ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ κ.α. v. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 444/2019, 30/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 444/2019)



30 Οκτωβρίου, 2024

 


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
               
 2. PENTADENT DENTAL SUPPLIES LTD 

Εφεσείοντες / Ενάγοντες 

και

 ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ

Εφεσίβλητη / Εναγόμενη

-----------------------------

 

Ευαγγελία Καρτελιά (κα) για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες,

Σωτήρης Γεωργίου και Αλέξης Νικολάου ασκούμενος δικηγόρος, για Σωτήρης Χαραλάμπους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.  

-----------------------------

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη εργαζόταν από το 2005 μέχρι το 2014 ως οδοντιατρικός πωλητής για οδοντιατρικά αναλώσιμα στην εφεσείουσα 2 και συνεργαζόταν και με τον εφεσείοντα 1. Το 2014 επήλθε ρήξη μεταξύ της και των εφεσειόντων 1 και 2 και μάλιστα η εφεσίβλητη είχε καταγγείλει την εφεσείουσα 2 στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας αναφορικά με τη μη καταβολή του μισθού της για τον Οκτώβριο του 2014, αναλογίας του 13ου μισθού της για το έτος 2014 και τον 13ο μισθό για το 2013. Στις 22.10.2014 η εφεσίβλητη παράδωσε στην εφεσείουσα 2 επιστολή παραίτησης της και ακολούθως εργοδοτήθηκε την ίδια χρονική περίοδο σε ανταγωνιστική προς την εφεσείουσα 2 οδοντιατρική εταιρεία.

 

         Προφανώς και οι σχέσεις μεταξύ των μερών δεν ήταν οι καλύτερες. Σημειώνουμε εδώ ότι ο εφεσείοντας 1, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που κλήθηκε να εξετάσει και να αποφασίσει επί της διαφοράς τους, αναντίλεκτα γεγονότα, είναι διευθυντής της εφεσείουσας 2, οδοντίατρος, εγγεγραμμένος στο μητρώο οδοντιάτρων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και ιδιοκτήτης οδοντιατρείου. Η δε εφεσείουσα 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου και ασχολείται μεταξύ άλλων με την προμήθεια και πώληση οδοντιατρικών προϊόντων.

         Οι εφεσείοντες 1 και 2 στις 25.8.2015 καταχώρισαν εναντίον της εφεσίβλητης αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με την οποία  o εφεσίβλητος 1 αξίωνε το ποσό των €3.100 ως ποσό που οφείλεται από την εφεσίβλητη προς τον ίδιο για οδοντιατρικές υπηρεσίες και/ή θεραπείες που συμφώνησε να της προσφέρει μετά από παράκληση της κατά ή περί τις αρχές του 2011 σε σχέση με την εγκατάσταση 4 εμφυτευμάτων. Η εφεσείουσα 2 επίσης αξίωνε από αυτή το ποσό των €241,47 που αντιστοιχεί στο τίμημα 6 ιατρικών στολών τις οποίες πώλησε και παρέδωσε στην εφεσίβλητη για το συνολικό ποσό των €436,97 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, έναντι του οποίου η εφεσίβλητη είχε καταβάλει στην εφεσείουσα 2 το ποσό των €195. Οι εφεσείοντες 1 και 2 αξίωναν επίσης νόμιμους τόκους επί των πιο πάνω ποσών. Σε καμία περίπτωση στο δικόγραφο τους που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε εργασιακή σχέση μεταξύ των διαδίκων, ούτε και οτιδήποτε που αφορά τις διαφορές τους οι οποίες οδήγησαν στη λύση της συνεργασίας/σχέσης εργοδότησης που υπήρχε μεταξύ τους.

        
         Η εφεσίβλητη αρνήθηκε με την Υπεράσπιση της τις αξιώσεις των εφεσειόντων 1 και 2, ισχυριζόμενη ότι σε ό,τι αφορά την αξίωση για τις ιατρικές στολές, πράγματι η εφεσείουσα 2 πώλησε και παρέδωσε σε αυτή τις στολές έναντι συμφωνημένου ποσού, αλλά ήταν η θέση της ότι αυτές εξοφλήθηκαν πλήρως χωρίς ποτέ να εκδοθεί απόδειξη και/ή τιμολόγιο. Αναφορικά με την αξίωση του εφεσείοντα 1, παραδέχεται ότι της προσφέρθηκαν κάποιες οδοντιατρικές υπηρεσίες, όχι όμως αυτές που ισχυρίζεται ο εφεσείοντας 1 και ήταν επίσης η δικογραφημένη της θέση ότι επειδή εργαζόταν για περίπου 12 χρόνια για τον εφεσείοντα 1, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά τη μεταξύ των διαδίκων σχέση, της είχε λεχθεί ρητώς από τον ίδιο ότι για τις υπηρεσίες που της προσφέρθηκαν δεν χρωστούσε τίποτε. Προβάλλει επίσης τη θέση, ότι η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον της για λόγους εκδικητικούς που αφορούν την πρόσληψη της σε ανταγωνιστική εταιρεία, μετά την παραίτηση της από την εφεσείουσα 2.

 

         Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία από τον εφεσείοντα 1 και την εφεσίβλητη όπου και ξετυλίχτηκε το κουβάρι του πώς προέκυψαν οι διαφωνίες των μερών, όπως και η μεταξύ τους εργασιακή/συμβατική σχέση η οποία κατέληξε αρνητικά, με την εφεσίβλητη να παραιτείται, να καταγγέλλει τους εφεσείοντες στο αρμόδιο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο εφεσείων 1 επέμενε στις θέσεις του όπως και στις δικές τις θέσεις επέμενε η εφεσίβλητη, ισχυριζόμενη ότι όσον αφορά την αξίωση του εφεσείοντα 1 ότι ουδέποτε της δόθηκε το τιμολόγιο που ο εφεσείων 1 κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1, ότι τον ρωτούσε επανειλημμένα τι οφείλει με τον ίδιο να της απαντά ότι δεν χρωστά τίποτε και επιμένοντας στη θέση της ότι το ποσό που αφορά την αξία των ιατρικών στολών που αγόρασε από την εφεσείουσα 2, το εξόφλησε μέσω αποκοπών από τον μισθό της εκ €100 μηνιαίως, για τα οποία ποσά επίσης πότε δεν της δόθηκαν αποδείξεις και/ή τιμολόγια.

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε σωστά τις αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας, απέρριψε την αγωγή θεωρώντας ότι δεν μπορεί να βασιστεί στα λεγόμενα του εφεσείοντα 1 για να εξάξει οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα λόγω του ότι η μαρτυρία του περιείχε ανακρίβειες, υπεκφυγές και ανακολουθίες. Παραθέτοντας επίσης μέρος της μαρτυρίας του και αντιπαραβάλλοντας τη με το δικόγραφο του, κατέληξε ότι τα λεγόμενα του στο Δικαστήριο ήταν σε διάσταση με τους ισχυρισμούς που προέβαλε στην Έκθεση Απαίτησης του, αλλά και με το μέρος της κυρίως εξέτασης του που δόθηκε με γραπτή μαρτυρία. Σημειώνει επίσης ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο οποιοδήποτε έγγραφο που να επιμαρτυρεί την κατ’ ισχυρισμό χρέωση για οδοντιατρικές υπηρεσίες από τον εφεσείοντα 1 προς την εφεσίβλητη για το 2011, ενώ είχε εκδοθεί τιμολόγιο για τις ιατρικές στολές που πωλήθηκαν από την εφεσείουσα 2 στην εφεσίβλητη. Διερωτήθηκε επίσης γιατί ενώ η θεραπεία εμφυτευμάτων παρασχέθηκε από τον εφεσείοντα 1 προς την εφεσίβλητη το 2010‑2011, ο εφεσείοντας 1 αξίωσε για πρώτη φορά τα επίδικα ποσά τον Δεκέμβριο του 2014 με επιστολή του και προς τούτο δέχτηκε την εξήγηση της εφεσίβλητης ότι έγινε εκδικητικά λόγω του ότι η εφεσίβλητη από το τέλος του 2014 και εντεύθεν εργοδοτήθηκε σε ανταγωνιστική της εφεσείουσας 2 εταιρείας.

 

         Ανέφερε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι προφορικά ενώπιον του ο εφεσείοντας 1 παραδέχτηκε ότι αναγκάστηκε βάσει της εργατικής νομοθεσίας και λόγω του παραπόνου που είχε καταθέσει η εφεσίβλητη στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας να της πληρώσει τους απλήρωτους μισθούς της, εντοπίζοντας αντίφαση με τη γραπτή και προφορική του θέση κατά την κυρίως εξέταση του ότι πάντα της πλήρωνε τους μισθούς της στην ώρα τους.

 

         Οι εφεσείοντες 1 και 2 που προφανώς και δεν ικανοποιήθηκαν από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταχώρισαν την υπό εξέταση έφεση με την οποία ζητούν την ανατροπή της, προβάλλοντας ως λόγους έφεσης, σε δύο περιπτώσεις, τη λανθασμένη αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας με αποτέλεσμα αυτό να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. 

 

         Στα περιγράμματα που καταχωρήθηκαν από τους συνηγόρους των δύο πλευρών υποστηρίχθηκε από πλευράς μεν της εφεσίβλητης η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ενώ από πλευράς εφεσειόντων 1 και 2 ακριβώς το αντίθετο, επιδιώκοντας την ανατροπή της.

 

            Είναι ολοφάνερο ότι η παρούσα υπόθεση άπτεται της αξιοπιστίας των διαδίκων. Είναι γνωστή η αρχή ότι η αξιολόγηση μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε αυτή, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί: «Η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα». Σχετική είναι η απόφαση Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 353. Όπως έχει σαφέστατα καθοριστεί σε πληθώρα αποφάσεων, η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει ενώπιόν του τους μάρτυρες και μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καταλήγει στα συμπεράσματα του. Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας. Παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση Πολιτική Έφεση 366/18 AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ ημερ. 31.1.2024, όπου έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:

 

«Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:


   «Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων.
(Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»


         Τούτο το αναγνωρίζουν και οι συνήγοροι παραθέτοντας και οι δύο νομολογία από την υπόθεση Αντωνίου Νίκος
v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 317 στην οποία μνημονεύεται η αρχή ότι: 


«... η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει όμως την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση, να παρέμβει και να παραγκωνίσει τα ευρήματα περί αξιοπιστίας. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα του είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246, Φράγκος v. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39».

 

         Αυτό το αυστηρό κριτήριο επέμβασης από το Εφετείο στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία, έχει υπογραμμιστεί σε

03πληθώρα νομολογίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Σενέκκης Πανίκος v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1Α.Α.Δ. 417, NAT JANGO FASHION LTD v. Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ Πολιτική Έφεση αρ. 105/2014, ημερ.18.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A443.

 

         Έχουμε διεξέλθει την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης που ουσιαστικά αφορά όπως έχουμε ήδη αναφέρει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη θέση και εξηγούμε:

·        Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι ενώπιον του Δικαστηρίου αποτέλεσε μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι ο εφεσείοντας 1 είναι μοναδικός διευθυντής και ιδιοκτήτης της εφεσείουσας 2, ενώ δεν προέκυπτε από τα δικόγραφα και τη μαρτυρία τέτοιο εύρημα, παρά μόνο η θέση του εφεσείοντα 1 ότι είναι διευθυντής της εφεσείουσας 2, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξ αντικειμένου ανυπόστατο, παράλογο ή αυθαίρετο εύρημα, αφού όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, o οποίος αδιαμφισβήτητα είναι διευθυντής της εφεσείουσας 2, αυτός ήταν το πρόσωπο με το οποίο η εφεσίβλητη είχε όλες τις δοσοληψίες που έγιναν μεταξύ τους από την εργοδότηση της, την παραίτηση της, τη λύση των εργασιακών τους διαφορών, τις οδοντιατρικές υπηρεσίες που της προσέφερε κλπ. Η σημείωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτός ήταν ο μοναδικός (δική μας υπογράμμιση) διευθυντής, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως παράλογο εύρημα και προσθέτουμε ότι δεν επηρεάζει εν πάση περιπτώσει καθόλου την έκβαση της υπόθεσης.

 

·        Ούτε είναι λανθασμένο και παράλογο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τελικά στην παροχή οδοντιατρικών υπηρεσιών προς την εφεσίβλητη δεν είχε ανάμειξη μόνο ο εφεσείοντας 1, αλλά και γναθοχειρουργός και οδοντοτεχνίτης. Η λακωνική περιγραφή στην Έκθεση Απαίτησης που καταχώρισαν οι εφεσείοντες 1 και 2 των υπηρεσιών που προσέφερε ο εφεσείοντας 1 προς την εφεσίβλητη, μπορούσαν να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι με τον τρόπο που περιγράφονταν οι υπηρεσίες που προσφέρθηκαν από τον εφεσείοντα 1 προς την εφεσίβλητη υπήρξε αντίθεση με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο.

·        Το ίδιο ισχύει και για το θέμα πληρωμής των μισθών της εφεσίβλητης και τον τρόπο με τον οποίο ο εφεσείοντας 1 τοποθετήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με αυτά τα θέματα. Επαναλαμβάνουμε το γεγονός ότι στην Έκθεση Απαίτησης τους οι εφεσείοντες 1 και 2 δεν αποκάλυψαν οτιδήποτε για την εργασιακή σχέση μεταξύ τους και της εφεσίβλητης. Το ίδιο ισχύει και από την κυρίως εξέταση του εφεσείοντα 1 καθώς είναι μόνο από την εξέταση και εντεύθεν που αναφύονται τα οποιαδήποτε θέματα. Οπόταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί «υπεκφυγής» του εφεσείοντα 1 να τοποθετηθεί στα θέματα αυτά δεν ήταν υπό τις περιστάσεις ούτε παράλογη, ούτε αυθαίρετη.     

 

·        Παρόμοια είναι η θέση μας και για το θέμα μισθών που πληρώθηκαν από τον εφεσείοντα 1 προς την εφεσίβλητη, λαμβάνοντας υπόψη τη θετική αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείοντας 1 καθυστερούσε να της πληρώσεις τους μισθούς της, την παρέπεμπε σε μεταγενέστερες ημερομηνίες και τελικά μετά την επιστολή παραίτησης της να υποβάλει παράπονο στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας για την καταβολή συγκεκριμένων ποσών.

 

         Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη κατά τους εφεσείοντες 1 και 2 αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, την οποία αποδέχτηκε ως αξιόπιστη. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη παραδέχτηκε ενόρκως τις συγκεκριμένες οδοντιατρικές υπηρεσίες που τις παρείχε ο εφεσείοντας 1 δεν την καθιστά αναξιόπιστη, ούτε και θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει τη θέση της, αφού ουδέποτε αρνήθηκε ότι ο εφεσείοντας 1 της προσέφερε οδοντιατρικές υπηρεσίες. Θέση της ήταν ότι τον ρώτησε κατ' επανάληψη τι του οφείλει και αυτός της απάντησε ότι δεν του οφείλει τίποτε. Τεκμηρίωσε επίσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε πληρώσει τον γναθοπροσωποχειρούργο, τον οδοντοτεχνίτη, αλλά και την εταιρεία από την οποία αγόρασε τα εμφυτεύματα, παραθέτοντας σχετικά τα αντίστοιχα ποσά.

 

         Επομένως, δεν ήταν λανθασμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μεταξύ των δύο εκδοχών που προσφέρθηκαν προτίμησε εκείνη της εφεσίβλητης ως συνάδουσας με τη λογική, με τα έγγραφα και τη μαρτυρία της και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα 1 εκ μέρους των εφεσειόντων 1 και 2, που είχαν και το βάρος απόδειξης να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους ως αναφέρεται και στην υπόθεση Μαρσέλ Μπούλος και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858, όπου στη σελίδα 1868 λέχθηκαν τα ακολούθα:


«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Phipson on Evidence, 14th Edition, para 4‑38 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, όπου γίνεται και εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας).»

 

 

 

         Ενόψει των ανωτέρω κρίνουμε ότι δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία και επικυρώνεται. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε €1.900 πλέον ΦΠΑ.

 

 

 

               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                            

                                                      ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο