ΣΑΛΩΜΗ ΠΑΠΑΔΗΜΑ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 59/2021, 31/3/2025
print
Τίτλος:
ΣΑΛΩΜΗ ΠΑΠΑΔΗΜΑ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 59/2021, 31/3/2025

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                            (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 59/2021)

 

31 Μαρτίου, 2025

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

  ΣΑΛΩΜΗ ΠΑΠΑΔΗΜΑ

 

                                                                                                            Εφεσείoυσα,

v.

 

             ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                                                          Εφεσίβλητου.  

--------------------

 Κ. Αριστείδου για Δ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.

Χ. Γεωργίου (κα), για Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.ΕΠ.Ε., για Εφεσίβλητο.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (εφεξής «το ΤΕΠΑΚ») είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου διεπόμενο από τους περί του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμους (εφεξής «ο Νόμος 198(Ι) του 2003»)  Με βάση τον κατατεθειμένο διοικητικό φάκελο και τα συνημμένα της πρωτόδικης Αίτησης ακύρωσης, τα επίδικα γεγονότα έχουν ως εξής:

 

Στη συνεδρία της ημερ. 22.5.2009, η Διοικούσα Επιτροπή[1] του ΤΕΠΑΚ αποφάσισε την προκήρυξη θέσης Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών βάσει τετραετούς σύμβασης εργοδότησης υπό προοπτική μονιμοποίησης.  Επίσης, αποφασίστηκε ότι τα προσόντα για τη θέση αυτή είναι αντίστοιχα με προσόντα που απαιτούνται για τη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή και ως εκ τούτου κρίθηκε σκόπιμη η σύσταση εκλεκτορικού σώματος για την πλήρωσή της, ως προνοείται για τις θέσεις ακαδημαϊκού προσωπικού. 

 

Η θέση προκηρύχθηκε ως θέση ακαδημαϊκού προσωπικού με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της 5.6.2009 και το Εκλεκτορικό Σώμα[2], κατά τις συνεδρίες αυτού ημερ. 30.10.2009 και 31.10.2009, επέλεξε την Εφεσείουσα (υπό την επιφύλαξη της έγκρισης της Διοικούσας Επιτροπής η οποία δόθηκε την 4.12.2009) για την πλήρωση της θέσης σε τετραετή συμβατική βάση υπό την προοπτική μονιμοποίησης.

 

Ακολούθως, η Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής, με επιστολή της ημερ. 16.12.2009, προσέφερε στην Εφεσείουσα διορισμό στη θέση Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών με τετραετή σύμβαση εργοδότησης αρξαμένη την 4.1.2010 και με προοπτική μονιμοποίησης, παραπέμποντάς την στους κανονισμούς του ΤΕΠΑΚ που αφορούν το ακαδημαϊκό προσωπικό ώστε να τους μελετήσει.

 

Η προκήρυξη προέβλεπε για συνολικές ετήσιες ακαθάριστες απολαβές στην κλίμακα Α13-Α14 και, σύμφωνα με τα συνημμένα της πρωτόδικης Αίτησης ακύρωσης, ο Τομέας Ανθρώπινου Δυναμικού του ΤΕΠΑΚ απέστειλε στην Εφεσείουσα την προρρηθείσα επιστολή διορισμού, προτρέποντάς την να την αποδεχτεί γραπτώς και παραπέμποντας (σε σχέση με τις απολαβές) στα ισχύοντα για τις κλίμακες ακαδημαϊκών θέσεων (Καθηγητή, Αναπληρωτή Καθηγητή, Επίκουρου Καθηγητή, Λέκτορα).

 

Με επιστολή της ημερ. 18.12.2009, η Εφεσείουσα αποδέχτηκε τον διορισμό της «στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή (Διευθύντρια Κέντρου Γλωσσών)» από τις 4.1.2010.

 

Κατά την 44η συνεδρία του ημερ. 12.12.2013, το Πρυτανικό[3] Συμβούλιο τοποθετήθηκε συναφώς ως εξής:

«4.30 Λήξη σύμβασης εργοδότησης Σαλώμης Παπαδήμα, Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών (Παράρτημα 4.30)

Το ΠΣ έλαβε γνώση της ενημέρωσης για τη λήξη της σύμβασης εργοδότησης της κ. Σαλώμης Παπαδήμα, Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών.

H Πρύτανης ενημέρωσε το ΠΣ ότι σύμφωνα με τους Νομικούς Συμβούλους του Πανεπιστημίου, το καθεστώς απασχόλησης της κ. Παπαδήμα δεν είναι ξεκάθαρο.  Προσλήφθηκε ως Διευθύντρια του Κέντρου Γλωσσών εφαρμόζοντας τη διαδικασία για την πρόσληψη μελών ΔΕΠ[4] που ίσχυε πριν την αυτονόμηση του Πανεπιστημίου.  Όμως, η επιστολή διορισμού της την αναφέρει ως Διευθύντρια του Κέντρου Γλωσσών με τη δυνατότητα μονιμοποίησης σε τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με διαδικασίες που ισχύουν για το διοικητικό προσωπικό.  Μετά την έγκριση των προωθούμενων Κανονισμών του Κέντρου Γλωσσών το θέμα θα ξεκαθαρίσει καθώς θα δοθεί ακαδημαική υπόσταση στον εκάστοτε Διευθυντή του Κέντρου Γλωσσών.  Θα πρέπει, όμως, να αποφασιστεί ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί για τη μονιμοποίησή της μέχρι την έγκριση των εν λόγων Κανονισμών.

Η ΑΑΥ[5] επεσήμανε ότι το θέμα που εγείρεται είναι η μονιμοποίηση και όχι η ανέλιξη.

Ο Ε.Κ. ΔΔΟ[6] ανέφερε ότι από τη στιγμή που θα γίνει αξιολόγηση της κ. Παπαδήμα για μονιμοποίησή της, τότε θεωρείται διοικητικό προσωπικό.

Το ΠΣ, μετά από εκτενή συζήτηση του θέματος, και εν αναμονή της έγκρισης των Κανονισμών του Κέντρου Γλωσσών μέσω των οποίων μπορεί να γίνει και ανέλιξη του εκάστοτε Διευθυντή, αποφάσισε ομόφωνα όπως εισηγηθεί στο Συμβούλιο να αξιολογηθεί η κ. Σαλώμη Παπαδήμα ως προς τη μονιμοποίησή της στη θέση του Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών από το ΠΣ και η εισήγηση του ΠΣ να προωθηθεί στην  Επιτροπή Προσλήψεως του Προσωπικού.».

 

Στη συνεδρία του ημερ. 23.1.2014, η Επιτροπή Προσωπικού του ΤΕΠΑΚ αποφάσισε την τρίμηνη παράταση (από 4.1.2014 μέχρι 3.4.2014) της επίδικης σύμβασης εργασίας.  Συνεπώς, με επιστολή ημερ. 30.1.2014 προσφέρθηκε στην Εφεσείουσα (η οποία αποδέχτηκε ενυπογράφως την προσφορά) χρονική επέκταση της σύμβασης, για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναγράφονται στην προκήρυξη της θέσης και υπό τους όρους απασχόλησης που αναφέρονταν στην επιστολή διορισμού ημερ. 16.12.2009.

Στη συνεδρία της ημερ. 18.3.2014, η Επιτροπή Προσλήψεων και Προαγωγών, επί τη ευκαιρία της επικείμενης λήξης της προεκταθείσας σύμβασης εργασίας, αποφάσισε «όπως, εγκρίνει τη μονιμοποίηση της Σαλώμης Παπαδήμα στη θέση που κατείχε ως Διευθύντρια στο Κέντρο Γλωσσών χωρίς καμία μισθοδοτική αναβάθμιση ή ανέλιξη ως μέλος ΔΕΠ.  Η γραπτή αξιολόγηση της κας Παπαδήμα θα διεκπεραιωθεί από την Πρύτανη.  Η ημερομηνία μονιμοποίησής της θα έχει ισχύ από 4/4/2014.».

 

Με επιστολή της ημερ. 29.5.2014 (την οποία η Εφεσείουσα συνυπόγραψε, προφανώς προς λήψη γνώσης), η Πρύτανης πληροφόρησε την Εφεσείουσα για την έγκριση της μονιμοποίησής της στη θέση Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών ως εξής:

«Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Προσλήψεων και Προαγωγών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου κατά την 17η  Συνεδρία της, ημερομηνίας 18 Μαρτίου 2014, αποφάσισε όπως εγκρίνει τη μονιμοποίησή σας στη θέση της Διευθύντριας στο Κέντρο Γλωσσών.  Η μονιμοποίηση σας έχει ισχύ από 4 Απριλίου 2014.».

 

Η Εφεσείουσα υπέβαλε σημείωμα ημερ. 22.11.2016 προς την Επιτροπή Προσωπικού, ζητώντας επιβεβαίωση για το καθεστώς εργοδότησής της ως ακαδημαϊκό μέλος του πανεπιστημίου και διευκρινίσεις για α. την μέχρι τότε μη ανέλιξή της, β. τη μη υπαγωγή της σε καθεστώς συντάξιμου υπαλλήλου και γ. την ημερομηνία αφυπηρέτησής της.

 

Κατά τη 2η συνεδρία της ημερ. 21.12.2016, η Επιτροπή Προσωπικού, Προσλήψεων και Προαγωγών ενημερώθηκε για τα ερωτήματα της Εφεσείουσας και αποφάσισε να ζητήσει νομική γνωμάτευση και επανεξετάσει το θέμα. 

 

Όντως λήφθηκε νομική γνωμάτευση ημερ. 28.6.2017, κατά την οποία -βάσει των επίδικων γεγονότων που διέπουν τον διορισμό- η Εφεσείουσα υπείχε το καθεστώς ακαδημαϊκού προσωπικού με συναφή δικαιώματα ανέλιξης και σύνταξης.

 

Κατά την 8η συνεδρία ημερ. 24.10.2017 της Επιτροπής Προσωπικού, Προσλήψεων και Προαγωγών, αυτή ενημερώθηκε για τη γνωμάτευση και παρέπεμψε το θέμα για λήψη τελικής απόφασης στα  μέλη της Συγκλήτου[7]

Στην 95η συνεδρία της ημερ. 2.5.2018, η Σύγκλητος αποφάσισε να ζητήσει νέα νομική γνωμάτευση.  Η νέα γνωμάτευση δόθηκε στις 21.5.2018, ομογνωμώντας εν πολλοίς με την προηγούμενη γνωμάτευση ημερ. 28.6.2017.

 

Κατά τη 99η συνεδρία της ημερ. 4.7.2018, η Σύγκλητος αποφάσισε κατά πλειοψηφία σε μυστική ψηφοφορία ότι «η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ. Η Σύγκλητος αποφάσισε όπως υποβάλει θετική εισήγηση στο Συμβούλιο για επικύρωση της πιο πάνω απόφασης.».

 

 Στη δε 102η συνεδρία της ημερ. 7.11.2018, η Σύγκλητος τοποθετήθηκε ως εξής:

 

«Η Σύγκλητος, σε συνέχεια της απόφασης της 87ης Συνεδρίας του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία καλείται να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της σχετικά με το Καθεστώς Εργοδότησης της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών, αποφάσισε κατά πλειοψηφία (18 υπέρ, 1 εναντίον) όπως διευκρινίσει ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ για τους ακόλουθους λόγους:

1.    Οι διαδικασίες που ακολούθησε το Πανεπιστήμιο για την πλήρωση της εν λόγω θέσης δεν συνάδουν με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τον Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς και οι οποίες ακολουθούνται για την εκλογή μελών διδακτικού ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ).

Ειδικότερα:

-      Η προκήρυξη της θέσης, όπως αυτή εγκρίθηκε από το αρμόδιο Σώμα του Πανεπιστημίου και δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αφορά σε μία (1) θέση Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών με σύμβαση εργοδότησης τεσσάρων χρόνων με προοπτική μονιμοποίησης.

-      Αντίθετα, οι προκηρύξεις θέσεων για εκλογή μελών ΔΕΠ δεν αναφέρονται σε θέσεις με σύμβαση εργοδότησης τεσσάρων χρόνων με προοπτική μονιμοποίησης.

-      Διαφαίνεται ότι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία εκλογής γνώριζαν ότι ψήφιζαν για εκλογή Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών και όχι για θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ.

-      Η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος, η απόφαση της 47ης Συνεδρίας της Διοικούσας Επιτροπής, ημ. 4/12/2009, καθώς και η επιστολή διορισμού, ημερομηνίας 16/12/2009 αναφέρονται σε «διορισμό της κ. Σαλώμης Παπαδήμα-Σοφοκλέους στη θέση του Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών με σύβαση εργοδότησης τεσσάρων χρόνων με προοπτική μονιμοποίησης» και όχι για εκλογή σε συγκεκριμένη θέση μέλους ΔΕΠ.

2.   Το Πανεπιστήμιο για τη μονιμοποίηση στη θέση της Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών εφάρμοσε τη διαδικασία που ακολουθείται για μονιμοποίηση μελών διοικητικού προσωπικού.  Η εν λόγω μονιμοποίηση δεν συνεπάγετο οποιαδήποτε μισθοδοτική αναβάθμιση ή ανέλιξη ως μέλος ΔΕΠ (17η Συνεδρία Επιτροπής Προσλήψεων και Προαγωγών του Συμβουλίου, ημερομηνίας 18/3/2014).

Η Σύγκλητος υπογραμμίζει ότι το θέμα «Καθεστώς Εργοδότησης της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών, Δρ. Σαλώμης Παπαδήμα» αφορά πρωτίστως εργασιακό ζήτημα το οποίο σύμφωνα με το Νόμο, εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου να το εξετάσει και να λάβει σχετική απόφαση.

Βάσει των πιο πάνω, η Σύγκλητος επιβεβαιώνει την απόφαση που έλαβε κατά την 99η συνεδρία της, ημερομηνίας 4/7/2018 (θέμα 2.1, Μέρος Β’) για το εν λόγω θέμα.

Ο Επίκουρος Καθηγητής Μιχάλης Σιριβιανός αιτολόγησε την αρνητική του ψήφο αναφέροντας ότι ο ίδιος συμφωνεί πλήρως με τις θέσεις που καταγράφονται στις δύο γνωματεύσεις και θεωρεί ότι τα πιο πάνω σημεία δεν αντικρούουν τις θέσεις των δύο Νομικών Συμβούλων.».

 

Εν συνεχεία, κατά την 90η συνεδρία του ημερ. 22.2.2019, το Συμβούλιο του ΤΕΠΑΚ αποφάσισε κατά πλειοψηφία (στο πλαίσιο μυστικής ψηφοφορίας) ότι «η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ.».

 

Η τελευταία αυτή απόφαση κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα, η οποία και την προσέβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διά της Προσφυγής Αρ. 1248/2019.

 

Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 19.4.2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή ως δικονομικά απαράδεκτη, αποφαινόμενο ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 22.2.2019 του Συμβουλίου είχε διττό χαρακτήρα.  Αφενός, ήταν βεβαιωτική της απόφασης της Συγκλήτου ημερ. 4.7.2018 η οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θέση Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών κρίθηκε ότι δεν συνιστά θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ και την οποία επιβεβαίωσε η απόφαση της Συγκλήτου ημερ.7.11.2018.  Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πληροφοριακή ως προς τη φύση αυτής της θέσης, ως αυτή η φύση προκαθορίστηκε ως ανωτέρω.

 

Επίσης, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση αφ’ εαυτής δεν επιβάλλει στην Εφεσείουσα υποχρέωση που δεν υφίστατο πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση της οποίας θα παρείχε στη Διοίκηση το δικαίωμα να επικαλεστεί τα μέσα δικαίου για την εκτέλεσή της, ούτε αυτή η απόφαση παράγει -ευθέως και αμέσως- έννομες συνέπειες για την Εφεσείουσα.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, εκτελεστή διοικητική πράξη θα συνιστούσε ενδεχομένως η άρνηση της Διοίκησης να αναγνωρίσει την Εφεσείουσα ως ακαδημαϊκό μέλος του ΤΕΠΑΚ και/ή ως μέλος του ΔΕΠ του Πανεπιστημίου, καθώς και η απάντηση της Διοίκησης στα ερωτήματα που έθεσε η Εφεσείουσα διά της επιστολής της ημερ. 22.11.2016, όχι όμως η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η Εφεσείουσα προβάλλει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ως εσφαλμένη, προωθώντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη (πρώτος λόγος έφεσης) αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα (δεύτερος λόγος έφεσης) ή βεβαιωτική πράξη (τρίτος λόγος έφεσης), επιδικάζοντας έξοδα σε βάρος της Εφεσείουσας (έκτος λόγος έφεσης) και με αποτέλεσμα να διαπράξει το λάθος να μην εξετάσει τους εκ της Εφεσείουσας  προωθούμενους λόγους ακύρωσης (πέμπτος λόγος έφεσης).  Το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγκειται στο ότι δεν αντιλήφθηκε τα πραγματικά γεγονότα ή/και τα επίδικα ή/και νομικά ζητήματα και εσφαλμένα δεν αξιολόγησε τα ενώπιόν του δεδομένα (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Κρίνουμε ότι, για τους εξής λόγους, ευσταθούν οι λόγοι έφεσης οι οποίοι θα εξεταστούν από κοινού λόγω της συνάφειάς τους:

 

Οι πληροφοριακές και οι βεβαιωτικές πράξεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: παραπέμπουν σε διοικητική ή νομοθετική πράξη του παρελθόντος ως την όντως ρυθμίζουσα τις έννομες υποχρεώσεις και δικαιώματα του διοικούμενου, ώστε αφ’ εαυτών να μην έχουν οποιαδήποτε επίπτωση επί του νομικού καθεστώτος που τον διέπει. 

 

Έτσι, μια πράξη είναι πληροφοριακή όταν πληροφορεί τον διοικούμενο για μια δεδομένη κατάσταση πραγμάτων π.χ. για τις έννομες συνέπειες παρελθουσών εκτελεστών διοικητικών πράξεων που δεν προσβλήθηκαν δικαστικώς ή/και για τις επιπτώσεις της αυτόματης εφαρμογής νομοθετικών διατάξεων, χωρίς η πράξη αυτή καθ’ αυτή να εκφράζει τη βούληση της Διοίκησης ή την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από πλευράς της κατά τρόπο που να συνεπάγεται έννομες επιπτώσεις επί του διοικούμενου (ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΥΒΑΡΑ «ΜΕΛ» ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 554· Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ.726)

 

Στο ίδιο μήκος κύματος, μια πράξη είναι βεβαιωτική προηγούμενης η οποία εξέφρασε τη βούληση της Διοίκησης με αποτέλεσμα η νέα πράξη απλώς να επαναλαμβάνει την εμμονή της Διοίκησης σε μια κατάσταση πραγμάτων, εφόσον η νέα πράξη δεν βασίζεται επί ουσιωδών νέων δεδομένων (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). 

Επίσης, η νέα πράξη δέον να έχει εκδοθεί από το ίδιο διοικητικό όργανο όπως και η πρότερη, αφού βεβαιωτική είναι η πράξη με όμοιο περιεχόμενο και νομικό αποτέλεσμα με προηγούμενη πράξη της ίδιας αρχής ή οργάνου απευθυνόμενος στο ίδιο άτομο (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.94/2020 Κατσαρή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 5.3.2025).

 

Για να είναι η νέα πράξη της Διοίκησης πληροφοριακή ή βεβαιωτική, έναντι προγενέστερης διοικητικής πράξης με την οποία η Διοίκηση αποφάσισε συγκεκριμένο θέμα, η τελευταία θα πρέπει να είχε εξωτερικευτεί προς τον επηρεαζόμενο διοικούμενο, ώστε ο τελευταίος να είχε την ευκαιρία να λάβει γνώση αυτής και να την προσβάλει μέσω προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Χωρίς αυτή την εξωτερίκευση, η προγενέστερη διοικητική πράξη δεν καθίσταται εκτελεστή (Κωμοδρόμος ν. Δήμου Πάφου (2004) 3 Α.Α.Δ.633· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 30/2022 Ali ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 19.5.2022), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί πληροφοριακή ή βεβαιωτική η νεότερη διοικητική πράξη.

 

Βάσει των άνωθεν κριτηρίων, κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, για τους ακόλουθους λόγους:

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά το καθεστώς της θέσης Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών την οποία κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εφεσείουσα και δη κατά πόσο συνιστά θέση μέλους ΔΕΠ.  Προφανώς, το κατά πόσο η επίδικη θέση συνιστά θέση μέλους ΔΕΠ ή όχι επηρεάζει το εργασιακό καθεστώς της Αιτήτριας και τα δικαιώματα που εκπηγάζουν από αυτό το καθεστώς, όπως τα συνταξιοδοτικά.

 

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εκτός αν το ΤΕΠΑΚ αποφάσισε προηγουμένως το επίδικο θέμα με απόφαση η οποία συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη ως τελική (και όχι προπαρασκευαστική) και η οποία κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα.

 

Ως προς τούτο, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (ως κατατέθηκε πρωτόδικα και τέθηκε ενώπιόν μας και ως στοιχεία αυτού αποκαλύπτονται από τα παραρτήματα της πρωτόδικης ένστασης του ΤΕΠΑΚ) δεν μπορεί παρά να συνιστά τον μόνο αυθεντικό οδηγό (στην απουσία προσαγωγής δικονομικά επιτρεπτής μαρτυρίας που να διαφοροποιεί την εικόνα που απορρέει από το περιεχόμενό του).

 

Αυτό το συμπέρασμα απορρέει από την πάγια υποχρέωση της Διοίκησης προς προσκόμιση του διοικητικού φακέλου ενώπιον του Δικαστηρίου (WESTPARK LTD ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1997) 3 Α.Α.Δ.63· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.122/2019 Δημοκρατία ν. Σ & Λ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΤΔ, απόφαση ημερ. 15.12.2023), ώστε το περιεχόμενό του να συνιστά τη βάση των επίδικων γεγονότων επί της οποίας εκδικάζονται τα νομικά σημεία της υπόθεσης.

 

Στη βάση, λοιπόν, του διοικητικού φακέλου, εκτιμούμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου δεν είναι πληροφοριακή ή/και βεβαιωτική της απόφασης ημερ. 4.7.2018 της Συγκλήτου διότι η προρρηθείσα απόφαση της Συγκλήτου καθώς και η μεταγενέστερή της απόφαση ημερ. 7.11.2018 που την επιβεβαίωσε-

(α) ρητά δηλώνουν ότι την αρμοδιότητα για τη λήψη τελικής απόφασης επί του θέματος την έχει το Συμβούλιο, θέση η οποία φαίνεται να συνάδει με τη συναφή αρμοδιότητα την οποία το Άρθρο 7(1)(γ) του Νόμου 198(Ι) του 2003 απονέμει στο Συμβούλιο σε σχέση με τους διορισμούς και τις προαγωγές του διοικητικού προσωπικού (δεδομένου ότι η Σύγκλητος θεωρεί την Εφεσείουσα ως μέλος του διοικητικού προσωπικού) και

(β) δεν αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου να έχουν κοινοποιηθεί/εξωτερικευτεί στην Εφεσείουσα πριν την εκ του Συμβουλίου λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Συν τοις άλλοις, η  προσβαλλόμενη απόφαση δεν δύναται να κατηγοριοποιηθεί ως βεβαιωτική προγενέστερης, διότι οι δύο αμέσως προηγούμενες πράξεις δεν εκδόθηκαν από το ίδιο πανεπιστημιακό όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι το Συμβούλιο (Κατσαρή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Παρεμπιπτόντως, η απουσία ένδειξης περί εξωτερίκευσης ισχύει και για την απόφαση ημερ. 18.3.2014 της Επιτροπής Προσλήψεων και Προαγωγών την οποία-

(α) η Σύγκλητος επικαλείται (μεταξύ άλλων) στην απόφασή της ημερ. 7.11.2018 για να τοποθετηθεί πως ανέκαθεν τα όργανα του ΤΕΠΑΚ δεν θεωρούσαν την επίδικη θέση ως θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ, και

(β) το ΤΕΠΑΚ ενώπιόν μας επικαλέστηκε, αποκκλίνοντας από την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου συνιστά βεβαιωτική της εν λόγω απόφασης ημερ. 18.3.2014.

 

Ενόψει της μη αποδεδειγμένης εξωτερίκευσης της απόφασης ημερ. 18.3.2014 προς την Εφεσείουσα, θεωρούμε αβάσιμη τη θέση του ΤΕΠΑΚ (ως την παραθέτει στο περίγραμμά του, σελ.5) πως η Εφεσείουσα αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα τη μονιμοποίησή της που προέβλεπε ρητά ότι αυτή γίνεται χωρίς καμία αναβάθμιση ή ανέλιξη ως μέλος ΔΕΠ, με αποτέλεσμα να στερείται εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού έτσι (κατ’ ισχυρισμόν) αποδέχτηκε ότι δεν συνταυτίζεται με το ακαδημαϊκό προσωπικό.

 

Όχι μόνο οι αποφάσεις της Συγκλήτου δεν ήταν οι τελικές επί του θέματος και δεν εξωτερικεύτηκαν προς την Εφεσείουσα, αλλά η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε την εκ του ΤΕΠΑΚ τελική απάντηση στο σημείωμα ημερ. 22.11.2016 της Εφεσείουσας και την απόρριψη της δικής της θέσης και αιτήματος ως προς την αναγνώρισή της ως ακαδημαϊκό μέλος του πανεπιστημίου.

 

Ως προς τούτο, ενδεικτικό είναι το ότι η Επιτροπή Προσωπικού, Προσλήψεων και Προαγωγών (στις 21.12.2016) ζήτησε την προρρηθείσα πρώτη νομική γνωμάτευση ημερ. 28.6.2017 προς χειρισμό των ερωτημάτων που έθεσε η Εφεσείουσα και εν συνεχεία (στις 24.10.2017) παρέπεμψε το θέμα στη Σύγκλητο η οποία (κατά την 95η συνεδρία της ημερ. 2.5.2018) αποφάσισε να ζητήσει τη δεύτερη νομική γνωμάτευση ημερ. 21.5.2018.

 

Η δε απόφαση ημερ. 4.7.2018 της Συγκλήτου (περί του ότι η επίδικη θέση δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ) -η οποία αιτιολογήθηκε με την ύστερη απόφαση της Συγκλήτου ημερ. 7.11.2018- λήφθηκε σε σχέση με το καταγραφέν στο πρακτικό θέμα «Νομική Γνωμάτευση για το Καθεστώς Εργοδότησης της Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών, Δρ. Σαλώμης Παπαδήμα- Από 95η Συνεδρία της Συγκλήτου».

 

Η αλληλουχία, λοιπόν, των γεγονότων που απορρέει από το περιεχόμενο του κατατεθέντος διοικητικού φακέλου δεικνύει ότι οι αποφάσεις ημερ. 4.7.2018 και 7.11.2018 της Συγκλήτου είχαν άμεση και σαφή συνάφεια με τα ερωτήματα και θέσεις που υπέβαλε (με το σημείωμά της ημερ. 22.11.2016) η Εφεσείουσα προς την Επιτροπή Προσωπικού, με τις οποίες αποφάσεις η Σύγκλητος άφησε ρητά την τελική απόφαση στο Συμβούλιο στο οποίο και παρέπεμψε το θέμα.  Συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου, καίτοι δεν το δηλώνει ρητά, συνιστά τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας ως προς τον εκ του ΤΕΠΑΚ χειρισμό του σημειώματος ημερ. 22.11.2016 της Εφεσείουσας και απόρριψη του αιτήματός της.

 

Στο κάτω-κάτω, είναι η τοποθέτηση του ίδιου του ΤΕΠΑΚ (σελ. 2 περιγράμματός του) πως στις 7.11.2018 αποφάσισε όπως «διευκρινιστεί» ότι η θέση της Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ και ότι το Συμβούλιο υιοθέτησε στις 22.2.2019 την ίδια θέση.

 

Αφού, λοιπόν, το Συμβούλιο τοποθετήθηκε ως το (βάσει τεκμηρίου νομιμότητας) τελικό αρμόδιο όργανο ώστε να καθορίσει τελεσίδικα το υπηρεσιακό καθεστώς της Εφεσείουσας το οποίο ήταν (καθ’ ομολογίαν του ίδιου του ΤΕΠΑΚ) ασαφές, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου μπορεί να χαρακτηριστεί ως οτιδήποτε άλλο από εκτελεστή, υπό την έννοια ότι διασαφηνίζει (και άρα επηρεάζει) το εύρος των δικαιωμάτων της Εφεσείουσας. 

 

Επιχειρώντας να μας πείσει περί του αντιθέτου, το ΤΕΠΑΚ μας παρέπεμψε σε δύο δέσμες κανονισμών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ήτοι (α) τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Ακαδημαϊκό Προσωπικό) Κανονισμούς (Κανονιστική Διοικητική Πράξη 153/1990) ως τροποποιήθηκαν και (β) τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμούς (Κανονιστική Διοικητική Πράξη 145/2001) ως τροποποιήθηκαν, ενημερώνοντας μας εκ παραλλήλου για την ανυπαρξία κανονισμών του ΤΕΠΑΚ που να διέπουν την ίδρυση του Κέντρου Γλωσσών.

 

Συναφώς, παρατηρούμε ότι το Άρθρο 24(3) του Νόμου 198(Ι) του 2003 προβλέπει ότι η εκλογή ή ανέλιξη του (εκλεγμένου) ΔΕΠ καθορίζεται με κανονισμούς (ήτοι, σύμφωνα με τον ορισμό του όρου «Κανονισμοί» στο Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου, Κανονισμούς εκδιδόμενους δυνάμει του Άρθρου 38 του ίδιου Νόμου ή -στην απουσία τέτοιων κανονισμών- με τους (τηρουμένων των αναλογιών εφαρμοζόμενους) περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμους (εφεξής «ο Νόμος 144 του 1989») και τους δυνάμει τούτων εκδοθέντες κανονισμούς.

 

Για παράδειγμα, ο Κανονισμός 9 της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 145/2001 προβλέπει για διαδικασία ανέλιξης ακαδημαϊκού προσωπικού η οποία δεν φαίνεται να τηρήθηκε από το ΤΕΠΑΚ στην περίπτωση της Εφεσείουσας.

 

Η σχετική προς την Εφεσείουσα διάταξη του προρρηθέντος Κανονισμού 9 φαίνεται να είναι η εξής, δεδομένου ότι η επίδικη θέση προκηρύχθηκε απαιτώντας προσόντα που αντιστοιχούν στη βαθμίδα της θέσης Επίκουρου Καθηγητή. 

«(2) Με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενεργοποιείται η διαδικασία αξιολόγησής του, με την οποία αποφασίζεται η συνέχιση ή μη της απασχόλησής του ή η ανέλιξη του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή.  Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησής του και μη ανέλιξής του, ο Επίκουρους [sic] Καθηγητής είναι υποχρεωμένος πριν τη συμπλήρωση του έβδομου χρόνου υπηρεσίας του να ζητήσει την ανέλιξή του διαφορετικά η διαδικασία αξιολόγησης ενεργοποιείται από το Πανεπιστήμιο.  Σε περίπτωση δεύτερης αποτυχίας του για ανέλιξή του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, η απασχόλησή του τερματίζεται.».

 

Με δεδομένο ότι η Εφεσείουσα άρχισε να υπηρετεί στην επίδικη θέση από την 4.1.2010, το σημείωμά της ημερ. 22.11.2016 μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά το αίτημά της για ανέλιξη εντός της επταετίας από την έναρξη της υπηρεσίας της, ως απαιτεί ο προρρηθείς Κανονισμός 9(2) της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 145/2001. Αυτό επιβεβαιώνει την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καθότι συνιστά την τελική απάντηση του ΤΕΠΑΚ ως προς αυτό της το αίτημα.

 

Με άλλα λόγια, η Εφεσείουσα εξ αρχής (ήτοι, με τη διατύπωση της επιστολής της ημερ. 18.12.2009 με την οποία αποδέχτηκε την επί συμβάσει τοποθέτησή της στην επίδικη θέση) έδειξε ότι θεωρεί εαυτήν μέλος ΔΕΠ και -κατά τρόπο συνεπή- όχλησε το ΤΕΠΑΚ (διά του υπηρεσιακού σημειώματός της ημερ. 22.11.2016) για την ανέλιξή της ως τέτοιο μέλος.  Από πλευράς του, το ΤΕΠΑΚ είναι μόνο διά της προσβαλλόμενης απόφασης που τοποθετήθηκε προς την Εφεσείουσα τελεσίδικα πως έχει άλλη προσέγγιση, απαντώντας με απορριπτικό τρόπο το αίτημά της για ανέλιξη ως μέλος ΔΕΠ. 

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από εκτελεστή και ότι τυχόν αντίθετος χαρακτηρισμός της θα στερούσε την Εφεσείουσα από το δικαίωμα πρόσβασής της στη δικαιοσύνη, προς έλεγχο της νομιμότητας αυτής της εκτελεστής διοικητικής πράξης.

 

Κατά προέκταση, με κάθε σεβασμό αποκλίνουμε από την πρωτόδικη προσέγγιση και κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, με αποτέλεσμα να κρίνεται εσφαλμένη η εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόρριψη της Προσφυγής ως  δικονομικά απαράδεκτης.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Επιτυγχάνει η έφεση και παραμερίζεται η απόφαση ημερ. 19.4.2021 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της Προσφυγής Αρ. 1248/2019.

 

Επιδικάζονται 3000 ευρώ έξοδα (επιπλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει) ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά του Εφεσίβλητου.  Τα έξοδα της όλης πρωτόδικης διαδικασίας (παρελθούσας και μέλλουσας) να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας εκδίκασης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ.83/2013 Πέτρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 16.7.2019).

 

Η υπόθεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να εξεταστούν (ιδεωδώς από τον ίδιο Δικαστή: Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.134/2019 Σούλη ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 16.10.2024) οι εκ της Εφεσείουσας προβληθέντες λόγοι ακύρωσης (εννοείται, εφόσον δεν κριθούν δικονομικά απαράδεκτοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο), αφού το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάζει πρωτογενώς  λόγους ακύρωσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 63/2019 Χρίστου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 8.12.2023).

 

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

 

                                                         Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.        

     

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Η Διοικούσα Επιτροπή συγκροτείται σύμφωνα με το Άρθρο 40 του Νόμου 198(Ι) του 2003 και έχει τις αρμοδιότητες που της κατανέμει το Μέρος XV  του ίδιου Νόμου.

[2] Το εκλεκτορικό σώμα συγκροτείται σύμφωνα με το Άρθρο 41 του Νόμου 198(Ι) του 2003 για επιλογή (εκλελεγμένου) διδακτικού ερευνητικού προσωπικού.

[3] Το Πρυτανικό Συμβούλιο συγκροτείται σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Νόμου 198(Ι) του 2003.

[4] σημείωση Δικαστηρίου: «ΔΕΠ» σημαίνει διδακτικό ερευνητικό προσωπικό, ως δεικνύει άλλο πρακτικό ημερ. 4.7.2018 στο οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.  Το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό διέπεται από το Μέρος IX (Άρθρα 24 έως 27) του Νόμου 198(Ι) του 2003.

 

 

 

[5] σημείωση Δικαστηρίου: Αναφέρεται στην Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων.

[6] σημείωση Δικαστηρίου: Αναφέρεται στον εκτελών χρέη Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών.

[7] Η Σύγκλητος διέπεται από το Μέρος ΙV (Άρθρα 13 και 14) του Νόμου 198(Ι) του 2003.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο