ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2019, 10/4/2025
print
Τίτλος:
ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2019, 10/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2019)

 

11 Απριλίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων

v.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ,

Εφεσίβλητης

 

Α. Κορομίας για Δράκος & Ευθυμίου ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα

Χρ. Χρυσάνθου με Ε. Κωμοδρόμου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητη

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Με αγωγή του, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, συνεπιβάτης σε μοτοσυκλέτα αξίωνε, ως ενάγων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη από τροχαίο δυστύχημα μεταξύ της εν λόγω μοτοσυκλέτας και οχήματος. Ως εναγόμενη, στην εν λόγω αγωγή, ο ενάγων κατέστησε την οδηγό του εμπλεκόμενου οχήματος, αποδίδοντας της αμέλεια. Η εναγόμενη, από την πλευρά της, κατέστησε τον οδηγό της μοτοσυκλέτας, στην οποία επέβαινε ο ενάγων, ως τριτοδιάδικο, αποδίδοντας του ευθύνη για το δυστύχημα. Ο τριτοδιάδικος, αρνούμενος ευθύνη, απέδιδε αποκλειστική ευθύνη στην εναγόμενη.

 

Προτού ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία, κατέστη παραδεκτό ότι ο ενάγων δικαιούτο, ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, το ποσό των €11.000.-, πλέον νόμιμο τόκο από 14.10.2011 (ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης) μέχρι εξοφλήσεως. Επομένως, προς ακρόαση παρέμεινε το ζήτημα της ευθύνης, ως πλέον προσδιοριζόταν μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενης και μεταξύ εναγόμενης και τριτοδιαδίκου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, υπό τις περιστάσεις που επεσυνέβη το δυστύχημα, και με βάση την οδική συμπεριφορά των εναγομένης και τριτοδιαδίκου, το ποσοστό ευθύνης εκάστου ανερχόταν σε 80% για την εναγόμενη και 20% για τον τριτοδιάδικο. Επομένως, εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εναγομένης για το ως άνω συμφωνηθέν ποσό, πλέον τα έξοδα της αγωγής, ενώ στη διαδικασία τριτοδιαδίκου, εξέδωσε απόφαση με την οποία ο τριτοδιάδικος διατασσόταν να παράσχει , ως συνεισφορά προς την εναγόμενη, το ποσό των €2.200.-, το οποίο αντιστοιχεί στο 20% του ποσού που η εναγόμενη διατάχθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα, πλέον τον ως άνω αναφερόμενο τόκο και έξοδα της διαδικασίας τριτοδιαδίκου στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν βρήκε σύμφωνο τον τριτοδιάδικο, ο οποίος, με την παρούσα έφεση, ως εφεσείων, την προσβάλλει με τέσσερεις λόγους έφεσης. Κατά τα λοιπά, η πρωτόδικη απόφαση δεν προσβλήθηκε. Επομένως, ο ενάγων στην πρωτόδικη διαδικασία δεν εμπλέκεται στην παρούσα, η οποία, εκ των πραγμάτων, αφορά το μέρος της απόφασης ως προς τη διαδικασία τριτοδιαδίκου, μεταξύ εφεσείοντα (τριτοδιαδίκου) και εφεσίβλητης (εναγομένης).

 

Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν την πρωτόδικη κρίση σε σχέση με τον καταμερισμό ευθύνης στον εφεσείοντα, ενώ ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την πρωτόδικη κρίση ως προς τα έξοδα της διαδικασίας τριτοδιαδίκου.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης, η οποία υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Η συνάφεια των λόγων έφεσης 1, 2 και 3 επιτρέπει, αν όχι επιβάλλει την παράλληλη εξέταση τους.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, δεδομένης της μαρτυρίας, ως έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και των ευρημάτων στο σύνολο τους, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχτεί την  εισήγηση του εφεσείοντα ότι την ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα έφερε εξ ολοκλήρου η εφεσίβλητη είναι λανθασμένη και αντίθετη προς τη νομολογία. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι, στη βάση συγκεκριμένου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις συνθήκες τέλεσης του δυστυχήματος, δεν δικαιολογείτο εκτίμηση άλλη από πλήρη ευθύνη της εφεσίβλητης. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως νομικά λανθασμένη και αντίθετη προς τη νομολογία, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει ποσοστό αμέλειας στον εφεσείοντα, καθότι έκρινε ότι ο κίνδυνος η εφεσίβλητη να επιδείξει αμέλεια ήταν όχι απλά δυνητικά ορατός, αλλά έγινε αντιληπτός από τον εφεσείοντα.

 

Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε την εκδοχή της εφεσίβλητης. Αποδέχτηκε ως αξιόπιστο τον εφεσείοντα, την εκδοχή του οποίου κατέγραψε, αναφέροντας ότι:

 

«Σύμφωνα με τον Τριτοδιάδικο, κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο, οδηγούσε τη μοτοσικλέτα, έχοντας ως συνεπιβάτη του τον Ενάγοντα, κατά μήκος της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας της πιο πάνω αναφερόμενης Λεωφόρου με κατεύθυνση προς το στάδιο ΓΣΠ. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκε το όχημα να βρίσκεται σταματημένο, πλην όμως με δεξιόστροφη κλίση στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, με τη δεξιά μπροστινή του γωνία να βρίσκεται λίγο μέσα στη λωρίδα κυκλοφορίας που οδηγούσε ο ίδιος. 

        Θεωρώντας, ο Τριτοδιάδικος, ότι η Εναγόμενη είχε αντιληφθεί την παρουσία του στον δρόμο και ότι δεν θα επιχειρούσε την περαιτέρω πορεία της προς τα δεξιά, συνέχισε την πορεία του χωρίς να μεταβάλει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την οδική του συμπεριφορά. Παρά ταύτα, η Εναγόμενη, εντελώς απροειδοποίητα, εκκίνησε και κατευθύνθηκε προς τα δεξιά όταν η απόσταση μεταξύ του οχήματος και της μοτοσικλέτας ήταν στα έξι περίπου μέτρα εις τρόπο που απέκοψε την ελεύθερη πορεία του προς τα εμπρός, και έτσι, για σκοπούς αποφυγής της σύγκρουσης, έθεσε σε λειτουργία τα φρένα της μοτοσικλέτας, με αποτέλεσμα τούτη (η μοτοσικλέτα) όσο και οι δύο επιβαίνοντές της, να πέσουν και να συρθούν στην άσφαλτο. 

       Κατά την τριβή της μοτοσικλέτας επί της ασφάλτου, τούτη συγκρούστηκε με τη δεξιά πλευρά του πίσω προφυλακτήρα του οχήματος προκαλώντας του τις ελαφριές ζημιές που εμφαίνονται επί του Τεκμηρίου 4. Δεν αντιλήφθηκε οποιανδήποτε ενέργεια της Εναγόμενης που σκοπό είχε να προειδοποιήσει τους λοιπούς οδηγούς που χρησιμοποιούσαν τον ρηθείσα Λεωφόρο περί της πρόθεσής της να κινηθεί προς τα δεξιά.»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε, επίσης, κοινώς αποδεχτά γεγονότα. Μεταξύ άλλων, το ότι ο εφεσείων επέβαινε, ως συνεπιβάτης, επί της μοτοσικλέτας, η οποία κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου, στην οποία λωρίδα, η τροχαία κίνηση ήταν λιγότερη από ότι στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, στην οποία, αρχικά, κινείτο το όχημα, το οποίο, ακολούθως, δια δεξιόστροφης κίνησής του, εισήλθε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. 

 

          Κατόπιν δε λεπτομερούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, κατέληξε, ως τελικά συμπεράσματα του επί των γεγονότων στο ότι:

 

 «Ενώ η μοτοσικλέτα οδηγείτο από τον Τριτοδιάδικο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, έχοντας ως συνεπιβάτη τον Ενάγοντα, ο πρώτος αντιλήφθηκε την παρουσία του οχήματος να είναι σε αναμονή στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Βικέλα, πλην όμως με διαγώνια δεξιά φορά, με τη μπροστινή δεξιά γωνία του να βρίσκεται εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας. Ο Εναγόμενος, αντιλαμβανόμενος από τη φορά του οχήματος ότι η Εναγόμενη σκοπούσε να κατευθύνει τούτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, εκτίμησε ότι η παρουσία του στον δρόμο έγινε αντιληπτή από αυτή και έκρινε ότι θα τον ανέμενε να προσπεράσει προτού οδηγήσει το όχημα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια δεν μετέβαλε καθ' οιονδήποτε τρόπο την οδική του συμπεριφορά και συνέχισε να κινείται με 50 χ.α.ω.. Μετά την εκτίμησή του αυτή (παρέμεινε άγνωστη η απόσταση που διένυσε η μοτοσικλέτα από τη σχετική εκτίμηση του Τριτοδιαδίκου μέχρι και την εκκίνηση του οχήματος), όταν τα ενεχόμενα οχήματα τα χώριζε απόσταση περίπου 6 μέτρων, η Εναγόμενη εκκίνησε το όχημα και το κατεύθυνε εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, ανακόπτοντας έτσι την ελεύθερη πορεία της μοτοσικλέτας, με αποτέλεσμα ο Τριτοδιάδικος, για σκοπούς πλέον αποφυγής της επερχόμενης σύγκρουσης, να θέσει σε εφαρμογή τα φρένα της μοτοσικλέτας, και να απολέσει τον έλεγχο της και τόσο η μοτοσικλέτα όσο και οι επιβαίνοντές της να πέσουν στην άσφαλτο και να συρθούν επ' αυτής. Η μοτοσικλέτα, εν τέλει, συγκρούστηκε στη δεξιά πλευρά του πίσω προφυλακτήρα του οχήματος, το οποίο, στο μεταξύ, ευθυγραμμίστηκε εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, προκαλώντας σ' αυτό τις ελαφριές ζημιές που εμφαίνονται στο Τεκμήριο 4. Η πτώση της μοτοσικλέτας έλαβε χώρα στο σημείο Χ, ως τούτο υποδεικνύεται επί του Τεκμηρίου 2, ενώ η μετέπειτα σύγκρουση των δύο οχημάτων στο σημείο Χ1, επί του ιδίου Τεκμηρίου.»

 

          Τα συμπεράσματα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έτυχαν αμφισβήτησης, επομένως αποτελούν δεδομένα. Άλλωστε αυτά είναι που επικαλείται και η πλευρά του εφεσείοντα στο τι προβάλλει με τους λόγους έφεσης. Ούτε η από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου παράθεση της νομολογίας αμφισβητήθηκε. Αξίζει να τεθεί ότι οι δύο πλευρές, κατ’ ουσίαν, επικαλούνται τις ίδιες νομολογιακές αρχές, τις οποίες επαρκώς ανέλυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το τι η πλευρά του εφεσείοντα, ουσιαστικά, επικαλείται είναι το ότι το όχημα της εφεσίβλητης, προτού κινηθεί προς τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, αποκόπτοντας  την πορεία του εφεσείοντα σε απόσταση έξι μέτρων, ήταν σταματημένο. Επομένως, εισηγείται, ο κίνδυνος εκδηλώθηκε όταν αυτό εκκίνησε στην εν λόγω απόσταση, με τον εφεσείοντα να αντιδρά κάτω από την αγωνία της στιγμής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να του αποδοθεί ευθύνη. Αυτό, η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει με τη νομολογιακή αρχή ότι το καθήκον για λήψη προληπτικών μέτρων υφίσταται με την εκδήλωση κινδύνου, ενώ το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Παράλληλα δε, δεν είχε καθήκον, ο εφεσείων, να διαπιστώσει αν η εφεσίβλητη αντιλήφθηκε την παρουσία του.

 

          Η νομολογία, επί του προκειμένου, είναι πλήρως εναρμονισμένη και παραπέμπει στην εφαρμογή των ουσιαστικών αρχών στη βάση των ιδιαιτέρων συνθηκών της κάθε περίπτωσης. Στην ΠΑΥΛΟΥ ν. ΠΑΠΑΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, (2000) 1ΑΑΔ 974, λέχθηκε ότι:

 

« Σε σχέση με την πρώτη υποχρέωση έχει νομολογηθεί ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών (Βλ. Varnakides v. Police (1969) 2 C.L.R. 1, Νικολαΐδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, 428, Κυριάκου κ.α. ν. Κανάρη, Πολιτική ΄Εφεση 8907/5.11.97)

 

          Εξηγήθηκε, όμως, περαιτέρω, στη συνέχεια του αποσπάσματος, ότι:

 

«Σε σχέση με τον οδηγό οχήματος που οδηγεί κατά μήκος κύριου δρόμου, έχει νομολογηθεί ότι, δεν χρειάζεται, εκτός αν υπάρχουν συνθήκες τέτοιες που να προδιαθέτουν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να προβλέψει ότι άλλος οδηγός θα μπεί από πάροδο στον κύριο δρόμο, χωρίς πρώτα να σταματήσει και να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει (Βλ. Varnakides v. Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367 και Χατζηγιάννη ν. Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150, 154). Δεν έχει καθήκον να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις εκτός εάν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί το δρόμο θα εισέρχετο στον κύριο δρόμο από πάροδο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να προχωρήσει (Βλ. Τουλουπή ν. Λαμπασκή, Πολιτική ΄Εφεση 9605/23.9.97, Σοφοκλέους ν. Χαριλάου, Πολιτική ΄Εφεση 9761/22.9.98).»

 

          Κατά ανάλογο τρόπο, στη ΒΙΚΗΣ ν. ΝΕΟΦΥΤΟΥ, (1990) 1ΑΑΔ 345, λέχθηκε ότι «το καθήκον για τη λήψη προληπτικών μέτρων μορφοποιείται ενόψει κινδύνου ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη»

 

          Στην PANAYIOTOU v. MAVROU, (1970) 1CLR 215, λέχθηκε ότι:

 

«It is well settled that negligence is the failure to take reasonable care in the particular circumstances, and in each case the question whether a person has been negligent is a question of fact. We could usefully refer to the principle enunciated by Lord Dunedin in the House of Lords in Fardon v. Harcourt-Rivington [1932] All.E.R. Rep. 81, at page 83, to the effect that if the possibility of the danger emerging is reasonably apparent, then to take no precautions is negligence; but if the possibility of danger emerging is only a mere possibility which would never occur to the mind of a reasonable man, then there is no negligence in not having taken extraordinary precautions. This statement is regarded as applying generally to actions in which the negligence alleged is an omission to take due care for the safety of others; and it must follow that a prudent man will guard against the possible negligence of others, when experience shows such negligence to be common (see Grant v. Sun Shipping Co. Ltd [1948] 2 All E. R. 238, at page 247 H.L.).»

 

          Σαφής προκύπτει, από τη νομολογία, να είναι η σημασία των ιδιαιτέρων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης στο να κριθεί αν η εξέλιξη εκδήλωσης αμέλειας από άλλον μπορεί να θεωρηθεί εύλογα πιθανή, οπόταν η μη λήψη προληπτικών μέτρων αποφυγής τέτοιου κινδύνου να αποτελεί αμέλεια.

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, ουδόλως τέθηκε καθήκον στον εφεσείοντα να διαπιστώσει κάτι που δεν όφειλε να διαπιστώσει. Το τι υφίστατο, και έτσι κρίθηκε, ήταν μία κατάσταση πραγμάτων κατά την οποία το όχημα της εφεσίβλητης, έστω ακινητοποιημένο και σε στάση αναμονής, είχε ήδη μερικώς εισέλθει στη δεξιά λωρίδα. Κάτι που φανέρωνε την πρόθεση της να αλλάξει λωρίδα, ως, άλλωστε έγινε αντιληπτό και από τον εφεσείοντα. Επομένως, η παρούσα διαφέρει της περίπτωσης όπου η ενδεχόμενη αμέλεια ενός οδηγού, απροειδοποίητα, να αλλάξει λωρίδα και να αποκόψει την πορεία άλλου οχήματος παραμένει μία απλή πιθανότητα που ουδέποτε θα περνούσε από το μυαλό ενός συνετού οδηγού και, επομένως δεν θα έθετε σ’ αυτόν καθήκον λήψης προληπτικών μέτρων. Στην παρούσα, η πρόθεση ήταν εκδηλωμένη (και αντιληπτή), υπό συνθήκες που καθιστούσαν εύλογα φανερό τον κίνδυνο η εφεσίβλητη, αμελώς, να αποτολμούσε να εκκινήσει προς τη δεξιά λωρίδα, αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας την παρουσία της μοτοσυκλέτας του εφεσείοντα. Υπό αυτά τα δεδομένα, οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες είναι που εναπόθεταν στον εφεσείοντα καθήκον να λάμβανε προληπτικά μέτρα, όπως, να ελαττώσει ταχύτητα, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το προαναφερθέν ενδεχόμενο, ή ακόμη περισσότερο, να ηχούσε τη σειρήνα της μοτοσυκλέτας, ώστε να προειδοποιήσει για την παρουσία του στη δεξιά λωρίδα. Τα προαναφερόμενα, ουδόλως ακυρώνουν το καθήκον χρήστη του δρόμου, ως η εφεσίβλητη, ως το καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αφορούν μόνο την από μέρους του εφεσείοντα εκπλήρωση του δικού του καθήκοντος για λήψη προληπτικών μέτρων, ως προέκυψε υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της παρούσας υπόθεσης.

 

          Αυτό είναι που έπραξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όταν διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος η εφεσίβλητη να επεδείκνυε αμελή συμπεριφορά ήταν δυνητικά ορατός και ότι η μη λήψη προληπτικών μέτρων από μέρους του εφεσείοντα αποτέλεσε μέρος των γενεσιουργών αιτιών που προκάλεσαν τις ζημιές του εφεσείοντα. Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ορθή, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, και ο καθορισμός του συγκεκριμένου ποσοστού ευθύνης στο πρόσωπο του εφεσείοντα κρίνεται να είναι εντός του επιτρεπτού πλαισίου. Δεν εντοπίζεται σφάλμα από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να επιτρέπει επέμβαση μας.

 

          Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 κρίνονται αβάσιμοι και , ως τέτοιοι, απορρίπτονται.

 

          Αβάσιμο κρίνουμε και τον τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται σφάλμα στην επιδίκαση όλων των εξόδων της διαδικασίας τριτοδιαδίκου εναντίον του εφεσείοντα, αντί ανάλογου ποσοστού, ως το ποσοστό ευθύνης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσίβλητη ήταν η επιτυχούσα διάδικος στην εν λόγω διαδικασία, επομένως δικαιούτο σε έξοδα. Αυτό φαίνεται να αποδέχεται και η πλευρά του εφεσείοντα. Η εισήγηση για ποσοστό των συνολικών εξόδων, ενδεχομένως να αποκτούσε βάση προς συζήτηση, αν αναφερόμαστε σε υπολογισμό των εξόδων στην κλίμακα του συνολικού ποσού. Η επιδίκαση των εξόδων υπέρ της εναγομένης στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό ευθύνης του εφεσείοντα, ουσιαστικά οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Το τι επιδικάσθηκε αποδίδει το περιορισμένο εκείνο στο οποίο η εφεσίβλητη πέτυχε.

 

          Επομένως, και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Συνακόλουθα, η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

          Επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, €1.900.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.      

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.   

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο