MILON MEHEDI v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023, 30/10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023)

 

30 Οκτωβρίου, 2024

 

            [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

MILON MEHEDI

                                                                                                                        Εφεσείων,

v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

 

 --------------------

 Κ. Βενιζέλου (κα), για Μαριάννα Αδάμου, για Εφεσείoυσα.

Ρ. Χαραλάμπους(κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

                                                --------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

    θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

--------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην οποία δήλωσε ότι ήρθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί.

 

Μετά τη διεξαγωγή συνέντευξης με τον Εφεσείοντα, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας με απόφασή της ημερ. 1.7.2022 την οποία ο Εφεσείων προσέβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διά της Προσφυγής Αρ. 4667/2022 η οποία απορρίφθηκε με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 23.1.2023.

 

Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δήλωσε ότι εξέτασε μόνο λόγους ακύρωσης οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στην Προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση του Εφεσείοντα.

 

Εκ των εξετασθέντων λόγων ακύρωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  εκδόθηκε αναρμόδια, κρίνοντας ότι ο αποφασίζων λειτουργός ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ομοίως απέρριψε τον ισχυρισμό πως η συνέντευξη διεξήχθηκε πλημμελώς καθότι (α) πριν την έναρξή της, εξηγήθηκε στον Εφεσείοντα η διαδικασία που θα ακολουθείτο και αυτός απάντησε πως αντιλαμβάνεται επαρκώς τη μετάφραση και (β) στο πρακτικό της συνέντευξης, ο Εφεσείων και ο μεταφραστής ενυπόγραφα δήλωσαν ότι τα λεγόμενα του Εφεσείοντα καταγράφηκαν με ακρίβεια και ότι ο τελευταίος δεν είχε κάτι να προσθέσει.

 

Ενόψει τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ο Εφεσείων στερήθηκε των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες απολαύει βάσει των περί Προσφύγων Νόμων (μεταξύ άλλων βάσει του Άρθρου 13Α και 18), επισημαίνοντας ότι ο Εφεσείων δεν πρόσθεσε κάτι ενώπιον του ιδίου του Δικαστηρίου προς στήριξη των ισχυρισμών του, παρότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που περιβάλλουν την Προσφυγή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης απέρριψε την αιτίαση περί ελλιπούς δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολογίας και εμφιλοχώρησης πλάνης, ομογνωμώντας με την Εφεσίβλητη πως ο Εφεσείων δεν ανέφερε ισχυρισμό στη βάση του οποίου εδικαιολογείτο η παροχή διεθνούς προστασίας, σημειώνοντας ότι το Μπαγκλαντές (χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα) θεωρείται -με βάση συναφή διατάγματα του Υπουργού Εσωτερικών (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις 198/2020 και 225/2021)- ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και ο Εφεσείων ουδέν προέβαλε για να ανατρέψει αυτό το νομοθετικό τεκμήριο.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης:

 

Κατά τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε επειδή δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν του επεξήγησε τη διαδικασία που θα ακολουθούσε κατά τη συνέντευξη, οπότε ο Εφεσείων δεν παρουσίασε όλα τα στοιχεία που θα απεδείκνυαν το γεγονός ότι, αν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετώπιζε σοβαρούς κινδύνους ακόμα και για την ίδια του τη ζωή.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Η διαδικασία την οποία ακολούθησε η Υπηρεσία Ασύλου κατά τη συνέντευξη καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας, στο πλαίσιο νομιμότητας το οποίο καλύπτει την προσβαλλόμενη απόφαση την οποία η εν λόγω συνέντευξη προπαρασκεύασε.

 

Δεδομένου ότι ο Εφεσείων βαρύνεται (α) να αποδείξει ότι εμφιλοχώρησε παρανομία (και όχι η Υπηρεσία Ασύλου να αποδείξει τη νομιμότητα των ενεργειών της: Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, απόφαση ημερ. 15.10.2024) και (β) να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 61/2022 Nyemb ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 30.10.2024), δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε μεμπτό ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Ενσκήπτοντας στο επίδικο πρακτικό της συνέντευξης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο περί του ότι -μέσω των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν- ο Εφεσείων είχε την ευκαιρία να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας την οποία υπέβαλε.

 

Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους, ώστε να εργαστεί και τοιουτοτρόπως να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του στη χώρα καταγωγής του, ως ο μόνος στην οικογένεια που δύναται να εργαστεί.  Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου του ζήτησε να επιβεβαιώσει ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω οικονομικής δυσχέρειας και για να εργαστεί και ο Εφεσείων απάντησε καταφατικά.

 

Εν συνεχεία, η αρμόδια λειτουργός ρώτησε τον Εφεσείοντα κατά πόσο οποιοιδήποτε άλλοι λόγοι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του και αυτός απάντησε αρνητικά.  Κατόπιν έτι περαιτέρω ερωτήσεων της αρμόδιας λειτουργού, ο Εφεσείων απάντησε ότι δεν συνελήφθηκε ή κρατήθηκε στη χώρα του για οποιοδήποτε λόγο, ότι δύναται να επιστρέψει πίσω χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κώλυμα από τις εκεί κρατικές αρχές και ότι δεν έχει κάτι να προσθέσει πέραν του ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία. 

 

Στο τέλος του πρακτικού της συνέντευξης ο Εφεσείων υπέγραψε τα ακόλουθα:

Πρώτον, επιβεβαίωσε ότι η περιεχόμενη στο πρακτικό πληροφόρηση ήταν αληθής και ακριβής.  Δεύτερον, δήλωσε ότι κατανόησε πλήρως στην εθνική του γλώσσα (προφανώς, μέσω της μεταφράστριας η οποία του διατέθηκε) όλες τις πληροφορίες που του έδωσε η αρμόδια λειτουργός για τις περί ασύλου διαδικασίες, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του καθώς και τις ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν.  Τρίτον, επιβεβαίωσε ότι οι καταγεγραμμένες απαντήσεις απέδιδαν επακριβώς τις δηλώσεις του.  Τέταρτον, δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να μεταβάλει οποιαδήποτε δήλωσή του ούτε να αμφισβητήσει οποιαδήποτε πληροφορία η οποία υποβλήθηκε κατά τη συνέντευξη.

 

Στο πλαίσιο της εισηγητικής της έκθεσης, η οποία εγκρίθηκε οδηγώντας στην απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Εφεσείοντα, η αρμόδια λειτουργός (η οποία διεξήγαγε τη συνέντευξη) αποδέχτηκε την αξιοπιστία των λεγομένων του Εφεσείοντα, κρίνοντας βάσει αυτών ότι πρόκειται για οικονομικό μετανάστη ο οποίος δεν χρήζει διεθνούς προστασίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω δεδομένων, κρίνουμε ότι η Υπηρεσία Ασύλου διεξήγαγε τη συνέντευξη του Εφεσείοντα κατά τρόπο νόμιμο, εξ αυτής οδηγούμενη σε κρίση η οποία κείται εντός των επιτρεπτών ορίων της αρμοδιότητάς της, αφού οι οικονομικοί μετανάστες δεν δικαιούνται διεθνή προστασία (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 5/2019 M.M.R. v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.10.2023).

 

Ακόμα όμως και αν εμφιλοχωρούσε διαδικαστική πλημμέλεια κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο λόγος έφεσης είναι αλυσιτελής διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διεξήγαγε έλεγχο ορθότητας, υποκαθιστώντας έτσι την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δική του, χωρίς αυτή η πρωτόδικη κρίση να αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα.  Ενδεικτική αυτού του ελέγχου ορθότητας είναι η πρωτόδικη αναφορά στις Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις 198/2020 και 225/2021 οι οποίες δεν αναφέρονται (είτε στην εισηγητική έκθεση είτε στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης) από την Υπηρεσία Ασύλου ως βάση για την από πλευράς της απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης:

 

Κατά τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε, με το να κρίνει ότι η Υπηρεσία Ασύλου ερεύνησε επαρκώς τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα.  Ενώ ο Εφεσείων έθεσε στην Υπηρεσία Ασύλου τους σοβαρούς λόγους για τους οποίους αιτείτο άσυλο, ο εξεταστής δεν τον ρώτησε συγκεκριμένα για τους λόγους της απειλής εναντίον της ζωής του, ώστε να του δώσει την ευκαιρία να παρουσιάσει, όσο πληρέστερα γίνεται, την ανάγκη του για εξασφάλιση διεθνούς προστασίας. 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης συνιστά απόηχο του πρώτου λόγου έφεσης και αναπόφευκτα υπόκειται στην ίδια κατάληξη.

 

Κατά το πρακτικό της συνέντευξης, ο Εφεσείων δεν προέβαλε γεγονός που να στοιχειοθετεί απειλή εναντίον της ζωής του, οπότε είναι oρθή η κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου πως ο Εφεσείων δεν έχρηζε διεθνούς προστασίας.  Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αλυσιτελής για τον ίδιο λόγο που είναι αλυσιτελής και ο πρώτος λόγος έφεσης. 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ, ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                    

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο