ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 21/2019)
17 Δεκεμβρίου, 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΘΗΝΟΥΛΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείουσα/Εναγομένη,
v.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΙΡΑΝΤΑΣ ΚΑΡΑΝΙΚΗ ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΩΣ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΚΑΡΑΝΙΚΗ,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.
-----------------------------
Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μ. Πανταζή (κα) και Ε. Πελοπίδα (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε, για τους Εφεσίβλητους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία η εφεσείουσα – εναγόμενη κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνη για το επίδικο ατύχημα και επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων – εναγόντων ποσό ύψους €20.000 ως γενικές αποζημιώσεις και ποσό ύψους €185 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος, ήτοι από 12.6.2009. Η αγωγή είχε εγερθεί από τους εφεσίβλητους γονείς και εκ μέρους της ανήλικης, τότε, θυγατέρας τους και με αυτή αξίωναν εναντίον της εφεσείουσας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τραυματισμούς και ζημιές που ισχυρίζοντο ότι υπέστη η θυγατέρα τους, συνεπεία του τροχαίου, την ευθύνη για το οποίο απέδωσαν στην εφεσείουσα. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια της ανήλικης.
Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, έδωσαν μαρτυρία από πλευράς των εφεσιβλήτων ο Α/Αστ. 1629 (ΜΕ1), ο οποίος ετοίμασε σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος (Τεκμήριο 1), η ανήλικη κατά το χρόνο του ατυχήματος, η οποία κατά την ακρόαση είχε ενηλικιωθεί (ΜΕ2), ο πατέρας της (ΜΕ3) και ο χειρούργος – ορθοπεδικός Δρ. Σέργιος Σεργίου (ΜΕ4). Μοναδική μάρτυρας για την υπεράσπιση ήτο η εφεσείουσα. Κατά την ακρόαση, κατέστη παραδεκτό γεγονός ότι οι ειδικές ζημιές που προκλήθηκαν συνεπεία του ατυχήματος, επί πλήρους ευθύνης, ανέρχοντο στο ποσό των €185.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι το σημείο επαφής του οχήματος με την ανήλικη, η οποία ήταν πεζή, ήτο σε επίπεδη διάβαση πεζών, ζωγραφισμένη στην άσφαλτο και ότι δεξιά και αριστερά της διάβασης υπήρχαν γραμμές, επίσης ζωγραφισμένες στην άσφαλτο, που υποδείκνυαν ότι υπήρχε διάβαση. Το όριο ταχύτητας ήτο 50 χιλ/ώρα, ο δρόμος ήτο επίπεδος και ευθύς και ο ίδιος μέτρησε ορατότητα 60 μέτρων από την πορεία που ερχόταν το όχημα της εφεσείουσας μέχρι τη διάβαση, όμως πέραν της απόστασης αυτής, υπήρχε ορατότητα ακόμα 20-30 μέτρα. Η ΜΕ2 υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που είχε δώσει στον ΜΕ1 μετά το ατύχημα. Σύμφωνα με την κατάθεση της, την επίδικη ημέρα είχε στο σχολείο εξετάσεις και θα την παραλάμβανε ο πατέρας της, ο οποίος στάθμευσε το όχημα του στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κατέβηκε και την περίμενε. Δεν υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα πάνω στη διάβαση πεζών. Όπως ανέφερε στην κατάθεση της, «όταν έφτασα στη διάβαση πεζών στη μέση της από το σημείο που θα διασταύρωνα, σταμάτησα. Έλεγξα το δρόμο από τα δεξιά και από τα αριστερά μου δύο φορές και δεν ερχόταν κανένα όχημα. Ένα αστυνομικό αυτοκίνητο που ερχόταν από τα αριστερά μου σταμάτησε και μου έδωσε προτεραιότητα να διασταυρώσω. Από δεξιά μου ξανακοίταξα και δεν ερχόταν κανένα όχημα. Τότε προχώρησα με κανονικό βήμα μέσω της διάβασης για να πάω απέναντι. Αφού διάνυσα αρκετή απόσταση πάνω στη διάβαση πεζών λίγο πριν φτάσω στη μέση του δρόμου με κτύπησε ένα αυτοκίνητο που νομίζω ερχόταν από δεξιά μου. Με το κτύπημα του αυτοκινήτου έπεσα κάτω στην άσφαλτο».
Ο ΜΕ3 ανέφερε στην κατάθεσή του στην αστυνομία, την οποία και υιοθέτησε, ότι δεν υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα στη διάβαση πεζών. Όταν η θυγατέρα του έφτασε στη διάβαση, είδε ένα αστυνομικό όχημα να έρχεται από τα δεξιά του το οποίο σταμάτησε και της έδωσε προτεραιότητα. Η θυγατέρα του άρχισε να διασταυρώνει «με κανονικό βήμα». Ο ίδιος είδε το όχημα της εφεσείουσας να έρχεται από τα αριστερά του και νόμισε ότι θα σταματούσε. «Αντί αυτού ενώ η κόρη μου έφτασε στη μέση του δρόμου τη κτύπησε πάνω στη διάβαση πεζών… με την αριστερή του μπροστινή πλευρά χωρίς να σταματήσει στη διάβαση και να δώσει προτεραιότητα στην πεζή», είπε.
Η εκδοχή της εφεσείουσας, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ήτο η ακόλουθη: Από το σημείο του ατυχήματος περνούσε πάρα πολλές φορές. Γνώριζε ότι στη συγκεκριμένη οδό υπήρχε σχολείο και διάβαση πεζών και γι’ αυτό, τη μέρα του ατυχήματος, οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα, με προσοχή και ελέγχοντας τον δρόμο και τον περίγυρο. Την επίδικη ώρα υπήρχαν, όπως είπε, πολλά σταθμευμένα οχήματα τα οποία της εμπόδιζαν την ορατότητα. Τα σταθμευμένα οχήματα έφταναν «σχεδόν πάνω στη διάβαση αλλά όχι πάνω στη διάβαση». Επεξήγησε ότι δεν είδε καθόλου την εφεσίβλητη «διότι ήταν μπροστά παρκαρισμένα όλα τα αυτοκίνητα, αλλά ήρτεν τζιαι έδωσεν πάνω στο καθρεφτάκι μου, αφού ήμουν στη μέση της διάβασης τζιαι ήρτεν τζιαι έδωσεν μου την, αφού δεν την χτύπησα εγώ». Κατά τον χρόνο του ατυχήματος από την απέναντι κατεύθυνση βρισκόταν ένα όχημα της αστυνομίας το οποίο είχε σταματήσει στη διάβαση. Για πρώτη φορά το είδε όταν κτύπησε η ανήλικη πάνω στο καθρεφτάκι της.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία από πλευράς εφεσιβλήτων, ενώ δεν πείσθηκε από την εκδοχή της εφεσείουσας ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν στο ατύχημα. Παραθέτουμε το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Προχωρώ στη μαρτυρία της Εναγόμενης. Επί της ουσίας, η θέση που προέβαλε σε σχέση με το ατύχημα ήταν ότι η ίδια οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα, με προσοχή και ελέγχοντας τον δρόμο και τον περίγυρο της. Αυτό γιατί γνώριζε ότι στην συγκεκριμένη οδό υπήρχε σχολείο και διάβαση πεζών. Συνιστά επίσης τη θέση της, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία της, ότι το ατύχημα συνέβη επειδή η ΜΕ2 ξαφνικά και απρόσμενα αποφάσισε να διασταυρώσει το δρόμο και κτύπησε στο αυτοκίνητο της.
Όμως η εκδοχή της αυτή δεν στέκει στη βάσανο της λογικής και δεν συνάδει με το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της, σύμφωνα με το οποίο η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε την ΜΕ2 ήταν όταν αυτή κτύπησε στο αυτοκίνητο της και η πρώτη φορά που είδε το αστυνομικό όχημα απέναντι της ήταν επίσης όταν κτύπησε στο αυτοκίνητο της η ΜΕ2.
Μου είναι αδύνατο να δεχτώ ότι ένας οδηγός που οδηγεί σε εγρήγορση, προσεκτικά και με χαμηλή ταχύτητα, σε δρόμο με ορατότητα πέραν των 60 μέτρων και γνωρίζοντας ότι πλησιάζει σε διάβαση πεζών που βρίσκεται κοντά σε σχολείο, δεν καταφέρνει να εντοπίσει πεζή μαθήτρια η οποία περπατά προς τη διάβαση, εισέρχεται σε αυτή και ξεκινά να διασταυρώνει και διασχίζει 2,70 μέτρα από το πλάτος της λωρίδας στην οποία οδηγά και περίπου το 1/3 του συνολικού πλάτους του δρόμου. Ταυτόχρονα ο ίδιος επιμελής και προσεκτικός οδηγός δεν καταφέρνει να αντιληφθεί καθόλου αστυνομικό αυτοκίνητο που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση παρά μόνο όταν βρίσκονται αντικριστά σχεδόν στη διάβαση.
Κρίνω ότι δεν μπορώ να αποδεχτώ την εκδοχή αυτή της Εναγόμενης ως αληθινή. Κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε κάθε έννοια κοινής λογικής».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, προέβη στα ακόλουθα ευρήματα επί των γεγονότων:
«(α) Κατά τον επίδικο χρόνο, η Κωνσταντίνα Καρανίκη (ΜΕ2) ήταν 13 ετών, μαθήτρια και φοιτούσε στο σχολείο G.C. School of Careers. Η Εναγόμενη ήταν ιδιοκτήτρια και οδηγός του οχήματος με αριθμό εγγραφής KQH 660.
(β) Στις 12.6.2009 και περί ώρα 9:30πμ, η ΜΕ2 διασταύρωνε το δρόμο από αριστερά προς δεξιά σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Εναγόμενης, χρησιμοποιώντας διάβαση πεζών επί της οδού Σταδίου στο Στρόβολο, περί τα 20 μέτρα από την είσοδο του σχολείου G.C. School of Careers. Η δε Εναγόμενη οδηγούσε το προαναφερόμενο όχημα της επί της ιδίας οδού με κατεύθυνση από Λεωφ. Αρχαγγέλου προς οδό Ελαιώνων.
(γ) Την επίδικη ημέρα το σχολείο G.C. School of Careers δεν λειτουργούσε κανονικά. Ήταν μέρα κατά την οποία μόνο το τμήμα στο οποίο φοιτούσε η ΜΕ2, που είχε περί τους 80 μαθητές, είχε εξετάσεις ιστορίας και είχε προσέλθει στο σχολείο.
(δ) Όταν η εξέταση της ΜΕ2 τελείωσε αυτή ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον πατέρα της, ΜΕ3, να έρθει να την παραλάβει από το σχολείο. Ο πατέρας της, που βρισκόταν στην εργασία του, ήρθε περί τα 15-20 λεπτά αργότερα και μέχρι την ώρα που προσήλθε οι περισσότεροι μαθητές είχαν ήδη αποχωρήσει από το σχολείο.
(ε) Ο ΜΕ3 στάθμευσε το όχημα του σε πάροδο, κοντά στη διάβαση πεζών, κατέβηκε και στάθηκε περί το ύψος της διάβασης από την πλευρά του δρόμου απέναντι από το σχολείο G.C. School of Careers, περιμένοντας την θυγατέρα του.
(στ) Η ΜΕ2 είδε τον πατέρα της και περπάτησε από την είσοδο του σχολείου προς τη διάβαση με πρόθεση να διασταυρώσει.
(ζ) Σταμάτησε στο πεζοδρόμιο, περίπου στο μέσο της διάβασης και έλεγξε τον δρόμο δεξιά και αριστερά δύο φορές. Από τη δεξιά πλευρά της ΜΕ2 και την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν το όχημα της Εναγόμενης, η ορατότητα ήταν καλή, πέραν των 60 μέτρων και δεν υπήρχαν οχήματα σταθμευμένα πλησίον της διάβασης τα οποία να εμποδίζουν την ορατότητα.
(η) Από την αριστερή πλευρά της ΜΕ2, πλησίασε τη διάβαση αστυνομικό όχημα το οποίο σταμάτησε για να αφήσει την ΜΕ2 να διασταυρώσει. Όταν το αστυνομικό όχημα σταμάτησε, η ΜΕ2 έλεγξε ξανά τον δρόμο από δεξιά και αφού δεν διαπίστωσε όχημα να προσεγγίζει, ξεκίνησε να διασταυρώνει.
(θ) Η Εναγόμενη την ίδια ώρα οδηγούσε το όχημα της στην ίδια οδό με κατεύθυνση προς Λεωφ. Ελαιώνων και προσέγγιζε τη διάβαση πεζών. Το σχολείο G.C. School of Careers και η ΜΕ2 βρίσκονταν στα αριστερά της, σε σχέση με την πορεία της.
(ι) Ο συγκεκριμένος δρόμος ήταν διπλής κατεύθυνση και κάθε λωρίδα είχε πλάτος 4,20 μέτρα. Η διάβαση ήταν σημειωμένη με άσπρα ορθογώνια στο οδόστρωμα και στα δεξιά και αριστερά αυτής υπήρχαν στο οδόστρωμα ζωγραφισμένες ζικ ζακ γραμμές.
(ια) Ενώ η ΜΕ2 είχε διασχίσει 2,70 μέτρα εντός της αριστερής λωρίδας του δρόμου, κτύπησε με το όχημα της Εναγόμενης με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές «στην αριστερή του πλευρά ο μπροστινός προφυλακτήρας, πούλωσε ελαφρά το μπροστινό φτερό και κόπηκε το αριστερό καθρεφτάκι», σύμφωνα με τον ΜΕ1, και να αποκοπεί το αριστερό καθρεφτάκι του οχήματος, το οποίο έπεσε στο έδαφος.
(ιβ) Ως αποτέλεσμα του ατυχήματος, η ΜΕ2 τραυματίστηκε. Μεταφέρθηκε αρχικά στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ακολούθως στο Μακάριο Νοσοκομείο, όπου κρατήθηκε για νοσηλεία για τέσσερεις μέρες.
(ιγ) Τα τραύματα που υπέστη συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος η ΜΕ2, η θεραπεία που ακολούθησε καθώς και η μετα-τραυματική της κατάσταση, είναι ως αποτυπώνονται και καταγράφονται στα ιατρικά πιστοποιητικά, Τεκμήρια 4, 5, 6 και 7 αλλά και όπως έχουν επεξηγηθεί από τον Δρ. Σεργίου, ΜΕ4.
………………………………………………………………………..…………………
(ιδ) Συνεπεία του ατυχήματος η ΜΕ2 υπέστη ειδικές ζημιές ύψους €185.
(ιε) Η σκηνή όπου επισυνέβη το επίδικο ατύχημα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μετρήσεων, της τελικής θέσης του οχήματος της Εναγόμενης και του σημείου επαφής του οχήματος της Εναγόμενης με την ΜΕ2 είναι όπως απεικονίζονται στο σχεδιάγραμμα της σκηνής, Τεκμήριο 1.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ακολούθως στα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας με βάση το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ως επίσης και ειδικότερα στο καθήκον κάθε προσώπου να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα για αποφυγή τροχαίων ατυχημάτων. Άντλησε καθοδήγηση, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Αλεξάνδρου v. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το καθήκον για επιμέλεια γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο τη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειάς τους.
Το κριτήριο για τον καθορισμό της αμέλειας είναι καθολικό και απρόσωπο. Η αμέλεια κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στην απόφαση Νικοδήμου v. Ανδρέου, ανήλικου διά του πληρεξουσίου συγγενούς και φίλου του πατρός του Ανδρέα Χαραλάμπους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1369, όπου γίνεται αναφορά πως ένας συνετός οδηγός θα πρέπει να προβλέπει ότι ένα παιδί που στέκεται στον δρόμο μπορεί να έχει πρόθεση να τον διασταυρώσει και επομένως οφείλει να παίρνει τα ενδεδειγμένα μέτρα προς αποφυγή ατυχήματος.
Το Δικαστήριο παρέπεμψε, επίσης, στη Δημητρίου v. Δημητριάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1654 όπου γίνεται αναφορά στο καθήκον ενός συνετού οδηγού, όταν οδηγά έξω από σχολείο. Παραθέτουμε απόσπασμα:
«Η αιτιολογία που έδωσε η δικαστής, για να κρίνει υπεύθυνη για αμέλεια την εφεσείουσα, είναι τόσο διαυγής και ορθή, που νομίζουμε πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να την παραθέσουμε αυτούσια και να την υιοθετήσουμε.
«H εναγόμενη με βάση τα ευρήματα στα οποία το Δικαστήριο έχει καταλήξει και τα περιστατικά της υπόθεσης, είχε καθήκον να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και σε κατάσταση εγρήγορσης ενώ οδηγούσε έξω από το Δημοτικό σχολείο και μάλιστα σε χρόνο που τα παιδιά σχόλαναν, γιατί ο κίνδυνος εισόδου παιδιών στο δρόμο ήταν έκδηλα προβλεπτός και αναμενόμενος. Είναι νομολογημένο ότι εφόσον εντοπίζονται παιδιά στο δρόμο, το ενδεχόμενο να τρέξουν να τον διασταυρώσουν είναι κάτι το σύνηθες και οι οδηγοί πρέπει να το αναμένουν (βλ.Δαϋιδ ν. Αστυνομίας (1963) 2 Α.Α.Δ. 169 και Κώστας Κυριακίδης ν. Χρ. Στυλιανού ανηλίκου κ..α. Πολ.΄Εφεση 9043 ημερ. 27.1.1997)».
Η πρωτόδικη Δικαστής, στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε ως αξιόπιστη, απέδωσε στην εφεσείουσα την πλήρη ευθύνη για το επίδικο ατύχημα, με το εξής σκεπτικό:
«Η ίδια η Εναγόμενη κατά τη μαρτυρία της ανέφερε πως γνώριζε ότι στον συγκεκριμένο δρόμο υπήρχε σχολείο. Επομένως ο κίνδυνος εισόδου παιδιών στο δρόμο ήταν έκδηλα προβλεπτός και αναμενόμενος. Γνώριζε επίσης ότι στο σημείο εκείνο του δρόμου υπήρχε διάβαση πεζών. Αυτό καθιστούσε τον κίνδυνο εισόδου στο δρόμο και χρήσης της διάβασης από παιδιά για να διασταυρώσουν, ακόμα πιο προβλεπτό και αναμενόμενο. Εξαιτίας αυτού, ο μέσος συνετός οδηγός και, κατ’ επέκταση, η Εναγόμενη, είχε καθήκον και όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και σε εγρήγορση ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον ενδεχόμενο αυτό κίνδυνο, εάν παρίστατο ανάγκη.
Παρενθετικά να σημειώσω ότι η εκδοχή της Εναγόμενης (που δεν έγινε αποδεκτή) είναι ότι υπήρχαν πολλά σταθμευμένα οχήματα που της εμπόδιζαν την ορατότητα. Εάν ίσχυε αυτό, τότε όφειλε να την καταστήσει ακόμα πιο προσεκτική.
Η Εναγόμενη όφειλε να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, τέτοια παρατηρητικότητα και τέτοια ταχύτητα ώστε να είναι σε θέση να ελέγξει τη διάβαση πεζών για να διαπιστώσει κατά πόσο κάποιος πεζός είχε πρόθεση να τη διασταυρώσει. Εάν δε εντόπιζε κάποιο πεζό, όφειλε να είναι σε θέση να ενεργήσει ώστε να ακινητοποιήσει το όχημα της και να του επιτρέψει να διασταυρώσει με ασφάλεια. Αυτά επέβαλλε το καθήκον επιμέλειας που είχε. Καμία από αυτές τις υποχρεώσεις της εκπλήρωσε στην υπό κρίση περίπτωση.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν είχε αντιληφθεί καθόλου την ΜΕ2 όταν αυτή περπατούσε προς τη διάβαση, όταν αυτή στεκόταν στην άκρη της διάβασης, αλλά ούτε και την αντιλήφθηκε όταν αυτή εισήλθε στη διάβαση και ξεκίνησε να διασταυρώνει. Δεν την αντιλήφθηκε όταν το όχημα της έφτασε και άρχισε να διασχίζει τη διάβαση, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε η Εναγόμενη είχε διασχίσει 2,70 μέτρα από 4,20 μέτρα που ήταν το πλάτος της λωρίδας του δρόμου στην οποία οδηγούσε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ίδιας της Εναγόμενης, η πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκε την ανήλικη ήταν όταν την κτύπησε με το όχημα της.
Κρίνω ότι οι παραλείψεις αυτές της Εναγόμενης είναι αποτέλεσμα και σύμπτωμα της αμέλειας με την οποία ενήργησε και που επέδειξε κατά την οδήγηση.
Τα πιο πάνω οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η Εναγόμενη ευθύνεται για το επίδικο ατύχημα.
Στρέφομαι να εξετάσω κατά πόσο η συμπεριφορά, πράξεις και παραλήψεις της ΜΕ2 στοιχειοθετούν αμέλεια η οποία να συνέτεινε στην επέλευση του ατυχήματος. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η ΜΕ2 προσέγγισε τη διάβαση πεζών με πρόθεση να διασταυρώσει το δρόμο. Σταμάτησε στο ύψος της διάβασης, στο μέσο αυτής και – πριν εισέλθει στο δρόμο – έλεγξε δύο φορές από τις δύο κατευθύνσεις. Είδε αστυνομικό όχημα που ερχόταν από τα δεξιά της να προσεγγίζει και το περίμενε να σταματήσει ώστε να μπορέσει να περάσει με ασφάλεια. Όταν εκείνο ακινητοποιήθηκε, έλεγξε ξανά το δρόμο και ξεκίνησε να διασταυρώνει. Το όχημα της Εναγόμενης την κτύπησε ενώ είχε διασχίσει περίπου το 1/3 του συνολικού πλάτους του δρόμου.
Δεν διακρίνω οτιδήποτε στην συμπεριφορά και ενέργειες της ΜΕ2 που να δεικνύουν ότι ενήργησε αμελώς ή παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε ενδεικνυόμενα μέτρα για να διασταυρώσει με ασφάλεια. Αντίθετα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, ενήργησε με τρόπο συνετό, και προσεκτικό.
Με αυτά τα δεδομένα δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια της ΜΕ2. Καταλήγω δε ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια της Εναγόμενης».
Με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τόσο επί της ευθύνης, όσο και επί των γενικών αποζημιώσεων. Με τον πρώτο λόγο έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη και αντίθετη με την πραγματική μαρτυρία η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του όλου φάσματος της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του στο θέμα της ευθύνης. Κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, την αποκλειστική ευθύνη την έφερε η ΜΕ2 ή/και στον μέγιστο βαθμό. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας του ΜΕ3. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβλήθηκε πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ως καταστρατηγούσα κάθε έννοια κοινής λογικής, ενώ ως καταστρατηγούσα την κοινή λογική ήτο η μαρτυρία της ΜΕ2. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως η αξιολόγηση του ΜΕ4 ως αξιόπιστου μάρτυρα ήτο λανθασμένη. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης βάλλεται ως υπερβολικά ψηλό το ποσό των γενικών αποζημιώσεων των €20,000.
Θα εξετάσουμε σε κοινό πλαίσιο τους λόγους έφεσης 1 – 3 οι οποίοι αναπτύχθηκαν μαζί στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας και οι οποίοι αφορούν στην αξιολόγηση των μαρτύρων ΜΕ2 και ΜΕ3 και στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την ευθύνη.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παραπέμπουμε στην απόφαση Χ"Λουκάς κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016 ημερομηνίας 17.7.2024, όπου τονίστηκαν τα εξής:
«Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).»
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας, παραπέμποντας σε αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης, προέβαλε ότι από τη μαρτυρία της ίδιας της ΜΕ2, δεν δικαιολογείτο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ΜΕ2 και ο πατέρας της ήσαν αξιόπιστοι μάρτυρες και πιο συγκεκριμένα ότι δεν δικαιολογείτο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα μπροστά από το σχολείο, όπως αυτοί ισχυρίστηκαν. Κατά την εισήγηση, ο λόγος που η ΜΕ2 δεν είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, όπως η ίδια ανέφερε στη μαρτυρία της, σε ένα δρόμο που ήτο κοινώς παραδεκτό ότι η ορατότητα ήτο καλή, είναι γιατί εμποδιζόταν από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Υποστήριξε, επίσης ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί την εκδοχή της εφεσείουσας διότι κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε κάθε έννοια κοινής λογικής.
Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της δίκης και δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της ΜΕ2 ήτο σαφής και πειστική ήτο εύλογο. Η απάντησή της, σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις ότι δεν υπήρχαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, όταν διασταύρωνε, ήτο σταθερή και δεν θα μπορούσε να κλονιστεί η αξιοπιστία της όταν, στο τέλος της εν λόγω σειράς ερωτήσεων, απάντησε «Μάλιστα» στη θεωρητική ερώτηση «Συμφωνείς ότι ο μόνος λόγος που ένας πεζός στη θέση τη δική σου εκείνη τη μέρα που υπάρχει ορατότητα στα δεξιά του να μην δει το αυτοκίνητο με το οποίο έγινε το δυστύχημα και ερχόταν από δεξιά του ήταν να εμποδίζεται η ορατότητα του προς τα δεξιά από σταθμευμένα αυτοκίνητα;» Το Δικαστήριο δέχθηκε τις εξηγήσεις της ΜΕ2 και του πατέρα της (ΜΕ3), ότι την επίδικη μέρα το σχολείο δεν λειτουργούσε κανονικά διότι ήταν μέρα εξετάσεων και ότι όταν ο ΜΕ3 έφτασε στο σχολείο, 15-20 λεπτά μετά το τηλεφώνημα της θυγατέρας του, οι περισσότεροι μαθητές είχαν αποχωρήσει και δεν υπήρχαν αυτοκίνητα σταθμευμένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ότι ο ΜΕ3 αμφιταλαντεύτηκε σε κάποιες ερωτήσεις της αντεξέτασης, όμως απέδωσε αυτές στη συναισθηματική του φόρτιση τη δεδομένη στιγμή του ατυχήματος και ότι ήτο λογικό να μην θυμάται λεπτομέρειες κατά την ακρόαση. Ούτε και το ότι ο ΜΕ3 απέδωσε στην εφεσείουσα ταχύτητα λέγοντας, αντεξεταζόμενος, «εάν πήγαινε με πολλά σιγανή ταχύτητα, δεν ήταν να χτυπήσει το μωρό, ήταν να σταματούσε», σε αντίθεση με το συμπέρασμα του ΜΕ1 ότι η ταχύτητα ήτο ελάχιστη, μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία του. Το Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία τόσο της ΜΕ2 όσο και του ΜΕ3, συνολικά, ως όφειλε, και όχι αποσπασματικά (Βλ. Σαμαρά ν. Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 355/14, ημερομηνίας 26.9.2023).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και κατέληξε σε εύλογα ευρήματα και συμπεράσματα. Συμφωνούμε με την κατάληξη του Δικαστηρίου να κρίνει αποκλειστικά υπεύθυνη την εφεσείουσα για το ατύχημα. Η εφεσείουσα είχε καθήκον να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, εφόσον πλησίαζε σε σχολείο και σε διάβαση πεζών. Εύστοχη δε ήταν η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι εάν ίσχυε η θέση της εφεσείουσας ότι υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα, τότε όφειλε να είναι ακόμα πιο προσεκτική.
Κρίνουμε ως απόλυτα ορθή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αποκλειστική ευθύνη της εφεσείουσας. Σύνοψη της πιο πάνω νομολογίας στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποδεικνύει ότι η δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος είναι έκδηλα προβλεπτή και ορατή όταν οδηγείται αυτοκίνητο κοντά σε σχολείο ή όπου υπάρχουν παιδιά. Τονίζεται ότι εφόσον εντοπίζονται παιδιά στον δρόμο, το ενδεχόμενο να τρέξουν να τον διασταυρώσουν είναι κάτι το σύνηθες και οι οδηγοί πρέπει να το αναμένουν. Πρέπει να βρίσκονται σε κατάσταση εγρήγορσης έναντι έλευσης αναμενόμενου κινδύνου και επίσης η ταχύτητα τους να είναι σε ασφαλή όρια που να τους επιτρέπει να αντιδράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά στην περίπτωση έλευσης των κινδύνων. Καθήκον που η εφεσείουσα παρέβηκε στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι λόγοι έφεσης 1 - 3 απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση του ιατρού Σεργίου (ΜΕ4) και με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το ύψος των αποζημιώσεων. Οι λόγοι αυτοί, ως αλληλένδετοι, θα εξεταστούν μαζί.
Η ΜΕ2, μετά το ατύχημα, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και μετά με ασθενοφόρο, στο Μακάρειο Νοσοκομείο, όπου παρέμεινε για τέσσερεις μέρες για νοσηλεία. Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, κατατέθηκαν από κοινού και για την αλήθεια του περιεχομένου τους δύο ιατρικά πιστοποιητικά. Το πρώτο ιατρικό πιστοποιητικό εκδόθηκε από την Παιδοχειρουργική Κλινική του Μακάρειου Νοσοκομείου ημερομηνίας 16.6.2009, σύμφωνα με το οποίο η ΜΕ2 διακομίσθηκε στο Μακάρειο Νοσοκομείο στις 12.6.2009 και, κατά την εισαγωγή της έφερε «ρωγμώδες κάταγμα κρανίου και μικρή θλάση εγκεφάλου δεξιά βρεγματικά» (Τεκμήριο 5). Μετά από ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε «μικρή θλάση εγκεφάλου ΔΕ βρεγματικά». Το δεύτερο είναι ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 23.6.2009 από τον Δρ. Τσιβιτανίδη, Παιδοχειρούργο στο Μακάρειο Νοσοκομείο (Τεκμήριο 6). Σύμφωνα με αυτό, η ΜΕ2 «παρουσίαζε εικόνα εγκεφαλικής διάσεισης, με ζάλη, τάση προς εμετό, εμετούς και υπνηλία. Υποβλήθηκε σε ακτινογραφία κρανίου, όπου διαπιστώθηκε κάταγμα κρανίου και σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, όπου διαπιστώθηκε μικρή θλάση του εγκεφαλικού παρεγχύματος. Γι΄αυτό εξετάστηκε από Νευροχειρούργο, ο οποίος συνέστησε να τεθεί αγωγή Epanutin 100 mg X 3 p. o.». Της συνεστήθη, επίσης, να παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία της Νευροχειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, με οδηγίες να παίρνει Epanutin.
Ο ΜΕ4, χειρούργος – ορθοπεδικός Σεργίου, στο ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 5.4.2012 (Δέσμη, Τεκμήριο 7) ανέφερε ως τραύματα της ΜΕ2 «1) Κάταγμα κρανίου με βλάβη του εγκεφαλικού παρεγχύματος, 2) θλάση Αυχένος, Λεκάνης, Ισχίων και οσφυικής μοίρας Σπονδυλικής Στήλης», ότι από αντικειμενική εξέταση που διενήργησε διαπίστωσε ότι «δεν υπάρχουν ανώμαλα νευρολογικά ευρήματα. Υπάρχει περιορισμός των κινήσεων του Αυχένος κατά 25%» και πως από τους τραυματισμούς που υπέστη από το ατύχημα η ΜΕ2, «ακόμα έχει υπολειπόμενα συμπτώματα που την ταλαιπωρούν». Με το δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 18.6.2013 ο ΜΕ4 ανέφερε ότι η ΜΕ2 «εξακολουθεί και έχει πόνο και δυσκαμψία στον αυχένα που είναι το αποτέλεσμα του τραυματισμού της από αυτοκίνητο, στις 17/06/2009» και ότι «κατά την αντικειμενική εξέταση εξακολουθεί να έχει ελάττωση των κινήσεων του αυχένος κατά 25%». Εξέφρασε, επίσης, τη γνώμη ότι «επειδή έχουν περάσει 4 χρόνια από τον τραυματισμό ο πόνος και η δυσκαμψία του αυχένος πρέπει να θεωρούνται μόνιμα».
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ4, εξηγώντας με λεπτομέρεια τους λόγους της αποδοχής της μαρτυρίας του. Παραθέτουμε απόσπασμα:
«Παρά τις θέσεις της υπεράσπισης περί ασυμφωνίας μεταξύ των δικών του ευρημάτων και του περιεχομένου των άλλων ιατρικών πιστοποιητικών που έγιναν αποδεκτά για την αλήθεια του περιεχομένου τους, Τεκμήρια 4, 5 και 6, θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και δεν έχει καταδειχθεί από την μαρτυρία. Έχοντας κατά νου το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών, Τεκμήρια 4, 5 και 6, καθώς και το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ4, θεωρώ ότι αυτά αλληλοσυμπληρώνονται. Το κάθε ένα από τα ιατρικά πιστοποιητικά, Τεκμήρια 4, 5, 6 και 7 παραθέτει την εικόνα και πληροφορίες για την κατάσταση υγείας της Κωνσταντίνας Καρανίκη, κατά τον χρόνο που εκδόθηκε και με βάση το πεδίο γνώσεων και εμπειρογνωμοσύνης του ιατρού που το υπογράφει. Ο ΜΕ4 είναι ο μόνος χειρούργος ορθοπεδικός που έχει εκφράσει άποψη για τα τραύματα της Κωνσταντίνας Καρανίκη και η μαρτυρία του παραμένει, από αυτή την άποψη, αναντίλεκτη. Δεν έχει δε αποδυναμωθεί κατά την αντεξέταση και, για τους πιο πάνω λόγους την αποδέχομαι.»
Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο έθεσε στη σωστή διάσταση τη μαρτυρία του ΜΕ4, η μαρτυρία του οποίου δεν αντικρούστηκε με αντίθετη μαρτυρία. Δεν δικαιολογείται παρέμβασή μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε τις νομικές αρχές που διέπουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων και ειδικότερα αναφέρθηκε στην απόφαση Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 CLR 789 όπου τονίστηκε ότι στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε, χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα. Οι αρχές αυτές επανατονίστηκαν στην πρόσφατη απόφαση Π. Ι. v. Αριστοκλέους κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2016, ημερομηνίας 18.10.2024 όπου, με αναφορά στις Ιακώβου v. Παπαδάκη κ.ά. (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2079 και Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66 λέχθηκε πως «ο σκοπός τη επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη για τη ζημιά, την απώλεια, τη βλάβη, τον πόνο και την ταλαιπωρία που ο ενάγων υπέστη».
Το Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη ότι η νομολογία έχει επιδείξει σταθερή άνοδο στα ποσά που επιδικάζονται ως γενικές αποζημιώσεις και πως οι προηγούμενες αποφάσεις δεν συνιστούν δεσμευτικό προηγούμενο, αλλά παρέχουν βοηθητική καθοδήγηση και κατέληξε στα ακόλουθα:
«Δεν εντόπισα νομολογία που να αφορά τα ίδια τραύματα ως αυτά που υπέστη η ΜΕ2 στην παρούσα υπόθεση. Έχω λάβει όμως υπόψη, για σκοπούς καθοδήγησης, το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν σε περιπτώσεις όπου η φύση και έκταση των τραυματισμών, μετα-τραυματική πορεία και τα κατάλοιπα των τραυμάτων ήταν αντίστοιχα ή προσομοίαζαν με την παρούσα υπόθεση (Χαραλάμπους ν Αβραάμ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441, Χαραλάμπους ν Αναστασιάδη (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1709, Ανδρέα Σιακόλα κ.α.ν Έλιας Μιχαλοπούλου, Πολιτική Έφεση 166/2011, ημερομηνίας 26.10.2016).
Αποφασίζοντας το ποσό που θα πρέπει να επιδικαστεί στην παρούσα περίπτωση ως γενικές αποζημιώσεις για τα τραύματα της ΜΕ2, συνυπολόγισα τον πόνο και ταλαιπωρία που έχει υποστεί, την φύση και την έκταση των τραυμάτων της, τη φαρμακευτική και θεραπευτική αγωγή που ακολούθησε, το χρόνο για τον οποίο νοσηλεύτηκε, καθώς και το χρονικό διάστημα που παρήλθε μέχρι την αποκατάσταση της. Έχω λάβει επίσης υπόψη τα κατάλοιπα των τραυμάτων αυτών όπως τα περιέγραψε η ίδια και όπως τα εξήγησε στη μαρτυρία του ο ΜΕ4.
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνω ως εύλογο και δίκαιο, επί πλήρους ευθύνης, το ποσό των €20.000, ως γενικές αποζημιώσεις, το οποίο και επιδικάζω.»
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι η κρανιοεγκεφαλική κάκωση που η ΜΕ2 υπέστη, δικαιολογούσε επί πλήρους ευθύνης, ποσό €7.000 ως γενικές αποζημιώσεις και όχι το ποσό των €20.000 που επεδίκασε το Δικαστήριο.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων, εκτός αν πεισθεί ότι αυτό ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται ο ενάγων (βλ. Φοινικαρίδης κ.ά v. Γεωργίου (1991) 1 (Α) Α.Α.Δ. 475, Παναγιώτου Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 687, Π. Ι. v. Αριστοκλέους κ.ά. (ανωτέρω)).
Δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές ή ότι το ποσό των αποζημιώσεων ήτο υπερβολικό, λαμβάνοντας υπόψη τις σωματικές βλάβες που υπέστη η ΜΕ2, τη μετα-τραυματική της πορεία, αλλά και τα κατάλοιπα των τραυμάτων της. Το Δικαστήριο, με βάση τα ευρήματα τα οποία ήσαν εύλογα, κατέληξε στο ποσό των €20.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Κρίνουμε ότι το ποσό αυτό συνιστά εύλογη και δίκαιη αποζημίωση.
Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας έξοδα ύψους €2.400 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
/γα
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο