ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. IVAYLO SLAVCHEV IVANOV, Ποινική Έφεση Αρ.: 210/2024, 9/4/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. IVAYLO SLAVCHEV IVANOV, Ποινική Έφεση Αρ.: 210/2024, 9/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 210/2024)

 

10 Απριλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

IVAYLO SLAVCHEV IVANOV

Εφεσιβλήτου

---------------------------------------------------

Ε. Κληρίδου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα

Α. Αναστασίου, για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με δύο λόγους έφεσης ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή τη φυλάκιση 2,5 ετών που επέβαλε το Κακουργοδικείο Λάρνακας στον Εφεσίβλητο για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.»).

 

        Ο Εφεσίβλητος, πρωτοδίκως κατηγορούμενος 2, συγκατηγορείτο με τον κατηγορούμενο 1 για το προαναφερθέν αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης (Κατηγορία 3), στο οποίο και είχαν κριθεί ένοχοι κατόπιν ακρόασης. Παράλληλα είχαν παραδεχθεί πριν την έναρξη της ακρόασης το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση του Άρθρου 262 Π.Κ. (Κατηγορία 4), ενώ ο Εφεσίβλητος επιπλέον είχε παραδεχθεί και το αδίκημα της αμελούς και απερίσκεπτης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 236(α) Π.Κ. (Κατηγορία 5). Το Κακουργοδικείο πέραν της φυλάκισης 2,5 ετών στον Εφεσείοντα, επέβαλε στον κατηγορούμενο 1 για τη βαριά σωματική βλάβη φυλάκιση 18 μηνών, για το αδίκημα της κλοπής επέβαλε στον καθένα από αυτούς φυλάκιση 9 μηνών και στον Εφεσίβλητο για την αμελή και απερίσκεπτη πράξη επέβαλε φυλάκιση 6 μηνών.

 

        Από το συνδυασμό των γεγονότων ως είχαν διαπιστωθεί στην τελική απόφαση σε σχέση με τη βαριά σωματική βλάβη (Κατηγορία 3) και ως είχαν εκτεθεί εν σχέσει με τις Κατηγορίες 4 και 5 προέκυπτε ότι στις 29.10.22 το βράδυ, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 βρίσκονταν σε χωμάτινη περιοχή παρά την οδό Κοτζιά Τεπέ στη Λάρνακα με σκοπό την κλοπή καταλύτη από όχημα. Σε κάποιο στάδιο και αφού χρησιμοποιώντας σμυρίλιο είχαν αφαιρέσει καταλύτη από συγκεκριμένο αυτοκίνητο, ο κατηγορούμενος 1, έγινε αντιληπτός από τον Μ.Κ.7, ο οποίος διέμενε σε παρακείμενο εμπορευματοκιβώτιο («κοντέινερ»). Ενημέρωσε τον Μ.Κ.3, ιδιοκτήτη παρακείμενης ταβέρνας, ο οποίος ξεκίνησε με κάποιους θαμώνες της να κινούνται προς το μέρος, μεταξύ αυτών και ο Μ.Κ.6 (Παραπονούμενος).

 

        Προτού εξέλθει ο Μ.Κ.7 από το εμπορευματοκιβώτιο, ο κατηγορούμενος 1 έτρεξε προς το όχημα HZB 176, στο οποίο τον περίμενε ο Εφεσίβλητος και του οποίου αυτοκινήτου άναψε τα φώτα πορείας του. Εξερχόμενος ο Μ.Κ.7 από το εμπορευματοκιβώτιο έπιασε ένα κουβά που βρήκε στο σημείο. Ταυτόχρονα, όμως, το όχημα των κατηγορουμένων, οδηγούμενο από τον Εφεσίβλητο, άρχισε να κινείται με την όπισθεν και ο Μ.Κ.7 έριξε τον κουβά χωρίς να πετύχει το όχημα και ξεκίνησε να τρέχει προς αυτό. Παράλληλα το όχημα κινείτο με υψηλή, υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, πάντα με την όπισθεν. Συνεχίζοντας με την όπισθεν κτύπησε τον επερχόμενο Μ.Κ.6 και στη συνέχεια εξήλθε του χωμάτινου δρόμου, εισήλθε και πάλι με την όπισθεν στην οδό Κοτζιά Τεπέ, ελάττωσε ταχύτητα και συνέχισε την πορεία του με την όπισθεν στην οδό Κοτζιά Τεπέ προς την οδό Ουμ Χαράμ, όπου έγινε αντιληπτός από περιπολικό στο οποίο επέβαινε ο αστυφύλακας Μ.Κ.4. Τότε κινήθηκε με μπροστινή και απομακρύνθηκε. 

 

        Ο Παραπονούμενος, από το κτύπημα τραυματίστηκε και διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο Γ.Ν. Λάρνακος. Η ενέργεια του Εφεσίβλητου είχε σαν αποτέλεσμα να κτυπήσει τον Παραπονούμενο και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του [Π.Κ.236(α)]. Στην καταδικαστική απόφαση το εύρημα ήταν ότι ο Παραπονούμενος, από τη σύγκρουση υπέστη τα τραύματα που περιγράφονται στο κείμενο παραδεκτών γεγονότων, Έγγραφο Α, και στα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν στη διαδικασία τεκμήρια 30 και 31 (Π.Κ.231). Διαπίστωση την οποία επανέλαβε το Κακουργοδικείο στην απόφασή του επί της ποινής, προσθέτοντας ότι ο Παραπονούμενος παρουσίαζε θλαστικό τραύμα φίλτρου αριστερής κάτω γνάθου, ρινοπαρειακής αύλακος και προωτιαίας χώρας. Στις 31.10.22 ο Παραπονούμενος μετεφέρθη στη Γναθοχειρουργική Κλινική του Γ.Ν. Λευκωσίας, όπου παρέμεινε για νοσηλεία μέχρι τις 4.11.22.

 

        Το Κακουργοδικείο ανέφερε ότι έλαβε υπ’ όψιν αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την ανάγκη για αποτροπή, την απαξία που είχε επιδειχθεί για τη σωματική ακεραιότητα του Παραπονούμενου, τη φύση των τραυμάτων, τη νοσηλεία, τις τρεις προηγούμενες καταδίκες, το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος ήταν ο οδηγός έχοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου και αφετέρου τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου και δη ότι είναι 37 ετών από τη Βουλγαρία, πατέρας ενός ανήλικου τέκνου (7 ετών), ότι είχε χάσει την αδελφή του προ έξι ετών, ότι ο ίδιος μετά το σχολείο υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στη Βουλγαρία, ότι ακολούθως ήρθε στην Κύπρο και τέλος, ότι είναι χρήστης ουσιών.

 

        Ο Εφεσείων Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει: (1) Με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι η ποινή φυλάκισης των 2,5 ετών είναι έκδηλα ανεπαρκής εν όψει της σοβαρότητας των αδικημάτων και των γεγονότων της υπόθεσης, διότι παρότι γίνεται αναφορά στους επιβαρυντικούς παράγοντες,  εντούτοις στην πράξη αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται στην ποινή, όπως οι περιστάσεις, οι συνέπειες στον Παραπονούμενο, το μέσο διάπραξης, η εγκατάλειψη της σκηνής και το ποινικό μητρώο και (2) Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι η εν λόγω ποινή φυλάκισης είναι έκδηλα ανεπαρκής και ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής διότι δόθηκε μειωμένη βαρύτητα στα μόνιμα κατάλοιπα που άφησε το κτύπημα στον Παραπονούμενο αφού το Κακουργοδικείο έκρινε εσφαλμένα ότι δεν προσκομίστηκε επαρκής ιατρική μαρτυρία.

 

        Σε σχέση με τις αρχές βάσει των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο σε ποινή είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Καλλιπολίτη κ.ά., Ποιν. Έφ. 5/2024 κ.ά., ημερ. 12.12.24, αναφέροντας, μεταξύ άλλων ότι:

 

        «Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

              "Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής"».

 

        Η εσφαλμένη καθοδήγηση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο συνιστά λόγο επέμβασης του Εφετείου (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334, Karaviotis a.o. v. Police (1967) 2 C.L.R. 286).

 

        Όσον αφορά την παρούσα, θα πρέπει να πούμε εξαρχής ότι δεν συμφωνούμε με όλες τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος. Το Κακουργοδικείο επεσήμανε δεόντως τη σοβαρότητα του αδικήματος, με αναφορά τόσο στην επταετή προβλεπόμενη ποινή όσο και σε νομολογία και συγγράμματα (Γενικός Εισαγγελέας v. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, Γενικός Εισαγγελέας v. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464, Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189, Sentencing in Cyprus, Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σ. 116).

 

        Περαιτέρω διέκρινε δίκαια τον διαφορετικό ρόλο του Εφεσίβλητου, αφού αυτός έχοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου, με σκοπό την επιτυχή διαφυγή τους μετά την κλοπή που διέπραξαν, δεν δίστασε να προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς στον Παραπονούμενο παραβιάζοντας το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και καταρρακώνοντας την αξιοπρέπειά του. Μάλιστα όλα αυτά, όπως ορθώς είχε επισημανθεί, τα έπραξε υποκινούμενος μόνο από το εγωιστικό ένστικτο της διαφυγής και διατήρησης της κλαπείσας περιουσίας, χωρίς να είχε προηγηθεί οποιαδήποτε πρόκληση εκ μέρους του Παραπονούμενου.

 

        Παρομοίως το Κακουργοδικείο επεσήμανε ορθώς ότι στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται επιβολή αποτρεπτικής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας (Παναγιώτου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 276). Προς τούτο έλαβε υπ' όψιν τα καταγραφόμενα στις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας και ιδίως το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος είναι πατέρας ανήλικου τέκνου, τονίζοντας παράλληλα ότι αυτό δεν επενήργησε αποτρεπτικά στην άνομη συμπεριφορά του.

 

        Για τις προηγούμενες καταδίκες είναι γεγονός πως το Κακουργοδικείο χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σχολιασμό, παρέθεσε απλώς τη νομολογιακή αρχή με απόσπασμα από την υπόθεση Καμμούγιαρος v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565. Πλην όμως προσέθεσε ότι πράττει το ίδιο κατ' εφαρμογήν της νομολογίας, εννοώντας ότι τις λαμβάνει υπ' όψιν ως ένδειξη της παλαιότερης στάσης και του σεβασμού του απέναντι στον Νόμο, στοιχείο το οποίο επηρεάζει τον βαθμό επιείκειας που θα ήταν διατεθειμένο το Δικαστήριο να επιδείξει. Η αλήθεια είναι πως εξαιρουμένης της μιας καταδίκης (που αφορούσε παράβαση του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260), οι άλλες δύο αφορούσαν αδικήματα κατά περιουσίας. Ειδικότερα, η μια αφορούσε αδίκημα κλοπής για την οποία είχε τιμωρηθεί το 2021 με €800 πρόστιμο και η άλλη τα αδικήματα κλοπής και κακόβουλης ζημιάς για τα οποία τιμωρήθηκε το 2023 με φυλάκιση ενός μηνός. Ασφαλώς είχαν τη σημασία τους, ιδιαιτέρως αφού και στην κρινόμενη περίπτωση υπήρχε αδίκημα κλοπής, το οποίο μάλιστα αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο και τη «γενεσιουργό αιτία» των όσων ακολούθησαν. Έχουμε τη γνώμη πως παρά την απουσία εξειδικευμένου σχολιασμού, το Κακουργοδικείο τις είχε υπ' όψιν και απέδωσε την πρέπουσα σημασία.

 

        Σε σχέση με το ύψος της αρμόζουσας ποινής στο αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. το Κακουργοδικείο καθοδηγήθηκε από κάποιες υποθέσεις πλην όμως χωρίς να διακρίνει ότι εξ αυτών μόνον η Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 αφορούσε καταδίκη μετά από ακροαματική διαδικασία ενώ οι υπόλοιπες αφορούσαν παραδοχή και δη οι υποθέσεις Ioja v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 624, Γενικός Εισαγγελέας v. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, Σακαρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 272. Δεν είναι όμως αυτό το ουσιωδέστερο εγειρόμενο ζήτημα στην παρούσα. Άλλωστε, επιβάλλοντας φυλάκιση 2,5 ετών φαίνεται πως έλαβε υπ' όψιν του κυρίως την υπόθεση Αχτάρ (ανωτέρω), η οποία ήταν επίσης καταδίκη μετά από ακρόαση.

 

        Εκεί που εντοπίζουμε σφάλμα είναι: (α) Στη μη δέουσα καταγραφή και ενασχόληση με τις σωματικές βλάβες στον Παραπονούμενο και (β) Στην πρωτόδικη κρίση ότι δεν υπήρχε ιατρική μαρτυρία για μόνιμα κατάλοιπα εξαιτίας της βαριάς σωματικής βλάβης («Λαμβάνουμε περαιτέρω υπ' όψιν μας το ότι δεν έχει τεθεί με ιατρική μαρτυρία και με την απαραίτητη επάρκεια ότι ο τραυματισμός που υπέστη ο παραπονούμενος έχει αφήσει μόνιμα κατάλοιπα»).

 

        Ως προς το πρώτο θα πρέπει να πούμε πως η μόνη αναφορά ήταν η καταγραφή αφενός του προαναφερθέντος θλαστικού τραύματος κάτω γνάθου, ρινοπαρειακής αύλακος και προωτιαίας περιοχής και αφετέρου του ότι ο Παραπονούμενος είχε νοσηλευθεί μέχρι τις 4.11.22. Σε μεταγενέστερο σημείο, εκεί που θα έπρεπε να υπάρξει πιο εξειδικευμένος σχολιασμός στη βάση του υλικού που υπήρχε, το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι λαμβάνει υπ' όψιν «τη φύση των τραυματισμών που υπέστη ο παραπονούμενος και το ότι παρέμεινε για νοσηλεία στο νοσοκομείο από τις 29.10.2022 μέχρι τις 4.11.2022, γεγονός που καταδεικνύει την έκταση και τη σοβαρότητα του τραυματισμού». Καμμιά περαιτέρω ενασχόληση με το σχετικό μαρτυρικό υλικό ή και τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

        Στην πραγματικότητα όμως, κατά την ακρόαση, είχαν κατατεθεί ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων τέσσερεις ιατρικές εκθέσεις ως Τεκμήρια 30 έως 33, με ταυτόχρονη δήλωση ότι ήταν παραδεκτό το περιεχόμενό τους (βλ. «Κείμενο Παραδεκτών Γεγονότων», Έγγραφο Α, 5.12.23). Το ότι αργότερα, εκθέτοντας τα γεγονότα για το αδίκημα της αμελούς και επικίνδυνης πράξης, η Κατηγορούσα Αρχή είχε αναφερθεί μόνο στα Τεκμήρια 30 και 31 δεν συνιστούσε λόγο για την παραγνώριση των Τεκμηρίων 32 και 33, δεδομένου ότι η βάση όλων αυτών των εγγράφων ήταν το κείμενο παραδεκτών γεγονότων (Έγγραφο Α) και μέσω αυτού ήταν παραδεκτό το περιεχόμενο όλων των ιατρικών εκθέσεων. Αυτό βέβαια ίσχυε ακόμα περισσότερο για την κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης, η οποία ήταν η σοβαρότερη, είχε εκδικαστεί και τα γεγονότα της προέκυπταν μέσα από την καταδικαστική απόφαση. Στην οποίαν απόφαση αποτέλεσε διαπίστωση ότι για να επιτύχει τη διαφυγή του ο Εφεσίβλητος «δεν υπολόγισε τίποτε και κανένα» και ότι δεν υπήρχε δικαιολογία να αναπτύξει ταχύτητα σε σημείο με ελλιπή φωτισμό από τη στιγμή που κατάλαβε ότι έγιναν αντιληπτοί.

 

        Υπενθυμίζουμε εδώ το Άρθρο 19(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, βάσει του οποίου «αποδοχή» (παραδοχή) γεγονότος, βάσει του άρθρου αυτού, «…θεωρήται ως αποδοχή δια τους σκοπούς οιασδήποτε συνεπακολούθου ποινικής διαδικασίας εν σχέσει προς το εν λόγω θέμα (περιλαμβανομένης οποιασδήποτε εφέσεως ή επανεκδικάσεως)». Προσθέτουμε δε ότι είναι τέτοια η ισχύς τους που ακόμα και σε περίπτωση σύγκρουσης μαρτυρίας με παραδεκτά γεγονότα και πάλι υπερισχύουν πάντοτε τα παραδεκτά γεγονότα (Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143).

 

        Το τελευταίο από τα πιο πάνω τεκμήρια ήταν το «Σημείωμα/Εξιτήριο», ημερ. 11.11.22 (Τεκμήριο 33), από τον Γναθοπροσωποχειρουργικό Θάλαμο («ΓΠΧΘ») του Γ.Ν. Λευκωσίας, στο οποίο η διάγνωση ρητώς ήταν πως υπήρξε «συντριπτικό κάταγμα πρόσθιας περιοχής γνάθου» και όχι απλώς θλαστικό τραύμα. Η δε καταγραφόμενη εκεί ενημέρωση για τα χειρουργικά ευρήματα ήταν ότι υπό γενική αναισθησία «...διενεργήθηκε στις 02/11/2022 ενδοστοματικά τομή στην κάτω ουλοχειλική αύλακα, αποκόλληση, αναγνώριση γραμμών συντριπτικού κατάγματος πρόσθιας περιοχής κάτω γνάθου, ανοικτή ανάταξη και οστεοσύνθεση με τοποθέτηση δύο πλακών τιτανίου 4 οπών 2.0 και βιδών. Έπειτα, τοποθέτηση 2 πλακών τιτανίου 2 οπών και 4 βιδών για οστεοσύνθεση κατάγματος φατνιακής απόφυσης πρόσθιας περιοχής κάτω γνάθου #31‑34. Τοποθέτηση συρμάτων Essig στα πρόσθια δόντια. Συρραφή τραύματος. Τέλος, έγινε εξωστοματικά στην περιοχή του γενείου και του άνω χείλους περιποίηση τραυμάτων, αφαίρεση ραμμάτων και νέα συρραφή». Στο ίδιο έγγραφο σημειώνετο επίσης, όσον αφορά την έκβαση του ιατρικού περιστατικού, ότι η κατάσταση παρουσίασε βελτίωση, ότι η εξαγωγή εκ του ΓΠΧΘ ήταν κανονική, υπό οδηγίες και ότι θα ακολουθούσε επανεξέταση και παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία.

 

        Όπως ορθώς είχε επισημάνει και το Κακουργοδικείο, με αναφορά στην υπόθεση Σακαρίδης (ανωτέρω) «[Σ]ε αδικήματα της φύσης που διέπραξαν οι εφεσείοντες, η ποινή που επιβάλλεται εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξής τους, την έκταση των σωματικών βλαβών που προκαλούνται στο θύμα και τις επιπτώσεις τους σ' αυτό». Με όλο τον σεβασμό δεν διαπιστώνουμε ότι στην παρούσα δόθηκε η πρέπουσα σημασία στην έκταση και στις συνέπειες. Ασφαλώς από τα πιο πάνω αναδύετο μια άλλη, σοβαρή κατάσταση για τη βαριά σωματική βλάβη, την ταλαιπωρία και κυρίως τις συνέπειες στον Παραπονούμενο, η οποία δεν ανεδείχθη ως έπρεπε και ασφαλώς ως μη αναδειχθείσα, δεν ελήφθη και υπ' όψιν στον βαθμό που θα έπρεπε.

 

        Τα πιο πάνω μας οδηγούν και στο δεύτερο σημείο για το οποίο προβάλλεται παράπονο και για το οποίο συμφωνούμε ότι υπήρξε σφάλμα. Είναι εμφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι για να αποδειχθούν οποιαδήποτε μόνιμα κατάλοιπα στην υγεία και στη ζωή του Παραπονούμενου θα έπρεπε υποχρεωτικά αυτά να είχαν τεθεί με «ιατρική μαρτυρία». Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι απαραίτητο αφού συμπεράσματα για τυχόν τέτοια μόνιμα κατάλοιπα δύναται να εξαχθούν και στη βάση άλλης, ικανής προς τούτο μαρτυρίας ή στοιχείων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε τέτοια άλλη μαρτυρία, προερχόμενη από τον ίδιο τον Παραπονούμενο, ο οποίος στην κυρίως εξέτασή του σε ειδική προς τούτο ερώτηση είχε αναφέρει:

 

        «E.   Κύριε Τσαγγαρίδη, μετά, σήμερα, μετά από αυτόν τον τραυματισμό, τι συνέπειες έχεις;

        A.    Σήμερα οι συνέπειές μου είναι δεν μπορώ να φάω κανονικά. Δηλαδή δεν μπορώ να φάω κανονικά φαγητά σαν σούβλα, σουβλάκι, έτσι φαγητά, δεν μπορώ να φάω. Λείπει το ένα μου δόντι και σούζεται το δεύτερο δόντι, όσο πάμε σούζουνται τα πάντα, έπεσε μία πλατίνα, σούζεται η πλατίνα, η πάνω μασέλα είναι λλίον ζαβή, δεν μπορώ να την κλείσω κανονικά. Τζιαι ψευτοπονώ τα πάνω δόντια, γιατί εν τζιαι σπασμένα τζιόλας. Εν σπασμένα».

 

        Το γεγονός ότι ο Παραπονούμενος είχε αναφερθεί στις «συνέπειες που επέφερε ο τραυματισμός του στην καθημερινότητα του» το είχε επισημάνει και το Κακουργοδικείο στην απόφασή του επί της καταδίκης. Στο κατάλληλο στάδιο ο ίδιος κρίθηκε αξιόπιστος και για τη μαρτυρία του είχε λεχθεί πως χαρακτηρίζεται από συνοχή και πειστικότητα. Ως εκ τούτου είχε γίνει αποδεκτή στο σύνολό της χωρίς οποιαδήποτε εξαίρεση ή παρατήρηση. Κατά συνέπειαν κρίνουμε πως υπήρχε ικανή και αποδεκτή μαρτυρία για τις συνέπειες στην υγεία και στην καθημερινότητα του Παραπονούμενου. Ήταν δε σφάλμα να μην ληφθεί υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

        Το ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσον αυτές οι παραλείψεις έχουν επιδράσει επί του ύψους της ποινής σε βαθμό που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου. (βλ. Ion v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 146, Eazadi v. Αστυνομίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 238).

 

        Έχουμε την άποψη πως και τα δυο στοιχεία που έχουμε προαναφέρει, ήτοι αφενός το ότι επρόκειτο για συντριπτικό κάταγμα για το οποίο απαιτήθηκε ο πιο πάνω χειρουργικός χειρισμός με τον ανάλογο πόνο και ταλαιπωρία και αφετέρου το ότι η εν λόγω βαριά σωματική βλάβη επέφερε τα περιγραφέντα μόνιμα κατάλοιπα στη ζωή του Παραπονούμενου, εάν συνεκτιμούντο δεόντως θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ποινή. Στη βάση αυτή κρίνουμε ότι δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου και η συνεπακόλουθη αύξηση της ποινής στο αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης (Κατηγορία 3).

 

        Πρόσφατα είχαμε ενώπιον μας περίπου παρόμοιο περιστατικό βαριάς σωματικής βλάβης, στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 136/24, ημερ. 31.3.25. Η βασική ομοιότητα έγκειται στο μέσο δια του οποίου προκλήθηκε η βλάβη,  που ήταν και εκεί αυτοκίνητο, οδηγηθέν εναντίον συνανθρώπου. Οι περιστάσεις διάπραξης ήταν σοβαρότερες (δεδομένου ότι ο δράστης οδηγός είχε ακινητοποιηθεί ένα μέτρο προ του παραπονουμένου και επανεκκίνησε κτυπώντας τον) πλην όμως τα μόνιμα κατάλοιπα και οι συνέπειες στη ζωή του θύματος ήταν ελαφρύτερης μορφής αφού εκεί εστιάζοντο στην αδυναμία γονυκλισίας και στη συνεπεία αυτής ανάθεση γραφειακών καθηκόντων στον παραπονούμενο μόνιμο υπαξιωματικό της Εθνικής Φρουράς. Στην εν λόγω υπόθεση, επειδή κρίναμε ότι εξήχθη συμπέρασμα ύπαρξης ειδικής πρόθεσης και επεβλήθη ποινή στη βάση αυτού του στοιχείου, το οποίο συνιστούσε συστατικό στοιχείο σοβαρότερου αδικήματος [Π.Κ.228(α)], προχωρήσαμε στη μείωση της ποινής των 3,5 ετών σε 2,5 έτη φυλάκισης. Είχαμε όμως προσθέσει πως η μείωση ήταν αναγκαία «… χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπό διαφορετικές περιστάσεις θα συμφωνούσαμε ότι εξέφευγε από το πλαίσιο της νομολογίας για τέτοιου είδους απρόκλητη, απάνθρωπη και επικίνδυνη δράση, μάλιστα μέσω αυτοκινήτου».

 

        Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ τις αποφάσεις επί ποινών εν σχέσει με βαριά σωματική βλάβη, τις οποίες είχαμε αναφέρει στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) και τις οποίες έχουμε υπ΄ όψιν. Η ίδια ποινή, αυτή των 3,5 ετών, θεωρούμε ότι θα ήταν η αρμόζουσα και στην παρούσα περίπτωση. Θα ήμασταν δε διατεθειμένοι να προχωρήσουμε στην αύξηση της επιβληθείσας ποινής των 2,5 ετών μέχρι αυτό το σημείο εάν ενώπιον μας δεν ευρίσκετο μόνον ο ένας εκ των δύο κατηγορουμένων στην υπόθεση. Η αναπροσαρμογή της ποινής πιθανότατα θα είχε συνέπειες και για τον συγκατηγορούμενο του Εφεσίβλητου. Η μη άσκηση έφεσης εναντίον του συγκατηγορούμενου και η αύξηση της ποινής του Εφεσίβλητου χωρίς να ληφθεί υπ΄ όψιν το στοιχείο αυτό, θα δημιουργούσε αισθήματα άνισης μεταχείρισης στον Εφεσίβλητο. Κατά συνέπειαν, συνεκτιμώντας το γεγονός αυτό κρίνουμε ότι αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις είναι η ποινή των 3 ετών.

 

        Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή των 2,5 ετών στην Κατηγορία 3 αυξάνεται σε 3 έτη φυλάκισης. Εξακολουθεί δε να συντρέχει με τις υπόλοιπες ποινές για τον Εφεσίβλητο.

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο