ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 415/2019)
31 Οκτωβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΚΕΡΣΑΒΒΑΣ
2. ΚΑΤΙΝΑ ΣΑΒΒΑ ΚΟΥΝΝΑΜΑ
Εφεσείοντες /Ενάγοντες
και
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη /Εναγόμενη
------------------------------
Χρήστος Παπασωτηρίου με κ. Σίμο Αγγελίδη και Κατερίνα Ευγενίου (κα) για Αντρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Καμία εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Δεν υπάρχει Έλληνας Κύπριος που δεν υπέφερε και δεν υποφέρει από την εισβολή και κατοχή ενός πολύ μεγάλου μέρους της Κύπρου, από την Τουρκία. Πολύ περισσότερο, όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής του 1974, ειδικά οι συγγενείς των πεσόντων και αγνοουμένων, οι εγκλωβισμένοι, οι εκτοπισθέντες, αλλά και οι πρόσφυγες που είδαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους να υφαρπάζονται από τον εισβολέα, και εντολοδόχοι, έποικοι και σφετεριστές να τις νέμονται και εκμεταλλεύονται ασύστολα. Περί αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία και τα μέλη του Δικαστηρίου μας - σε ανθρωπιστικό επίπεδο - κατανοούν και συμπάσχουν με τα θύματα.
Στην κατηγορία των εκτοπισθέντων και προσφύγων εμπίπτουν και οι ενάγοντες/εφεσείοντες της παρούσας υπόθεσης.
Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες και/ή δικαιούχοι εγγραφής μεγάλου αριθμού ακινήτων ως προσδιορίζονται στις σελ.16-17 της Έκθεσης Απαίτησης, τα οποία βρίσκονται στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και συγκεκριμένα στην επαρχία Κερύνειας. Με αγωγή που καταχώρησαν το 2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας - Κερύνειας εναντίον της Τουρκίας, ζητούσαν διάφορες θεραπείες, με προεξάρχουσες από πλευράς ευκρίνειας τις ακόλουθες:
(α) την επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια χρήσης και/ή εκμετάλλευσης και/ή ανάπτυξης και/ή εκμίσθωσης των ακινήτων τους.
(β) την έκδοση αναγνωριστικών διαταγμάτων σε σχέση με την κυριότητα των ακινήτων και συνακόλουθα την έκδοση διαταγμάτων εναντίον της Τουρκίας (και των όσων έλκουν δικαιώματα από αυτή) άρσης της παράνομης επέμβασης στα ακίνητα τους.
(γ) την έκδοση διατάγματος αναγνωρίζοντας το «παράνομο» και την «ακυρότητα» της ούτω καλούμενης «επιτροπής ακινήτου περιουσίας» και του «ανωτέρου διοικητικού δικαστηρίου» που λειτουργεί η Τουρκία δια του παράνομου αποσχιστικού μορφώματος στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συναφώς και/ή συνακόλουθα ζητείται η έκδοση διαταγμάτων που να αναγνωρίζουν την ακυρότητα του «Νόμου 67/2005» του ψευδοκράτους, αλλά και των εν γένει «πράξεων» και «αποφάσεων» των εν λόγω «δικαστικών οργάνων». Παράλληλα, ζητείται η έκδοση διαταγμάτων που να αναγνωρίζουν το «παράνομο» και την «ακυρότητα» προσδιορισθέντων στο αιτητικό, αποφάσεων και αποσπασμάτων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.), όπου προκρίνεται η ίδρυση και λειτουργία και εν τέλει έγκριση των εν λόγω «δικαστικών οργάνων» και η διέπουσα της ίδρυσης και λειτουργίας «νομοθεσία» του ψευδοκράτους.
(δ) την έκδοση διαταγής για έξοδα αγωγής, επίδοσης, αλλά και τόκους.
Η αγωγή επιδόθηκε κατά τρόπο που θεωρήθηκε νομότυπος, αλλά η εναγόμενη (Τουρκία) δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη δικαστική διαδικασία. Στη συνέχεια καταχωρήθηκε αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η αγωγή επιδοθεί και στον Γενικό Εισαγγελέα ως «φίλο του Δικαστηρίου». Κατά την ημέρα που η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη (17.9.2019), εμφανίστηκε πράγματι εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα και δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι δεν κρίνει σκόπιμο να λάβει μέρος σε τέτοιου είδους διαδικασίες και η Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα έχει αναλάβει πολλές πρωτοβουλίες για την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών της, μέσω των διακρατικών προσφυγών και άλλων διαδικασιών.
Προς απόδειξη της υπόθεσης καταχωρήθηκε από πλευράς εφεσειόντων, μακροσκελής ένορκη δήλωση του εφεσείοντος 1, αλλά και διαφορά τεκμήρια, όπως βεβαιώσεις ιδιοκτησίας του κτηματολογίου και αναλυτική έκθεση εκτιμητή ακινήτων. Σταθμίζοντας τη μαρτυρία και τα πειστήρια και αντλώντας δικαστική γνώση από τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής του 1974, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προχώρησε στην επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους €33.440.000 υπέρ του εφεσείοντος 1 και €38.370.000 υπέρ της εφεσείουσας 2. Επιπλέον, τους επιδίκασε τόκους και έξοδα.
Σε σχέση με τα αιτούμενα διατάγματα υπό στοιχεία (γ) ανωτέρω, υπέδειξε ότι το εν λόγω Δικαστήριο δεν ήταν το «κατάλληλο βήμα», ούτε είχε «εξουσία» και «δικαιοδοσία» να ακυρώσει αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ. και εν πάση περιπτώσει το ζήτημα αυτό ήταν «άσχετο» με την ουσία των διεκδικήσεων των εφεσειόντων. Τα διατάγματα υπό στοιχεία (β) δεν τα εξέδωσε - χωρίς να δοθεί επί τούτου ρητή αιτιολογία - αν και η αναγνώριση της κυριότητας των ακινήτων που αποτελούσε το πρώτο σκέλος των διαταγμάτων, ήδη συναγόταν από την επιδίκαση προς όφελος των εφεσειόντων αποζημιώσεων, αποδεχόμενο πλήρως τις θέσεις τους.
Παρά την πλήρη αποδοχή των οικονομικών τους αξιώσεων και την επιδίκαση τεράστιου χρηματικού ποσού αποζημιώσεων, η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένους τους εφεσείοντες ως προς το σκέλος που δεν εκδόθηκαν τα αιτούμενα διατάγματα υπό στοιχεία (β) και (γ) ανωτέρω. Καταχώρησαν ειδοποίηση έφεσης (εφετήριο) στις 30.5.2018, προβάλλοντας πέντε λόγους έφεσης, οι οποίοι μαζί με την αιτιολογία τους, καταλαμβάνουν 135 σελίδες. Δεν θεωρούμε σκόπιμο και παραγωγικό να αναφερθούμε επαναληπτικά στο περιεχόμενο και την αιτιολογία των λόγων έφεσης, τονίζοντας όμως ότι έχουμε διεξέλθει το εφετήριο με κάθε προσοχή και περίσκεψη. Ό,τι έχει σημασία, επαναλαμβάνουμε, είναι ότι η έφεση στρέφεται και περιστρέφεται γύρω από τα αιτούμενα διατάγματα που δεν εκδόθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη κατά τρόπο που θεωρήθηκε νομότυπος, αλλά δεν επέδειξε ενδιαφέρον, ούτε εμφανίστηκε στην ενώπιον μας διαδικασία. Κατά την ημερομηνία που η έφεση ορίστηκε για προδικασία και αφού προηγουμένως μελετήσαμε επισταμένα το εφετήριο, κρίναμε ορθό, κατ΄ επίκληση του Μέρους 41, Κανονισμός 9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 να ορίσουμε την έφεση για να ακούσουμε τις θέσεις και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων (εδάφιο (2) του Κανονισμού) σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να υφίσταται επιτακτικός λόγος (αυτεπάγγελτης) απόρριψης της έφεσης δυνάμει του εδαφίου (1) του Κανονισμού. Σύμφωνα με το εδάφιο (3) του Κανονισμού «Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης».
Στο Annual Practice (2015) (Volume 1), page 1903 - Part 52, Rule 9(3) of the Civil Procedure Rules (CPR) υπό τον τίτλο «striking out an appeal notice» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, «…CPR r.52.9 reflects the jurisdiction which a court must have in order to safeguard its own proceedings from abuse and to deal with an appeal in a summary manner if it thinks that appropriate.» και τούτο, ως επιπρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα, αφού στην Αγγλία απαιτείται η εκ των προτέρων λήψη άδειας (leave to appeal) από το Δικαστήριο πριν την καταχώρηση έφεσης, κάτι που δεν ισχύει στην Κύπρο, εκτός για εφέσεις που αφορούν αποκλειστικά τα έξοδα.
Προσομοιάζουσα πρόνοια, υπήρχε στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Συνεπώς, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετιζόταν με τον εν λόγω κανονισμό είναι απόλυτα σχετική.
Στη Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος (βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621).»
Πρόσφατα στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ) v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), ΠΟΛΙΤΙΚΗ EΦΕΣΗ Ε66/2020, ημερ.12.1.2023, επαναλήφθηκε ότι:
«...έφεση δυνατόν να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος.» Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν».
Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Ζαχαρία v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Εξωτερικών κ.α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 293.
Προτού εξετάσουμε κατά πόσον τυγχάνει εφαρμογής η προαναφερθείσα πρόνοια, θεωρούμε ορθό, υπό μορφή παρενθετικού σχολίου, να επαναλάβουμε κάποιες αυτονόητες, πλην αναγκαίες να τονίζονται, βασικές αρχές.
Πρώτον, η Τουρκία φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου σε βάρος των προσφύγων, καθώς ασκεί εκεί πραγματικό/ουσιαστικό έλεγχο. Αυτό αναδείχθηκε [και] στην υπόθεση Loizidou v. Turkey, Application No. 15318/89, European Court of Human Rights (ECHR), Judgment 18 December 1996 και επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Demopoulos and Others v. Turkey, Application Nos. 46113/99, 3843/02, 13769/02, and others, [2010] ECHR 221, Judgment 1 March 2010.
Δεύτερον, τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως τα μόνα, νόμιμα δικαστήρια της χώρας, έχουν δικαιοδοσία σε όλη την επικράτεια, περιλαμβανομένων και των κατεχόμενων περιοχών, ασχέτως του γεγονότος ότι δεν είναι δυνατός ο αποτελεσματικός, de facto έλεγχος, στα κατεχόμενα, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Τρίτον, το δικαίωμα αναγνώρισης της ιδιοκτησίας των περιουσιών των προσφύγων στα κατεχόμενα, έναντι σφετεριστών και άλλων παρανόμως κατεχόντων, είναι κατοχυρωμένο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Οι αρχές αυτές, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώθηκαν στην υπόθεση C-420/07, Apostolides v. Orams, [2009] ECR I-03571.
Ερχόμαστε τώρα στο προκείμενο προς εξέταση. Εκ των πραγμάτων, αφετηρία θα πρέπει να αποτελέσει η καλά εμπεδωμένη αρχή του διεθνούς δικαίου, γνωστή ως κυριαρχική ή κρατική ασυλία (sovereign immunity).
Η κυριαρχική ή κρατική ασυλία (sovereign immunity) είναι αρχή του διεθνούς δικαίου που προστατεύει τα κράτη από το να ενάγονται ή διώκονται σε δικαστικές διαδικασίες άλλου κράτους, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Η αρχή εκτείνεται τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές διαδικασίες. Εδράζεται στην ισότητα και την ανεξαρτησία των κρατών και συναρτάται με την έννοια της κρατικής κυριαρχίας.
Παλαιότερα, επικρατούσε η αντίληψη της «απόλυτης ασυλίας» (absolute immunity), στη βάση της οποίας τα κράτη δεν μπορούσαν να υποβληθούν σε δικαστικές διαδικασίες άλλου κράτους, ανεξαρτήτως της φύσης των αποδιδόμενων πράξεων. Σήμερα, επικρατεί στο διεθνές σκηνικό η αρχή της «περιορισμένης ασυλίας» (restricted immunity), βάσει της οποίας θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ κυριαρχικών πράξεων (acta jure imperii) και εμπορικών πράξεων (commercial - acta jure gestionis). Τα κράτη απολαμβάνουν ασυλίας μόνο για τις κυριαρχικές τους πράξεις, όχι όμως για τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Αυτού λεχθέντος, ένα κράτος μπορεί να παραιτηθεί από την ασυλία του είτε ρητά (μέσω συμφωνίας), είτε εξυπακουόμενα (μετέχοντας αδιαμαρτύρητα σε μια δικαστική διαδικασία).
Οι προαναφερθείσες αρχές κωδικοποιούνται σε διάφορες διεθνείς συμβάσεις με προεξάρχουσα ίσως τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις Δικαιοδοτικές Ασυλίες των Κρατών και της Ιδιοκτησίας τους του 2004, η οποία όμως δεν έχει ακόμα τεθεί σε εφαρμογή, αφού τα κράτη που την επικύρωσαν δεν έφτασαν τον καθορισμένο στη σύμβαση, αριθμό των 30. Σημαντική επίσης είναι η EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠEΡΙ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ EΤEΡΟΔΙΚΙΑΣ KΑI ΠΡΟΣΘEΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ του 1972 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Κύπρος υπέγραψε και επικύρωσε τη σύμβαση αυτή με τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Κρατικού Προνομίου Eτεροδικίας και Πρόσθετον Πρωτόκολλον (Κυρωτικό) Νόμο 1976 (Ν. 6/1976). Κάποια κράτη, αντί απλής υιοθέτησης με επικυρωτικό Νόμο, έχουν κωδικοποιήσει προσαρμοστικά τις εφαρμοστέες αρχές σε ημεδαπά νομοθετήματα, όπως για παράδειγμα η Αγγλία με το State Immunity Act 1978. Υπάρχει πλούσια νομολογία επί του ζητήματος, προερχόμενη από πολλές χώρες, συγκλίνουσα επί των εφαρμοστέων αρχών. Για σκοπούς αναφοράς, θα εστιάσουμε σε μερικές αποφάσεις προερχόμενες από τη δική μας νομολογία, τη νομολογία της Αγγλίας, αλλά και τη νομολογία διεθνών δικαστηρίων.
Μια από τις πρώτες αποφάσεις που ανέδειξαν την αρχή είναι η θεμελιακή The Porte Alexandre Case [1920] P.30 (Court of Appeal), όπου αναγνωρίστηκε κυριαρχική ασυλία σε σκάφος που ανήκε σε κράτος, ακόμα και κατά τη διεξαγωγή εμπορικών δραστηριοτήτων. Η επόμενη υπόθεση «σταθμός» είναι ίσως η Trendtex Trading Corporation Ltd v. Central Bank of Nigeria [1977] QB 529 (CA) στην οποία αναγνωρίστηκε η σύγχρονη προσέγγιση στην κρατική ασυλία, καθιερώνοντας τη διαφορά μεταξύ εμπορικών και κυριαρχικών πράξεων, με την αρχή της «περιορισμένης ασυλίας» να ενισχύεται (βλ. επίσης The I Congresso del Partido [1983] 1 AC 244). Η σύγχρονη προσέγγιση της «περιορισμένης ασυλίας» κωδικοποιείται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Κρατικού Προνομίου Eτεροδικίας και Πρόσθετον Πρωτόκολλον του 1972 του Συμβουλίου της Ευρώπης που όπως προαναφέραμε, κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον Κυρωτικό Νόμο 6/1976.
Πιο πρόσφατα στην Jones v. Ministry of Interior of the Kingdom of Saudi Arabia and another (Secretary of State for Constitutional Affairs and others intervening); Mitchell and others v Al-Dali and others [2007] 1 All ER 113, κρίθηκε από την τότε Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων (House of Lords) ότι η κρατική ασυλία επεκτείνετο και σε κρατικούς αξιωματούχους που ενεργούσαν εξ ονόματος του κράτος, ακόμα και για ενέργειες (βασανιστήρια) που παραβίαζαν το διεθνές δίκαιο. Ομοίως στην Belhaj and another v Straw and others; Rahmatullah (No 1) v. Ministry of Defence and another [2017] UKSC 3 αναφέρονται στην παράγραφο 14 τα εξής σχετικά:
«14. It follows that state immunity is a personal immunity, ratione personae, possessed by the state in respect of its sovereign activities (acta jure imperii) so far as these do not fall within any of the exceptions. When state immunity exists, the nature and gravity of the alleged misconduct are irrelevant. Even the admitted illegality of the acts complained of “does not alter the characterisation of those acts as acta jure imperii”: Jurisdictional Immunities, para 60; see also Jones v Saudi Arabia [2007] 1 AC 270, where the House rejected “the argument that torture or some other contravention of a jus cogens cannot attract immunity rationae materiae because it cannot be an official act»:
Στις ίδιες γραμμές είχε κινηθεί προηγουμένως και το Ε.Δ.A.Δ. στην υπόθεση Al-Adsani v. United Kingdom, Application no.35763/97, ECHR 2001-XI, αποφαινόμενο ότι η επιτυχής επίκληση κυριαρχικής ασυλίας ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους - ακόμα και για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως τα βασανιστήρια - δεν παραβίαζε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που διασφαλίζεται στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Απόλυτα συναφής είναι και η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην Kalogeropoulou and others v. Greece and Germany Application no.59021/00, ECHR 2002-X που αφορούσε τις θηριωδίες που διέπραξαν κατά τον 2ον Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί Ναζί στο ελληνικό χωριό Δίστομο της Βοιωτίας, μεταξύ των οποίων, η εν ψυχρώ εκτέλεση 218 κατοίκων, περιλαμβανομένων και παιδιών σε αντίποινα επίθεσης που είχαν δεχτεί από Έλληνες αντάρτες στην περιοχή.
Στην Κύπρο μια από τις πρώτες, σημαντικές υποθέσεις επί του θέματος είναι η PAOLO BONNICI AND CO. AND ANOTHER v. THE SHIP “KYARDLA” (1980) 1 CLR 149, στην οποία αναγνωρίστηκε η εφαρμογή της «περιορισμένης κυριαρχικής ασυλίας», με υπόδειξη, επί των γεγονότων, ότι το διάδικο σκάφος εκτελούσε εμπορική δραστηριότητα και συνεπώς δεν προστατευόταν από την αρχή της κυριαρχικής ασυλίας. Στην υπόθεση Αναφορικά με την εξ πάρτε αίτηση του ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ (ΑΡ. 1) για άδεια καταχώρησης προνομιακού διατάγματος Certiorari (1999) 1 ΑΑΔ 284 και της επακόλουθης Αναφορικά με την αίτηση του ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI (2001) 1 AAΔ 1196 κρίθηκε ότι η εμφάνιση δικηγόρου εκ μέρους του κράτους κατά τη δικαστική διαδικασία (όχι για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία) συνιστούσε σιωπηρή παραίτηση από το προνόμιο της κυριαρχικής ασυλίας. Τέλος, στη γνωστή υπόθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ ν. BEOGRADSKA BANKA D.D. (1999) 1 AAΔ 225 επιβεβαιώθηκε ότι η αρχή της κρατικής ασυλίας είναι εμπεδωμένη στο κοινοδίκαιο και αναγνωρισμένη τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο.
Επιστρέφουμε στο διεθνές πεδίο και συγκεκριμένα στην πολύ σημαντική υπόθεση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (International Court of Justice [ICJ]) στην υπόθεση Γερμανία v. Ιταλία ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2012. Στην υπόθεση αυτή, η Γερμανία ζήτησε διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η Ιταλία παραβίασε την κυριαρχική της ασυλία που απολαμβάνει δυνάμει του διεθνούς δικαίου (α) διότι επέτρεψε την εναντίον της προώθηση αστικών υποθέσεων από μέρους θυμάτων/δικαιούχων στα ιταλικά δικαστήρια για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για εγκλήματα πολέμου και παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, (β) για περιοριστικά μέτρα που εκδόθηκαν κατά γερμανικού ακινήτου που βρισκόταν στην Ιταλία, και (γ) διότι κήρυξε ως εκτελεστέες στην Ιταλία, αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί στην Ελλάδα, πάλι σε σχέση με ανοσιουργήματα που είχαν διαπραχθεί από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά τις σφαγές που περιγράψαμε προηγουμένως στο ελληνικό χωριό Δίστομο.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η κρατική ασυλία αποτελεί βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με την οποία ένα κράτος δεν μπορεί να διωχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους για πράξεις που αφορούν την άσκηση κυριαρχικής εξουσίας ("acta jure imperii"). Αυτό αποτελεί θεμέλιο της διεθνούς έννομης τάξης και της κυριαρχικής ισότητας των κρατών. Ακόμα και σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (όπως εγκλημάτων πολέμου), δεν μπορεί να παρακαμφθεί η αρχή της κρατικής ασυλίας. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει εξαιρέσεις στην κρατική ασυλία σε τέτοιες περιπτώσεις, παρά την ηθική σοβαρότητα των παραβιάσεων.
Το Δικαστήριο αποφάσισε συναφώς ότι η Ιταλία παραβίασε το δικαίωμα ασυλίας της Γερμανίας, επιτρέποντας σε θύματα εγκλημάτων πολέμου να ασκήσουν αγωγές εναντίον της Γερμανίας στα ιταλικά δικαστήρια. Αυτές οι ατομικές αξιώσεις δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη διακρατική διευθέτηση τέτοιων ζητημάτων. Ομοίως έκρινε ότι παραβιάστηκε η κυριαρχική ασυλία της Γερμανίας με την επιβάρυνση του ακινήτου της στην Ιταλία, αλλά και με την κρίση περί εκτελεστότητας των αντίστοιχων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από ελληνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο αναγνώρισε βέβαια το ζήτημα της δικαιοσύνης για τα θύματα των πολεμικών εγκλημάτων και τις ηθικές ανησυχίες που εγείρονται. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι αυτές πρέπει να διευθετηθούν μέσα από πολιτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών. Τελικώς, η Ιταλία υποχρεώθηκε να θεσπίσει ειδική νομοθεσία που ακύρωνε τη δυνατότητα εκτέλεσης τόσο των ιταλικών αποφάσεων, όσο και των αποφάσεων άλλων δικαστικών αρχών που παραβίαζαν την ασυλία που απολάμβανε η Γερμανία δυνάμει του διεθνούς δικαίου.
Αναμφίβολα η απόφαση αυτή ισχυροποίησε την κρατική ασυλία ως θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου, ακόμη και σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απόφαση συμφώνως του άρθρου 59 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου (ICJ Statute) δεσμεύει μόνον τα εμπλεκόμενα μέρη. Όπως όμως εύκολα γίνεται κατανοητό, η Κύπρος ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών, οφείλει να αναγνωρίζει και να λαμβάνει υπόψη καθοδηγητικά (persuasively) τέτοιες αποφάσεις.
Επί των γεγονότων της δικής μας υπόθεσης, η πλευρά των εφεσειόντων στην εμπεριστατωμένη αγόρευση των συνηγόρων της, επιχειρεί να ξεπεράσει τον πιο πάνω «σκόπελο», επικαλούμενη το γεγονός ότι η αξίωση αφορά ακίνητα και δη την παράνομη κατοχή τους.
Κατ΄ αρχάς να επισημάνουμε ότι στο σύγχρονο εθιμικό διεθνές δίκαιο (customary international law) δεν συναντούμε ειδικά και αυθύπαρκτα μια τέτοια εξαίρεση. Αυτού λεχθέντος, όπως έχουμε αναλύσει πρωτύτερα, η σύγχρονη αντίληψη είναι αυτή της εφαρμογής «περιορισμένης κυριαρχικής ασυλίας» όπου οι εμπορικές/ιδιωτικές δραστηριότητες (περιλαμβάνουσες και την κατοχή ή χρήση ακινήτου σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο), εξαιρούνται ασυλίας.
Όπως ορθά υποδεικνύουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων, η συγκεκριμένη εξαίρεση υπάρχει στην EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠEΡΙ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ EΤEΡΟΔΙΚΙΑΣ KΑI ΠΡΟΣΘEΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ του 1972 του Συμβουλίου της Ευρώπης, την οποία όπως προαναφέραμε, επικύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία με τον Κυρωτικό Νόμο 6/1976. Η Τουρκία να σημειώσουμε ούτε επικύρωσε, ούτε υπέγραψε την εν λόγω Σύμβαση και ως εκ τούτου δεν αποτελεί συμβαλλόμενο κράτος για σκοπούς εφαρμογής της. Υπό αυτό το πρίσμα, οι σχέσεις Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας διέπονται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, ασχέτως της έκνομης αντίκρισης των διεθνών δεδομένων από πλευράς Τουρκίας.
Εν πάση περιπτώσει, για σκοπούς πληρότητας, να επισημάνουμε ότι το Άρθρο 9 της Σύμβασης προβλέπει τα εξής:
«Συµβαλλόµενον Κράτος δεν απολαύει του προνοµίου ετεροδικίας έναντι της δικαιοδοσίας δικαστηρίου ετέρου Συµβαλλοµένου Κράτους εάν η διαδικασία αφορά εις—
(α) δικαιώµατα ή συµφέροντα τούτου επί ακινήτου περιουσίας, ή εις την υπό τούτου χρήσιν ή κατοχήν τοιαύτης περιουσίας ή
(β) υποχρεώσεις τούτου πηγαζούσας, εκ δικαιωµάτων ή συµφερόντων τούτου επί ακινήτου περιουσίας ή εκ της υπό τούτου χρήσεως ή κατοχής τοιαύτης περιουσίας, και εφ’ όσον η περιουσία κείται εν την εδαφική επικρατεία του Κράτους του forum.»
Στην Επεξηγηματική Έκθεση της Σύμβασης [Explanatory Report to the European Convention on State Immunity, Basel, 16.5.1972] αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:
«Article 9
43. This article provides that there shall be no immunity in proceedings concerning the rights and obligations of a State in, or in connection with, immovable property situated in the territory of the State of the forum. It should be read in conjunction with Article 32.
Under certain legal systems possession is not strictly speaking a right in the sense attributed to that term. For this reason express reference is made to it in sub-paragraphs (a) and (b) of this article.
44. The expressions "rights", "use" and "possession" must be interpreted broadly.
Article 9 covers inter alia:
1. proceedings against States concerning their rights in immovable property in the State of the forum ;
2. proceedings relating to mortgages whether the foreign State is mortgagor or mortgagee ;
3. proceedings relating to nuisance ;
4. proceedings arising from the unauthorised (permanent or temporary) use of immovable property including actions in trespass, whether an injunction is claimed or damages or both ;
5. proceedings concerning rights to the use of immovable property in the State of the forum, for example, actions to establish the existence or non-existence of a lease or tenancy agreement, or for possession or eviction ;
6. proceedings relating to payments due from a State for the use of immovable property, or of a part thereof, in the State of the forum, with the exception of dues or taxes (see Article 29, sub-paragraph (c)) ;
7. proceedings relating to the liabilities of a State as the owner or occupier of immovable property in the State of the forum (for example accidents caused by the dilapidated state of the building, actio de eiectis vel effusis).
Από την πιο πάνω ερμηνευτική/επεξηγηματική διάταξη, αλλά και από τα παραδείγματα που παρατίθενται, είναι πρόδηλο ότι τα «δικαιώματα», «συμφέροντα», «χρήση» ή «κατοχή» ακινήτου για τα οποία γίνεται λόγος, εντάσσονται στο πλαίσιο του εμπορικού/ιδιωτικού δικαίου και όχι ως έκφανση εγκλημάτων πολέμου, παραβίασης του διεθνούς δικαίου ή και της καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τούτο συνάδει και με την επικρατούσα, σύγχρονη αντίληψη περί «περιορισμένης κυριαρχικής ασυλίας» όπως την έχουμε εξηγήσει πιο πάνω.
Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι η πιο πάνω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Θα πρέπει όμως να λεχθεί και τούτο – όχι μόνον δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση, αλλά και η πρόκληση σε συζήτηση ενός τέτοιου ενδεχομένου από κυπριακό Δικαστήριο είναι, φρονούμε, εγχείρημα επικίνδυνο. Η Τουρκία πριν από μισό αιώνα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, εισέβαλε και κρατά μέχρι σήμερα το σχεδόν 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως εισβολέας και κατοχική δύναμη, κατέχει παράνομα, υπό την ευρύτερη, συνολική έννοια (de facto), όλες τις περιουσίες των προσφύγων στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και όχι μόνον την περιουσία των εφεσειόντων. Συνεπώς, το να υποβιβαστούν και να εξισωθούν οι πράξεις και οι ευθύνες της Τουρκίας με αυτές του αδικοπραγήσαντος (tortfeasor), του χρεώστη (debtor), του παρανόμως κατέχοντος (trespasser) και ούτω καθεξής υπό την έννοια του αστικού-εμπορικού-ιδιωτικού δικαίου, ώστε να επιτραπεί να εναχθεί υπό τέτοια ιδιότητα, ενώπιον κυπριακού Δικαστηρίου, μόνον επιζήμια φρονούμε μπορεί να αποδειχθεί για τα δικαιώματα των εφεσειόντων, αλλά και των προσφύγων ευρύτερα. Το κατάλληλο «forum» για τέτοιες υποθέσεις ήταν και είναι, τηρουμένων της νομολογίας, τα αρμόδια διεθνή Δικαστήρια. Δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο για τα πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) που κατέχουν, διαχειρίζονται, σφετερίζονται ή εμπορεύονται «επί του εδάφους» παράνομα τις περιουσίες των προσφύγων, όπου εκεί, τόσο σε αστικό επίπεδο όσο και σε ποινικό, δύναται να παρθούν στα δικαστήρια μας, ένδικα μέτρα.
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, επαναλαμβάνουμε, η Τουρκία, κατ’ εφαρμογή της αρχής της κυριαρχικής ασυλίας που ισχύει κατά το διεθνές δίκαιο που εφαρμόζεται και στην Κύπρο, δεν μπορούσε να εναχθεί ενώπιον ημεδαπού, κυπριακού Δικαστηρίου.
Παραμένουν μερικά άλλα ζητήματα τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν. Πρώτον, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη ή ενώπιον μας διαδικασία και συνεπώς ουδέποτε ήγειρε η ίδια την εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Δεύτερον, το γεγονός ότι έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο εναντίον της Τουρκίας (δίχως ειδική ενασχόληση με το θέμα) σε σχέση με κάποιες από τις αξιώσεις των εφεσειόντων και τρίτον, το οποίο είναι συνακόλουθο των άλλων δύο, το γεγονός ότι δεν έχει ασκηθεί έφεση, ούτε αντέφεση βεβαίως, αμφισβητώντας την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει αποζημιώσεις.
Η επίλυση και των τριών ζητημάτων, εδράζεται ουσιαστικά στο ίδιο γεγονός. Αν και επιτρέπεται η αποποίηση, η κυριαρχική ασυλία δεν είναι κάποια συμβατική (conventional) υπεράσπιση που βρίσκεται δυνητικά στη διάθεση του διάδικου κράτους. Είναι δικαιοδοτικό ζήτημα που άπτεται της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία/αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι ζήτημα δημόσιας τάξης. Ως τέτοιο, το Δικαστήριο, όχι μόνο μπορεί, αλλά οφείλει να το εξετάζει αυτεπάγγελτα [ex proprio motu] (βλ. Central Co-operative Bank v. CYEMS (1984) 1 CLR 435, Philippou v. Phillipou (1986) 1 CLR. 689, “Sevegep” Ltd v. United Sea Transport κ.α. (1989) 1 ΑΑΔ 729 και Παμπορή v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.133/2018, ημερ. 19.6.2024). Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Jones (ανωτέρω) ειδικά σε σχέση με την κυριαρχική ασυλία. Σχετικές επίσης είναι οι υποθέσεις Trendtex Trading Corporation Ltd v Central Bank of Nigeria [1977] 1 All ER 881 και Alcom Ltd v. Republic of Columbia [1984] 2 WLR 750. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ανακόψει ημεδαπή δικαστική διαδικασία λόγω αναρμοδιότητας - ακόμα και αν δεν εμφανιστεί το διάδικο κράτος - προβλέπεται ρητά και στο Άρθρο 15 της EΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠEΡΙ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ EΤEΡΟΔΙΚΙΑΣ KΑI ΠΡΟΣΘEΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ του 1972.
Η έλλειψη λοιπόν δικαιοδοτικής βάσης, καθιστά την πρωτόδικη διαδικασία εξ υπαρχής άκυρη και τη συνακόλουθη εκδοθείσα, ερήμην, απόφαση ανεφάρμοστη. (βλ. κατ’ αναλογία Anisminic Ltd v. Foreign Compensation Commission [1969] 1 All ER 208, Dallah Real Estate and Tourism Holding Co v. Ministry of Religious Affairs Government of Pakistan, [2011] 1 All ER 485)
Επί της δυνατότητας του Εφετείου να επεμβαίνει σε πρωτόδικη απόφαση ακόμα και όταν δεν προσβάλλεται, αναφοράς αξίζει η υπόθεση Λιμνατίτης κ.α. v. Farao Estates Ltd, Πολ. Έφεση 334/12 ημερ.8.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A243 όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε ότι,
«Έχει όμως αναγνωριστεί η δυνατότητα του Εφετείου να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσβλήθηκε είτε με την έφεση, είτε με αντέφεση, για επίλυση των πραγματικών επίδικων ζητημάτων προς τον σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης…»
Η δυνατότητα τέτοιας επέμβασης παρέχεται και από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, αφού στο Μέρος 41, Κανονισμός 12 (1) και (2) - ασύνδετα και ανεξάρτητα από την ειδοποίηση έφεσης – αναφέρονται τα εξής:
«41.12 Εξουσίες Εφετείου
(1) Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου δικαστηρίου.
(2) Το Εφετείο έχει εξουσία:
(α) να επικυρώνει, παραμερίζει ή διαφοροποιεί διάταγμα ή απόφαση η οποία εκδόθηκε από το κατώτερο δικαστήριο·»
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται δυνάμει του Μέρους 41, Κανονισμός 9, εδάφιο (1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ως εκδήλως αβάσιμη (εδάφιο (3)).
Περαιτέρω, η πρωτόδικη απόφαση ημερ.30.9.2019 παραμερίζεται στο σύνολο της.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, η καταχωρηθείσα στο Εφετείο αίτηση ημερ. 20.9.2024, καθίσταται άνευ αντικειμένου και ως τέτοια απορρίπτεται.
Καμία διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο