KUNDADISA KIWA HENOCK v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 5/2023, 30/10/2024

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 5/2023)

 

30 Οκτωβρίου, 2024

 

          [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

KUNDADISA KIWA HENOCK

                                                                            Εφεσείων,                                      

                                                                  v.

 

               ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                               Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Σ. Μιχαήλ(κα), για Μ. Π. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα.

Ρ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

   θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 30/12/2022 στην Προσφυγή Αρ. 3048/2021, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/4/2021, η οποία απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων κατάγεται από το Κονγκό και στις 15/03/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.  Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 15/04/2021, η αίτησή του απερρίφθη. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων μέσω επιστολής ημερομηνίας 20/4/2021, την οποία παρέλαβε στις 21/04/2021.  Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο Εφεσείων βάλλει κατά της πρωτόδικης Απόφασης με έξι Λόγους Έφεσης.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.1, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα σε ενδιάμεση απόφασή του έκρινε ότι η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, με τα Τεκμήριά της, δεν τεκμηριώνουν οποιοδήποτε από τους λόγους ακύρωσης και άρα δεν έχει κάποια αποδεικτική αξία.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.2, ο Εφεσείων προβάλλει ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο αποκλειστικά στις εισηγήσεις της Εφεσίβλητης και χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και της νομολογίας, τον έκρινε αναξιόπιστο.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.3, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διαπιστώσει την ουσιώδη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Εφεσίβλητη και με τον Λόγο Έφεσης Αρ.4, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τον Κανόνα σχετικά με το βάρος απόδειξης και τα Άρθρα 3, 16 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.5, ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αυτεπάγγελτη έρευνα και προέβη το ίδιο σε εύρημα ότι ο Εφεσείων δεν κινδυνεύει, υποκαθιστώντας την υποχρέωση της Εφεσίβλητης για δέουσα έρευνα.  Η κατ’ ισχυρισμό αποτυχία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διακρίνει την παράβαση της Αρχής της Δίκαιας Δίκης αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ.6.

 

Σχετικά με τον Λόγο Έφεσης Αρ.1, ο οποίος αφορά την ενδιάμεση Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12/04/2022 για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι σημαντικό να αναφερθούν τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων αιτήθηκε όπως του δοθεί η άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης, η οποία αφορά αλληλογραφία μέσω κοινωνικής δικτύωσης του γραφείου του συνηγόρου του Εφεσείοντα με τον υποτιθέμενο Πρόεδρο του αντιπολιτευτικού κινήματος στη χώρα, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζει τον Εφεσείοντα ως μέλος της πολιτικής του παράταξης LCJDS, στο Κονγκό.  Πρόσθετα,

 ζητήθηκε όπως προσαχθεί μεταφρασμένο σχετικό πιστοποιητικό το οποίο υποδεικνύει, κατά την ενόρκως δηλούσα, ότι ο υποτιθέμενος Πρόεδρος του αντιπολιτευτικού κινήματος έλαβε καθεστώς διεθνούς προστασίας στη Γαλλία. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις αρμοδιότητες του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας γενικότερα, αλλά και ειδικότερα της εξέτασης των αιτήσεων του είδους, έκρινε ότι η επιχειρούμενη να προσαχθεί μαρτυρία είναι καταρχήν συναφής με τα επίδικα θέματα.  Παρόλα αυτά κατέληξε ότι, δεν τεκμηριώνετο οποιοσδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης και άρα δεν έχει κάποια αποδεικτική αξία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε την κατάληξή του αυτή και υπέδειξε ότι, τόσο από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης όσο και από το περιεχόμενο της αλληλογραφίας, δεν αποδεικνύεται η ταυτοποίηση του συντάκτη και τα προσωπικά του στοιχεία, αλλά ούτε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι όντως ο Πρόεδρος του αντιπολιτευτικού κινήματος.  Διαπίστωσε επίσης ότι, το περιεχόμενο της αλληλογραφίας δεν προσφέρει οτιδήποτε στην προσπάθεια του Εφεσείοντα να αποδείξει ότι το πρόσωπο που κατονομάζεται ως Πρόεδρος του κινήματος αναγνωρίζει τον Εφεσείοντα ως μέλος του κινήματος.  Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε ανακολουθία των ισχυρισμών του Εφεσείοντα κατά το στάδιο της συνέντευξης του και των όσων αναφέρονται στο περιεχόμενο της αλληλογραφίας.  Ενδεικτικά αναφέρθηκε ότι, ο Εφεσείων διευκρίνισε κατά το στάδιο της συνέντευξης ότι η συγκεκριμένη ομάδα δεν είναι πολιτικό κόμμα αλλά μια ένωση, ενώ στο περιεχόμενο της αλληλογραφίας ο κατανομαζόμενος ως Πρόεδρος του κινήματος αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα.

 

Σε σχέση με το πιστοποιητικό παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας από την Γαλλική κυβέρνηση στον κατονομαζόμενο ως Πρόεδρο του κινήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό αφορά τρίτο πρόσωπο και δεν αναγράφει τους λόγους που δόθηκε σε αυτόν το καθεστώς διεθνούς προστασίας, κάτι το οποίο δεν τεκμηριώνει τις δηλώσεις του Εφεσείοντα αναφορικά με τη δική του προσωπική δίωξη.

 

Καταλήγοντας δε το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι, είναι ο Εφεσείων που φέρει το βάρος να καταδείξει ότι η μαρτυρία που επιχειρεί να προσκομίσει αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης σ’ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αναδεικνύοντας τη σημασία αυτής της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τους λοιπούς ισχυρισμούς του και τα στοιχεία που έχει προσκομίσει που θεμελιώνουν το αίτημά του για άσυλο.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο.

 

Εν προκειμένω, από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα Τεκμήρια που συνοδεύουν την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δεν τεκμηριώνουν οποιοδήποτε από τα γεγονότα που προέβαλε ο Εφεσείων και δεν έχουν κάποια αποδεικτική αξία.   Ότι δηλαδή ο Εφεσείων ανήκει στο συγκεκριμένο κίνημα και εξ αυτού του λόγου διώκεται.  Αναλύει και επεξηγεί την πιο πάνω κρίση του το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στην κατάληξή του,  έτσι ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας στα ευρήματα και συμπεράσματα του.

 

Κατά συνέπεια κρίνεται αβάσιμος ο Λόγος Έφεσης Αρ.1 και απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με τους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης Αρ. 2-6, οι οποίοι λόγω της συνάφειάς τους θα τύχουν ενιαίας εξέτασης, παρατηρούμε τα εξής:

 

Οι πιο πάνω Λόγοι άπτονται της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ορθά κρίθηκε αναξιόπιστος και ότι η Εφεσίβλητη ενήργησε καθόλα εύλογα.

Στο βαθμό που τα όσα προβάλλονται από τον Εφεσείοντα συνδέονται με την αίτησή του για προσαγωγή μαρτυρίας κρίνουμε ότι, για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί στον Λόγο Έφεσης Αρ.1, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Επί της ουσίας των ισχυρισμών του Εφεσείοντα, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αρκέστηκε μόνο στην εισηγητική έκθεση της Εφεσίβλητης για να κρίνει τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο, όπως εσφαλμένα διατείνεται ο Εφεσείων.  Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της συνέντευξης του Εφεσείοντα και στην εισηγητική έκθεση της Εφεσίβλητης που έκρινε αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα, υποδεικνύοντας τα συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία ο Εφεσείων αδυνατούσε να υποστηρίξει επαρκώς και τα οποία οδήγησαν την Εφεσίβλητη να τον κρίνει αναξιόπιστο.  Αφού δε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο εγχειρίδιο του EASO που αφορά την «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», συμφώνησε με την κατάληξη της Εφεσίβλητης, σημειώνοντας ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Εφεσείοντα περί δίωξης του στη βάση των πολιτικών του πεποιθήσεων, ήταν η μη απόδειξη της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών που εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε.

 

Προχώρησε ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο (ως Δικαστήριο υπέχον δικαιοδοσία ελέγχου της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης) και σε δική του αξιολόγηση αναφέροντας ότι «Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο λόγο δίωξης στη βάση των πολιτικών του πεποιθήσεων».  Διευκρίνισε δε με παραπομπή σε συγκεκριμένα περιστατικά και δεδομένα ότι, τα όσα ο Εφεσείων ανέφερε δεν κατεδείκνυαν ότι υπήρξε άτομο πολιτικοποιημένο και ότι κινδυνεύει λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.

 

Πέραν αυτού, το πρωτόδικο αναφέρθηκε σε δικά του ευρήματα, κατόπιν δικής του έρευνας από πηγές πληροφόρησης, τα οποία καταγράφει και τα οποία το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων δεν πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις των άρθρων 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στις αναφορές και κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να παρίσταται ανάγκη εφετειακής παρέμβασης.  Εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δε χωρεί εφετειακή παρέμβαση.

 

  Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας του το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.  Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση.  Η δε εφεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ως δεόντως αιτιολογημένη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. 

 

Επιδικάζονται €2.000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο