ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε59/2019)
25 Οκτωβρίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΙΑΠΑΤΗ,
Εφεσείων
v.
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED,
Εφεσιβλήτων
M. Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ και Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα
Π. Μακρίδης και Λ. Σάββα (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους
------------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Οι εφεσίβλητοι εμφανίζονται ως τέτοιοι έχοντας υποκαταστήσει την εταιρεία Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (η Τράπεζα), κατόπιν μεταβίβασης του εξ αποφάσεως χρέους σ’ αυτούς.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι, σε αγωγή της ως άνω Τράπεζας, ενάγουσας, εναντίον πέντε εναγομένων, στις 9.10.1991 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση. Ένας εκ των εν λόγω εναγομένων είναι ο εφεσείων. Από τότε, υπήρξαν αιτήσεις για άδεια εκτέλεσης αλλά και εγγραφές ΜΕΜΟ επί ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα και παρατάσεις αυτών των εγγραφών.
Με αίτηση, ημερομηνίας 26.5.2015, ο εφεσείων ζήτησε την έκδοση διατάγματος ακύρωσης και/ή παραμερισμού των εγγραφών της δικαστικής απόφασης, ΜΕΜΟ ΕΒ973/2010 και ΕΒ518/1994, τα οποία αφορούν ακίνητη περιουσία του, ως καταχρηστικές και/ή επηρεάζουσες δυσμενώς αυτόν και/ή ως μη εύλογες υπό τις περιστάσεις. Ζήτησε, επίσης, διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στους ενάγοντες να εγγράψουν και/ή να εξουσιοδοτήσουν οποιονδήποτε πρόσωπο να εγγράψει τη δικαστική απόφαση επί οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας του.
Η ενάγουσα Τράπεζα καταχώρησε ένσταση στην εν λόγω αίτηση και, κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Είναι αυτή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και σε σύγκρουση με την ενώπιον του μαρτυρία, αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι το επίδικο χρέος έχει εξοφληθεί από το έτος 2002, εφόσον για το ίδιο θέμα, διαχρονικά έχουν δοθεί διάφοροι αντιφατικοί ισχυρισμοί από αυτόν. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της απόρριψης της αίτησης, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλονται, ως λανθασμένα, επί μέρους συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την τήρηση των διαδικασιών και την απουσία καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων της καθ’ ης η αίτηση Τράπεζας. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά τη μη εξέταση, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, των ισχυρισμών του εφεσείοντα περί παραβίασης του άρθρου 23 του Συντάγματος. Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο έφεσης, τα θέματα που αφορούσε, έτυχαν εξέτασης ως προδικαστικό ζήτημα αφορών το εκπρόθεσμο ή μη της έφεσης. Με απόφαση μας, ημερομηνίας 2.2.2024, η παρούσα έφεση κρίθηκε εμπρόθεσμη.
Ως προκύπτει, βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντα, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ότι η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία είχε εξοφλήσει το χρέος από τις 30.4.2002. Είναι σε διάφορα σημεία της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα που αναφέρεται ο ισχυρισμός αυτός, ενώ κατατέθηκε, συναφώς, ως Τεκμήριο 8, Κατάσταση Λογαριασμού της Τράπεζας, ημερομηνίας 30.4.2002, στην οποία παρουσιάζεται μηδενικό υπόλοιπο για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα μετά από εξοφλητικές καταθέσεις 9.4.2002 (ημερομηνία καταχώρησης 11.4.2002). Στην εν λόγω Κατάσταση αναφέρεται μηδενικό τελικό υπόλοιπο.
Τον ισχυρισμό αυτό του εφεσείοντα, περί εξόφλησης κατά τον Απρίλιο 2002, τον υποστηριζόμενο από Κατάσταση Λογαριασμού της ιδίας της Τράπεζας, αυτή αντέκρουσε, μέσω του ενόρκως δηλούντα προς υποστήριξη της ένστασης, με την αναφορά «Όσον αφορά τον ισχυρισμό του εναγομένου/αιτητή ότι το εξ αποφάσεως χρέος έχει προ πολλού εξοφληθεί και/ή τουλάχιστο σημαντικά μειωθεί λαμβάνω νομικής συμβουλής από τους εξωτερικούς νομικούς μας συμβούλους κ.κ. Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. – ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανυπόστατος, μετέωρος, καθ’ όλα λανθασμένος.» Ουδεμία άλλη αναφορά έγινε από μέρους της Τράπεζας αναφορικά με το εν λόγω Τεκμήριο 8 και τον παρεπόμενο ισχυρισμό εξόφλησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αναγνωρίσει την ύπαρξη του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η πρωτοφειλέτιδα είχε εξοφλήσει το επίδικο χρέος από τις 30.4.2002, κατέγραψε ότι οι καθ’ ων η αίτηση (Τράπεζα) αρνούνται τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι το επίδικο χρέος έχει εξοφληθεί ή ότι έχει μειωθεί σημαντικά. Επί του ζητήματος, αποφάσισε ότι:
«Σχετικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή ότι το επίδικο χρέος έχει εξοφληθεί από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία από το 2002, οι οποίοι αμφισβητούνται, το Δικαστήριο δεν μπορεί να τους αποδεχθεί εφόσον για το ίδιο θέμα, διαχρονικά, έχουν δοθεί διάφοροι αντιφατικοί ισχυρισμοί από την ίδια πλευρά των Εναγομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στη διαδικασία που διεξήχθη και κατέληξε στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 28/11/2012, είχε προβληθεί ισχυρισμός, όχι για εξόφληση του χρέους, αλλά για ουσιαστική μείωσή του. Την εν λόγω Ενδιάμεση Απόφαση, μάλιστα, την επικαλέστηκε η ίδια η πλευρά του Αιτητή.»
Το τι ο εφεσείων προβάλλει, με τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι την παραγνώριση, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του Τεκμηρίου 8, το οποίο ήταν έγγραφο προερχόμενο από την ίδια την Τράπεζα και το οποίο θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό.
Μας βρίσκει σύμφωνους η επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα.
Επρόκειτο για μία διαδικασία αιτούμενης ακύρωσης εγγραφών δικαστικής απόφασης, ΜΕΜΟ, επί ακίνητης περιουσίας, δυνάμει του Άρθρου 71 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Μία από τις βάσεις που τέθηκαν ως υπόβαθρο για το αίτημα, ήταν η εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Αν το ζήτημα περιοριζόταν στην αντιπαράθεση ενός γενικού ισχυρισμού εξόφλησης και της γενικής άρνησης αυτού, ενδεχομένως να ήταν αρκετό να τεθεί ότι μεταγενέστεροι της κατ’ ισχυρισμόν εξόφλησης ισχυρισμοί μείωσης του ποσού είναι αντιφατικοί με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του συγκεκριμένο ισχυρισμό, βασιζόμενο σε Κατάσταση Λογαριασμού, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο και την οποία η Τράπεζα εξέδωσε. Την οποία, περαιτέρω, η Τράπεζα επέλεξε να μην αμφισβητήσει ως προς την ύπαρξη της ή τη σχετικότητα της με την υπό κρίση αίτηση, ή την ορθότητά της, επικεντρώνοντας την αμφισβήτηση του ισχυρισμού εξόφλησης σε νομική συμβουλή ότι είναι ανυπόστατος, μετέωρος και λανθασμένος. Γενικά και αόριστα.
Εντοπίζουμε σφάλμα, επί του προκειμένου, στην πρωτόδικη διεργασία αξιολόγησης των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων. Η παντελής παραγνώριση, ως, δίχως άλλο, προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, αφήνει σημαντικό κενό στη δικαστική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβάλλει ότι το σημαντικό αυτό στοιχείο στη μαρτυρία, ουδόλως λήφθηκε υπόψη, έχοντας, μάλιστα, ουσιαστικά παραμείνει αναντίλεκτο από πλευράς της καθ’ ης η αίτηση Τράπεζας. Καθιστώντας ακροσφαλή τα συναφή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αναγκαία την παρέμβαση μας.
Κρίνουμε, με βάση όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 θα έπρεπε να γινόταν δεκτό. Η διαπίστωση μηδενικού υπολοίπου από τις 11.4.2002, ήταν, υπό τα δεδομένα, ως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναπόφευκτη. Ανάλογη είναι και η διαπίστωση μας, η οποία δεν θα μπορούσε να ανατραπεί από τα όσα έθεσε ενώπιον μας, με το περίγραμμα αγόρευσης του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους. Τίποτα από αυτά δεν είχε τεθεί, ως πραγματικό υπόβαθρο, στην πρωτόδικη διαδικασία. Ούτε, ασφαλώς μπορεί να καταστεί μαρτυρία μέσω του περιγράμματος αγόρευσης.
Βάσιμος κρίνεται, εκ των πραγμάτων, ο πρώτος λόγος έφεσης, συμπαρασύροντας τους υπόλοιπους, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, περιλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα.
Εκδίδεται διάταγμα ακύρωσης των εγγραφών ΜΕΜΟ ΕΒ973/2010 και ΕΒ518/1994, ως προβάλλονται στην παράγραφο 1 της πρωτόδικης αίτησης ημερομηνίας 26.5.2015. Το αιτητικό υπό παράγραφο 2 της ιδίας αίτησης απορρίπτεται ως γενικό και αχρείαστο, υπό τα δεδομένα της αίτησης.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης. Τα πρωτόδικα έξοδα καθορίζονται να είναι ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται να είναι ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Εφετείου και εγκριθούν από το Εφετείο.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο