ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, 20/12/2024
print
Τίτλος:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, 20/12/2024
Ημερομηνία:
20 Δεκεμβρίου 2024
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, 20/12/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24)

20 Δεκεμβρίου, 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ 


 
VIACHESLAV NOVIKOV

Εφεσίβλητος

-----------------------------

 

Ε. Νικολάου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες.

Θ. Αθανασίου με Σ. Παπαγεωργίου και ασκούμενη δικηγόρο Ε. Κουναλάκη  για Θανάσης Μ. Αθανασίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος, παρών.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία δεν επετράπη η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης («ΕΕΣ») που έχει εκδώσει η Λιθουανία, αναφορικά με τον εφεσίβλητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι είναι ενδεχόμενο εάν ο εφεσίβλητος παραδοθεί στη Λιθουανία, αυτός να εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο, είτε να υποστεί σε βασανιστήρια, είτε σε άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση με αποτέλεσμα να παραβιαστούν θεμελιώδη δικαιώματα του.

 

Σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι στην παρούσα, τυγχάνει εφαρμογής ο  περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος του 2004,                               Ν. 133(I)/2004 («ο Νόμος»), ο οποίος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με σχετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ο εφεσίβλητος ήγειρε ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρισης της έφεσης, το οποίο χρήζει εξέτασης κατά προτεραιότητα. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση στις 20/11/2024, ημέρα Τετάρτη, εναντίον απόφασης εκδοθείσας στις 15/11/2024, ημέρα Παρασκευή. Το άρθρο 24 του Νόμου προβλέπει ότι επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εντός 3 ημερών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του αρμόδιου Δικαστή, (ήτοι εν προκειμένω του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι για τον υπολογισμό της πιο πάνω προθεσμίας, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 31 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 το οποίο προβλέπει:

 

«Επιμέτρηση χρόνου

31. Στον υπολογισμό για τους σκοπούς Νόμου ή δημόσιου εγγράφου εκτός αν φαίνεται το αντίθετο-

(α) περίοδος ημερών από το συμβάν γεγονότος ή την εκτέλεση πράξης ή πράγματος θεωρείται ότι εξαιρεί την ημέρα κατά την οποία το συμβάν λαμβάνει χώρα ή η πράξη ή το πράγμα γίνεται·

(β) αν η τελευταία ημέρα της περιόδου είναι Κυριακή ή δημόσια αργία (οι οποίες ημέρες αναφέρονται στο άρθρο αυτό ως “εξαιρούμενες ημέρες”) η περίοδος θα περιλαμβάνει την επόμενη ημέρα η οποία δεν είναι εξαιρούμενη ημέρα·

(γ) όταν πράξη ή διαδικασία διατάσσεται ή επιτρέπεται να γίνει ή να λάβη χώρα σε ορισμένη ημέρα, τότε αν η ημέρα εκείνη είναι εξαιρούμενη ημέρα, η πράξη ή διαδικασία θα θεωρείται ότι έγινε ή έλαβε χώρα σε ορθό χρόνο αν γίνει ή λάβει χώρα την επόμενη ημέρα μετά, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη ημέρα·

(δ) όταν πράξη ή διαδικασία διατάττεται ή επιτρέπεται να γίνει ή να λάβει χώρα εντός χρόνου ο οποίος δεν υπερβαίνει έξι ημέρες, εξαιρούμενες ημέρες δεν θα καταχωρούνται στον υπολογισμό του χρόνου.»

 

Υποστήριξε, ότι εφαρμόζοντας το άρθρο 31 του Κεφ. 1 ο υπολογισμός της προθεσμίας του άρθρου 26 του Νόμου, θα άρχιζε από την επομένη της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, ημέρα Σάββατο. Επειδή όμως το Σάββατο και η Κυριακή αποτελούν βάσει του άρθρου 31 του Κεφ. 1, εξαιρούμενες ημέρες, η προθεσμία  άρχισε να μετρά τη Δευτέρα 18/11/2024 και περιελάβανε την Τετάρτη 20/11/2024. Υποστήριξε ότι ως εκ τούτου δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί για εκπρόθεσμη καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

 

Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος ο οποίος ήταν αυτός που προέβαλε το ζήτημα του εκπρόθεσμου, υποστήριξε ότι η χρήση της λέξης «από» στο άρθρο 24 του Νόμου, δεικνύει ότι η προθεσμία των 3 ημερών πρέπει να υπολογίζεται, λαμβάνοντας υπόψη και την ημέρα δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης και όχι την επομένη αυτής. Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρούμενες μέρες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 31 του Κεφ. 1, η προθεσμία έληξε την Τρίτη 19/11/2024. Υποστήριξε ότι επιβάλλεται συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 24 του Νόμου, εν όψει και του πνεύματος και του σκοπού του Νόμου όπως η όλη διαδικασία διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση. Παρέπεμψε στην απόφαση Αναστασιάδης Ευθύβουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 385, όπου αναφέρθηκε ότι η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών που καθορίζει το άρθρο 146 (3) του Συντάγματος άρχισε από την ημερομηνία δημοσίευσης της επίδικης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα. Υποστήριξε ότι προκύπτει από την εν λόγω απόφαση ότι σε νομοθεσίες όπου απαντάται η λέξη «από» αναφορικά με την ημέρα υπολογισμού προθεσμίας, πρέπει να ερμηνεύονται χωρίς να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 31 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1.

 

Θεωρούμε ότι η γενική αυτή αναφορά στο ζήτημα της προθεσμίας στην απόφαση Αναστασιάδης (ανωτέρω), δεν ανατρέπει την αυθεντία που πραγματεύθηκε το ζήτημα του υπολογισμού της περιόδου των 75 ημερών για την καταχώριση προσφυγής βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, ήτοι την απόφαση THE HOLY SEE OF KITIUM OF LIMASSOL v. THE MUNICIPAL COUNCIL OF LIMASSOL (1960-1961) 1 RSCC 15, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο, επεξήγησε τα εξής:

 

«In reckoning the period of seventy-five days regard should also be had to paragraph (a) of section 31 of the Interpretation Law (CAP.1), which, inter alia, provides that in computing time for the purposes of any Law or public instrument unless the contrary intention appears "a period of days from the happening of any event or the doing of any act or thing shall be deemed to be exclusive of the day in which the event happens or the act or thing is done". Thus, excluding, therefore, the 12th August, 1960, the day on which the decision which is the subject-matter of the recourse was communicated to the Applicant» 

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Προκύπτει από την πιο πάνω αυθεντία, ότι ουδόλως υποστηρίζεται από τη νομολογία που αφορά το άρθρο 146 του Συντάγματος η πιο πάνω θέση του εφεσίβλητου. Τουναντίον, προκύπτει από αυτή ότι σαφώς δεν ευσταθεί.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων μας παρέπεμψε στην υπόθεση Olympia Designs (Properties) Ltd, εμπορευόμενη υπό την εμπορική επωνυμία Olympia A Designs ν. Unique UK Inc., εμπορευόμενης υπό την Εμπορική Επωνυμία Unique Party (2010) 1 ΑΑΔ 1395 με το επιχείρημα ότι όπως σε αυτή δεν εφαρμόστηκε το Κεφ. 1 σε σχέση με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, το ίδιο θα πρέπει να γίνει και στην παρούσα υπόθεση. Με κάθε σεβασμό, επισημαίνουμε ότι το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης ουδόλως υποστηρίζει την εσφαλμένη θέση του συνηγόρου περί της εφαρμοστέας νομοθεσίας, αλλά αντιθέτως την καταρρίπτει.

 

Στην εν λόγω υπόθεση, τύγχανε εφαρμογής ο θ.12(α) της Δ.44 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος προβλέπει:

 

«(a) If the bailiff or the deputy sheriff is of opinion that the claim is without foundation, he shall inform the claimant in writing that he may within three days of the seizure apply to the Court for an order to stay the sale and avail himself of section 20 of the Civil Procedure Law, Cap. 7                

 

Η επίδικη κατάσχεση έλαβε χώρα στις 12/12/07, ημέρα Τετάρτη. Λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:

 

«Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν είχε καταχωρηθεί μέσα στην προθεσμία των τριών ημερών από την κατάσχεση, όπως προνοείται στο θ.12(α) της Δ.44 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

……………………………………………………………………………..

Κατ' αρχάς οι εφεσείοντες αναφερόμενοι στο εκπρόθεσμο της καταχώρησης της αίτησης υποστήριξαν ότι η 12.12.2007 ήταν Τετάρτη και η προθεσμία καταχώρησης της σχετικής αίτησης εξέπνεε το Σάββατο, 15.12.2007. Επομένως η επόμενη εργάσιμη ημέρα ήταν η 17.12.2007, ημέρα κατά την οποία καταχωρήθηκε και η αίτηση, αφού με βάση τον περί Ερμηνείας Νόμο Κεφ. 1, όταν γίνεται αναφορά σε ημέρες, εννοούνται «καθαρές ημέρες» και όταν μεσολαβεί αργία ή Σαββατοκυρίακο η προθεσμία παρατείνεται αναλόγως.  Έτσι, καταλήγουν, στην παρούσα περίπτωση εμπροθέσμως η αίτηση καταχωρήθηκε τη Δευτέρα, που ήταν και η πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά το Σαββατοκυρίακο.

Το επιχείρημα των εφεσειόντων δεν ευσταθεί. Στην παρούσα περίπτωση δεν εφαρμόζεται ο περί Ερμηνείας Νόμος, αλλά η Δ.44, θ.12 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Σύμφωνα με τη Δ.1 «ημέρες» δεν σημαίνει καθαρές ημέρες, εκτός αν αναφέρονται ως τέτοιες. Έτσι, είναι αληθές ότι η αίτηση έχει καταχωρηθεί εκπροθέσμως, αφού δεν έχει καταχωρηθεί μέσα στην προθεσμία των προβλεπόμενων από τη Δ.44, θ.12, προθεσμία των τριών ημερών.»

 

Είναι προφανές από το πιο πάνω σκεπτικό, ότι επειδή στη Διαταγή 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην ερμηνεία, αναφέρεται ρητώς ότι «"days"  does not mean clear days unless expressly stated to be such;», δεν τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με αυτούς τους Θεσμούς η πιο κάτω ερμηνεία της λέξης «ημέρα» που απαντάται στο άρθρο 2 του Κεφ. 1:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κεφ. 1: «“Ημέρες” σημαίνει καθαρές ημέρες.»

 

Το θέμα δηλαδή που τέθηκε στην εν λόγω απόφαση είναι η ερμηνεία της λέξης «ημέρες» στο Κεφ. 1 και η μη εφαρμογή της στους Θεσμούς. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που κρίθηκε ότι η επίδικη αίτηση δεν ήταν εμπρόθεσμη.

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο Νόμος δεν περιέχει ορισμό της λέξης «ημέρα», ούτε και προκύπτει από οποιοδήποτε πρόνοια του ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το Κεφ. 1.

 

Εν κατακλείδι, κρίνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής το Κεφ. 1 ούτως ώστε η αναφορά στο άρθρο 24 του Νόμου σε ημέρες, θα πρέπει να ερμηνευθεί ότι αφορά καθαρές ημέρες, εξαιρουμένης της ημέρας έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Ως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31 του Κεφ. 1 περί εξαιρούμενων ημερών, σημειώνουμε ότι ο εφεσίβλητος συμφωνεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, είναι θεωρούμε ξεκάθαρο ότι η έφεση δεν καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα.

 

Στρεφόμενοι τώρα στην ουσία των λόγων έφεσης, επισημαίνουμε ότι το κύριο επιχείρημα της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση του δικαίου της ΕΕ, παρέλειψε να εκτιμήσει, ως όφειλε, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι o εφεσίβλητος θα διατρέξει τον ως άνω κίνδυνο λόγω των προβλεπόμενων συνθηκών κράτησής του στη Λιθουανία, επειδή παρέλειψε να ζητήσει από τη δικαστική αρχή της Λιθουανίας την κατεπείγουσα προσκόμιση κάθε αναγκαίας συμπληρωματικής πληροφορίας όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να κρατηθεί ο εφεσίβλητος. Εν όψει αυτής της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι επιβάλλεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η έκδοση διαταγής επανεκδίκασης. Εναλλακτικά, εισηγείται πως επειδή το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μπορεί να εκδώσει το ίδιο απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης μετά από τις συμπληρωματικές πληροφορίες που ζήτησαν οι ίδιοι και κατέθεσαν κατά την διαδικασία της έφεσης. Σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 1 και 3, εφόσον ο συναφής λόγος 2 εγκαταλείφθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης.

 

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι με την ενδιάμεση απόφαση, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, ημερομηνίας 12/12/2024, εγκρίναμε την προσκόμιση αλληλογραφίας μεταξύ των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και αυτών της Λιθουανίας που άρχισε στις 21/11/2024 και συμπληρώθηκε στις 3/12/2024, αναφορικά με τις ενδεχόμενες συνθήκες κράτησης του εφεσιβλήτου.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση  μας είναι κατατοπιστικό ως προς την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί υπό κρίση ζητήματος:

 

«Επισημαίνουμε σχετικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του ότι η πλευρά των εφεσειόντων δεν παρουσίασε έγκαιρα οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα για να αντικρούσει την ήδη αρχική θέση της υπεράσπισης για την κατάσταση στις Λιθουανικές φυλακές, παρά μόνο ζήτησε από το δικαστήριο να το πράξει. Περαιτέρω, με αναφορά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του, και τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους εφεσείοντες (όπως αυτή τους διαβιβάστηκε από πλευράς των Αρχών της Λιθουανίας) κατά την ακρόαση της υπόθεσης, θεώρησε αυτή γενική και αόριστη καθώς και στερεοτυπική. Εν τέλει κατέληξε ως εξής: “…δεν θεωρώ ότι το ίδιο το δικαστήριο έπρεπε να υποβάλει εκ νέου το ίδιο, αίτημα στις Λιθουανικές Αρχές.”»

 

Εν όψει των νομολογηθέντων από το ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Pál Aranyosi (C-404/215) και Robert Căldăraru (C-659/15), 5/4/2016, στις σκέψεις 91-95, θα συμφωνήσουμε με τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έσφαλε ως προς το πιο πάνω αναφερόμενο καθήκον του.

 

Καθοδήγηση δύναται να ληφθεί από το «Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ», το οποίο ανακοινώθηκε από την Επιτροπή της ΕΕ με δημοσίευση στις 15/12/2023 στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση των δημοσιεύσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, βλ. άρθρο 3 του περί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Απόδειξη και Εκτέλεση Πράξεων και Δικαστικών Αποφάσεων) Νόμου του 2006. Όπως αναφέρεται σε αυτό το εγχειρίδιο στην σελίδα 6, σκοπός της τελευταίας αναθεώρησης του, είναι η επικαιροποίηση του με τη συμπερίληψη νέων αποφάσεων που εκδόθηκαν έως την 31η Ιουλίου 2023 και την εξέταση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου, όπως οι συνθήκες κράτησης.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την σελίδα 44 του εγχειριδίου, είναι διαφωτιστικό αναφορικά με την προσέγγιση που πρέπει να έχει η δικαστική αρχή εκτέλεσης σε υποθέσεις ως η παρούσα: 

 

«Εάν έχει στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία μαρτυρούν πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κρατουμένων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος λόγω των συνθηκών κράτησης, η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης οφείλει να τηρήσει τη διαδικασία που καθορίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-404/15 και C-659/15 PPU, Aranyosi και Căldăraru (σκέψεις 89 έως 104), όπως συμπληρώθηκε από το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του στην υπόθεση C-220/18 PPU, ML, και στην υπόθεση C-128/18, Dumitru-Tudor Dorobantu.»

 

Η Επιτροπή, συνόψισε τις πιο πάνω αρχές και περιέλαβε στο  εγχειρίδιο περιγραφή των σταδίων της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθούν οι εθνικές δικαστικές αρχές εκτέλεσης εάν έχουν στη διάθεσή τους στοιχεία τα οποία μαρτυρούν πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης κρατουμένων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Αναφέρεται δε στη σελίδα 44 του εγχειριδίου ότι τα στάδια πρέπει να εκτελούνται με τη σειρά που περιγράφεται σε αυτό.  Το πρώτο στάδιο είναι το ακόλουθο:

 

«1. Έλεγχος της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης του καταζητουμένου λόγω των γενικών συνθηκών κράτησης:

 

βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων τα οποία μπορούν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, όπως είναι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από δικαστικές αποφάσεις του κράτους μέλους έκδοσης, καθώς και από αποφάσεις, εκθέσεις και λοιπά έγγραφα καταρτιζόμενα από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ή όργανα εντός του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών .»

 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τις εκ του περισσού ακροσφαλείς διαπιστώσεις του, στις οποίες θα αναφερθούμε πιο κάτω, προέβη στην κατωτέρω καίρια διαπίστωση:

 

«…στη βάση των συγκεκριμένων, αξιόπιστων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων που έχει παρουσιάσει η πλευρά του εκζητούμενου με τη μαρτυρία του ΜΥ2 καταδεικνύεται ως πιο πάνω αναφέρθηκε αναλυτικά με αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο ότι στις φυλακές στη Λιθουανία υφίσταται συστημικό πρόβλημα αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων».

 

Κατά την ανάλυση δε της εν λόγω μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ρητή αναφορά στις εκθέσεις της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, (European Committee for Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, στο εξής «CPT») για τις φυλακές της Λιθουανίας και ειδικότερα στην εκεί αναφερόμενη βία ανάμεσα στους κρατούμενους. Τονίζεται στο σημείο αυτό, ότι, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, παρεμφερείς με το ζήτημα αυτό διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση, εντούτοις ειδικά η ως άνω  διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

Εν όψει της διαπίστωσης του μετά τον έλεγχο των γενικών συνθηκών κράτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε ως έχουμε προαναφέρει, να εκτελέσει το δεύτερο πιο κάτω στάδιο, το οποίο περιλαμβάνει και την υποχρέωση υποβολής αίτησης παροχής πληροφοριών προς τη δικαστική αρχή έκδοσης. Παραπέμπουμε σχετικά στο εν λόγω εγχειρίδιο, σελίδα 44:

 

«2. Εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη του εν λόγω κινδύνου βάσει των γενικών συνθηκών κράτησης, έλεγχος της ύπαρξης σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων να θεωρείται ότι υφίσταται τέτοιος πραγματικός κίνδυνος απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης στις συγκεκριμένες περιστάσεις της περίπτωσης του καταζητουμένου μέσω αίτησης συμπληρωματικών πληροφοριών:

……………………………………………………………………………..

2.2. υποχρέωση υποβολής αίτησης παροχής πληροφοριών - βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαισίου για το ΕΕΣ - προς τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος ώστε να παράσχει, κατεπειγόντως, όλες τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες συνθήκες κράτησης του καταζητουμένου·»

 

 

Σημειωτέο ότι στο παράρτημα Χ του εγχειριδίου, παρέχεται από την Επιτροπή, υπόδειγμα για την υποβολή αίτησης, από πλευράς της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, συμπληρωματικών πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες κράτησης δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαισίου.

 

Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε τέτοια αίτηση, τίθεται το ερώτημα εάν ενδείκνυται η επανεκδίκαση της υπόθεσης όπως εισηγήθηκαν αρχικά οι εφεσείοντες. Είμαστε της άποψης, πως η πιο κάτω κατάληξη του ΔΕΕ στις αποφάσεις Aranyosi και Căldăraru, ανωτέρω, (σκέψη 104), είναι καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την έκβαση της παρούσας υπόθεσης.

 

«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να αναβάλει την απόφασή της περί της παράδοσης του οικείου προσώπου έως ότου παραλάβει τις συμπληρωματικές πληροφορίες βάσει των οποίων μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Εάν η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογης προθεσμίας, η εν λόγω αρχή οφείλει να αποφασίσει εάν πρέπει να θέσει τέρμα στη διαδικασία παράδοσης.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η διαδικασία δυνάμει του Νόμου αποτελεί διαδικασία suis generis και είναι διερευνητικού χαρακτήρα (βλ. Πηγασίου Κυριάκος Χαραλάμπους ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 519). Επομένως, κατ’ αναλογία, ισχύουν οι ίδιες αρχές με τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου δυνάμει της αντίστοιχης νομοθεσίας, όπου η έφεση κατά απόφασης έκδοσης φυγοδίκου έχει τον ίδιο σκοπό με την πρωτόδικη διαδικασία, ήτοι τη διάγνωση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης (βλ. Διευθυντής των Φυλακών ν. Αναφορικά με την αίτηση του Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).

 

Είμαστε της άποψης ότι το παρόν Εφετείο, δύναται να διαπιστώσει το ίδιο κατά πόσον η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογης προθεσμίας, και δη εν όψει του ότι δυνάμει του Άρθρου 23(4) του Νόμου, η διαδικασία εκτέλεσης διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση. Η ενδεχόμενη διαταγή επανεκδίκασης της παρούσας, θα συνεπάγεται κατά την κρίση μας, αχρείαστη καθυστέρηση της υπόθεσης, ειδικά εν όψει των πιο κάτω ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω.

 

Η πιο πάνω θέση μας δεν επηρεάζεται από το άρθρο 24(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι επιτρέπεται έφεση επί νομικών σημείων μόνο, ενόψει των νομολογηθέντων στην A.C.T. Textiles Ltd. v. Georghios Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89:

 

«…acting on no evidence or on evidence which ought to have been rejected or failing to consider evidence which ought to have been considered are matters of Law

 

Περαιτέρω το Εφετείο υπέχει υποχρέωση να εφαρμόσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της απόφασης-πλαίσιο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κώστα Κωνσταντίνου (2005) 1 ΑΑΔ 1356) και προς τον σκοπό αυτό οφείλει να εφαρμόσει το πιο πρόσφορο μέσο. Εν προκειμένω, κρίνεται ορθό όπως λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης στην βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιον μας, δεδομένης και της κατάθεσης των πρόσθετων πληροφοριών που κατατέθηκαν από τους εφεσείοντες, μετά την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση μας.  

 

Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία που κατατέθηκε ως πρόσθετη μαρτυρία στο Εφετείο από τους εφεσείοντες κατόπιν της πιο πάνω αναφερόμενης ενδιάμεσης απόφασης μας, η κεντρική αρχή, ενημέρωσε τη δικαστική αρχή έκδοσης ότι το ζήτημα της βίας μεταξύ των κρατουμένων, όπως αναφύεται από τις εκθέσεις CPT 2021 και 2024, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ζήτησε επί αυτού πληροφόρηση. Ως προς την αναγκαιότητα παροχής πληροφόρησης έκανε ρητή αναφορά στις πιο πάνω αναφερόμενες στο εγχειρίδιο αποφάσεις του ΔΕΕ. Ζήτησε εν όψει των επισημάνσεων στις εν λόγω εκθέσεις, πληροφόρηση περί βελτιώσεων στις φυλακές της Λιθουανίας ως προς το πιο πάνω επίδικο ζήτημα καθώς και άλλες λεπτομέρειες για τον συγκεκριμένο χώρο κράτησης, στον οποίο ενδέχεται να κρατηθεί ο εφεσίβλητος.

 

Επομένως, το παρόν Εφετείο είναι σε θέση να εξετάσει κατά πόσον η μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του δύναται να οδηγήσει στην όσο το δυνατόν, πιο συμβατή υπό τις περιστάσεις, τήρηση της διαδικασίας που πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, να ακολουθούν οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης.

 

Διαπιστώνουμε εντούτοις ότι δεν τέθηκαν από την κεντρική αρχή επακριβώς τα ερωτήματα με το τρόπο που παρατίθενται στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο παράρτημα Χ υπό τον τίτλο «Ειδικά μέτρα για την προστασία κρατουμένων από τη βία». Τα ερωτήματα που περιλαμβάνονται στο υπόδειγμα αίτησης αφορούν τα εξής επί μέρους ζητήματα:

 

«- Εποπτεία προσωπικού

-    Ρυθμίσεις στην εγκατάσταση για την πρόληψη της βίας μεταξύ των κρατουμένων (κομβίο κλήση επείγουσας ανάγκης σε θαλάμους, βιντεοπαρακολούθηση κ.λπ.)

-   Εκπαίδευση φυλάκων.»

 

Επισημαίνουμε ότι, όπως το ίδιο το παρόν Εφετείο λαμβάνει δικαστική γνώση των συστάσεων της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο εν λόγω εγχειρίδιο, πρόσβαση σε αυτές διαθέτει και η δικαστική αρχή έκδοσης και με δεδομένη την κοινοποίηση της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς αυτή, κατέστη πρόδηλο ποια είναι τα επίδικα ζητήματα της υπό κρίση υπόθεσης στα οποία όφειλε να απαντήσει.

 

Μετά τις παραστάσεις των εφεσειόντων προς τη δικαστική αρχή έκδοσης, που εν προκειμένω είναι ο Γενικός Κατήγορος της Λιθουανίας (Prosecutor General of the Republic of Lithouania), διαβιβάστηκε η πληροφόρηση ότι δεν είναι δυνατός, πριν την καταδίκη του εφεσιβλήτου και την επιβολή σε αυτόν ποινής φυλάκισης, ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης φυλακής όπου ενδέχεται να εκτίσει εν τέλει την ποινή του. Αναφέρθηκε ότι ενδέχεται πριν την επιβολή ποινής να κρατηθεί σε μία από δύο διαφορετικές φυλακές για τις οποίες ωστόσο δεν πρόσφερε οποιαδήποτε σχετική με το επίδικο ζήτημα πληροφόρηση.

 

Περαιτέρω από την εν λόγω αλληλογραφία, προκύπτει ότι «σε φυλακές», χωρίς διευκρίνηση αν αυτό ισχύει για όλες τις φυλακές, έχουν δημιουργηθεί ομάδες επικοινωνίας με υπεύθυνους («officers») ούτως ώστε δεν θα αντιστοιχούν πέραν των 30 κρατουμένων ανά «officer». Η εν λόγω πληροφορία αν και ασαφής, φαίνεται να παραπέμπει στην ύπαρξη διαρθρωτικών μέτρων για την ενίσχυση της παρακολούθησης των συνθηκών κράτησης.

 

Όπως όμως αναφέρεται στο εν λόγω εγχειρίδιο, απαγορεύεται, από πλευράς της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, ο αποκλεισμός του ως άνω αναφερόμενου κινδύνου, απλώς και μόνο επειδή υπάρχει τέτοιο μέτρο. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τη σφαιρική εκτίμηση των συνθηκών κράτησης, όμως στην παρούσα υπόθεση, πέραν τούτου του στοιχείου, η μόνη άλλη συμπληρωματική πληροφόρηση που δόθηκε ως προς τις συνθήκες κράτησης του εφεσιβλήτου σε σχέση με τον επίδικο κίνδυνο αναφορικά με τη βία ανάμεσα στους κρατούμενους, συνίσταται σε   παραπομπή στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης όπου αναρτάται η απάντηση των Αρχών της Λιθουανίας ως προς τα μέτρα που λαμβάνει γενικώς, προς βελτίωση των συνθηκών κράτησης στις φυλακές της χώρας.

 

Αναζητήσαμε σχετική με το επίδικο ζήτημα πληροφόρηση στην εν λόγω απάντηση. Στις σελίδες 4-6 αυτής γίνεται αναφορά στα μέτρα που λαμβάνονται σχετικά με το επίδικο θέμα της βίας μεταξύ των κρατουμένων. Αντιπαράθεση της εν λόγω απάντησης με την εξειδικευμένη πληροφόρηση που προβλέπεται στο Παράρτημα Χ, δεικνύει ότι δεν προσφέρεται στο έγγραφο αυτό επαρκής πληροφόρηση, η οποία να μπορεί να αποκλείσει τον επίδικο κίνδυνο. Σημειώνεται παραδείγματος χάριν στην εν λόγω απάντηση, η προγραμματισμένη για τον Νοέμβριο του 2024 σχετική με το ζήτημα της βίας εκπαίδευση του προσωπικού. Δεδομένου ότι η τελευταία απάντηση από τη δικαστική αρχή έκδοσης φέρει ημερομηνία 3/12/2024, παρατηρούμε ότι δεν δόθηκε καμία πληροφόρηση ως προς το αν αυτή πραγματοποιήθηκε και ως προς τι περιλάμβανε.

 

Tέλος στην εν λόγω πληροφόρηση από τη δικαστική αρχή έκδοσης, διατυπώνεται η θέση ότι οι φυλακές της χώρας πληρούν τις απαιτήσεις που τίθενται στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς εντούτοις να παρέχονται λεπτομέρειες τις οποίες να μπορεί να εκτιμήσει το Δικαστήριο αναφορικά με το επίδικο ζήτημα της αντιμετώπισης της βίας ανάμεσα στους κρατουμένους. 

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, ενώ δόθηκε κάθε ευκαιρία στην δικαστική αρχή έκδοσης να παράσχει πληροφορίες στο Εφετείο επί των επιδίκων ζητημάτων, προς αποκλεισμό της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης του εφεσιβλήτου, εντούτοις δεν δόθηκαν επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες που να δικαιολογούν το αίτημα παράδοσης.  Από εξέταση του συνόλου των πληροφοριών, τόσων αυτών που παρασχέθηκαν πρωτοδίκως όσο και αυτών που παρασχέθηκαν στο στάδιο της έφεσης, διαπιστώνουμε ότι ο εν λόγω κίνδυνος, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογου χρόνου, εφόσον κατέστη σαφές ότι η δικαστική αρχή έκδοσης δεν είναι σε θέση ούτε να παράσχει τη διαβεβαίωση ότι ο εφεσίβλητος δεν θα υποστεί τέτοια μεταχείριση, ούτε και να δώσει πληροφορίες αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης που αφορούν το ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα σωφρονιστικά ιδρύματα που ενδέχεται να κρατηθεί ο εφεσίβλητος, έστω για την περιορισμένη μεταβατική περίοδο, πριν την επιβολή σε αυτόν ποινής φυλάκισης.

 

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος ότι αν ο εφεσείοντας παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του ΕΕΣ δεν θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την εκεί κράτηση του.

 

Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, οι λόγοι έφεσης 1-3 αν και βρίσκουν έρεισμα στην εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ζητήσει περαιτέρω πληροφόρηση, δεν μπορούν να επιτύχουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Όπως θα αναλύσουμε πιο κάτω ούτε και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δύνανται να ανατρέψουν την έκβαση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προωθείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη όταν αναφερόμενο ειδικά στο θέμα που αφορούσε τον χώρο που θα κρατείτο ο εφεσίβλητος, ανέφερε τα εξής: «….η στάση των Λιθουανικών αρχών δημιουργεί καχυποψία και δεν συνάδει με το πνεύμα και τον σκοπό της όλης διαδικασίας».

 

Προς τούτο επισημαίνεται ότι στα τεκμήρια που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπήρχε ερώτημα της κεντρικής αρχής σχετικά με τον συγκεκριμένο χώρο κράτησης του εφεσιβλήτου. Διαπιστώνεται ότι η επισήμανση των εφεσειόντων ευσταθεί και ως εκ τούτου το σχόλιο του Δικαστηρίου, εκτός από λανθασμένο είναι και άτοπο. Παρά ταύτα, πρόκειται για σχόλιο που δεν επηρεάζει την έκβαση της παρούσας έφεσης για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης καταλογίζεται σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή δεν έλαβε υπόψη αλληλογραφία που κατατέθηκε πριν τις τελικές αγορεύσεις. Ο λόγος αυτός κρίνεται ατελέσφορος επειδή μελέτη της εν λόγω αλληλογραφίας, δεικνύει ότι δεν περιέχει πληροφόρηση που να μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει ή να αλλάξει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν σημείωσε ότι η κατάληξη του ότι στη Λιθουανία υφίσταται συστημικό πρόβλημα αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, ενισχύεται από δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της χώρας αυτής, ήτοι τις CASE OF DELTUVA v. LITHUANIA, (Application no. 38144/20), 24/06/2023 και CASE OF VELEČKA AND OTHERS v. LITHUANIA (Applications nos. 56998/16 and 3 others), 26/06/2019, οι οποίες αφορούν παραβιάσεις αφενός του Άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και αφετέρου του Άρθρου 5, παράγραφος 3, (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ειδικά ως προς τους κατηγορουμένους) της Ευρωπαϊκής   Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σημειώνουμε ότι οι εν λόγω αποφάσεις, αφορούσαν ισχυρισμούς για παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ από την Λιθουανία και δεν σχετίζονταν άμεσα με τις συνθήκες κράτησης. Ανεξαρτήτως τούτου, δεν γίνεται αναφορά στις εν λόγω αποφάσεις σε διαπιστώσεις για τις γενικές συνθήκες κράτησης, οι οποίες εξετάζονται στο πλαίσιο του πιο πάνω πρώτου σταδίου ελέγχου. Δεν θεωρούμε όμως ότι το σχόλιο αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα που κάλεσε ως μάρτυρα ο εφεσίβλητος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι λόγω της ρωσικής καταγωγής του εφεσίβλητου είναι ενδεχόμενο να τύχει δυσμενούς μεταχείρισης.

 

Είμαστε της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς το ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης του εν λόγω μάρτυρα. Επρόκειτο για μια γενικότερη άποψη του μάρτυρα που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης του ούτε και υποστηρίχθηκε με σχετική τεκμηρίωση.

 

Εντούτοις και πάλι θεωρούμε ότι το σχόλιο αυτό έγινε εκ του περισσού και το λάθος αυτό δεν επηρεάζει την έκβαση της έφεσης. Υπενθυμίζεται ότι ο κίνδυνος περί βίας μεταξύ των κρατουμένων όπως περιγράφεται στις εκθέσεις CPT δεν αναφέρει οτιδήποτε αναφορικά με την ιθαγένεια των κρατουμένων, πλην των Ρομά. Εξάλλου ακριβώς επειδή οι λόγοι που, σύμφωνα με τις εν λόγω εκθέσεις ενδεχομένως να προκαλέσουν βία ή εξευτελιστική μεταχείριση, είναι σύνθετοι, και ενδεχομένως να επηρεάσουν διάφορες κατηγορίες κρατουμένων πλην μίας ανώτερης «κάστας» κρατουμένων, διαπιστώθηκε από την CPT το γενικευμένο συστημικό πρόβλημα.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να θεωρήσει τον εν λόγω μάρτυρα εμπειρογνώμονα. Είμαστε της άποψης ότι αν και ο εν λόγω μάρτυρας ενδεχομένως να δύναται να εκφέρει γνώμη ως εμπειρογνώμονας ως προς τις συνθήκες κράτησης, ωστόσο βάσει των αποφάσεων του ΔΕΕ το Δικαστήριο θα πρέπει να προβαίνει σε ευρήματα αναφορικά με το πρώτο στάδιο της εξέτασης των συνθηκών κράτησης, που αναφέρεται πιο πάνω, στη βάση «αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως ενημερωμένων στοιχείων τα οποία μπορούν να προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, όπως είναι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από δικαστικές αποφάσεις του κράτους μέλους έκδοσης, καθώς και από αποφάσεις, εκθέσεις και λοιπά έγγραφα καταρτιζόμενα από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ή όργανα εντός του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών ».

 

Όπως αναφέρεται με παραπομπή στη νομολογία στο σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδη και Σάντη, έκδοση 2014, σελ. 580, «Το καθήκον των πραγματογνώμων έναντι του Δικαστηρίου κατά τη μαρτυρία τους έγκειται στην αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια των επιδίκων συμπερασμάτων του και να διαμορφώσει συναφώς τη δική του ανεξάρτητη άποψη περί εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης.»        

 

Στο βαθμό λοιπόν που η μαρτυρία του πραγματογνώμονα εμπίπτει εντός του πιο πάνω πλαισίου, δύναται, κατά την άποψή μας να ληφθεί υπόψη. Στην παρούσα δε υπόθεση, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη το πιο πάνω πλαίσιο, έσφαλε ως προς τη βαρύτητα που προσέδωσε στην εν λόγω μαρτυρία.

 

Εντούτοις, όπως προαναφέραμε, πολύ ορθά προέβη και σε δική του εκτίμηση των ενώπιον του στοιχείων, εντός του πλαισίου που τίθεται από το ΔΕΕ. Αν και ενέπλεξε ατυχώς τις δικές του εκτιμήσεις με τη, σε ορισμένες περιστάσεις, μη αποδεκτή ως μαρτυρία πραγματογνωμοσύνης, προσωπική γνώμη του εμπειρογνώμονα, δεν μας διαφεύγει ότι η κατάληξη του στηρίχθηκε ουσιωδώς στις εκθέσεις της CPT. Όπως δε επισημάναμε ήδη ανωτέρω, η συγκεκριμένη κατάληξη του δεν εφεσιβλήθηκε και ως εκ τούτου η περαιτέρω ενασχόληση μας αναφορικά με τα εκ του περισσού σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα ήταν ατελέσφορη.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε υπέρμετρη σημασία στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ως προς τις συνθήκες κράτησης στη Λιθουανία. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται με το ίδιο σκεπτικό με το οποίο απορρίφθηκε ο όγδοος λόγος έφεσης.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Τα έξοδα διερμηνείας να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.

 

Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμελλητί την παρούσα απόφαση στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, μέσω της κεντρικής αρχής της Δημοκρατίας.

 

Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο