
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε140/2020)
29 Απριλίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
1. Ευγενία Παρασκευαΐδου
2. APL Alexander Promotions Ltd
3. G.K. Theonell Building and Constructions Ltd
4. Γεώργιος Παρασκευόπουλου
5. Σοφία Μπουντακίδου
6. Κορνήλιος Παρασκευόπουλου
7. Ναντέζντα Ποσναγκίδου
8. Στέφανος Ποσναγκίδη
9. Magnifia Grandhill Limited
10. Έλενα Κωνσταντίνου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
11. Kyprianides, Nicolaou & Economides Ltd
Εφεσείοντες
ν.
1. Gerlington Ltd
2. Mavlana Investment Ltd
3. Dmitry Pogorelov
4. Agenda Developments Inc
5. Eftex Corporation
6. Lavr Estates Ltd
7. Krocus Heights Ltd
Εφεσίβλητοι
Για Εφεσείοντες: Κος Μιχάλης Β. Ιωάννου.
Για Εφεσίβλητους: Κος Γιαννάκης Θωμά και κα Πάμελα Αρέστη για Yiannakis Κ. Thoma Law Firm LLC.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (N. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι εφεσίβλητοι μαζί με άλλα πρόσωπα, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, την αγωγή με αριθμό 4739/2014 στην οποία εναγόμενοι είναι οι εφεσείοντες μαζί με άλλα πρόσωπα. Μετά την καταχώρηση της αγωγής, καταχωρίστηκε στο φάκελο της υπόθεσης, ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες.
Στις 10/08/2019 η αγωγή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο επειδή δεν καταχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες, η προβλεπόμενη από τη Δ.31 θ.10(1) αίτηση, για καθορισμό ημερομηνίας ακρόασης της αγωγής. Στην συνέχεια, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν στις 29/11/2019, αίτηση παραμερισμού της διαταγής του Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Ισχυρίστηκαν ότι η σχετική ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή, εκ λάθους απευθυνόταν στους προηγούμενους δικηγόρους τους, οι οποίοι όμως παρέλειψαν να τους ειδοποιήσουν. Ως αποτέλεσμα, ούτε οι εφεσίβλητοι ούτε και οι νέοι δικηγόροι τους είχαν ειδοποιηθεί για την πρόθεση απόρριψης της αγωγής, λόγω μη συμμόρφωσης με την προθεσμία της ειδοποίησης.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν επιπλέον ότι η μη καταχώριση αίτησης ορισμού της ακρόασης, εντός της προβλεπόμενης από τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας προθεσμίας, δεν οφειλόταν σε ασέβεια ή περιφρόνηση του Δικαστηρίου, ούτε σε πρόθεση εγκατάλειψης της διαδικασίας. Ο λόγος ήταν ότι κατά την μελέτη της αγωγής από τους νέους δικηγόρους τους, προέκυψε η ανάγκη για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης και θεωρήθηκε σκόπιμο όπως η αίτηση ορισμού καταχωριστεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας τροποποίησης.
Οι εφεσίβλητοι στην πρωτόδικη διαδικασία, έκαναν αναφορά και στο προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε προς όφελος τους, το οποίο κατέστη οριστικό, προκειμένου να καταδείξουν ότι έχουν καλή υπόθεση στην αγωγή, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τις ενστάσεις των εφεσειόντων, άσκησε την διακριτική του εξουσία υπέρ των εφεσιβλήτων και αποδεχόμενο την αίτηση, εξέδωσε διάταγμα επαναφοράς της αγωγής και του προσωρινού διατάγματος που είχε εκδοθεί στο πλαίσιο της αγωγής. Κρίθηκε να προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, ότι η σχετική ειδοποίηση επιδόθηκε στους αρχικούς δικηγόρους των εφεσιβλήτων και όχι στους ίδιους τους εφεσίβλητους, όπως ρητά προβλέπεται στην Δ.31 θ.10(1). Περαιτέρω, η εν λόγω ειδοποίηση του Πρωτοκολλητείου δυνάμει της Δ.31 θ.10(1), είναι παράτυπη γιατί επιδόθηκε στους προηγούμενους δικηγόρους των εφεσιβλήτων, παραγνωρίζοντας την ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου που καταχωρίστηκε στον φάκελο της υπόθεσης.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην μη τήρηση των προνοιών της Δ.31 θ.10(1), και στην παράλειψη καταχώρησης αίτησης ορισμού εντός της καθορισθείσας προθεσμίας των 14 ημερών, ως και οι εξηγήσεις που οι εφεσίβλητοι έδωσαν, λόγω της αναγκαιότητας για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, αποτελούν σοβαρούς και εύλογους λόγους που δικαιολογούν τον παραμερισμό της απόρριψης της αγωγής, αφού ουδόλως καταδεικνύεται στην παρούσα, καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Αναφορικά με τα έξοδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας ότι κάθε πλευρά θα πρέπει να επωμισθεί τα έξοδα της, λόγω των πιο πάνω ιδιαιτέρων περιστατικών της υπόθεσης.
Οι εφεσείοντες με 6 λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επαναφορά της αγωγής και του προσωρινού διατάγματος.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για επαναφορά και του προσωρινού διατάγματος αφού μόνο αγωγή μπορεί να επαναφερθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.33 στην οποία βάσισαν την αίτηση τους οι εφεσίβλητοι. Παρεμφερής είναι και ο 2ος λόγος έφεσης, στον οποίο αναφέρεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα επαναφοράς της αγωγής στην βάση της Δ.33 των παλιών θεσμών πολιτικής Δικονομίας. Γίνεται επίσης αναφορά σε πλαστογραφημένα έγγραφα διορισμού των νέων συνηγόρων των εφεσιβλήτων, γεγονός που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του.
Με τον 3ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις δικαιολογίες που έδωσαν οι εφεσίβλητοι για την μη καταχώρηση αίτησης ορισμού εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Αντιθέτως, ισχυρίζονται ότι τα όσα οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν, δεν αποτελούσαν επαρκείς και αιτιολογημένες εξηγήσεις για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε και η οποία από μόνη της δεν μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης.
Με τον 4ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση τους ότι η αίτηση δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή επειδή η ένορκη δήλωση έγινε από τον δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση.
Με τον 5ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε την διακριτική του εξουσία ως προς τα έξοδα, με την απόφαση του να μην επιδικάσει τα έξοδα της αίτησης υπέρ των εφεσειόντων, οι οποίοι δεν ευθύνονταν για την καθυστέρηση των εφεσιβλήτων να καταχωρήσουν αίτηση για ορισμό της αγωγής για ακρόαση, δυνάμει της Δ.31 θ. 10(1).
Τέλος με τον λόγο έφεσης 6, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη αφού δεν δίδεται εξήγηση για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, προκειμένου να εγκρίνει το αίτημα για παραμερισμό της απόρριψης της αγωγής.
Αναφορικά με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης που σχετίζονται με το δικαιοδοτικό πλαίσιο εξέτασης του πρωτόδικου αιτήματος επαναφοράς της αγωγής, δεν εντοπίζω κανένα σφάλμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Εν πρώτοις, η αίτηση δεν στηρίχθηκε στην Δ.33 των παλιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, αλλά όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην Δ.26 θ.14, η οποία έχει καθολικό χαρακτήρα και διέπει την επαναφορά της υπόθεσης που απορρίπτεται λόγω παράλειψης διάδικου να ενεργήσει σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικαστικές προϋποθέσεις, και όχι επί της ουσίας.
Σχετική είναι μεταξύ άλλων η υπόθεση (1997) 1 Α.Α.Δ. 1512, όπου γίνεται αναφορά στην γενική εξουσία που η Δ.26 θ.14 δίδει στο Δικαστήριο για να παραμερίζει απόφαση, που εκδίδεται ερήμην λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους διαδικαστικούς κανονισμούς και όχι απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς που εκδίδεται μετά την αξιολόγηση οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού.
Στην ίδια υπόθεση (ανωτέρω) παρατίθεται το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από την παλαιότερη υπόθεση (1982) 1 Α.Α.Δ. σελ.771,774:
«There is jurisdiction to set aside any judgment not founded on an appraisal of the merits of the case and revoke the prior exercise of the coercive power of the Court. This statement of the law is adopted in the White Book as accurately reflecting the practice of English Courts as respects applications for setting aside a judgment given by default. Reinstatement may be ordered upon such terms as the Court deems appropriate. (See Annual Practice (supra), p.617). The power to reinstate may be invoked in every kind of action (Annual Practice (supra) p.618).»
Σε μετάφραση:
«Υπάρχει δικαιοδοσία παραμερισμού κάθε απόφασης η οποία δεν στηρίζεται στην εκτίμηση της αξίας της υπόθεσης και ακύρωσης προηγούμενου κυρωτικού μέτρου του Δικαστηρίου. Η νομική αυτή αρχή υιοθετείται στο White Book ως αντικατοπτρίζουσα ορθά την πρακτική των Αγγλικών Δικαστηρίων που αφορά σε αιτήσεις παραμερισμού αποφάσεων που δόθηκαν λόγω παραλείψεως. Επαναφορά δυνατό να διαταχθεί με τέτοιους όρους όπως θα κρίνει σκόπιμο το Δικαστήριο (δες Annual Practice σελ.617). Η εξουσία επαναφοράς δυνατό να ασκηθεί σε οποιαδήποτε φύση αγωγής (Annual Practice σελ.618).»
Ενόψει τούτου, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση στο πλαίσιο της Δ.26 θ.14.
Δεν ισχύει επίσης η θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε την επαναφορά και του προσωρινού διατάγματος, επειδή κατά την άποψη τους, μόνο αγωγή μπορεί να επαναφερθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών των παλαιών θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αυτή η θέση δεν ευσταθεί αφού είναι σαφές ότι ως αποτέλεσμα του διατάγματος επαναφοράς της αγωγής, αυτή συνεχίζει από το στάδιο που απορρίφθηκε. Με αυτή την έννοια, επαναφέρονται σε ισχύ όλες οι διαδικαστικές διαδικασίες και αποφάσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο της απόρριψης.
Η πιο πάνω ερμηνεία συνάδει κατά την άποψή μου, με τον ορισμό της λέξης «action» η οποία απαντάται στη Δ.26, θ.13 (1) βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση η οποία παραμερίστηκε.
Ο εν λόγω θεσμός προβλέπει:
«13. (1) The Registrar shall, once a month or at such tines as he may be required by the Court or a Judge, furnish the Court or Judge with a list of actions in which there has been default of pleading within the time allowed for that purpose, and the Court or Judge, may thereupon direct the Registrar to give notice to the party in default requiring him to file and deliver his pleading within fourteen days after the giving of the notice, and informing him, as may seem fit in the circumstances of the case, that upon failure so to do within the fourteen days aforesaid the action may be dismissed for want of prosecution, or that judgment in certain terms may be given in favour of a specified party.»
Επιπλέον, στην Δ.1, θ.2 προβλέπεται ότι κατά κανόνα, « "action" means a civil proceeding commenced by writ or in such other manner as may be prescribed by any law or Rules of court; »
Στην παρούσα περίπτωση, το απαγορευτικό διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας η οποία άρχισε, εν προκειμένω, με κλητήριο ένταλμα. Εφόσον εκείνο το οποίο απορρίφθηκε βάσει της Δ.26, θ.13 ήταν η αστική διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου και του απαγορευτικού διατάγματος, τότε ο παραμερισμός της απορριπτικής απόφασης, επιφέρει, κατά την άποψή μου, την επαναφορά του συνόλου της αστικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της. Δεν είναι λογικό ούτε και υποστηρίζεται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς και την νομολογία ότι η επαναφορά αγωγής δυνάμει της Δ.26 θ.14, σημαίνει ότι αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή, παραβλέποντας όλες τις διαδικαστικές διαδικασίες και αποφάσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο της απόρριψης.
Ενόψει των πιο πάνω, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Ο 3ος λόγος έφεσης αφορά σε ισχυρισμούς των εφεσειόντων για εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Παρεμφερής είναι και ο 6ος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης, μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ. μεταξύ άλλων (1997) 1 Α.Α.Δ (1997) 1270 και Πολ. Έφεση Ε207/2018 ημ. 17.10.2023).
Σε σχέση με το ίδιο θέμα, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Πολ. Έφεση E27/2020 ημ. 7.4 2025, υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση , Πολ. Έφεση 438/2012, ημ. 8/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A281:
«Κατά πάγια νομολογία επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, προσδιοριστικής του αυτεξούσιου της δικαστικής κρίσης, δικαιολογείται στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η άσκηση της (α) έγινε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, (β) οδηγεί σε πασιφανή αδικία και (γ) είναι προϊόν πλάνης ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων ή μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (βλ. Λυσιώτης (ανωτέρω), APL Alexander Promotions Ltd v. Gerlington Ltd κ.α., Πολ. Εφ. Ε40/15 ημερ. 31.1.18 και Chr. Petrides Tradelings Ltd v. Πετρίδου, Πολ. Εφ. 201/12 ημερ. 7.2.18 που παραπέμπουν στη σχετική επί του θέματος προηγούμενη νομολογία).
Έχοντας υπόψη τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω, και εξετάζοντας το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνω ότι δεν ευσταθεί η θέση των εφεσειόντων ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστήριο ασκήθηκε λανθασμένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε πρωτίστως υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ειδοποίηση του Πρωτοκολλητείου δεν εστάλη στους ιδίους τους εφεσιβλήτους αλλά στον πρώην δικηγόρο τους, κατά παράβαση της Δ.31 θ.10(1) στην οποία ρητά αναφέρεται ότι η ειδοποίηση αποστέλλεται στον ενάγοντα και όχι στον δικηγόρο του. Επιπλέον, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία απόρριψης της αγωγής δυνάμει της Δ.31 θ.10 δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να προχωρήσει λόγω του ότι η ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή επιδόθηκε στον προηγούμενο δικηγόρο των εφεσιβλήτων, παραγνωρίζοντας την ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου που καταχωρίστηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Οι ισχυρισμοί για πλαστογραφημένα διοριστήρια στην ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου που επικαλούνται οι εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο εκδίκασης της αίτησης. Όπως πολύ ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κατά πόσο οι εξουσιοδοτήσεις διορισμού δικηγόρου από τους εφεσίβλητους είναι πλαστογραφημένες ή όχι, δεν αποτέλεσε αντικείμενο της κρίσης του Δικαστηρίου όταν απέρριψε την αγωγή, αλλά ούτε και μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης για επαναφορά της αγωγής. Όπως πολύ εύστοχα υποδείχθηκε πρωτοδίκως, το κατά πόσο η θέση αυτή των εφεσειόντων ευσταθεί, ενδεχομένως να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άλλης διαδικασίας ποινικής και/ή πειθαρχικής και αφορά τις επαγγελματικές σχέσεις των δικηγόρων των εφεσιβλήτων με τους πελάτες τους και όχι τους εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας επιπλέον το σύνολο των περιστατικών που τέθηκαν ενώπιον του, έκρινε στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, ότι οι εφεσίβλητοι αιτιολόγησαν επαρκώς την παράλειψη τους να συμμορφωθούν με τις προθεσμίες που καθορίζει η Δ.31 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, κρίνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει υποπέσει σε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τα στοιχεία που συνεκτίμησε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εγκρίνοντας την αίτηση επαναφορά της αγωγής. Αντιθέτως, θεωρώ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια αιτιολογημένα και μέσα σε ορθό πλαίσιο και δεν έχει παρατεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να αφορά σε πρωτόδικη εσφαλμένη αντικειμενική κρίση, όπως αυτή καθορίζεται στην προαναφερθείσα νομολογία, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Ως αποτέλεσμα, οι λόγοι έφεσης 3 και 6 απορρίπτονται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εισήγηση τους ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί, επειδή η ένορκη δήλωση έγινε από τον δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση (2015) 1 Α.Α.Δ 1119, στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω χαρακτηριστικά : (2010) 1(A) A.A.Δ. 82, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος, παρά το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής. Στην ίδια υπόθεση, τονίστηκε ότι στις ήδη καλά καθιερωμένες αρχές για το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θεωρεί ορθό να προσθέσει και άλλη αρχή, σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει οπωσδήποτε να αγνοηθεί και απορριφθεί. Σχετικές επί του θέματος είναι και οι υποθέσεις (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1538 καθώς και η ,
« Παρά το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, η νομολογία μας δεν απαγορεύει την όμνυση από δικηγόρο σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που ο ομνύων δεν χειρίζεται την υπόθεση, ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται η ένορκη αυτή δήλωση (βλ. Rybolovlev ν. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ 82). Όπως έχει νομολογηθεί, «η απαγόρευση αφορά την όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος είναι ή στη συνέχεια της διαδικασίας, καθίσταται μάρτυρας γεγονότων οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης ..»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η αρχή του ανεπιθύμητου των ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους, εδράζεται στην αποφυγή δημιουργίας διπλής ιδιότητας του δικηγόρου στην υπόθεση, ήτοι αυτή του μάρτυρος και του συνηγόρου. Επιπλέον, ενώ είναι επιθυμητό να παρέχεται κάποια εξήγηση γιατί δεν είναι δυνατόν η δήλωση να προέρχεται από δικηγόρο και όχι διάδικο, εντούτοις το γεγονός ότι δικηγόρος προβαίνει στην ένορκη δήλωση χωρίς αυτή την επεξήγηση, δεν καθιστά δίχως άλλο τη δήλωση ως μη αποδεκτή μαρτυρία.
Στην παρούσα υπόθεση, η ομνύουσα αφού σημείωσε ότι είναι εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση, ανέφερε σε αυτήν ότι δεν είναι η δικηγόρος που χειριζόταν την υπόθεση, υποδεικνύοντας άλλο δικηγόρο του γραφείου της, από τον οποίο έλαβε και σχετικές πληροφορίες, τις οποίες ο ίδιος γνώριζε προσωπικά. Σημειώνεται επίσης ότι η ένορκη δήλωση αφορούσε κυρίως διαδικαστικά θέματα που οδήγησαν στην απόρριψη της αγωγής, τα οποία εμφαίνονταν στον φάκελο της υπόθεσης και ως εκ τούτου ήταν περισσότερο γνωστά στους δικηγόρους παρά στους διαδίκους. Επομένως ορθά κατά την άποψη μου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την υπό κρίση αίτηση, αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία.
Ενόψει τούτου και ο 4ος λόγος έφεσης, κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 5ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται για την μη επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ τους. Υποστηρίζουν ότι δεν ευθύνονταν για την καθυστέρηση των εφεσιβλήτων να καταχωρήσουν αίτηση ορισμού ακρόασης της αγωγής, δυνάμει της Δ.31 θ.10(1).
Όπως έχει νομολογηθεί, το κύριο κριτήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, είναι η υπαιτιότητα των δύο μερών για την δημιουργία τους (βλ. (1982) 1 CLR 204). Παραπέμπω επίσης στο πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου , Πολιτική Έφεση αρ. 54/2024, ημ. 18/10/2024:
«Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, μολονότι κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα, στην προκειμένη περίπτωση, ο επιτυχών διάδικος, βαρύνεται με τη διαδικαστική παράλειψη που οδήγησε στην αναγκαιότητα καταχώρησης της Αίτησης. Έτσι δεν είναι ορθό να επιβραβευθεί με τα έξοδα. Από την άλλη θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι δόθηκε αχρείαστη έκταση στην επίδικη παράλειψη από την πλευρά του καθ' ου η αίτηση, οι θέσεις του οποίου, εν πάση περιπτώσει, δεν έγιναν αποδεκτές. Ως εκ τούτου ούτε αυτός θεωρούμε, θα πρέπει να επιβραβευθεί με τα έξοδα.»
Με βάση παρόμοιο σκεπτικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε πλευρά θα πρέπει να επωμισθεί τα έξοδα της. Θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι παρότι ήταν οι επιτυχόντες διάδικοι, δεν εδικαιούντο στα έξοδα της αίτησης λόγω της μη τήρησης εκ μέρους τους, των προθεσμιών της Δ.31 θ.10(1). Από την άλλη, η παράλειψη επίδοσης της σχετικής ειδοποίησης από τον Πρωτοκολλητή στους εφεσίβλητους σε συνδυασμό με την απόρριψη των θέσεων των εφεσειόντων κατά την πρωτόδικη διαδικασία, δικαιολογούσε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει ούτε στους εφεσείοντες τα έξοδα της αίτησης.
Δεν διακρίνω σφάλμα αρχής που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου στην πιο πάνω πρωτόδικη προσέγγιση. Αντιθέτως, κρίνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την διακριτική του ευχέρεια για τα έξοδα μέσα στα ορθά πλαίσια που καθορίζει η πιο πάνω νομολογία και συνυπολογίζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως εκτέθηκαν πιο πάνω.
Ως εκ τούτου και ο 5ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται € 6.500,00 έξοδα της παρούσας έφεσης πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αλέξανδρος Α. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο