F.N. & A.G. DEVELOPERS LTD v. BIEMAN LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 208/2023, 28/4/2025
print
Τίτλος:
F.N. & A.G. DEVELOPERS LTD v. BIEMAN LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 208/2023, 28/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 208/2023)

 

28 Απριλίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

F.N. & A.G. DEVELOPERS LTD,

Εφεσείοντες/Καθ’ ων η Αίτηση,

-και-

 

BIEMAN LTD

Εφεσίβλητοι/Αιτητές.

 

Aίτηση ημερομηνίας 31.10.2024 για ασφάλεια εξόδων

 

____________________

 

Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε, για Αιτητές/Εφεσίβλητους.

Ν. Αγγελίδης προσωπικά και για κ.κ. Χριστόφορος Χατζηστερκώτης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσείοντες.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Στις 28.06.2023 εκδόθηκε, πρωτοδίκως, στο πλαίσιο αγωγής, απόφαση με την οποία διατάχθηκαν οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε να διασφαλιστεί η διαγραφή, από το Μητρώο του Κτηματολογίου, Συμφωνίας Πώλησης Κτημάτων η οποία είχε συναφθεί στις 26.04.2007 μεταξύ τους και των εφεσειόντων, ως εναγομένων, και η οποία αφορούσε πώληση ακινήτων.  Επίσης, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού να ενεργήσει για τη διαγραφή και ακύρωση ή απάλειψη από το Μητρώο του Κτηματολογίου Λεμεσού της προαναφερόμενης Συμφωνίας, αναφορικά με ένα εκ των ακινήτων – το επίδικο.  Ακόμη, εκδόθηκε Δήλωση ότι η Συμφωνία Πώλησης Κτημάτων, ημερομηνίας 26.04.2007, αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, είναι άκυρη λόγω παράλειψης συμμόρφωσης, από τους εφεσείοντες, με τις πρόνοιες της Συμφωνίας.  Τέλος, οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν στα έξοδα της αγωγής που ηγέρθηκε εναντίον τους.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ημερομηνίας 28.06.2023, με δεκατρείς (13) λόγους έφεσης. Η έφεση εκκρεμεί για να ορισθεί για Προδικασία.

 

Στις 31.10.2024, οι εφεσίβλητοι – στο εξής οι Αιτητές – καταχώρισαν αίτηση  - στο εξής η επίδικη Αίτηση – με την οποία αιτούνται διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων, ύψους €26.843,34, εκ μέρους των εφεσειόντων – στο εξής Καθ’ ων η Αίτηση – καθώς και διατάγματος για αναστολή της διαδικασίας της έφεσης μέχρι οι Καθ’ ων η Αίτηση να συμμορφωθούν με το υπό έκδοση διάταγμα και, τέλος, διατάγματος με το οποίο να προνοείται πως αν οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν συμμορφωθούν με το υπό έκδοση διάταγμα η έφεση να θεωρείται απορριφθείσα με έξοδα υπέρ των Αιτητών.

 

Η επίδικη Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των Αιτητών, ο οποίος κάνει, κατ’ αρχάς, αναφορά στα γεγονότα, ως τα ισχυρίζονται οι Αιτητές, τα οποία οδήγησαν στη συνομολόγηση της Συμφωνίας Πώλησης Κτημάτων, ημερομηνίας 26.04.2007, αλλά και σε διαφωνίες που ακολούθησαν, εξού και καταχωρίστηκαν δύο αγωγές.  Η μία αγωγή είναι αυτή στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.  Η άλλη είναι πάλι μεταξύ των ίδιων διαδίκων και είχε εξασφαλιστεί απόφαση, λόγω μη εμφάνισης, η οποία παρέμεινε οριστική παρότι είχε καταχωριστεί αίτηση παραμερισμού η οποία απορρίφθηκε, ως επίσης απορρίφθηκε η έφεση (Ε104/2020, ημερομηνίας 02.10.2024), η οποία καταχωρίστηκε ενάντια στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης παραμερισμού. Γίνεται, επίσης, αναφορά στο γεγονός ότι μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης οι Αιτητές απέστειλαν επιστολή στους συνηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση για εξόφληση των επιδικασθέντων εναντίον τους, πρωτοδίκως, δικηγορικών εξόδων, πλην όμως δεν υπήρξε εξόφληση.  Ως εκ τούτου, ακολούθησε η καταχώριση, εκ μέρους των Αιτητών, Αίτησης Εκκαθάρισης και στις 08.04.2024 οι Καθ’ ων η Αίτηση τέθηκαν υπό εκκαθάριση. Ως διαφαίνεται, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, οι Καθ’ ων η Αίτηση βρίσκονται σε οικονομική ανικανότητα να καταβάλουν τα έξοδα των Αιτητών στη διαδικασία της παρούσας έφεσης, σε  περίπτωση που αυτή απορριφθεί.  Το ιστορικό δε της υπόθεσης επιμαρτυρεί πως οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι αφερέγγυοι.  Πρόσθετος λόγος, που επιβεβαιώνει την οικονομική ανικανότητα των Καθ’ ων η Αίτηση και ότι είναι αφερέγγυα εταιρεία, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, αποτελεί η αποστολή εκ μέρους του Εφόρου Εταιρειών, προς τους Καθ’ ων η Αίτηση, επιστολής υπενθύμισης επειδή παραλείπουν να καταβάλουν τέλη ή να υποβάλουν τις ετήσιες εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις τους.  Αναφέρεται ακόμη πως οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έχουν περιουσία. Τέλος, όσον αφορά στην πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης ή παρέμβασης από το Εφετείο.

 

Ενάντια στην επίδικη Αίτηση, ο Επίσημος Παραλήπτης, ως εκκαθαριστής των Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση βασιζόμενη σε έντεκα (11) λόγους οι οποίοι, συνοπτικά, αφορούν στις θέσεις ότι, η Αίτηση καταστρατηγεί το γράμμα και το πνεύμα των νέων Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 και σκοπό έχει να παρεμποδίσει ή να αποστερήσει τους Καθ’ ων η Αίτηση από το δικαίωμα τους να προωθήσουν την έφεση τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν καλούς λόγους έφεσης και εύλογες πιθανότητες επιτυχίας, η Αίτηση είναι κακόπιστη, καταπιεστική και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, στοχεύει δε στη φίμωση των Καθ’ ων η Αίτηση έναντι της αξίωσης τους κατά των Αιτητών, οι Αιτητές δεν προσέρχονται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν θα είναι σε θέση να καταβάλουν τα έξοδα της έφεσης αν αυτή αποτύχει, οι Αιτητές κατακρατούν παράνομα χρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση, ζήτημα που είναι αντικείμενο της έφεσης με στόχο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την Αίτηση το Δικαστήριο καλείται να προβεί σε εκτίμηση της ουσίας της έφεσης πριν αυτή ακουσθεί και να προδικάσει το αποτέλεσμα, η συμπεριφορά των Αιτητών δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς έγκριση της Αίτησης και πως, σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, τα συμφέροντα των Καθ’ ων η Αίτηση θα πληγούν ανεπανόρθωτα.  

 

Οι λόγοι ένστασης υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση του διευθυντή των Καθ’ ων η Αίτηση, ο οποίος αρνείται, κατ’ αρχάς, το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση.  Αναφέρεται δε, μακροσκελώς, στα γεγονότα και το ιστορικό της διαφοράς που οδήγησε στην καταχώριση της αγωγής στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.  Προωθείται δε η θέση ότι, κατόπιν συμβουλής, η παρούσα έφεση έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας και είναι γνήσια.  Ακόμη, ότι ο κατάλογος εξόδων (προσχέδιο) που ετοίμασαν οι Αιτητές είναι υπερβολικός και διογκωμένος.  Αυτό το γεγονός αποτελεί κακόπιστη ενέργεια των Αιτητών προκειμένου να τεθεί εμπόδιο στην προώθηση της έφεσης.  Ετοιμάστηκε, ωστόσο, έτερο προσχέδιο καταλόγου εξόδων, με τη βοήθεια των συνηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση, το οποίο υποστηρίζει, ως ισχυρίζεται ο ενόρκως δηλών, την εν λόγω θέση του.  Προβάλλεται, ακόμη, ο ισχυρισμός ότι οι Αιτητές ενεργούν κακόπιστα, βάσει σχεδίου, προκειμένου να στερήσουν τους Καθ’ ων η Αίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.  Τέλος, ο ενόρκως δηλών αναφέρει πως η πολύχρονη διαμάχη μεταξύ των διαδίκων δεν έχει πλήξει μόνο τα συμφέροντα των Καθ’ ων η Αίτηση και των μελών της οικογένειας του, αλλά και τα δικά του, προκαλώντας του σοβαρά προβλήματα υγείας (επισυνάπτονται πιστοποιητικά). 

 

Νομική βάση της επίδικης Αίτησης αποτελούν τα Μέρη 1, 5, 23, 24, 26, 32 και 41 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, τα Άρθρα 2, 21, 22, 28, 29, 31, 32, 33, 42 και 43 του Ν. 14/1960, οι Περί Εταιρειών Κανονισμοί, ο Ν. 68(7)/2020, το Κεφ. 149, Άρθρα του Συντάγματος, οι Αρχές της Επιείκειας, το Κοινοδίκαιο, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, η νομολογία και η πρακτική του Δικαστηρίου καθώς και το Άρθρο 382 του Κεφ. 113

 

Το Μέρος 26.1(1) προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Ενάγων (και, σε σχέση με ανταπαίτηση η οποία δεν είναι μόνο υπό μορφή συμψηφισμού, εναγόμενος), ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της απαίτησης, να διαταχθεί να παράσχει ασφάλεια εξόδων αν και μπορεί να διαμένει προσωρινά εντός της Κύπρου ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

 

 

Το Μέρος 41.12(1) προνοεί ότι:

 

«(1) Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου δικαστηρίου.»

 

Προκύπτει από τις πρόνοιες του Μέρους 26, αλλά και από την υποστηρικτική της επίδικης Αίτησης μαρτυρία, πως δεν τυγχάνει εφαρμογής το Μέρος 26 των νέων Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, αλλά, επειδή αφορά νομικό πρόσωπο με έδρα την Κύπρο, εφαρμογή έχει μόνο το Άρθρο 382 του Κεφ. 113. Επομένως, ο λόγος ένστασης αρ. 5, ο οποίος αναφέρεται στο πνεύμα των νέων Κανονισμών, δεν δύναται να ευσταθήσει και απορρίπτεται (βλέπε υπόθεση Κάρκας Αλουμίνια Λτδ v. Αχιλλέως, Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2019, ημερομηνίας 23.12.2024).

 

Το Άρθρο 382 του Κεφ. 113, προνοεί τα εξής:

 

«Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

 

Στην υπόθεση American University of Cyprus (AUCY) Ltd κ.α. v. S.C.F.B. LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε6/2022 (i-justice), ημερομηνίας 22.11.2023, με αναφορά σε σχετική νομολογία, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην απόφαση Λεωνίδας Κίμωνος, ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 147, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, αν δηλαδή η εφεσείουσα εταιρεία είναι ικανή ή όχι να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, όντως το Άρθρο 382* του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπει πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων προϋποθέτει ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας με αξιόπιστη μαρτυρία. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση και το γεγονός αυτό αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρωη οποία παραπέμπει στην Northhampton Goal, Iron & Waggon Co. v. Midland Wagon Co. [1878] 7 Ch.D. 500). Tο βάρος επομένως απόδειξης ότι η εφεσείουσα εταιρεία έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης μετήλθε σ' αυτή...»

 

………………………………………………………………………………

 

Τίθεται, συναφώς το ερώτημα: έχει φανεί με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος το Εφετείο να πιστεύει ότι οι εφεσείοντες 1 είναι ανίκανοι να πληρώσουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων αν η έφεση απορριφθεί; Έχουν, με άλλα λόγια, οι εφεσίβλητοι αποσείσει το βάρος του ισχυρισμού τους περί αφερεγγυότητας των εφεσειόντων 1 με αξιόπιστη μαρτυρία, ώστε να μετέλθει σ’ αυτούς το βάρος απόδειξης ότι έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης;

 

     Στην DEMETRIS ELIA PROPERTIES LTD (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο, ανέλυσε την έννοια «ειδικές περιστάσεις», ως προβλέπεται στη Δ.35 Θ.2, με αναφορά και σε νομολογία, υποδεικνύοντας ότι ο όρος δεν περιορίζεται μόνο στο κριτήριο της έλλειψης περιουσίας ή οικονομικής ανικανότητας αλλά μπορεί να ικανοποιείται και από άλλα ανεξάρτητα κριτήρια ώστε να είναι δίκαιο να διαταχθεί ασφάλεια (Ayda Karaoglanian a.o. v. Hagop Boyadjian, (2016) 1 ΑΑΔ 1526). Έκρινε δε, ότι η απλή αναγραφή ότι έχει εκδοθεί ένταλμα κατάσχεσης κινητών για αντικείμενα σε συγκεκριμένη διεύθυνση και έχει επιστραφεί ανεκτέλεστο, πόρρω απέχει από την έννοια των ειδικών περιστάσεων. Πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση στην οποία οι πρόνοιες του Άρθρου 382 περιορίζονται ουσιαστικά στην αδυναμία των εφεσειόντων να καταβάλουν τα έξοδα της έφεσης.

 

     Εις δε την STIRUP INVESTMENTS LTD (ανωτέρω), στην οποία εξετάστηκε ανάλογο αίτημα στη βάση του Άρθρου 382, λόγω μη επίκλησης της Δ.35 Θ.2, λέχθηκε:

 

«Είναι κατάληξη μας ότι τα στοιχεία δεν είναι τέτοια που να καταδεικνύουν προφανή αφερεγγυότητα της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση.  Το γεγονός της μη εξόφλησης από μέρους της των εξόδων των Εφεσίβλητων/Αιτητών της πρωτόδικης διαδικασίας, σε συνάρτηση  με το γεγονός της καταχώρησης  αίτησης διάλυσης της Εφεσείουσας εταιρείας από μέρους των Εφεσιβλήτων/Αιτητών, που σε κάποιο στάδιο αποσύρθηκε λόγω μη επίδοσης, από μόνα τους δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είναι αφερέγγυα εταιρεία.  Η αναφορά στην παράγραφο 6 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση «Αφού κατέστη αδύνατον να επιδοθεί η εν λόγω αίτηση μετά από σχετική έρευνα που έκαναν οι Εφεσίβλητοι μέσω των δικηγόρων τους, ανακάλυψαν ότι η εφεσείουσα έχει χρέη τα οποία δεν δύναται να καταβάλει και είναι αφερέγγυος» χωρίς την παρουσίαση συγκεκριμένων στοιχείων για την περιουσία που κατέχει η εφεσείουσα ή τα χρέη της, κρίνουμε ότι δεν  είναι ικανοποιητική προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού ότι η εταιρεία είναι αφερέγγυα ή  αδυνατεί να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης αν και είχε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού.  Μάλιστα η εξακολούθηση εγγραφής της εταιρείας στο Μητρώο Εταιρειών οδηγεί σε αντίθετη διαπίστωση.  Καταλήγουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια, θα πρέπει να ασκηθεί, σε βάρος της αίτησης.»

 

     Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που αφορούν την παρούσα περίπτωση, καταλήγουμε ότι αυτά δεν είναι τέτοια που να φανερώνουν αφερεγγυότητα των εφεσειόντων 1 και αδυναμία τους να καταβάλουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης. Η επιστροφή εντάλματος κατάσχεσης κινητών σε συγκεκριμένη διεύθυνση ως ανεκτέλεστου, από μόνη της, αλλά και ιδιαιτέρως υπό περιστάσεις ως αναλύονται ανωτέρω, κρίνουμε ότι ουδόλως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες 1 είναι αφερέγγυοι, ώστε το βάρος να μετέλθει σ’ αυτούς να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να καταβάλουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης.»

 

Έχουμε εξετάσει και αξιολογήσει τους υπόλοιπους λόγους ένστασης. Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να επισημάνουμε, όπως έχουμε πράξει στις πολύ πρόσφατες υποθέσεις (βλέπε υπόθεση Tricor Ltd, υπό εκκαθάριση δια μέσω του εκκαθαριστή της Αθανάση Νεοφύτου v. Eurobank Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση 89/2023, ημερομηνίας 01.11.2024. Tricor Ltd, υπό εκκαθάριση δια μέσω του εκκαθαριστή της Αθανάση Νεοφύτου v. Eurobank Cyprus Ltd κ.α,  Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2023, ημερομηνίας 07.11.2024), πως το αντικείμενο της παρούσας Αίτησης είναι πολύ συγκεκριμένο, συνεπώς ανάλογη είναι και η επικέντρωση μας στις  προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιτυχία της.  Αν αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται το αποτέλεσμα θα είναι η αποτυχία. 

 

Οφείλουμε, σ’ αυτό το στάδιο, να επισημάνουμε πως δεν εντοπίζουμε γεγονότα τα οποία να είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν τον λόγο ένστασης αρ. 4, με τον οποίο προβάλλεται η θέση περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, ή κακόπιστης ή καταπιεστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των Αιτητών.  Οι Αιτητές εξασφάλισαν δικαστική απόφαση προς όφελος τους, την οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση δικαιούνται μεν να αμφισβητήσουν, παράλληλα, όμως, οι Αιτητές δικαιούνται να ζητήσουν, στο πλαίσιο της έφεσης, διάταγμα για παροχή ασφάλειας των εξόδων τους. Είναι αδιάφορο αν θα πετύχει η Αίτηση επί της ουσίας. Η διεκδίκηση ενός θεσμοθετημένου δικονομικού διαβήματος και δικαιώματος, από μόνη της, δεν συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, ούτε κακοπιστία αλλά ούτε και καταπίεση.  Δεν αποδεχόμαστε, επίσης, τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η Αίτηση, ο οποίος προβάλλεται με τον λόγο ένστασης αρ. 6, και δη ότι οι Αιτητές δεν προσέρχονται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Οι τελευταίοι διεκδικούν την έκδοση διατάγματος παροχής ασφάλειας εξόδων, ως είναι δικονομικά επιτρεπτό.  Εν πάση περιπτώσει δεν εξειδικεύεται ποιες πράξεις των Αιτητών συνιστούν συμπεριφορά τους η οποία να δικαιολογεί συμπέρασμα ότι προσήλθαν στο Δικαστήριο χωρίς καθαρά χέρια.  Κρίνουμε, συνεπώς, αβάσιμους τους λόγους ένστασης αρ. 4 και 6.

 

Ως προς τον λόγο ένστασης αρ. 1, και δη πως με την έγκριση της Αίτησης οι Καθ’ ων η Αίτηση θα αποστερηθούν του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, τον κρίνουμε, επίσης, αβάσιμο και παραπέμπουμε στα όσα ειπώθηκαν σε πρόσφατη νομολογία (βλέπε Demetris Elia Properties Ltd v. Κούρρη, Πολιτική Έφεση Αρ. 286/2019, ημερομηνίας 18.09.2023) τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Το ζήτημα παροχής ασφάλειας εξόδων από διάδικο o οποίος είναι εταιρεία, ρυθμίζεται ειδικά από το Άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο «πρέπει να αποτελεί την αφετηρία εξέτασης τέτοιων αιτήσεων όταν στρέφονται εναντίον εταιρειών» (G. K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG Europe Limited, Πολιτική Έφεση 98/17, ημερ. 03.06.2019, ECLI:CY:AD:2019:A249, ECLI:CY:AD:2019:A249).

 

Το Άρθρο 382 του Κεφ. 113 προνοεί τα ακόλουθα:

«Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε Δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγόμενου αν αυτός πετύχει στην Υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»



Στην απόφαση G. K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG Europe Limited (ανωτέρω), τονίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το Άρθρο 382 του Κεφ. 113:


«Οι πρόνοιες του άρθρου 382 εξετάστηκαν πρόσφατα στην
Y. Liasides Developers Ltd v. Mιχαήλ κ.α., Πολιτική Έφ. 123/2012, ημερ. 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, ECLI:CY:AD:2017:A211, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Θα πρέπει, κατ΄ αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.

 

Αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα,  αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται µέσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity».  Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653).

 

Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτημα εξηγείται από τον Megarry VC στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 ΑΙΙ ER 531, 532, µε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[1], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού µας Νόµου:

 

"In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs.  The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs.  The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action.  There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies.  Nor is it surprising that there should be such a rule.  A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons.  One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty."»

 

Η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 382, ερμηνευόμενη ως άνω, κατισχύει της διαδικαστικής ρύθμισης της Δ.35, κ.2 η οποία προϋποθέτει «ειδικές περιστάσεις» ώστε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας.»

 

 

Προχωρώντας, περαιτέρω, στην εξέταση της επίδικης Αίτησης στο πλαίσιο της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, και δη στη βάση του Άρθρου 382 του Κεφ. 113, έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα σχετικά νομολογηθέντα, σε συνυφασμό με το πραγματικό υπόβαθρο που οι Αιτητές έθεσαν ενώπιον μας, κρίνουμε ότι οι τελευταίοι έχουν αποδείξει πως το Εφετείο έχει λόγο να πιστεύει πως οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι ανίκανοι να πληρώσουν τα έξοδα της έφεσης, αν αυτή απορριφθεί.  Κοντολογίς, οι Αιτητές απέσεισαν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους, με αξιόπιστη μαρτυρία, ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι προφανώς αφερέγγυοι.  Το γεγονός, άλλωστε, ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση βρίσκονται υπό εκκαθάριση είναι παραδεκτό.  Ταυτόχρονα, διαπιστώνουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ουδεμία αξιόπιστη μαρτυρία έθεσαν ενώπιον μας περί ικανότητας να πληρώσουν τα τυχόν έξοδα της έφεσης, αν αυτά επιδικασθούν εναντίον τους και προς όφελος των Αιτητών.  Δεν έχουμε παραγνωρίσει τον ισχυρισμό περί οφειλής χρημάτων, ΛΚ500.000.00 εκ μέρους των Αιτητών, όμως ο ισχυρισμός αυτός σχετίζεται με την ύπαρξη δικαστικής απόφασης, έστω και αν αυτή αμφισβητείται, όπου ο εν λόγω ισχυρισμός των Καθ’ ων η Αίτηση έχει αξιολογηθεί πρωτοδίκως και δεν έγινε αποδεκτός. Ό,τι θα μπορούσε να προσδώσει βαρύτητα σε ένα τέτοιο ισχυρισμό είναι η τεκμηριωμένη θέση περί αυξημένων πιθανοτήτων επιτυχίας της έφεσης.  Έχουμε διεξέλθει τις θέσεις και τα επιχειρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση που προβάλλονται επί του υπό συζήτηση θέματος. Δεν αποφαινόμαστε επί της ουσίας της έφεσης και δεν θεωρούμε ότι αποκλείεται στο τέλος η έφεση τους να ευδοκιμήσει, ταυτόχρονα, όμως, δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες αυτό να συμβεί.  Ούτε και είναι επιτρεπτό να προβούμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, στο παρόν στάδιο, αναφορικά με την ορθότητα της ερμηνείας που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους όρους της Συμφωνίας Πώλησης Ακινήτων ημερομηνίας 26.04.2007. Συνεπώς, κρίνουμε αβάσιμο και τον λόγο ένστασης αρ. 3 με τον οποίο προωθούνται επιχειρήματα που αφορούν στην ουσία της έφεσης, με περιεχόμενο το οποίο δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε ενώπιον έφεσης με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας. Προφανώς, τα σχετικά γεγονότα και ισχυρισμοί, ως και τα επιχειρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση, απασχόλησαν πρωτοδίκως και αξιολογήθηκαν πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

 

Συνοψίζοντας, σ’ ότι αφορά στο ζήτημα των πιθανοτήτων επιτυχίας ή μη της έφεσης, θεωρούμε ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιων στοιχείων τα οποία θα ήταν επιτρεπτό να μας οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η έφεση είναι προορισμένη για επιτυχία ή έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, ως είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση. 

 

Υπό τις δεδομένες περιστάσεις και τη μαρτυρία που έθεσαν οι Αιτητές ενώπιον του Εφετείου, κρίνουμε πως μετατέθηκε το βάρος απόδειξης στους Καθ’ ων η Αίτηση να αποδείξουν ότι είναι φερέγγυοι, πλην όμως απέτυχαν να το αποσείσουν, αφού δεν παρουσίασαν στοιχεία οποιασδήποτε περιουσίας τους ικανής προς τον σκοπό πληρωμής εξόδων που πιθανόν να επιδικασθούν προς όφελος των Αιτητών.

 

Καταληκτικά, κρίνουμε πως αποδείχθηκε, ενώπιον μας, ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος οι Καθ’ ων η Αίτηση να είναι ανίκανοι να πληρώσουν τυχόν έξοδα τα οποία πιθανόν να επιδικαστούν εναντίον τους στην παρούσα έφεση. Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, ως εκ τούτου, απορρίπτονται και οι λόγοι ένστασης αρ. 2, 7, 8, 9, 10 και 11.  

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση προβάλλεται ισχυρισμός ότι ο κατάλογος που έχουν επισυνάψει στην Αίτηση τους οι Αιτητές είναι διογκωμένος.  Παρ’ ότι τέτοιος λόγος ένστασης δεν εγείρεται, θα λάβουμε υπόψη μας την εν λόγω θέση στη συνέχεια, λόγω της φύσεως της, αφορώσα στο ύψος του ποσού που θα καθορισθεί.

 

Ενόψει όλων των προλεγόμενων, η Αίτηση επιτυγχάνει.  Έχουμε υπόψη το ύψος του ποσού (€26.843,34) του καταλόγου εξόδων που επισύναψαν οι Αιτητές επί της Αίτησης τους.  Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη και το ποσό που επιδικάζεται συνήθως από το Εφετείο σε ίδια κλίμακα, ως η κλίμακα της παρούσας έφεσης, ήτοι άνω των €2.000.000,00 (κλίμακα στην οποία ηγέρθηκε και η αγωγή) κρίνουμε ότι το ποσό των €7.400,00 πλέον Φ.Π.Α. είναι εύλογο ως ασφάλεια για τα έξοδα των Αιτητών για την έφεση.  Περαιτέρω, θεωρούμε ορθό, στο ποσό ασφάλειας εξόδων, εφόσον η Αίτηση επιτυγχάνει, να προστεθεί και το ποσό των €4.800,00 το οποίο θα αφορά ασφάλεια εξόδων της παρούσας Αίτησης, η οποία επιτυγχάνει με έξοδα προς όφελος των Αιτητών. Συνεπώς, το συνολικό ποσό της ασφάλειας εξόδων, που θεωρούμε εύλογο, υπό τις περιστάσεις, καθορίζεται στο ποσό των €12.200,00 πλέον Φ.Π.Α..

 

Συνακόλουθα, εκδίδονται τα ακόλουθα διατάγματα:

 

1.  Διάταγμα με το οποίο οι εφεσείοντες - Καθ’ ων η Αίτηση διατάσσονται να παράσχουν ασφάλεια για τα έξοδα των εφεσίβλητων – Αιτητών εντός 45 ημερών από σήμερα, για το ποσό των €12.200,00, πλέον Φ.Π.Α., δια της παράδοσης στην Πρωτοκολλητή του Εφετείου ανέκκλητης τραπεζιτικής εγγύησης για το εν λόγω ποσό, προς όφελος των εφεσίβλητων – Αιτητών.

 

2.  Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η αναστολή κάθε διαδικασίας στην παρούσα έφεση έως ότου οι εφεσείοντες - Καθ’ ων η Αίτηση συμμορφωθούν με το προειρημένο διάταγμα ασφάλειας εξόδων.

 

3.  Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται όπως, σε περίπτωση που οι εφεσείοντες - Καθ’ ων η Αίτηση δεν συμμορφωθούν με το προειρημένο διάταγμα ασφάλειας εξόδων, η παρούσα έφεση θα θεωρείται απορριφθείσα, με έξοδα προς όφελος των εφεσίβλητων  και εναντίον των εφεσειόντων.

 

Επιδικάζονται έξοδα της επίδικης Αίτησης, προς όφελος των Αιτητών – εφεσίβλητων και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση - εφεσειόντων, ύψους €4.800,00 πλέον Φ.Π.Α., ως τα έχουμε καθορίσει πιο πάνω.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο