ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 244/2024, 23/12/2024
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 244/2024, 23/12/2024
Ημερομηνία:
23 Δεκεμβρίου 2024
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 244/2024, 23/12/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 244/2024)

 

23 Δεκεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα

Σ. Παπουή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Κακουργοδικείου Λάρνακας ημερ. 17.9.24, με την οποία διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος στη βάση του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, μέχρι την ακρόαση της υπόθεσης, στις 9.1.25. Βάσει του κατηγορητηρίου ο Εφεσείων αντιμετωπίζει 11 κατηγορίες για αδικήματα τα οποία κατ' ισχυρισμόν διέπραξε κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του 2024 σε βάρος της Παραπονούμενης συμβίας του και έχουν ως εξής:

 

Α.  Περίοδος 1.6.24 έως 13.7.24 (Κατηγορίες 6, 7, 9)

 

·          Πρόκληση τρόμου δια απειλής (Π.Κ.91Α, Ν.119(I)/00, Ν.115(I)/21).

·          Βιντεογράφηση προσωπικών δεδομένων χωρίς συγκατάθεση (Ν.125(I)/18).

·          Πρόκληση ψυχικής βλάβης (Ν.119(I)/00, Ν.121(I)/21).

 

Β.  Κατά την 1.7.24 (Κατηγορίες 2, 3, 4, 8, 10)

 

·          Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στη συμβία του (Ν.119(I)/00, Ν.115(I)/21).

·          Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη (Π.Κ.243, Ν.119(I)/00, Ν.115(I)/21).

·          Απειλή βιαιοπραγίας (Π.Κ.91(γ), Ν.119(I)/00, Ν.115(I)/21).

·          Απαίτηση πιστωτικής κάρτας με απειλές (Π.Κ.290).

·          Κλοπή ποσού €1.300 δια χρήσης της πιστωτικής κάρτας (Π.Κ.262).

 

Γ.  Στις 13.7.24 (Κατηγορίες 1, 5)

 

·          Απειλή διάδοσης βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου (Ν.115(I)/21).

·          Πρόκληση τρόμου δια απειλής διενέργειας παράνομης πράξης (Π.Κ.91Α, Ν.119(I)/00, Ν.121(I)/21).

 

Δ.  Στις 21.7.24 (Κατηγορία 11)

 

·          Παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία δια τηλεφωνικής προτροπής προς απόσυρση καταγγελίας [Π.Κ.122(β)].

 

        Η Παραπονούμενη στην πρώτη της κατάθεση ημερ. 13.7.24 είχε αναφερθεί: (i) Στην απειλή με κουζινομάχαιρο και στη συνακόλουθη επίθεση την 1.7.24 με κτυπήματα στο πρόσωπο και στις πλευρές της, με αποτέλεσμα την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, (ii) Στο ότι ο Εφεσείων εξασφάλισε αργότερα την ίδια μέρα (1.7.24), κατόπιν απειλών προς την ίδια, την πιστωτική της κάρτα, από την οποία απέσυρε αυθημερόν το ποσόν των €1.300, (iii) Σε απειλές τις οποίες δέχθηκε η ίδια στις 13.7.24 κατά την προσπάθειά της να πει στον Εφεσείοντα ότι ήθελε να χωρίσουν.

 

        Οι προαναφερθείσες απειλές κατ' ισχυρισμόν αφορούσαν τόσο τη σωματική της ακεραιότητα όσο και σκοπούμενη από τον Εφεσείοντα δημοσίευση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υλικού με ερωτικό  περιεχόμενο, το οποίο την αφορούσε και το οποίο είχε εξασφαλίσει ο Εφεσείων βιντεογραφώντας την, άνευ της συναινέσεως της.

 

        Σε μεταγενέστερη της κατάθεση ημερ. 22.7.24 είχε αναφέρει τα εξής:

 

«Περαιτέρω θέλω να προσθέσω ότι χτες 21/07/2024 η ώρα 13:58, δέχθηκα κλήση στο κινητό μου τηλέφωνο με αριθμό 96……, από τον αριθμό 24804573, από τον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου. Αφού απάντησα το τηλεφώνημα, διαπίστωσα ότι ήταν ο Χρίστος, που μου τηλεφωνούσε από τα Αστυνομικά κρατητήρια. Ο τόνος της φωνής του ήταν γενικά ήρεμος, μου έλεγε ότι με αγαπούσε και μετάνιωσε για ότι (sic) έγινε, ότι ήταν μια στιγμή αδυναμίας και ήταν εκτός εαυτού όταν έγιναν όσα περιέγραψα στις καταθέσεις μου. Μου είπε ότι θα με αφήσει ήσυχη και δεν θα ξαναπατήσει πόδι στη Λάρνακα και μου ζήτησε να αποσύρω τις κατηγορίες εναντίον του, γιατί ήταν κρίμα η μάνα του, η οποία έχει διάφορα προβλήματα υγείας. Να διευκρινίσω ότι δεν ήταν απειλητικός, από ότι (sic) αντιλήφθηκα προσπαθούσε να γίνει χειριστικός και να με πείσει να αποσύρω την καταγγελία εναντίον του».

 

        Η Κατηγορούσα Αρχή πρωτοδίκως είχε στηρίξει το αίτημά της και στους τρεις αναγνωρισμένους κινδύνους, βάσει των οποίων δύναται να διαταχθεί κράτηση. Πλην όμως το Κακουργοδικείο διέγνωσε την ύπαρξη μόνο του κινδύνου επηρεασμού μαρτυρίας.

 

        Ειδικότερα, απέρριψε την κράτηση στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, κρίνοντας ότι η ύπαρξη δύο ανήλικων τέκνων με τα οποία ο Εφεσείων διατηρεί επικοινωνία και η στήριξη την οποία παρέχει στη νεφροπαθή μητέρα του όσον αφορά τις επισκέψεις της στο νοσοκομείο, αποτελούσαν αποτρεπτικό παράγοντα για φυγοδικία.

 

        Τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων η Κατηγορούσα Αρχή τον είχε στηρίξει στην ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης ημερομηνίας 14.3.17 βάσει της οποίας ο Εφεσείων είχε τιμωρηθεί με 6ετή φυλάκιση για τον βιασμό της εν διαστάσει πρώην συζύγου του (στις 6.2.15). Το Κακουργοδικείο όμως, λαμβάνοντας υπ' όψιν αφενός ότι η Κατηγορούσα Αρχή, είχε περιορίσει τον κίνδυνο σε σχέση μόνο με την Παραπονούμενη και αφετέρου ότι δεν μπορούσε να εκλάβει ως αποδεδειγμένα τα όσα η Παραπονούμενη αναφέρει στην κατάθεσή της (εννοώντας την πρώτη κατάθεση), κατέληξε ότι ούτε αυτός ο λόγος κράτησης μπορούσε να γίνει δεκτός.

 

        Σε σχέση με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Δημοκρατία v. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/21, ημερ. 28.12.21, ECLI:CY:AD:2021:B593, καθώς και την υπόθεση Ζορπάς v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/24 κ.ά., ημερ. 3.6.24, στην οποία λέχθηκε ότι:

 

«Αυτό το οποίο πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο είναι πως ναι μεν μια γενική δήλωση ότι ένας κατηγορούμενος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή και θα πρέπει προς τούτο να παρουσιαστεί μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει τη δήλωση (Φανιέρος Χαμπή v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472) αλλά από την άλλη δεν απαιτείται απόδειξη ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων και το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι οι οποίοι δύνανται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, όπως έγινε σε σειρά υποθέσεων (Μακαρίτης v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, Aslam v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 191/19, ημερ. 14.11.19, ECLI:CY:AD:2019:B469, Badea v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 120/21, ημερ. 10.8.21, ECLI:CY:AD:2021:B390, Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/11 κ.ά., ημερ. 28.12.21 και Κ.Κ. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω)».

 

        Ακολούθως, το Κακουργοδικείο, στηριζόμενο στη δεύτερη κατάθεση της Παραπονούμενης και στο ότι η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε το τηλεφώνημα, κατέληξε ως εξής:

 

«Η ουσία του πράγματος είναι μια. Από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας και παραπέμπουμε στην δεύτερη κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 22/7/2024 και χωρίς βέβαια να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, ο κατηγορούμενος αν και βρισκόμενος σε αστυνομική κράτηση, αντιλαμβανόμενος βέβαια ότι επρόκειτο να καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του, πήρε τηλέφωνο στην παραπονούμενη και της ζήτησε να αποσύρει τις κατηγορίες. Αυτό το στοιχείο της μαρτυρίας, στην όψη του και μόνο, είναι αρκετό για να δημιουργήσει στο Δικαστήριο την ισχυρή εντύπωση, που απαιτείται από τη νομολογία, ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μητρώο. Υπάρχει μαρτυρία από το φερόμενο θύμα ότι υπήρξε προσπάθεια από τον κατηγορούμενο προς επηρεασμό της για να αποσύρει την καταγγελία και ότι η ισχυριζόμενη προσπάθεια έγινε ενώ ο κατηγορούμενος βρίσκονταν σε αστυνομική κράτηση. Η θέση ότι δεν γνώριζε ότι απαγορευόταν δεν διαφοροποιεί την ουσία. Η προσπάθεια προς τούτο καθιστά τον κίνδυνο υπαρκτό. Συνεπώς οι φόβοι και ανησυχίες της αστυνομίας είναι δικαιολογημένοι. Ως εκ τούτου κρίνουμε ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων υπάρχει και γι' αυτό και μόνο τον λόγο ο κατηγορούμενος θα πρέπει να παραμένει υπό κράτηση».

 

        Με την έφεση προσβάλλεται ακριβώς η ως άνω κατάληξη. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να φανερώνει ότι η ανησυχία και οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων είναι δικαιολογημένοι. Καθίσταται όμως εμφανές τόσο από το διάγραμμα αγόρευσης όσο και από την προφορική ενώπιόν μας αγόρευση πως η όλη επιχειρηματολογία έχει ως έρεισμα τη φράση της Παραπονούμενης ότι ο Εφεσείων «δεν ήταν απειλητικός». Υποστηρίζεται δηλαδή ότι επειδή δεν ήταν απειλητικός έπεται και ότι δεν υφίστατο κίνδυνος επηρεασμού.

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση, στην έκταση που με αυτή υποδηλώνεται ότι ο επηρεασμός μάρτυρος επιτυγχάνεται μόνο μέσω απειλής προς διενέργεια ή αποχή από πράξη. Δεν είναι αυτό το νόημα της νομολογίας μας. Κατά τη συνήθη γραμματική ερμηνεία «επηρεασμός» υπάρχει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ασκεί επίδραση σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποιο πράγμα ή συντελεί στη διαφοροποίηση ή διαμόρφωση, του προσώπου ή του πράγματος, αντιστοίχως. «Κίνδυνος επηρεασμού μαρτυρίας», κατά τη νομική έννοια, υφίσταται οποτεδήποτε εκδηλώνεται οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την πιο πάνω έννοια, στη βάση της οποίας, πράξης ή παράλειψης, δύναται να συναχθεί συμπέρασμα ότι υπάρχουν δικαιολογημένοι φόβοι για επηρεασμό μαρτυρίας οποιουδήποτε είδους (π.χ. προφορικής, γραπτής ή ενσώματης). Όπως είχε λεχθεί στην Bourel (ανωτέρω), η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό. Συνεπώς ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτυρίας δεν στοιχειοθετείται μόνο στη βάση απειλών αλλά είναι δυνατόν να συνάγεται και από άλλες συμπεριφορές, όπως π.χ. από υποσχέσεις, παραινέσεις, πιέσεις, συμβουλές, πειθώ κ.λπ, για τα οποία κρίνεται ότι στοχεύουν στη διαφοροποίηση της μαρτυρίας.

 

        Στην παρούσα περίπτωση είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να απομονώνεται η συγκεκριμένη φράση της Παραπονούμενης (ότι ο Εφεσείων «δεν ήταν απειλητικός»). Αντιθέτως, κατά τον ίδιο τρόπο που συνεκτιμάται η εν λόγω φράση θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι υπόλοιπες αναφορές της. Στα πλαίσια αυτά κρίνουμε ότι ορθώς είχε ληφθεί υπ' όψιν η μαρτυρία της Παραπονούμενης περί του ότι ο Εφεσείων «προσπαθούσε να γίνει χειριστικός» και να την πείσει να αποσύρει την καταγγελία της. Αυτά, μάλιστα, ως συνέχεια των όσων η Παραπονούμενη ανέφερε για άλλες δηλώσεις του Εφεσείοντος. Οι οποίες άλλες δηλώσεις είτε απευθύνονταν στον ψυχικό της κόσμο, όπως το ότι την «...αγαπούσε και μετάνιωσε για ό,τι έγινε, ότι ήταν μια στιγμή αδυναμίας και ήταν εκτός εαυτού» και «ήταν κρίμα η μάνα του» είτε συνιστούσαν υποσχέσεις ή κάποιας μορφής ανταλλάγματα προς την ίδια, όπως το ότι θα την «αφήσει ήσυχη και δεν θα ξαναπατήσει το πόδι του στη Λάρνακα», που είναι ο τόπος διαμονής της Παραπονούμενης (ενώ ο ίδιος  διαμένει στη Λευκωσία).

 

        Ήταν καθόλα εύλογο το συμπέρασμα ότι τα λεχθέντα υπό του Εφεσείοντος αποσκοπούσαν στο να πειστεί η ίδια να αποσύρει την καταγγελία της, ήτοι να μην καταθέσει εναντίον του. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα ασφαλώς θα συνιστούσε επηρεασμό της μάρτυρος εν τη εννοία που εξηγήσαμε πιο πριν και δεδομένου ότι είχε ήδη εκδηλωθεί η προσπάθεια, βάσιμα κρίθηκε πως υπήρχαν ουσιαστικοί λόγοι οι οποίοι καθιστούσαν τους φόβους της Αστυνομίας δικαιολογημένους. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στη σχετική κρίση του Κακουργοδικείου.

 

        Επειδή υπήρξε σχετική εισήγηση εκ μέρους του Εφεσείοντος, θα πρέπει να πούμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανόν, κατά περίπτωση, να έχει συμπεριληφθεί και ξεχωριστή κατηγορία για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, εάν η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής είναι πως η κατ' ισχυρισμόν συμπεριφορά στοιχειοθετεί το πιο πάνω αδίκημα (Π.Κ.122). Ένας τέτοιος χειρισμός ενδεχομένως να εξαρτάται από τον χρόνο που κατ' ισχυρισμόν εκδηλώθηκε κάποια συμπεριφορά, σε σχέση με την καταχώριση του βασικού κατηγορητηρίου. Σε άλλες περιπτώσεις δυνατόν να καταχωριστεί ξεχωριστή υπόθεση ή και να μην προωθηθεί καθόλου τέτοια κατηγορία. Ανεξαρτήτως όμως όλων αυτών, δεν συμφωνούμε ότι είναι δυνατόν να εξαρτάται η εξέταση της όποιας μαρτυρίας τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς του κινδύνου επηρεασμού μαρτυρίας, από το κατά πόσον έχει ή όχι προωθηθεί δίωξη για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία. Τα κριτήρια στη βάση των οποίων εξετάζει κάποιο Δικαστήριο τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων παραμένουν τα ίδια και δεν διαφοροποιούνται αναλόγως της δίωξης ή όχι. Όπως είχαμε αναφέρει στη Chamount v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/24, ημερ. 10.9.24 η Κατηγορούσα Αρχή δύναται να στηριχθεί στο περιεχόμενο του φακέλου ενώπιον του Δικαστηρίου επικαλούμενη τα στοιχεία εκείνα που υποστηρίζουν την εισήγησή της (Μακαρίτης v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90).

 

        Εν πάση δε περιπτώσει, η παρούσα διακρίνεται από την υπόθεση Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603 επί τω ότι εδώ όχι μόνον δεν αμφισβητείτο το τηλεφώνημα στο οποίο προέβη ο Εφεσείων αλλά και ο ίδιος στηρίζετο στην καταγραφείσα από την Παραπονούμενη συνομιλία τους για να αντλήσει επιχειρήματα.

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                   Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                   Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο