ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 240/2024, 29/4/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 240/2024, 29/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 240/2024)

 

29 Απριλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v. 

 

ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Εφεσιβλήτου

 

---------------------------------------------------

 

Α. Αντωνίου για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα

Δ. Νικολετόπουλος για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή την επιβληθείσα ποινή για τις κατηγορίες 5 - 34 αφορώσες νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του Άρθρου 4(1)(β) του Ν.188(Ι)/2007. Στον Εφεσίβλητο επιβλήθηκαν (5.8.2024) από το Κακουργοδικείο Λάρνακας κατόπιν παραδοχής συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δυο ετών για 15 ξεχωριστές περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων, με το συνολικό ποσό να ανέρχεται σε περίπου €2.500,000. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ 4.5.2023 και 28.12.2024. Για κάθε περιστατικό ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε μια κατηγορία συγκάλυψης και μια κατηγορία κατοχής χρηματικού ποσού για το οποίο όφειλε να γνωρίζει ότι αποτελούσε έσοδο από παράνομες δραστηριότητες. Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή για τα αδικήματα τα οποία παραδέχτηκε είναι φυλάκιση πέντε ετών ή πρόστιμο €50.000.

 

        Ο Εφεσίβλητος λάμβανε χρηματική αμοιβή 200 για κάθε μεταφορά ποσού 100.000 και αμοιβή 400 για κάθε μεταφορά 200.000. Δεν απεκάλυψε στις ανακριτικές αρχές το άτομο ή άτομα τα οποία κάθε φορά του έδιναν ή παραλάμβαναν τα χρηματικά ποσά τα οποία μετέφερε. Ο τρόπος δράσης ήταν ότι κατά την άφιξη του στην Κύπρο δήλωνε ψευδώς στο Τμήμα Τελωνείων πως το ποσό το οποίο είχε μαζί του προερχόταν από εισοδήματα του και ότι υπήρχε πρόθεση μεταφοράς σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

        Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι η επιβληθείσα ποινή των δυο ετών φυλάκισης είναι έκδηλα ανεπαρκής εν όψει του συνολικού ποσού των €2.500.000 που αφορά η διάπραξη των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

        Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στην ποινή. Η έφεση δεν αποτελεί μέσο για επανακαθορισμό της ποινής, πράγμα το οποίο αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το κριτήριο για την έκδηλη ανεπάρκεια της ποινής είναι καθαρά αντικειμενικό και μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε οιονδήποτε από τους ακόλουθους δύο παράγοντες: (α) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής, και ή (β) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου (βλέπε μεταξύ άλλων, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 854).

 

        Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε ενδεικτικά στις υποθέσεις Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1186, Λεμονάρη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 212/2017, ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B150, Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/20, ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, και Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουρουζίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 20.7.2022, σημειώνοντας, ταυτόχρονα, ότι αφορούσαν το σοβαρότερο αδίκημα της νομιμοποίησης έχοντας γνώση ότι η περιουσία αποτελούσε έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, τιμωρούμενο με μέγιστη ποινή φυλάκισης 14 ετών. Αναλόγως των γεγονότων στις προαναφερθείσες υποθέσεις επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες από 4 έως 6 έτη, με το ποσό της νομιμοποίησης εσόδων, να ανέρχεται σε 498.000 στη Μαληκκίδης, περί τις 500.000 στη Λεμονάρης, και σε 383.304 στη Βακανάς. Σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις ο αδικοπραγήσας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στην Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 298/2018, ημερ. 26.6.2019, λέχθηκε ότι:

 

        «Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγήσαντα των καρπών της παρανομίας του.  Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του.  Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρό του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα».

 

        Οι πιο πάνω επισημάνσεις αφορούν τη Μείζονα Υπαιτιότητα (Culpability A - High Culpability) στη διάπραξη του εν λόγω αυτοτελούς αδικήματος, ως προκύπτει από τα Sentencing Guidelines τα οποία εφαρμόζονται στην Αγγλία (βλ. Fraud, Bribery and Money Laundering Offences Guideline 2014, και Banks on Sentence, 12th edn., para. 285.3), αλλά και την προγενέστερη Αγγλική νομολογία. Η παρούσα περίπτωση διαφέρει καθότι αφορά μεταφορέα χρημάτων έναντι αμοιβής, ο οποίος φαίνεται να μην γνώριζε την πηγή των παράνομων εσόδων. Εν προκειμένω ιδιαίτερα διαφωτιστική θεωρούμε την υπόθεση R v. Basra [2002] 2 Cr. App. R. (S) 100, στην οποία δόθηκε δικαστική καθοδήγηση στην επιβολή ποινών σε τέτοιες περιπτώσεις:

 

        “Money laundering is a stand-alone offence where the constituent elements may be many and varied. There may be circumstances where the launderer has no knowledge of the source of the money laundered and indeed may choose not to know. He may know that it represents the proceeds of criminal activity, but beyond that he is careful not to ask any questions. Many such offenders say they are ignorant of the origin of the proceeds in question and that it should isolate them from the original crime … There is no necessary direct relationship between the sentence for the laundering offence and the original antecedent offence. The criminality in laundering arises from the encouragement and nourishment it gives to crime in general. Without it many crimes would be rendered much less fruitful and perhaps more difficult to perpetrate. Nonetheless the sentence for laundering cannot be wholly disproportionate to the sentence for the original antecedent offence, where the offence is that of being involved in an arrangement whereby the retention of control of the proceeds of criminal conduct results”.

(Υπογράμμιση δική μας)

 

        (βλ. Banks on Sentence (ανωτέρω), παρ. 285.8).

 

        Παρότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε το σοβαρότερο αδίκημα της νομιμοποίησης εν γνώσει του ότι η περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομη δραστηριότητα, οι πιο πάνω επισημάνσεις ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για υποθέσεις στις οποίες ο αδικοπραγήσας όφειλε να γνωρίζει την παράνομη προέλευση της περιουσίας.

 

        Εν προκειμένω παραμένει άγνωστο το γενεσιουργό αδίκημα. Όπως επισημαίνεται στη μεταγενέστερη υπόθεση R v. Raza [2013] EWCA Crim 1771 (παρ. 14, 15), η οποία ακολουθεί την Basra (ανωτέρω), η πηγή των εσόδων και δη η εγκληματική δραστηριότητα με την οποία σχετίζονται, αποτελεί γενικά σημαντική παράμετρο στην αξιολόγηση της σοβαρότητας ενός τέτοιου αδικήματος. Από την άλλη, όμως, η απουσία του στοιχείου αυτού δεν διαγράφει το ότι η παρούσα υπόθεση κατατάσσεται ούτως ή άλλως ως πολύ σοβαρή ένεκα του τεράστιου χρηματικού ποσού το οποίο αφορούν στο σύνολο τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων, ανερχόμενο σε περίπου €2.500.000, σε συνάρτηση με το ότι η νομιμοποίηση εσόδων έλαβε χώρα σε συστηματική βάση για σημαντικό χρονικό διάστημα και συνεχιζόταν μέχρι τον χρόνο της σύλληψης (βλ. κατ’ αναλογία τα αποφασισθέντα στην Raza).

 

        Όπως τονίστηκε στην Basra (ανωτέρω), το στοιχείο της αποτροπής είναι έντονο σε τέτοιας φύσης αδικήματα ένεκα της ενθάρρυνσης και ώθησης την οποία τέτοιου είδους δράση παρέχει γενικά στο έγκλημα. Χωρίς αυτήν πολλά εγκλήματα θα καθίσταντο πολύ λιγότερο προσοδοφόρα και εν πολλοίς δυσκολότερο να διαπραχθούν. Η σχετικά μικρή χρηματική αμοιβή την οποία λάμβανε ο Εφεσίβλητος δεν απαμβλύνει την ανάγκη για αποτρεπτική ποινή. Επρόκειτο στην ουσία για επαγγελματία μεταφορέα, ο οποίος σε τακτά χρονικά διαστήματα, διακινούσε μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία όφειλε να γνωρίζει ότι αποτελούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες. Η συστηματική του δράση καταδεικνύει ότι αποτελούσε σημαντικό μέρος της αλυσίδας νομιμοποίησης εσόδων.

 

        Πέραν του ύψους του ποσού και ανεξαρτήτως της μη ανίχνευσης του γενεσιουργού αδικήματος (ή «των» αν ήταν διαφορετικά αδικήματα), το ουσιώδες στοιχείο είναι πως όλα αυτά τα χρήματα προήλθαν από παράνομες δραστηριότητες. Δεν χρειάζεται δε ιδιαίτερη ανάλυση της αδιαμφισβήτητης σημασίας την οποίαν έχει μια τέτοια νομιμοποίηση για αυτούς που έδιδαν τις αμοιβές στον Εφεσίβλητο, ήτοι τους ιθύνοντες  των γενεσιουργών αδικημάτων. Αρκεί να λεχθεί ότι εκ φύσεως η νομιμοποίηση εμπεριέχει ακριβώς τη δυνατότητα χρήσης, κάρπωσης και απόλαυσης των παράνομων εισοδημάτων και ότι είναι αυτή τη δυνατότητα που εκτρέφουν εγκληματικές συμπεριφορές, όπως αυτή του Εφεσίβλητου.

 

        Ο Εφεσίβλητος είναι λευκού ποινικού μητρώου, 47 ετών, με Ουκρανική καταγωγή, διαμένων μόνιμα στην Ελλάδα από 19 ετών. Τα τελευταία 20 έτη εργάζεται ως επαγγελματίας οδηγός φορτηγού με μηνιαίο μισθό 900. Από το 2014 συμβιώνει με Γερμανίδα υπήκοο η οποία είχε αποκτήσει τρία παιδιά από προηγούμενο γάμο, τα οποία μεγαλώνει ως δικά του. Συντηρεί τη μητέρα του λόγω προβλημάτων υγείας τα οποία αντιμετωπίζει. Ο ίδιος πάσχει από καρδιολογικό νόσημα - η καρδία του λειτουργεί στο 50% του φυσιολογικού - για το οποίο λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή επί μονίμου βάσεως. Ως ορθά παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε το οποίο να υποστηρίζει ότι ο εγκλεισμός στη φυλακή θα προκαλέσει ταλαιπωρία ασυνήθιστού βαθμού ή ότι θα επιδεινώσει το πρόβλημα υγείας το οποίο αντιμετωπίζει ή ότι αυτό δεν μπορεί να τύχει κατάλληλου χειρισμού από τις Αρχές των Φυλακών.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ορθώς αναφέρεται στην αυξητική τάση που παρουσιάζουν αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για την καταστολή τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών. Είναι παγίως νομολογημένο ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής [βλέπε μεταξύ άλλων Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω)]. Επομένως σε αδικήματα τα οποία χρήζουν επιβολής αποτρεπτικής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του αδικοπραγούντος, παρότι λαμβάνονται υπόψη, αποτελούν μειωμένης σημασίας παράγοντα.

 

        Λήφθηκε επίσης υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας η παραδοχή του Εφεσίβλητου ως ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας, δικαιολογώντας ανάλογη έκπτωση στην ποινή βάσει των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας.

 

        Εντούτοις με κάθε σεβασμό κρίνουμε ότι πρωτοδίκως δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στην πολύ μεγάλη χρηματική περιουσία που αφορούν αθροιστικά τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων, στοιχείο το οποίο προσδίδει ιδιαίτερη σοβαρότητα στην υπόθεση, σε συνδυασμό με τον επαγγελματικό και συστηματικό τρόπο δράσης του Εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δυο χρόνων σε μία έκαστη των κατηγοριών 5 έως 34, να καθίστανται στο σύνολο έκδηλα ανεπαρκείς. Κρίνουμε ότι η κατάλληλη ποινή για κάθε μία από τις εν λόγω κατηγορίες είναι η φυλάκιση τριών χρόνων.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή φυλάκισης των δυο χρόνων για έκαστη εκ των κατηγοριών 5 έως 34 αντικαθίσταται με φυλάκιση τριών χρόνων σε έκαστη εκ των πιο πάνω κατηγοριών. Οι ποινές εξακολουθούν να συντρέχουν μεταξύ τους.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.     

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο