ΛΟΥΚΗΣ Γ. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ κ.α. v. ASEPA TRADING CO. LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2018, 190/2018, 30/4/2025
print
Τίτλος:
ΛΟΥΚΗΣ Γ. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ κ.α. v. ASEPA TRADING CO. LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2018, 190/2018, 30/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2018

σχετ. με 190/2018)

 

30 Απριλίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2018

 

ΛΟΥΚΗΣ  Γ. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ 

Εφεσείοντας/Ενάγοντας 

                                                  και

1. ASEPA TRADING CO. LTD
2.
CYPRUS RADIOLECTRIX CO. LTD 

Εφεσίβλητες/Εναγόμενες

Πολιτική Έφεση Αρ. 190/2018

 

1. ASEPA TRADING CO. LTD
2. CYPRUS RADIOLECTRIX CO. LTD

Εφεσείουσες/Εναγόμενες

                                                  και

ΛΟΥΚΗΣ  Γ. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ

Εφεσίβλητος/Ενάγοντας

-----------------------------


Για την 106/18:
    
Λουκής Λουκαΐδης, Εφεσείοντας.   
Στέφανος Σκορδής για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσίβλητες.

Για την 190/18:      
Στέφανος Σκορδής για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.
Λουκής Λουκαΐδης, Εφεσίβλητος.   

-----------------------------

 

                   ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η προσπάθεια του ενάγοντα (εφεσείοντα στην 106/2018 και εφεσίβλητου στην 190/2018 – εφεξής ο ενάγοντας) να επιδιορθώσει το κινητό του τηλέφωνο μέσω των εναγόμενων εταιρειών (εφεσείουσες στην 190/2018 και εφεσίβλητες στην 106/2018 – εφεξής οι εναγόμενες) δεν είχε αίσιο τέλος, αφού όχι μόνον δεν επιδιορθώθηκε το τηλέφωνο, αλλά κάπου στην πορεία χάθηκε και μαζί, όλο το περιεχόμενο του.

 

Ο ενάγοντας ως ήταν φυσικό δυσαρεστήθηκε από την απώλεια του τηλεφώνου και κίνησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ζητώντας «Αποζημιώσεις €5.000 για απώλεια τηλεφώνου και στοιχείων που περιείχε, κατά παράβαση συμφωνίας επιδιόρθωσης τηλεφώνου, την οποία σύναψε με τους Εναγόμενους.» Στη λιτή Έκθεση Απαίτησης που καταχώρησε, επισήμανε ότι το ποσό των €5.000, το διεκδικούσε για τις ώρες που σπατάλησε για να βρει τους χαμένους αριθμούς και για την απώλεια τους, ποσό που περιλάμβανε και την αξία του τηλεφώνου του το οποίο υπολόγιζε στα €250.     

 

Οι εναγόμενες είχαν αντίθετη άποψη. Κατ’ αρχάς αρνήθηκαν ότι συνομολογήθηκε οποιαδήποτε δεσμευτική σύμβαση μεταξύ των μερών. Παρέλαβαν μεν το τηλέφωνο από τον ενάγοντα, αλλά τούτο έγινε καθαρά σε φιλικό και κοινωνικό επίπεδο για να τον  εξυπηρετήσουν. Δεν δόθηκε αντιπαροχή και δεν συνομολογήθηκε σύμβαση. Εισήγαγαν μεν στην Κύπρο προϊόντα της κατασκευάστριας εταιρείας, αλλά όχι κινητά τηλέφωνα, ούτε και επιδιόρθωναν κινητά τηλέφωνα. Το κινητό τηλέφωνο του ενάγοντα το απέστειλαν στην Ελλάδα για επιδιόρθωση και χάθηκε, χωρίς να φέρουν οι ίδιες ευθύνη γι’ αυτό. Σε ό,τι αφορά την κατ’ ισχυρισμό απώλεια των αποθηκευμένων αριθμών, ισχυρίστηκαν ότι ο ενάγοντας ουδέποτε τους ανέφερε τα όσα ισχυρίστηκε και εν πάση περιπτώσει ο ίδιος ευθύνεται για την όποια απώλεια αφού απέτυχε να τα αποθηκεύσει σωστά και/ή να τα αποθηκεύσει στην κάρτα μνήμης (sim card) και να την κρατήσει.

 

Με αυτές ουσιαστικά τις θέσεις η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση. Η ακρόαση ήταν σύντομη αφού κατέθεσαν μόνο δύο μάρτυρες, ο ενάγοντας και ο διευθυντής των εναγομένων εταιρειών (ΜΥ1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.27.2.2018 αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα και απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ1. Παρά ταύτα δεν τον δικαίωσε εντελώς αφού του επιδίκασε μόνο το υπό διεκδίκηση ποσό της αξίας του κινητού τηλεφώνου, ήτοι €250. Για το άλλο σημαντικό σκέλος της απαίτησης  του ανέφερε τα εξής: (σελ.11)

 

«Ο ενάγων διεκδικεί επίσης αποζημίωση για τις ώρες που σπατάλησε για να βρει τους χαμένους αριθμούς και για την απώλεια τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο  ο ενάγων είπε στην υπάλληλο των εναγομένων να γράψει στο Τεκμήριο 1 την φράση «Numbers inside should be protected». Πέραν τούτου δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ότι ο ενάγων τόνισε στην υπάλληλο ή στις εργοδότριες της εναγόμενες εταιρείες τη σημασία ή την ανάγκη για την οποία έπρεπε να ληφθεί αυτή η προστασία. Ως εκ τούτου κρίνω πως ο ενάγων δεν παρείχε οποιαδήποτε πληροφόρηση στις εναγόμενες ώστε να γνώριζαν ή να μπορούσαν να προβλέψουν ότι τυχόν απώλεια του τηλεφώνου και των αριθμών που περιέχονταν σ' αυτό θα προκαλούσε σε αυτόν τις ζημιές που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι υπέστη, αφού κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων οι ζημιές τις οποίες επικαλείται ο ενάγων κρίνω ότι δεν ήταν λογικά προβλεπτές από τις εναγόμενες εταιρείες κατά τον χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας. Συνεπώς δεν μπορούν να του επιδικασθούν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις σχετικές με τις ώρες που σπατάλησε αναζητώντας τους χαμένους αριθμούς ή για την απώλεια τους παρά μόνο το ποσό των €250,00 που αποτελεί την αξία του απολεσθέντος τηλεφώνου του.»

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε κανένα διάδικο ικανοποιημένο, αφού αμφότεροι καταχώρησαν έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα του σκέλους της απόφασης που δεν δικαίωνε τη θέση τους.

 

Οι λόγοι έφεσης που προβάλλει ο ενάγοντας στο πλαίσιο της Έφεσης 106/18 είναι πρώτον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε ορθά το θέμα των γενικών αποζημιώσεων τις οποίες ζητούσε, με αποτέλεσμα να μην του επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό και δεύτερον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάνθη ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του ενάγοντα «η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο» δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο ενάγων τόνισε στην υπάλληλο ή στις εναγόμενες τη σημασία για την οποία έπρεπε να προστατευθούν οι αριθμοί.

 

          Οι λόγοι έφεσης που προβάλλουν οι εναγόμενες στο πλαίσιο της Έφεσης 190/18 είναι τρεις. Πρώτον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατ’ αρχάς στο εύρημα ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των μερών και συγκεκριμένα διατύπωσε: «… Αυτά κρίνω πως εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενες εταιρείες ανέλαβαν να επιδιορθώσουν το τηλέφωνο του ενάγοντος, αφού δεν κρίνω λογικό τον ισχυρισμό τους να το παρέλαβαν για να το στείλουν στο εξωτερικό μόνο για να εξυπηρετήσουν τον ενάγοντα, χωρίς δηλαδή την επιδίωξη οικονομικού οφέλους…». Δεύτερον, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι δεν καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, παρά μόνο στην καλύτερη περίπτωση για τον ενάγοντα ζητήθηκε προσφορά και κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σύμβαση και μάλιστα έγκυρη, μεταξύ των μερών και συγκεκριμένα λανθασμένα στην απόφαση του αναφέρει: «… Δεν ήταν απαραίτητο για να είναι έγκυρη η επίδικη συμφωνία να είχαν τηρηθεί οποιεσδήποτε τυπικές προϋποθέσεις ή να είχαν χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένες φράσεις…». Τρίτον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε και/ή παρέλειψε να λάβει υπόψη του ουσιώδη γεγονότα και/ή μαρτυρία επί της αξίας του επίδικου κινητού η οποία έμεινε αναντίλεκτη, με αποτέλεσμα να επιδικάσει λανθασμένα το ποσό των €250 ως η υποτιθέμενη αξία του επίδικου τηλεφώνου και/ή κακώς αποδέχτηκε την αξία αυτή ως αξία του επίδικου τηλεφώνου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Θεωρούμε ευχερές να ξεκινήσουμε από την Έφεση 190/18. Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης 1 και 2, στρέφονται κατά της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνομολογήθηκε δεσμευτική σύμβαση μεταξύ των μερών και έτσι θα εξεταστούν μαζί. Την αντίθετη θέση, ότι δηλαδή δεν συνομολογήθηκε σύμβαση και ότι όλα έγιναν σε φιλικό, κοινωνικό επίπεδο, προβλήθηκε από τον ΜΥ1. Η μαρτυρία ωστόσο του ΜΥ1, κατόπιν αξιολόγησης, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ευθέως τουλάχιστον, δεν προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης αυτούς. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι εγγενώς απορριπτέοι, αφού στηρίζονται σε μαρτυρία που δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η κρίση αυτή δεν εφεσιβάλλεται.

 

Ακόμα όμως και αν προσβαλλόταν η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1, η κατάληξη μας θα ήταν η ίδια αφού ουδόλως έχει καταδειχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα, της μορφής και της έκτασης που να δικαιολογούσε την παρέμβαση μας. Στην AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024, επισημάναμε τα εξής σχετικά:

 

«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

Εκ του περισσού να σημειώσουμε ότι είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση, η αντιπαροχή ήταν η πληρωμή που θα γινόταν μετά την επιδιόρθωση, ότι δεν χρειαζόταν να υπογράψει το «δελτίο παραλαβής συσκευών» ο ενάγοντας για να καταρτιστεί νομικά δεσμευτική σύμβαση και πως μια σύμβαση δύναται να είναι γραπτή, προφορική, μερικώς γραπτή και μερικώς προφορική (όπως στην προκείμενη περίπτωση) ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά των μερών (βλ. άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149).

 

Ακόμα και εξυπακουόμενες συμβάσεις υπάρχουν. Η αγγλική Νομολογία προσομοιάζει την εξυπακουόμενη σύμβαση με τους εξυπακουόμενους ή σιωπηρούς όρους (implied terms). Εξυπακουόμενοι όροι, είναι όροι που δεν έχουν ρητά συμφωνηθεί, αλλά λογίζονται ότι ενυπάρχουν σε κλασσική μορφή σύμβασης (γραπτή, προφορική ή μερικώς γραπτή και μερικώς προφορική) όταν αυτοί είναι αναγκαίοι (necessary) για να προσδώσουν εμπορική δραστικότητα (business efficiency) στη σύμβαση (βλ. Δημοκρατία v. Μουξούρη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 134Bauer v.  Δ. Ηροδότου & Υιών Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325 και Τσιαλή v. Χατζηανδρέου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1250). Στην εδώ περίπτωση, ουσιώδης, εξυπακουόμενος όρος ήταν ότι το τηλέφωνο θα επιστρεφόταν στον ενάγοντα, όρο, που παραβίασαν οι εναγόμενοι.

 

Εν όψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Σχετικά με τον λόγο έφεσης 3 και τη θέση πως η μαρτυρία του ΜΥ1 ότι η αξία του επίδικου κινητού τηλεφώνου ήταν €90 ή και λιγότερη παρέμεινε «αναντίλεκτη», επαναλαμβάνουμε ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 απορρίφθηκε στο σύνολο της και η κρίση αυτή δεν εφεσιβάλλεται. Εν πάση περιπτώσει, να σημειώσουμε ότι είχε ήδη προηγηθεί η μαρτυρία του ενάγοντα ότι το εν λόγω τηλέφωνο το αγόρασε για €250, οπότε κάθε άλλο παρά αναντίλεκτη παρέμεινε επί τούτου η μαρτυρία του ΜΥ1.

 

Σε σχέση γενικότερα με τον τρόπο απόδειξης ειδικών ζημιών, είναι γεγονός ότι αυτός που επιχειρεί την ανάκτηση τους, θα πρέπει να τις δικογραφεί με λεπτομέρεια και να τις αποδεικνύει με αυστηρότητα (βλ. Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Ηρακλέους v. Του ταχύπλοου σκάφους “Νίκη” κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 510 και Κούνουνα v. Κώστα Κυριάκου & Υιού Λτδ και αντίστροφα (2001) 1 Α.Α.Δ. 2126). Συγκεκριμένα κριτήρια απόδειξης δεν υπάρχουν. Μπορεί να διαφέρουν από υπόθεση σε υπόθεση και από αξίωση σε αξίωση. Τηρουμένων των ιδιαιτεροτήτων της κάθε αξίωσης, θα πρέπει πάντοτε να πληρείται η προϋπόθεση της αυστηρής απόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας προφανώς υπόψη την απλότητα της υπόθεσης, το περιορισμένο της δαπάνης και την εγγύτητα χρόνου μεταξύ αγοράς και αξίωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρείτο ο κανόνας αυστηρότητας με την προφορική μαρτυρία του ενάγοντα, χωρίς την επιπρόσθετη προσκόμιση τιμολογίου, απόδειξης αγοράς ή άλλης έγγραφης μαρτυρίας. Ομοίως, έκρινε ότι θα μπορούσε να αποδοθεί ολόκληρο το τίμημα αγοράς στον ενάγοντα. Σταθμίζοντας και εμείς τους ιδιαίτερους αυτούς παράγοντες - χωρίς ποσώς να εισηγούμαστε χαλάρωση της προϋπόθεσης για αυστηρή απόδειξη - δεν έχουμε λόγο να παρέμβουμε στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.  

 

Ερχόμαστε στην Έφεση 106/18. Οι δύο λόγοι έφεσης είναι συναφείς αφού στρέφονται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει αποζημιώσεις στον ενάγοντα για την απώλεια των αριθμών τηλεφώνων που ήταν αποθηκευμένα στην χαμένη συσκευή τηλεφώνου.

 

Η επί τούτου αιτιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι στη σελίδα 11 της εκκαλούμενης απόφασης, την οποία έχουμε παραθέσει πιο πάνω.

 

Η δική μας πρώτη παρατήρηση είναι, ότι δεν είναι καθόλου ευκρινές από την Έκθεση Απαίτησης του ενάγοντα ότι το ποσό που διεκδικούσε για την απώλεια των αριθμών τηλεφώνου, το διεκδικούσε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.

 

Πιο συγκεκριμένα στο Παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:

 

«(α) Αποζημιώσεις €5.000 για απώλεια τηλεφώνου και στοιχείων που περιείχε, κατά παράβαση συμφωνίας επιδιόρθωσης τηλεφώνου, την οποία σύνηψε με τους Εναγόμενους.»   

 

Και στην καταληκτική παράγραφο 4, αναφέρονται τα εξής:

 

«Με βάση τα πιο πάνω, ο ενάγων αξιοί το ποσό των €5.000 για τις ώρες που σπατάλησε για να βρει τους χαμένους αριθμούς και για την απώλεια τους, ποσό που περιλαμβάνει και την αξία του τηλεφώνου του το οποίο υπολογίζεται στα €250.»

 

Στα πιο πάνω σημεία της Έκθεσης Απαίτησης, τα οποία είναι τα μόνα σχετικά, δεν οριοθετείται η εν λόγω αξίωση ως εμπίπτουσα σε πλαίσιο διεκδίκησης γενικών αποζημιώσεων. Ούτε υπάρχει η αναγκαία διάκριση και διαχωρισμός της αξίωσης αυτής από την αξίωση για την αξία της συσκευής του τηλεφώνου, η οποία, ως ξεκαθαρισμένη ζημιά, αποτελεί αναμφίβολα αξίωση ειδικής αποζημίωσης. Αντίθετα, γίνεται σύζευξη των δύο αξιώσεων τόσο από πλευράς πλαισίου διεκδίκησης, όσο από πλευράς διεκδικούμενου ποσού. Δεν είναι δικογραφικά σωστό, να διεκδικείται συγκεκριμένο, προσδιορισθέν ποσό, όπως εδώ €5.000, και μέρος αυτού του ποσού να αποτελεί αξίωση για ειδική ζημιά και μέρος αυτού, αξίωση για γενική αποζημίωση.

 

Πέραν των πιο πάνω, σύγχυση υπάρχει και σε ό,τι αφορά το πραγματικό υπόβαθρο της αξίωσης. Με τον τρόπο που δικογραφείται η αξίωση στην Έκθεση Απαίτησης, αφήνεται σαφώς να νοηθεί ότι η αποζημίωση διεκδικείται για τις «ανθρωποώρες» που αναλώθηκαν για να βρει τους αριθμούς ο ενάγοντας, ανάγκη που προέκυψε λόγω της παράβασης της σύμβασης. Στη γραπτή δήλωση του ενάγοντα (έγγραφο Α) ωστόσο και γενικότερα στη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δίδεται έμφαση στην πρώην ιδιότητα του ως δικαστού του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη σπουδαιότητα των προσώπων, στα οποία ανήκαν οι απολεσθέντες αριθμοί τηλεφώνου (διεθνείς προσωπικότητες, υπουργοί εξωτερικών, καθηγητές πανεπιστημίου κ.α.) και στο ότι «η συνεργασία και ή επαφή με τους οποίους ήταν απαραίτητη» για τον ενάγοντα. Δηλαδή υπάρχει μετακύλιση από τις «ανθρωποώρες»  και αποδίδεται πλέον συγκεκριμένη αξία στους απολεσθέντες αριθμούς, αφενός λόγω της δικής του πρώην ιδιότητας και αφετέρου, αλλά συναρτώμενα, λόγω της σπουδαιότητας των προσώπων στα οποία ανήκαν. Είναι ωσάν δηλαδή οι αριθμοί να είχαν χρηματική αξία λόγω της συνύπαρξης των προαναφερθέντων παραγόντων.

 

Με αυτά τα δεδομένα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ζημιά που διεκδικούσε ο ενάγοντας δεν αποδείχθηκε. Η  καταγραφή στο δελτίο παραλαβής (τεκμήριο 1) της φράσης  «numbers inside should be protected» κατόπιν απαίτησης του ενάγοντα, δεν διαφοροποιούσε τα δεδομένα, αφού και πάλι με τον τρόπο που οριοθετήθηκε η αξίωση, αυτός όφειλε να αποδείξει το χρηματικό της εύρος, κάτι που απέτυχε να πράξει. Το στοιχείο αυτό καθιστά ανεδαφικό τον λόγο έφεσης 2 που έχει στο επίκεντρο ακριβώς την καταγραφή αυτή στο τεκμήριο 1.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ενάγοντας παραπονείται για την αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο «θέμα των Γενικών αποζημιώσεων τις οποίες ζητούσε ο Ενάγων…». Η ανεδαφικότητα του παραπόνου αυτού προκύπτει από τα όσα ήδη υποδείξαμε προηγουμένως και επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε απόρριψη.  

 

Για σκοπούς πληρότητας όμως, να σημειώσουμε τα ακόλουθα: Αν δικογραφικά προσδιοριζόταν ορθά η αξίωση ως εμπίπτουσα σε πλαίσιο διεκδίκησης γενικών αποζημιώσεων και συνεπικουρείτο με καθαρή επί του σημείου μαρτυρία, ενδεχομένως να υπήρχε έδαφος για την απόδοση ενός μικρού ποσού αποζημίωσης για ψυχική αναστάτωση, απογοήτευση και ταλαιπωρία, συμβολικού περισσότερο χαρακτήρα, και όχι βεβαίως του ύψους που ζητούσε ο ενάγοντας.

 

Βάσει της αρχής που προκύπτει από τις αγγλικές υποθέσεις Jarvis v. Swans Tours Ltd [1973] 1All ER 71 και Jackson v. Horizon Holidays Ltd [1975] 1WLR 1468, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, να επιδικαστούν γενικές αποζημιώσεις για ψυχική αναστάτωση (mental distress) που απορρέει από παράβαση σύμβασης. Η σύμβαση, συνήθως, θα πρέπει να έχει στο επίκεντρο την αναψυχή, τη διασκέδαση, τη ψυχαγωγία ή τη ψυχική ηρεμία, για παράδειγμα σύμβαση για την παροχή ταξιδιωτικού πακέτου όπως ήταν η περίσταση στη Jarvis και στη Jackson (ανωτέρω). Άλλη περίπτωση είναι σύμβαση για την παροχή ηρεμίας, ψυχαγωγίας και διασκέδασης, για παράδειγμα, μιας μουσικής συναυλίας ή ενός καλλιτεχνικού, πολιτιστικού, αθλητικού ή άλλου γεγονότος. Όπως ορθά σημείωσε στην προφορική του αγόρευση ενώπιον μας ο κ. Λουκαΐδης, δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις/συμβάσεις όπου δυνητικά να ενδείκνυται να επιδικαστούν τέτοιες αποζημιώσεις. 

 

Στη Farleys v. Skinner [2001] 4 All ER 801 ο απαιτητής ενδιαφερόταν να αγοράσει ένα ακίνητο στην ύπαιθρο για σκοπούς ηρεμίας και γαλήνης μετά την αφυπηρέτηση του. Η ιδιαιτερότητα ήταν ότι το ακίνητο απείχε 15 περίπου μίλια από το διεθνές αεροδρόμιο Gatwick και έτσι συμβλήθηκε με τοπογράφο με οδηγίες να ετοιμάσει γνωμάτευση σε σχέση με ενδεχόμενη ηχορύπανση προερχόμενη από αεροσκάφη. Ο τοπογράφος, αμελώς, γνωμάτευσε ότι ήταν απομακρυσμένο το ενδεχόμενο το ακίνητο να επηρεάζεται από τους ήχους των αεροσκαφών. Έτσι, ο απαιτητής προχώρησε με την αγορά, αλλά διαπίστωσε στην πορεία ότι το ακίνητο επηρεαζόταν ουσιαστικά από την ηχορύπανση που προκαλείτο από τα αεροσκάφη, ιδιαιτέρως νωρίς το πρωί αλλά και το βράδυ.  Η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων επικύρωσε την επιδίκαση στον απαιτητή ποσού £10.000 για τη ψυχική οδύνη (mental distress) και δυσφορία (discomfort), διευρύνοντας κατά κάποιο τρόπο την κατηγορία των συμβάσεων όπου μπορεί να επιδικαστούν γενικές αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη, αφού ο ευρύτερος σκοπός, ήτοι η αγορά ακινήτου, δεν έχει κατ’ ανάγκη στο επίκεντρο τη διασκέδαση, τη ψυχαγωγία ή τη ξεκούραση. Τονίστηκε ωστόσο πως η επιμέρους σύμβαση είχε στο επίκεντρο την απόλαυση, τη ξεκούραση και την πνευματική ηρεμία και ότι η ρητή οδηγία του απαιτητή σε σχέση με την ηχορύπανση από τα αεροσκάφη ήταν σημαντικός όρος της σύμβασης αυτής. Τέλος, σε σχέση με την αποζημίωση τονίστηκε ότι το ποσό των £10.000 βρισκόταν στο απολύτως ανώτατο όριο αποδεκτής αποκατάστασης και ότι οι αποζημιώσεις σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να είναι συγκρατημένες και συνεσταλμένες καθ’ ότι, η λογική και επωφελής διαμόρφωση του δικαίου δεν πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία μιας κοινωνίας που να γέρνει προς την αντιδικία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση σαφώς η σύμβαση μεταξύ των μερών δεν είχε στο επίκεντρο τη διασκέδαση, την απόλαυση ή την ηρεμία. Ωστόσο η εκ των προτέρων έμφαση/οδηγία του ενάγοντα στο να διαφυλαχθούν οι αριθμοί τηλεφώνου, υποδήλωνε την ιδιαίτερη  σημασία που είχαν για εκείνον οι εν λόγω αριθμοί, στοιχείο που υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσε να συναρτηθεί με τη ψυχική του γαλήνη, ηρεμία και άλλους συναφείς παράγοντες. Η δε συνακόλουθη, σχετική καταγραφή στο δελτίο παραλαβής (τεκμήριο 1), κατέστησε την αναφορά σημαντικό όρο της σύμβασης, τέτοιο που η απώλεια του τηλεφώνου που επήλθε στη συνέχεια να δημιουργούσε υπόβαθρο προβλεψιμότητας (foreseeability) της επακόλουθης βλάβης, δικαιολογώντας ενδεχομένως την επιδίκαση ενός μικρού ποσού, συμβολικού περισσότερο χαρακτήρα, για την απογοήτευση, αναστάτωση και ταλαιπωρία του ενάγοντα.

 

Ωστόσο, όπως υποδείξαμε ανωτέρω, με τον ασαφή και δικογραφικά εσφαλμένο τρόπο που οριοθετήθηκε η αξίωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα απορρίπτοντας την  αξίωση αυτή.

 

Έπεται ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω τόσο η Έφεση 106/18 όσο και η Έφεση 190/18 απορρίπτονται. Εν όψει της κατάληξης αυτής, η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο