ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ κ.α. v. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 265/2019, 31/3/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ κ.α. v. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 265/2019, 31/3/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 265/2019)

 

31 Μαρτίου, 2025


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΥ 

Εφεσείοντες /Εναγόμενοι

και

CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες



-----------------------------

 

Έλενα Ιωάννου Χαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες.

Κωνσταντία Αρκάδη για Μάριος Χαρτσιώτης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

-----------------------------

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 2‑εφεσειόντων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για συγκεκριμένα ποσά πλέον τόκους, πλέον ποσό ως καθυστερημένα ενοίκια πλέον τόκους και δικηγορικά έξοδα. Έχει εκδοθεί επίσης από το Δικαστήριο διάταγμα πώλησης οχήματος με δημόσιο πλειστηριασμό. Η αγωγή των εναγόντων‑εφεσίβλητων αφορούσε αξίωση στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς εναντίον του εναγόμενου 1‑εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα 2 ως εγγυητή.

 

Οι εφεσείοντες με την Υπεράσπιση τους ήγειραν ισχυρισμούς για εικονική σύμβαση ενοικιαγοράς, παραδεχόμενοι όμως ότι υπέγραψαν τα έγγραφα ενοικιαγοράς και τη σχετική εγγύηση. Επειδή όμως το αντικείμενο της σύμβασης ενοικιαγοράς ήταν παράνομο, ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν καμία σχέση με το όχημα που αφορούσε η συμφωνία ενοικιαγοράς, και ότι στην πραγματικότητα τα έγγραφα που υπέγραψαν αφορούσαν τραπεζικές διευκολύνσεις σε τρεχούμενο λογαριασμό τρίτου προσώπου τον οποίο εγγυήθηκαν. Αρχικά οι εφεσείοντες είχαν εγείρει Ανταπαίτηση με την οποία αξίωναν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική και εξ' υπαρχής άκυρη και την απόρριψη της αγωγής στη βάση αυτή, την οποία όμως απέσυραν κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με 6 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται σε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, αφού προχώρησε στην έκδοση της απόφασης χωρίς να εξετάσει και να αποφασίσει για το κατά πόσο η συμφωνία εγγύησης ήταν έγκυρη συμφωνία με δεδομένη τη θέση της Υπεράσπισης ότι οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας εγγύησης. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Υπεράσπιση του εφεσείοντα 2 ότι ουδέποτε υπέγραψε την επίδικη συμφωνία εγγύησης, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως στερούμενη κάθε ερείσματος. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, πριν την έκδοση της τελικής εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση τροποποίησης που υπεβλήθη από πλευράς εφεσειόντων. Ισχυρίζονται σχετικά ότι η εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη και αναιτιολόγητη. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά θέση των εφεσειόντων ότι δεν απεδείχθη ο νόμιμος τερματισμός της επίδικης συμφωνίας και ειδικότερα αφορά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την αποστολή επιστολής τερματισμού σε συγκεκριμένη διεύθυνση για τον εφεσείοντα 1 και στη διεύθυνση του εφεσείοντα 2, οι εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν δεόντως για τον τερματισμό της συμφωνίας, το οποίο, εισηγούνται ότι είναι εσφαλμένο, αυθαίρετο και αντίθετο με την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 ως αναξιόπιστη και να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως πλήρως αξιόπιστη. Τέλος με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται λακωνικά η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως και επαρκώς την απόφαση του.

 

Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία δόθηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες για την πλευρά των εναγόντων, ενώ μαρτυρία προς υποστήριξη των θέσεων της υπεράσπισης έδωσε μόνο ο εφεσείοντας 1. Κατατέθηκαν σχετικά διάφορα Τεκμήρια, μεταξύ των οποίων η πρωτότυπη συμφωνία ενοικιαγοράς, το πρωτότυπο τιμολόγιο αγοράς του επίδικου οχήματος και επιστολές οι οποίες παρουσιάζονται να αποστέλλονται στους εφεσείοντες 1 και 2 σε ξεχωριστές διευθύνσεις. Ο Μ.Ε.1 ήταν ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ανάκτησης Χρεών των εφεσίβλητων, o οποίος εκτός από την κατάθεση διαφόρων Τεκμηρίων στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα Τεκμήρια στα οποία έγινε αναφορά ανωτέρω, εξήγησε τον επίδικο λογαριασμό και τις διάφορες χρεοπιστώσεις που γίνονταν στα πλαίσια της επίδικης συμφωνίας, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το επίδικο όχημα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, μεταβιβάστηκε επ' ονόματι του εφεσείοντα 1 και αναφέρθηκε και στις επιστολές που αποστάλθηκαν στους εφεσείοντες 1 και 2, τόσο προειδοποίησης όσο και τερματισμού της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Ο δεύτερος μάρτυρας που έδωσε μαρτυρία για τους εφεσίβλητους, ήταν επίσης Λειτουργός στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών των εφεσίβλητων. Ήταν υπεύθυνος χειρισμού της υπόθεσης, o οποίος περιορίστηκε απλά να καταθέσει το πρωτότυπο της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς και δεν έτυχε ουσιαστικής αντεξέτασης.

 

Ο εφεσείοντας 1 ήταν ο μοναδικός μάρτυρας εκ πλευράς υπεράσπισης ο οποίος περιορίστηκε να αναφέρει ότι κατά την ημερομηνία που οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι απέστειλαν τις επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού στη διεύθυνση του, ως αυτή αναφέρεται στην επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, αυτός διέμενε σε άλλη οδό και όχι στην οδό στην οποία αποστάλθηκαν οι εν λόγω επιστολές, τις οποίες ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε ποτέ και ότι ενημερώθηκε για την ύπαρξη της παρούσας αγωγής εναντίον του από τον εφεσείοντα 2 μετά που η αγωγή είχε επιδοθεί στον ίδιο. Ήταν η θέση του επίσης ότι ουδέποτε ειδοποίησε τους εφεσίβλητους ότι είχε αλλάξει διεύθυνση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ορθά τις αμφισβητήσεις της υπεράσπισης και αποφάσισε επί αυτών, αφού προηγουμένως προχώρησε με βάση τις αρχές της νομολογίας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων που έδωσαν δια ζώσης μαρτυρία, αντιπαραβάλλοντας τις με την έγγραφη μαρτυρία, και στην κατάληξη συγκεκριμένων συμπερασμάτων.

 

Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης ότι (α) η επίδικη συμφωνία εγγύησης του εφεσείοντα 2 δεν ήταν ενσωματωμένη στην επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, (β) ότι ο εφεσείοντας 2 ουδέποτε υπέγραψε την επίδικη συμφωνία εγγύησης, αλλά τα τραπεζικά έγγραφα που υπέγραψε αφορούσαν τη δανειοδότηση κάποιου τρίτου ατόμου, και (γ) την αποτυχία απόδειξης αποστολής των επιστολών προειδοποίησης και τερματισμού της συμφωνίας εκ πλευράς εφεσίβλητων.

 

Αξιολογώντας και αποδεχόμενο ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 την οποία απέρριψε ως αναξιόπιστη, το πρωτόδικο Δικαστήριο με δεδομένο ότι δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα και η ακρίβεια του περιεχόμενου των καταστάσεων του επίδικου λογαριασμού που κατέθεσε ο Μ.Ε.1, προχώρησε και έκδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης και θα ξεκινήσουμε από τον πέμπτο λόγο έφεσης που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσείοντα 1 και Μ.Ε.1 στη βάση της οποίας προέκυψαν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε αρχικά τη γενική θέση περί του πεδίου επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα και αξιολόγηση πρωτόδικων δικαστηρίων. Προς τούτο, παραπέμπουμε στη σχετική πρόσφατη απόφαση μας όπου έχουμε επαναλάβει τις πάγιες αρχές της νομολογίας σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως την έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024


«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

   Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

   Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς και των δύο πλευρών, αλλά και τη μαρτυρία που δόθηκε από τους δύο μάρτυρες για τους εφεσίβλητους και τον εφεσείοντα 1, αποφάσισε να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 ως αναξιόπιστη και στηρίζει την απόφαση του αυτή και τη δικαιολογεί με συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας, τα οποία αντιπαραβάλλει και με τις δικογραφημένες θέσεις των πλευρών, αλλά και με τα διάφορα τεκμήρια που έχουν τεθεί ενώπιον του. Παρόλο που δεν υπάρχει αναφορά στις αρχές της νομολογίας οι οποίες αφορούν την αξιολόγηση μαρτύρων, παρατηρούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πλήρως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη ως προς το γιατί προτίμησε να αποδεχθεί τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσίβλητων έναντι εκείνης του εφεσείοντα 1.

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει ότι η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων 1 και 2 ήταν πολύ απλή, ότι δηλαδή η σύμβαση ήταν «εικονική εφόσον αφορούσε τη δανειοδότηση τρίτου προσώπου». Ήταν επίσης βασικός ισχυρισμός των εφεσειόντων 1 και 2 ότι το αντικείμενο, δηλαδή το αυτοκίνητο, ήταν ανύπαρκτο, ενώ σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείοντας 2 ουδέποτε παρουσιάστηκε ως μάρτυρας για να στηρίξει τους δικούς του ισχυρισμούς αναφορικά με την εγκυρότητα της υπογραφής της σύμβασης εγγύησης. Επίσης, σε ό,τι αφορά το θέμα τερματισμού, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι η θέση ότι δεν παραλήφθηκαν οι επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού αφορούν μόνο τον εφεσείοντα 1, ενώ παρόμοια θέση δεν προωθήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα 2.

 

Αναφέρουμε ότι ο πέμπτος λόγος έφεσης, όπως προβάλλεται από πλευράς εφεσειόντων, και εξειδικεύεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 5, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τα όσα αναφέρονται ως αιτιολογία στον πέμπτο λόγο έφεσης, αλλά και στην αγόρευση του συνηγόρου για τους εφεσείοντες 1 και 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει όλη τη μαρτυρία του μάρτυρα επί της οποίας στηρίζεται για να καταλήξει στην αξιολόγηση του, έλαβε υπόψη του ότι ο Μ.Ε.1 δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά ορθά αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες 1 και 2 έχουν λάθος να θεωρούν τη μαρτυρία του ανεπαρκή λόγω του ότι δεν είχε καμία ουσιαστική γνώση για την υπόθεση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι καίρια κάθετος με την εμπεριστατωμένη απόφαση του Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων 1 δεν επέδειξε σταθερότητα στους ισχυρισμούς του, αλλά μετέβαλλε την εκδοχή του κατά το δοκούν, δεν είναι εσφαλμένη. Αντίθετα, υποστηρίζεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία και είναι ορθή επίσης η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι άλλη θέση προβλήθηκε στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του και άλλα ισχυρίστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης επομένως στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αμφισβητεί την έκδοση απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 επειδή κατά τον ισχυρισμό τους δεν εξέτασε και ούτε προέβηκε σε εύρημα για το αν η συμφωνία εγγύησης ήταν έγκυρη. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε, είναι ότι δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός σε σχέση με την εγκυρότητα της συμφωνίας εγγύησης λόγω απουσίας ημερομηνίας και απουσίας του αριθμού της στη συμφωνία εγγύησης που υπογράφτηκε από τον εφεσείοντα 2, όπως ήταν η θέση των εφεσειόντων 1 και 2 που προωθήθηκε κατά την ακρόαση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 8 και 9 της απόφασης του, εξέτασε το ζήτημα εγκυρότητας της συμφωνίας εγγύησης και κατέληξε ότι ήταν έγκυρη, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων 1 και 2.

 

Επαναλαμβάνουμε ότι οι ισχυρισμοί οι οποίοι προωθήθηκαν από τους εφεσείοντες 1 και 2 κατά την ακρόαση, ήταν εκτός δικογράφων και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τους έλαβε υπόψη. Όπως έχει αναφερθεί από πολλά χρόνια πριν στη νομολογία, «η δίκη δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τρένο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής... ».

 

Παραπέμπουμε σχετικά στις υποθέσεις Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134 και Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, σελ. 28‑29.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά στηρίχτηκε στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν από πλευράς εφεσίβλητων και τα ενώπιον του τεκμήρια, του επέτρεπαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία εγγύησης αποτελεί μέρος του ενιαίου εγγράφου που σχετίζεται και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμφωνία ενοικιαγοράς, που βρίσκεται στο διπλανό μέρος.  Σχολίασε το γεγονός ότι ο εφεσείοντας 2 ουδέποτε παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να προωθήσει τον ισχυρισμό του ότι η συμφωνία που ισχυρίζεται ότι υπέγραψε αφορούσε τραπεζικές διευκολύνσεις για τρίτο πρόσωπο και όχι συμφωνία ενοικιαγοράς που αφορά τον εφεσείοντα 1. Παραπέμπουμε σχετικά σε νομολογία που αναφέρει ότι δεν υπάρχει υποχρέωση της τράπεζας να παρουσιάσει ως μάρτυρα την υπάλληλο που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ρώσσου v. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 448/2012, ημερ.17.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:A543 και Αττεσλή Στέφανη και Άλλη v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 2222

Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχαν όλα τα έγγραφα που επέτρεπαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να οδηγηθεί στην έκδοση απόφασης προς όφελος των εφεσίβλητων και δεν υπήρχε ισχυρή αντικρουόμενη μαρτυρία από πλευράς των εφεσειόντων 1 και 2. Ειδικότερα, είχε κατατεθεί το πρωτότυπο αντίγραφο της συμφωνίας ενοικιαγοράς με ενσωματωμένη την εγγύηση του εφεσείοντα 1, το σχετικό τιμολόγιο αναφορικά με το όχημα που αφορούσε το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, το πιστοποιητικό εγγραφής του εν λόγω οχήματος που είχε εκδοθεί από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών επ' ονόματι του εφεσείοντα 1, με κυριότητα στο όνομα των εφεσίβλητων, όπως και αντίγραφα του σχετικού λογαριασμού με δέσμη εγγράφων χρεοπιστωτικών πράξεων αναφορικά με πιστώσεις που κατέβαλε σε διάφορες ημερομηνίες ο εφεσείων 1 και όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, αυτά τα έγγραφα δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης συνεπώς στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση ότι ο εφεσείων 2 ουδέποτε υπέγραψε την επίδικη συμφωνία εγγύησης δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως στερούμενη κάθε ερείσματος, είναι λανθασμένη. Επαναλαμβάνουμε ότι ουδέποτε υπήρχε δικογραφημένη θέση ότι ο εφεσείοντας 2 δεν υπέγραψε την επίδικη συμφωνία εγγύησης. Επίσης, δεν δικογραφήθηκε η θέση που προωθήθηκε από τους εφεσείοντες ότι η συμφωνία εγγύησης δεν ήταν δεόντως συμπληρωμένη. Το τι είχαν δικογραφήσει οι εφεσείοντες 1 και 2 στην Υπεράσπιση τους, ήταν η εικονικότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς και η ανυπαρξία του αντικειμένου της, θέσεις που όπως έχει ήδη αναφερθεί έχουν απορριφθεί, ορθά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι εφεσείοντες 1 και 2, ορθά σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση του ότι η υποχρέωση απόδειξης της υπογραφής παραμένει στους ώμους των εφεσίβλητων. Περαιτέρω, ορθά, υποδεικνύει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικόγραφο της Υπεράσπισης δεν προέβαλε έναν απλό ισχυρισμό περί άρνησης υπογραφής, αλλά έναν εξειδικευμένο ισχυρισμό που σίγουρα έχριζε προώθησης από πλευράς των εφεσειόντων 1 και 2.

Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει το γεγονός ότι ο εφεσείων 2 ουδέποτε παρουσιάστηκε για να προωθήσει τον ισχυρισμό του ότι η συμφωνία που εκείνος ισχυρίζεται ότι υπέγραψε τον έφερε να δεσμεύεται ως εγγυητής τρίτου προσώπου και όχι του εφεσείοντα 1. Η αρχή της νομολογίας παραμένει, ότι είναι αναγκαία η θετική μαρτυρία του διαδίκου o οποίος προβαίνει σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς στο δικόγραφο του και ότι σε περίπτωση που η τράπεζα ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση, εκτός αν η υπόθεση της ανατρέπεται  από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου, Πολ. Έφ. Αρ. 335/20019. 17/10/2014, Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (ανωτέρω), Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ ν. Ανδρέα Παναγιώτου (Πολ. Έφ. Αρ. 398/2011 ημερ. 12/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A71, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου (ανωτέρω), αλλά και οι παλαιότερες υποθέσεις Παπαγεωργίου Θωμάς κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 961 και Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. ΕΤ  v. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 AAΔ 843, όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι είναι αναγκαία η θετική μαρτυρία του διαδίκου ο οποίος προβαίνει σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς στα δικόγραφα. 

 

Ενόψει των ανωτέρω, και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, μετά που έκλεισε η υπόθεση για τους εφεσίβλητους και δόθηκε η ημερομηνία για να προσκομιστεί μαρτυρία εκ πλευράς των εφεσειόντων 1 και 2, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση τροποποίησης της Υπεράσπισης τους και συγκεκριμένα την αντικατάσταση 4 υφιστάμενων παραγράφων με 4 νέες παραγράφους. Η ουσία της αίτησης ως εμφαίνετο στην ένορκη δήλωση που στήριζε την αίτηση, είναι για να καταστεί ξεκάθαρο στην Υπεράσπιση τους η θέση ότι ο εφεσείων 2 ουδέποτε υπέγραψε την επίδικη συμφωνία. Αναφέρεται δε, ότι η ανάγκη για την τροποποίηση προέκυψε όταν οι εφεσίβλητοι έλαβαν για πρώτη φορά γνώση περί της επίδικης συμφωνίας. Όμως, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην ενδιάμεση απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αίτηση τροποποίησης, «μεταξύ των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στις προστιθέμενες παραγράφους περιέχεται και ο νέος ισχυρισμός ότι, αν ακόμη φανεί ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς είναι έγκυρη, ο εναγόμενος 1 θα πρέπει να απαλλαγεί διότι οι ενάγοντες ουδέποτε τερμάτισαν τη συμφωνία ενοικιαγοράς.»

 

Οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρίσει ένσταση στην αίτηση προβάλλοντας 22 λόγους για τους οποίους θεωρούσαν ότι το αίτημα τροποποίησης πρέπει να απορριφθεί. Κεντρικός άξονας της ένστασης ήταν ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις προωθούνταν κακόπιστα, καταχρηστικά και με αποκλειστικό σκοπό την καθυστέρηση, η διαδικασία είχε ήδη προχωρήσει και οι εφεσίβλητοι είχαν κλείσει την υπόθεση τους μετά από τη μαρτυρία δύο μαρτύρων, και η τυχόν έγκριση του αιτήματος τροποποίησης θα προκαλούσε τεράστια αδικία για αυτούς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση (extempore) με την οποία απέρριψε την αίτηση, αφού αναφέρθηκε στη σωστή νομολογία και τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, σε σχέση με αιτήσεις για τροποποίηση δικογράφων που είχαν ως νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση τροποποίησης αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου λόγου έφεσης και συγκεκριμένα προβάλλεται η θέση από πλευράς εφεσειόντων ότι είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη.

 

Παρά το ότι στο περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου των εφεσειόντων 1 και 2 δεν αναπτύσσεται αυτός ο λόγος έφεσης, θεωρούμε ορθό να τον εξετάσουμε. 

 

Απλή ανάγνωση και μόνο της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι δεν ευσταθούν οι θέσεις των εφεσειόντων 1 και 2. Η πρωτόδικη απόφαση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, βασίζεται στις σωστές νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετωπίζει την αίτηση υπογραμμίζοντας ότι το θέμα τροποποίησης ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τα αιτήματα τροποποιήσεων στις κατάλληλες υποθέσεις, νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα και τη βασική αρχή ότι κατά κανόνα παρέχεται άδεια για τροποποίηση αν αυτή είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, εκτός εάν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι υπάρχει κακοπιστία εκ πλευράς αιτητή ή ότι με την αιτούμενη τροποποίηση, αν επιτραπεί, θα επηρεαστεί η αντίθετη πλευρά σε τέτοιο βαθμό που να μην είναι δυνατή η αποζημίωση της με την καταβολή εξόδων. Παραπέμπει σχετικά σε νομολογία.

 

Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που διέπουν την τροποποίηση δικογράφων, και συγκεκριμένα το Μέρος 18 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, περιέχουν πανομοιότυπες διατάξεις με τη Δ.25 των παλαιών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και η νομολογία που δημιουργήθηκε με βάση τη Δ.25 των παλαιών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας εξακολουθεί να ισχύει και είναι καθοριστική για την ερμηνεία του Μέρους 18 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, απέρριψε την αίτηση αναφέροντας ότι οι πλείστες αιτούμενες τροποποιήσεις αφορούν ουσιαστικά σε ισχυρισμούς που ήδη προβάλλονται στην υφιστάμενη Υπεράσπιση, η ουσία των οποίων είναι ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τη συμφωνία ως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Εκτείνεται όμως με την αίτηση η άρνηση τους ότι παρέλαβαν οποτεδήποτε ενημέρωση ή επιστολή από τους ενάγοντες περιλαμβανομένης και της κατ' ισχυρισμόν επιστολής τερματισμού. Συμπληρώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι για τα προηγούμενα 7 σχεδόν χρόνια δεν θεώρησαν αναγκαίο να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία δεν τερματίστηκε νόμιμα, και επιχείρησαν να το πράξουν μετά την κατάθεση δύο μαρτύρων και μετά το κλείσιμο της υπόθεσης από τους εφεσίβλητους. Τον εν λόγω ισχυρισμό, που είναι καθαρά νομικός, μπορούσαν να το προβάλουν από την αρχή εφόσον τα γεγονότα που τον περιέβαλλαν, δηλαδή η κατ' ισχυρισμό μη παραλαβή επιστολής τερματισμού, ήταν εις γνώση τους. Δεν το έπραξαν όμως και περιορίστηκαν να προβάλουν ισχυρισμούς περί έλλειψης συμβατικής σχέσης με τους εφεσίβλητους και ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας ως εικονικής. Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αιτούμενη τροποποίηση δεν θα εξυπηρετούσε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της δικαιοσύνης, αλλά θα περιέπλεκε και θα εκτροχίαζε την ήδη εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία και αποφάσισε ότι η διακριτική του ευχέρεια, η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ, λαμβανομένου υπόψη και του σταδίου που βρισκόταν η διαδικασία, δεν μπορούσε να ασκηθεί υπέρ της αποδοχής της αίτησης.

 

Πέραν του ότι η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, κατά αντίθεση των όσων ισχυρίζονται οι εφεσείοντες 1 και 2, είναι επίσης ορθή, αποτέλεσμα της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου βασισμένη στη νομολογία.

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, αποφάσισε ότι και οι δύο εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν δεόντως για τον τερματισμό της συμφωνίας και απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα 1 περί του αντιθέτου, θεωρώντας ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ότι αποστάληκε η επιστολή τερματισμού στην οδό Ίμβρου για τον εφεσείοντα 1, ήταν σωστός τερματισμός της συμφωνίας.

 

Αυτά πραγματεύεται ο τέταρτος λόγος έφεσης και προτού αυτός εξεταστεί, αναφέρουμε εκ νέου ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης, δηλαδή ο μη τερματισμός δεόντως της συμφωνίας ενοικιαγοράς, αφού η επιστολή τερματισμού δεν στάληκε στη διεύθυνση στην οποία οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση με βάση τη συμφωνία ενοικιαγοράς, δεν περιλαμβάνεται στους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσειόντων 1 και 2 στην Υπεράσπιση τους. Και αντιλαμβανόμενοι το γεγονός αυτό, μετά το πέρας της υπόθεσης για τους εφεσίβλητους, αποτάθηκαν στο Δικαστήριο καταχωρώντας σχετική αίτηση τροποποίησης ως αναφέρεται ανωτέρω. Υπενθυμίζουμε ότι οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των εφεσειόντων 1 και 2, ως αυτοί εκτίθενται στην Υπεράσπιση τους, αφορούν την εικονικότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Στα δικόγραφα τους, και συγκεκριμένα στην παράγραφο 11 της Υπεράσπισης τους, οι εφεσείοντες προβάλλουν μία γενική άρνηση παραλαβής των επιστολών προειδοποίησης και τερματισμού που αναφέρουν οι εφεσίβλητοι στην Έκθεση Απαίτησης τους.

 

Ο εφεσείοντας 1 μέσω της δικογραφίας δεν αμφισβήτησε την αποστολή των επιστολών από τους εφεσίβλητους. Η θέση του περιορίστηκε στο ότι δεν παρέλαβε τις επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού. Η εν λόγω θέση δεν προωθήθηκε αναφορικά με τον εφεσείοντα 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του από τον Μ.Ε.1 και τον εφεσείοντα 1, αποφάσισε, αιτιολογώντας πλήρως αυτό το σκέλος της απόφασης του, να αποδεχτεί πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 για τους λόγους που αναφέρει με λεπτομέρεια στην απόφαση του. Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως προς την αποστολή των επιστολών, παρέμεινε αναλλοίωτη μετά από την αντεξέταση του.

Υπενθυμίζουμε τη γνωστή αρχή της νομολογίας ότι επιστολή η οποία απεστάλη ταχυδρομικώς στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του παραλήπτη και δεν έχει επιστραφεί, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο το οποίο απευθύνεται. Παραπέμπουμε σχετικά στις αποφάσεις Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C. L.R. 9, 18 και Χριστόδουλος Πιττάκα v. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895.

 

Πέραν τούτου, αναφορικά με το θέμα τερματισμού συμφωνίας αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός με τις προαναφερθείσες επιστολές, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής, (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503).

 

Αναφερόμαστε στη σχετικά πρόσφατη απόφαση μας ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΙΑΠΗ‑Χ"ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ), Πολιτική Έφεση Αρ. 445/2019, ημερ.12.3.2025, όπου αναφέρουμε τα εξής:

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να καταστεί ένα ποσό απαιτητό και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του, θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού (Lombard NatWest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ Πολ. Έφεση 21/2011, ημερ.4.2.2015). Ο τρόπος απόδειξης του τερματισμού δεν είναι μονοδιάστατος. Μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στα γεγονότα, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα πραγματικά (factual) στοιχεία της διαφοράς, αλλά και τα δικόγραφα, οι παραδοχές, η μη αμφισβήτηση, οι υποβληθείσες ερωτήσεις και τυχόν υποβολές (ή μη) προς τους μάρτυρες και γενικά όλα τα δεδομένα που διαμορφώνουν τη συνολική εικόνα, στην οποία θα στηριχθεί το Δικαστήριο για να προβεί σε ευρήματα και να εξαγάγει τα συμπεράσματα του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ενώ οι εφεσείοντες προβάλλουν με επίταση το θέμα της διεύθυνσης προς την οποία απεστάλησαν οι επιστολές τερματισμού, στο δικόγραφο τους και συγκεκριμένα στην παράγραφο 8 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, αρκούνται σε μια εφ' όλης της ύλης γενικόλογη άρνηση. Συγκεκριμένα λέγουν ότι «αρνούνται ότι τις εστάλη οιαδήποτε επιστολή οποιασδήποτε ημερομηνίας και/ή ότι οφείλουν τα ισχυριζόμενα και/ή οιαδήποτε ποσά και/ή ότι ειδοποιήθηκαν τις τούτο με οιονδήποτε τρόπο και/ή παρέλαβαν τις ισχυριζόμενες ημερομηνίας 08.02.2010 και 17.02.2011 επιστολές και/ή οιεσδήποτε επιστολές.»

 

Στην Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, τονίστηκαν τα εξής:

 

«Περαιτέρω, να λεχθεί ότι προκειμένου να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός περί νομότυπης αποστολής και παραλαβής των επιστολών προειδοποίησης και τερματισμού, το δικόγραφο της υπεράσπισης θα έπρεπε να ήταν πλέον επεξηγηματικό και να θέτει τους αναγκαίους ισχυρισμούς. Η γενική άρνηση ισχυρισμών δεν εξυπακούει και την προβολή θετικών ισχυρισμών (Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24), ενώ, όπως λέχθηκε και στη Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, ισχυρισμός περί μη έγκαιρης παραλαβής επιστολής θεωρείται ουσιωδέστατος και θα αναμενόταν να περιεχόταν σαφής ισχυρισμός στην έκθεση υπεράσπισης ώστε να καθίστατο επίδικο θέμα. Στην υπόθεση εκείνη ο γενικός ισχυρισμός στην υπεράσπιση ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούντο να τερματίσουν τη συμφωνία διά της επιστολής ημερ 27.2.1995 και/ή καθόλου, δεν κάλυπτε το ζήτημα της καθυστερημένης λήψης της επιστολής το οποίο δεν ήταν απλώς νομικό, αλλά ήταν θέμα γεγονότων».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τέτοια γενικόλογη άρνηση, ακολουθούμενη κατά την ακρόαση από την απουσία οποιασδήποτε υποβολής προς τη ΜΕ4 που έδωσε σχετική μαρτυρία, ότι η αναγραφείσα διεύθυνση δεν ήταν ορθή, αλλά και την απουσία προσκόμισης μαρτυρίας από πλευράς εφεσειόντων περί της μη παραλαβής των επιστολών, δεν μπορεί να αναμενόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να μη θεωρήσει ικανοποιητική την προσκομισθείσα μαρτυρία επί του ζητήματος. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση τα γεγονότα, όπως τα έχουμε προσδιορίσει ανωτέρω, ήταν πλήρως δικαιολογημένη.

 

Κλείνοντας με αυτό το θέμα, να επαναλάβουμε αυτό που πολλάκις έχει επισημανθεί και από τη Νομολογία. Ότι δηλαδή ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός με τις προαναφερθείσες επιστολές, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503).»

 

Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Παραμείνει προς εξέταση ο έκτος λόγος έφεσης, ο οποίος αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως και επαρκώς την έκδοση απόφασης και ως αιτιολογία προβάλλεται ένας συγκερασμός θέσεων που αφορά λανθασμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξη σε συγκρουόμενα και αδικαιολόγητα και αντίθετα με τη μαρτυρία, κατά τη θέση των εφεσειόντων, ευρήματα. Και πάλι στο περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου των εφεσειόντων δεν αναπτύσσεται ο εν λόγω λόγος έφεσης και λακωνικά αναφέρεται «Υιοθετούμε τα όσα αναφέρονται σε προηγούμενα σημεία των λόγων έφεσης». Είναι ο δεύτερος λόγος έφεσης που δεν προωθείται στην αγόρευση τους με τον ορθό τρόπο, χωρίς να υπάρχει σαφής θέση ότι εγκαταλείπεται.

 

Ορθά η συνήγορος των εφεσίβλητων επισημαίνει ότι με αυτό τον λόγο έφεσης, αλλά και με το περίγραμμα της αγόρευσης των εφεσειόντων, παρατίθενται γενικές τοποθετήσεις ως προς τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται τα συμπεράσματα που οι εφεσείοντες θεωρούν ότι ήταν ανεπαρκή ή λανθασμένα, ούτε δίνονται λεπτομέρειες μέσω της μαρτυρίας ή γεγονότων ώστε να εξηγούν για ποιο λόγο θεωρούν ότι τα εν λόγω συμπεράσματα ήταν ανεπαρκή ή λανθασμένα.

 

Ως η νομολογία αναφέρει, η έκταση κάθε λόγου έφεσης διέρχεται και διαπιστώνεται μέσα από την αιτιολόγηση του. Γι' αυτό και πρέπει να υπάρχει πλήρης αιτιολόγηση, και στην απουσία αιτιολόγησης ο λόγος έφεσης είναι άκυρος.

 

Παραπέμπουμε σχετικά στις αποφάσεις Τύμβιος & Άλλοι v. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615, 617‑9, «Αλήθεια» v. Κύρρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 130, 133‑4 και M/Yacht Allan v. Μπίλλι (1994) 1 Α.Α.Δ. 162, 165‑6.

 

Επομένως ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται και για τον λόγο που αναφέρεται ανωτέρω, αλλά και ως αποτέλεσμα των συμπερασμάτων του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η υπό κρίση έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της.

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €2.400 πλέον ΦΠΑ.

 

 

               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο