ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2024, 31/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2024, 31/3/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2024)

 

31 Μαρτίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-------------------------------------------------------------

 

Ρ. Ερωτοκρίτου για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Α. Τιμοθέου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Στις 17.11.23 ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργοδικείο Λεμεσού στην Κατηγορία 2 για κακόβουλη ζημιά σε περιουσία και στην Κατηγορία 4 για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση αντίστοιχα των Άρθρων 324(1) και 231 του Ποινικού Κώδικος (εφεξής «Π.Κ»). Τιμωρήθηκε με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με υψηλότερη τη φυλάκιση των 3,5 ετών στην Κατηγορία 4. Με εννέα λόγους έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του ως εσφαλμένη και με άλλους τέσσερεις τις ποινές ως έκδηλα υπερβολικές.

 

        Αρχικά ο Εφεσείων αντιμετώπιζε και την Κατηγορία 1 για πράξη σκοπεύουσα τη βαριά σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) Π.Κ., καθώς και την Κατηγορία 3 για απειλή βιαιοπραγίας κατά παράβαση του Άρθρου 91Α Π.Κ.. Σε μεταγενέστερο στάδιο και δη μετά τη μαρτυρία του Μ.Κ.16 το Κακουργοδικείο (κατόπιν ένστασης) ενέκρινε την προσθήκη της προαναφερθείσας Κατηγορίας 4 βάσει του Άρθρου 231 Π.Κ. και αμέσως μετά ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε τη δίωξη για την αρχική Κατηγορία 1. Στο στάδιο των αγορεύσεων για το εκ πρώτης όψεως ανέστειλε και την Κατηγορία 3 για απειλή.

 

        Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει 19 μάρτυρες ενώ ο Εφεσείων κατέθεσε ενόρκως ο ίδιος και κάλεσε τρεις μάρτυρες προς υπεράσπισή του. Αξιολογώντας τη μαρτυρία, το Κακουργοδικείο απέρριψε αυτήν του Εφεσείοντος, του Μ.Κ.18, μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.14 και κάποιο σημείο από αυτή του Μ.Κ.3 ενώ απεδέχθη την υπόλοιπη μαρτυρία. Τα βασικά γεγονότα στη βάση των πρωτόδικων ευρημάτων δεν αμφισβητούνται κατ’ έφεσιν και δύνανται να συνοψιστούν ως κατωτέρω.

 

        Στις 6.11.21, στη Λεμεσό, ο Εφεσείων οδηγώντας το αυτοκίνητο του επί της Λεωφόρου Μακαρίου Γ΄ με δυτική κατεύθυνση και χωρίς να σταματήσει ή να ελαττώσει ιδιαίτερα ταχύτητα, αφού κινήθηκε κάθετα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, πέρασε κάθετα ασφάλτινο χώρο στάθμευσης, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο που οδηγεί στον χώρο (δίοδο) των 10 ποδών όπου βρίσκεται το υποστατικό του γραφείου ταξί «ΦΑΡΟΣ», στις 03:05:46 εισήλθε στον εν λόγω χώρο και αφού έκανε μανούβρες δεξιά αριστερά, σταμάτησε σε απόσταση ενός μέτρου μπροστά από τον Μ.Κ.9 (ο οποίος προηγουμένως περπατούσε προς το εν λόγω υποστατικό και αντιλαμβανόμενος το αυτοκίνητο σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του και λόγω του τρόπου που κινήθηκε το αυτοκίνητο θεώρησε ότι είναι κάποιος γνωστός του και τού «κάνει πλάκα»). Ακολούθως, ξαφνικά, ένα με δύο δευτερόλεπτα μετά που σταμάτησε, ο Εφεσείων επανεκκίνησε το αυτοκίνητο με ταχύτητα και κτύπησε τον Μ.Κ.9, τον πέταξε προς τα πίσω, μέσα από το ανοικτό τμήμα της τζαμαρίας του υποστατικού.

 

        Συνεχίζοντας την πορεία του κτύπησε στην τζαμαρία και την έσπασε και ακολούθως κτύπησε στο ψυγείο που βρισκόταν πιο μέσα από την τζαμαρία. Το κτύπημα στο ψυγείο μείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου και έτσι βρήκε χρόνο ο Μ.Κ.9 να γυρίσει, και να προσπαθήσει να τρέξει για να μπει στο κυρίως γραφείο του υποστατικού, το οποίο βρισκόταν πιο μέσα. Στην προσπάθεια του να πατήσει ένιωσε μούδιασμα κάτω στο δεξί του πόδι και βλέποντας το ο Μ.Κ.9 αντιλήφθηκε ότι ήταν σπασμένο, οπότε άρχισε να φωνάζει: «Ρε ετσίλλισε με, μού έσπασε το πόδι μου». Κάποια στιγμή ο Μ.Κ.9 βρέθηκε στο κυρίως γραφείο του υποστατικού, όπου ήδη βρισκόταν ο Μ.Κ.5, οπότε ο Μ.Κ.9 κοίταξε πίσω το εν λόγω αυτοκίνητο, το οποίο συνέχιζε να έρχεται προς το κυρίως γραφείο, σπάζοντας πράγματα μέχρι που ακούμπησε στον τοίχο εισόδου του κυρίως γραφείου.

 

        Σε κάποια δε στιγμή, το αυτοκίνητο έκαμε πισινή και κινήθηκε ξανά μπροστά, προσπαθώντας να μπει εντός του κυρίως γραφείου. Επειδή ο Μ.Κ.5 τρομοκρατήθηκε, ανέβηκε στο γραφείο (έπιπλο) και προσπάθησε να ξεφύγει από μικρό παράθυρο, αφού πίστεψε ότι το αυτοκίνητο θα έμπαινε μέσα στο κυρίως γραφείο και θα κτυπούσε και αυτόν.

 

        Στη συνέχεια ο Εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητο με όπισθεν και περί ώρα 03:06:17 άρχισε να εξέρχεται του χώρου των 10 ποδών και συνεχίζοντας την πορεία του, παρασύροντας κάτω από το αυτοκίνητο ένα καναπέ και ένα μεταλλικό κυλινδρικό αντικείμενο, αφού σταμάτησε προσωρινά επί της Λεωφόρου Μακαρίου Γ΄, εκκίνησε προς τα εμπρός και αφού πέρασε πάνω από τα εν λόγω αντικείμενα εγκατέλειψε το μέρος με δυτική κατεύθυνση. Ο Μ.Κ.9 σήκωσε στη συνέχεια πάνω το παντελόνι του και είδε ότι στο δεξί πόδι είχε ανοικτό τραύμα και έχανε αίμα. Ο Εφεσείων έφτασε μέχρι το περίπτερο του Μ.Υ.3, από όπου πήρε σοκολάτα και αναψυκτικό ενώ πιο μετά κατευθύνθηκε στη Γεράσα.

 

        Ακολούθως ο Μ.Κ.9 μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γ.Ν.  Λεμεσού, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε υποδόριο αιμάτωμα αριστερής άκρας χειρός και ανοικτό κάταγμα (Gustilo II) διάφυσης δεξιάς κνήμης. Οι ζημιές που προκλήθηκαν στο υποστατικό του γραφείου ταξί «ΦΑΡΟΣ» (ως φαίνονται στις φωτογραφίες 9, 10, 15, 17‑29, 31 και 39‑43 του Τεκμηρίου 17) ήταν ύψους €800.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 1

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα είχε καλέσει τον Εφεσείοντα σε απολογία κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

        Σύμφωνα με το Άρθρο 74(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας, μετά το πέρας της υπόθεσης για τον κατήγορο, εάν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι απεδείχθη «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» κατά του κατηγορουμένου επαρκώς (sufficiently), τότε τον καλεί να προβάλει την υπεράσπισή του. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 «ο όρος εκ πρώτης όψεως υπόθεση χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα και είναι υπ’ αυτή την έννοια που ο πιο πάνω όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962 [Practice Note, (1962) 1 All E.R. 448]. Προνοείται στην εν λόγω Πρακτική ότι η απαλλαγή του κατηγορουμένου δικαιολογείται μόνον:

 

        “(a) when there has been no evidence to prove an essential element in the alleged offence

        (b) when the evidence adduced by the prosecution has been so discredited as a result of cross‑examination or is so manifestly unreliable that no reasonable tribunal could safely convict on it”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Στη μεταγενέστερη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851 (απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας) το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, η οποία συνιστά και την κλασσική παράθεση τους και πρόσθεσε ότι:

 

        «Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145):

              «Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφασή του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα».

        Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):

              «Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, […………………………………………………………………….], η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί»».

 

        Μετά την ολοκλήρωση λοιπόν της μαρτυρίας για την Κατηγορούσα Αρχή, αθώωση του κατηγορουμένου δικαιολογείται μόνον όταν: (α) Είτε δεν υπάρχει μαρτυρία για να αποδείξει (to prove) ένα βασικό συστατικό του κατ' ισχυρισμόν αδικήματος, (β) Είτε η αξιοπιστία της προσαχθείσας μαρτυρίας έχει αποδυναμωθεί (discredited) σε τέτοιο βαθμό συνεπεία της αντεξέτασης ή είναι τόσο εμφανώς αναξιόπιστη (unreliable), που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα καταδίκαζε με ασφάλεια βάσει μιας τέτοιας μαρτυρίας, στο τελικό στάδιο.

 

        Όπως έχει τονιστεί στη Χριστοδούλου (ανωτέρω), το μέτρο, βάσει του οποίου εξετάζονται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου εκδικάζοντος Δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου. Για αυτό και σύμφωνα με την R. v. Galbraith (ανωτέρω), το εκδικάζον Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, εκλαμβάνει τη μαρτυρία στο ύψιστο δυνατό της σημείο και εάν έχει τη γνώμη ότι κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταδικάσει βάσει αυτής κατά το τελικό στάδιο, τότε προχωρεί σε αθώωση. Αντιθέτως, όταν το εκδικάζον Δικαστήριο έχει την άποψη ότι η προσαχθείσα μαρτυρία είναι τέτοια που η ισχύς ή η αδυναμία της θα εξαρτηθεί από την τελική δικαστική κρίση σε ζητήματα αξιοπιστίας μαρτύρων ή σε άλλα ζητήματα ανήκοντα στο τελικό στάδιο ή όταν, στη βάση μιας δυνητικής οπτικής επί των γεγονότων (on one possible view of the facts), υπάρχει μαρτυρία βάσει της οποίας κάποιο λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει σε ενοχή, τότε θα πρέπει να καλεί σε απολογία (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας v. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9).

 

        Θα πρέπει δε να διευκρινιστεί πως το ουσιωδέστερο κριτήριο δεν είναι το κατά πόσον «κάθε» λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει στο τελικό στάδιο αλλά το κατά πόσον «ένα» από τα λογικά Δικαστήρια θα μπορούσε να το πράξει. Όπως επ' αυτού έχει λεχθεί στην GF v. Regina (2012) EWCA Crim 1756:

 

        “(3) However, most importantly, the question is whether a reasonable jury, not all reasonable juries, could, on one possible view of the evidence, be entitled to reach that adverse inference. If a judge concludes that a reasonable jury could be entitled to do so (properly directed), on the evidence, putting the prosecution case at its highest, then the case must continue; if not it must be withdrawn from the jury”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Περαιτέρω, και επειδή σε κάποιες περιπτώσεις (όπως και στην παρούσα) λησμονείται ή παρερμηνεύεται, θα πρέπει να διευκρινίσουμε σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση αθώωσης, ότι όταν το εκδικάζον Δικαστήριο καλεί σε απολογία δεν σημαίνει ότι αποφασίζει σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο οριστικά και τελειωτικά ως προς το κατά πόσον στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το νόημα των σχετικών νομολογιακών αναφορών, όπως «στοιχειοθέτηση εξ αντικειμένου» και «απόδειξη συστατικών στοιχείων», είναι ότι εξετάζεται το κατά πόσον ελλείπει μαρτυρία η οποία θα μπορούσε δυνητικά να θεμελιώσει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Εκείνο το οποίο ελέγχεται είναι η απουσία τέτοιας μαρτυρίας, η οποία απουσία, αν διαπιστωθεί, οδηγεί σε ανακοπή της υπόθεσης στο στάδιο αυτό. Οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία θα εσήμαινε ότι σε περίπτωση κλήσης σε απολογία έχει προαποφασιστεί οριστικά και το ζήτημα της στοιχειοθέτησης του αδικήματος, ήτοι η ενοχή στο ενδιάμεσο στάδιο, πράγμα ασφαλώς απαράδεκτο και άτοπο, τόσο από πλευράς δικονομικών όσο και από πλευράς συνταγματικών δικαιωμάτων. Είναι αυτονόητο δηλαδή ότι η ενοχή κάποιου αποφασίζεται μόνο μετά το πέρας της ακρόασης με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση και όχι εκ πρώτης όψεως. Μας εκφράζουν επί του θέματος αυτού τα λεχθέντα από το Εφετείο Αυστραλίας στην υπόθεση Zanetti v. Hill (1962) 108 C.L.R. 433:

 

        The question whether there is a case to answer, arising as it does at the end of the prosecution's evidence in chief, is simply the question of law whether the defendant could lawfully be convicted on the evidence as it stands, ‑ whether, that is to say, there is with respect to every element of the offence some evidence which, if accepted, would either prove the element directly or enable its existence to be inferred. That is a question to be carefully distinguished from the question of fact for ultimate decision, namely whether every element of the offence is established to the satisfaction of the tribunal of fact beyond a reasonable doubt”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Στην παρούσα περίπτωση, αυτό το οποίο διαπιστώνουμε μέσα από την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, είναι πως αλληλοσυμπλέκονται ζητήματα που αφορούν τόσο το εθελούσιο (voluntariness) της επίδικης συμπεριφοράς όσο και την απαιτούμενη ένοχη διάνοια (mens rea) του Εφεσείοντος. Δεν είναι υπερβολή να παρατηρήσουμε πως δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις σαφείς οι θέσεις οι οποίες προβάλλονται, δεδομένου ότι διαπιστώνουμε κάποια σύγχυση των πιο πάνω θεμάτων.

 

        Εν πρώτοις η επιχειρηματολογία, σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, εδράζεται στη θέση ότι το Κακουργοδικείο δεν ενέταξε στο ορθό πλαίσιο τη μαρτυρία του Μ.Κ.9 (Παραπονούμενου), ο οποίος δήλωσε πως ο Εφεσείων δεν είχε πρόθεση να τον κτυπήσει. Είναι ειδικότερα η θέση ότι ο Μ.Κ.9 διασαφήνισε πλήρως το «διανοητικό στοιχείο» της πράξης, το οποίο θα έπρεπε να είχε ο Εφεσείων, και τούτο με τις αναφορές του που είχαν το πιο πάνω νόημα («Δεν τον ξέρω, για να έχει πρόθεση να μου κτυπήσει», «Δεν είχε πρόθεση να με τσιλλίσει», «Δεν νομίζω να το έκαμε ξεπίτηδες» κ.τ.τ.). Προσθέτει δε πως πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν και το ότι ο Μ.Κ.9 έχει εγείρει αγωγή στην οποία αναφέρει ότι υπήρξε «δυστύχημα» εκείνο το βράδυ.

 

        Κατά δεύτερον υποστηρίζει ο Εφεσείων ότι οι δηλώσεις του Μ.Κ.9 απέκλειαν «το διανοητικό στοιχείο της εσκεμμένα θεληματικής παράνομης πράξης», οπότε αφού έλειπε το στοιχείο της ηθελημένης κίνησης προς τα εμπρός ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι απεδείχθη εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Επικαλείται προς υποστήριξη της θέσης του νομολογία, στην οποία είχε λεχθεί ότι στην περίπτωση του Άρθρου 231 Π.Κ. η πρόκληση της βλάβης «παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια». Ως προς αυτό το σημείο είναι γεγονός πως η Υπεράσπιση στηρίζετο στη θέση ότι η όλη οδήγηση που κατέληξε στον τραυματισμό του Μ.Κ.9 οφείλετο σε υπογλυκαιμικό επεισόδιο το οποίο, κατ’ ισχυρισμόν της, υπέστη ο Εφεσείων λίγο πριν. Σχετικά είχε αντεξεταστεί ο Μ.Κ.13, παθολόγος διαβητολόγος, ο οποίος είχε δει τον Εφεσείοντα εντός Οκτωβρίου του 2021 και είχε χορηγήσει αντιδιαβητική αγωγή. Η εκδοχή της Υπεράσπισης ήταν ότι σε ένα τέτοιο επεισόδιο ο ασθενής δεν είχε έλεγχο των κινήσεων του. Αυτά, σε συνδυασμό με τα όσα ανέφερε ο Μ.Κ.9, έπρεπε κατά τον Εφεσείοντα, να οδηγήσουν σε αθώωσή του στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

        Τρίτη θέση είναι πως με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.9, ήταν σαφές ότι έλειπε «το βασικό συστατικό στοιχείο» διότι ήταν μη ηθελημένη η «προξένηση της σοβαρής σωματικής βλάβης». Παρατηρείται και εδώ μια σύγχυση εν σχέσει με τα συστατικά στοιχεία του Άρθρου 231 Π.Κ. αφού γίνεται λόγος περί απουσίας πρόθεσης πρόκλησης της βαριάς σωματικής βλάβης. Δεν θα μας απασχολήσει όμως δεδομένου ότι, όπως επιβεβαιώνει και η υπόθεση Achraf κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/21 κ.ά., ημερ. 15.4.22, στην περίπτωση του Άρθρου 231 Π.Κ. «…η πρόκληση της βλάβης παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόθεση του κατηγορούμενου να επιφέρει το αποτέλεσμα» (της βαριάς σωματικής βλάβης). Άλλωστε αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά του από το Άρθρο 228(α) Π.Κ..

 

        Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι κατά τον Εφεσείοντα, το Κακουργοδικείο έπρεπε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο να κρίνει πρώτον ότι δεν υπήρχε μαρτυρία περί εθελούσιας ενέργειας και δεύτερον ότι δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να καλύπτει το διανοητικό στοιχείο που απαιτεί το Άρθρο 231 Π.Κ.. Ασφαλώς, στη βάση των διαφόρων εισηγήσεων και επιχειρημάτων εγείρονται κάποια νομικά ζητήματα για τα οποία ούτως ή άλλως θα υπάρξει ειδικότερη ενασχόληση σε μεταγενέστερο σημείο στην παρούσα. Δεν θεωρούμε ότι εξυπηρετεί η παράθεσή τους σε αυτό το στάδιο, έχοντας υπ’ όψιν πως αυτά επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν και στα πλαίσια του ένατου λόγου έφεσης.

 

        Αρκούμαστε επί του παρόντος στο να σημειώσουμε ότι στην παρούσα περίπτωση το Κακουργοδικείο είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο Εφεσείων, σε διάστημα τουλάχιστον μισού λεπτού, εισήλθε στον χώρο, σταμάτησε, επανεκκίνησε, μείωσε ταχύτητα, συνέχισε, οδήγησε με όπισθεν, οδήγησε ξανά μπροστά, οδήγησε ξανά όπισθεν, σταμάτησε στον δρόμο και εκκίνησε, απομακρυνόμενος από τη σκηνή. Ο Μ.Κ.9 είχε όντως αναφερθεί στο θέμα αλλά οι ενδείξεις ήταν ότι με όσα είπε εξέφραζε γνώμη («Δεν νομίζω να το έκαμε ξεπίτηδες»). Για ένα θέμα μάλιστα το οποίο, όπως η γνώση και η πρόθεση, δεν αποδεικνύεται πάντοτε με άμεση μαρτυρία αλλά κατά κανόνα εμμέσως με περιστατική μαρτυρία (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 75).

 

        Τα πιο πάνω στοιχεία, καθώς και σειρά άλλων από τη μαρτυρία απαιτείτο παράλληλα να αξιολογηθούν τόσο ως σχετιζόμενα με το εθελούσιο της ενέργειας όσο και σε σχέση με την ένοχη διάνοια. Από το γεγονός της καταχώρισης αστικής αγωγής εκ μέρους του M.K.9 δεν θα μπορούσε να εξαχθεί ούτως ή άλλως συμπέρασμα και μάλιστα στο ενδιάμεσο στάδιο. Άλλωστε η τυχόν προώθηση τέτοιας εκδοχής, δηλαδή ότι ήταν «δυστύχημα» ή «στιγμιαίο λάθος», (όπως προβάλλεται σε κάποια σημεία με την έφεση) δεν συνάδει με τη βασική θέση του Εφεσείοντος ότι δεν είχε τις αισθήσεις του ή έλεγχο κινήσεων. Βασικά το Κακουργοδικείο δεν θα μπορούσε χωρίς αξιολόγηση όλης της μαρτυρίας, (συμπεριλαμβανομένης και της γνώμης του Μ.Κ.9) να καταλήξει είτε στο ότι δεν ήταν εθελούσια πράξη είτε στο ότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη ένοχη διάνοια και να αθωώσει σε εκείνο το ενδιάμεσο στάδιο. Η ουσία είναι πως υπήρχε ενώπιόν του μαρτυρία η οποία, εάν εν τέλει γινόταν αποδεκτή, μπορούσε να αποδείξει τα εδώ συζητούμενα στοιχεία, είτε άμεσα είτε δια συμπεράσματος [βλ. Zanetti, (ανωτέρω)]. Συνεπώς ορθώς είχε καλέσει τον Εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπισή του.

 

        Κατά συνέπειαν ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 2 έως 8

 

        Οι επόμενοι επτά λόγοι έφεσης, ήτοι οι υπ' αρ. 2 έως 8, αφορούν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Με παραπομπές σε πάγια νομολογία είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε τις σχετικές αρχές επέμβασης του Εφετείου σε τέτοια ζητήματα, στην υπόθεση P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη κ.ά., Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά., ημερ. 12.9.23. Τονίσαμε ότι το ζήτημα της αξιολόγησης ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν:

 

·          Η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.

·          Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας.

·          Τα ευρήματα δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα, ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία.

·          Τα συμπεράσματά του κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, ήτοι είναι συμπεράσματα στα οποία δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει ένα λογικό Δικαστήριο.

·          Τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη ή είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η ίδια η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι όταν δημιουργείται ρήγμα στην αξιολόγηση και στα ευρήματα.

·          Οι τυχόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρος και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια.

 

        Γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204).

 

Λόγοι Έφεσης αρ. 2 έως 5 και 7

 

        Εκ των λόγων που προσβάλλουν την αξιολόγηση, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4, 5 και 7 διασυνδέονται μεταξύ τους, καθότι ως ειδικότερα διαφαίνεται κατωτέρω, αφορούν όλοι το προβληθέν υπό του Εφεσείοντος υπογλυκαιμικό επεισόδιο.

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως εσφαλμένα δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία του Εφεσείοντος ότι είχε υποστεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο λίγο πριν την είσοδό του στη δίοδο των 10 ποδών και ότι ενώ έκαμνε προσπάθειες με το τιμόνι του αυτοκινήτου του να αποφύγει τη σύγκρουση, το αυτοκίνητο του τελικώς, αφού ακινητοποιήθηκε στο ένα μέτρο μπροστά στον Μ.Κ.9, τότε ξαναξεκίνησε, χωρίς να το θέλει ο Εφεσείων αφού δεν ήλεγχε τις κινήσεις του και κτύπησε τον Μ.Κ.9 χωρίς πρόθεση και χωρίς να θέλει να τον κτυπήσει, όπως περιέγραψε και ο Μ.Κ.9.

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ενώ ο Εφεσείων είχε αναφέρει από την πρώτη ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 25) ότι ξαφνικά το πόδι του έφυγε από τον συμπλέκτη, οπότε έχασε τον έλεγχο, εντούτοις εσφαλμένα το Κακουργοδικείο απέδωσε στον Εφεσείοντα νομική υποχρέωση να είχε εξηγήσει από την πρώτη αυτή κατάθεσή του, χωρίς μάλιστα να είχε ερωτηθεί, ολόκληρη την ιατρική του κατάσταση, για τον διαβήτη και το υπογλυκαιμικό επεισόδιο.

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Κακουργοδικείο μεγιστοποιεί μη ουσιώδεις λεπτομέρειες της ένορκης μαρτυρίας του (στις σ. 48 έως 54 της Απόφασης) για να καλυφθεί το κενό της ανακριτικής διαδικασίας. Δεν παρατίθεται αιτιολογία για αυτό τον λόγο. Υιοθετούνται μόνον οι αιτιολογίες των προηγούμενων δύο λόγων έφεσης και για αυτό δεν θα μας απασχολήσει ξεχωριστά.

 

        Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το Κακουργοδικείο, ενώ δέχεται ότι στη δοθείσα, με πρωτοβουλία της Αστυνομίας μετά από τέσσερεις μέρες, δεύτερη κατάθεσή του (Τεκμήριο 45), εξηγεί την κατάσταση του υπογλυκαιμικού επεισοδίου, εντούτοις και πάλι καταλήγει στο λανθασμένο εύρημα ότι ο Εφεσείων παρέλειψε να αναφερθεί σε άλλα ουσιώδη γεγονότα τα οποία αργότερα ανέφερε προφορικώς στο Δικαστήριο.

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ενώ έγινε δεκτή η μαρτυρία των Μ.Υ.1, 2 και 3, των οποίων η μαρτυρία συνάδει απολύτως και ενισχύει τον Εφεσείοντα για την ύπαρξη υπογλυκαιμικού επεισοδίου, εντούτοις εσφαλμένα το Κακουργοδικείο καταλήγει στο ότι επειδή τα όσα είπαν οι Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 επιβεβαιώνουν μέρος μόνο της εκδοχής του Εφεσείοντος, δεν πείθουν ότι αυτός υπέστη υπογλυκαιμικό επεισόδιο.

 

        Πριν από οτιδήποτε άλλο απαιτείται μια σύντομη αναφορά στο τι ακριβώς εννοεί ο Εφεσείων όταν αναφέρεται σε «υπογλυκαιμικό επεισόδιο». Για το θέμα αυτό πρώτος είχε καταθέσει ο Μ.Κ.13, ιδιώτης παθολόγος διαβητολόγος. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του και τα όσα έχουν εξαχθεί από αυτή πρωτοδίκως, δεν αμφισβητούνται. Ο Εφεσείων είχε, εξ αφορμής κάποιου άλλου προβλήματος υγείας, νοσηλευτεί σε ιδιωτική κλινική από τις 9.10.21 έως 13.10.21. Εξαιτίας διαπιστωθέντος  υψηλού σακχάρου τον είχε τότε εξετάσει και ο Μ.Κ.13. Ο μέσος όρος σακχάρου του ήταν 12,1%, κάτι που θεωρείται άσχημα ρυθμιζόμενος διαβήτης, οπότε έχρηζε άμεσης παρέμβασης, ακόμα και με ινσουλίνη εξαρχής (Διαβήτης Τύπου 2). Πέραν λοιπόν της παρακολούθησής του ενόσω νοσηλεύετο, ο Μ.Κ.13 κατά την απόλυση του Εφεσείοντος, χορήγησε αντιβιοτική αγωγή επί 10ήμερο, καθώς και μόνιμη αντιδιαβητική αγωγή, προς αντιμετώπιση του διαβήτη, με στόχο τη διατήρηση του σακχάρου κάτω από 6,5%.

 

        Η αντιδιαβητική αγωγή συνίστατο σε χάπια δίς ημερησίως και ενέσιμη ινσουλίνη καθημερινά στις 10μ.μ. ασχέτως φαγητού. Πρόκειται για μακράς δράσης ινσουλίνη ασφαλείας, η οποία διαρκεί περίπου 20 έως 22 ώρες και με αυτή, ακόμα και αν παραμείνει κάποιος νηστικός κάποιες ώρες, δύσκολα επέρχεται υπογλυκαιμία.

 

        Αποτελούσε διαπίστωση στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 ότι ένα υπογλυκαιμικό επεισόδιο προκύπτει όταν υπάρξει πενία (έλλειψη) σακχάρου και δη όταν αυτό μειωθεί κάτω των 70mg. Υπάρχουν δε, δύο ειδών συμπτώματα, ήτοι: (i) Νευρογλυκοπενικά, όταν υπάρχει πενία σακχάρου στον εγκέφαλο, οπότε ο ασθενής δυνατόν να οδηγηθεί και σε κωματώδη κατάσταση και (ii) Απλά συμπτώματα, όταν το επίπεδο δεν πέφτει μέχρι την πενία σακχάρου, τα οποία είναι ήπια κεφαλαλγία, αυξημένη όρεξη, αυξημένη εφίδρωση, λίγος θυμός, ερεθιστικότητα ή επιθετικότητα.

 

        Ήταν λοιπόν γενική διαπίστωση, στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Κ.13, πως ένας διαβητικός είναι δυνατόν να υποστεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο. Κάποια από τα χάπια που χορηγούνται είναι ούτως ή άλλως  υπογλυκαιμικά σε έντονο βαθμό ενώ και όταν ο ασθενής τίθεται σε ινσουλίνη ενδέχεται η δόση να είναι μεγαλύτερη από την απαιτούμενη ή να είναι μεν επαρκής αλλά ο ασθενής να τη λάβει χωρίς φαγητό, με συνέπεια τη μείωση του σακχάρου. Στην περίπτωση που ο ασθενής  υποστεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο, ο έλεγχος των κινήσεων (ποδιών και χεριών) εξαρτάται από το πόσο πιο κάτω από τα 70mg έπεσε το σάκχαρο, ήτοι: (i) Μεταξύ 50 έως 70mg υπάρχει κάποιος έλεγχος, ίσως πιο «βραδύκαυστος», μειωμένες ενστάσεις στα αντανακλαστικά, ήπια πτώση του επιπέδου σύγχυσης, εκνευρισμός, εφίδρωση, πείνα, ευαισθητικότητα ενώ (ii) Από 50mg και κάτω είναι πάρα πολύ δύσκολα και επικίνδυνα τα πράγματα αφού πλέον αρχίζει η ένδεια, η πλήρης έλλειψη σακχάρου στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο ασθενής να ελέγξει κανένα από τα άκρα του και τα αντανακλαστικά του σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, μειώνονται οι αισθήσεις και η αντίληψη των πραγμάτων, πέφτει το επίπεδο συνείδησης και υπάρχει και ο κίνδυνος για κωματώδη κατάσταση.

 

        Εάν ο ασθενής υποστεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο σε βαθμό που δεν ελέγχει τις αισθήσεις του τότε οπωσδήποτε χρήζει άμεσης ιατρικής παρακολούθησης. Το υπογλυκαιμικό επεισόδιο μπορεί να διαρκέσει μέχρι την ανάταξη του ασθενούς, δηλαδή μέχρι τη μεταφορά του σε νοσοκομείο και τη λήψη γλυκογόνου και φαρμάκων. Οπότε η διάρκεια του εξαρτάται από την ώρα που μεσολαβεί για δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια ιατρική φροντίδα.

 

        Ας σημειωθεί πως τα πιο πάνω ήταν διαπιστώσεις οι οποίες προέκυψαν και από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, γενικού ιατρού στις Α΄ Βοήθειες του Γ.Ν. Λεμεσού, ασχολούμενου με περιστατικά που αφορούν επιπλοκές του διαβήτη, μεταξύ των οποίων και τα υπογλυκαιμικά επεισόδια. Όπως είχε εξηγήσει, σε ένα τέτοιο επεισόδιο υπάρχουν διαβαθμίσεις. Τα πρώτα συμπτώματα είναι η εφίδρωση, η ταχυκαρδία, η ζάλη, το συναίσθημα πείνας και μεταγενέστερα η πιθανή διαταραχή της αντίληψης και η σύγχυση. Εάν η κατάσταση αυτή επιδεινωθεί και δεν δοθεί θεραπεία τότε μπορεί να οδηγήσει σε σπασμούς και σε κώμα. Επιβεβαίωσε και ο Μ.Υ.1 ότι εάν κάποιος υποστεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο σε βαθμό που δεν ελέγχει τις αισθήσεις του τότε οπωσδήποτε χρήζει άμεσης ιατρικής παρακολούθησης, καθώς και ότι το έντονο άγχος και οι συνθήκες που προκαλούν στρες δυνατόν να επιδεινώσουν την υπογλυκαιμία.

 

        Αναφορά θα πρέπει να γίνει και στο ότι στη βάση άλλων, μη αμφισβητούμενων ευρημάτων, ο Εφεσείων είναι μηχανοδηγός, ασχολούμενος με χωματουργικές εργασίες και μεταφορές απορριμμάτων. Στις 5.11.21 περί τις 23:30, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης από τον εργολάβο Μ.Υ.2 (ότι είχε γεμίσει το φορτηγό το οποίο τους είχε αφήσει το απόγευμα), ο Εφεσείων αφήνοντας στο εργοτάξιο το επίμαχο (τύπου Pajero) αυτοκίνητό του, απομάκρυνε το φορτηγό παίρνοντας το στην αποθήκη του και ζήτησε περί τις 01:00 έως 01:30 από τον Μ.Υ.2 να τον μεταφέρει πίσω στο εργοτάξιο για να παραλάβει το αυτοκίνητό του, πράγμα το οποίο και έγινε. Σε παρότρυνση του Μ.Υ.2 να πάει για ξεκούραση, ο Εφεσείων απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι υπήρχε κάδος (σκιπ) απορριμμάτων αλλού, τον οποίο έπρεπε να παραλάβει στις 04:00, οπότε θα παρέμενε ξύπνιος.

 

        Όσον αφορά τη συνέχεια, ο Εφεσείων είχε προβάλει πως αμέσως μετά πήγε στο κέντρο «Κανέλα», πιο μετά στο κέντρο «Σφηνάκια» μέχρι τις 03:00 που έκλεισε, ότι ως εκείνη την ώρα ήταν για 12 ώρες νηστικός και για 22 ώρες άυπνος, ότι στους πιο πάνω χώρους διασκέδασης είχε καταναλώσει ζιβανία και ότι καθ' οδόν προς το ταξί ΦΑΡΟΣ, ενώ ευρίσκετο στα φώτα του «Καφέ Παρί», άρχισε η σύγχυσή του, ήτοι στέγνωσε το στόμα του και άρχισε να μην έχει πλήρη αίσθηση του περιβάλλοντος γύρω του, δηλαδή άρχισε να μειώνεται η αντίληψή του. Εδώ έγκειται η ουσία της εκδοχής του πως λόγω του, μέχρι εκείνη τη μέρα, αρρύθμιστου διαβήτη, ο ίδιος υπέστη υπογλυκαιμικό επεισόδιο, το οποίο ευθύνεται για τις ανεξέλεγκτες κινήσεις του και συνιστά την αιτία για την ακολουθήσασα δράση του. Μεταξύ των όσων προέβαλε ήταν και ότι το προηγούμενο βράδυ είχε λάβει την ενέσιμη ινσουλίνη δύο ώρες νωρίτερα (περί τις 20:00).

 

        Ας σημειωθεί πως ο Μ.Κ.13 (διαβητολόγος) δεν είχε ξαναδεί τον Εφεσείοντα μετά το εξιτήριο που ο τελευταίος έλαβε στις 13.10.21. Ο δε Μ.Υ.1 με εμπειρία διαβητολόγου δεν είχε εξετάσει ποτέ τον Εφεσείοντα, τον οποίον ούτε και γνώριζε προτού κληθεί ως μάρτυς στο Κακουργοδικείο. Όπως δεν γνώριζε ούτε και τον τύπο διαβήτη από τον οποίο έπασχε ή την κατάσταση της υγείας του γενικά. Ο δε Εφεσείων εντοπίστηκε κάποιες ώρες μετά το επίδικο συμβάν στον χώρο διαμονής του στην Γεράσα και οδηγήθηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου και συνελήφθη στις 10:40π.μ. της ίδιας μέρας (6.11.21), δίδοντας την πρώτη κατάθεσή του λίγη ώρα μετά (10:50), χωρίς να είχε αναζητήσει ιατρική βοήθεια μέχρι εκείνη τη στιγμή.

 

        Καταγράφουμε τα πιο πάνω για να καταδείξουμε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ιατρική μαρτυρία περί του ότι υπήρξε υπογλυκαιμικό επεισόδιο προ και κατά την είσοδο του Εφεσείοντος στον χώρο του ταξί ΦΑΡΟΣ. Ούτε βέβαια μαρτυρία άλλου προσώπου προς τέτοια κατεύθυνση υπήρχε. Τα όσα προβάλλονται στα πλαίσια του έβδομου λόγου έφεσης είτε σε σχέση με τον εργολάβο Μ.Υ.2, (ήτοι ότι άκουσε τον Εφεσείοντα να λέει πως ήταν «πολλά κουρασμένος») είτε σε σχέση με τον περιπτερούχο Μ.Υ.3 (ήτοι ότι ο Εφεσείων «ιδρωμένος, έτρεξε έπιασε μια σοκολάτα... την άνοιξε να τρώει αμέσως»), εκ των πραγμάτων δεν ήταν ικανά να στηρίξουν και τεκμηριώσουν, αφ’ εαυτών και άνευ ετέρου, συμπέρασμα περί ύπαρξης υπογλυκαιμικού επεισοδίου.

 

        Στην πραγματικότητα λοιπόν η εν λόγω εκδοχή, περί υπογλυκαιμικού επεισοδίου, υποστηρίζετο μόνον από τη μαρτυρία του Εφεσείοντος. Πρόκειται για στοιχεία μαρτυρίας τα οποία το Κακουργοδικείο, συναισθανόμενο ορθώς και στον ύψιστο βαθμό τη σημασία τους, τα χαρακτήρισε «κεντρικά και ουσιώδη αφού σε αυτά στηρίζεται η υπεράσπισή του». Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο που αφιέρωσε 29 ολόκληρες σελίδες εξονυχίζοντας επιμελώς κάθε επιμέρους στοιχείο της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, στην προσπάθεια του να ελέγξει ουσιαστικά τη βασιμότητα του προβληθέντος αυτού ουσιώδους ισχυρισμού περί υπογλυκαιμικού επεισοδίου. Η όλη αυτή διεργασία υπήρξε υποδειγματική και σύμφωνη με τις νομολογιακές αρχές περί αξιολόγησης. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα του Κακουργοδικείου και ιδίως δεν συμφωνούμε με όσα προέβαλε ο Εφεσείων για το ζήτημα αυτό με τους προαναφερθέντες σχετικούς λόγους έφεσης. Δεν κρίνεται χρήσιμη η λεπτομερής παράθεση του τμήματος αυτού της πρωτόδικης αιτιολογίας. Αρκούμαστε κατωτέρω στη σταχυολόγηση των κυριότερων στοιχείων μαρτυρίας από τα οποία συνάγεται το αβάσιμο των προβληθέντων εκ μέρους του Εφεσείοντος ισχυρισμών:

 

Α)    Χαρακτηριστικά της Σκηνής

 

        Εν πρώτοις θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το κυρίως γραφείο του ταξί ΦΑΡΟΣ ευρίσκετο σε βάθος 20,5μ. από τον δρόμο, εντός των 10 ποδών που μεσολαβούσαν από το γωνιακό κατάστημα (No Name) μέχρι το περιτοίχισμα. Αυτό το κυρίως γραφείο είχε πλάτος 2,70μ. και μπροστά του προς τον δρόμο υπήρχε ισοπλατής προθάλαμος μήκους 5,5μ. Από την είσοδο του προθαλάμου μέχρι τον δρόμο η απόσταση είναι άλλα 15μ. Το περιτοίχισμα που οριοθετεί τον χώρο των 10 ποδών ξεκινά σε σημείο που απέχει 5,80μ. από τον δρόμο. Ο αντίστοιχος χώρος (δίοδος) του γειτονικού προς τα ανατολικά καταστήματος (Timinis Outlet) είναι πλάτους 3,30μ. Υπάρχουν δηλαδή δύο δίοδοι, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους με περιτοίχισμα. Περίπου από εκεί που ξεκινά το περιτοίχισμα και μέχρι τον δρόμο μεσολαβούν κατά σειράν ιδιωτικό πεζοδρόμιο, δημόσιο πεζοδρόμιο και κόλπος στάθμευσης οχημάτων. Όλα τα πιο πάνω αποτελούσαν ευρήματα στη βάση της προφορικής μαρτυρίας, των φωτογραφιών, των κλειστών κυκλωμάτων και του σχεδιαγραφήματος (Τεκμήρια 17, 29, 33Β), τα οποία δεν αμφισβητούνται.

 

        Η σημασία των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της σκηνής έγκειται στην ανάδειξη της εγρήγορσης, προσοχής και ικανότητας η οποία ευλόγως απαιτείτο για να εισέλθει κάποιος με όχημα στη μια εκ των δύο διόδων, που ήταν η πιο στενή και οδηγούσε στο επίδικο γραφείο ταξί. Όχι στρίβοντας αριστερά ενόσω οδηγεί στην κατεύθυνση η οποία εφάπτεται της εισόδου (ανατολικά) αλλά στρίβοντας δεξιά, ερχόμενος εξ αντιθέτου και διασταυρώνοντας κάθετα τις λωρίδες του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας, χωρίς να ελαττώσει ιδιαίτερα ταχύτητα. Η κυρίως σημασία έγκειται στο ότι, ως θέμα κοινής λογικής, μια τέτοια πορεία, δεν συνάδει με οδήγηση από πρόσωπο το οποίο δεν είχε έλεγχο κινήσεων ή αισθήσεων ή το οποίο είχε σύγχυση και απώλεια επαφής με το περιβάλλον, ως διατείνεται ο Εφεσείων.

 

Β)    Λεπτομέρειες του Συμβάντος

 

        Ο Μ.Κ.9, Μόνιμος Υπαξιωματικός στην Ε.Φ. αλλά εργαζόμενος και ως οδηγός στον ΦΑΡΟ, λίγα δευτερόλεπτα προηγουμένως είχε σταθμεύσει το ταξί του και περπατούσε προς τον χώρο των 10 ποδών για να πάει στο γραφείο τους. Τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος (Τεκμήριο 29) δείχνουν την πορεία τόσο του Μ.Κ.9 όσο και του Εφεσείοντος. Στη βάση αναλυτικής διεργασίας του Κακουργοδικείου διαπιστώθηκε ότι ο Μ.Κ.9 έφτασε στο σημείο που αρχίζει ο χώρος των 10 ποδών και σε πέντε δευτερόλεπτα στο ίδιο σημείο έφτασε ο Εφεσείων με το αυτοκίνητό του (03:05:41 έως 03:05:46) ενώ ο Μ.Κ.9 συνέχιζε να περπατά προς τον προθάλαμο. Αυτό δεν αμφισβητείται. Το Κακουργοδικείο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων είχε δει τον Μ.Κ.9 είτε ενόσω ήταν στη λεωφόρο είτε μόλις έφτασε στο σημείο που ξεκινά ο χώρος των 10 ποδών. Αυτό το οποίο ανέφερε κατά την αξιολόγηση (σ. 62) είναι για την απόσταση των 86μ. ότι «θα μπορούσε στο σημείο εκείνο να δει τον Μ.Κ.9» και για την αρχή των 10 ποδών, ότι «θα μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία του Μ.Κ.9 εκεί» (βλ. και «Συμπεράσματα», σ. 90). Είναι βέβαια αντιληπτό πως αυτά συνιστούσαν δυνατότητες και όχι βέβαιη κατάληξη για το τι είδε πριν εισέλθει στον χώρο ο Εφεσείων.

 

        Ακόμα όμως και χωρίς διαπίστωση ότι είχε δει από πριν τον Μ.Κ.9, ήταν απολύτως λογικό το συμπέρασμα πως ο Εφεσείων τον είδε, όταν πριν την είσοδο στον προθάλαμο, ο Εφεσείων σταμάτησε σε απόσταση μόλις ενός μέτρου μπροστά από τον Μ.Κ.9, πριν τον αγγίξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το αυτοκίνητό του.

 

        Έχει δε ιδιαίτερη σημασία η συνέχεια καθότι ο Εφεσείων δεν παρέμεινε ακινητοποιημένος. Αντιθέτως επανεκκίνησε με ταχύτητα και είναι με αυτή την κίνηση που κτύπησε τον Μ.Κ.9 (ενόσω αυτός ήταν στην είσοδο του προθαλάμου) και τον πέταξε προς τα πίσω, εντός του προθαλάμου. Ο Εφεσείων συνέχισε δε την πορεία του προς το εσωτερικό του υποστατικού που χρησιμοποιείτο ως γραφείο ταξί. Ειδικότερα, κτυπώντας στην τζαμαρία και σπάζοντας την, πέρασε πιο μέσα. Παρότι κτύπησε σε ψυγείο, πράγμα που μείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου, εντούτοις συνέχισε κατευθυνόμενος προς την είσοδο του κυρίως γραφείου, κτυπώντας και σπάζοντας άλλα αντικείμενα τα οποία συναντούσε στη διαδρομή του, μέχρι που βρήκε εμπόδιο τον τοίχο της εισόδου αυτής και σταμάτησε για δεύτερη φορά.

 

        Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος πως ο Εφεσείων θα έμενε ως εδώ. Δεν είναι αυτό που έγινε όμως. Ο Εφεσείων χρησιμοποίησε την όπισθεν ταχύτητα του αυτοκινήτου, οδήγησε προς τα πίσω και κινήθηκε ξανά μπροστά, επιχειρώντας για δεύτερη φορά να εισέλθει στο κυρίως γραφείο, στο οποίο ήδη ευρίσκετο τρομοκρατημένος ο Μ.Κ.5, έχοντας ανεβεί σε έπιπλο για να αποφύγει πιθανή είσοδο και κτύπημα στον ίδιο. Η προσπάθεια του Εφεσείοντος για είσοδο απέτυχε όμως, οπότε χρησιμοποιώντας για δεύτερη φορά την όπισθεν, άρχισε να εξέρχεται, κτυπώντας και παρασύροντας άλλα αντικείμενα (καναπέ κ.λπ). Έφτασε μέχρι τον δρόμο, σταμάτησε προσωρινά επί της λεωφόρου και εκκίνησε ξανά, έχοντας την ίδια δυτική κατεύθυνση όπως πριν το συμβάν, εγκαταλείποντας έτσι τη σκηνή.

 

        Προβάλλεται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης η προφορική μαρτυρία του Εφεσείοντος ότι λίγο πριν το συμβάν είχε «ενδείξεις υπογλυκαιμικού επεισοδίου» και ότι για αυτό κατευθύνθηκε στο γραφείο ταξί, που τού ήταν οικείος χώρος, για να πάρει καφέ, χυμό και σοκολάτα για να αντιμετωπίσει το υπογλυκαιμικό επεισόδιο. Πλην όμως ούτε ακινητοποίησε το όχημά του σε χώρο στάθμευσης ή στο πεζοδρόμιο ή έστω κάπου πριν τον προθάλαμο ούτε και κατέβηκε αλλά ούτε και ζήτησε οτιδήποτε γλυκαντικό. Προβάλλεται συναφώς στην έφεση ότι «...μπαίνοντας μέσα στα 10 πόδια του ταξί ΦΑΡΟΣ, πριν την πρόσκρουση με εξωτερική πόρτα της βιτρίνας του υποστατικού δεν αντιλήφθηκε τον Μ.Κ.9, τελώντας σε κατάσταση υπογλυκαιμικού επεισοδίου». Το όποιο υπονοούμενο ότι το υπογλυκαιμικό επεισόδιο ανέκυψε σε αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν την είσοδό του, ορθώς κρίθηκε πως δεν συνήδε καθόλου με την όλη εξέλιξη των γεγονότων.

 

        Παρατηρείται λοιπόν ότι από την είσοδο του στη δίοδο των 10 ποδών, ο Εφεσείων σταμάτησε σε δύο περιπτώσεις, επανεκκίνησε σε άλλες δύο και χρησιμοποίησε επίσης δύο φορές την όπισθεν ταχύτητα μέχρι την επιστροφή του στον δρόμο. Οι αλλεπάλληλες αυτές κινήσεις δεν συνάδουν ούτε με οδηγό του οποίου «φεύγει» ακουσίως το πόδι από τον συμπλέκτη ή το πετρέλαιο ή το φρένο ούτε με πρόσωπο το οποίο έχασε τις αισθήσεις του ή δεν ελέγχει τις κινήσεις του ή δεν έχει επαφή με το περιβάλλον ή είχε υποστεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο που να επέφερε κάποια από αυτές τις καταστάσεις. Ουσιαστικά, είναι τόσες οι εκκινήσεις, κινήσεις, στάσεις, επανεκκινήσεις και τόσο στοχευμένα όλες διενεργηθείσες, που και ως θέμα λογικής σε καμμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό πως οποιαδήποτε και πολύ περισσότερο όλες αυτές οι ενέργειες ήταν εκτός ελέγχου, αυτοματοποιημένες ή αντανακλαστικές από οδηγό ο οποίος δεν είχε τις αισθήσεις του ή έλεγχο των κινήσεων του.  

 

Γ)    Μεταγενέστερες Ενέργειες

 

        Τα όσα ακολούθησαν απλώς επιβεβαιώνουν τις πιο πάνω διαπιστώσεις για τα όσα προηγήθηκαν. Ο Εφεσείων είχε, εκ των υστέρων πάντοτε, προβάλει διάφορες δικαιολογίες για την εγκατάλειψη της σκηνής μετά από όλη αυτή τη δράση του. Τα όσα προέβαλε κατ' ακρίβειαν θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν έτι περαιτέρω την ύπαρξη πλήρους αντίληψης για τα όσα προ δευτερολέπτων είχαν διαδραματιστεί. Είπε πως οπισθοχωρώντας νόμισε ότι είδε (αναλάμποντες) φάρους αστυνομικού περιπολικού και επειδή το επίμαχο αυτοκίνητο (Pajero) το είχε αγοράσει προ τετραετίας χωρίς να το είχε ακόμη εγγράψει επ' ονόματί του, έφυγε συγχυσμένος, αφενός διότι δεν ήθελε να εκθέσει τον προηγούμενο ιδιοκτήτη (που δεν το μεταβίβασε) και αφετέρου επειδή ούτε ο ίδιος διέθετε οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο σε ισχύ, οπότε φοβήθηκε μήπως χάσει την επαγγελματική άδεια οδήγησής του. Εννοείται ασφαλώς ότι πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε τέτοιους συλλογισμούς και νοητικές διεργασίες κάθε άλλο παρά απώλεια αισθήσεων ή επαφής με το περιβάλλον έχει. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι άλλο επ' αυτού. 

 

        Η ακολουθήσασα οδήγηση, για απόσταση ενός έως δύο χιλιομέτρων, προς αναζήτηση σοκολάτας και αναψυκτικού, επίσης δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο το οποίο προσθέτει στήριξη στη θέση ότι αυτός που τα αναζητούσε ευρίσκετο σε κατάσταση υπογλυκαιμικού επεισοδίου, υπό την έννοια που προέβαλε ο Εφεσείων. Παρομοίως δεν παρέχουν στήριξη ούτε και τα όσα έγιναν δεκτά στη βάση της μαρτυρίας του περιπτερούχου (Μ.Υ.3), ήτοι ότι ο Εφεσείων ήταν ιδρωμένος, πήρε μια σοκολάτα και άρχισε να την τρώει, ζήτησε αναψυκτικό (coca cola), το οποίο ήπιε και αναχώρησε. Αντιθέτως, αν αυτά καταδεικνύουν κάτι, είναι ότι αυτός που τα αναζητούσε, ένιωσε πως χρειαζόταν απλώς μια σοκολάτα και ένα αναψυκτικό και σίγουρα όχι ότι δεν είχε τις αισθήσεις του ή έλεγχο κινήσεων ή επαφή με το περιβάλλον. Η όλη πορεία, καθώς και η συνομιλία με τον περιπτερούχο το αντίθετο είναι που καταδεικνύει.

 

        Το είδος του υπογλυκαιμικού επεισοδίου το οποίο προβάλλει ο Εφεσείων (απώλεια αισθήσεων, αντίληψης, ελέγχου κινήσεων κ.λπ), προϋποθέτει πτώση του σακχάρου σε πολύ χαμηλά επίπεδα και στη βάση της αποδεκτής ιατρικής μαρτυρίας, ένα τέτοιο επεισόδιο δεν ανατάσσεται με μια σοκολάτα και ένα αναψυκτικό αλλά με ιατρική υποστήριξη και θεραπεία. Καμμιά τέτοια υποστήριξη δεν αναζήτησε ο Εφεσείων, την οποίαν, εάν ήταν στην κατάσταση που εκ των υστέρων περιγράφει, ευλόγως θα αναζητούσε (π.χ. αρχικά από τον περιπτερούχο, του οποίου ήταν και πελάτης από πιο παλιά).

 

        Αντί τούτου ο Εφεσείων, τηλεφώνησε στις 03:09 στον αριθμό του ενός συνιδιοκτήτη του γραφείου ταξί (ήτοι του Αμβρόσιου) και λίγο αργότερα στις 03:13 τηλεφώνησε στο γραφείο ταξί ΦΑΡΟΣ και συνομιλώντας με τον Μ.Κ.5, ζητούσε τον αριθμό τηλεφώνου του άλλου ιδιοκτήτη του γραφείου (ήτοι του Μ.Κ.11), λέγοντας «[Α]ν δεν μού το δώκεις εν να σε κανονίσω τζιαι σένα». Απαίτηση και δήλωση η οποία επιβεβαιώνει εξίσου την πλήρη αντίληψη των διαδραματισθέντων, λίγη ώρα προηγουμένως.

 

        Όπως την επιβεβαιώνει και το ότι λίγο πιο μετά, μεταξύ 03:30 έως 04:00, ο Εφεσείων τηλεφώνησε και στον ίδιο τον Μ.Κ.11, παραδεχόμενος ότι έκαμε μια ζημιά στο γραφείο ταξί και δηλώνοντας ότι θα κανονίσει να την επιδιορθώσει. Δεν έχει οποιαδήποτε σημασία το ότι στο τηλεφώνημα προς τον Μ.Κ.11 δεν ανέφερε τον τραυματισμό του Μ.Κ.9. Τόσον το γεγονός ότι έγιναν όσον και το περιεχόμενο των δύο αυτών τηλεφωνημάτων συνιστούν επιπρόσθετα στοιχεία, ενδεικτικά της πλήρους επίγνωσης και αντίληψης που είχε ο δράστης Εφεσείων και υπ' αυτή την έννοια απαντούν και στη θέση ότι δεν είχε τις αισθήσεις του ή επαφή με το περιβάλλον. Προέβαλε στη δεύτερη κατάθεσή του, Τεκμήριο 45, ότι τηλεφώνησε στον Μ.Κ.11 για να του ζητήσει συγγνώμη για τη ζημιά στο γραφείο ταξί, πλην όμως είναι επίσης θέμα κοινής λογικής ότι πρόσωπο το οποίο δεν είχε αντίληψη κατά την πρόκληση της ζημιάς ούτε τη ζημιά αντιλαμβάνεται αλλά ούτε και την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη συνειδητοποιεί.  

 

        Υπάρχει όμως και συνέχεια, η οποία επιβεβαιώνει έτι περαιτέρω τα πιο πάνω. Ο Εφεσείων οδήγησε μέχρι το σπίτι του στη Γεράσα. Το σπίτι αυτό ευρίσκεται στα βουνά στη μέση ενός χωραφιού. Ο Εφεσείων στάθμευσε το αυτοκίνητο σε μέρος όπου υπάρχει πυκνή βλάστηση από δέντρα και θάμνους, κατά τρόπο που δεν ήταν ορατό (φωτογραφίες 63, 64, Τεκμήριο 17). Είναι ενδεικτικό ότι το αυτοκίνητο αυτό δεν το εντόπισε η Αστυνομία όταν έφτασε στη Γεράσα περί τις 10:00 το πρωί. Το εντόπισε αρκετά αργότερα (13:30) και μόνον μετά από υπόδειξη του ίδιου του Εφεσείοντος, ως φαίνεται στο σχετικό Έντυπο Υπόδειξης Σκηνών (Τεκμήριο 24). Ουσιαστικά, το εύρημα ήταν ότι απέκρυψε το αυτοκίνητο. Πράγμα το οποίο συνάδει απολύτως και με την ανησυχία που είχε ο Εφεσείων αναχωρώντας από τη σκηνή. Ας προστεθεί πως ο  ίδιος παρέμεινε στο σπίτι αυτό για αρκετές ώρες, μέχρι την άφιξη της Αστυνομίας, χωρίς και πάλι την ανάγκη αναζήτησης οποιασδήποτε ιατρικής υποστήριξης ή θεραπείας.

 

Δ)    Καταθέσεις Εφεσείοντος

 

        Όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, την εκδοχή του περί επίδρασης του διαβήτη ο Εφεσείων την ανέπτυξε για πρώτη φορά στη δεύτερη ανακριτική του κατάθεση, την οποία έδωσε τέσσερεις μέρες μετά το συμβάν (Τεκμήριο 45). Όπως επαρκέστατα συνοψίζει το Κακουργοδικείο:

 

        «Εκεί στην ερώτηση 3 (εάν θέλει να αναφέρει κάτι άλλο για την υπόθεση) απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι σε καμία περίπτωση δεν είχε σκοπιμότητα ούτε για κακόβουλη ζημιά, ούτε για οτιδήποτε άλλο. Όταν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, προσπάθησε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Στη σύγχυση του, δε θυμάται αν πάτησε το κλατς ή το στόπερ ή το πετρέλαιο. Ήταν συγχυσμένος «πας τη φάση» να ελέγξει το αυτοκίνητο. Θυμάται ότι προσέκρουσε πάνω σε έπιπλα και καρέκλες και μια καρέκλα πετάχτηκε πάνω στο καπό. Όταν πρόσκρουσε και ανέβηκε το αυτοκίνητο πάνω στα έπιπλα και έγειρε λίγο το αυτοκίνητο πλάγια, πανικοβλήθηκε και ταρακουνήθηκε. Γι' αυτό και έβαλε πισινή για να φύγει, αλλά το αυτοκίνητο δεν έβγαινε πισινή, «εξερογύριζε». Ένιωθε ότι το αυτοκίνητο ήταν σε κατήφορο επειδή κάτι υπήρχε από κάτω και γι' αυτό άφησε απότομα το κλατς για να ελευθερωθεί το αυτοκίνητο με δύναμη προς τα έξω. Αφού ελευθερώθηκε, πιθανόν να έκανε μπροστινή και πισινή για να μπορέσει να φύγει, αλλά σίγουρα όχι με πρόθεση να μπει μέσα στο γραφείο. Ο λόγος που έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου είναι επειδή, πριν πάει στο ταξί «ΦΑΡΟΣ», ήταν άυπνος για 22 ώρες, νηστικός για 10 ώρες και επειδή πάσχει από διαβήτη, τη συγκεκριμένη στιγμή έπαιξε ρόλο ότι ο διαβήτης ήταν αρρύθμιστος».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επικαλέστηκε τον διαβήτη του. Το παράπονο του Εφεσείοντος στη βάση των λόγων έφεσης υπ’ αρ. 3 και 5 έγκειται στη διαφωνία του με την πρωτόδικη κρίση ότι τα όσα ο ίδιος ανέφερε στη δεύτερη κατάθεσή του, καθώς και στη μαρτυρία του για τον διαβήτη και για τις κατ' ισχυρισμόν συνέπειές του κατά το επίμαχο βράδυ, ήταν ουσιώδη και θα αναμενόταν να τα αναφέρει από την πρώτη κιόλας στιγμή, πράγμα που δεν έπραξε.

 

        Στην πραγματικότητα ο Εφεσείων αναγνωρίζει ότι δεν ανέφερε στην πρώτη κατάθεσή του οτιδήποτε σχετικό με διαβήτη ή υπογλυκαιμικό επεισόδιο. Είχε ρητώς ερωτηθεί στην εν λόγω κατάθεση, Τεκμήριο 25, τι είχε να πει για την υφιστάμενη τότε μαρτυρία περί τραυματισμού του Μ.Κ.9 και περί ζημιών και απάντησε: «[Π]ήγα ναι στο μέρος αυτό περί ώρα 0300. Συγκεκριμένα το εν λόγω γραφείο ΤΑΞΙ είναι των συγγενών μου Αθανασίου και Αμβροσίου και πήγα να μπω στα δέκα πόδια του γραφείου για να πιώ καφέ, καθώς προχωρούσα στα δέκα πόδια που βρίσκεται το γραφείο, ξαφνικά έφυγε το πόδι μου από τον συμπλέκτη και εκείνη την στιγμή έχασα τον έλεγχο και το όχημα έδωσε σε κάποιο έπιπλο νομίζω. Δεν πρόσεξα εάν κτύπησα σε κάποιο πρόσωπο όμως κατάλαβα ότι προκάλεσα ζημιές» (Απάντηση 6). Πιο μετά είπε πως: «Όλα γινήκαν πολύ γρήγορα και ήμουν συγχυσμένος, δεν αντιλήφθηκα ότι κτύπησα κάποιο πρόσωπο...» (Απάντηση 9) και προσθέτοντας ότι: «[Ε]γώ μετά το συμβάν έφυγα συγχυσμένος…» (Απάντηση 11), εξήγησε ότι ο λόγος που έφυγε συγχυσμένος ήταν επειδή το αυτοκίνητο δεν είχε εγγραφεί ακόμα επ' ονόματί του (Απάντηση 12) και τέλος, όταν ερωτήθηκε αν ήθελε να προσθέσει οτιδήποτε άλλο είπε: «Θέλω να προσθέσω ότι δεν είχα καμία πρόθεση για κάτι κακόβουλο, ήταν ένα στιγμιαίο λάθος» (Απάντηση 15).

 

        Δεν χρειάζονται πολλά για να αντιληφθεί κάποιος ότι ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά για διαβήτη ή τυχόν συνέπειες αυτού. Ακόμα και ο λόγος για τον οποίο είχε αρχικά αναφέρει ότι πήγε στο γραφείο ταξί, («για να πιω καφέ»), είναι εμφανές πως ούτε έχει ούτε συσχετίστηκε με ζητήματα υπογλυκαιμίας ή με οτιδήποτε ένιωσε ενόσω οδηγούσε λίγο πριν εισέλθει στον επίδικο χώρο.

 

        Κατά τη δική μας κρίση το Κακουργοδικείο εξήγησε με περισσή λεπτομέρεια για ποιο λόγο ήταν λογικό και αναμενόμενο, στην περίπτωση που όντως η συμπεριφορά του εκείνη οφείλετο σε κάποιο πρόβλημα με τον διαβήτη του, να το είχε αναφέρει από την πρώτη κατάθεσή του. Δεν διαφωνούμε ποσώς με την κατάληξή του. Η εκδοχή ότι ο Εφεσείων δεν είχε εκεί πει κάτι σχετικό επειδή δεν ερωτήθηκε εξειδικευμένα (για τον λόγο που «έφυγε» το πόδι του από τον συμπλέκτη), ασφαλώς και ευλόγως δεν έπεισε, αφού ούτε στη δεύτερη κατάθεση ερωτήθηκε κάτι συγκεκριμένο και όμως προέβαλε τη θέση αυτή. Τα όσα προσέθεσε για πρώτη φορά περί διαβήτη στη δεύτερη κατάθεση τα είπε απαντώντας σε μια εξίσου γενική ερώτηση («...θέλεις να αναφέρεις κάτι άλλο;»), η οποία σχεδόν αυτούσια υπεβλήθη και στην πρώτη κατάθεση («Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο;»). Ήταν λοιπόν απολύτως εύλογο το συμπέρασμα ότι εάν ίσχυαν τα προβληθέντα περί υπογλυκαιμικού επεισοδίου θα αναμένετο να είχαν τεθεί από την πρώτη κατάθεση.

 

        Δεν συμφωνούμε με όσα προβάλλονται στους λόγους έφεσης αρ. 2, 3, 4, 5 και 7, οι οποίοι υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 6

 

        Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα απεδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Κ.10, αστυφύλακα, εν σχέσει με την ορατότητα που είχε ο Εφεσείων από συγκεκριμένο σημείο επί της Λεωφόρου Μακαρίου προς το γραφείο ταξί.

 

        Είναι γεγονός πως έγινε δεκτό ότι μια εβδομάδα μετά το συμβάν ο Μ.Κ.10 μετέβη με συνάδελφό του στη σκηνή περί ώρα 03:00 και μέτρησε με συσκευή ραντάρ την απόσταση από συγκεκριμένο σημείο συμβολής της λεωφόρου με την πάροδο της οδού Πολέμη μέχρι το σημείο που αρχίζει ο χώρος των 10 ποδών (δίοδος). Ο συνάδελφός του είχε σταθεί στο δεύτερο αυτό σημείο, φορώντας σκούρα ρούχα και ο Μ.Κ.10 μπορούσε να τον διακρίνει πεντακάθαρα από απόσταση 86 μέτρων, ως διαπίστωσε από τη μέτρησή του. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν υπήρξε εύρημα για αυτό το θέμα. Συγκεκριμένο εύρημα υπήρξε μόνο για το ότι είδε σίγουρα τον Μ.Κ.9 όταν ακινητοποιήθηκε μπροστά του σε απόσταση ενός μέτρου.

 

        Εν πάση περιπτώσει, το ότι ο Μ.Κ.10 δεν είχε καταγράψει το γεγονός της μέτρησης στη γραπτή κατάθεσή του δεν ήταν στοιχείο που επέβαλλε την απόρριψη του τμήματος αυτού της μαρτυρίας του, το οποίο όπως κάθε άλλος ισχυρισμός υπέκειτο σε αξιολόγηση με βάση τις καθιερωμένες αρχές αξιολόγησης. Όπως και έγινε και το Κακουργοδικείο έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για την αποδοχή της.

 

        Συνεπώς και ο λόγος έφεσης αρ. 6 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 8

 

        Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο δεν αξιολόγησε ορθώς τη μαρτυρία του Μ.Κ.11, συνιδιοκτήτη στο γραφείο ταξί, σφάλμα το οποίο οδήγησε στην καταδίκη στο αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία (Κατηγορία 2).

 

        Είναι γεγονός ότι μέσα από τη μαρτυρία του Μ.Κ.11 είχε γίνει δεκτό πως ο Εφεσείων επισκέπτετο κατά καιρούς το επίμαχο γραφείο ταξί είτε για να δει κάποιον φίλο του είτε για να πιεί καφέ. Άλλωστε αυτό είχε δηλώσει και ο Εφεσείων στην πρώτη κατάθεσή του. Παρομοίως έγινε δεκτό και το ότι, κατά τις επισκέψεις του αυτές, στάθμευε το αυτοκίνητό του μπροστά από το γραφείο και μέσα στον χώρο των 10 ποδών.

 

        Σε σχέση με αυτά τα δύο στοιχεία υποδεικνύεται στην έφεση πως «άρα ο χώρος τού ήταν οικείος, όπως το δήλωσε κι ο Εφεσείων». Δεν επεξηγείται καθ' οιονδήποτε τρόπον ο συλλογισμός αυτός, ούτε στην αιτιολογία του λόγου ούτε στο διάγραμμα αγόρευσης (στο οποίο απλώς αντιγράφεται ο λόγος με την αιτιολογία του). Σε όποιο βαθμό αφορούν την ικανότητα ή επιδεξιότητα που απαιτείτο για είσοδο στον στενό αυτό χώρο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο σχολιασμός που έγινε (και στην παρούσα) έγινε σε αντιπαραβολή με την εισήγηση ότι ενόσω ακόμα ο Εφεσείων οδηγούσε επί της λεωφόρου (φώτα Καφέ Παρί) είχε ενδείξεις υπογλυκαιμικού επεισοδίου και τελούσε ήδη υπό καθεστώς σύγχυσης.

 

        Εν πάση περιπτώσει, η βασική εισήγηση, στο πλαίσιο του πιο πάνω λόγου έφεσης, είναι ότι με τα όσα λέχθηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας, η Κατηγορούσα Αρχή «δεν στοιχειοθέτησε κανένα κίνητρο ως ήταν ο σκοπός της» για την είσοδο στον χώρο και την πρόκληση υλικών και σωματικών βλαβών.

 

        Είναι γεγονός ότι σημαντικό μέρος της μαρτυρίας συνολικά αφορούσε κάποιο καβγά που είχε προηγηθεί το ίδιο βράδυ (σε ταβέρνα στη Δορά), κατά τη διάρκεια του οποίου συμμετείχαν ο Μ.Κ.14, αδελφός του Εφεσείοντος και ο αδελφότεκνος του Μ.Κ.11. Το Κακουργοδικείο απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.14 περί του ότι δεν είχαν αλληλοσπρωχθεί αυτός με τον αδελφό του Εφεσείοντος. Δέχθηκε επί τούτου άλλη μαρτυρία, ήτοι του Μ.Κ.3 (αδελφού του Μ.Κ.14), ότι στον διαπληκτισμό που υπήρξε, έφτασαν σε σημείο να σπρώξουν ο ένας τον άλλο. Κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο, το Κακουργοδικείο ορθώς επεσήμανε αφενός ότι από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή δεν είχε προκύψει ότι το περιστατικό στην ταβέρνα ήταν εις γνώσιν του Εφεσείοντος και αφετέρου ότι αυτό δεν διαφοροποιούσε την ετυμηγορία του, αφού δεν απαιτείται η κατάδειξη κινήτρου για τη στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε αδικήματος.

 

        Εν πρώτοις θα πρέπει να λεχθεί πως σύμφωνα με το Άρθρο 8 Π.Κ. εκτός στις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται ρητώς στον Νόμο, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο δράστης στη συμπεριφορά του ή στη διαμόρφωση της πρόθεσής του, είναι αδιάφορο σε σχέση με την ποινική ευθύνη (is immaterial so far as regards criminal responsibility).

 

        Όπως είχε λεχθεί στην Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα τις νοητικές διεργασίες κάποιου άλλου (υπό την έννοια του τι ακριβώς είναι αυτό που τον ώθησε να δράσει όπως έδρασε). Όπως επίσης τονίστηκε στην ίδια υπόθεση, το ελατήριο κάποιου δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εγκλήματος και ο λόγος για τον οποίο γίνεται δεκτή σχετική μαρτυρία είναι επειδή αυτή τείνει να διαφωτίσει ως προς την κινητήρια δύναμη που τον ώθησε να δράσει. Βασικά όμως η μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη ή την απουσία κινήτρου δεν είναι απαραιτήτως σχετική με τα επίδικα γεγονότα συγκεκριμένης κατηγορίας και πάντως δεν ήταν εδώ ούτε η περίπτωση στην οποία η μη απόδειξη κινήτρου του κατηγορουμένου κατέτεινε συγκριτικά να καταδείξει ότι κάποιος άλλος είχε κίνητρο για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2023, §F.1.24). Όπως χαρακτηριστικά εξηγείται στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerods Criminal Law, 17η Έκδοση (2024), §3.2.1.β, σ. 104:

 

        If D’s conduct amounts to an actus reus with mens rea, D is guilty of the crime and on the orthodox view it is entirely irrelevant to guilt that D had a good motive. [……………………………………] On the other hand, if either the actus reus or the mens rea of any crime is lacking, no motive, however evil, will make a person guilty of a crime”.

 

        Συνεπώς το ότι στην παρούσα δεν υπήρξε εύρημα για συγκεκριμένο κίνητρο εκ μέρους του Εφεσείοντος ήταν ουδέτερης σημασίας και σίγουρα δεν μπορούσε να επηρεάσει την κρίση για τη στοιχειοθέτηση ή όχι των αδικημάτων.

 

        Ως εκ τούτου και ο λόγος έφεσης αρ. 8 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 9

 

        Με τον ένατο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία, προέβη σε εσφαλμένη νομική ανάλυση διότι: (α) Κατέληξε για το Άρθρο 231 Π.Κ. ότι απαιτείται πρόθεση (intention), την οποίαν και απέδωσε στον Εφεσείοντα ενώ η μαρτυρία οδηγούσε σε άλλο λογικό συμπέρασμα, ήτοι στο ότι η πράξη δεν ήταν ηθελημένη και (β) Παρέβλεψε για το Άρθρο 324(1) Π.Κ. ότι η κακόβουλη βλάβη πρέπει να γίνεται εσκεμμένως (willfully), πρόθεση την οποίαν απέδωσε στον Εφεσείοντα όχι στη βάση θετικής μαρτυρίας αλλά εξ αντιδιαστολής, ήτοι επειδή αδικαιολόγητα δεν τον πίστεψε.

 

        Στην αιτιολογία επαναλαμβάνονται οι παραπομπές σε μαρτυρία, με συνακόλουθη προτεινόμενη ερμηνεία εκ μέρους του Εφεσείοντος. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι ο παρών στο συμβάν Μ.Κ.5 «δεν απέδωσε καμία εσκεμμένη πρόθεση στον Εφεσείοντα», ότι ο Μ.Κ.9 «δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο Εφεσείων δεν ήθελε να τον τσιλλήσει» και ότι ο Μ.Κ.11 «δεν απέδωσε καμία εσκεμμένη πράξη στον Εφεσείοντα». Συναφώς υποστηρίζεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε ούτε θεληματικότητα ούτε πρόθεση στην υλοποίηση της πράξης της σοβαρής σωματικής βλάβης και της κακόβουλης ζημιάς αφού απεδείχθη «πως το υπογλυκαιμικό επεισόδιο που υπέστη του στερούσε τον έλεγχο των χεριών και των ποδιών του κατά την οδήγηση» και συνεπώς τού στερούσε «και την θέληση να προβεί στην επίδικη πράξη».  

 

        Είναι προφανές από τα πιο πάνω πως συγχέονται ξανά δύο διαφορετικά και διακριτά ζητήματα, ήτοι: Α) Αφενός το εθελούσιο ή εκούσιο της πράξης και Β) Αφετέρου η ένοχη διάνοια η οποία απαιτείται να συνοδεύει την πράξη για να κριθεί κάποιος ένοχος ενός αδικήματος.

 

(Α)  Εθελούσιο ή Εκούσιο της Πράξης (Voluntariness)

 

        Στην παρούσα αμφισβητείτο (και αμφισβητείται) το εθελούσιο της ενέργειας του Εφεσείοντος. Με βάση τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου κανένας δεν μπορεί να καταδικαστεί για κάποιο αδίκημα εκτός αν διενήργησε κάποια πράξη η οποία απαγορεύεται από τον νόμο ή παρέλειψε να πράξει κάτι, το οποίο είχε νομική υποχρέωση να εκτελέσει. Η πράξη ή η παράλειψη πρέπει να είναι ούτως ή άλλως πάντοτε εθελούσια (voluntary), υπό την έννοια ότι ο δράστης δεν τη διέπραξε ενόσω ευρίσκετο σε κατάσταση ασυνειδησίας (π.χ. ύπνου, ηλιθιότητος, παραφροσύνης, νάρκωσης, μέθης σε κάποιες περιπτώσεις κ.λπ), δεν εξαναγκάστηκε από ανυπέρβλητη πίεση να ενεργήσει με τον συγκεκριμένο τρόπο και δεν επρόκειτο για τις λεγόμενες αυτοματοποιημένες ή αντανακλαστικές κινήσεις ή αυτοματισμούς (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023, §A3.12 επ.). Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerods Criminal Law, (ανωτέρω), σ. 41 ακόμα και τα αδικήματα αυστηρής ευθύνης απαιτούν απόδειξη της εθελούσιας συμπεριφοράς (“…even strict liability crimes require proof of voluntary conduct), το δε εθελούσιο της συμπεριφοράς είναι προτιμότερο να τυγχάνει χειρισμού ως στοιχείο του actus reus (Voluntariness is thus best regarded as an element of the actus reus).

 

        Υπό την πιο πάνω έννοια μια εθελούσια πράξη ή παράλειψη θα μπορούσε να αποφευχθεί με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας και αυτός είναι ο λόγος που μια αμελής πράξη ή παράλειψη είναι δυνατόν να κριθεί ως εθελούσια, ήτοι επειδή ο δράστης δεν την απέφυγε (ενώ θα μπορούσε). Δεν τιμωρούνται δηλαδή πράξεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας [βλ. Halsbury's Laws of England, 3η έκδ., τόμος 10, σελ. 272, υποσ. (ο)]. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η όποια θέση εκ μέρους του Εφεσείοντος ότι επρόκειτο για «δυστύχημα» ή «στιγμιαίο λάθος» αντιφάσκει με τη θέση του περί υπογλυκαιμικού επεισοδίου ή απώλειας αισθήσεων και ελέγχου κινήσεων (επειδή και το δυστύχημα και το λάθος προϋποθέτουν επίσης εθελούσια δράση).  

 

        Σε σχέση με την προβολή παρόμοιας «υπεράσπισης», αναφέρονται στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerod's Criminal Law, (ανωτέρω), σ. 41 τα εξής:

 

        “2.2.1.3 Automatism

        D's claim of a lack of voluntariness is described in criminal law as a plea of automatism; that is, that D was acting as an automaton. Automatism has narrow limits as a "defence". According to Lord Denning, it is restricted to acts done while unconscious and to spasms, reflex actions, and convulsions. The courts approach the defence with great scepticism. It commonly arises in driving cases, particularly where diabetic defendants claim that they were suffering from hyperglycaemic (high blood sugar) or hypoglycaemic (low blood sugar) states”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Μάλιστα, στο ίδιο σύγγραμμα, γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Foye (2013) EWCA Crim 475, στην οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία η Σκωτσέζικη υπόθεση Ross v. HM Advocate (1991) S CCR 823, ως ευρισκομένη σε πλήρη συμφωνία με το Αγγλικό ποινικό δίκαιο σε ζητήματα αυτοματισμών ή αυτοματοποιημένων πράξεων. Στην εν λόγω υπόθεση Ross (ανωτέρω) τέθηκαν τέσσερα κριτήρια για τον έλεγχο και για την τυχόν αποδοχή της «υπεράσπισης» αυτής. Ειδικότερα θα πρέπει η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κατηγορούμενος:

 

        α)    Να οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα (an external factor)

        β)    Ο οποίος παράγων δεν υποκινήθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο (which was not self-induced)

        γ)    Τον οποίο παράγοντα δεν ήταν υπόχρεος να προβλέψει ο κατηγορούμενος (which D was not bound to foresee)

        δ)    Ο οποίος παράγων επέφερε πλήρη απώλεια συνείδησης, καθιστώντας αυτόν ανίκανο να ελέγξει ή να εκτιμήσει τι έπραττε (which caused a total alienation of reason rendering him incapable of controlling or appreciating what he was doing).

 

        Υπενθυμίζουμε, για ό,τι αξίζει, πως η Κατηγορούσα Αρχή διατηρεί μέχρι τέλους το νομικό (γενικό) βάρος αποκλεισμού της προβληθείσας «υπεράσπισης», καθώς και ότι ο κατηγορούμενος σε τέτοιες περιπτώσεις έχει πάντοτε το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) να εγείρει το ζήτημα [Blackstone's Criminal Practice 2023, (ανωτέρω), §Α1.12]. Ως προς αυτήν ακριβώς την πτυχή, δηλαδή την αποδοχή ή όχι της προβληθείσας θέσης του Εφεσείοντος, είναι εμφανές ότι με τον ένατο λόγο έφεσης επαναφέρονται ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Το εθελούσιο ή εκούσιο (voluntary) της συμπεριφοράς του Εφεσείοντος ήταν ένα από τα επίδικα ζητήματα γεγονότων, για το οποίο είχε προσφερθεί μαρτυρία εκατέρωθεν. Όπως έχουμε εξηγήσει (και στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης) αυτό ήταν ένα από τα θέματα, το οποίο ώφειλε το Κακουργοδικείο να εξετάσει και επιλύσει κατά την αξιολόγηση συνολικά της μαρτυρίας. Καθήκον το οποίο το Κακουργοδικείο έχει επιτελέσει στο έπακρο (ως έχουμε ήδη αποφανθεί), προσδιορίζοντας ορθώς τα επίδικα θέματα και αιτιολογώντας δεόντως τα ευρήματά του (Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).

 

        Η δε τελική δικαστική ετυμηγορία βασίζεται ασφαλώς στα ευρήματα τα οποία προκύπτουν εκάστοτε από την ανάλυση και αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας. Δεδομένου λοιπόν ότι στην παρούσα για πολύ καλούς λόγους το Κακουργοδικείο απέρριψε την εκδοχή περί προκύψαντος υπογλυκαιμικού επεισοδίου, το οποίο κατ’ ισχυρισμόν στερούσε τον έλεγχο των χεριών και των ποδιών, έπεται πως αυτό δεν είναι θέμα το οποίο ο Εφεσείων δύναται να το επαναφέρει και να το επικαλείται κατά τη νομική ανάλυση και υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο. Ούτε βέβαια το Κακουργοδικείο μπορούσε ή υποχρεούτο να ασχοληθεί ξανά στο τελικό στάδιο της νομικής πτυχής με αυτό το ζήτημα.

 

(Β)  Ένοχη Διάνοια (Mens Rea)

 

        Με εξαίρεση τα αδικήματα απόλυτης ή αυστηρής ευθύνης (strict liability), γενικά στο ποινικό δίκαιο είναι αναγκαίο όπως η πράξη ή η παράλειψη συνοδεύεται και από κάποια νομικώς αξιόμεμπτη νοητική κατάσταση, που παραδοσιακά εκφράζεται στο αξίωμα actus non facit reum nisi mens sit rea (η πράξη δεν δημιουργεί ένοχον εκτός αν η διάνοια είναι ένοχη) και από το οποίο προέρχεται ο όρος mens rea. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Smith and Hogan, Criminal Law, 9η έκδ., σελ. 69, κάθε αδίκημα έχει τη δική του mens rea, η οποία δύναται να εξακριβωθεί μόνο με αναφορά στη σχετική πρόνοια του νόμου ή στη νομολογία (βλ. Μαυρομμάτης v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69, Ακκελίδου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249).

 

        Το Άρθρο 231 Π.Κ. προνοεί ότι όποιος προκαλεί παρανόμως βαριά σωματική βλάβη σε άλλον είναι ένοχος κακουργήματος (Any person who unlawfully does grievous harm to another is guilty of a felony...”). Συνάγεται εύκολα ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Προκάλεσε, (β) Παρανόμως, (γ) Βαριά σωματική βλάβη, (δ) Σε άλλον. Είναι δε αυταπόδεικτο ότι δεν περιέχεται στις πρόνοιές του οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην αναγκαία νοητική κατάσταση του δράστη. Με βάση την υπόθεση Sweet v. Parsley (1970) AC 132 HL σε περίπτωση σιωπής του Νόμου τεκμαίρεται μαχητώς ότι απαιτείται mens rea (βλ. και Ηλιάδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 2/18 κ.ά., ημερ. 12.9.18).

 

        Παράλληλα, όπως σχετικά εξηγείται στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerod's Criminal Law, (ανωτέρω), §2.1.2, σ. 30, κάποιες φορές μια λέξη η οποία περιγράφει το actus reus ή μέρος αυτού, εμπεριέχει διανοητικό στοιχείο (Sometimes a word that describes the actus reus, or part of it, implies a mental element) και χωρίς αυτό δεν υφίσταται ούτε το actus reus. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις χρήσης ρημάτων όπως «κατέχει, καλλιεργεί, επιτρέπει, εγκαταλείπει, διατηρεί» κ.λπ (π.χ. κατοχή ναρκωτικών, όπλων κ.ά.).  

 

        Τέτοια είναι και η περίπτωση του Άρθρου 231 Π.Κ. και αυτό ήταν το νόημα των αναφερθέντων στην Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 ότι «...η πρόθεση εμπεριέχεται ως συστατικό στοιχείο στο αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης χωρίς να χρειάζεται η απόδειξη οποιασδήποτε ειδικής πρόθεσης». Η εν λόγω ρήση, παρότι προηγείτο αναφορά και σε άλλα άρθρα, θα πρέπει να θεωρείται ότι αφορά το Άρθρο 231 Π.Κ.. Αυτό, σε αντίθεση με το αδίκημα του Άρθρου 228(α) Π.Κ. για το οποίο απαιτείται η ύπαρξη σκοπού, δηλαδή απαιτείται να καταδειχθεί ειδική πρόθεση (specific intent) για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, όπως έχει εξηγηθεί στις υποθέσεις Παρούτη v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446, Δημοκρατία v. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/2021, ημερ. 8.3.22, ECLI:CY:AD:2022:D89, Achraf κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/21 κ.ά., ημερ. 15.4.22. Στην πιο πρόσφατη από τις προαναφερθείσες υποθέσεις, την Achraf, έχει ειδικότερα λεχθεί ότι: «[Σ]την περίπτωση του Άρθρου 231, η πρόκληση της βλάβης παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόθεση του κατηγορούμενου να επιφέρει το αποτέλεσμα».

 

        Θα μπορούσε σχηματικά να λεχθεί ότι στο Άρθρο 228(α) Π.Κ. πρέπει ο δράστης να στοχεύει, να επιδιώκει το αποτέλεσμα και δεν έχει μάλιστα σημασία εάν τελικά επέλθει ή όχι βαριά σωματική βλάβη αφού αρκεί και ο τραυματισμός («τραύμα» με βάση το Άρθρο 4 Π.Κ. σημαίνει οποιαδήποτε απλή τομή ή ρήξη δέρματος) ενώ στο Άρθρο 231 Π.Κ. σαφώς δεν περιλαμβάνεται μεν ο σκοπός ή η επιδίωξη βαριάς σωματικής βλάβης (διότι τότε θα είχε εφαρμογή το Άρθρο 228(α) Π.Κ.) αλλά από την άλλη πρέπει, για να στοιχειοθετείται το αδίκημα, οπωσδήποτε να έχει επέλθει βαριά σωματική βλάβη εκ του αποτελέσματος (result crime).

 

        Συνεπώς, στο Άρθρο 228(α) Π.Κ. όπως καταδεικνύει και ο πλαγιότιτλός του (Acts intended to cause grievous harm) τιμωρείται η δράση η οποία σκοπεύει στο να επιφέρει βαριά σωματική βλάβη, ανεξαρτήτως του εάν την επέφερε τελικά (π.χ. κτύπημα, πυροβολισμός ή μαχαίρωμα κ.λπ) ενώ στο Άρθρο 231 Π.Κ. τιμωρείται η συμπεριφορά η οποία εν τέλει επέφερε τη βαριά σωματική βλάβη, αν και δεν είχε πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης ο κατηγορούμενος. Εξ ου και η ουσιώδης διαφορά στην ποινολογική μεταχείριση των δύο αδικημάτων από τον Νομοθέτη (ισόβια, 7 έτη), αφού αποδίδει μεγαλύτερη απαξία στην σκοπούμενη, ήτοι στην ειδική πρόθεση  πρόκλησης της βαριάς σωματικής βλάβης εν συγκρίσει με την περίπτωση που αυτή προκύπτει από οποιαδήποτε άλλη κίνηση ή κτύπημα ή άλλη ενέργεια χωρίς την ύπαρξη σκοπού επέλευσης της βαριάς σωματικής βλάβης.

 

        Στα πλαίσια του ένατου λόγου έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται επί τω ότι το Κακουργοδικείο άντλησε καθοδήγηση από αγγλικά συγγράμματα και νομολογία σε σχέση με την ερμηνεία του Άρθρου 20 του Offences Against The Person Act 1861 (OATPA), το οποίο χαρακτήρισε ως «πανομοιότυπο». Είναι γεγονός ότι σε αντίθεση με το ημεδαπό Άρθρο 231 Π.Κ. το αγγλικό Άρθρο 20 του OATPA περιέχει πρόνοια για την αναγκαία ένοχη διάνοια και δη περιέχει το επίρρημα “maliciously (Whosoever shall unlawfully and maliciously wound or inflict any grievous bodily harm upon any other person...”).

 

        Ο κλασσικός ορισμός για την έννοια “malice (κακοβουλία) δόθηκε στην υπόθεση Cunningham (1957) 2 QB 396, στην οποία είχε λεχθεί ότι: “...malice must be taken...as requiring either (1) An actual intention to do the...harm... or (2) recklessness as to whether such harm should occur or not (i.e., the accused has foreseen that the particular type of harm might be done and yet has gone on to take the risk of it)”. Ο όρος “harm (π.χ. βλάβη ή ζημιά), θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο είναι κατ’ ελάχιστον αναγκαίο (minimum) για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος και το οποίο ελάχιστο πρέπει να καλύπτεται από τη mens rea του αδικήματος, στο πρόσωπο του δράστη. Εξ ου και στο απόσπασμα (το οποίο παρέθεσε και το Κακουργοδικείο) από το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2023, (ανωτέρω), B2.81, σ. 318 αναφέρονται τα εξής:

 

        Maliciously A s. 20 offence must be committed “maliciously”. Maliciousness requires either an intent to do some kind of bodily harm to another person or recklessness (in the subjective or Cunningham sense) as to whether any such harm might be caused (DPP v W [2006] EWHC 92 (Admin)). The harm intended or foreseen by D need not amount to a wound or grievous bodily harm: an intent to cause minor injury, which inadvertently results in the infliction of a wound or serious injury, is sufficient to found liability under s. 20 (Mowatt [1968] 1 QB 421; Sullivan [1981] Crim LR 46; DPP v W). On the other hand, there cannot ordinarily be liability under s. 20 if D was unaware that the conduct might cause any injury at all (Savage [1992] 1 AC 699; Meachen [2006] EWCA Crim 2414). The only qualification to this rule concerns cases of voluntary intoxication: such intoxication cannot be relied upon by a defendant in order to negate mens rea under s. 20, because it is not a crime of 'specific intent' (Brady [2006] EWCA Crim 2413 at B2.80 and see also A3.17)”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Όσον αφορά το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης, το Άρθρο 324(1) Π.Κ. προνοεί ότι όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία είναι ένοχος (“Any person who wilfully and unlawfully destroys or damages any property is guilty...”). Για να στοιχειοθετηθεί λοιπόν το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Εσκεμμένως, και (β) Παρανόμως (γ) Κατέστρεψε περιουσία ή προξένησε ζημιά σε οποιαδήποτε περιουσία.

 

        Το Κακουργοδικείο επεσήμανε ορθώς, με παραπομπή στη Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168, ότι ούτε για αυτό το αδίκημα απαιτείται η απόδειξη ειδικής πρόθεσης (specific intent) και ότι η στοιχειοθέτησή του συναρτάται με την εσκεμμένη και παράνομη πρόκληση ζημιάς σε περιουσία. Βρήκε αντιστοιχία με το Άρθρο 51 του Malicious Damage Act 1861, στο οποίο χρησιμοποιείτο η φράση «maliciously commit any damage». Θα πρέπει και εδώ καθηκόντως να υπενθυμίσουμε ότι αυτό τον όρο χρησιμοποιεί και το ημεδαπό Άρθρο 324(1) στον πλαγιότιτλό του (Punishment for malicious injuries in general), με τον οποίο όρο και είναι γνωστό γενικότερα το αδίκημα («Κακόβουλη βλάβη»). Πράγμα το οποίο καταδεικνύει τον συσχετισμό του παλαιού όρου «κακοβουλία» (malice) με τον όρο «εσκεμμένως» (willfully), ως επιβεβαιώνεται και στο πιο κάτω χρησιμοποιηθέν απόσπασμα από το Blackstone's Criminal Practice 2023, (ανωτέρω), Α2.13, σ. 28‑29:

 

        ’Wilfully’, which has some similarities with ‘malice’ since it dates from an earlier legislative vocabulary, should not be understood merely in its most obvious or literal sense of ‘deliberately’ or ‘voluntarily’. It is now taken as a composite word to cover both intention and recklessness. [..............................................................................................................]

        It now seems, however, that the meaning of recklessness imported by the term ‘wilful’ is the same subjective one adopted in G [2003] UKHL 50 in preference to the Caldwell test.

        [..............................................................................................................]

        Thus it would seem that ‘wilfully’ now means intentionally or recklessly and the meaning of recklessness is the same subjective meaning which is discussed at A2.7”. (Παραπέμπει στην «υποκειμενική» ή άλλως «Απερισκεψία Cunningham»).

 

        Στηριζόμενο βασικά στα πιο πάνω, καθώς και με παραπομπή στις υποθέσεις R. v. G. a.o. (2003) UKHL 50 και Ανδρέου v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Ποιν. Έφ. 42/2021, ημερ.  22.9.23, το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι: «...αμφότερα τα επίδικα αδικήματα διαπράττονται είτε όταν ο κατηγορούμενος ενεργεί με επίγνωση του τι κάνει, δηλαδή όταν έχει την πρόθεση (intention) να επιφέρει την ζημιά είτε όταν η πράξη του γίνεται με απερισκεψία ‑ αδιαφορία ως προς τις συνέπειες της (recklessness) και η ζημιά είναι η φυσική της συνέπεια». Σε άλλο σημείο, κατά την ενασχόληση πλέον ειδικά με την παρούσα, ανέφερε ότι: «...αμφότερα τα επίδικα αδικήματα απαιτούν την απόδειξη πρόθεσης, η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι η ειδική (specific intent). Είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε συνήθη πρόθεση (basic intent) δηλαδή πρόθεση να επιφέρει τη σωματική βλάβη και τις ζημιές στην περιουσία που, ως προαναφέρθηκε επέφερε, ή ότι έδρασε με απερισκεψία ως προς τις συνέπειες των πράξεων του και επέφερε τα πιο πάνω».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Η πιο πάνω διατύπωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου διασυνδέεται με την τελική κατάληξη του Κακουργοδικείου, με την οποία ασχολούμαστε εκτενέστερα σε μεταγενέστερο σημείο της παρούσας. Επί του παρόντος θα πρέπει εδώ κατ΄ αρχάς να πούμε ότι είναι αναμφίβολα ορθή η διαπίστωση ότι τόσον το αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. όσον και αυτό του Άρθρου 324(1) διαπράττονται και με απερισκεψία (recklessness). Πρόκειται για την ενσυνείδητη ή υποκειμενική απερισκεψία τύπου «Cunningham» για την οποία στην υπόθεση Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 256 λέχθηκαν τα εξής:

 

        «Ο όρος "recklessness" (ενσυνείδητη ή υποκειμενική αμέλεια ή αμέλεια πρώτου βαθμού), εξηγήθηκε στην υπόθεση Cunningham [1957] 2 All ER 412, ως η ενσυνείδητη ανάληψη κινδύνου (conscious risk talking) ως εξής:

        "the accused has foreseen that the particular kind of harm might be done and yet has gone on to take the risk of it"».

 

        Όσον αφορά το παράπονο που προβάλλεται περί του ότι υπήρξε καθοδήγηση από αυθεντίες που αφορούν διαφορετική αλλοδαπή νομοθεσία θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως τα ίδια πρωτόδικα συμπεράσματα μπορούσαν ούτως ή άλλως να εξαχθούν από τις πρόνοιες των ημεδαπών άρθρων δεδομένου ότι και τα δύο ανήκουν στα αδικήματα της αποκαλούμενης «βασικής» πρόθεσης (basic intent). Παραθέτουμε προς τούτο από το σύγγραμμα Card, Cross & Jones Criminal Law, 20η έκδοση (2012) §3.21, σ. 84 τα εξής:

 

        Some judges have added to the confusion by introducing the term 'basic intent'. A ‘basic intent’ is not another type of intent and, surprisingly, it is not limited to intention at all. ‘Basic intent’ bears at least three meanings which are not mutually exclusive:

·          in the words of Lord Simon in DPP v Morgan: ‘By "crimes of basic intent" I mean those crimes whose definition expresses (or, more often, implies) a mens rea [whether intention, or recklessness or knowledge which are discussed later] which does not go beyond the actus reus’;

·          a state of mind in respect of whose absence evidence of D's voluntary intoxication is irrelevant; and

·          an intent to do the act required for the actus reus, ie a deliberate or voluntary act”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων δεν αμφισβητεί ότι πληρούτο η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) και των δύο αδικημάτων. Ισχυρίζεται όμως ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί η υποκειμενική υπόστασή τους (mens rea). Ασφαλώς στην κάθε περίπτωση έχει σημασία ποιο είναι το actus reus διότι, στη βάση των όσων έχουν εξηγηθεί, η mens rea θα είναι η πρόθεση πλήρωσης του actus reus του συγκεκριμένου αδικήματος ή η απερισκεψία σε σχέση με την πλήρωσή του [Smith, Hogan & Ormerod's Criminal Law, (ανωτέρω), §3.1.2, σ. 92]. Στην κρινόμενη εδώ υπόθεση το actus reus (α) Για το αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. είναι η οδήγηση και η βλάβη (harm) σε πρόσωπο και (β) Για το αδίκημα του Άρθρου 324(1) είναι η οδήγηση και η ζημιά (damage)  σε περιουσία.  

 

        Συναφώς υπενθυμίζουμε, αφενός εν σχέσει με το Άρθρο 231 Π.Κ. ότι αρκεί είτε η πρόθεση είτε η απερισκεψία για οποιαδήποτε, ακόμα και για  ελάχιστη σωματική βλάβη, η οποία ακουσίως (inadvertently) καταλήγει σε βαριά σωματική βλάβη, π.χ. ένα σπρώξιμο (όπως ήταν η υπόθεση Theofanous v. Police (1985) 2 C.L.R. 34) και αφετέρου εν σχέσει με το αδίκημα του Άρθρου 324(1) Π.Κ. ότι αρκεί είτε η πρόθεση είτε η απερισκεψία για οποιαδήποτε ζημιά σε περιουσία οποιασδήποτε αξίας (Θωμά v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 255).

 

        Είναι εξίσου χρήσιμο να τονιστεί ξανά αυτή η ιδιορρυθμία του αδικήματος του Άρθρου 231 Π.Κ., όπως αυτή χαρακτηριστικά παρατίθεται στο σύγγραμμα Card, Cross & Jones Criminal Law, (ανωτέρω), σ. 87, §3.37:

 

        Generally, D must intend, or be reckless as to, the consequence of the actus reus of the offence in question as it is described in the definition of the offence [………………………………………………] There are some exceptional offences where intention or recklessness, or in some cases only intention, in relation to something less than the actual consequence required for their actus reus suffices. For example, in the offences under the Offences Against the Person Act 1861, s 20 of unlawfully and maliciously wounding another and of unlawfully and maliciously inflicting grievous bodily harm on another, D has sufficient mens rea if he merely intended or was reckless as to some unlawful physical harm to a person, albeit of a minor nature: he need not have foreseen that his act might cause physical harm of the gravity described in the statute, ie a wound or grievous bodily harm”.

 

        Παρομοίως, σε σχέση με το ίδιο άρθρο, εξηγείται και στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerods Criminal Law (ανωτέρω) σ. 743, §16.4.12 ότι:

 

        “D must intend or be reckless, but what is “the particular kind of harm” that must be intended or foreseen? As a matter of general principle, the answer might be expected to be that it is necessary that D has mens rea as to all the elements of the actus reus - including the wounding or GBH. The criminal law has developed differently. The position is that it is enough that D foresaw that some bodily harm, not necessarily amounting to wounding or GBH, might occur”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Είναι νομίζουμε σαφές πως η προαναφερθείσα διατύπωση του Κακουργοδικείου περί του ότι ήταν «αρκετό» να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε «συνήθη πρόθεση (basic intent) δηλαδή πρόθεση να επιφέρει τη σωματική βλάβη» που επέφερε (δηλαδή τη βαριά σωματική βλάβη), συνιστούσε σφάλμα, καθότι δεν απέδιδε επακριβώς τη νομική πτυχή του θέματος. Αυτό επειδή δεν απαιτείται πρόθεση για τη «βαριά» σωματική βλάβη. Η οποία άλλωστε όπου απαιτείται, όπως στο Άρθρο 228(α) Π.Κ. συνιστά «ειδική πρόθεση» για επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Δεν θα μπορούσε η ίδια πρόθεση ή επιδίωξη να αποκαλείται στη μια περίπτωση «συνήθης» και στην άλλη «ειδική».  

 

        Στην περίπτωση του Άρθρου 231 Π.Κ. το αναμενόμενο ερώτημα είναι κατά πόσον πληρούται η πιο πάνω ελάχιστη mens rea του αδικήματος. Ειδικότερα εξετάζεται κατά πόσον ο κατηγορούμενος είχε την πρόθεση να επιφέρει ή υπήρξε απερίσκεπτος ως προς την επέλευση ακόμα και της πιο μικρής σωματικής βλάβης. Αυτό ή οτιδήποτε πέραν αυτού πληροί την υποκειμενική υπόστασή του. Αυτή είναι η minimum mens rea του αδικήματος και κανονικά σε αυτή πρέπει να επικεντρώνεται η δικαστική διεργασία.

 

        Λέχθηκε στην υπόθεση Σεργίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 172/15, ημερ. 13.3.18, ECLI:CY:AD:2018:D108 ότι: «... όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η απόδειξη της μπορεί να γίνει με περιστατική μαρτυρία». Στην παρούσα δεν υπήρξε άμεση μαρτυρία για το θέμα. Ούτε και κατά το στάδιο της αξιολόγησης είχε συναχθεί ως πραγματικό γεγονός με την κατάλληλη συζήτηση, ανάλυση ή τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, βάσει των πιο πάνω αρχών στις οποίες ορθώς παρέπεμψε και το Κακουργοδικείο με αναφορά στη Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289. Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση G (2003) UKHL 50 “In a contested case based on intention, the defendant rarely admits intending the injurious result in question, but the tribunal of fact will readily infer such an intention, in a proper case, from all the circumstances and probabilities and evidence of what the defendant did and said at the time”. Στη δε υπόθεση Stavrinou v. Republic (1969) 2 C.L.R. 97, λέχθηκε ότι:

 

        It is well settled that intent can be inferred as a fact from the surrounding circumstances of a particular case, and that it is not sufficient that such an inference is a reasonable one; it should be the only reasonable inference that can be drawn from the facts. The burden of proving intent is throughout on the prosecution; and, if on the totality of the evidence there is room for more than one view as to the intent of the accused, and on a review of the whole evidence the Court either think the intent did not exist or they are left in doubt as to the intent, the accused is entitled to the benefit of such doubt [……………………………………………….] On the totality of the evidence in the present case the degree of violence used against the complainant did not show a clear intention to inflict grievous bodily harm”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Ακόμα λοιπόν και εάν ήταν περίπτωση που θα έπρεπε να υπάρξει διαπίστωση για ειδική πρόθεση ή όχι, θα απαιτείτο ειδική ενασχόληση με το θέμα στη βάση των γεγονότων. Υπό την πιο πάνω έννοια έχουμε την άποψη πως εκτός του ότι δεν ήταν αναγκαία δεν ήταν ούτε ορθή η γενική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «[Α]πό το σύνολο λοιπόν των προαναφερόμενων περιστάσεων, της συμπεριφοράς και των ενεργειών του κατηγορούμενου και ελλείψει άλλης λογικής εξήγησης που να προκύπτει από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή και να δημιουργεί λογική αμφιβολία, προκύπτει αβίαστα, κατά την κρίση μας, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως μόνο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε έχοντας πλήρη αντίληψη και γνώση όλων των ουσιωδών περιστάσεων δηλαδή του τι έκανε και τι γινόταν, με πρόθεση τόσον να επιφέρει τη βαριά σωματική βλάβη στον Μ.Κ.9 όσο και να προξενήσει τις υλικές ζημιές στο επίδικο υποστατικό...».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Βέβαια η πιο πάνω κατάληξη οφείλεται στην προηγούμενη εσφαλμένη αντίκρυση του συστατικού στοιχείου της πρόκλησης στο Άρθρο 231 Π.Κ., ως εξηγήσαμε προηγουμένως. Η εν λόγω γενική αναφορά βέβαια δεν επηρεάζει την τελική κατάληξη του Κακουργοδικείου ως προς την ενοχή, όπως εξηγείται κατωτέρω. Έχουμε την άποψη πως πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας. Τις σχετικές αρχές είχαμε αναλύσει εκτενώς στην υπόθεση Καμπίσιο κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 89/23 κ.ά., ημερ. 13.6.24. Δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους. Η ουσία είναι πως δεν προέκυψε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης και ότι υπάρχει επαρκέστατη μαρτυρία, στη βάση της οποίας στοιχειοθετείται ισχυρή υπόθεση για δίκαιη καταδίκη. Απόφαση στην οποία θα κατέληγε και το Κακουργοδικείο, ακόμα και αν δεν είχαν παρεισφρήσει τα όσα έχουμε επισημάνει προηγουμένως.

 

        Ανεξαρτήτως λοιπόν των πιο πάνω, πρόκειται για περίπτωση στην οποία είχε τη θέση του το τεκμήριο ύπαρξης της ελάχιστης απαιτούμενης πρόθεσης. Είναι καλώς γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι τεκμαίρεται πως κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσιολογικές και πιθανές συνέπειες των πράξεων του (βλ. Ανθία v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 404).

 

        Η φυσιολογική και πιθανή συνέπεια του κτυπήματος με αυτοκίνητο σε κάποιο πρόσωπο είναι η πρόκληση κάποιας σωματικής βλάβης. Παρομοίως και το κτύπημα με αυτοκίνητο σε οποιοδήποτε αντικείμενο, επιφέρει ως φυσιολογική και πιθανή συνέπεια τη ζημιά σε αυτό. Στην πραγματικότητα η παρούσα συνιστά κλασσική περίπτωση εφαρμογής του τεκμηρίου ύπαρξης πρόθεσης επέλευσης των πιο πάνω συνεπειών της πράξης και δεν έχει ανατραπεί. Τεκμαίρεται λοιπόν ότι ο Εφεσείων είχε την αναγκαία πρόθεση και συνεπώς την απαιτούμενη ένοχη διάνοια και για τα δύο αδικήματα, δεδομένου ότι η φυσιολογική και πιθανή συνέπεια της οδήγησής του ήταν η βλάβη (harm) σε πρόσωπο και η ζημιά (damage) σε περιουσία. Την ύπαρξη του τεκμηρίου ύπαρξης πρόθεσης, καθώς και το γεγονός ότι «στην παρούσα το τεκμήριο αυτό δεν έχει ανατραπεί», υπέδειξε διαζευκτικά και το Κακουργοδικείο.

 

        Θα πρέπει δε να σημειώσουμε ότι ακόμα και αν δεν ίσχυε το τεκμήριο, τα γεγονότα της παρούσας ούτως ή άλλως δικαιολογούσαν τη διαπίστωση ότι ο Εφεσείων επέδειξε απερισκεψία (recklessness) ως προς την πρόκληση σωματικής βλάβης. Αυτό επειδή υπό τις περιστάσεις ο κίνδυνος να προκαλέσει σωματική βλάβη στον παραπονούμενο εάν τον κτυπούσε με το αυτοκίνητο, ήταν υπαρκτός, τον αντιλήφθηκε και παρόλα αυτά οδήγησε όπως οδήγησε αναλαμβάνοντας τον (κίνδυνο αυτόν) ενσυνείδητα, κατά τρόπον που δεν δικαιολογείτο να το πράξει. Τα ίδια κατ’ αναλογίαν ισχύουν και σε σχέση με τη ζημιά στην περιουσία.

 

        Διευκρινίζεται ότι επ' αυτού του σημείου αναγνωρίζεται ότι παραμένει (με βάση την υπόθεση G, ανωτέρω) και κάποιο στοιχείο αντικειμενικής εξέτασης. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Smith, Hogan & Ormerod's Criminal Law, (ανωτέρω), §3.2.2.3: “[T]he issue is whether the risk was one which a reasonable and prudent person might have taken”). Δεν υπάρχει δε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι κανένας λογικός και συνετός οδηγός, έχοντας ακινητοποιηθεί ένα μέτρο μπροστά από τον Μ.Κ.9, δεν θα επανεκκινούσε αναλαμβάνοντας τους προαναφερθέντες κινδύνους, τους οποίους και αδικαιολογήτως ανέλαβε ο Εφεσείων.

 

        Προσθέτουμε περαιτέρω πως ακόμα και στην περίπτωση εθελοτυφλίας ως προς τους κινδύνους (closes their mind to the risk), και πάλι θα στοιχειοθετείτο απερισκεψία του προαναφερθέντος είδους (Smith, Hogan & Ormerod's Criminal Law, (ανωτέρω), §3.2.2.2 σ. 106).

 

        Στη βάση των πιο πάνω ούτε ο λόγος έφεσης αρ. 9 ευσταθεί και υπόκειται σε απόρριψη.

 

Έφεση Κατά της Ποινής

 

        Σε σχέση με τις ποινές ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο: (1) Δεν έλαβε καθόλου υπ' όψιν και ή επαρκώς τους ελαφρυντικούς παράγοντες, (2) Εσφαλμένα απέδωσε υπέρμετρη σημασία στη γενική αποτροπή υποβαθμίζοντας τις ελαφρυντικές θέσεις των Μ.Κ.9 και Μ.Κ.11 και (3) Εσφαλμένα επέβαλε την ποινή των 3,5 ετών και εξ αυτού απέκλεισε τη δυνατότητα αναστολής ενώ θα έπρεπε και μπορούσε να επιβάλει ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσα το εν τρίτον της προβλεπόμενης.

 

        Οι αρχές στη βάση των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο σε πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή είναι πολύ καλά γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε (βλ. Rashid v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/24, ημερ. 25.2.25).

 

        Όπως σε κάθε υπόθεση, έτσι και στην παρούσα, το μέτρο κρίσης προσδιορίζεται πρωτίστως από την ποινή που προβλέπεται από το σοβαρότερο αδίκημα ενός κατηγορητηρίου, σε συνδυασμό βέβαια με τη συνολική εγκληματική συμπεριφορά βάσει των υπολοίπων αδικημάτων στα οποία κάποιος κρίθηκε ένοχος. Την ευθύνη του ποινικού μέτρου την έχει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. v. Ismail (2016) 2(B) Α.Α.Δ. 891).

 

        Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο καλείτο να επιβάλει ποινή στο αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης,  για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι επτά έτη (Π.Κ. 231) και στο αδίκημα της κακόβουλης βλάβης σε περιουσία, για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι δύο έτη [Π.Κ. 324(1)]. Βασικά τα δύο αδικήματα είχαν διαπραχθεί εν πολλοίς κατά τον ίδιο χρόνο (αλλά σε διαφορετικές χρονικές στιγμές) με την ίδια συνεχή ενέργεια του Εφεσείοντος, ήτοι την οδήγηση αυτοκινήτου και τα διαδοχικά κτυπήματα, αρχικά κατά προσώπου και αμέσως μετά κατά περιουσίας.

 

        Με βάση την ιεράρχηση του Νομοθέτη, το σοβαρότερο εκ των δύο αδικημάτων, αυτό της προκύψασας εκ του αποτελέσματος βαριάς σωματικής βλάβης (Π.Κ. 231) κατατάσσεται ουσιωδώς χαμηλότερα εν συγκρίσει με πράξεις οι οποίες, μεταξύ άλλων, σκοπεύουν ειδικώς τη βαριά σωματική βλάβη [Π.Κ. 228(α)]. Η ιεράρχηση αυτή είναι ενδεικτική της βούλησης του Νομοθέτη εν σχέσει με την τιμωρία και αποτροπή για το κάθε αδίκημα. Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως η ταξινόμηση εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς ποινής είναι έργο της Νομοθετικής εξουσίας. Η Δικαστική εξουσία μπορεί να εκφράσει τη διαφωνία της αλλά καθήκον της παραμένει η πρόσδοση της δέουσας βαρύτητας στην ταξινόμηση του Νομοθέτη (Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264).

 

        Τα προαναφερθέντα ασφαλώς δεν εξαλείφουν καθόλου τη δεδομένη σοβαρότητα του αδικήματος της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης (Π.Κ. 231). Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε ότι μεταξύ των «Αδικημάτων Κατά Προσώπου» (στο Μέρος V του Π.Κ.) το αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. ιεραρχείται ως σοβαρότερο από την πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 Π.Κ. για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι τέσσερα έτη.

 

        Είναι εδώ κατάλληλο σημείο να επαναλάβουμε τη σχετικά πρόσφατη διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Δημοκρατία v. Λαζαρή (ανωτέρω) ότι «αδικήματα που στρέφονται εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, όχι μόνον δεν παρουσιάζουν κάμψη αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας κάτι που δικαιολογεί την επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών». Όπως ορθώς επισημάνθηκε πρωτοδίκως, με παραπομπή στο σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σ. 116, η πλέον συνήθης ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα είναι η φυλάκιση, η οποία δυνατόν να ανέρχεται σε ημέρες, μήνες ή και έτη.

 

        Προς επιβεβαίωση τούτου αρκεί να παραπέμψουμε στις υποθέσεις Ioja v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 624, Γενικός Εισαγγελέας v. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας, (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας v. Μάστρου (2003) 2 Α.Α.Δ. 166 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 463).

 

        Στην Ioja (ανωτέρω), η ποινή μειώθηκε κατ' έφεσιν από 2,5 έτη σε 12 μήνες φυλάκιση για τον εφεσείοντα ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι μαχαίρωσε έναν εκ των τριών παρανόμως εισελθόντων στο διαμέρισμά του. Λήφθηκε ιδιαιτέρως υπ' όψιν αφενός η ισχυρότατη πρόκληση που είχε δεχθεί, η έξαψη, η πίεση, η φόρτιση και η κατάσταση απειλής στην οποία βρέθηκε μέσα στο σπίτι του από τρεις αγνώστους και αφετέρου το γεγονός ότι η υγεία του παραπονούμενου στο τέλος αποκαταστάθηκε μετά από χειρουργική επέμβαση.

 

        Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Evans (ανωτέρω), η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή των 14 μηνών αυξήθηκε σε δύο έτη φυλάκιση για τον νεαρό εφεσείοντα ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι ευρισκόμενος υπό την επήρεια αλκοόλης, έχασε την ψυχραιμία του και αφενός γρονθοκόπησε τον παραπονούμενο ρίχνοντας τον στο έδαφος και αφετέρου τού έτριψε με το πόδι το πρόσωπο στο έδαφος, προκαλώντας κάταγμα στο πρόσωπο, καθώς και υπαραχνοειδή αιμορραγία, με περαιτέρω συνέπειες στην υγεία και στη ζωή του, όπως η μείωση της διανοητικής ικανότητάς του και η ανικανότητα ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο και συνέχισης των σπουδών του. Τονίστηκε πως η πρόκληση δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την κτηνώδη αντίδραση αφού «μπορούσε θαυμάσια να αποχωρήσει από τη σκηνή χωρίς να ακουμπήσει τον παραπονούμενο». Οι κλωτσιές σε άνθρωπο ο οποίος κείται αβοήθητος στο έδαφος κρίθηκαν ως πράξη ωμής και αχρείαστης βίας, η οποία συνιστά απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος, η δε επιεικής μεταχείριση του δράστη θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα.

 

        Στην Αχτάρ κ.ά. (ανωτέρω), στον έναν εκ των εφεσειόντων, (Ποιν. Εφ. 209/08), πρωτοδίκως είχε επιβληθεί κατόπιν ακρόασης φυλάκιση 3,5 ετών για το αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. που ήταν το σοβαρότερο που αντιμετώπιζε. Τα γεγονότα αφορούσαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης σε αστυνομικούς που εισήλθαν στην οικία τους για εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας σε σχέση με τον ίδιο και τον συγκατηγορούμενο αδελφό του [για αδικήματα του Π.Κ. 228(α)]. Ένας εκ των αστυνομικών, ο οποίος είχε υποστεί τους σοβαρότερους τραυματισμούς, παρουσίαζε σοβαρής μορφής αστάθεια του αριστερού αγκώνα, με πλήρη ρήξη των έσω πλαγίων συνδέσμων και της έσω πλευράς του θύλακος αριστερού αγκώνα, οπότε απαιτείτο εγχείρηση για σταθεροποίηση του αγκώνα. Το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε λάβει αρκούντως υπ' όψιν την ψυχολογική κατάσταση των δραστών, την εγρήγορση στην οποία τέθηκαν όταν έλαβαν τηλεφώνημα ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό από τον μικρό αδελφό τους, την αναστάτωσή τους όταν έφτασαν στην οικία και είδαν τον πατέρα τους με χειροπέδες στην παρουσία έξι ατόμων με πολιτική περιβολή και την κατάσταση σοκ και τρόμου στην οποίαν περιήλθαν, με αποτέλεσμα να χάσουν την ψυχραιμία τους και να αντιδράσουν λανθασμένα. Επειδή έπρεπε να είχε δοθεί περισσότερη σημασία στις περιστάσεις διάπραξης η ποινή μειώθηκε σε 2,5 έτη φυλάκισης.

 

        Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Μάστρου (ανωτέρω) επικυρώθηκε η φυλάκιση 3 ετών στον εφεσείοντα ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι κακοποίησε άγρια νεαρή τουρίστρια στην περιπρωκτική χώρα, ένεκα της οποίας υπεβλήθη σε κολοστομία που θα παρέμενε ανοικτή για τουλάχιστον τρεις μήνες, με πιθανές συνέπειες την ακράτεια ή τη στένωση.

 

        Στη Χαραλάμπους (ανωτέρω), επικυρώθηκε φυλάκιση 4 ετών κατόπιν παραδοχής για πρόκληση καταγμάτων στα ρινικά οστά και στην οφθαλμική κόγχη, εκδορές, αιματώματα, περιοφθαλμικές κακώσεις και κακώσεις στα γεννητικά όργανα, για τα οποία η παραπονούμενη νοσηλεύτηκε για 11 μέρες και ανέπτυξε μετατραυματικό σύνδρομο. Ήταν όμως περίπτωση στην οποία συνυπήρχε και αδίκημα άσεμνης επίθεσης σε γυναίκα.

 

        Στην παρούσα περίπτωση είναι γεγονός ότι δεν είχε καταδειχθεί κάποιος λόγος για τη συμπεριφορά του Εφεσείοντος. Στη βάση των γεγονότων της, δικαιολογημένα η συμπεριφορά του Εφεσείοντος  χαρακτηρίστηκε ως μια απρόκλητη ενέργεια. Το προκληθέν κάταγμα έχει, μετά από εγχείρηση και επτάμηνη αναρρωτική άδεια, πορωθεί πλέον, πλην όμως ο παραπονούμενος δεν μπορεί να γονατίσει με το δεξί πόδι ούτε να περπατήσει σε ανώμαλο έδαφος, με αποτέλεσμα να τού έχουν ανατεθεί γραφειακά καθήκοντα στα πλαίσια της εργασίας του στην Εθνική Φρουρά (ως Μόνιμος Υπαξιωματικός).

 

        Ο ίδιος ο Εφεσείων είναι 40 ετών, νυμφευμένος, ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή τόσο με προοπτική την τεκνοποίηση όσο και λόγω του διαβήτη και θωρακικού άλγους μη καρδιακής αιτιολογίας (Τεκμήρια Α, Γ). Στην επιχείρησή του ασχολείται με εκσκαφές, οχήματα κ.λπ εργοδοτώντας τρία πρόσωπα και τη σύζυγό του.

 

        Έχουμε εξετάσει με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας εκ μέρους του Εφεσείοντος. Διαπιστώσαμε ότι τα ίδια τέθηκαν και ενώπιον του Κακουργοδικείου, το οποίο τα εξέτασε επίσης με περισσή προσοχή υπό το φως όσων η νομολογία ορίζει εν σχέσει με αδικήματα αυτού του είδους. Πέραν των πιο πάνω έλαβε δεόντως υπ' όψιν το λευκό μητρώο, τη συνεργασία με την Αστυνομία, την απουσία μαρτυρίας για προσχεδιασμό, την αποζημίωση των υλικών ζημιών και την προσπάθεια αποζημίωσης του παραπονούμενου για τη σωματική βλάβη, καθώς και τον όποιο χρόνο είχε παρέλθει από τα αδικήματα. Συμφωνούμε δε απολύτως με τη θέση ότι ο Εφεσείων επέδειξε μια σοβαρής μορφής και με σοβαρές συνέπειες βίαιη και επικίνδυνη αντικοινωνική συμπεριφορά, η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή και για σκοπούς αποτροπής θα πρέπει να τύχει της ανάλογης ποινικής μεταχείρισης.

 

        Μας έχει προβληματίσει μόνο η εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι ο πελάτης του δεν είχε σκοπό να επιφέρει τη βαριά σωματική βλάβη, η οποία επήλθε. Αυτό, επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχετική εισήγηση κατά την αγόρευση προς μετριασμό, επανέλαβε την προηγηθείσα διαπίστωσή του περί του ότι ο Εφεσείων είχε ενεργήσει «με πρόθεση...να επιφέρει τη βαριά σωματική βλάβη στον Μ.Κ.9». Έχουμε ήδη αναφερθεί (κατά την εξέταση του ένατου λόγου έφεσης) τόσο στο εσφαλμένο υπόβαθρο που είχε τεθεί όσον αφορά τη νομική πτυχή, όσο και στη μη εξειδικευμένη ενασχόληση πριν την κατάληξη στο ότι συνέτρεχε η ειδική πρόθεση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Είναι δε προφανές ότι αυτό το στοιχείο είχε τη σημασία του στον πρωτόδικο καθορισμό του ύψους της ποινής.

 

        Τα αναφερθέντα στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) θεωρούμε ότι καλύπτουν και την παρούσα υπό την έννοια ότι ως θέμα αρχής ένας κατηγορούμενος πρέπει να τιμωρείται για το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος και όχι για σοβαρότερο αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να κατηγορηθεί. Παραθέτουμε το ίδιο απόσπασμα από το σύγγραμμα Sentencing”, Eric Stockdate & Keith Devlin, §3.08, σ. 56:

 

        “A judge may, with carefully chosen words, say to a defendant that the offence is at the top end of the gravity scale, and that the facts came close to constituting a more serious offence. However, it is not permissible for him to sentence a defendant in respect of a more serious charge which might have been brought on the same facts as the instant charge. This is so whether he expresses the view that such a charge ought to have been brought, or whether refrains from making such a comment”.

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Η παρείσφρηση του στοιχείου αυτού κατά την επιμέτρηση της ποινής δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου και τη μείωση της ποινής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπό διαφορετικές περιστάσεις θα συμφωνούσαμε ότι εξέφευγε από το πλαίσιο της νομολογίας για τέτοιου είδους απρόκλητη, απάνθρωπη και επικίνδυνη δράση, μάλιστα μέσω αυτοκινήτου.

 

        Μη παραγνωρίζοντας το εντελώς απαράδεκτο της απρόκλητης ενέργειας, τον κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκε ο παραπονούμενος, καθώς και τις συνέπειες στην υγεία και στη ζωή του, κρίνουμε ότι αρμόζουσα στην Κατηγορία 4 είναι η ποινή φυλάκισης 2,5 ετών. Δεν συντρέχει λόγος επέμβασης στην ποινή των εννέα μηνών για την Κατηγορία 2, η οποία παραμένει ως έχει. Ούτε έχει τεκμηριωθεί ενώπιόν μας οποιοσδήποτε λόγος, ο οποίος θα έθετε βάσιμα θέμα συζήτησης για αναστολή εκτέλεσης των ποινών. Οι όποιες τυχόν συνέπειες στις επιχειρήσεις του Εφεσείοντος, στις οποίες απασχολείται και η σύζυγός του, δεν συνιστούν λόγο αναστολής εκτέλεσης των ποινών.

 

        Εν όψει όλων των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης όπως και η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτονται.

 

        Η έφεση εναντίον της ποινής επιτυγχάνει εν μέρει και δη η ποινή στην Κατηγορία 4 ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποινή 2,5 ετών φυλάκισης. Οι υπόλοιπες διαταγές και οδηγίες του Κακουργοδικείου παραμένουν ως έχουν.

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο