ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ v. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΚΚΙΝΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 124/2019, 8/4/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ v. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΚΚΙΝΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 124/2019, 8/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 124/2019)

 

 

9 Απριλίου, 2025

 


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ

Εφεσείοντας/Ενάγοντας

και

ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΚΚΙΝΗΣ

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος

-----------------------------

 

Στέφανος Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα. 

Λώρα Κούτρα για Δημήτρης Κούτρας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για  τον Εφεσίβλητο.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

     δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τέθηκε η αγωγή 4119/2005 κατόπιν διαταγής επανεκδίκασης, επιλήφθηκε της αξίωσης του ενάγοντα‑εφεσείοντα για έκδοση διαταγμάτων που να ακυρώνουν τη μεταβίβαση των 5/12 μεριδίων του ακίνητου με αριθμό εγγραφής 824. Φ./Σχ. 21/45 W.2, τμήμα Β, τεμάχιο 778, το οποίο βρίσκεται στη Λευκωσία από τον ενάγοντα‑εφεσείοντα στον εναγόμενο‑εφεσίβλητο, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του έγινε κατά ή περί τις 8.12.2013 με δόλιο τρόπο και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή απάτη του εναγόμενου‑εφεσίβλητου. Ο ενάγοντας-εφεσείοντας ζητούσε επίσης την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάττεται ο εναγόμενος‑εφεσίβλητος να μεταβιβάσει στον ενάγοντα‑εφεσείοντα το εν λόγω μερίδιο επί του εν λόγω ακίνητου. Διεκδικούσε περαιτέρω γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη ο ενάγοντας‑εφεσείοντας από παράνομες και/ή δόλιες ενέργειες του εναγόμενου‑εφεσίβλητου και/ή απάτης.

 

Εφεσείων και εφεσίβλητος είναι αδέλφια. Ο εφεσείων διαμένει στη Ρουμανία το περισσότερο διάστημα του χρόνου. Οι δύο τους ήταν συνιδιοκτήτες ανά 5/12 μερίδια μαζί με τη μητέρα τους που κατείχε τα άλλα 2/12 μερίδια του εν λόγω ακίνητου. Ισχυρίστηκε ότι με βάση παραστάσεις και υποσχέσεις του εφεσίβλητου ότι ολόκληρο το ακίνητο θα διδόταν ως αντιπαροχή σε τρίτο πρόσωπο και τόσο ο εφεσείων όσο και η μητέρα τους θα λάμβαναν από ένα διαμέρισμα, και στηριζόμενος στις εν λόγω παραστάσεις και υποσχέσεις, υπέγραψε ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο δια του οποίου εξουσιοδοτούσε τον εφεσίβλητο όπως προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να δώσει σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο το μερίδιο του που κατείχε στο εν λόγω ακίνητο. Περαιτέρω,  ισχυρίστηκε ότι και πάλι κατόπιν των παραστάσεων και/ή διαβεβαιώσεων και/ή υποσχέσεων του εφεσίβλητου, υπέγραψε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας δήλωση μεταβίβασης επ' ονόματι του εφεσίβλητου, χωρίς να γνωρίζει ότι με την υπογραφή του μεταβίβαζε επ' ονόματι του εφεσίβλητου, στην απουσία οποιασδήποτε αντιπαροχής και/ή επαρκούς ανταλλάγματος, το μερίδιο του στο εν λόγω ακίνητο.

Ήταν η θέση του ότι λόγω των πιο πάνω παράνομων ενεργειών, ψευδών παραστάσεων, δόλιας συμπεριφοράς και/ή απάτης εκ πλευράς του εφεσίβλητου, απώλεσε το μερίδιο των 5/12 που είχε επί του εν λόγω ακίνητου, και ότι ο εφεσίβλητος ενέγραψε επ' ονόματι του το μερίδιο του εφεσείοντα δια παράνομων ενεργειών και/ή ενεργώντας με δόλια συμπεριφορά δια ψυχικής πίεσης, ψευδών παραστάσεων και/ή κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης.

 

Στο δικόγραφο του πρωτόδικα εξειδίκευε, ως απαιτείται, τις λεπτομέρειες των ψευδών παραστάσεων, απάτης και δόλιας συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, αναφέροντας ότι αυτός, ο εφεσίβλητος, βρισκόταν σε σχέση εμπιστοσύνης σε σχέση με τον εφεσείοντα αδελφό του, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε, ενώ ο εφεσίβλητος προέβηκε σε δήλωση αναληθών γεγονότων με σκοπό να τον εξαπατήσει επιτήδεια και προβαίνοντας σε δηλώσεις αναληθών γεγονότων και τον έπεισε να υπογράψει την εν λόγω μεταβίβαση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε την υπογραφή του εφεσείοντα σε έντυπα του Τμήματος Φόρου Εισοδήματος και εξασφάλισε τη σχετική φορολογική απαλλαγή ώστε να συντελεστεί η μεταβίβαση των 5/12 μεριδίων επ' ονόματι του. Όλα αυτά κατά τον εφεσείοντα συνέβησαν περί τον Μάρτιο του 2003.

 

Ισχυρίστηκε επίσης ότι περί τον Ιανουάριο του 2004 πληροφορήθηκε ότι ο εφεσίβλητος προτίθετο να πωλήσει και/ή να εκμεταλλευτεί το εν λόγω ακίνητο χωρίς να δοθεί αντάλλαγμα στον ίδιο και τη μητέρα τους, και έτσι αποτάθηκε σε δικηγόρο και προέβηκε σε ακύρωση του ειδικού πληρεξουσίου που είχε υπογράψει υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Προέβηκε επίσης σε έρευνα στα μητρώα του Κτηματολογίου, όπου και ανακάλυψε ότι είχε μεταβιβαστεί το δικό του μερίδιο επί του εν λόγω ακίνητου στον εφεσίβλητο, αφού προηγουμένως ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε την υπογραφή του σε διάφορα έντυπα του Τμήματος Φόρου Εισοδήματος για να εξασφαλίσει σχετική απαλλαγή από φορολογικές υποχρεώσεις και να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση του ακίνητου επ' ονόματι του. 

 

 

Ισχυρίστηκε επίσης ότι κάλεσε επανειλημμένα τον εφεσίβλητο αδελφό του να του επιστρέψει το μερίδιο του επί του εν λόγω τεμαχίου και ο εφεσίβλητος, αν και αρχικά συμφώνησε, στη συνέχεια αρνήθηκε να πράξει τούτο, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα να έχει παράνομα στην κατοχή του το μερίδιο του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσίβλητος στην Υπεράσπιση του ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο αφορούσε οικία και ήταν περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα των διαδίκων. Ο εφεσείων δυνάμει εγγράφου διαχείρισης το μεταβίβασε επ' ονόματι του και επ' ονόματι του εφεσίβλητου ανά 5/12 μερίδια έκαστος και τα υπόλοιπα 2/12 μερίδια μεταβιβάστηκαν στο όνομα της μητέρας τους. Αρνείται όλους τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο εφεσείων στην αγωγή του και ισχυρίζεται ότι τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα, και συνάδουν με τη μαρτυρία η οποία βρίσκεται και στους φακέλους του Κτηματολογίου, είναι ότι ο εφεσίβλητος πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι επιθυμούσε ως συνιδιοκτήτης να αποκτήσει o ίδιος το μερίδιο των 5/12 του ακίνητου, ο εφεσείων τον πληροφόρησε ότι μπορούσε να προέβαινε στη μεταβίβαση με βάση το πληρεξούσιο έγγραφο που του είχε υπογράψει, αλλά ο εφεσίβλητος αρνήθηκε και απαίτησε από τον εφεσείοντα να προσέλθει προσωπικά στο Κτηματολόγιο και να δηλώσει την πρόθεση του για μεταβίβαση των 5/12 μεριδίων. Όντως, στις 7.10.2003 ο εφεσείων ήρθε στην Κύπρο και την επόμενη μέρα, 8.10.2003, μεταβίβασε στο Κτηματολόγιο με ελεύθερη βούληση τα 5/12 μερίδια στον εφεσίβλητο δυνάμει δωρεάς. Ο εφεσίβλητος μετά την πράξη αυτή του κατέβαλε και αυτός χαριστικά το ποσό των 30.000 Δολαρίων Αμερικής.

 

Αρνήθηκε ο εφεσίβλητος όλες τις λεπτομέρειες δόλου, ψευδών παραστάσεων, απάτης και δόλιας συμπεριφοράς που ο εφεσείων του καταλογίζει, αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε πλαστογραφία και αιτήθηκε την απόρριψη της αγωγής.

 

Κατά τη διαδικασία επανεκδίκασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δόθηκε μαρτυρία εκ πλευράς εφεσείοντα από 7 μάρτυρες. Μαρτυρία έδωσε ο ίδιος ο εφεσείων, ο Μ.Ε. 2 εξάδελφος των διαδίκων, δικαστικός γραφολόγος ως Μ.Ε.3 o οποίος κατέθεσε έκθεση πραγματογνωμοσύνης και σχετικό πίνακα συγκρίσεως υπογραφών αναφορικά με την υπογραφή που αποδίδεται στον εφεσείοντα επί του Τεκμηρίου 9, (σχετικό έγγραφο του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων) με πόρισμα ότι η υπογραφή επί αυτού, δεν ανήκει στον εφεσείοντα. Ο M.E.4, υπάλληλος στο Τμήμα Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας και Κεφαλαιουχικών Κερδών, εξήγησε ότι πριν να προχωρήσει κάποια μεταβίβαση στο Κτηματολόγιο πρέπει να συμπληρωθεί το Έντυπο Ν. 313, το οποίο είναι πιστοποιητικό πληρωμής‑απαλλαγής από τον Φόρο, και κατέθεσε σχετικά το Τεκμήριο 17, το πιστοποιητικό διευθέτησης φορολογικών υποχρεώσεων, το οποίο δίδεται στο Κτηματολόγιο και σκοπός του είναι να διαβεβαιώσει το Κτηματολόγιο ότι οι φορολογικές υποχρεώσεις του δικαιοπάροχου εκπληρώθηκαν. Ο Μ.Ε.5 ήταν το πρόσωπο που διέμενε στο επίδικο ακίνητο από το 2004 και μετέπειτα. Ανάφερε ότι το 2004 ο εφεσίβλητος του ανάφερε ότι το επίδικο ακίνητο είναι δικής του ιδιοκτησίας και του ζήτησε να αποχωρήσει γιατί είχε σκοπό να κατεδαφίσει το ακίνητο για να ανεγερθεί στη θέση του πολυκατοικία. Ο Μ.Ε.5 αρνήθηκε και του ανάφερε ότι διέμενε στο επίδικο υποστατικό δυνάμει συμφωνίας με τη μητέρα των διαδίκων. Είπε επίσης ότι εξ' όσων τον πληροφόρησε η μητέρα των διαδίκων, ο τίτλος ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου είναι προϊόν πλαστογραφίας. Η Μ.Ε.6 διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Μ.Ε.5 και διέμενε και η ίδια στο επίδικο υποστατικό από το 2004 μέχρι τις 10.1.2007. Ανάφερε ότι ο εφεσίβλητος είχε προστριβές με τη μητέρα του, τσακώνονταν συχνά και καλείτο η Αστυνομία. Ανάφερε επίσης ότι άκουσε ότι ο εφεσίβλητος ξεγέλασε τον εφεσείοντα και μεταβίβασε επ' ονόματι του το μερίδιο του και είχε σκοπό να κατεδαφίσει το επίδικο ακίνητο και να κατασκευάσει στη θέση του διαμερίσματα. Ως Μ.Ε.7 κατέθεσε το πρόσωπο που μετέφρασε στα ελληνικά τα ρουμανικά έγγραφα που αποτελούν το Τεκμήριο 6, δηλαδή δέσμη εγγράφων που δείχνει την αξία ειδών ρουχισμού. Σημειώνουμε εδώ, ότι ο εφεσείων διατηρούσε κατάστημα ρούχων στη Ρουμανία.

 

Εκ πλευράς Υπεράσπισης δόθηκε μαρτυρία από 3 μάρτυρες. Η Μ.Υ.1, υπάλληλος του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας η οποία είχε εργαστεί στο Τμήμα Μεταβιβάσεων για περίοδο 9 χρόνων, αναγνώρισε το όνομα της να καταγράφεται σε δύο σημεία στο έγγραφο με τίτλο «Δήλωση Μεταβίβασης Ακίνητου». Εξήγησε ενώπιον του Δικαστηρίου τη διαδικασία μεταβίβασης ακινήτου και ότι στην παρούσα περίπτωση η διαδικασία μεταβίβασης έγινε ενώπιον της. Ζήτησε η ίδια τις ταυτότητες δικαιοπάροχου και δικαιοδόχου, οι οποίοι και υπέγραψαν το έγγραφο μεταβίβασης και ακολούθως, μετά που τίθενται οι υπογραφές γίνεται ανάγνωση του περιεχόμενου της δήλωσης μεταβίβασης για να δηλώσουν οι συμβαλλόμενοι εάν αποδέχονται τη μεταβίβαση. Στο έγγραφο μεταβίβασης δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά ότι η μεταβίβαση γίνεται δυνάμει αντιπαροχής. Δήλωσε ότι δεν είχε διαπιστώσει οποιαδήποτε παρατυπία κατά τη μεταβίβαση του επίδικου ακίνητου. Είχε ελέγξει η ίδια τις ταυτότητες των προσώπων που είχε ενώπιον της και θα υπέγραφαν, γεγονός για το οποίο έχει σημείωση στο εν λόγω έντυπο, και δήλωσε ότι στην υπό κρίση περίπτωση η μεταβίβαση δεν έγινε μέσω πληρεξουσίου. Επέμενε ότι προέβηκε σε έλεγχο ταυτοτήτων των προσώπων που είχε ενώπιον της πριν να υπογράψουν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και αυτό το σημείωσε στο έντυπο μεταβίβασης και υπέδειξε σχετικά ένα σήμα «Ν» που έβαλε στο έντυπο, επιμένοντας ότι ζήτησε από τον εφεσείοντα να υποδείξει την ταυτότητα του, αυτός το έπραξε και η ίδια την είδε.

 

Ο Μ.Υ.2 λογιστής, υπεύθυνος τήρησης των λογιστικών βιβλίων των εταιρειών του εφεσίβλητου. Είπε ότι οι εταιρείες του εφεσίβλητου εισήγαγαν προϊόντα από την Ελλάδα και τον Λίβανο, αλλά όχι τη Ρουμανία και δεν μπορούν να εισαχθούν προϊόντα χωρίς να υπάρχουν έγγραφα φορτωτικής.

Ο τελευταίος μάρτυρας ήταν o ίδιος ο εφεσίβλητος, Μ.Υ.3, o οποίος επανέλαβε όλα όσα ανάφερε στην Υπεράσπιση του, ότι δηλαδή μετέβηκε μαζί με τον εφεσείοντα στο Κτηματολόγιο και ο εφεσείων ενέγραψε και μεταβίβασε επ' ονόματι του τα 5/12 μερίδια του επίδικου ακίνητου. Αρνήθηκε ότι ο εφεσείων του είχε προσφέρει το μερίδιο του στο επίδικο ακίνητο με αντιπαροχή και επέμενε ότι το ποσό των 30.000 Δολαρίων που έδωσε στον εφεσείοντα έγινε χαριστικά. Αρνήθηκε επίσης την υποβολή ότι οι 30.000 Δολάρια αφορούσαν αγορά ρούχων από τη Ρουμανία που αγόρασε από τον εφεσείοντα για σκοπούς των καταστημάτων που o ίδιος διατηρούσε ως ιδιοκτήτης της εταιρείας S. Kokkinis Co Ltd. Επέμενε ότι πήγαν μαζί με τον αδελφό του στο Κτηματολόγιο και προχώρησαν στη μεταβίβαση του μεριδίου και αρνήθηκε την υποβολή ότι προέβηκε σε οποιαδήποτε πλαστογραφία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις ορθές αρχές της νομολογίας προχώρησε σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση όλων των μαρτύρων που έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του. Σχημάτισε αρνητική εντύπωση για τον εφεσείοντα, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του αόριστη, γεμάτη υπεκφυγές και χωρίς να στέκει στη λογική. Όλες του οι θέσεις αντικρούστηκαν από την έγγραφη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και επίσης δήλωσε ότι παρατηρήθηκε αρκετά μεγάλος χρόνος για να αντιδράσει από την ημέρα που ισχυρίστηκε ότι έμαθε ότι δεν υπήρχε αντάλλαγμα για την επίδικη μεταβίβαση. Εντόπισε προσπάθεια του να παραπλανήσει σε σχέση με περιεχόμενα εγγράφων που ήταν αντίθετα με τη μαρτυρία του, γεγονός που σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδυναμώνει την αξιοπιστία του και δεικνύει ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να καταθέσει την αλήθεια. Επίσης, αφού αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 και τη θέση της ότι ο εφεσείων παρουσιάστηκε ενώπιον της και του διαβάστηκε το έγγραφο αποδοχής της μεταβίβασης, είχε την ευκαιρία να της αναφέρει ότι κατά τους ισχυρισμούς του ξεγελάστηκε, κάτι που δεν έπραξε. Αναφέρει επίσης, σωστά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ουδέποτε ο εφεσείων ζήτησε μέσω του δικηγόρου του να εφαρμοστεί η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία περί αντιπαροχής, ως θα ήταν η λογική πορεία, αν όντως υπήρχε τέτοια συμφωνία. Επιπλέον, στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου έκανε λόγο για δύο διαμερίσματα για σκοπούς αντιπαροχής και όχι ένα, ως οι δικογραφημένοι του ισχυρισμοί, με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του και των δικογραφημένων του ισχυρισμών. Σχολίασε επίσης το γεγονός ότι η θέση του αυτή δεν τέθηκε στους μάρτυρες Υπεράσπισης για να τη σχολιάσουν. Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία του εφεσείοντα για τον σκοπό λήψης του ποσού των 30.000 Δολαρίων και τη θέση ότι δήθεν αφορούσαν είδη ρουχισμού που απέστειλε ο ίδιος από τη Ρουμανία στον εφεσίβλητο. Σημείωσε ιδιαίτερα την απουσία εγγράφων φορτωτικής, μεταφοράς ή εκτελώνισης στην Κύπρο, γεγονός το οποίο αφήνει τη μαρτυρία του αόριστη και ανυποστήρικτη.

 

Αρνητική ήταν επίσης η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, με τον χαρακτηρισμό ότι βρίθει υπεκφυγών και πολλά «δεν θυμάμαι». Σημειώνει επίσης ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν προσέφερε τίποτε στα επίδικα θέματα και ότι η μαρτυρία του περιστρεφόταν γύρω από γεγονότα άσχετα με την επίδικη μεταβίβαση. Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία των Μ.Ε.5 και Μ.Ε.6, ως μη προσθέτουσα οτιδήποτε στα επίδικα θέματα. Αντίθετα, δέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, αλλά και του ίδιου του εφεσίβλητου ως προς τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο Κτηματολόγιο, ως προς τη μεταβίβαση του επίδικου μεριδίου την οποία έκρινε ότι συνάδει τόσο με την έγγραφη μαρτυρία, αλλά και με την αξιόπιστη μαρτυρία της Μ.Υ.1. Και για τη μαρτυρία του εφεσίβλητου όμως, σημείωσε κάποιες αμφιβολίες και ερωτηματικά, καταλήγοντας ότι την αποδέχεται μερικώς και συγκεκριμένα ως προς τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο Κτηματολόγιο κατά την υπογραφή της μεταβίβασης και ως προς το ότι δεν παράλαβε την επίδικη περίοδο κανένα προϊόν αξίας 30.000 Δολαρίων από τον εφεσείοντα.

Για τον Μ.Ε.3, τον οποίο δέχτηκε ως εμπειρογνώμονα με βάση τις αρχές της νομολογίας που διέπουν τον χαρακτηρισμό ενός μάρτυρα ως εμπειρογνώμονα, αλλά και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, ανάφερε ότι η μαρτυρία του περί της ειδικότητας του γίνεται αποδεκτή, η οποία ούτε αμφισβητήθηκε ούτε αντικρούστηκε με αντίθετη μαρτυρία ή με αντίθετη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, και έκρινε ότι το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του για την εξαγωγή ευρημάτων.

 

Στις ίδιες γραμμές ήταν και η αξιολόγηση του για τους M.E.4 και Μ.Υ.1, αναφέροντας ότι κλήθηκαν να δώσουν μαρτυρία υπό την ιδιότητα τους ως υπάλληλοι του Τμήματος Φορολογίας και Τμήματος Κτηματολογίου αντίστοιχα. Έκρινε ότι κανένας τους δεν είχε οποιαδήποτε σύνδεση με τους διάδικους ή συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, και ανέφερε ότι χαρακτηρίζεται η μαρτυρία τους από αμεσότητα, ευθύτητα και σαφήνεια. Δήλωσε επίσης ότι ειδικά για τη Μ.Υ.1, η βάση της θέσης ότι οι διάδικοι παρουσιάστηκαν ενώπιον της και αποδέχτηκαν τη μεταβίβαση, πέραν του ότι ήταν σταθερή, προκύπτει και μέσα από το ίδιο το έγγραφο, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι σε κανένα σημείο δεν υποβλήθηκε σε αυτή ότι το έγγραφο μεταβίβασης είναι προϊόν πλαστογραφίας ή ότι η ίδια επενέβη επ' αυτού θέτοντας οποιαδήποτε ψευδή στοιχεία ή αναφορές.

 

Κατέληξε με βάση τα ευρήματα του και εφαρμόζοντας τις σωστές νομολογιακές αρχές αναφορικά με το επίπεδο απόδειξης ισχυρισμών και προσδιορισμού της έννοιας του δόλου, της απάτης και της ψευδούς παράστασης με αναφορά στις υποθέσεις Ιακώβου Μαρία v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 992, Kakoullou v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547, Ανδρέας Τσιάρτας κ.α. v. Alocay Holdings Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523, Ραπτόπουλος v. Alpha Bank Ltd Πολ. Έφεση 337/11, ημερ.11.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:A135 και στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Π. Πολυβίου Τόμος Α σελ. 333,334, ότι καταρρίπτεται το θεμέλιο του κατ’ ισχυρισμό δόλου, συγκεκριμένα η θέση ότι ο εφεσίβλητος απέκρυψε από τον εφεσείοντα ότι με την υπογραφή της δήλωσης μεταβίβασης θα μεταβιβαζόταν το μερίδιο του στον εφεσίβλητο. Ούτε ότι προέβηκε σε οποιαδήποτε παράσταση, ότι με τη μεταβίβαση του επίδικου μεριδίου θα του έδιδε σε οποιοδήποτε χρόνο αντιπαροχή ένα ή δύο διαμερίσματα, ούτε και το ότι προκύπτει ότι αυτή η παράσταση ήταν οι λόγοι που ο εφεσείων προχώρησε στην υπογραφή της δήλωσης μεταβίβασης του μεριδίου του. Σημειώνει επίσης ότι ο εφεσείων είχε πληροφορηθεί τον λόγο μεταβίβασης και αδιαμαρτύρητα προχώρησε στη δήλωση αποδοχής της τόσο γραπτώς με την υπογραφή του επί του σχετικού εγγράφου, όσο και προφορικά ενώπιον της αρμόδιας υπαλλήλου του Κτηματολογίου.

 

Με αναφορά επίσης στην υπόθεση Kakoullou (ανωτέρω) ανάφερε ότι το γεγονός ότι το Τεκμήριο 9 (αντίγραφο από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για το οποίο ο Μ.Ε.3 (δικαστικός γραφολόγος) δήλωσε ότι η υπογραφή δεν ανήκει στον εφεσείοντα), από μόνο του δεν θα μπορούσε να οδηγήσει αναμφίβολα στο συμπέρασμα περί ύπαρξης δόλου, αφού η μεταβίβαση και ο λόγος αυτής ήταν καλά γνωστές στον εφεσείοντα. Έτσι, η απόδειξη μιας εκ των κατ' ισχυρισμών λεπτομερειών δόλου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα περί ύπαρξης δόλου.

 

Κατέληξε να απορρίψει στην αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με έξοδα υπέρ του και εναντίον του εφεσείοντα, αναφέροντας χαρακτηριστικά:


«Εν γένει από την ενώπιόν μου μαρτυρία δεν αναδύονται στοιχεία τέτοια που να κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος έπραξε κάτι ηθικώς ανέντιμο ή ξεγέλασε ή προέβη σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση προς τον Ενάγοντα. Αντίθετα προκύπτει μέσα από το Τεκμήριο 12 και τη μαρτυρία της ΜΥ1 ότι η μεταβίβαση έγινε νόμιμα και κανονικά με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της.

 

Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει με την αυστηρότητα που απαιτείται τις κατ΄ ισχυρισμόν λεπτομέρειες δόλου και ψευδών παραστάσεων και απέτυχε να αποδείξει το θεμέλιο της αξίωσής του  στο αναγκαίο επίπεδο.»

Ο εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας 6 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα λανθασμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή, χωρίς να αξιολογήσει καθόλου και/ή αξιολογώντας λανθασμένα την προσαχθείσα μαρτυρία και να την εφαρμόσει σε σχετικές νομικές αρχές με αποτέλεσμα να αποφασίσει ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τη δόλια συμπεριφορά του εφεσίβλητου. Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι η εσφαλμένη και ανακόλουθη απόφαση του Δικαστηρίου παραγνωρίζοντας τα ίδια τα ευρήματα του, να απορρίψει την αγωγή και να μην διατάξει ακύρωση της επίδικης μεταβίβασης, αφού η ουσιαστική Υπεράσπιση του εφεσίβλητου ότι η επίδικη μεταβίβαση συντελέστηκε συνεπεία δωρεάς για την οποία όμως κατέβαλε χαριστικά στον εφεσείοντα το ποσό των 30.000 Δολαρίων ισοδυναμεί με έγκριση της διενεργηθείσας από τον εφεσίβλητο παρανομίας. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ενώ ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά το μέρος της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Υ.3, την οποία δεν αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο πέμπτος λόγος έφεσης επίσης αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας, και συγκεκριμένα καταφέρεται εναντίον της θετικής αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 Λειτουργού του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας. Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας απορρίψει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ευρήματα σχετικά με τα κατατεθέντα Τεκμήρια, και/ή τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται το περιεχόμενο των Τεκμηρίων και/ή είναι αποτέλεσμα συμπερασμάτων επί μη δικογραφημένων ισχυρισμών του εφεσίβλητου και/ή μη επίδικων θεμάτων.

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τα περιγράμματα του κατέθεσαν έκαστος και περιορίστηκαν να τονίσουν συγκεκριμένα σημεία που θεωρούν ότι ενισχύουν τη θέση τους.

 

Επειδή όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, τουλάχιστον οι τρεις από τους λόγους έφεσης αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ορθό να ξεκινήσουμε την εξέταση της παρούσας υπόθεσης υπενθυμίζοντας την πάγια αρχή αναφορικά με την επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση που γίνεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια.

 

            Όπως έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024


«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

Ξεκινούμε λοιπόν με τους λόγους έφεσης που αφορούν την αξιολόγηση των μαρτύρων, που όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, πρόκειται για τον λόγο έφεσης 3 που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τον λόγο έφεσης 4 που αφορά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, αλλά και τον λόγο έφεσης 5 αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Υ.1.

 

Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του εφεσείοντα, σχετικός είναι ο λόγος έφεσης 3, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του ασχολείται επισταμένα με τη μαρτυρία του. Αντιπαραθέτοντας τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου με την έγγραφη μαρτυρία που υπήρχε, τα διάφορα δηλαδή Τεκμήρια που έχουν κατατεθεί, αλλά και αντιπαραβάλλοντας τη με μαρτυρία που έχει αποδεχθεί είτε διότι δεν αμφισβητήθηκε, είτε μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει γίνει, καταλήγει ότι είναι αντικρουόμενη με τη μαρτυρία που έχει γίνει αποδεκτή. Εντοπίζει επίσης αοριστίες και υπεκφυγές για τις οποίες δίδει παραδείγματα και καταλήγει επίσης και στο συμπέρασμα ότι αφίσταται της λογικής, επίσης τεκμηριώνοντας το συμπέρασμα του αυτό. Θέτει επίσης τον προβληματισμό του το πρωτόδικο Δικαστήριο για τον χρόνο αντίδρασης και διαμαρτυρίας του εφεσείοντα σε σχέση με την ημερομηνία που, κατά τους ισχυρισμούς του, αντιλήφθηκε το τι είχε γίνει.

 

Τα σημεία της μαρτυρίας του για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να δεχτεί, θέτοντας τους προβληματισμούς του για τους λόγους, είναι απόλυτα λογικά και όντως συγκρούονται με μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει δεχτεί είτε τούτη ήταν έγγραφη, είτε μαρτυρία που μετά από αξιολόγηση έχει αποφασίσει ότι είναι αξιόπιστη και αναφερόμαστε κυρίως στη μαρτυρία της Μ.Υ.1, Λειτουργού του Κτηματολογίου.

 

Σημειώνει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείοντας δεν δίστασε να ανασκευάσει μέρος της μαρτυρίας του στο ειδώλιο, προσπαθώντας να παραπλανήσει σε σχέση με το περιεχόμενο ενός εγγράφου που ήταν αντίθετο με την εκδοχή του, και αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο Τεκμήριο 13, που είναι η επιστολή που έδωσε οδηγίες ο ίδιος στον δικηγόρο του να απoσταλεί εκ μέρους του και της μητέρας του, προς τον εφεσίβλητο.

 

Βάσιμη είναι και η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγινε η δήλωση μεταβίβασης στο Κτηματολόγιο στην παρουσία εφεσείοντα και εφεσίβλητου ενώπιον της Μ.Υ.1, η οποία έπεισε το Δικαστήριο ότι ακολούθησε τη διαδικασία που επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Δηλαδή εξέτασε και ικανοποιήθηκε ότι τα πρόσωπα που είχε ενώπιον της ήταν εφεσείων και εφεσίβλητος και διάβασε δυνατά τη δήλωση που υπέγραψαν για τη μεταβίβαση των μεριδίων στο ακίνητο του εφεσείοντα προς όφελος του εφεσίβλητου, χωρίς να αναφερθεί θέμα αντιπαροχής, και ο εφεσείων όχι μόνο ενώπιον της δεν έκανε οποιαδήποτε παρατήρηση ή αντίδραση, αντίθετα την αποδέχτηκε και, 6 μήνες μετά αποστέλλει μέσω δικηγόρου το Τεκμήριο 13, του οποίου το περιεχόμενο δοκίμασε να ανασκευάσει κατά την προφορική του μαρτυρία στο Δικαστήριο.

 

Σημειώνουμε επίσης ότι υπήρξε διάσταση των ισχυρισμών του εφεσείοντα με τα δικόγραφα του, ως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, και επίσης ότι οι θέσεις του όπως π.χ. ότι η αντιπαροχή ήταν δύο διαμερίσματα και όχι ένα, δεν τέθηκαν ενώπιον των μαρτύρων της Υπεράσπισης για να τη σχολιάσουν.

 

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέρριψε στοιχειοθετώντας πλήρως και δικαιολογώντας τη θέση του, τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για το κατ' ισχυρισμό αντάλλαγμα που έδωσε στον εφεσίβλητο για τη λήψη του ποσού των 30.000 Δολαρίων. Υπενθυμίζουμε ότι ήταν, κατά τους ισχυρισμούς του, για την πώληση ειδών ρουχισμού. Στη σελίδα 20 της εκκαλούμενης απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς εξηγεί τον λόγο που δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα για το θέμα αυτό, αλλά και αμφισβήτησε το Τεκμήριο 6, δέσμη εγγράφων που εμφανίζονται να είναι τιμολόγια εκδοθέντα από διαφορετικές εταιρείες.

 

Δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης μας στην αξιολόγηση που έγινε για τη μαρτυρία του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απόφαση του ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις και αιτιολογημένη.

 

Επομένως ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 4 αφορά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι η θέση του εφεσίβλητου ως προς τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο Κτηματολόγιο ως προς τη μεταβίβαση του επίδικου μεριδίου, συνάδει τόσο με την έγγραφη μαρτυρία, αλλά και με την αξιόπιστη μαρτυρία της Μ.Υ.1. Θέση του Δικαστηρίου που παρέμεινε σταθερή από την αρχή, αφού αξιολόγησε τη Μ.Υ.1 σχετικά.

 

Όπως επίσης αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η άρνηση του εφεσίβλητου ότι παρέλαβε προϊόντα αξίας 30.000 Δολαρίων από τον εφεσείοντα, δεν αντικρούστηκε από αξιόπιστη μαρτυρία. Όπως περαιτέρω αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του τιμολόγια που να καταδεικνύουν ότι είτε o ίδιος είτε κάποια εταιρεία δικών του συμφερόντων αγόρασε οποιαδήποτε ποσότητα ρουχισμού.

 

Όπως είναι αποδεκτό από τη νομολογία, μπορεί το Δικαστήριο να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός κατά βάση αξιόπιστου μάρτυρα, και να απορρίψει άλλο. Έτσι, και στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως προς τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο Κτηματολόγιο κατά την υπογραφή της δήλωσης μεταβίβασης. Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία αυτή ενισχύεται από έγγραφη μαρτυρία, αλλά και την ανεξάρτητη μαρτυρία της Μ.Υ.1, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, και ως προς το ότι δεν είχε παραλάβει την επίδικη περίοδο προϊόντα αξίας 30.000 Δολαρίων από τον εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε και πάλι, ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του στοιχεία και ειδικά τιμολόγια που να δείχνουν ότι παραγγέλθηκαν και αποστάλθηκαν είδη ρουχισμού, αλλά επίσης δεν κατατέθηκαν τα διάφορα άλλα έγγραφα που θα ανέμενε κάποιος να υπάρχουν, όπως έγγραφα φορτωτικής, έγγραφα μεταφοράς, έγγραφα εκτελώνισης.

Το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το δέχτηκε, θεωρώντας ότι είχε έλλειψη συνοχής και σταθερότητας, και διαπίστωσε επίσης και υπεκφυγές. Τα σημεία όμως για τα οποία η μαρτυρία του  έγινε αποδεκτή, είναι τα σημεία που ενδιαφέρουν την παρούσα υπόθεση. Θεωρούμε ότι δικαιολόγησε πλήρως την απόφαση του, η οποία υπό τις περιστάσεις ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Επομένως ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει. Και συνεπώς απορρίπτεται.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που αφορά το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ο πέμπτος λόγος έφεσης, που αναφέρεται στην αξιολόγηση της Μ.Υ.1, Λειτουργού του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του αναφέρει αρχικά ότι διαπίστωσε να μην υπάρχει σύνδεση της με οποιοδήποτε από τους διάδικους, ούτε και να έχει οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, γι' αυτό και την έκρινε αντικειμενική. Ανάφερε περαιτέρω, ότι η μαρτυρία της χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, ευθύτητα και σαφήνεια. Η εν λόγω μάρτυρας εξήγησε την ακολουθητέα διαδικασία κατά την κατάθεση δήλωσης μεταβίβασης ενώπιον κτηματολογικού λειτουργού, και διευκρίνισε ότι αυτή τη διαδικασία ακολουθούσε και η ίδια στα πλαίσια των καθηκόντων της. Παρέμεινε σταθερή η εκδοχή της, παρά την αντεξέταση της και μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι η μαρτυρία της δεν παρέμεινε μόνο σε όσα θυμόταν από μνήμης, αλλά παρέπεμψε και επί συγκεκριμένων σημείων στα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί, τα οποία η ίδια έθεσε επί των εν λόγω εγγράφων, δίπλα από τις υπογραφές των μερών, στοιχεία που ενδυναμώνουν τον αναντίλεκτο ισχυρισμό της ότι είχε τηρηθεί η ακολουθητέα διαδικασία.

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι αναφορικά με το Τεκμήριο 30, πρωτότυπη δήλωση μεταβίβασης, είναι όπως σημειώνει σημαντικό να αναφερθεί, ότι κατά την αντεξέταση της εν λόγω μάρτυρος ουδέποτε της υποβλήθηκε ότι το Τεκμήριο 30 είναι προϊόν πλαστογραφίας ή ότι η ίδια επενέβη επί αυτού, θέτοντας ψευδείς στοιχεία ή αναφορές.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί την εν λόγω μαρτυρία ως αξιόπιστη, είναι και ορθή και δικαιολογημένη και εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Έπεται ότι και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

Ο λόγος έφεσης 1 αναφέρεται σε εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει στην αγωγή κρίνοντας ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τη δόλια συμπεριφορά του εφεσίβλητου, παραγνωρίζοντας την προσαχθείσα μαρτυρία, αξιολογώντας τη λανθασμένα και χωρίς να εφαρμόσει τις σχετικές με το επίδικο θέμα νομικές αρχές.

 

Έχουμε αμέσως ανωτέρω απορρίψει τους τρεις λόγους έφεσης με τους οποίους ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των κύριων μαρτύρων της υπόθεσης, εφεσείοντα, εφεσίβλητου και Μ.Υ.1. Βεβαίως υιοθετούμε τα πιο πάνω και ο πρώτος λόγος έφεσης σε ό,τι αφορά λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας, βεβαίως και ακολουθεί το αποτέλεσμα των λόγων έφεσης 3, 4 και 5.
 

Σε ό,τι αφορά τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί ενώπιον του, αναφέρουμε ότι απλή ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ προσεκτικά καταγράφοντας συνοπτικά μεν τη μαρτυρία που δόθηκε δια ζώσης, έκανε πλήρη αναφορά σε όλα τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του και σημειώθηκαν ως τεκμήρια, και εξήγησε το κάθε ένα από αυτά. Επίσης αξιολογώντας τη δια ζώσης μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, την αντιπαρέβαλε με την έγγραφη μαρτυρία για να μπορέσει να εξάξει τα συμπεράσματα του.

Επομένως, η θέση ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε την προσαχθείσα μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, δεν ευσταθεί.

Περαιτέρω, έχοντας καταλήξει σε ευρήματα μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, προχώρησε και παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει τις αξιώσεις που προβάλλονται με την υπό κρίση αγωγή, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στους ισχυρισμούς για δόλια συμπεριφορά, απάτη και ψευδή παράσταση. Με αναφορά στη νομοθεσία αλλά και στη νομολογία, συνόψισε το τι πρέπει να αποδειχθεί για να πετύχει αυτός ο ισχυρισμός και υπαγάγοντας τη μαρτυρία που αποφάσισε να αποδεχτεί και τα ευρήματα του και τα γεγονότα στις αρχές της νομολογίας, δικαιολογεί το συμπέρασμα του ότι ο εφεσείων χωρίς να ξεγελαστεί μεταβίβασε το μερίδιο του στον εφεσίβλητο. Μετά τη μεταβίβαση ούτε διαμαρτυρήθηκε, ούτε προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί δόλου ή εξαπάτησης του, ούτε και ζήτησε να μην ολοκληρωθεί η μεταβίβαση. Η οποιαδήποτε αντίδραση του προέκυψε με καθυστέρηση, αλλά και ακόμα όταν αντέδρασε, ουδέποτε ζήτησε να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί η ισχυριζόμενη από πλευράς του συμφωνία αντιπαροχής.

 

Η βασική θέση του εφεσείοντα, ότι ο εφεσίβλητος είχε αποκρύψει από τον ίδιο ότι με την υπογραφή της δήλωσης μεταβίβασης θα μεταβιβαζόταν το μερίδιο του στον εφεσίβλητο, που είναι και ο ισχυρισμός του για δόλο, έχει καταρριφθεί μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ότι η μεταβίβαση δεν περιλάμβανε οποιοδήποτε αντάλλαγμα, αλλά ότι και ούτε μεταγενέστερα ζήτησε ο εφεσείων οποιοδήποτε αντάλλαγμα.

 

Το Δικαστήριο έχει επίσης προχωρήσει στο αιτιολογημένο εύρημα ότι ενώπιον της Μ.Υ.1 ο εφεσείων πληροφορήθηκε από την ίδια, ως αρμόδια Λειτουργό του Κτηματολογίου, το τι υπέγραφε με το έντυπο της δήλωσης μεταβίβασης και αδιαμαρτύρητα προχώρησε σε αποδοχή, τόσο γραπτώς υπογράφοντας τη σχετική δήλωση (Τεκμήρια 12 και 30), αλλά και προφορικά την αποδέχτηκε ενώπιον της Μ.Υ.1.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το Τεκμήριο 9, το σχετικό έγγραφο του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, δεν φέρει την υπογραφή του εφεσείοντα, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.3. Αλλά ορθά το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας, καταλήγει ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν θα μπορούσε να οδηγήσει αναμφίβολα σε συμπέρασμα περί ύπαρξης δόλου, όπως προσδιορίζεται στην Έκθεση Απαίτησης, αφού η μεταβίβαση και ο λόγος αυτής ήταν καλά γνωστές στον εφεσείοντα.

 

Ορθά επίσης, με αναφορά στην υπόθεση Kakoullou (ανωτέρω), έκρινε ότι οι λεπτομέρειες που έχουν αποδειχθεί, δηλαδή η μη υπογραφή του Τεκμηρίου 9 από τον εφεσείοντα, δεν μπορεί να οδηγήσει αναμφίβολα σε συμπέρασμα ότι υφίστατο δόλος.

 

Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει με την αυστηρότητα που απαιτείται τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες δόλου και ψευδών παραστάσεων, και απέτυχε να αποδείξει το θεμέλιο της αξίωσης του στο αναγκαίο επίπεδο.

 

Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Ως αποτέλεσμα της απόρριψης του πρώτου λόγου έφεσης, αναπόφευκτα απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον πρώτο, με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και δεν διέταξε την ακύρωση της επίδικης μεταβίβασης, παραγνωρίζοντας ότι η μοναδική ουσιαστική Υπεράσπιση του εφεσίβλητου ήταν ότι αυτή συντελέστηκε συνεπεία δωρεάς, αλλά για την οποία κατέβαλε ο ίδιος χαριστικά το ποσό των 30.000 Δολαρίων στον εφεσείοντα.

Είναι σαφές από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συμφωνία αντιπαροχής. Αντίθετα, και οι δύο διάδικοι αποδέχτηκαν ενώπιον της Λειτουργού του Κτηματολογίου τη μεταβίβαση δυνάμει δωρεάς.

 

Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου περί καταβολής 30.000 Δολαρίων χαριστικά, δεν συνδέεται με τη θέση ότι τούτο αποτελούσε οποιαδήποτε αντιπαροχή (consideration) για τη μεταβίβαση του μεριδίου. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, η αιτία για την οποία ο εφεσίβλητος έδωσε στον εφεσείοντα το ποσό των 30.000 Δολαρίων Αμερικής, δεν διασυνδέεται με οποιαδήποτε δικογραφημένη λεπτομέρεια δόλου και έτσι δεν μπορεί να επηρεάσει την παρούσα υπόθεση.

 

Έτσι και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Παραμένει προς εξέταση ο έκτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αναφορικά με συγκεκριμένα τεκμήρια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε ευρήματα, και/ή τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται το περιεχόμενο των εν λόγω Τεκμηρίων. Γίνεται αναφορά συγκεκριμένα στα Τεκμήρια 2, 3, 5, 6, 7, 9, 10 και 12.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κάνει αναφορά σε όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του. Αποφασίζει σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα ευρήματα και συμπεράσματα του, τα οποία και δικαιολογεί πλήρως. Έχει ασχοληθεί και με τα τεκμήρια που αφορούν την κατ' ισχυρισμό πληρωμή των 30.000 Δολαρίων ως αντάλλαγμα για πώληση ρούχων και έχει απορρίψει το περιεχόμενο τους για τους λόγους που φαίνονται στην απόφαση του. Έχει επίσης ασχοληθεί με τις επιστολές που έστειλε ο εφεσείων μέσω του δικηγόρου του, αλλά αναφέρεται επίσης και στο τεκμήριο που αφορά το έντυπο του Φόρου Εισοδήματος, στο οποίο δεν υπάρχει η υπογραφή του εφεσείοντα και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να επηρεάσει την απόφαση του περί εγκυρότητας της δωρεάς. Η μετέπειτα ακύρωση του πληρεξουσίου εγγράφου που έδωσε στον εφεσίβλητο, μετά που έγινε η δωρεά, δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

Επομένως, και αυτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντα απορρίπτεται και συνακόλουθα απορρίπτεται και ο έκτος λόγος έφεσης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ.

 

 

               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο