
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 336/2018)
31 Μαρτίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΝΗ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
και
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LTD
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
-----------------------------
Αντρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες 1 και 2.
Τόνια Κέντελη για Χρυσαφίνη & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η πρωτόδικη απόφαση του Δικαστηρίου ημερ.17.9.2018 σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της ενάγουσας/εφεσίβλητης και εναντίον των εναγομένων 1 και 2/εφεσειόντων 1 και 2 προσωπικά και αλληλέγγυα (α) για το ποσό των €3485 πλέον τόκο 8,25% από 5.2.2011 μέχρι πλήρους εξόφλησης, (β) για ποσό €22642,60 πλέον νόμιμο τόκο από 4.2.2011 μέχρι την εξόφληση και (γ) διάταγμα εναντίον του εναγομένου 1/εφεσείοντα 1 όπως παραδώσει το αντικείμενο της ενοικιαγοράς δηλαδή ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW εντός 7 ημερών από την επίδοση του διατάγματος του Δικαστηρίου προς πώληση του με δημόσιο πλειστηριασμό για ολική ή μερική εξόφληση των εξ αποφάσεων οφειλών.
Σημειώνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε εκδοθεί υπέρ της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ που ήταν η ενάγουσα στην αγωγή η οποία εν τω μεταξύ έχει μεταβιβάσει την επίδικη συμφωνία και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, μεταξύ άλλων, στην Themis Portfolio Management Holdings Ltd κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 18 του Περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου του 2015 (Ν.169(Ι)/2015) ως έχει τροποποιηθεί και δυνάμει προνοιών σχεδίου διακανονισμού που επικυρώθηκε στις 4/6/2021 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113. Συνεπεία των πιο πάνω η Themis Portfolio Management Holdings Ltd έχει αυτόματα αντικαταστήσει και/ή υποκαταστήσει από τις 8/6/2021 την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ στην παρούσα έφεση και είναι πλέον η εφεσίβλητη στην παρούσα έφεση.
Όπως προκύπτει μέσα από το φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας η απόφαση εκδόθηκε μετά από ακρόαση και αφού κατέθεσαν συνολικά τρεις μάρτυρες όλοι εκ πλευράς της εφεσίβλητης. Δεν δόθηκε καμία μαρτυρία από πλευράς των εφεσειόντων 1 και 2. Κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας των μαρτύρων που αναφέρονται πιο πάνω κατατέθηκαν επίσης διάφορα τεκμήρια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσφέρθηκε και από τους τρεις μάρτυρες για την εφεσίβλητη και αποδέχθηκε την μαρτυρία που προσφέρθηκε από αυτούς στο σύνολο της. Όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση μόνο ένας εκ των τριών μαρτύρων της εφεσίβλητης αντεξετάστηκε αναφορικά με την ουσία της μαρτυρίας του ενώ η μαρτυρία των άλλων δύο μαρτύρων δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία της.
Παρατηρεί επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του ότι οι θέσεις των εναγομένων/εφεσειόντων 1 και 2 όπως προβάλλονται με την υπεράσπιση τους είναι γενικοί και αόριστοι επισημαίνοντας ότι με βάση την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η γενική άρνηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων τα οποία δυνατόν να αποδυναμώσουν την απαίτηση παραπέμποντας σχετικά στην υπόθεση Νεόφυτος Νεοφύτου κ.ά. ν. Elma Holdings Ltd (προηγουμένως ονομαζόμενων Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Ήρα Λτδ) (2013) 1 Α.Α.Δ. 1807. Αναφέρει επίσης ότι συνεπεία της μη ουσιαστικής αμφισβήτησης της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης είναι αποδεκτό ότι το αυτοκίνητο αντικείμενο της ενοικιαγοράς σύμφωνα με το αρχείο που τηρείται στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του εφεσείοντα 1 και ότι για το εν λόγω αυτοκίνητο μέχρι και το 2015 ο τρίτος μάρτυρας διεξήγαγε στον γκαράζ του τον απαραίτητο τεχνικό έλεγχο.
Αναφέρουμε στο δικόγραφο της Υπεράσπισης των εφεσειόντων 1 και 2 υπάρχει γενική άρνηση όλων των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης. Ειδικότερα, αρνήθηκαν ότι υπέγραψαν συμφωνία ενοικιαγοράς με την εφεσίβλητη, αρνήθηκαν ότι παρέλαβαν το επίδικο αυτοκίνητο, ισχυρίστηκαν ότι το τιμολόγιο και η δήλωση παραλαβής του είναι προϊόντα πλαστογραφίας και αρνήθηκαν ότι έλαβαν οποιεσδήποτε επιστολές ή ενημέρωση από την εφεσίβλητη για τα νέα ποσοστά τόκου. Ήταν η θέση τους σε κάθε περίπτωση ότι η εφεσίβλητη προέβαινε σε παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμό.
Οι εφεσείοντες 1 και 2 αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας αρχικά πέντε λόγους έφεσης. Με το περίγραμμα αγόρευσης τους εγκαταλείπουν τον δεύτερο λόγο έφεσης και επομένως η απόφαση μας ασχολείται μόνο με τους τέσσερις λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 1, 3, 4 και 5) που έχουν προβληθεί και προωθηθεί. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή προβαίνοντας σε λανθασμένη και/ή ατελή αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας έκρινε ότι αποδείχτηκε η υπογραφή και η κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς και των επίδικων εγγυήσεων. Αντικείμενο του τρίτου λόγου έφεσης είναι το λανθασμένο συμπέρασμα, κατά τους εφεσείοντες 1 και 2, στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αδικαιολόγητα και ή συνεπεία ατελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας ότι η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε στους ώμους της και απέδειξε την υπογραφή των επίδικων εγγράφων της συμφωνίας ενοικιαγοράς και των επίδικων εγγυήσεων. Ο τέταρτος λόγος έφεσης πραγματεύεται τη λανθασμένη, κατά τους εφεσείοντες 1 και 2, εφαρμογή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της ατελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, κατάληξη ότι οι επιστολές ειδοποιήσεων και τερματισμού (Τεκμήρια 4, 5, 6 και 7 στην πρωτόδικη διαδικασία) αποστάληκαν και ελήφθησαν στα πρόσωπα τα οποία απευθύνονταν. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες 1 και 2 ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αδικαιολόγητα και/ή ως αποτέλεσμα λανθασμένης και ατελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, μετέθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους τους.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι στην ουσία όλοι οι λόγοι έφεσης αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ευρήματα του, τα συμπεράσματα του και την εφαρμογή τους στο νομικό πλαίσιο που διέπει την διαδικασία.
Κρίνουμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε τη νομολογία αναφορικά με την παρέμβαση του Εφετείου στον τρόπο αξιολόγησης μαρτυρίας και κατάληξης συμπερασμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έχει καταστεί σαφές ότι ο μοναδικός λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως την έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Από τις πιο πάνω νομικές αρχές προκύπτει η διαχρονική θέση της νομολογίας ότι επέμβαση του Εφετείου σε συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα, αν είναι ευλόγως επιτρεπτά, με βάση την ενώπιον τους μαρτυρία.
Οι πρώτος και τρίτος λόγος έφεσης μπορούν να εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Είναι η θέση των εφεσειόντων 1 και 2 ότι στην Υπεράσπιση τους αρνήθηκαν ρητά τη σύναψη και/ή κατάρτιση και/ή την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς και των εγγράφων εγγυήσεων. Ο μοναδικός μάρτυρας εκ πλευράς εφεσίβλητης που έδωσε μαρτυρία σε σχέση με την επίδικη συμφωνία, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, διευκρίνισε ότι δεν ήταν παρών κατά το στάδιο της συνομολόγησης της επίδικης συμφωνίας και ότι η πηγή γνώσης του σε σχέση με την υπόθεση προέρχεται από τη μελέτη του φακέλου και των σχετικών εγγράφων που αφορούν τον επίδικο λογαριασμό τα οποία έχει στην κατοχή του ως εκ της θέσης που κατέχει στην εφεσίβλητη. Κατέθεσε σχετικά το συμβόλαιο ενοικιαγοράς. Ήταν επίσης το ίδιο πρόσωπο που ετοίμασε την κατάσταση λογαριασμού με βάση τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, δηλαδή την κίνηση του λογαριασμού και τις πληρωμές που έγιναν.
Σημειώνει επί τούτου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αν και η πλευρά των εφεσειόντων 1 και 2 αμφισβήτησε την συνομολόγηση της συμφωνίας ενοικιαγοράς, σε κανένα σημείο δεν αμφισβήτησε τη θέση του μάρτυρα ότι έγιναν οι πληρωμές οι οποίες αναφέρονται στην κατάσταση λογαριασμού. Κατέληξε δε ότι η ύπαρξη μη αμφισβητούμενων πληρωμών αναφορικά με συγκεκριμένο λογαριασμό και σε σχέση με συγκεκριμένη συμφωνία ενοικιαγοράς, αν μη τι άλλο δεικνύει την ύπαρξη μιας υποχρέωσης των εφεσειόντων 1 και 2 έναντι της εφεσίβλητης. Θα ήταν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τουλάχιστο παράλογο να καταβάλλονται ποσά προς την τράπεζα για ένα ανύπαρκτο δάνειο/χρέος.
Σημειώνουμε επίσης, ότι αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το επίδικο όχημα, αντικείμενο της συμφωνίας ενοικιαγοράς, είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του εφεσείοντα 1 και ότι ο ΜΕ3 προέβαινε στους τεχνικούς ελέγχους που το αφορούσε εκ μέρους του εφεσείοντα 1 και ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης για αυτά τα ευρήματα.
Σύμφωνα με τη νομολογία, στις περιπτώσεις που αφορούν τραπεζικό χρέος, η παρουσίαση ενώπιον του Δικαστηρίου όλων των δεδομένων υπό μορφή εγγράφων/τεκμηρίων είναι αρκετή για να οδηγήσει στην έκδοση απόφασης προς όφελος του δανειστή χωρίς απαραιτήτως να χρειάζεται να καταδειχθεί για κάθε τι προσωπική γνώση ή ανάμειξη. Παραπέμπουμε σχετικά στις υποθέσεις Χριστοδούλου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. αρ. 294/2012 ημερ.18.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A232 και Ρώσσου ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Έφ. 448/2012, ημερ.17.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:A543.
Επισημαίνουμε επίσης το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε προσκομίσει πρωτόδικα τόσο προφορική όσο και γραπτή μαρτυρία για να αποσείσει το βάρος απόδειξης της απαίτησης της στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, σχετική είναι η απόφαση Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858, ενώ οι εφεσείοντες 1 και 2 ουδεμία μαρτυρία προσκόμισαν προς στήριξη των ισχυρισμών τους ως αυτοί εκτίθενται στην Υπεράσπιση τους.
Η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η μαρτυρία της εφεσίβλητης η οποία όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ήταν αρκετή για να αποδειχτεί η υπόθεση της εφεσείουσας ενώ σχολιάζει αρνητικά, ορθά είναι η θέση μας, το γεγονός ότι η υπεράσπιση ουσιαστικά των εφεσειόντων 1 και 2 αφορούσε πέραν της θέσης τους ότι δεν υπέγραψαν καμιά συμφωνία, πλαστογραφία από πλευράς της εφεσίβλητης και ότι καμία καταγγελία έγινε και καμία ενέργεια έγινε προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού. Προέβαλαν μόνο ένα γενικό ισχυρισμό.
Επίσης, ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εφόσον οι εφεσείοντες 1 και 2 ισχυρίζονται πλαστογραφία, αυτοί φέρουν και το βάρος απόδειξης (Χαρούς Βασιλική Π., σύζυγος Ηλία Καγιά ν. Χρίστου Π. Χαρούς κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 267 και Cypromix Concetrates Co Ltd v. Vitafor N (2001) 1 Α.Α.Δ. 676).
Αναφέρουμε επίσης και τις πιο κάτω αποφάσεις στις οποίες επαναλαμβάνεται η αρχή ότι η τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησης της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση, εκτός αν η υπόθεση της ενάγουσας ανατρέπεται από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου, Πολιτική Έφεση Αρ. 335/20019 ημερ.17.10.2014, Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (ανωτέρω), Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ ν. Ανδρέα Παναγιώτου Πολιτική Έφεση Αρ. 398/2011 ημερ.12.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A71, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου (ανωτέρω), αλλά και οι παλαιότερες υποθέσεις Παπαγεωργίου Θωμάς κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 961 και Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 843, όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι είναι αναγκαία η θετική μαρτυρία του διαδίκου ο οποίος προβαίνει σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς στα δικόγραφα.
Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, δεν υπήρξε αμφισβήτηση των πληρωμών που έγιναν στο συγκεκριμένο λογαριασμό σε σχέση με την συγκεκριμένη συμφωνία ενοικιαγοράς. Από ανεξάρτητη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί έχει αποδειχτεί ότι ο εφεσείων 1 ήταν ο ιδιοκτήτης του επίδικου αυτοκινήτου αντικειμένου της σύμβασης ενοικιαγοράς και ότι εκ μέρους του οποίου είχε υποβληθεί σε τεχνικό έλεγχο από τον ΜΕ3. Αναφέρουμε επίσης ότι η απόφαση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. ΕΤ Autospares (ανωτέρω) την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες ως βάση για τη θέση τους ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη διαφοροποιείται πλήρως από την παρούσα και όσον αφορά τα πραγματικά της γεγονότα αλλά και για το νομικό θέμα αναφορικά με την πλαστογραφία.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης ως έχει λεχθεί αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την αποστολή και παραλαβή των επιστολών ειδοποιήσεων και τερματισμού τεκμήρια 4, 5, 6 και 7. Όπως το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση του, οι επιστολές έχουν αποσταλεί στις διευθύνσεις που αναγράφονται στη συμφωνία και δεν έχει αμφισβητηθεί ούτε η αποστολή τους ούτε ότι η διεύθυνση στις οποίες αποστάληκε ότι είναι η διεύθυνση των εναγομένων. Επομένως εφαρμόζεται η νομολογιακή αρχή ότι η μη επιστροφή επιστολής η οποία αποστέλλεται κανονικά, συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι έχει παραδοθεί στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895, 1907, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, 491, Λαϊκή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, Βarclays Bank PLC v. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1 A.A.Δ. 1726 και Alpha Bank Cyprus Ltd v. Arena Motor Show Ltd κ.ά. Πολ. Έφ. 84/2009, ημερ.2.10.2015.
Σημειώνουμε επίσης τα όσα αναφέρουν οι συνήγοροι της εφεσίβλητης στην αγόρευση τους, ότι κατά την ακρόαση της αγωγής δεν προωθήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι επιστολές αποστάληκαν σε άλλη διεύθυνση από την δοθείσα ούτε και υποβλήθηκε στον ΜΕ1 αυτή η θέση για να μπορεί αυτός να τοποθετηθεί. Αντίθετα, στην Υπεράσπιση των εφεσειόντων 1 και 2 υπήρχε μόνο γενική άρνηση για τη λήψη των επιστολών και ουδέποτε δικογραφήθηκε ισχυρισμός ότι απεστάλησαν σε άλλη διεύθυνση από αυτήν που ήταν η μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι τις απέστειλε.
Είναι γερά θεμελιωμένη η αρχή ότι τα δικόγραφα συνιστούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση των θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται σε αυτά. Σχετική είναι η υπόθεση Μελάς ν. Κυριάκου (2003) (Β) Α.Α.Δ. 826 και Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 75/2013 ημερ.28.3.2019.
Εν πάση περιπτώσει, κλείνοντας με αυτό το θέμα, να επαναλάβουμε αυτό που πολλάκις έχει επισημανθεί και από τη Νομολογία. Ότι δηλαδή ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός με τις προαναφερθείσες επιστολές, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503).
Επομένως, και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση των εφεσειόντων 1 και 2 ότι το Δικαστήριο λανθασμένα στην απόφαση του επικαλείται πλαστογραφία του Τεκμηρίου 1, δηλαδή της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς ενώ δεν υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός από πλευράς εφεσειόντων 1 και 2, διευκρινίζοντας ότι οι εφεσείοντες 1 και 2 αμφισβήτησαν και έθεσαν ισχυρισμό για πλαστογραφία για ένα τιμολόγιο και όχι την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς και γι’ αυτό και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέμενε από πλευράς εφεσειόντων 1 και 2 προσκόμιση μαρτυρίας αναφορικά με πλαστογραφία.
Μια προσεκτική ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέγραψε στη σελίδα 2 της απόφασης του τα ακόλουθα:
«Με την υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι 1 και 2 αρνούνται και απορρίπτουν όλους τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαίτησης. Δεν υπόγραψαν συμφωνία με την ενάγουσα, δεν παρέλαβαν το αυτοκίνητο, το τιμολόγιο και η δήλωση παραλαβής εμπορευμάτων είναι προϊόν πλαστογραφίας και δεν έλαβαν οποιεσδήποτε επιστολές από την ενάγουσα ή ενημέρωση για τα νέα ποσοστά τόκου»
(δική μας η υπογράμμιση)
Επομένως, είναι λανθασμένη η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι αναφορές των εφεσειόντων 1 και 2 για πλαστογραφία αφορούσαν τη συμφωνία ενοικιαγοράς. Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο έγραψε στην απόφαση του στη σελίδα 5 σε σχέση με το βάρος απόδειξης ισχυρισμού για πλαστογραφία και ότι αυτό αφορά τους εφεσείοντες 1 και 2 είναι ορθά.
Επομένως, και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Σημειώνουμε τέλος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πέραν των ευρημάτων του αναφορικά με την απόδειξη της συμφωνίας ενοικιαγοράς την υπογραφή της όπως και την υπογραφή της εγγύησης προχώρησε και εξέτασε και ικανοποιήθηκε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την ύπαρξη καθυστερημένων δόσεων και προς τούτο προέβηκε σε εύρημα και έτσι ορθά αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη είχε κάθε δικαίωμα σύμφωνα με τον όρο 2(δ) του τεκμηρίου 1 να τερματίσει τη συμφωνία, στην επιδίκαση των ποσών τα οποία αναφέρθηκαν από τον ΜΕ1 αλλά και διάταγμα επιστροφής του αντικειμένου της ενοικιαγοράς.
Αυτά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται.
Ενόψει των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται, η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας που ανέρχονται στο ποσό των €2400 πλέον Φ.Π.Α.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο