ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ v. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022, 23/12/2024
print
Τίτλος:
ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ v. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022, 23/12/2024
Ημερομηνία:
23 Δεκεμβρίου 2024
ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ v. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022, 23/12/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022)

 

23 Δεκεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΠΝΟΥΛΛΑ

Εφεσείουσα

 

v.

 

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

Εφεσιβλήτων

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Εφεσείουσα αυτοπροσώπως

Μ. Καλογήρου για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση η Εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (εφεξής «Π.Σ.Δ.»), με την οποία απορρίφθηκε καταγγελία, την οποία με τον σύζυγο της είχαν υποβάλει κατά της δικηγόρου Ε.Π., λόγω του ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

 

        Με την αιτιολογία που συνοδεύει τον Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα προβάλλει ουσιαστικά τη θέση ότι αναγκάστηκε να παρευρεθεί μόνη της στην ακρόαση ενώπιον του Π.Σ.Δ. και ότι το αποτέλεσμα επίπληξης που της έγινε εκεί ήταν να αγχωθεί και να μην απαντήσει όπως ήθελε («να αγχωθώ και να μην μπορώ να εκφραστώ σε σημείο που ξεχνούσα ονόματα σημαντικά ως προς την υπόθεση και έτσι αναγκάστηκα να απαντώ μονολεκτικά στις ερωτήσεις που μου έκαναν»). Περιέχεται επιπλέον στην αιτιολογία ένα μείγμα μαρτυρίας και αγόρευσης  σε μία προσπάθεια να αποτυπώσει τα όσα, κατ’ ισχυρισμόν της, δεν έθεσε ενώπιον του Π.Σ.Δ..

 

        Όπως φαίνεται από το Κατηγορητήριο, στη βάση της καταγγελίας  η Ε.Π. αντιμετώπιζε ενώπιον του Π.Σ.Δ. δύο κατηγορίες, ήτοι την πρώτη  για ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου και τη δεύτερη για επονείδιστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου, αμφότερες κατά παράβαση του Άρθρου 17 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2. Σημασία έχουν και οι λεπτομέρειες αδικημάτων όπως αυτές καταγράφηκαν στο Κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα με την Πρώτη Κατηγορία αποδίδετο στην Ε.Π. ότι:

 

«…ενώ σας ανατέθηκε από τους παραπονούμενους εντολή για την οποία είχατε προπληρωθεί με το ποσό των 512,50 ευρώ, ώστε να εγείρετε αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον του ιδιοκτήτη του εστιατορίου που οι παραπονούμενοι ενοικίαζαν, δεν το πράξατε με αποτέλεσμα οι παραπονούμενοι να ζημιωθούν».

 

        Με την Δεύτερη Κατηγορία αποδίδετο στην Ε.Π. ότι:

 

«…ενώ σας ανατέθηκε η υπόθεση που αναφέρεται στην 1η κατηγορία από τους παραπονούμενους, τους ενημερώνατε ψευδώς ότι εκκρεμεί υπόθεση στο Δικαστήριο ενώ δεν είχατε καταχωρίσει τέτοια υπόθεση».

 

        Δυστυχώς η πορεία που η υπόθεση είχε ενώπιον του Π.Σ.Δ. δεν περιποιεί τιμή σε αυτό. Η αρχική καταγγελία φαίνεται να έγινε στις 2.11.2012. Στις 5.6.2014 στάληκε επιστολή από το Π.Σ.Δ. προς την Εφεσείουσα ότι το Συμβούλιο είχε αποφασίσει πως δεν δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με την καταγγελία της. Στις 8.7.2014, όμως, απεστάλη νέα επιστολή με την οποία ανακλήθηκε το περιεχόμενο της προηγούμενης και το Π.Σ.Δ. ενημέρωσε την Εφεσείουσα ότι είχε αποφασίσει πως δικαιολογείτο η διεξαγωγή έρευνας. Η ακρόαση άρχισε το 2018 και υπήρξε ακροαματική διαδικασία σε τρεις δικασίμους, ήτοι  στις 4.7.2018, 12.12.2018 και 17.1.2019. Ακολούθως δεν υπάρχει κάποια συνέχεια στο ζήτημα μέχρι τις 14.2.2022 που η υπόθεση ορίζεται εκ νέου (de novo) για Απάντηση λόγω του ότι είχε αλλάξει η σύνθεση του Π.Σ.Δ.. Δυστυχώς στο μεσοδιάστημα ο ένας παραπονούμενος (σύζυγος της Εφεσείουσας) είχε αποβιώσει.

 

        Η ακρόαση διεξήχθη για δεύτερη φορά στις 28.4.2022. Όντως φαίνεται από τα πρακτικά πως προηγήθηκε έντονη παράθεση του παραπόνου της Εφεσείουσας ενώπιον του Π.Σ.Δ., στην οποία τα μέλη αντέδρασαν καλώντας την όπως επιδείξει τον δέοντα σεβασμό.

 

        Μαρτυρία έδωσε μόνο η Εφεσείουσα. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι αυτή έκανε αναφορά σε αγωγή που η Ε.Π. κατέθεσε κατά του ιδιοκτήτη του ως άνω ενοικιαζόμενου ακινήτου και μετά σε ανταπαίτηση που καταχώρησε στο πλαίσιο αγωγής, την οποία είχε εγείρει εναντίον τους ο ιδιοκτήτης. Σε άλλο στάδιο ερωτηθείσα από μέλος του Π.Σ.Δ. ποιο είναι ακριβώς το παράπονο της από την Ε.Π. απάντησε:

 

«Το παράπονο μου είναι ότι έγινε μια δίκη. Ο κύριος Χατζηπίττας, τότε Δικαστής, δεν μας άφησε να φέρουμε τους μάρτυρες. Δεν ξέραμε εμείς από Δικαστήριο. Έφυγε η κυρία Παρασκευά από δικηγόρος μας».

       

        Σε άλλο σημείο δήλωσε ότι το παράπονο της ήταν ότι «…ήταν μια μεγάλη κοροϊδία που εξαιτίας της χάθηκε όλη η δουλειά του άντρα μου…». Δήλωσε δε απερίφραστα ότι δεν είχε παράπονο για την αμοιβή που πλήρωσε στην δικηγόρο. Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι η Ε.Π. δεν πήγε στο Δικαστήριο και δεν έκανε ούτε ανταπαίτηση ούτε απαίτηση.

 

        Το Π.Σ.Δ. κατέληξε πως η ενώπιον του προσαχθείσα από πλευράς Εφεσείουσας μαρτυρία ήταν ότι οι Παραπονούμενοι «έδωσαν ουσιαστικά οδηγίες στην εγκαλούμενη να προχωρήσει με καταχώρηση υπεράσπισης στα πλαίσια της αγωγής με αριθμό 3488/2003», πράγμα το οποίο η Ε.Π. έπραξε, καθώς και ότι «το παράπονο της Εφεσείουσας εστιάστηκε στο ότι η ίδια θεωρεί ότι η εγκαλούμενη δεν χειρίστηκε σωστά τις υποθέσεις που εκκρεμούσαν στα δικαστήρια ή που η ίδια θεωρούσε ότι θα έπρεπε να εκκρεμούσαν».

 

        Τα συμπεράσματα αυτά του Π.Σ.Δ., όμως, προϋπέθεταν αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας. Αυτή είχε προβάλει τη θέση πως οι οδηγίες που έδωσε στην Ε.Π. για καταχώριση αγωγής και ανταπαίτησης κατά του Ιδιοκτήτη δεν ακολουθήθηκαν και πως ψευδώς η Ε.Π. τούς έλεγε ότι είχε συμμορφωθεί με αυτές. Παραθέτουμε ενδεικτικά τα πιο κάτω από την αντεξέταση της Εφεσείουσας:

 

        «Ε.Π.:  Κυρία Καπνουλά, εγώ πήρα οδηγίες από εσάς και τον σύζυγο σας για να καταχωρήσω υπεράσπιση σε συγκεκριμένη αγωγή που κινήθηκε μέσα στο 2003. Σωστά;

        Α.:       Όχι.

        Ε.Π.:    Πήγα και καταχώρησα μόνη μου αυτήν την υπεράσπιση; Δηλαδή, επήγα και καταχώρησα την;

        Α:        Την υπεράσπιση την καταχώρησες μετά που δεν έκαμες εκείνο που έπρεπε».

       

        Όπως είναι καλά νομολογημένο η ακρόαση μιας πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον του Π.Σ.Δ. διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η ακρόαση ποινικής υπόθεσης εκδικαζόμενης συνοπτικά (βλ. Γιαλελής ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, Πειθ. Έφ. 1/18, ημερ. 6.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A123).

 

        Εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν τη Νομολογία που διέπει το πώς εξετάζεται το κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε συνοπτική ποινική δίκη, επαναλαμβάνουμε την καλά γνωστή αρχή πως η απαλλαγή από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται μόνο όταν:

 

        (α)   Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

        (β)   Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ΄ αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

        (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133).

 

        Τονίζουμε ότι το κριτήριο είναι και στις δύο περιπτώσεις αντικειμενικό. Δεν λαμβάνει χώρα στο στάδιο αυτό της δίκης υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο το οποίο επιτελείται στο τέλος της δίκης. Μόνο εάν όλη η μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Παραπονούμενη στην Πειθαρχική διαδικασία εμπεριείχε τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το Π.Σ.Δ. επί οιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης στο σύνολο της, θα μπορούσε να είχε καταλήξει ότι δεν υπήρχε υπόθεση να απαντηθεί.

 

        Το Π.Σ.Δ. εν προκειμένω δεν καταγράφει οποιαδήποτε τέτοια διαπίστωση ως προς την αναξιοπιστία των όσων δήλωσε η Εφεσείουσα. Προέβη από μόνο του σε κατάληξη ότι το παράπονο της Εφεσείουσας εστιάστηκε σε εσφαλμένο χειρισμό των υποθέσεων κρίνοντας ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί συστατικό στοιχείο των Κατηγοριών. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορούσε να είχε εξαχθεί στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, ειδικά αφού από μέρους της Εφεσείουσας είχε προβληθεί άλλη εκδοχή η οποία θα έπρεπε να είχε αφεθεί να αξιολογηθεί στο τέλος της δίκης, μετά την κλήση της Ε.Π. να προβάλει την υπεράσπιση της.

 

        Η Έφεση επιτυγχάνει.

 

        Δυστυχώς δεν παρέχεται άλλη επιλογή παρά από την ακύρωση της προσβληθείσας αθωωτικής απόφασης η οποία και ακυρώνεται με παράλληλη διαταγή για συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του ίδιου κλιμακίου του Π.Σ.Δ. με την κλήση της καταγγελλόμενης να προβάλει την υπεράσπιση της, πράγμα που αναμένεται να λάβει χώρα το συντομότερο.

 

        Εν όψει της πιο πάνω διαταγής κρίνουμε ορθό όπως τα έξοδα της παρούσας Έφεσης παραμείνουν στην πορεία της Πειθαρχικής Υπόθεσης  αλλά σε καμμιά περίπτωση να μην είναι εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο