ALPHA PANARETI PUBLIC LTD v. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. E27/2020, 3/4/2025
print
Τίτλος:
ALPHA PANARETI PUBLIC LTD v. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. E27/2020, 3/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. E27/2020)

 

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

 

ALPHA PANARETI PUBLIC LTD

 

Εφεσείουσα/Εναγόμενη

v.

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

--------------------------

 

Αίτηση παραμερισμού ημερομηνίας 27.2.2025

 

Α. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείουσα.

Δ. Παυλίδης για Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητο.

Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα έφεση έχει ως αντικείμενο, απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παραμερισμού που καταχώρισε η εφεσείουσα αναφορικά με απόφαση που εκδόθηκε στην απουσία της για καταβολή ποσού από μέρους της προς τους εφεσίβλητους.

 

Η ακρόαση της έφεσης διεξήχθη την 19/02/2025, ημερομηνία κατά την οποία επιφυλάχθηκε από το παρόν Δικαστήριο η απόφασή του. Την 27/02/2025, πριν την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν την υπό κρίση αίτηση με την οποία αιτούνται τον παραμερισμό του Διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 12/02/2025. Με το εν λόγω Διάταγμα, το παρόν Δικαστήριο απάλλαξε την εφεσείουσα από την υποχρέωση επίδοσης της μονομερούς αίτησης και έδωσε οδηγίες καταχώρισης του περιγράμματος των εφεσιβλήτων εντός δύο ημερών από την έκδοσή του, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης των εφεσιβλήτων για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσής τους, βασιζόμενο, με ρητή αναφορά του, στον πρωταρχικό σκοπό των  Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και στις εξής πρόνοιες αυτών: Μέρος 41.16 (6),  Μέρος 41.6, Μέρος 3.1 (2) (α), Μέρος 23.6 (α), (γ) (δ) και Μέρος 23.6 (2)(β). Στηρίχθηκε δε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή αίτηση.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης όπως προκύπτει από τον φάκελο του Εφετείου έχει ως εξής:

 

Κατόπιν ηλεκτρονικής επικοινωνίας των συνηγόρων των διαδίκων, το παρόν Δικαστήριο έδωσε οδηγίες την 24/09/2024 για καταχώριση περιγραμμάτων των αγορεύσεων των διαδίκων ως οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023, χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν το περίγραμμα αγόρευσης τους την 08/11/2024. Οι εφεσίβλητοι δεν καταχώρισαν περίγραμμα αγόρευσης εντός 45 ημερών από την εν λόγω ημερομηνία. Η Πρωτοκολλητής του Εφετείου με ειδοποίηση ημερομηνίας 6/2/2025 προς τους συνηγόρους των διαδίκων όρισε την έφεση για ακρόαση την 19/2/2025.

 

Το Μέρος 41.16 (4) των Κανονισμών προβλέπει τα εξής:

 

«(4) (α) Το περίγραμμα αγόρευσης εφεσίβλητου καταχωρίζεται μέσα σε 45 ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης ή παραλαβής του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα.»

 

Η ενόρκως δηλούσα, δικηγόρος, στη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος τους, δήλωσε ρητώς ότι μέχρι την 6.2.2025, ημερομηνία, κατά την οποία ειδοποιήθηκαν από την Πρωτοκολλητή για τον ορισμό της ακρόασης της έφεσης, ουδέποτε παρέλαβαν οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας.

 

Η υπό κρίση αίτηση παραμερισμού του εν λόγω Διατάγματος, στηρίζεται στην ένορκη δήλωση ενός εκ των διευθυντών της εφεσείουσας-αιτήτριας.

 

Πριν την ημερομηνία κατά την οποία η υπό κρίση αίτηση της εφεσίβλητης ήταν ορισμένη για επίδοση, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση, με την οποία, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, αρνούνται τους ισχυρισμούς του πιο πάνω αναφερόμενου ενόρκως δηλούντα ως προς τα γεγονότα τα οποία αναφέρει. Υποστηρίζουν επίσης ότι η αίτηση της εφεσίβλητης δεν μπορεί να ακουστεί εν όψει του ότι καταχωρίστηκε μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην έφεση. Περαιτέρω επισημαίνουν ότι όταν τους δόθηκε η ευκαιρία κατά την ακρόαση της έφεσης να εγείρουν το ζήτημα που εγείρουν με την υπό κρίση αίτηση, δεν το έπραξαν αλλά συμφώνησαν όπως η απόφαση επιφυλαχθεί.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, ζήτησε όπως του δοθεί χρόνος για ετοιμασία γραπτής αγόρευσης, αναφορικά με την αίτηση. Εν όψει του αιτήματος του, το Δικαστήριο όρισε την αίτηση για ακρόαση. Γραπτή αγόρευση υπέβαλε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων.

 

Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την υπό εξέταση αίτηση, ουσιαστικά ζητείται το επανάνοιγμα υπόθεσης, μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης, στην οποία η απόφαση έχει επιφυλαχθεί. Για την πιο πρόσφατη απόφαση αναφορικά με το ζήτημα, παραπέμπω στην υπόθεση ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΩΣΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΑΡΔΕΛΛΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2015, 9/12/2024 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.  

 

Είμαι της άποψης ότι οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 στους οποίους βασίζεται η υπό εξέταση αίτηση, δεν διαφοροποιούν τις αρχές που τέθηκαν στην υπόθεση Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49, ως ακολούθως:

 

«Η επιφύλαξη δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί στάδιο της διαδικασίας. Όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ.1), (1994) 2 Α.Α.Δ. 213, η έκδοση της δικαστικής απόφασης αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου μόλις αυτό καταλήξει στην ετυμηγορία του. Το επανάνοιγμα υπόθεσης, στην οποία η απόφαση έχει επιφυλαχθεί, μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης, λόγω γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης - (βλ. Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 848 Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659·Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Υποθέσεις Αρ. 416/88 και 445/88 -14/2/92)· και Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165. Βλ., επίσης, Payiatas vRepublic (1984) 3 C.L.R. 1239, 1245). Η επιθυμία διαδίκου να προβάλει περαιτέρω επιχειρηματολογία προς στήριξη των θέσεων του, στην ουσία απολήγει στην επανακρόαση της υπόθεσης και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' αναπτύξει την υπόθεση του. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο διάδικο ν' ακουστεί πλήττει το θεμέλιο των κανόνων απονομής της δικαιοσύνης, που συναρτά την τελεσιδικία με το κλείσιμο της υπόθεσης των αντιδίκων.»

 

Προκύπτει από τη νομολογία ότι επαφίεται στο Δικαστήριο να διατάξει κατ’ εξαίρεση το επανάνοιγμα υπόθεσης, εάν διαπιστώσει ότι   εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, δεν αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του αιτητή να ακουσθεί σε περίπτωση που καταχωρεί αίτηση μετά την επιφύλαξη της απόφασης.

 

Εντούτοις, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και εν όψει του ότι η εφεσείουσα, επικαλέστηκε το ότι περιήλθαν στη γνώση της γεγονότα μετά την επιφύλαξη της απόφασης, θα προχωρήσω, κατ’ εξαίρεση, στην εξέταση της ουσίας της αίτησης, κρίνοντας ότι έτσι εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Θεωρώ ότι το κρίσιμο ζήτημα που εγείρεται με την υπό κρίση αίτηση, είναι κατά πόσον διαπιστώνεται δυσμενής επηρεασμός του δικαιώματος της εφεσείουσας σε δίκαιη δίκη, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Ειδικότερα, ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση κατά πόσον, επλήγη το δικαίωμά της, όπως προστατεύεται από το Άρθρο 30.3. (β) του Συντάγματος, να προβάλει τους ισχυρισμούς της ενώπιον του δικαστηρίου και να έχει «χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευήν τούτων».

 

Ο ενόρκως δηλών από πλευράς εφεσείουσας, υποστηρίζει ότι επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματά του, εφόσον τo περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας καταχωρίστηκε την 08/11/2024, ενώ οι εφεσίβλητοι από την εν λόγω ημερομηνία, κατά την οποία σύμφωνα με τον ίδιο, έλαβαν στη θυρίδα τους αντίγραφο του περιγράμματος της εφεσείουσας, καταχώρισαν το δικό τους περίγραμμα την 14/02/2025, «θέτοντας ζήτημα ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων».

 

Θα αντιπαρέλθω της αναφοράς του ενόρκως δηλούντος για προσωπικό επηρεασμό του δικαιώματός του, εφόσον τέτοιος προσωπικός επηρεασμός δεν τεκμηριώνεται από το ενώπιον μου υλικό.

 

Στο σύγγραμμα Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Ανδρέα Νικόλα Λοΐζου, 2001, στη σελίδα 197, αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος, εισάγεται η αρχή της ισότητας των όπλων, «… γιατί το δικαίωμα για ακριβοδίκαιη δίκη προϋποθέτει συμμόρφωση με την αρχή αυτή και τυγχάνει εφαρμογής και σε υποθέσεις αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στην υπόθεση Dombo Beheer B.V. v. Netherlands, αποφασίστηκε ότι αναφορικά με διαδικασία που συνεπάγεται συγκρουόμενα ιδιωτικά συμφέροντα «η ισότητα όπλων» προϋποθέτει ότι στον κάθε διάδικο πρέπει να δοθεί εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του-περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του-κάτω από συνθήκες που δεν τον θέτουν ουσιαστικά σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον αντίδικό του. »

 

Η εν λόγω απόφαση Dombo Beheer είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ, Judgement of 27 October 1993, Series A no.274 (33).

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη την τοποθέτηση του συνηγόρου της εφεσείουσας κατά την ακρόαση της έφεσης ως έχει καταγραφεί στα πρακτικά της ακρόασης:

 

«Ερχόμενοι είχαμε την άποψη ότι δεν καταχωρίστηκε περίγραμμα αγόρευσης. Εξ όσων μας είπε ο συνάδελφος καταχώρισε περίγραμμα, συνεπώς θα υιοθετήσουμε το περίγραμμα μας και, έχοντας δει το περίγραμμα του συναδέλφου, δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε.»

 

Εν όψει της εν λόγω τοποθέτησης του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, κρίνω, ότι ουδόλως τίθεται ζήτημα παράβασης της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Επιπλέον, δεν διαπιστώνω από την ενώπιον μου μαρτυρία, να έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση η εφεσείουσα λόγω της έκδοσης του εν λόγω Διατάγματος, σε σχέση με τον αντίδικό της.  Ο ενόρκως δηλών φαίνεται να υποστηρίζει τη θέση  ότι, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, οι εφεσείοντες διέθεταν περισσότερο χρόνο για την ετοιμασία του δικού τους περιγράμματος από ό,τι η εφεσείουσα, εντούτοις, δεν εξειδικεύει πώς η εφεσείουσα τέθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σε μειονεκτική θέση εξαιτίας αυτού του ισχυρισμού. Τονίζω δε και επαναλαμβάνω, ότι η δήλωση του συνηγόρου της εφεσείουσας κατά την ακρόαση της έφεσης, ως παρατίθεται αυτολεξεί ανωτέρω, καθιστά, εν πάση περιπτώσει, αυτό τον ισχυρισμό του ενόρκως δηλούντα, ανεδαφικό.

 

Τέλος, θεωρώ σημαντικό να επισημάνω ότι το ζήτημα της ως άνω επικαλούμενης παραβίασης του δικαιώματος της εφεσίβλητης δεν αναπτύχθηκε περαιτέρω στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, και δεν έγινε καμία παραπομπή σε σχετική με το ζήτημα νομολογία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επιχειρηματολόγησε εκτεταμένα στη γραπτή του αγόρευση επί της θέσης ότι υπήρξε, κατά την έκδοση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, παραπλάνηση του Δικαστηρίου από πλευράς εφεσιβλήτων.

 

Ο ενόρκως δηλών από πλευράς εφεσείουσας, υποστήριξε συναφώς, ότι υπήρξε παραπλάνηση του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων, λόγω παράλειψης αποκάλυψης όλων των γεγονότων τα οποία μπορούν να επιδράσουν ή και να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση για παράταση χρόνου, αναφέρθηκε παραπλανητικά ότι η πλευρά των εφεσιβλήτων δεν είχε λάβει αντίγραφο του περιγράμματος της εφεσείουσας μέχρι τότε. Και αυτό, γιατί, πρώτον σύμφωνα, με τον ίδιο, δεν ανέφερε δήλωση ή παραδοχή ότι αντίγραφο του περιγράμματος, αφέθηκε στην θυρίδα των συνηγόρων των εφεσιβλήτων.

 

Όπως προκύπτει από το Μέρος 41.4 (α) των Κανονισμών, ανωτέρω, στην περίπτωση όπου το περίγραμμα δεν επιδίδεται, σημασία έχει η ημερομηνία παραλαβής αυτού. Εφόσον η ενόρκως δηλούσα ορκίστηκε θετικά ότι ουδέποτε παρέλαβαν οι συνήγοροι το περίγραμμα, δεν όφειλε να αναφερθεί στο κατά πόσο αυτό αφέθηκε στη θυρίδα, κατ’ ισχυρισμό της εφεσίβλητης, ή όχι. Δεν διαγιγνώσκω επομένως, παράλειψη αποκάλυψης ουσιώδους γεγονότος. 

 

Δεύτερον, ο ενόρκως δηλών από πλευράς εφεσείουσας, ορκίζεται ότι όπως τον ενημερώνουν οι συνήγοροι που εκπροσωπούσαν την εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι η συνήθης πρακτική να αφήνεται αντίγραφο του περιγράμματος αυθημερόν, στη θυρίδα του αντιδίκου. Η αναφορά στη συνήθη πρακτική, ελλείψει θετικής μαρτυρίας ότι οι εφεσίβλητοι παρέλαβαν όντως το περίγραμμα αγόρευσης στη θυρίδα τους και απέκρυψαν το γεγονός από το Δικαστήριο, δεν ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι υπήρξε πράγματι παραπλάνηση από πλευράς εφεσιβλήτων.

 

Τρίτον, ο ενόρκως δηλών, αναφέρει στο πλαίσιο του επιχειρήματός του περί μη αποκάλυψης, ότι οι προηγούμενοι συνήγοροι της εφεσείουσας ουδέποτε έλαβαν αντίγραφο του περιγράμματος των εφεσιβλήτων ως το επίδικο Διάταγμα. Ο ισχυρισμός αυτός ασφαλώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του επιχειρήματος περί μη αποκάλυψης, εφόσον αφορά κατ’ ισχυρισμό γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την έκδοση του Διατάγματος.

 

Όπως προαναφέρθηκε, για το ίδιο σημείο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επιχειρηματολόγησε εκτεταμένα στη γραπτή αγόρευσή του. Πέραν των όσων αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του συμβούλου της εφεσείουσας, ο συνήγορος προσθέτει ότι η παραπλάνηση του Δικαστηρίου προκύπτει και από αντίφαση που εντοπίζεται μεταξύ της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων και της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση τους στην υπό κρίση αίτηση, ως προς τον τρόπο που οι εφεσίβλητοι έλαβαν εν τέλει αντίγραφο της αγόρευσης της εφεσείουσας.

 

Επαναλαμβάνω ότι το σημαντικό γεγονός στη βάση του οποίου στηρίχθηκε η έκδοση του Διατάγματος, είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν το περίγραμμα της εφεσείουσας πριν την εκπνοή της ταχθείσης προθεσμίας. Διαπιστώνω ότι η θέση τους επί του σημείου αυτού παρέμεινε σταθερή, δεν αντικρούστηκε επιτυχώς, και η όποια αντίφαση σε σχέση με τις συνθήκες υπό τις οποίες εν τέλει έλαβαν αντίγραφο του περιγράμματος, δεν πείθει ότι οι εφεσίβλητοι παραπλάνησαν το Δικαστήριο επί τούτου.

 

Εν κατακλείδι, δεν διαπιστώνω παραπλάνηση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του Διατάγματος.

 

Τέλος, ο ενόρκως δηλών από πλευράς εφεσείουσας, επικαλείται το ότι η μονομερής αίτηση βασίσθηκε, λανθασμένα, στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, ως λόγο παραμερισμού του εν λόγω Διατάγματος. Παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 965 και Χατζηνικολάου Αντωνάκης και Άλλη (2011) 1 ΑΑΔ 1595.

 

Το Εφετείο, έχει επανειλημμένα εφαρμόσει τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών για να αντικρούσει τέτοιου είδους επιχειρήματα. Παρατίθεται συναφώς, το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολιτική Έφεση αρ. E5/2018, 16/1/2024:

 

«Παρατηρούμε εντούτοις ότι ο εφεσίβλητος καταχώρισε την παρούσα αίτηση, με βάση τον τύπο των παλαιών θεσμών. Επιπλέον στηρίζει εσφαλμένα την αίτηση του στον Περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 και στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας (Δ.57.Θ.2 και Δ.48) και όχι στο Μέρος 41.16 (6) που παρέχει εξουσία στο Εφετείο να παρατείνει τον χρόνο καταχώρησης περιγράμματος αγόρευσης.

Είναι ενδεικτικό ότι στην υπό κρίση αίτηση, καμία αναφορά δεν γίνεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Αντιθέτως είναι η θέση του αιτητή όπως προκύπτει από την αγόρευση της συνηγόρου του, ότι στην παρούσα εφαρμόζονται οι παλαιοί Θεσμοί αφού αφορά έφεση του 2018.  

Δεν συμφωνούμε με αυτήν την άποψη. Το Μέρος 60.2(1) των Κανονισμών του 2023 που επικαλέστηκε η συνήγορος για τον εφεσίβλητο - αιτητή στην αγόρευση της, δεν βοηθά την υπόθεση του εφεσίβλητου αφού αναφέρεται σε άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το Δικαστήριο, σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Επαναλαμβάνεται ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε μετά την εφαρμογή των Κανονισμών του 2023, οπόταν ο αιτητής όφειλε δυνάμει των προαναφερθεισών προνοιών του Μέρους 60, και ανεξαρτήτως αν η έφεση εκκρεμεί από το 2018, να ακολουθήσει τον δικονομικό τύπο που προβλέπεται στους νέους Κανονισμούς του 2023, ήτοι το έντυπο αρ. 34.

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης θα εξετάσουμε στην συνέχεια κατά πόσον η εν λόγω παράλειψη του εφεσίβλητου, συνιστά παρατυπία που θα μπορούσε να παραβλεφθεί προκειμένου να διασωθεί η διαδικασία της παρούσας αίτησης. Η συνήγορος του εφεσιβλήτου παρέπεμψε επί του προκειμένου στον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.

Ο χειρισμός των υποθέσεων στο πλαίσιο του Πρωταρχικού Σκοπού περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2), την εξοικονόμηση δαπανών, τη διασφάλιση ταχείας και δίκαιης μεταχείρισης αλλά βέβαια και την επιβολή συμμόρφωσης με κανονισμούς και διατάγματα. Επίσης συμπεριλαμβάνει σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2) (γ), τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς, μεταξύ άλλων, ως προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων.

Σχετικές με το θέμα είναι και οι διατάξεις του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που έχουν ως εξής:

3.8  Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα

(1)   Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:

(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο∙ και

(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:

(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙ και

(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και παρά την διαπίστωση μας ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να προωθήσει το αίτημα του με τον τύπο των παλαιών Θεσμών δεν ήταν η ενδεδειγμένη, κρίνουμε ότι η ως άνω λανθασμένη δικονομική διαδικασία δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου.

Η διάσωση του διαβήματος κατά τον πιο πάνω τρόπο, συνάδει κατά την κρίση μας με τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και της ερμηνείας των Κανονισμών προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών, σε σχέση με διαδικαστικά θέματα. Συνάδει επίσης με το Μέρος 3.8 (1) όπου υποδεικνύεται ότι η παράλειψη διαδίκου να συμμορφωθεί με τους πιο πάνω Κανονισμούς δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη και ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση τέτοιας μη συμμόρφωσης, μπορεί να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

Επιπλέον δυνάμει των διατάξεων του Μέρους 3.8.(2) δεν ακυρώνεται η διαδικασία εκτός αν το σφάλμα είναι σοβαρό και η ακύρωση είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη και τον Πρωταρχικό Σκοπό. Στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, όπως το ότι αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την εξέταση της στοιχεία, χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου, κρίνουμε ότι το σφάλμα δεν είναι σοβαρό και η ακύρωση της αίτησης δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς απονομής δικαιοσύνης. Αντιθέτως συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως μην ακυρωθεί η παρούσα διαδικασία, παρά τον λανθασμένο έντυπο αίτησης με το οποίο προωθείται.

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση A.G. PAPHITIS & CO, LLC που αφορούσε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για άδεια προνομιακού εντάλματος Certiorari, η οποία καταχωρίστηκε σε λανθασμένο τύπο και όχι σύμφωνα με τα έντυπα που καθορίζονται στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018.»

 

Στην υπόθεση ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ v. ΧΡΙΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2024, 18/10/2024, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σε σχέση με τους λόγους ένστασης, οι μόνοι οι οποίοι έχουν κάποια υπόσταση είναι οι λόγοι ένστασης 4 και 5 (μερικώς). Στον λόγο ένστασης 4 υποδεικνύεται ορθά ότι δεν καταγράφεται στη νομική πτυχή της Αίτησης το Μέρος 23 των Κανονισμών. Θα προσθέταμε μάλιστα ότι ούτε το Μέρος 1 - το οποίο είναι ίσως ακόμα πιο σημαντικό - δεν καταγράφεται. Στον λόγο ένστασης 5 υποδεικνύεται ότι το «έντυπο 34» δεν είναι ορθά/πλήρως συμπληρωμένο. Τούτο ισχύει σε ό,τι αφορά το «πλήρως». Εν πάση περιπτώσει, οι παραλείψεις αυτές δεν ακυρώνουν το διάβημα. Ούτε κρίνονται υπό τις περιστάσεις σοβαρές, ώστε να δικαιολογείται απόρριψη του διαβήματος (βλ. Μέρος 3, Κανονισμός 8 (1) και (2) των Κανονισμών). Στο βαθμό δε που οι παραλείψεις αυτές αποτελούν σφάλμα, εκδίδεται διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος (Μέρος 3, Κανονισμός 8(1)(β)). Σχετική κατ' αναλογία είναι η υπόθεση Αναφορικά με A.G.PAPHITIS & CO. LLC Πολ. Αίτηση 112/2023, ημερ. 22.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, , η οποία αφορούσε καταχωρηθείσα επί λανθασμένου τύπου, αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης αίτησης για έκδοση άδειας για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari (βλ. επίσης Mucinic v. SKY CAC LTD κ.α. Πολ. Έφεση Ε1/2019, ημερ. 7.6.2024).»

 

Σημειώνω επίσης, την υπόθεση ROBERT MUCINIC v. SKY CAC LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. E1/2019, 7/6/2024, στην οποία δεν θεωρήθηκε παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, η παντελής παράλειψη αναγραφής οποιασδήποτε νομικής βάσης στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων, εν όψει, βεβαίως, των περιστάσεων της υπόθεσης.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, και ιδίως εφόσον όπως είναι πρόδηλο από το πρακτικό του Δικαστηρίου, το ίδιο αντιλήφθηκε πλήρως το αίτημα των εφεσιβλήτων και βασίσθηκε στις εφαρμοστέες διατάξεις των Κανονισμών, με ρητή αναφορά στον πρωταρχικό σκοπό, παρατηρώ ότι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου παραγνωρίζει τόσο τις διατάξεις των Κανονισμών όσο και τη νομολογία που τους εφαρμόζει.

 

Καταληκτικά, σε σχέση με την πιο πάνω εισήγηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης περί λανθασμένης νομικής βάσης, παραπέμπω στα λεχθέντα στην υπόθεση Ans Secretaries Ltd ν. Orianda Management FZ LLC και Άλλης (2014) 1 ΑΑΔ 1348. Αν και η υπόθεση αφορούσε τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, θέτει, κατά την άποψή μου, διαχρονικά, στην ορθή του διάσταση, το ζήτημα των παραβάσεων των κανονισμών πολιτικής δικονομίας:

 

«Προτού εγκαταλείψουμε αυτό το λόγο έφεσης, θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι η τροποποίηση και εκσυγχρονισμός των θεσμών μας, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όμως, μέχρι να γίνει αυτό κατορθωτό, θα πρέπει και οι δικηγόροι, ως λειτουργοί της δικαιοσύνης και άμεσα εμπλεκόμενοι στο όλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, να αποφεύγουν την υποβολή τυπολατρικών εισηγήσεων για επουσιώδεις παραβάσεις των θεσμών οι οποίες ουδόλως επηρεάζουν τον αντίδικο και τίποτε δεν προσθέτουν παρά μόνο καθυστερούν περαιτέρω τις διαδικασίες και ασκούν πιέσεις στον περιορισμένο χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους τα δικαστήρια για εκδίκαση πιο σοβαρών και ουσιαστικών θεμάτων.»

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω η αίτηση παραμερισμού κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με έξοδα ύψους €3.000, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο