ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 286/2018)
24 Οκτωβρίου, 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
v.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης
--------------------
Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε, για εφεσείοντα.
Στ. Βασιλακκάς για Ε. Φλουρέντζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: To Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα εναντίον της εφεσίβλητης με την οποία, μεταξύ άλλων, αξίωνε αποζημιώσεις δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής και υγείας για τραυματισμό και ζημιές που υπέστη συνεπεία εργατικού ατυχήματος. Η εφεσίβλητη είχε απορρίψει τις απαιτήσεις του εφεσείοντα, αποστέλλοντας του επιστολή με την οποία τον ενημέρωσε ότι βάσει συγκεκριμένων όρων των πιο πάνω ασφαλιστικών συμβολαίων, αυτά θεωρούνταν εξ υπαρχής άκυρα, λόγω του ότι ο εφεσείοντας παρασιώπησε την πραγματική κατάσταση της υγείας του, ήτοι με το να δηλώσει σε σχετικά έγγραφα που υπέβαλε σε αυτούς, στη βάση των οποίων συμφώνησαν να συνάψουν τα επίδικα ασφαλιστήρια συμβόλαια, ότι το σωματικό βάρος του ήταν 80 κιλά, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες που περιήλθαν αργότερα στη γνώση της εφεσίβλητης, αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο αφού έπασχε από «νοσογόνο παχυσαρκία».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία προέβη σε ευρήματα που το οδήγησαν στην κατάληξη ότι νομίμως η εφεσίβλητη ακύρωσε τα επίδικα συμβόλαια, λόγω του ότι με την απόκρυψη στοιχείων από πλευράς του εφεσείοντα, είχε πληγεί το καθήκον καλής πίστης που είχε έναντι της εφεσίβλητης. Συνακόλουθα, απέρριψε τις αξιώσεις του και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, βάσει της ανταξίωσής της, για ποσά που είχε καταβάλει σε αυτόν δυνάμει των εξ υπαρχής άκυρων συμβολαίων. Αποφάσισε περαιτέρω, ότι ο εφεσείοντας, εν πάση περιπτώσει, απέτυχε να αποδείξει ότι υπέστη εργατικό ατύχημα, όπως ισχυρίζεται στην Έκθεση Απαίτησής του.
Η παράθεση των λόγων έφεσης δεν θα γίνει σύμφωνα με την αρίθμησή τους στην ειδοποίηση έφεσης. Θα τύχουν εξέτασης με τρόπο που διευκολύνει την κατανόηση των επίδικων θεμάτων.
Θα εξετάσουμε κατ’ αρχάς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα επίδικα συμβόλαια, ήταν εξ υπαρχής άκυρα. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχθηκε σε δύο ξεχωριστά ευρήματά του, τα οποία προσέγγισε ως αυτοτελείς λόγους που καθιστούσαν τα ασφαλιστικά συμβόλαια εξ υπαρχής άκυρα.
Πρώτον, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, ως ουσιώδη απόκρυψη γεγονότος, ότι ο εφεσείοντας δήλωσε, στις προσκλήσεις για ασφάλεια που υπέβαλε στην εφεσίβλητη, ως επάγγελμα αυτό του επιστάτη οικοδομών, ενώ ήταν, απλώς, οικοδόμος. Είμαστε της άποψης ότι αυτό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ευσταθεί, εφόσον το ζήτημα του δηλωθέντος επαγγέλματος του εφεσείοντα δεν δικογραφήθηκε στην Υπεράσπιση της εφεσίβλητης μεταξύ των δικογραφημένων λεπτομερειών, περί των στοιχείων και/ή γεγονότων που δεν αποκαλύφθηκαν. Μάλιστα, παρατηρούμε ότι σε σχετική ερώτηση προς τον εφεσείοντα κατά την αντεξέτασή του, αναφορικά με το δηλωθέν επάγγελμά του, υποβλήθηκε σχετική ένσταση από τον συνήγορό του, την οποία όμως το Δικαστήριο απέρριψε με την αιτιολογία ότι ήταν σχετική, υπό την έννοια ότι «άπτεται της αξιοπιστίας» του εφεσείοντα.
Επισημαίνουμε τη σημασία της ακριβούς δικογράφησης των γεγονότων στα οποία εδράζεται η υπεράσπιση από πλευράς ασφαλιστή ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, με παραπομπή στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s, Precedents of Pleadings, Sweet & Maxwell, 12η έκδοση, σελ. 1131, όπου αναφέρεται ο ορθός τρόπος δικογράφησης της συγκριμένης υπεράσπισης ως ακολούθως:
«Defence alleging Concealment of Material Fact
The plaintiff wrongfully concealed from (or failed to disclose to) the defendants a fact which was then known to the plaintiff, but unknown to the defendants though material to be known to them, namely [state facts concealed]».
Επισημαίνουμε περαιτέρω, ότι το ζήτημα του επαγγέλματος του εφεσείοντα, δεν περιλήφθηκε καν στην επιστολή, η οποία κατέστη τεκμήριο στην πρωτόδικη διαδικασία, δια της οποίας η εφεσίβλητη πληροφορούσε τον εφεσείοντα αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι τα επίδικα ασφαλιστήρια συμβόλαια ήταν εξ υπαρχής άκυρα.
Εν όψει των πιο πάνω, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμά του. Ο σχετικός τέταρτος λόγος έφεσης ευσταθεί και επιτυγχάνει.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια το πρωτόδικο εύρημα ως προς την απόκρυψη του πραγματικού βάρους του εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιπλέον της πιο πάνω κατάληξής του αναφορικά με το δηλωθέν επάγγελμα του εφεσείοντα, αφού προέβη σε εύρημα ότι κατά τον επίδικο χρόνο το πραγματικό του βάρος ήταν πάνω από 80 κιλά, έκρινε ότι ο εφεσείοντας προέβη σε απόκρυψη αυτού του γεγονότος που έκρινε ως ουσιώδες με αποτέλεσμα τα επίδικα συμβόλαια να καταστούν εξ υπαρχής άκυρα.
Προτού εξετάσουμε το πιο πάνω δεύτερο, επί της υπεράσπισης της μη αποκάλυψης, συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σημειώνουμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το βάρος του εφεσείοντα προσβάλλεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος θα εξετασθεί κατά προτεραιότητα.
Με την αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης υποδεικνύονται διάφορες πτυχές της μαρτυρίας, στις οποίες, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, λανθασμένα στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να προβεί στο εν λόγω εύρημα. Δεν θα εξετάσουμε την κάθε πτυχή ξεχωριστά, εφόσον διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη σχετική επί του σημείου μαρτυρία του ΜΥ4, την οποία αποδέχθηκε πλήρως, και το εύρημα του περί της αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα δεν εφεσιβλήθηκε. Τονίζεται συναφώς, ότι με την αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του ΜΥ4, αναφορικά με το βάρος του εφεσείοντα, η οποία, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε διαφορετικό εύρημα. Επομένως, ρητώς, ο εφεσείοντας δέχεται ότι ο ΜΥ4 ορθά κρίθηκε αξιόπιστος εν γένει, πλην όμως θεωρεί ότι με βάση τη μαρτυρία του το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί σε διαφορετικό εύρημα. Με όλο τον σεβασμό στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, μελέτη της μαρτυρίας του ΜΥ4, δεικνύει ότι ορθά στηρίχθηκε στο περιεχόμενό της το πρωτόδικο Δικαστήριο για να προβεί στο επίδικο εύρημα. Με δεδομένο ότι η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του ΜΥ4, δεν προσβάλλεται με την έφεση, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασής μας αναφορικά με το εν προκειμένω εύρημα εφόσον η εν λόγω μαρτυρία, κρίνεται αρκούντως ικανή, άνευ ετέρου. Ο ΜΥ4 ανέφερε στη μαρτυρία του ότι είχε άδεια ασφαλιστή και στο κατατεθέν ως τεκμήριο έγγραφο πρότασης ασφάλισης περιγράφεται ως «διαμεσολαβητής». Ήταν στην παρουσία του που ο εφεσείοντας συμπλήρωσε την εν λόγω πρόταση ασφάλισης, στην οποία, στο σημείο όπου ζητείτο να αναφέρει το βάρος του, σημείωσε ότι αυτός ήταν 80 κιλά. Αντεξεταζόμενος από τον συνήγορο του εφεσείοντα, ο ΜΥ4, υποστήριξε ότι ο ίδιος έκρινε ότι υπήρχε απόκλιση μεταξύ της ως άνω δήλωσης του εφεσείοντα και του βάρους του, περίπου 5 κιλών.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εν όψει της απόκρυψης από τον εφεσείοντα ότι το βάρος του ήταν πάνω από 80 κιλά, υπήρξε απόκρυψη ουσιώδους όρου και ως εκ τούτου τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ήταν εξ υπαρχής άκυρα.
Με την αιτιολογία του παρόντος λόγου έφεσης, εξειδικεύεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει ότι η εφεσίβλητη είχε αποποιηθεί του δικαιώματος της να επικαλεστεί απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος με αναφορά στην πιο κάτω νομολογία:
Στην απόφαση American Life Insurance Company Ltd ν. Τζβέτα Μιχάλη Μιχαήλ και Άλλου ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχάλη Κυριάκου (Καλλή) Μιχαήλ (2007) 1 ΑΑΔ 593, όπου υιοθετήθηκε η απόφαση Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Ανδρέα Προδρόμου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 600, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι εάν η εκεί εφεσείουσα είχε οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με πληροφορία που παρείχε ο ασφαλιζόμενος, τότε είχε την υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω έρευνα. Επικύρωσε δε την πρωτόδικη απόφαση όπου αποφασίστηκε ότι η εκεί εφεσείουσα με την επιλογή της να μη προβεί σε περαιτέρω έρευνα, είχε παραιτηθεί του δικαιώματος της να θεωρήσει ότι η σύμβαση ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Αναφέρθηκαν τα εξής:
«Στο σύγγραμμα General Principles of Insurance Law (πιο πάνω) επισημαίνεται η ανάγκη εξέτασης της αίτησης για ασφάλιση στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά. Στις σελίδες 191 και 192 του συγγράμματος αναφέρονται τα εξής:-
«In the considering the accuracy of the answers, regard must be had not only to the statements contained in the answer itself, but also to any other information in the possession of the insurers. An answer, which when taken by itself is insufficient, may not be inaccurate when read with other answers in the proposal. Consequently, the whole of the proposal must be taken into account; and where the assured submits at the same time a number of proposals relating to different properties, but referring to each other, they are all to be read together, and the accuracy of the answers determined accordingly.» και
«When the answers which the proposer gives are inconsistent or unsatisfactory, and no further inquiries are made by the insurance company, and a policy is issued, the company cannot repudiate liability on the ground that there has not been a full disclosure, for it will be held to have waived its rights. If his answer if hesitating or unsatisfactory, the insurers are put upon their guard, and have the option of declining the assurance, or seeking information from other sources, or of charging a higher premium. »
Παραθέτουμε τη μετάφραση των πιο πάνω αγγλικών περικοπών, όπως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
«Στην εξέταση ως προς την ακρίβεια των απαντήσεων σημασία πρέπει να δίδεται όχι μόνο στις δηλώσεις που περιέχονται στην ίδια την απάντηση αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία βρίσκεται στην κατοχή των ασφαλιστών. Απάντηση, η οποία όταν ληφθεί από μόνη της είναι ανεπαρκής, ενδεχομένως να μην είναι ανακριβής όταν διαβαστεί μαζί με άλλες απαντήσεις στην πρόταση για ασφάλιση. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο της πρότασης· και όπου ο ασφαλιζόμενος υποβάλλει ταυτόχρονα αριθμό αιτήσεων, οι οποίες αφορούν σε διαφορετικές περιουσίες αλλά αλληλοαναφερόμενες, θα πρέπει να διαβαστούν όλες μαζί και η ακρίβεια των απαντήσεων να διευκρινιστεί ανάλογα.»
«Όταν οι απαντήσεις τις οποίες δίνει ο αιτητής είναι αντιφατικές ή μη ικανοποιητικές και η Ασφαλιστική εταιρεία δεν προβαίνει σε περαιτέρω διερεύνηση και εκδίδεται ασφαλιστική κάλυψη, η εταιρεία δεν μπορεί να αποποιηθεί ευθύνης πάνω στη βάση ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, γιατί θα θεωρηθεί ότι έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων της. Αν η απάντηση του είναι αβέβαιη ή μη ικανοποιητική, οι ασφαλιστές τίθενται σε εγρήγορση και έχουν την επιλογή να απορρίψουν την ασφάλιση ή να επιδιώξουν πληροφορίες από άλλες πηγές ή να χρεώσουν ψηλότερο ασφάλιστρο.»
Διαπιστώνουμε ότι η εν λόγω θέση του εφεσείοντα είχε ως άξονα τη θέση του ότι ο πιο πάνω αναφερόμενος ΜΥ4, ενεργούσε ως εκπρόσωπος της εφεσίβλητης και είχε υποχρέωση, αν για οποιοδήποτε λόγο θεωρούσε τη δήλωση του εφεσείοντα αναφορικά με το βάρος του λανθασμένη, να προβεί σε περαιτέρω έρευνα.
Με κάθε σεβασμό, θεωρούμε ότι η θέση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί επειδή, εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι ο ΜΥ4 ενεργούσε ως εκπρόσωπος της εφεσίβλητης και η παράλειψη του αυτή δεν προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης. Δεν παραβλέπουμε ότι στην αιτιολογία του παρόντος λόγου έφεσης, αναφέρεται ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΥ4 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης. Επισημαίνουμε όμως, ότι εφαρμόζονται εν προκειμένω τα πιο κάτω, όπως λέχθηκαν στην ALKIS H HADJIKYRIACOS (FROU FROU BISCUITS) PUBLIC LTD v. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.322/2013, 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A305:
«Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238).»
Στην απόφαση Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία, ανωτέρω, όπου εγέρθηκε παρόμοιο ζήτημα, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με το ποιο πρόσωπο ενεργεί ως αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρείας:
«Κατά τη γνώμη μας το θέμα είναι όχι νομικό αλλά πραγματικό. Οι επί του θέματος Αγγλικές και άλλες αποφάσεις εκφράζουν πάνω απ' όλα, ως προς αυτό, τις κοινωνικο-οικονομικές αντιλήψεις της εποχής τους και όχι μέτρο λογικότητας με αυτόματη κατ' αναλογίαν εφαρμογή. Πρόκειται λοιπόν για θέμα που εξετάζεται υπό το φως γενικότερα των συνθηκών που επικρατούν στην κάθε χώρα και συγκεκριμένα του τρόπου με τον οποίο, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με ασφαλιστική εταιρεία, οι πράκτορες αυτοί εμφανίζονται προς το κοινό. Οι δε ασφαλιστικές εταιρείες δεν μπορεί να μην γνωρίζουν ποια είναι η κατάσταση πραγμάτων στον τόπο μας. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως ο πράκτορας σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργεί οπωσδήποτε ως αντιπρόσωπος του υποβάλλοντος την πρόταση.»
Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι μετά τον ουσιώδη χρόνο των επίδικων γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, τέθηκε σε ισχύ νομοθεσία που ενδεχομένως να ρυθμίζει το ζήτημα της εκπροσώπησης της ασφαλιστικής εταιρείας.
Στην παρούσα όμως υπόθεση, εν όψει της απόφασης Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία, ανωτέρω, προκύπτει ότι ελλείψει ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποιον εκπροσωπούσε ο ΜΥ4, και σχετικού λόγου έφεσης, ο τρίτος λόγος έφεσης, στερείται υποβάθρου και συνεπώς, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος έφεσης προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα μαζί, εφόσον αμφότεροι υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείοντας έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία. Θεωρούμε ότι το όποιο σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείοντας έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία, δεν αποτελεί μέρος του σκεπτικού με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή, εφόσον το καίριο για την έκβαση της υπόθεσης εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείοντας είχε βάρος πέραν των 80 κιλών. Επομένως αμφότεροι οι ως άνω λόγοι έφεσης κρίνονται αλυσιτελείς και απορρίπτονται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναξιόπιστη. Στην Liubisa Golubovic v. Manipro Construction Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 181/2018, 11/4/2024, αναφέρθηκε η πάγια νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας παρά μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματά του σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. μεταξύ άλλων Πολ. Έφεση 26/21 ημ. 28.2.2024).
Εξετάσαμε την κάθε πτυχή που παρατέθηκε στην αιτιολογία του παρόντος λόγου έφεσης αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Δεν θεωρούμε ότι οποιαδήποτε εξ αυτών δικαιολογεί λόγο επέμβασής μας. Συνεπώς, ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη κατέβαλε στον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των €14.657,45 το οποίο της επιδικάστηκε στη βάση της ανταπαίτησής της, εφόσον ουδεμία μαρτυρία δόθηκε από την εφεσίβλητη αναφορικά με την καταβολή του εν λόγω ποσού. Εξετάσαμε ενδελεχώς τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη. Πράγματι, διαπιστώνουμε ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία προφορική ή γραπτή σε σχέση με το εν λόγω ποσόν που ανταπαιτούσε. Με δεδομένη δε τη ρητή άρνηση στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από πλευράς εφεσείοντα ότι έλαβε τα εν λόγω λεπτομερώς δικογραφημένα στην ανταπαίτηση επιμέρους ποσά, και το ότι δεν έγινε καμία σχετική με τα εν λόγω ποσά υποβολή κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα από τον συνήγορο της εφεσίβλητης, διαπιστώνουμε ότι το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία. Συνακόλουθα, ο όγδοος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Με τον ένατο λόγο έφεσης προσβάλλονται διάφορα ευρήματα του Δικαστηρίου, η εξέταση των οποίων καθίσταται αλυσιτελής εν όψει της αποτυχίας του λόγου έφεσης που προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ήταν εξ υπαρχής άκυρα. Σημειώνεται ότι επαναλαμβάνεται στην αιτιολογία του ένατου λόγου έφεσης και ο όγδοος λόγος έφεσης, εκ του περισσού. Ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει ότι υπέστη εργατικό ατύχημα. Εν όψει της αποτυχίας του λόγου έφεσης που προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ήταν εξ υπαρχής άκυρα, ο πρώτος λόγος έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται μερικώς. Η έφεση εναντίον της απόρριψης της αγωγής του εφεσείοντα, (λόγοι έφεσης 1-7 και 9), επικυρώνεται. Η επιδίκαση υπέρ της εφεσίβλητης, στο πλαίσιο της ανταπαίτησης της, του ποσού των €14.657,45 πλέον νόμιμου τόκου από της καταβολής του, παραμερίζεται.
Εν όψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, αντικαθίσταται με διαταγή όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία.
Συνεπεία της μερικής επιτυχίας της έφεσης, δεν εκδίδεται καμία διαταγή αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο