.2013 και συνεπώς η ανταπαίτηση του εφεσίβλητου ήταν ακόμα ενώπιον του Διαιτητή όταν προχώρησε και έκδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, άνοιγε τον δρόμο, ουσιαστικά οδηγούσε μόνο στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσείουσας, και ως επίσης λανθασμένη την εισήγηση της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε με μόνο τις παραδοχές στα δικόγραφα να προχωρήσει και να εκδώσει απόφαση υπέρ της εφεσείουσας.

 

            Ο πρώτος λόγος έφεσης συνεπώς απορρίπτεται.

 

            Συναφής με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι παραδοχές του εφεσίβλητου δεν ήταν τέτοιες που να οδηγούν τον Διαιτητή σε έκδοση απόφασης βάσει παραδοχών. Υιοθετούμε τα όσα έχουμε αναφέρει αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης ανωτέρω, και θεωρούμε ορθή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει στην ακύρωση της απόφασης του Διαιτητή, επειδή ο Διαιτητής δεν αποφάσισε επί των άλλων ισχυρισμών του εφεσίβλητου στην Υπεράσπιση του, δηλαδή ότι δεν είχε τερματιστεί το δάνειο και δεν κατέστη οφειλόμενο και απαιτητό το ποσό που αξιώνεται, όπως και τα θέματα αμέλειας, παράβασης καθήκοντος, συνωμοσίας, δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων.

 

            Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι η Ανταπαίτηση του εφεσίβλητου, η οποία τελικά απεσύρθη ενώπιόν του Διαιτητή μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης με το πρακτικό ημερ.10.3.2014, και η επιφύλαξη του να εγείρει σε άλλη διαδικασία τα όσα ισχυρίζεται στην Ανταπαίτηση του, και τα οποία ήταν ενώπιον του Διαιτητή προ της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης του, δεν ήταν τα μοναδικά θέματα που είχαν εγερθεί ως υπερασπίσεις από τον εφεσίβλητο. Αντίθετα, όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρχαν σωρεία άλλων ισχυρισμών/υπερασπίσεων του εφεσίβλητου που δεν δικαιολογούσαν την απόφαση του Διαιτητή να μην ασχοληθεί με αυτές και αντίθετα, να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου με βάση τις παραδοχές που γίνονταν στο δικόγραφο του.

            Συνεπώς και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης παρουσιάζει κάποια συνάφεια με τους λόγους έφεσης 1 και 3, καθ' ότι και πάλι αφορά το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αναφέρει ότι η διαιτητική απόφαση δεν έτυχε της αξιολόγησης και ανάλυσης της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τον Διαιτητή, ως πρέπει να τυγχάνει και η δικαστική απόφαση και ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στις υπερασπίσεις του εφεσίβλητου από τον Διαιτητή.

            Ο λόγος αυτός καλύπτεται εν μέρει από τα όσα έχουν αναφερθεί αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1 και 3 ανωτέρω, τα οποία και υιοθετούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντίθετα με τα όσα ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, είχε υπόψη του το πρακτικό ημερ.10.3.2014, το οποίο και το απασχόλησε αφού στις σελίδες 13 και 14 της απόφασης του αναφέρει ως μέρος των γεγονότων της υπόθεσης όπως αυτά προέκυψαν ενώπιόν του από τις ένορκες δηλώσεις που έχουν καταχωρηθεί και τα επισυνημμένα Τεκμήρια, τη συνεδρίαση που έλαβε χώρα στις 10.3.2014, όπως και τα πρακτικά της που επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Ε. Π. ημερ.4.7.2014 που συνόδευε την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης ενώπιόν του. Μάλιστα παραθέτει στην απόφαση του ολόκληρο το πρακτικό της εν λόγω ημερομηνίας. Επίσης στις σελίδες 23 μέχρι και 29 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ενδελεχώς με τον λόγο ακύρωσης που τέθηκε ενώπιόν του από τον αιτητή/εφεσίβλητο ότι η απόφαση είναι ακυρωτέα, ένεκα του ότι δεν λήφθηκαν από τον Διαιτητή υπόψη οι υπερασπίσεις του αιτητή και ότι οι παραδοχές του δεν ήταν τέτοιες που μπορούσαν να οδηγήσουν σε έκδοση απόφασης στη βάση παραδοχών. Καταγράφει τις παραδοχές του αιτητή/εφεσίβλητου ως αυτές αναφέρονται στην τροποποιημένη Υπεράσπιση του και προβάλλει επίσης τις υπερασπίσεις του. Η υπεράσπιση του ότι η συμφωνία δανείου δεν έχει τερματιστεί και συνεπώς το όποιο υπόλοιπο δεν έχει καταστεί απαιτητό, σαφέστατα δεν αφορά κανένα από τους ισχυρισμούς του στην Ανταπαίτηση του, την οποία και ακολούθως απέσυρε με επιφύλαξη. Παρέμεναν δηλαδή ατόφιες οι εν λόγω υπερασπίσεις, με τις οποίες λανθασμένα ο Διαιτητής δεν ασχολήθηκε. Επίσης, οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου ότι η εφεσείουσα δεν είχε επιδείξει τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια και ούτε τον πληροφόρησε για τη σημασία των όρων σύμβασης, που αφορούν τη σύναψη του δανείου, δεν έτυχαν καμίας αξιολόγησης ούτε καν αναφοράς από τον Διαιτητή, ο οποίος ακολούθως παραθέτει υπερασπίσεις που έχουν σχέση με την ασφαλιστική εταιρεία Allianz και οι οποίες ορθά θεωρήθηκαν και από τον Διαιτητή αλλά και την εφεσείουσα ότι αφορούσαν την Ανταπαίτηση. Επίσης, ο αιτητής/εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η σύναψη της συμφωνίας δανείου ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας και/ή δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και παραθέτει σχετικές λεπτομέρειες με τις οποίες και πάλι δεν ασχολήθηκε καθόλου ο Διαιτητής και άρα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι και αυτές οι υπερασπίσεις που έχουν να κάνουν με την ουσία του δανείου, λανθασμένα δεν λήφθηκαν υπόψη από τον Διαιτητή.

 

            Έτσι και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας τα έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 3.000 πλέον ΦΠΑ.

 



                  ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

                           

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο