
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 153/2023)
31 Μαρτίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. RAAFAT ALFY NOUH KHALIL
2. AGHPY AIED MOHEB ISKANDER
3. KIROLLOS RAAFAT ALFY NOUH KHALIL
4. JASTIN RAAFAT ALFY NOUH
5. JANA RAAFAT ALFY NOUH KHALIL
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Ε. Σιάχουρου (κα), δικηγόρος για Ε. ΣΙΑΧΟΥΡΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τους Εφεσείοντες.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 16.11.2023, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 4837/2021, την οποία άσκησαν οι Εφεσείοντες εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 30.7.2021, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση τους ημερομηνίας 12.2.2018 για χορήγηση διεθνούς προστασίας.
Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης έχουν ως εξής:
Ο 1. Εφεσείων και η σύζυγος του, 2. Εφεσείουσα, Χριστιανοί-Κόπτες στο θρήσκευμα, είναι υπήκοοι Αιγύπτου, οι δε Εφεσείοντες 3, 4 και 5 είναι τα ανήλικα τέκνα τους. Κατέφθασαν στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 4.2.2018 με τουριστική άδεια εισόδου. Στις 12.2.2018, οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 10.7.2020 έλαβε χώρα συνέντευξη του 1. Εφεσείοντα και στις 8.10.2020 της 2. Εφεσείουσας στα γραφεία της πρώην EASO και νυν EUAA (European Union Agency for Asylum) προς εξέταση των αιτήσεων τους. Στις 5.7.2021, λειτουργός της EUAA ετοίμασε απορριπτική του αιτήματος έκθεση/εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό στις 16.7.2021. Οι Εφεσείοντες έλαβαν γνώση της εν λόγω απόφασης στις 2.8.2021, με επιστολή φέρουσα ημερομηνία 30.7.2021. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση προσβλήθηκε (ανεπιτυχώς) από τους Εφεσείοντες με την Προσφυγή Αρ. 4837/2021, εξ ου και η ενώπιον μας Έφεση.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με πέντε (5) λόγους Έφεσης, τους εξής:
«Πρώτος Λόγος έφεσης
Το Πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβην σε ευρήματα ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ήτο αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και δεν αποτελούσε αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, βασιζόμενο στην γενική εικόνα της προόδου που παρουσίαζε η Αίγυπτος, στην περιοχή του Βόρειου Σινά και δεν στηρίχτηκε στα συγκεκριμένα περιστατικά, περιοχή που κατάγονται οι Αιτητές 1,2,3,4 και 5 και τα γεγονότα που τους αφορούσαν στην επίδικη αίτηση, τα οποία αποδέχτηκε ως αληθινά.
Αιτιολογία
Α. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό την απόπειρα απαγωγής της Αιτήτριας 4, θυγατέρας των Αιτητών 1 και 2, έξω από το σχολείο της κατά το έτος 2015 όπου ζούσε στην Αίγυπτο.
Β. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι υπήρχε αύξηση απαγωγών παιδιών στην Αίγυπτο αρχής γενομένης το 2011.
Γ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι ο Αιτητής 3, υιός των Αιτητών 1 και 2 υπήρξε θύμα διακρίσεων από συμμαθητές του λόγου (sic) της θρησκείας του μεταξύ του έτους 2012-2015.
Δ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός ότι μέχρι και την εξέταση της επίδικης Αίτησης την ύπαρξη στην Αίγυπτο διαφορών μικρής κλίμακας όπως διαφωνίες στη γειτονιά, μπορούν κατά περίπτωση να αποκτήσουν θρησκευτικές προεκτάσεις και να κλιμακωθούν σε επίπεδο βίας, συνήθως με τη μορφή βανδαλισμών και καταστροφής περιουσιών.
Δεύτερος Λόγος έφεσης
Το Πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβην σε ευρήματα ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ήτο αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και δεν αποτελούσε αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, καθ’ ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Αιτητής 1 δεν δέχτηκε απειλές από μουσουλμάνους με αφορμή το κατάστημα που διατηρούσε στο χωριό Al-Kushh στην Αίγυπτο αντί να στηριχτεί στα γεγονότα που αφορούσαν την επίδικη αίτηση, τα οποία αποδέχτηκε ως αληθινά.
Αιτιολογία
Γ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι ο Αιτητής 3, υιός των Αιτητών 1 και 2 υπήρξε θύμα διακρίσεων από συμμαθητές του λόγου (sic) της θρησκείας του μεταξύ του έτους 2012-2015.
Δ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός ότι μέχρι και κατά την εξέταση της επίδικης Αίτησης την ύπαρξη στην Αίγυπτο διαφορών μικρής κλίμακας όπως διαφωνίες στη γειτονιά, μπορούν κατά περίπτωση να αποκτήσουν θρησκευτικές προεκτάσεις και να κλιμακωθούν σε επίπεδο βίας, συνήθως με τη μορφή βανδαλισμών και καταστροφής περιουσιών.
Τρίτος Λόγος έφεσης
Το Πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβην σε ευρήματα ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ήτο αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και δεν αποτελούσε αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, καθ’ ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν τίθεται πραγματικός κίνδυνος για τους Αιτητές 1,2,3,4 και 5 κατά την επιστροφή τους στην Αίγυπτο να υποστούν πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και στηρίχθηκε στην (sic) γενική εικόνα της προόδου που παρουσιάζει η Αίγυπτος, στην περιοχή του Βόρειου Σινά και δεν στηρίχτηκε στα συγκεκριμένα περιστατικά, περιοχή που κατάγονται οι Αιτητές και τα γεγονότα που τους αφορούσαν στην επίδικη αίτηση, τα οποία αποδέχτηκε ως αληθινά.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Α. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό την απόπειρα απαγωγής της Αιτήτριας 4, θυγατέρας των Αιτητών 1 και 2, έξω από το σχολείο της κατά το έτος 2015 όπου ζούσε στην Αίγυπτο.
Β. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι υπήρχε αύξηση απαγωγών παιδιών στην Αίγυπτο αρχής γενομένης το 2011.
Γ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι ο Αιτητής 3, υιός των Αιτητών 1 και 2 υπήρξε θύμα διακρίσεων από συμμαθητές του λόγου (sic) της θρησκείας του μεταξύ του έτους 2012-2015.
Δ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός ότι μέχρι και κατά την εξέταση της επίδικης Αίτησης την ύπαρξη στην Αίγυπτο διαφορών μικρής κλίμακας όπως διαφωνίες στη γειτονιά, μπορούν κατά περίπτωση να αποκτήσουν θρησκευτικές προεκτάσεις και να κλιμακωθούν σε επίπεδο βίας, συνήθως με τη μορφή βανδαλισμών και καταστροφής περιουσιών.
Τέταρτος Λόγος έφεσης
Το Πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβην σε ευρήματα ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ήτο αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και δεν αποτελούσε αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, καθ’ ότι εσφαλμένα στηρίχθηκε στη θέση του λειτουργού των καθ’ ων η Αίτηση ήτοι ότι οι Αιτητές μπορούν να επιστρέψουν στην (sic) χώρα τους και δεν συντρέχουν λόγοι κινδύνων για πιθανή δίωξη και/ή πραγματικό κίνδυνο και/ή άλλως πως, αντί να στηριχτεί στα γεγονότα που αφορούσαν την επίδικη αίτηση, τα οποία αποδέχτηκε ως αληθινά.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Α. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό την απόπειρα απαγωγής της Αιτήτριας 4, θυγατέρας των Αιτητών 1 και 2, έξω από το σχολείο της κατά το έτος 2015 όπου ζούσε στην Αίγυπτο.
Β. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι υπήρχε αύξηση απαγωγών παιδιών στην Αίγυπτο αρχής γενομένης το 2011.
Γ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι ο Αιτητής 3, υιός των Αιτητών 1 και 2 υπήρξε θύμα διακρίσεων από συμμαθητές του λόγου (sic) της θρησκείας του μεταξύ του έτους 2012-2015.
Δ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός ότι μέχρι και κατά την εξέταση της επίδικης Αίτησης την ύπαρξη στην Αίγυπτο διαφορών μικρής κλίμακας όπως διαφωνίες στη γειτονιά, μπορούν κατά περίπτωση να αποκτήσουν θρησκευτικές προεκτάσεις και να κλιμακωθούν σε επίπεδο βίας, συνήθως με τη μορφή βανδαλισμών και καταστροφής περιουσιών.
Πέμπτος Λόγος έφεσης
Το Πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβην σε ευρήματα ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ήτο αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και δεν αποτελούσε αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, καθ’ ότι εσφαλμένα έκρινε ότι οι Αιτητές δεν κατέδειξαν ότι έχουν γνήσιο αίτημα διεθνής (sic) προστασίας και/ή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα και/ή λανθασμένα, παρόλο που είχε ήδη αποδεχτεί τα γεγονότα που παρουσίασαν οι Αιτητές στην αίτηση τους.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Α. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό την απόπειρα απαγωγής της Αιτήτριας 4, θυγατέρας των Αιτητών 1 και 2, έξω από το σχολείο της κατά το έτος 2015 όπου ζούσε στην Αίγυπτο.
Β. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι υπήρχε αύξηση απαγωγών παιδιών στην Αίγυπτο αρχής γενομένης το 2011.
Γ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός/περιστατικό ότι ο Αιτητής 3, υιός των Αιτητών 1 και 2 υπήρξε θύμα διακρίσεων από συμμαθητές του λόγου (sic) της θρησκείας του μεταξύ του έτους 2012-2015.
Δ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ουσιώδες πραγματικό γεγονός ότι μέχρι και κατά την εξέταση της επίδικης Αίτησης την ύπαρξη στην Αίγυπτο διαφορών μικρής κλίμακας όπως διαφωνίες στη γειτονιά, μπορούν κατά περίπτωση να αποκτήσουν θρησκευτικές προεκτάσεις και να κλιμακωθούν σε επίπεδο βίας, συνήθως με τη μορφή βανδαλισμών και καταστροφής περιουσιών.
Μελετήσαμε τους πιο πάνω λόγους Έφεσης, τα περιγράμματα αγορεύσεων, το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου της υπόθεσης, καθώς και το διοικητικό φάκελο της περίπτωσης (Τεκμήριο 1).
Καταρχάς, με το περίγραμμα αγόρευσης της η Εφεσίβλητη προβάλλει ως προδικαστική ένσταση ότι:
«1. Η Εφεσίβλητη προβάλλει προδικαστικώς ότι η έφεση είναι άκυρη και θα πρέπει ως τέτοια να απορριφθεί για το λόγο ότι η ίδια αιτιολογία που προβάλλεται για όλους τους λόγους έφεσης δεν δύναται να συνιστά αιτιολογία με την έννοια που αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως προκείπτει (sic) από την ειδοποίηση έφεσης δεν παρέχεται καμία αιτιολογία για κανένα από τους πέντε λόγους έφεσης. Αντ’ αυτής, παρατίθενται σε όλους τους λόγους πραγματικά γεγονότα που αφορούν την αποδοχή από το δικαστήριο πραγματικών γεγονότων, χωρίς όμως να αναφέρεται και να εξηγείται ποιο είναι το νομικό σφάλμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου».
Προσθέτει η Εφεσίβλητη στα ανωτέρω και ότι:
«Είναι περαιτέρω η θέση μας πως τα όσα προβάλλονται σε μεταγενέστερο στάδιο στο περίγραμμα αγόρευσης των Eφεσειόντων δεν δύναται (sic) να αναπληρώσει (sic) και/ή συμπληρώσει (sic) το κενό στην αιτιολογία των λόγων έφεσης με αποτέλεσμα αυτοί να είναι άκυροι και η ακυρότητα της διαδικασίας να μην δύναται να θεραπευτεί. Οι Εφεσείοντες απέτυχαν-σε κάθε λόγο έφεσης που προέβαλαν-να προσδιορίσουν το λάθος στο οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο και τους λόγους που στοιχειοθετούν το λάθος αυτό. Ως εκ τούτου η έφεση τους θα πρέπει να απορριφθεί δίχως άλλο.».
Εξετάσαμε το ζήτημα προσεκτικά. Πέραν του πρόδηλου γεγονότος ότι, όλοι οι λόγοι Έφεσης έχουν ταυτόσημο ή πανομοιότυπο περιεχόμενο ως «αιτιολογία» τους, σε καμία περίπτωση, όντως, αυτό το περιεχόμενο από μόνο του δεν φανερώνει οποιοδήποτε λόγο προς ανατροπή της ορθότητας των συμπερασμάτων και/ή καταλήξεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η δοθείσα ως «αιτιολογία» για όλους τους λόγους Έφεσης δεν καταγράφει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την αποδοχή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματικών γεγονότων, τα οποία, ως προκύπτει από το λεκτικό των λόγων Εφέσεων, αλλά και το περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων, οι Εφεσείοντες δεν φαίνονται να αμφισβητούν, αλλά μάλλον επ’ αυτών των διαπιστώσεων στηρίζονται. Ως είχαμε την ευκαιρία ήδη να υποδείξουμε και στην πρόσφατη απόφαση μας ημερομηνίας 18.3.2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.155/2023 ARISTOTE BONSANGE MAMBULU v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ:
«Κατά τη νομολογία, ο λόγος έφεσης δέον να προσδιορίζει το κατ' ισχυρισμό πρωτόδικο λάθος και η αιτιολογία του να το επεξηγεί.
Ως λέχθηκε στην PANAYIOTIS GEORGHIOU (CATERING) LTD ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ.323:
«Η ειδοποίηση έφεσης προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης. Ο προσδιορισμός τους ρυθμίζεται υπό την αίρεση των ιδιαιτεροτήτων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν ως προς τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων στις αναθεωρητικές όπως και στις πολιτικές εφέσεις. (Βλέπε μεταξύ άλλων Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594 και G. A. P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449.) Ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4. Λόγος έφεσης συντίθεται από (α) τον προσδιορισμό του σφάλματος που καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ή μέρος της, εσφαλμένη και (β) τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής. Το επίδικο θέμα της έφεσης είναι το βάσιμο του σφάλματος που προβάλλεται από τον εφεσείοντα κρινόμενο υπό το πρίσμα των λόγων που προσδιορίζονται προς θεμελίωσή του.
Σειρά αποφάσεων του Εφετείου και της Ολομέλειας διαγράφουν τις επιπτώσεις που συνεπάγεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις της Δ.35 θ.4, (πριν την τροποποίηση) στη στοιχειοθέτηση λόγου έφεσης. Ο λόγος είναι άκυρος. Όπου το σύνολο των λόγων έφεσης οι οποίοι τίθενται είναι άκυροι η έφεση στην ολότητά της καθίσταται άκυρη. (Βλέπε μεταξύ άλλων Kyriakides v. Kyriakides (1969) 1 C.L.R. 373. Omiros Courtis and Another (No. 1) v. Panos K. Iasonides (1972) 1 C.L.R. 56, Τύμβιος και Άλλοι v. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615."Αλήθεια" v. Κύρρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 130. Δημοκρατία v. Κόμμα Φιλελευθέρων (1993) 3 A.A.Δ. 585, Χ"Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1994) 3 A.A.Δ. 301.».
Βρίσκουμε ότι, όντως, όλοι οι προβληθέντες λόγοι Εφέσεως δεν είναι ενδεδειγμένα δικογραφημένοι ως προς την καταγραμμένη ως «αιτιολογία» τους, αφού ελλείπει από αυτή η σαφής εξήγηση του σφάλματος που καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ή μέρος της, εσφαλμένη.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωση, δεν έχει, ωστόσο, διαφύγει της προσοχής μας ότι, οι ίδιοι οι λόγοι Εφέσεως (όχι η δοθείσα ως «αιτιολογία» αυτών) αναφέρουν,
έστω λακωνικά, τι θεωρούν ως σφάλματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την έκφραση της κρίσης του. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο Έφεσης ο ισχυρισμός περί μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, βασίζεται στο επιχείρημα ότι, λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα γεγονότα που αναφέρονται στην μετέπειτα «αιτιολογία» του εν λόγω λόγου Έφεσης και βασίστηκε στην γενική εικόνα της προόδου που παρουσίαζε η Αίγυπτος. Με τον δεύτερο λόγο Έφεσης και πάλιν ο ισχυρισμός περί μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα βασίζεται στη σκέψη ότι, εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο 1. Εφεσείοντας δεν δέχτηκε απειλές από Μουσουλμάνους με αφορμή το κατάστημα που διατηρούσε στο χωριό Al-Kushh στην Αίγυπτο, χωρίς να βασιστεί στα γεγονότα που αναφέρονται στην μετέπειτα «αιτιολογία» του εν λόγω λόγου Έφεσης. Με τον τρίτο λόγο Έφεσης, ομοίως, ισχυρισμός περί μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα εδράζεται στο ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν τίθεται πραγματικός κίνδυνος για τους Εφεσείοντες κατά την επιστροφή τους στην Αίγυπτο να υποστούν πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη γενική εικόνα της προόδου που παρουσιάζει η Αίγυπτος, παραγνωρίζοντας γεγονότα, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε. Ο τέταρτος λόγος Έφεσης εστιάζει στην εσφαλμένη, κατά τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων, αποδοχή ως ορθής και ως προϊόν δέουσας έρευνας και μη πλάνης περί τα πράγματα της θέσης του λειτουργού των καθ’ ων η Αίτηση ήτοι ότι, οι Αιτητές μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα τους και δεν συντρέχουν λόγοι κινδύνων για πιθανή δίωξη και/ή πραγματικό κίνδυνο, αντί (και πάλιν) το Πρωτόδικο Δικαστήριο να βασιστεί στα γεγονότα που αναφέρονται στην μετέπειτα «αιτιολογία» του λόγου Έφεσης. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο Έφεσης, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι, εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Αιτητές δεν κατέδειξαν ότι έχουν γνήσιο αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας και/ή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα και/ή λανθασμένα, παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ήδη αποδεχτεί τα γεγονότα που παρουσίασαν οι Εφεσείοντες στην αίτηση τους.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη και παρά το ότι, η καταγραμμένη ως «αιτιολογία» στους λόγους Εφέσεως, από μόνη της ιδωμένη, όντως υπολείπεται σοβαρά των νομολογιακών επιταγών επί του θέματος, αλλά και του νοήματος και σκοπού του Κανονισμού 41.2 (4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αποφασίσαμε όπως εξετάσουμε τους ανωτέρω δικογραφημένους ισχυρισμούς στο βαθμό που το ζητούμενο καθίσταται επαρκώς ευκρινές και εξαντλώντας κάθε δυνατή επιείκεια, έχοντας υπόψη τους Κανονισμούς 1.2 και 1.3 των προαναφερόμενων Κανονισμών. Αυτό, ωστόσο, με τον περιορισμό ότι, όσα αναφέρονται μετέπειτα στο περίγραμμα αγόρευσης για τους Εφεσείοντες (επί το πλείστον επαναλαμβανόμενα ξεχωριστά για έκαστο λόγο Έφεσης), ως ορθά επισημαίνει και η Εφεσίβλητη, στο βαθμό που δεν εναρμονίζονται και κινούνται στο πλαίσιο των λόγων Έφεσης, αλλά προσθέτουν σε αυτούς, δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη και να εξεταστούν. Υπενθυμίζουμε, συναφώς, ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία επί του θέματος η ανάπλαση ή διεύρυνση λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του μέσω του περιγράμματος αγόρευσης είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη και απορριπτέα (απόφαση ημερομηνίας 14.1.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.20/2023 OKORO ν. Δημοκρατίας).
Εξετάζοντας, λοιπόν, σωρευτικά τους εγειρόμενους ισχυρισμούς, ενόψει του ότι στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων πλείστα εκ των επιχειρημάτων είναι επαναλαμβανόμενα σε έκαστο λόγο Έφεσης, καταλήγουμε ότι, ουδείς εξ αυτών ευσταθεί. Εξηγούμε:
Παρά τα όσα διατείνεται η πλευρά των Εφεσειόντων, η εξέταση των περιστάσεων που διέπουν την παρούσα περίπτωση, όπως και η αξιολόγηση κινδύνου ήταν επαρκώς εξατομικευμένες και διάχυτες στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, τόσο κατά την εξέταση της νομιμότητας της επίδικης διοικητικής απόφασης (βλ. σελ. 5 έως 16 της απόφασης), όσο και στην εξέταση και λήψη απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης (βλ. σελ.16 έως 20 της απόφασης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως αποδέχθηκε, ως εξάλλου είχε πράξει και η Εφεσίβλητη κατά τη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης, τρεις εκ των τεσσάρων ισχυρισμών των Εφεσειόντων (είναι αυτοί που αναφέρονται στην «αιτιολογία» των λόγων Εφέσεως), εκτός του ισχυρισμού του 1. Εφεσείοντα σε σχέση με απειλές και εκφοβισμό του σε σχέση με το κατάστημα του. Ανέφερε, σχετικά με τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο,
«Σχετικά με το τέταρτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, ο λειτουργός έκρινε ότι τόσο ο Αιτητής, όσο και η σύζυγός του αναφέρθηκαν γενικά σε απειλές και εκφοβισμό που υφίστατο ο Αιτητής λόγω του καταστήματός του, χωρίς συγκεκριμένες και λεπτομερείς αναφορές σε περιστατικά. Επίσης, λόγω του ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι ουδέποτε έλαβε άμεσες απειλές, ο λειτουργός δεν έκανε αποδεκτό τον εν λόγω ισχυρισμό. Ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε γενικά σε περιστατικά κατά τα οποία έπαιρναν προϊόντα από το κατάστημά του χωρίς να πληρώσουν και ότι δεν προέβη σε καταγγελίες για να αποφύγει πιθανά προβλήματα. Βάσει έρευνας στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός, διαπιστώθηκε ότι τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός και η σοβαρότητα των βίαιων περιστατικών που στοχοποιούν τους Χριστιανούς-Κόπτες έχει μειωθεί σημαντικά (ερυθρά 170-168 του διοικητικού φακέλου) [.]»
καταλήγοντας (αφού παρέθεσε αναλυτικά και όλα όσα ανέφεραν οι Εφεσείοντες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και τις επιμέρους κρίσεις της Εφεσίβλητης) ότι,
«Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε τόσο στον Αιτητή, όσο και στη σύζυγό του επαρκής αριθμός ερωτήσεων και τους δόθηκε η ευκαιρία να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους και να αναπτύξουν και να τεκμηριώσουν το αίτημά τους, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής τους ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να τους παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις δε, που έδωσαν, αξιολογήθηκαν από αρμόδιο λειτουργό σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής τους και διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που εγκατέλειψαν τη χώρα τους και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτή δεν στοιχειοθετούν φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη. Τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που προέβαλαν τόσο ο Αιτητής, όσο και η σύζυγός του κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών τους, καθώς και σε πηγές πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής τους προς υποστήριξη της νομικής ανάλυσης.
Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή και της οικογένειάς του. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής και η σύζυγός του, όπως αναλύεται ανωτέρω.
Πέραν των ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, οι Αιτητές μέσω της συνηγόρου τους δεν ανέφεραν ενώπιον μου οποιονδήποτε λόγο που να καταδεικνύει ότι έχουν γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας ή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα και/ή λανθασμένα. Η συνήγορος των Αιτητών αναφέρθηκε γενικά σε δίωξη από Μουσουλμάνους, χωρίς να εξειδικεύει και να στοιχειοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό. Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου).»
Αντιπαραβάλαμε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης με τα αναφερόμενα στο κείμενο της δικαστικής απόφασης. Δεν έχουμε εντοπίσει πλάνη περί τα πράγματα ή ανεπαρκή έρευνα εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Αντιθέτως, οι σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω) επαληθεύονται ως ορθές.
Από εκεί και πέρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προχώρησε στην εξέταση της ουσίας του αιτήματος των Εφεσειόντων, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος, κατά πόσο ο κίνδυνος, τον οποίο επικαλούνται οι Εφεσείοντες αν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, είναι μελλοντοστραφής. Ανέφερε, σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ακόλουθα:
« Κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο ζήτησε από τη συνήγορο των Αιτητών να τοποθετηθεί ως προς το κατά πόσο ο φόβος δίωξής τους είναι μελλοντοστραφής και η συνήγορος των Αιτητών ανέφερε ότι οι Αιτητές της παρουσίασαν στοιχεία από μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι υπάρχει δίωξη των Χριστιανών στην Αίγυπτο. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως ο Αιτητής είναι κωφός και επειδή συντηρεί την οικογένειά του, πιθανόν να μην έχει τη δυνατότητα εάν επιστρέψει στη χώρα του να εργαστεί. Η δε συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της αγόρευσης και επεσήμανε πως δεν υφίσταται μελλοντοστραφής κίνδυνος για τους Αιτητές, καθότι αυτός αξιολογήθηκε, τόσο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς τους, όσο και με έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συμπλήρωσε πως η Αίγυπτος κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες και πως οι Αιτητές μπορούν να αποταθούν στις αρχές της χώρας για περιστατικά βίας ή διακρίσεων.
[.]
Παρά το γεγονός ότι οι Αιτητές δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε στοιχείο που να στοιχειοθετεί το αίτημά τους κατά την παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη και επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τη μεταχείριση των Χριστιανών στην Αίγυπτο. Το Σύνταγμα της Αιγύπτου ορίζει το Ισλάμ ως κρατική θρησκεία και τις αρχές της Sharia ως την κύρια πηγή νομοθεσίας. Ωστόσο, το Σύνταγμα δηλώνει ότι «η ελευθερία της πίστης είναι απόλυτη» καθώς και ότι «η ελευθερία της άσκησης θρησκευτικών τελετουργιών και της δημιουργίας χώρων λατρείας για τους οπαδούς των θείων [αβρααμικών] θρησκειών είναι δικαίωμα που ρυθμίζεται από το νόμο». Το Σύνταγμα δηλώνει επίσης ότι οι πολίτες «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω θρησκείας και καθιστά έγκλημα την «υποκίνηση σε μίσος» με βάση «θρησκεία, πεποιθήσεις, φύλο, καταγωγή, φυλή ή οποιονδήποτε άλλο λόγο». Το Σύνταγμα απαγορεύει την πολιτική δραστηριότητα ή το σχηματισμό πολιτικών κομμάτων με βάση τη θρησκεία. Επιπρόσθετα, στις διατάξεις του αναγράφεται ότι «καμία πολιτική δραστηριότητα δεν επιτρέπεται να ασκείται ή να σχηματίζονται πολιτικά κόμματα με βάση τη θρησκεία ή [επιτρέπονται] διακρίσεις βάσει φύλου, καταγωγής, αίρεσης ή γεωγραφικής θέσης».
Η κυβέρνηση της χώρας αναγνωρίζει ως επίσημες θρησκείες το σουνιτικό Ισλάμ, τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό και επιτρέπει μόνο στους οπαδούς τους όπως ορίζονται από την κυβέρνηση να ασκούν δημόσια τη θρησκεία τους και να χτίζουν μέρη λατρείας.[1] Εντούτοις, οι θρησκευτικές μειονότητες και οι άθεοι έχουν αντιμετωπίσει διώξεις και βία, με τους Κόπτες Χριστιανούς να έχουν υποστεί πολλές περιπτώσεις αναγκαστικού εκτοπισμού, σωματικών επιθέσεων, επιθέσεων με βόμβες και εμπρησμούς και παρεμπόδισης της ανέγερσης εκκλησιών τα τελευταία χρόνια.[2]
Με βάση την πιο πρόσφατη έκθεση, η οποία καλύπτει τα γεγονότα του 2022, η κυβέρνηση κάλεσε, δίκασε και καταδίκασε αρκετά άτομα, συμπεριλαμβανομένων μουσουλμάνων, χριστιανών και άθεων συγγραφέων, δημιουργών περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδιωτών, για ενέργειες που θεωρήθηκαν προσβλητικές για το Ισλάμ ή τον Χριστιανισμό. Αναφέρεται επίσης ότι οι αρχές άφησαν ελεύθερους τον Κόπτη ερευνητή και ακτιβιστή Ramy Kamel, που κρατείτο από το 2019 για βλασφημία, και τον κορανιστή Reda Abdel Rahman, που κρατείτο από το 2020 με κατηγορίες, μεταξύ άλλων για συμμετοχή στο ISIS. Δικαστήριο απελευθέρωσε μια γυναίκα που κρατούνταν επί πέντε μήνες αφού κατήγγειλε ότι συνάδελφοί της της είχαν επιτεθεί επειδή δεν φορούσε χιτζάμπ. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Middle East Monitor ανέφερε ότι τον Απρίλιο, οι αρχές της Αιγύπτου απελευθέρωσαν εννέα Κόπτες που είχαν συλληφθεί στις 30 Ιανουαρίου μετά από ειρηνική διαμαρτυρία στο Σαμαλούτ της επαρχίας Μίνια.
Η κυβέρνηση συνέχισε τη διαδικασία καταγραφής των μη αδειοδοτημένων εκκλησιών που είχαν κτιστεί πριν από το 2017, νομιμοποιώντας το καθεστώς 125 τέτοιων εκκλησιών κατά τη διάρκεια του έτους. Μετά από μια πυρκαγιά που ξέσπασε κατά λάθος σε εκκλησία της Γκίζας, η οποία προκάλεσε τον θάνατο 41 πιστών τον Αύγουστο, οι ηγέτες των εκκλησιών επέκριναν τους κυβερνητικούς περιορισμούς στην ανακαίνιση ή την κατασκευή εκκλησιών και την ανεπαρκή κυβερνητική ετοιμότητα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) Coptic Solidarity δήλωσε ότι υπάρχει "γυάλινο οροφή 2%" για τους Κόπτες σε θέσεις στο δικαστικό, στρατιωτικό, αστυνομικό και διπλωματικό σώμα, καθώς και περιορισμοί στη συμμετοχή τους στις ανώτερες βαθμίδες άλλων κυβερνητικών θέσεων. Στις 8 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος Σίσι εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διόρισε τον δικαστή, Boulos Fahmy Iskandar Boulos, ο οποίος είναι Χριστιανός-Κόπτης, επικεφαλής του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και είναι ο πρώτος χριστιανός που διορίστηκε με αυτόν τον τρόπο.
Τρομοκρατικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους-Χερσόνησος του Σινά (ISIS-SP), συνέχισαν τις σποραδικές επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών, πολιτικών στόχων και στόχων ασφαλείας στο κυβερνείο του Βόρειου Σινά. Τον Αύγουστο, τρομοκρατικές ομάδες σκότωσαν τουλάχιστον δύο άμαχους Κόπτες στο Σινά, σύμφωνα με πληροφορίες με βάση τη θρησκευτική τους ταυτότητα. Κατά τη διάρκεια του έτους υπήρξαν αναφορές για μουσουλμάνους που σκότωσαν και τραυμάτισαν Κόπτες λόγω της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Οι κοπτικές κοινότητες συνέχισαν να αναφέρουν περιστατικά εξαφάνισης γυναικών μελών της κοινότητας που, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οικογένειες δήλωσαν ότι σχετίζονταν με απαγωγές ή εξαναγκαστική μεταστροφή στο Ισλάμ.[3]
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, παρατηρείται πως η Χριστιανική κοινότητα της Αιγύπτου αντιμετωπίζει ορισμένες διακρίσεις από τις κρατικές αρχές, διοικητικού κυρίως χαρακτήρα. Επιπλέον, Χριστιανοί έχουν αποτελέσει στόχο επιθέσεων με θρησκευτικά κίνητρα, ωστόσο διαφαίνεται ότι σε αρκετές περιστάσεις οι αρχές της χώρας ενήργησαν συλλαμβάνοντας και καταδικάζοντας τους δράστες. Εντούτοις και παρά τα μεμονωμένα περιστατικά τα οποία υπόκεινται Χριστιανοί στην Αίγυπτο, δεν προκύπτει ότι έχουν τέτοια φύση και ένταση ούτως ώστε να θεωρείται ότι απλώς και μόνο η Χριστιανική ταυτότητα ενός ατόμου αρκεί ώστε να στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης, για τον οποίο πρέπει να αποδειχθεί υψηλό επίπεδο κινδύνου. Όπως ορθά επεσήμανε και ο αρμόδιος λειτουργός, από το 2016 έως και το 2018, ο Αιτητής και η οικογένειά του δεν αντιμετώπισαν οποιοδήποτε προσωπικό πρόβλημα κατά την παραμονή τους στην Αίγυπτο.
Υπόψιν πρέπει να ληφθούν ακόμη περαιτέρω παράμετροι, όπως η ενδεχόμενη πολιτική και ακτιβιστική δράση του Αιτητή, καθώς με βάση τις παρατεθείσες πληροφορίες άτομα με αυξημένη ορατότητα λόγω του προφίλ τους φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους. Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής και η οικογένειά του είναι άτομα χαμηλού προφίλ και δε φαίνεται να έχουν κάποιο από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά που απαιτούνται έτσι ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσον υπάρχει εύλογη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω του ότι είναι Χριστιανοί.
Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές τους περιστάσεις δεν προκύπτει ότι οι Αιτητές διατρέχουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω θρησκείας, κατά την έννοια του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης και στο αντίστοιχο 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε πιθανολογείται ευλόγως, ότι διατρέχουν, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής τους, πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθούν ή να υποβληθούν σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά το άρθρο 3Β του Περί Προσφύγων Νόμου, Επιπλέον, ούτε η βλάβη που επικαλείται ο Αιτητής (ήτοι γενικές απειλές από Μουσουλμάνους λόγω του καταστήματος που έχει) είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή, ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει προβλήματα ακοής και πιθανόν να επηρεάσει την ικανότητά του για εργασία, όπως ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε κατά τη συνέντευξή του, έχει λάβει ήδη ιατρική περίθαλψη και διαθέτει ακουστικά, γεγονός το οποίο καθιστά τον ισχυρισμό της συνηγόρου του αβάσιμο.
Ως εκ τούτου απορρίπτεται ο ισχυρισμός της συνηγόρου των Αιτητών ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, αφού στην παρούσα υπόθεση διαφαίνεται, ως ανωτέρω αναλύθηκε, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή και της συζύγου του εξετάστηκαν ενδελεχώς και σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Προσφύγων Νόμο, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ η αιτιολογία φαίνεται καθαρά στο κείμενο της απόφασης που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή (βλ. Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, θεωρώ πως οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό τους πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Πέραν των όσων ανέφερα πιο πάνω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή και της οικογένειάς του, η Αίγυπτος, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 166/2023).»
Κρίνουμε ότι η πιο πάνω εξέταση και διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την επίκαιρη κατάσταση στην Αίγυπτο, σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις των Εφεσειόντων, ήταν η δέουσα, εμπεριστατωμένη, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα, εύλογα επιτρεπτή με βάση τις πηγές πληροφόρησης στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς ανέτρεξε και, εν πάση περιπτώσει, δεόντως αιτιολογημένη. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε, κατέληξε στην απόρριψη της προσφυγής των Εφεσειόντων.
Τέλος, είναι σαφές από τις ενώπιον μας θέσεις των Εφεσειόντων ότι, αυτοί εστιάζουν ιδιαίτερα στα γεγονότα που έγιναν αποδεκτά τόσο από την Εφεσίβλητη, όσο και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και τα οποία, κατά την αντίληψη τους, όφειλαν να υπερισχύσουν ως υποδεικνύοντα την ύπαρξη κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους. Ωστόσο, αυτά τα γεγονότα, ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, όσο και από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λήφθηκαν υπόψη, συνυπολογίστηκαν και σταθμίστηκαν μαζί με τα υπόλοιπα δεδομένα. Η στάθμιση αυτή δεν δύναται να αναψηλαφείται από το Εφετείο (εκτός, ίσως, σε περίπτωση ακραία αυθαίρετων συμπερασμάτων, που δεν είναι η υπό εξέταση περίπτωση), υπό τον ισχυρισμό περί πλάνης περί τα πράγματα ή έλλειψη δέουσας έρευνας, αν δηλαδή λήφθηκαν όλα όσα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και δεν υφίσταται οποιαδήποτε πλάνη περί της ορθότητας αυτών. Αυτή η στάθμιση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί έκφραση της ουσιαστικής αξιολογικής κρίσης του, η οποία, σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, δεν ελέγχεται, παρά μόνο ως προς τη νομιμότητα της. Υπενθυμίζουμε ότι, το Εφετείο δεν συνιστά δικαστήριο ελέγχου ουσίας της διοικητικής ή της πρωτόδικης απόφασης (βλ. απόφαση ημερομηνίας 29.11.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 Εjikeme ν. Δημοκρατίας) αλλά μόνο νομιμότητας (βλ. και Άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018, Ν.73(Ι)/2018).
Για όλους τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως ευσταθεί. Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 ευρώ υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων. Η πρωτόδικη δικαστική κρίση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο