
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε112/24)
(I-justice)
28 Μαρτίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
CTC AUTOMOTIVE LTD
Εφεσείουσα
ν.
1. ΨΑΡΟΥΔΗΣ ΜΠΕΤΟΝ ΛΤΔ
2. Ε.Κ. ΨΑΡΟΥΔΗ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΜΠΕΤΟΝ ΛΤΔ
3. ΕΥΑ ΨΑΡΟΥΔΗ
4. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΨΑΡΟΥΔΗΣ
Εφεσίβλητοι
Αίτηση υπό εφεσίβλητης 1 – αιτήτριας για διαγραφή
της ειδοποίησης έφεσης.
Για εφεσίβλητη 1 – αιτήτρια: κ. Γεώργιος Α. Γεωργίου
Για εφεσείουσα – καθ’ ης η αίτηση: κ. Σάββας Γιορδαμλής για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα ως ενδιάμεση αίτηση στο πλαίσιο έφεσης, εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964).
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερομηνίας 25/09/24, και συγκεκριμένα στο μέτρο που αφορά την απόρριψη των αιτούμενων από αυτήν συντηρητικών διαταγμάτων υπό παρ. (Α) και (Β) της αίτησης, σε σχέση με την εφεσίβλητη 1.
Με τα αιτούμενα διατάγματα, η εφεσείουσα ζητούσε όπως απαγορευτεί στην εφεσίβλητη 1, να κατέχει και/ή να αποξενώσει 5 οχήματα μάρκας IVECO και ένα όχημα μάρκας CATERPILLAR, μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής 2016/2022. Με την εν λόγω αγωγή η εφεσείουσα αξιώνει μεταξύ άλλων, την ακύρωση και παραμερισμό της εκ συμφώνου απόφασης ημερ. 15/12/2016, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της προηγούμενης αγωγής 1340/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με τον ισχυρισμό ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων της εφεσίβλητης 1.
Μετά την καταχώρηση της παρούσας έφεσης, ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης, με την οποία η εφεσίβλητη 1 ζητά την διαγραφή της ειδοποίησης έφεσης, λόγω του ότι καταχωρίστηκε χωρίς να συνοδεύεται από γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου, κατά παράβαση του Μέρους 41.2 (5) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 δεδομένου ότι η εφεσείουσα είναι κυπριακή εταιρεία με έδρα την Λευκωσία. Η εφεσίβλητη 1, ζητά επίσης με την παρούσα αίτηση της, όπως η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη και/ή πρόδηλα αβάσιμη χωρία καμία πιθανότητα επιτυχίας, και/ή λόγω του ότι ασκήθηκε με σκοπό την παρέλκυση της απονομής της δικαιοσύνης.
Η αίτηση στηρίζεται μεταξύ άλλων στα Μέρη 23, 32, 39 και 41 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, επί του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 άρθρα 25, 31, 43 ως και επί του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 άρθρα 2, 3Α, 9 (4) και 11 (5).
Υποστηρίζεται από την εφεσείουσα ότι λόγω του επιτακτικού χαρακτήρα του πιο πάνω κανονισμού 41.2 (5), που σημειωτέον εισήχθη κατόπιν τροποποίησης των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, η παρατυπία της καταχώρισης της ειδοποίησης έφεσης, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου, δεν μπορεί να θεραπευτεί επειδή δεν προηγήθηκε ως ορίζεται, η απαιτούμενη άδεια του Δικαστηρίου. Ούτε η εφεσείουσα - καθ’ ης η αίτηση, απέδειξε πριν την καταχώριση, καλή αιτία προς τούτο. Ως εκ τούτου, η ειδοποίηση έφεσης συνιστά εξ αρχής άκυρο δικονομικό μέτρο που δεν θεραπεύεται.
Υποστηρίζεται επίσης στην ένορκη δήλωση της αίτησης ότι η έφεση είναι πρόδηλα αβάσιμη και ασκήθηκε με σκοπό την παρέλκυση της απονομής της δικαιοσύνης για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση αμφισβητεί την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την αίτηση της ημερ. 08/12/2022 κατά της εφεσίβλητης 1. Η πρωτόδικη αίτηση απορρίφθηκε σε σχέση με το αιτητικό (Α), λόγω δεδικασμένου που δημιουργήθηκε στην εκ συμφώνου απόφαση ημερομηνίας 15/12/2016, η οποία εκδόθηκε στην αγωγή υπ’ αριθμό 1340/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, και που συνεχίζει να τελεί υπό αναστολή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος εναντίον της εφεσίβλητης, θα ισοδυναμούσε με επέμβαση του Δικαστηρίου στην αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης, κάτι το οποίο κρίθηκε πρωτοδίκως ως ανεπίτρεπτο.
(β) Με την παρούσα έφεση, επιζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης κατάληξης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αποξένωσης των οχημάτων σε σχέση με το αιτητικό (Β) λόγω του ότι η εφεσίβλητη 1 δεν θα μπορούσε να αποξενώσει τα οχήματα στα οποία η εφεσείουσα - είναι εγγεγραμμένη συνιδιοκτήτρια. Ορθά σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε απορρίπτοντας το αιτητικό (Β), ότι αφ’ ης στιγμής εφεσείουσα και εφεσίβλητη 1 είναι συνιδιοκτήτριες των οχημάτων, για οποιαδήποτε μεταβίβαση τους απαιτείται η συγκατάθεση και υπογραφή αμφοτέρων των συνιδιοκτητριών, και ότι από τη στιγμή που η εφεσείουσα δεν έχει δώσει την άδεια της, οποιαδήποτε τέτοια μεταβίβαση θα είναι αδύνατη.
Τα πιο πάνω δεδομένα καθιστούν κατά την εφεσίβλητη 1, την παρούσα έφεση ως προδήλως αβάσιμη αφού δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Η εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση στην αίτηση για προδικαστική απόρριψη της έφεσης. Υποστηρίζει στους λόγους ένστασης μεταξύ άλλων ότι:
· Η εφεσίβλητη 1 – αιτήτρια, απέτυχε να καταδείξει ότι η εφεσείουσα - καθ' ης η αίτηση, προέβη σε σοβαρό δικονομικό σφάλμα, το οποίο είναι ικανό να καταλήξει δίχως άλλο, σε ακυρότητα της ειδοποίησης έφεσης και ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος διαγραφής, είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
· Το κατ’ ισχυρισμό διαδικαστικό και/ή δικονομικό σφάλμα συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ως έχουν τροποποιηθεί, δεν αποτελεί ουσιώδη και σοβαρή παρατυπία, δεν είναι μοιραίο, ούτε καθιστά την έφεση θνησιγενή και δεν πλήττει το θεμέλιο της διαδικασίας.
· Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του διαδικαστικού σφάλματος αφού η εφεσίβλητη 1 – αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει διάταγμα παραμερισμού της παρούσας έφεσης.
· Με δεδομένη την πρόθεση της εφεσείουσας να εξουσιοδοτήσει το δικηγορικό γραφείο Ιωαννίδης Δημήτριου Δ.Ε.Π.Ε να καταχωρίσει την παρούσα έφεση, η θεραπεία της παρατηρηθείσας πλημμέλειας και η διάσωση της παρούσας έφεσης, συνάδει με τον πρωταρχικό σκοπό, ήτοι την διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρεται ότι από την αρχή η πρόθεση της εφεσείουσας, ήταν να εξουσιοδοτήσει το δικηγορικό γραφείο Ιωαννίδης Δημήτριου Δ.Ε.Π.Ε, να καταχωρίσει την παρούσα έφεση και να εκπροσωπηθεί από το εν λόγω δικηγορικό γραφείο σε αυτήν. Ως εκ τούτου, μετά τη καταχώριση της παρούσας αίτησης και της διαπίστωσης της καλόπιστης παράλειψης καταχώρισης έντυπου διορισμού δικηγόρου, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ενέκρινε εκ των υστέρων την καταχώριση της παρούσας έφεσης, παραχωρώντας μεταγενέστερα στο γραφείο Ιωαννίδης Δημήτριου Δ.Ε.Π.Ε, γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου, το οποίο έχει επισυναφθεί ως τεκμήριο 4, στην ένορκη δήλωση της ένστασης.
Στις γραπτές τους αγορεύσεις, οι δύο συνήγοροι επανέλαβαν τις πιο πάνω θέσεις τους όπως εκτίθενται στην αίτηση και ένσταση αντίστοιχα. Δεν θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ εξαντλητικά στην εκτενή επιχειρηματολογία των συνηγόρων, όπως παρουσιάζεται στις αντίστοιχες αγορεύσεις τους. Ιδιαίτερη μνεία θα γίνει όπου χρειάζεται, στο στάδιο των τελικών συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η παρούσα αίτηση της εφεσίβλητης 1 για παραμερισμό της ειδοποίησης έφεσης, αποτελείται από δύο επιμέρους αιτήματα. Το πρώτο, στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η ειδοποίηση έφεσης συνιστά εξ αρχής άκυρο δικονομικό μέτρο λόγω μη καταχώρησης του εντύπου διορισμού δικηγόρου και το δεύτερο, στην θέση ότι η υπό κρίση έφεση είναι προδήλως αβάσιμη και χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.
Προτού προχωρήσω στην κατ’ ουσία εξέταση των ανωτέρω αιτημάτων, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω πολύ συνοπτικά, τις δικονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στα επίδικα θέματα της παρούσας.
Το Μέρος 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, που δίδει εξουσία του Εφετείο να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης, προβλέπει τα ακόλουθα:
« 41.9. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και παραμερισμός ή επιβολή όρων.
(1) Το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα:
(α) να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης εν όλω ή εν μέρει·
(β) να επιβάλει ή να διαφοροποιήσει όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση.
(2) Το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του, δυνάμει της παραγράφου (1) μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο.
(3) Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.
Σημειώνεται ότι παρόμοια αντίστοιχη πρόνοια, περιλαμβάνεται στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.
Λόγω της ομοιότητας των δύο προνοιών, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κανονισμό 10 (i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, είναι βοηθητική για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας διαδικασίας.
Στην υπόθεση , Πολ. Έφεση E66/2020, ημ. 12/1/2023, λέχθηκαν τα εξής:
«…έφεση δυνατόν να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος .» Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν.»
Στην υπόθεση (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στην οποία γίνεται αναφορά στην (ανωτέρω), λέχθηκε συγκεκριμένα ότι:
«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή του η φύση της εξουσίας για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος. (Βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621.)»
Αναφορικά με την υποχρέωση καταχώρησης του έντυπου διορισμού δικηγόρου, ταυτόχρονα με την καταχώρηση της ειδοποίησης έφεσης, σχετικό είναι το Μέρος 41.2 (5) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, που αναφέρει τα εξής:
(5) Όταν ο εφεσείοντας διαμένει στην Κύπρο, ειδοποίηση εφεσείοντα η οποία παρουσιάζεται από δικηγόρο δεν καταχωρίζεται εκτός αν συνοδεύεται από γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου σύμφωνα με το Έντυπο αρ. 5, με τις ανάλογες αλλαγές. Ειδοποίηση εφεσείοντα μπορεί να καταχωριστεί κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, χωρίς να συνοδεύει από έντυπο διορισμού δικηγόρου εφόσον υποδειχθεί καλή αιτία.
Σημειώνεται ότι η Δ.35 θ.31 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εξαιρούσε την υποχρέωση καταχώρησης εντύπου διορισμού δικηγόρου για τις εφέσεις που στρέφονταν εναντίον ενδιάμεσων αποφάσεων και ενδιάμεσων διαταγμάτων των πρωτόδικων δικαστηρίων. Η υποχρέωση για καταχώρηση διοριστηρίου δικηγόρου, περιοριζόταν μόνον σε εφέσεις εναντίον τελικών πρωτόδικων αποφάσεων.
Σημειώνεται επίσης ότι στο αρχικό κείμενο των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, δεν υπήρχε το Μέρος 41.2 (5) για υποχρέωση καταχώρησης εντύπου διορισμού δικηγόρου σε οιανδήποτε έφεση. Η διάταξη αυτή, προστέθηκε κατόπιν τροποποίησης των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2023. (Δ.Κ.23/23) ημ. 29.9.2023. Με την προσθήκη της εν λόγω διάταξης, σε αντίθεση με ότι προβλεπόταν στην Δ.35 θ.31 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η υποχρέωση καταχώρησης εντύπου διορισμού δικηγόρου, επεκτείνεται πλέον σε όλες τις εφέσεις, είτε αφορούν ενδιάμεσες είτε τελικές πρωτόδικες αποφάσεις.
Η συνήγορος για την εφεσείουσα, χωρίς να αμφισβητήσει την μη καταχώρηση του εντύπου διορισμού δικηγόρου, επικαλέστηκε το γεγονός της απουσίας τέτοιας υποχρέωσης στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και στο αρχικό κείμενο των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Ισχυρίστηκε ότι το πιο πάνω γεγονός, σε συνδυασμό με την αποδοχή της ειδοποίησης έφεσης από το Πρωτοκολλητείο και την δήλωση σε αυτή ότι εκπροσωπείτο από συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, δημιούργησαν στην εφεσείουσα την λανθασμένη εντύπωση ότι δεν χρειαζόταν η προσκόμιση επιπρόσθετου εντύπου διορισμού δικηγόρου και επέφεραν, την καλόπιστη και εκ παραδρομής παρατυπία, που τελικά παρουσιάστηκε.
Ο συνήγορος, επικαλέστηκε επίσης τις πρόνοιες του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό, δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης οιουδήποτε διαδικαστικού σφάλματος αν ικανοποιηθεί ότι το σφάλμα δεν ήταν σοβαρό και ότι τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η εν λόγω δικονομική πρόνοια έχει ως εξής:
3.8. Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα.
(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:
(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο· και
(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.
(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:
(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό· και
(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι παραδεκτό ότι η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε με την επιταγή του Μέρους 41.2 (5) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, σύμφωνα με την οποία όφειλε να συνοδεύσει την ειδοποίηση έφεσης, με το προβλεπόμενο γραπτό έντυπο διορισμού δικηγόρου. Όπως επίσης παραδεκτό είναι, ότι το Πρωτοκολλητείο αποδέχθηκε την καταχώρηση της ειδοποίησης έφεσης κατά παράβαση του πιο πάνω Κανονισμού.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων θα εξετάσω αρχικά, κατά πόσον η εν λόγω παράλειψη της εφεσείουσας, συνιστά παρατυπία που θα μπορούσε να παραβλεφθεί, προκειμένου να διασωθεί η διαδικασία της παρούσας έφεσης ή αν η παρατυπία αυτή καθιστά την καταχώρηση της ειδοποίησης εξαρχής άκυρο δικονομικό μέτρο ώστε να δικαιολογείται η απόρριψη της έφεσης στο στάδιο αυτό απαράδεκτης.
Και οι δύο συνήγοροι, παρέπεμψαν επί του προκειμένου στον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ο οποίος δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο για τον χειρισμό των υποθέσεων, κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.
Ο χειρισμός των υποθέσεων στο πλαίσιο του Πρωταρχικού Σκοπού, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2), την εξοικονόμηση δαπανών, τη διασφάλιση ταχείας και δίκαιης μεταχείρισης, αλλά βέβαια και την επιβολή συμμόρφωσης με κανονισμούς και διατάγματα. Επίσης, συμπεριλαμβάνει σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2) (γ), τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς, μεταξύ άλλων, ως προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων.
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, κρίνω ότι η ως άνω παράλειψη της εφεσείουσας δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της έφεσης. Η έφεση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα της εφεσίβλητης 1 ή οποιουδήποτε τρίτου.
Παρόμοια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πολ. Αίτηση 112/2023 ημ. 22/09/2023, ECLI:CY:AD:2023:D297 που αφορούσε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για άδεια προνομιακού εντάλματος Certiorari, η οποία καταχωρίστηκε σε λανθασμένο τύπο και όχι σύμφωνα με τα έντυπα που καθορίζονται στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018. Λέχθηκε ότι παρά την πιο πάνω παρατυπία, η υπό συζήτηση αίτηση, (ως αυτή τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου) φαίνεται να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου. Ως εκ τούτου, η διαπιστωθείσα παρατυπία, δεν επέβαλε μονοδρομικά στο Δικαστήριο, τον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης.
Οι ίδιες αρχές εφαρμόστηκαν και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση , Πολ. Έφεση Ε5/2018 ημερ. 16.01.2024. Η υπόθεση αφορούσε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης, το οποίο καταχωρίστηκε με βάση τον τύπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατά παράβαση του . Το Εφετείο εξετάζοντας την πιο πάνω παρατυπία και με παραπομπή στον Πρωταρχικό σκοπό, σημείωσε ότι παρά την διαπίστωση ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να προωθήσει το αίτημα του με τον τύπο των παλαιών Θεσμών δεν ήταν η ενδεδειγμένη, η εν λόγω λανθασμένη δικονομική διαδικασία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο, στον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης.
Σημειώνω επίσης, την υπόθεση , Πολ. Έφεση E1/2019, 07/06/2024, στην οποία δεν θεωρήθηκε παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, η παντελής παράλειψη αναγραφής οποιασδήποτε νομικής βάσης στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων, εν όψει και των περιστάσεων της υπόθεσης.
Στην παρούσα υπόθεση, θα πρέπει επιπλέον να υποδειχθεί, ότι το διοριστήριο δικηγόρου όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, συνιστά κατά βάση, ζήτημα που αφορά στις σχέσεις διάδικου και συνηγόρου και όχι την ουσία της υπόθεσης (βλ. (1986) 1 CLR 363 και , Πολ. Έφεση 411/2011, ημ. 27/3/2018), ECLI:CY:AD:2018:A132.
Ειδικότερα ως προς το σφάλμα παράλειψης καταχώρησης εντύπου διορισμού δικηγόρου, σχετική είναι η απόφαση (2016) 1 A.A.Δ 2054, που εξέτασε τις πρόνοιες της Δ.35 θ.31 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η έφεση ήταν έγκυρη, έστω και αν είχε καταχωριστεί χωρίς να συνοδεύεται από έντυπο διορισμό δικηγόρου. Η εν λόγω παράλειψη θεωρήθηκε ως θεραπεύσιμη παρατυπία, εφόσον ο ενδιαφερόμενος διάδικος Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος στο μεταξύ είχε διοριστεί ως προσωρινός εκκαθαριστής της εφεσείουσας εταιρείας, είχε εμφανιστεί δια εκπροσώπου ενώπιον του Εφετείου, δηλώνοντας την επιθυμία του να εκπροσωπηθεί στην έφεση. Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τους δικηγόρους της εταιρείας, δίδοντας τους διοριστήριο, ώστε να τον εκπροσωπήσουν ως εκκαθαριστή, πλην όμως το διοριστήριο, για άγνωστους για τον ίδιο λόγους δεν υπήρχε στο φάκελο του Δικαστηρίου. Υπό αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε ότι επρόκειτο για περίπτωση εκ των υστέρων έγκρισης της καταχώρισης της έφεσης, που με αναφορά σε αντίστοιχη αγγλική νομολογία, ήταν θεραπεύσιμη παρατυπία.
Προκύπτει με σαφήνεια από τα πιο πάνω ως πάγια νομολογιακή αρχή ότι η παράλειψη καταχώρισης του εντύπου διορισμού δικηγόρου, δεν οδηγεί χωρίς άλλο, σε παραμερισμό του δικονομικού διαβήματος ούτε όπως πολύ ορθά εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, μία διαδικασία που δεν συνοδεύεται από διοριστήριο δικηγόρου, πρέπει πάντα να θεωρείται ως εξ αρχής άκυρο δικονομικό διάβημα.
Αντιθέτως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, η παράλειψη διαδίκου να καταχωρίσει έντυπο διορισμού δικηγόρου αποτελεί θεραπεύσιμη παρατυπία, ιδίως όταν ο διάδικος επιβεβαιώσει ή δηλώσει την επιθυμία του να εκπροσωπηθεί από τον εν λόγω δικηγόρο, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.
Ούτε βέβαια η παράλειψη αυτή, καθιστά από μόνη της την έφεση απαράδεκτη, προπετή, προδήλως αβάσιμη ή ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης, ώστε να υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της, δυνάμει του Μέρους 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσίβλητης 1.
Η διάσωση του διαβήματος της υπό κρίση ειδοποίησης έφεσης, συνάδει κατά την κρίση μου με τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και της ερμηνείας των Κανονισμών προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών, σε σχέση με διαδικαστικά θέματα. Συνάδει επίσης με το Μέρος 3.8 (1) όπου υποδεικνύεται ότι η παράλειψη διαδίκου να συμμορφωθεί με τους πιο πάνω Κανονισμούς, δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη και ότι το Δικαστήριο σε περίπτωση τέτοιας μη συμμόρφωσης, μπορεί να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.
Σχετική επί του προκειμένου, είναι και η πολύ πρόσφατη υπόθεση Πολ. Έφεση 54/2024, ημ. 18/10/2024, στην οποία το Εφετείο με παραπομπή στο σκεπτικό των υποθέσεων και (ανωτέρω), σημειώνει τα ακόλουθα:
« Επισημαίνουμε ότι με τη θέσπιση των νέων Κανονισμών, πέραν των ουσιαστικών διαδικαστικών αλλαγών, επιχειρείται μια αλλαγή κουλτούρας και φιλοσοφίας. Μιας κουλτούρας και φιλοσοφίας σύγχρονης και προοδευτικής που θα επιτρέπει στο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού, να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με ευελιξία και πρακτικότητα προς εξυπηρέτηση του δικαίου και της δικαιοσύνης. Παράλληλα σκοπείται η απομάκρυνση από δυσλειτουργικές και αχρείαστες διαδικασίες που ενίοτε συνέτειναν σε καθυστερήσεις, αύξαναν κατά τρόπο αχαλίνωτο τα έξοδα και τη δαπάνη της υπόθεσης και αντιστρατεύονταν την όλη προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης. Ο πρωταρχικός σκοπός προάγει τη συμμετοχή στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και όχι τον αποκλεισμό απ’ αυτήν, τηρουμένων βεβαίως της κατά κανόνα συμμόρφωσης με τεθείσες προθεσμίες, τύπους και προϋποθέσεις.»
Στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, όπως:
· το ότι έφεση εμπεριέχει όλα τα αναγκαία για την εξέταση της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί την εφεσείουσα, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζονται τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων,
· το ότι η υποχρέωση για καταχώρηση εντύπου διορισμού δικηγόρου μαζί με την ειδοποίηση έφεσης, αποτελεί σχετικά καινούργια πρόνοια που δεν συμπεριλαμβανόταν στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας αλλά και στο αρχικό κείμενο των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023,
· την αποδοχή από το Πρωτοκολλητείο της υπό κρίση ειδοποίησης έφεσης, χωρίς το έντυπο διορισμού δικηγόρου κατά παράβαση των Κανονισμών, δίδοντας την εντύπωση στην εφεσείουσα ότι η ειδοποίηση έφεσης ήταν δικονομικά έγκυρη,
κρίνω ότι το δικονομικό σφάλμα δεν είναι υπό τας περιστάσεις σοβαρό και ο παραμερισμός της ειδοποίησης έφεσης δεν είναι αναγκαίος για τους σκοπούς σωστής απονομής δικαιοσύνης. Αντιθέτως, συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, θεωρώ ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως μην παραμεριστεί η υπό κρίση ειδοποίηση έφεσης, παρά το γεγονός ότι δεν συνοδεύτηκε από έντυπο διορισμού δικηγόρου.
Εκδίδω ως εκ τούτου διάταγμα για την εκ των υστέρων έγκριση της καταχώρισης της υπό κρίση έφεσης, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην υπόθεση (ανωτέρω) και δυνάμει του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσω όπως τέθηκε κατηγορηματικά και στην υπόθεση (ανωτέρω) ότι η κατάληξη μου να μην ακυρώσω την υπό κρίση ειδοποίηση έφεσης, σαφώς και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ενθάρρυνση για παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων. Η παρούσα υπόθεση κρίνεται αυστηρά με τα δικά της περιστατικά όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, και ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την μόλις πρόσφατη εφαρμογή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και την σχετική τροποποίηση τους με την Δ.Κ.23/23 ημ. 29/09/2023, αλλά και την λανθασμένη αποδοχή από το Πρωτοκολητείο της υπό κρίση ειδοποίησης έφεσης, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από το αναγκαίο έντυπο διορισμού δικηγόρου. Δεν θα πρέπει ως εκ τούτου η παρούσα, να αποτελέσει προηγούμενο ενθάρρυνσης οιασδήποτε ανοχής ή παραβίασης των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Εννοείται βέβαια ότι και τα αρμόδια Πρωτοκολλητεία, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά και να μην αποδέχονται την καταχώρηση ειδοποίησης έφεσης χωρίς αυτή να συνοδεύεται από έντυπο διορισμού δικηγόρου κατά παράβαση του Μέρους 41.2 (5) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, δίδοντας έτσι την εντύπωση στον εφεσείοντα ότι πρόκειται για έγκυρη έφεση.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων θα προχωρήσω στην εξέταση του δεύτερου ζητήματος που έθεσε η εφεσίβλητη, ότι η παρούσα έφεση είναι προδήλως αβάσιμη, εκτός από την έλλειψη διοριστηρίου και σε σχέση με το περιεχόμενο της.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση (ανωτέρω), η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν.
Η εφεσίβλητη 1, στηρίζει τον πιο πάνω ισχυρισμό της περί προδήλως αβάσιμης έφεσης, στο γεγονός ότι με αυτή επιζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία κρίθηκε ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος εναντίον της, με τρόπο ώστε θα ισοδυναμούσε με επέμβαση του Δικαστηρίου στην αναστολή εκτέλεσης προηγούμενης απόφασης, κάτι το οποίο κρίθηκε πρωτοδίκως ως ανεπίτρεπτο.
Αναφέρεται επίσης ότι αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αποξένωσης των επίδικων οχημάτων λόγω του ότι η εφεσίβλητη 1 δεν θα μπορούσε να αποξενώσει τα οχήματα στα οποία η εφεσείουσα - είναι εγγεγραμμένη συνιδιοκτήτρια. Υπό τας περιστάσεις, είναι η θέση της εφεσίβλητης 1 ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι προδήλως αβάσιμοι, με την έννοια ότι δεν έχουν καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Με όλο το σέβας προς τον συνήγορο, δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη. Προσεκτική εξέταση του συνόλου της πρωτόδικης απόφασης, σε συνδυασμό με τους λόγους έφεσης όπως εμφαίνονται στο δικόγραφο της ειδοποίησης έφεσης, καταδεικνύει ότι η πιο πάνω θέση του συνηγόρου δεν ευσταθεί.
Χωρίς σε καμία περίπτωση να αποφαίνομαι στο στάδιο αυτό επί της ουσίας για την επιτυχία ή όχι της έφεσης, κρίνω ότι τίθενται με τους λόγους έφεσης, ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν και αποφασιστούν από το Εφετείο, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας του δικαιοδοσίας. Σε καμία περίπτωση οι λόγοι έφεσης, είναι σε τέτοιο βαθμό αβάσιμοι και χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας, ώστε να καθιστούν την έφεση προδήλως αβάσιμη και υποκείμενη σε απόρριψη, δυνάμει του Μέρους 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023.
Αντιθέτως, είναι ορθή η θέση της εφεσείουσας όπως αναφέρεται στην γραπτή ένσταση της, ότι αυτό που στην ουσία ανεπίτρεπτα ζητά η εφεσίβλητη 1 σε αυτό το στάδιο, είναι η εξέταση ζητημάτων τα οποία αφορούν την ουσία της διαφοράς και τα οποία θα κληθεί το Εφετείο να αποφασίσει στο πλαίσιο της ακρόασης της έφεσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης €3.000,00 έξοδα της παρούσας αίτησης.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο